Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΑΠ 1175/2015 : "Αναγκαστική απαλλοτρίωση, προσδιορισμός αποζημίωσης. ΦΠΑ επί της δικηγορικής αμοιβής"


Περίληψη : "Από τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντ/τος, 13 και 18 παρ. 4 του Ν. 2882/2001, 189 του Κ.Πολ.Δ. και 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, συνάγεται ότι η αμοιβή την οποία καταβάλλει ο δικαιούχος της αποζημιώσεως που οφείλεται από απαλλοτρίωση στον δικηγόρο του για τη σύνταξη αιτήσεως, ανταιτήσεως, κυρίας παρεμβάσεως ή προτάσεων, προκειμένου να επιτύχει τον προσδιορισμό και την είσπραξη της αποζημιώσεως, αποτελεί παρακολούθημα της αποζημιώσεως, προσαυξάνει το ποσό της, βαρύνει τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημιώσεως και πρέπει να επιδικάζεται σε βάρος του τελευταίου και να περιέρχεται στον δικαιούχο, ώστε να μην επέρχεται φαλκίδευση της πλήρους αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 17/2000, ΑΠ 502/ 2005). 
Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 του Συντάγματος, 1, 2 παρ. 1 περ. α’ , 3, 19 παρ. 1 του Ν. 2859/2000, 62 παρ. 3 του Ν. 3842/2010, σύμφωνα με την οποία δεν απαλλάσσεται πλέον του Φ.Π.Α. η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους και 18 παρ. 4 του Ν. 2882/2001, προκύπτει ότι ο ανωτέρω φόρος προστιθέμενης αξίας επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλομένου του, ήτοι, στην προκειμένη περίπτωση, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο που παρέχει τις υπηρεσίας του στο δικαιούχο της αποζημίωσης, δηλαδή στον εντολέα του και δικαιούχο της αποζημίωσης, επιπρόσθετα δε ότι βαρυνόμενος κατά νόμο με την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης είναι ο υπόχρεος σε αποζημίωση, ο οποίος υποχρεούται, συνεπώς, να καταβάλει και τον αναλογούντα επί της ως άνω αμοιβής Φ.Π.Α., άλλως θίγεται η πληρότητα της καταβαλλόμενης αποζημίωσης και φαλκιδεύεται αυτή κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής περί καταβολής πλήρους αποζημίωσης".

Αριθμός 1175/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Μαρία Χυτήρογλου και Δημήτριο Τζιούβα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία " Γ. Κ. και Σία ΕΕ", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ι Χ, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 29-1-2015 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομίας (πρώην Οικονομίας και Οικονομικών) και ΥΠΟ.ΜΕ.ΔΙ. (πρώην ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), που κατοικοεδρεύουν στην ... και τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδος (πρώην Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας), που κατοικοεδρεύει στη ... το οποίο εκπροσωπήθηκε από την ΣΔ, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-9-2009 αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος απαλλοτριώσεως της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο ... και συνεκδικάστηκε με την από 30-10-2009 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, καθώς και με αιτήσεις άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη.
Εκδόθηκε η 287/2013 απόφαση του Εφετείου ... την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-6-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Τζιούβας διάβασε την από 10-3-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος και να απορριφθούν οι υπόλοιποι λόγοι της από 23-6-2014 και με αριθμό κατάθεσης 35/2014 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 287/2013 αποφάσεως του Εφετείου ... που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των απαλλοτριώσεων των άρθρων 18 επ. του Ν. 2882/2001. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

"Η αστική ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της A.E. έναντι του δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης - Θέματα αστικής ευθύνης των μετόχων έναντι των ανωτέρω φορέων" [της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ, Δικηγόρου Αθηνών, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας, μέλους Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων]


Εισήγηση στην Ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών με θέμα:"Ζητήματα ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας" (26 Φεβρουαρίου 2016)

 Περίληψη Εισήγησης
Ι. Αστική Ευθύνη των μελών Δ.Σ
I.i Νομική φύση της ευθύνης των Διοικούντων
• Εκ του νόμου ( ex lege) - Αναγκαστικού δικαίου
• Γνήσια αντικειμενική. Συνδέεται αποκλειτικά με την ιδιότητά τους.
Υφίσταται ανεξαρτήτως πταίσματος των διοικούντων (ΣτΕ 3/2000 ΕλλΔ/νη
2001/263, Στε 2030/2004 ΔΕΕ 2006/684)
• Εξαιρετική (για αλλότρια χρέη) ΑΠ 538/66, 435/66, 802/76, ΕΦΑΘ 588/86)
• Επικουρική ή Πρόσθετη (ΣτΕ 1590/2000 Δ.Δ 2001/1062, ΣτΕ 3/2000 Δ/νη2001/263, ΑΠ 802/76 Δίκη 1977/208, ΣτΕ 3333/2008 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 708/2008 ΔΦΝ 2010/1368, ΔΕφΑθ 44/2010 ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΘ 124/2012 ΕΔΔΔΔ2012/500)
• Όχι επικουρική (ΝΣΚ 538/2006, Μάρκου Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΕ σε. 323) ή εγγυητική
• Παθητική εις ολόκληρον (481- 488 ΑΚ)
• Αλληλέγγυα (άρθρο 29 ΕισΝΑΚ)

I.ii Ιστορική αναδρομή
1. Άρθρο 41 παρ. 6 του Ν. 1640/1919 «περί κώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων», όπως προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν.δ της 19-3-1923
Περιεχόμενο
Ευθύνη: Προσωπική και αλληλέγγυα
Ευθυνόμενα Πρόσωπα: Διευθυντές, διαχειριστές ή διοικούντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές
Νομικά πρόσωπα: Ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμοί διαλυόμενα ή συγχωνευόμενα
Φόροι: Εισοδήματος και παρακρατούμενοι φόροι
2. Άρθρο 17 του ΝΔ 3843/58, (φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων)
Προσθήκες
-Ευθυνόμενα πρόσωπα: Διοικούντες Σύμβουλοι - απορροφούσα ή συνιστωμένη νέα εταιρεία -Νομικά πρόσωπα: Συνεταιρισμοί
-Φόροι: Παρακρατούμενοι
-Δικαίωμα αναγωγής
3. Με το άρθρο 10 του Ν. 547/77 αντικαταστάθηκε η ως άνω διάταξη και αντί του όρου "διοικούντες σύμβουλοι" τέθηκε ο όρος "διευθύνοντες σύμβουλοι", προστέθηκε η φράση "αδιαφόρως του χρόνου βεβαιώσεώς των στην παρ. 1 εδ α και β.
4. Άρθρο 115 του Ν. 2238/94 "Κώδικας Φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων".

I.iii. Προϊσχύσαν δίκαιο
- ΔΗΜΟΣΙΟ
I.iii.i. Περιεχόμενο Άρθρου 115 ν. 2239/1994 Ευθύνη διοικούντων νομικά
πρόσωπα
Α. Κατά τον χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσης -Ευθυνόμενα πρόσωπα: διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές. Απορροφώσα ή νέα εταιρεία σε περίπτωση συγχώνευσης
-Νομικά πρόσωπα: Ημεδαπές ΑΕ, Συνεταιρισμοί, Λοιπά Νομικά πρόσωπα άρθρου 101 (διευθυντές, διαχειριστές, εντεταλμένοι)
-Φόροι: Φόρος εισοδήματος- παρακρατούμενοι φόροι
-Βεβαίωση φόρου: οποτεδήποτε
-Δικαίωμα αναγωγής: κατά των προσώπων που διατέλεσαν σύμβουλοι, καθώς και μέλη ή μέτοχοι του νομικού προσώπου κατά το χρόνο της διάλυσής του ως προς τους φόρους που αφορούν σε χρήσεις προγενέστερες από την έναρξη της εκκαθάρισης, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
Β. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας
Ευθυνόμενα Πρόσωπα: Τα αυτά ως άνω πρόσωπα
Φόροι: Παρακρατούμενοι
α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Νομολογία (κοινή με ΙΚΑ)
Πρόσωπα ευθυνόμενα
Ευθύνονται μόνο τα αναφερόμενα στο άρθρο 115 ν 2238/94 πρόσωπα. Στον κύκλο αυτό των προσώπων δεν μπορούν να περιληφθούν και άλλα πρόσωπα, όπως είναι τα έχοντα την ιδιότητα του αναπληρωτή των ρητώς και περιοριστικώς αναφερόμενων στο νόμο προσώπων (αξιωματούχων), π.χ.
αντιπρόεδρος Δ.Σ., αναπληρτές του Διευθύνοντος Συμβούλου Α.Ε., έστω και αν τα πρόσωπα αυτά ενδεχομένως άσκησαν διοίκηση ή αναμείχθηκαν στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. ΣτΕ 2030/2004 ΔΦΝ 2005/1556, ΣτΕ 255/2009 Νόμος, ΣτΕ 2028/97 ΔΔ 1998/475,, ΣτΕ 4754/98, ΣτΕ 4462/1990 ΔΔ 1991/1322, ΕφΘ 719/2009 ΔΕΕ 2009/1214, ΔΕφΑθ 637/2007 Ε7 2009, Διοικ.Πρωτ. Αθ. 6891/2006 ΔΦΝ 2007/1168, 6656/2006 και 6657/2006, ΝΣΚ 173/ 2001, Πολ. 1028/1-4-2004
σε ΔΦΝ 2004/806, Πολ 1103/2004). 

Πρόεδρος
Δεν ευθύνεται: ΔΠρΑθ 14218/2004 (ΝΟΜΟΣ, Ε7 2006/221)
Αντιπρόεδρος
Δεν ευθύνεται: ΕφΘεσ 719/2009 ΔΕΕ 2009/1214, ΔΠρΠειρ 625/2008 ΝΟΜΟΣ


Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

"Οικονομική Κρίση και Εγκληματικότητα" [του Δημητρίου Γ. Παπαδημητρόπουλου Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω ΔΜΣ Νομικής Αθηνών (ΕΚΠΑ)]


Α. Εισαγωγικά

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ως απότοκος και της ψήφισης των νόμων του κοινώς επονομαζόμενου μνημονίου και των εφαρμοστικών αυτού διατάξεων, είναι ένα σύνθετο οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό  φαινόμενο, που ήταν επόμενο να επηρεάσει και το θέμα της εγκληματικότητας.
Με αφορμή το τριήμερο εγκληματολογικό συνέδριο προς τιμή του Ομοτίμου Καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Νέστορα Κουράκη, με κεντρικό θέμα «Κρίση, Έγκλημα και Ποινική Καταστολή», που διοργανώθηκε στις αρχές Απριλίου του 2015 από Πανεπιστημιακούς και Κοινωνικούς Φορείς, στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, σύσσωμος ο επιστημονικός κόσμος που κινείται στο χώρο της Εγκληματολογίας, αλλά και σε συναφείς επιστημονικούς κλάδους, διεξήγαγε έναν γόνιμο διάλογο πάνω στο ιδιαίτερο αυτό νεοπαγές θέμα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η εργασία αυτή λαμβάνει χώρα προς τιμή και ευχαριστία προς τον αγαπητό μας Καθηγητή κ. Νέστορα Κουράκη, ακούραστο Πανεπιστημιακό Διδάσκαλο, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά με τη διδασκαλία και την καθοδήγηση του τόσο στην εξέλιξη της επιστήμης της Εγκληματολογίας, όσο και στην καλλιέργεια και τη διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης πολλών νέων επιστημόνων.
Ακολούθως τώρα, στο θέμα μας, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να γίνει μία πρώτη προσέγγιση στο θέμα της επίδρασης της οικονομικής κρίσης στη διαμόρφωση της εγκληματικότητας, όπως το θέμα αυτό παρουσιάζεται, κατά περίπτωση, και μέσα από σταχυολογημένα ενδιαφέροντα σχετικά δημοσιεύματα, δημοσιευμένα ερευνητικά στοιχεία και κριτικές επιστημονικές απόψεις, από τα οποία προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα, με την επισήμανση ότι, αφενός, το φαινόμενο βρίσκεται σε εξέλιξη και, αφετέρου, ότι για την πληρότητα των κάθε είδους συμπερασμάτων θα πρέπει να ακολουθήσει κατά περίπτωση και εμπεριστατωμένη επιστημονική (εγκληματολογική) τεκμηρίωση.

Β. Δημοσιεύματα, δημοσιευμένα ερευνητικά στοιχεία και κριτικές απόψεις.

1. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η Πτυχιακή Διατριβή της κ. Ελένης Κωνσταντίνου με θέμα «Ο αντίκτυπος της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στο έγκλημα»[1]. Κατά την αναφερόμενη εκεί επιτομή της, η Πτυχιακή αυτή Διατριβή σκοπεύει στην προσπάθεια σύνδεσης της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (2008-2012) με την εγκληματικότητα. Μέσα από την ανάλυση πιθανών αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των δύο παραμέτρων, επιχειρείται να καταγραφεί κατά πόσον η πρόσφατη οικονομική ύφεση είχε επίδραση στους δείκτες της εγκληματικότητας, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στην Κύπρο. Στην εν λόγω εργασία καταγράφονται θεωρίες, απόψεις και γνώμες επιστημόνων για το θέμα αυτό. Επίσης, παρουσιάζονται και αναλύονται στατιστικά στοιχεία που περιλαμβάνουν εξωγενείς μεταβλητές όσον αφορά στους δείκτες της εγκληματικότητας και της ανεργίας πριν και κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής ύφεσης ανά τον κόσμο, σε ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά για την Κύπρο. Μέσα από ευρήματα της έρευνας, εξάγονται δύο βασικά συμπεράσματα: α) Η οικονομική ύφεση σε μια χώρα μπορεί να ωθήσει στην αύξηση της εγκληματικότητας, όταν όμως συνδέεται και με μια σειρά άλλων παραγόντων όπως κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, λαθρομετανάστευση, ατιμωρησία εγκλήματος, χαλάρωση αρχών επιβολής του νόμου κ.α. Επίσης, προκύπτει ότι το έγκλημα αλλάζει και μεταβάλλεται ανάλογα της χρονικής περιόδου, β) Μόνο συγκεκριμένος τύπος αδικημάτων πιθανόν να συνδέονται με οικονομικά κίνητρα όπως, εγκλήματα κατά περιουσίας (διαρρήξεις, κλοπές, ληστείες) τα οποία μπορεί να παρουσιάζονται αυξημένα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο λόγω της οικονομικής αστάθειας σε μια χώρα. Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει να κάνει κάθε χώρα είναι τη δική της αυτοκριτική και να λάβει μέτρα ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το κοινωνικό φαινόμενο της εγκληματικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που την επηρεάζουν.
Η πτυχιακή αυτή διατριβή είναι μία καλή βάση για μία πρώτη προσέγγιση στο θέμα μας, εμπεριέχουσα χρήσιμες απόψεις και θέσεις. 

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΜονΠρΘεσ 1070/16 : Επενδυτικά προγράμματα- Ευθύνη ασφαλιστικού συμβούλου και εταιρίας - Αδικοπραξία - Πρόστηση. Καταβολή ασφαλίστρων εκ μέρους του ενάγοντος στον ασφαλιστικό σύμβουλο (1ο εναγόμενο) για τη συμμετοχή του σε επενδυτικό πρόγραμμα της ασφαλιστικής εταιρίας (2ης εναγομένης), χρηματικών ποσών που όμως ο καθού ασφαλιστικός σύμβουλος - προστηθείς δεν απέδιδε στην εταιρία.



ΜονΠρΘεσ 1070/16 : Επενδυτικά προγράμματα- Ευθύνη ασφαλιστικού συμβούλου και εταιρίας - Αδικοπραξία - Πρόστηση. Καταβολή ασφαλίστρων εκ μέρους του ενάγοντος στον ασφαλιστικό σύμβουλο (1ο εναγόμενο) για τη συμμετοχή του σε επενδυτικό πρόγραμμα της ασφαλιστικής εταιρίας (2ης εναγομένης), χρηματικών ποσών που όμως ο καθού ασφαλιστικός σύμβουλος - προστηθείς δεν απέδιδε στην εταιρία. Αποδείχθηκε ότι η παράνομη και απατηλή συμπεριφορά του 1ου εναγομένου έλαβε χώρα κατά κατάχρηση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, δεδομένου ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά του εκδηλώθηκε καθ' υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του ως προστηθέντος της ασφ.εταιρίας. Ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της υπηρεσίας που ανέθεσε στον 1ο των εναγομένων η δεύτερη από αυτούς και της ζημιογόνου συμπεριφοράς του. Επίσης, κρίθηκε ότι ο ενάγων ήταν σε θέση να αντιληφθεί εγκαίρως το ψευδή χαρακτήρα των ισχυρισμών του ασφ. συμβούλου και να περιορίσει την περιουσιακή του ζημία. Επομένως, η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του ενάγοντος συντέλεσε στην έκταση της ζημίας που υπέστη. Εν κατακλείδι δέχεται εν μέρει την αγωγή, προσδιορίζει την συνυπαιτιότητα του ενάγοντος σε ποσοστό 50%, περιορίζει αντίστοιχα την ευθύνη της 2ης εναγομένης και υποχρεώνει αμφότερους τους εναγομένους σε καταβολή αποζημίωσης.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΑΡΙΘΜΟΣ 1070/2016
  
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Ιωάννη Μαμαδά, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και αϊτό τη Γραμματέα Δήμητρα Γκουτζίκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του κατά τη δικάσιμο της 6ης Οκτωβρίου 2015 για να κρίνει κατά την τακτική διαδικασία την με αριθμό έκθεσης ……. αγωγή με αντικείμενο αξιώσεις από αδικοπραξία, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………….. κλήση και αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. του Α, κατοίκου ………….. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ΕΜ (AM ΔΧΘ. ....) που κατάθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: (1) Α. του Ι., κατοίκου ……. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ΛΜ (AM Δ.Σ.Θ. ), και (2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…… ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στο ...... Αττικής και νόμιμα εκπροσωπείται, παραστάθηκε δε διά των πληρεξούσιων Δικηγόρων της ΘΤ (AM Δ.Σ.Θ. ) και ΝΦ (AM Δ.ΣΑ ) που κατάθεσαν προτάσεις,
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανάπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα της απόφασης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και στις προτάσεις που κατάθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ME TO NOMO
1.Από την ερμηνεία ης διάταξης του άρθρου 922 ΑK συνάγεται ότι για τη θεμελίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914επ. ΑΚ) αντικειμενικής και εις ολόκληρον ευθύνης του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε τρίτο από πράξη του προστηθέντος, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η οποία καταγιγνώσκεται, όταν ο προστήσας απασχολεί διαρκώς ή παροδικώς τον προστηθέντα για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσης του ή για την εν γένει εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη οποιασδήποτε δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ τους, διατηρώντας το δικαίωμα να του παρέχει έστω και γενικής φύσης εντολές ή οδηγίες ως προς την εκπλήρωση των σχετικών του καθηκόντων, (β) παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, η οποία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και (γ) τέλεση της ζημιογόνας πράξης του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, δηλαδή τέλεση της τόσο εντός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο προστηθέντα ή με ευκαιρία ή αφορμή τα καθήκοντα αυτά, όσο και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή και καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την πρόσθετη όμως στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε εσωτερικής συνάφειας, η οποία συντρέχει όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να εκδηλωθεί χωρίς την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η τέλεση της οποίας κατέστη δυνατή χάρη στη θέση, στα μέσα και τις ευκαιρίες που χορήγησε ο προστήσας στον προστηθέντα στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει, και στη χρησιμοποίηση τους για άλλον σκοπό από εκείνον, για τον οποίο προορίζονταν (ΑΠ 631/2015 ΤΝΠ NOMOΣ ΑΠ 427/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2257/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 534/2013, ΧρΙδΔ ΙΓ’ 581, ΑΠ 351/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και επίσης Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, τόμος 6, 2009, άρθρο 922, αριθ. 12-28, σελ. 1045-1053, Κορνηλάκη П., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2002, σελ. 536-545, Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2Q04, σελ. 829-830 και τον ίδιο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, Κατ' άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, αριθ. 11-37, σελ.744-754).

Περαιτέρω, από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν, 1569/1985, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση της από τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 24 του ν. 2496/1997, προκύπτει ότι ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων, χωρίς όμως δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ή εκπροσώπησης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των λοιπών ως άνω προσώπων, με τα οποία συνδέεται με σύμβαση έργου. Ωστόσο, η νομική αυτή φύση της σχέσης του ασφαλιστικού συμβούλου με τα ως άνω πρόσωπα δεν αποκλείει εξ ορισμού την ύπαρξη μεταξύ τους σχέσης πρόστησης και ειδικότερα με την ασφαλιστική επιχείρηση, με συνέπεια τότε την εις ολόκληρον ευθύνη τους σε περίπτωση αδικοπραξίας του ασφαλιστικού συμβούλου κατά την εκτέλεση ή με ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία του, εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με τη σχετική σύμβαση διαφύλαξε για την ίδια τη διεύθυνση και την επίβλεψη του έργου που του ανέθεσε, παρέχοντας σε αυτόν δεσμευτικές οδηγίες και εντολές, στο πλαίσιο έστω και χαλαρής εξάρτησης, ενώ η ίδια ευθύνη ανακύπτει, σύμφωνα προς όσα ήδη μνημονεύτηκαν ανωτέρω, και όταν ο προστηθείς ενήργησε κατά κατάχρηση της θέσης του ή των μέσων που έθεσε στη διάθεση του η ασφαλιστική επιχείρηση (ΑΠ 188/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440/2014 ΔΕΕ 2015, 162, ΑΠ 530/2014 ΔΕΕ 2015. 262, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009. 811, ΕφΑΘ 5684/2011 ΔΕΕ 2012.486).

Στην προκείμενη περίπτωση με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….2015 κλήση επαναφέρεται προς συζήτηση η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγή, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2ας Δεκεμβρίου 2014 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 19-05-2015» οπότε και δεν εκφωνήθηκε η υπόθεση. Με την ως άνω ενάγων ισχυρίζεται ότι ο πρώτος των εναγομένων εκμεταλλευόμενος του ως ασφαλιστικού συμβούλου της δεύτερης από αυτούς και εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του για την κατάρτιση περισσότερων ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων ειδών μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, ισχυρίστηκε προς αυτόν ότι η τελευταία διέθετε επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «.....», το οποίο αφορούσε στην αγορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και το οποίο εξασφάλιζε τόσο την επιστροφή του προς επένδυση κεφαλαίου όσο και υψηλές αποδόσεις που θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα σε μηνιαία βάση. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι με τον τρόπο αυτό ο πρώτος εναγόμενος τον έπεισε να του καταβάλει τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του έτους 2011 έως και το Δεκέμβριο του έτους 2012 σε μετρητά το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000 €), το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του επενδύθηκε στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι προς επίρρωση των κατά τα ανωτέρω ισχυρισμών του ο πρώτος των αντιδίκων του παρέδωσε μετά την ολοκλήρωση της καταβολής του ανωτέρω ποσού δύο (2) έγγραφα με το λογότυπο του ομίλου επιχειρήσεων, στον οποίο εντάσσεται η δεύτερη από αυτούς, τα οποία πιστοποιούσαν την καταβολή του εν λόγω ποσού, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2012 του κατέβαλε κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν τους τόκους του κεφαλαίου που είχε επενδύσει ο ενάγων. Υποστηρίζει ακόμη ότι οι κατά τα ανωτέρω ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου σχετικά με την τύχη του χρηματικού ποσού, το οποίο του εμπιστεύθηκε, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθώς ουδέποτε ο τελευταίος τοποθέτησε το ποσό αυτό σε επενδυτικό προϊόν της ομοδίκου του, αλλά αντίθετα το ενθυλάκωσε ο ίδιος ενσωματώνοντας το στην προσωπική του περιουσία, χωρίς να διαθέτει νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η κατά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου των εναγομένων, ο οποίος συνδεόταν με σχέση πρόστησης με τη δεύτερη από αυτούς και ο οποίος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν από την τελευταία και αξιοποιώντας τα μέσα
που του παρείχε αυτή, είχε ως συνέπεια να υποστεί ο ίδιος περιουσιακή ζημία ύψους εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000,00€), η οποία αντιστοιχεί στο χρηματικό ποσό που πείστηκε να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο, αλλά και την ηθική βλάβη, η οποία περιγράφεται στο δικόγραφο του. Με βάση τους ισχυρισμούς του αυτούς ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς: (α): το ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000,00€) ως αποζημίωση για την περιουσιακή του ζημία και (β) το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000€) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, επιφυλασσόμενος μάλιστα να διεκδικήσει για την ίδια αιτία το ποσό των πενήντα ευρώ (50,00€) ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, και μάλιστα με τους νόμιμους για αμφότερα τα κονδύλια τόκους από την επίδοση της αγωγής και, επίσης, να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.


Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

ΣτΕ 1901/2014 : «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το 'Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης'»


Σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 1901/2014 του ΣτΕ που αφορούσε την αντικατάσταση της ΕΡΤ από τη ΝΕΡΙΤ ορίζεται με σαφήνεια ότι: «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το 'Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης'».

Αριθμός 1901/2014 ΣτΕ 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

..........................................................................................

 Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από την σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στην Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής». Όπως έχει ήδη κριθεί (3612/2002 Ολομ., 3636/1989 Ολομ., 2289/1987 Ολομ.), αν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από το νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού της νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, αφού η «κύρωση» από το νόμο εμπεριέχει εννοιολογικώς την αναδρομή του νόμου. 14. Επειδή, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» εκδόθηκε στις 10.6.2013 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 11.6.2013. Στις 18.7.2013 κατατέθηκε στη Βουλή σχέδιο νόμου με τίτλο «Κύρωση της από 10 Ιουνίου 2013 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» (Α΄ 139)». Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, με την εν λόγω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, «επιχειρείται η συµπλήρωση της παρ. 2 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς άρση τυχόν αµφιβολιών ως προς το εύρος της παρασχεθείσας προς τους αρµόδιους Υπουργούς εξουσιοδότησης µε σκοπό να αντιµετωπιστεί κατεπειγόντως το θέµα της άµεσης έκδοσης της οριζόµενης στην παρ. 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 κανονιστικής πράξης στο πλαίσιο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της χώρας που απορρέουν από τους νόµους 4046/2012 (Α΄ 28) και 4093/2012 (Α΄ 222) και αποτελούν προαπαιτούµενες ενέργειες στο πλαίσιο του εγκεκριµένου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2013-2016». Με το Π.Δ. 121/2013 (ΦΕΚ Α` 165/22.7.2013) κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Συνόδου της Βουλής. Από την ανωτέρω ημερομηνία (22.7.2013), δηλ. την ημερομηνία λήξεως των εργασιών της Συνόδου της Βουλής, πρέπει να θεωρηθεί ότι ανεστάλη η προθεσμία για την κύρωση της Πράξης. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 παρ. 1 και 64 παρ. 1 του Συντάγματος, η Βουλή, μετά το πέρας της διακοπής των εργασιών της, συνέρχεται εκ νέου σε τακτική σύνοδο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου του ιδίου έτους, και, εν προκειμένω, στις 7.10.2013, ημερομηνία κατά την οποία και θα αρχίσουν οι εργασίες της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια κατά τα άρθρα 44 παρ. 1 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος για την κύρωση της πιο πάνω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου. Επομένως, από την ως άνω ημερομηνία (7.10.2013) θα συνεχίσει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία για την κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ανεξαρτήτως του ότι οι ρυθμίσεις που επιχειρούνται με την προσβαλλόμενη πράξη στηρίζονται νομίμως στην εξουσιοδότηση που περιεχόταν στην αρχική διατύπωση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, όπως είχε θεσπισθεί με το άρθρο 66 παρ. 1 του ν. 4002/2011, πάντως, η Πράξη αυτή υπεβλήθη ενώπιον της Βουλής μέσα στις προαναφερόμενες συνταγματικές προθεσμίες και, επομένως, εξακολουθεί να ισχύει κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως (βλ. Ολομ. ΣτΕ 1250/2003). 15. Επειδή, σε επίπεδο συνταγματικών διατάξεων αναφορά στη ραδιοφωνία και παρεμφερή μέσα μετάδοσης έγινε το πρώτον στο πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1952, σύμφωνα με το οποίο, «Αι προστατευτικαί του τύπου διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται επί των κινηματογράφων, δημοσίων θεαμάτων, φωνογραφίας, ραδιοφωνίας και άλλων παρεμφερών μέσων μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως». Στο άρθρο 15 του Συντάγματος του 1975 ορίστηκε ότι «1. Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης. 2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους και έχουν σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, πρέπει πάντως να εξασφαλίζεται η ποιοτική στάθμη των εκπομπών που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή τους και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας». Με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η ανωτέρω παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα». Περαιτέρω, στην παρ. 9 του άρθρου 14 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, ορίζονται τα εξής: «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει. Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει». 

ΣτΕ 2287/2015 (Ολ) "Περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων" (με παρατ. Π. Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη)


Κοινωνική ασφάλιση - Κύριες και επικουρικές συντάξεις - Περικοπές συντάξεων - Επίλυση ζητήματος λόγω σπουδαιότητας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης (Κοινωνική ασφάλιση - Κύριες και επικουρικές συντάξεις - Περικοπές συντάξεων - Επίλυση ζητήματος λόγω σπουδαιότητας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης)

Περίληψη
Κρίθηκε ότι οι επίμαχες μειώσεις των κυρίων και επικουρικών συντάξεων αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντ. και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διότι δεν διενεργήθηκαν μετά από μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητας τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. 

Μετά τις διαδοχικές περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12%, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφʼ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφʼ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. 
Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. 
Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλʼ όφειλε, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου (Αντίθετη μειοψηφία).

Διαβάστε την απόφαση και τις παρατηρήσεις εδώ : ΣτΕ 2287/2015 (Ολ)


Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

"Είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η ανάθεση στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό της αρμοδιότητας διεξαγωγής ανοικτού διεθνούς διαγωνισμού για την αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης;" (Γνωμοδότηση - Γιάννης Δρόσος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)


  1. Από τον Υπουργό Επικρατείας κ. Νίκο Παππά τέθηκαν υπόψη μου με το υπ΄ αριθμ. 347 από 9.2.2016 έγγραφό του
(α) το εξής ιστορικό:
Με την παρ. Γ 2.1 ν. 4336/2015, Α’94 14/8/2015 ”Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας [κ.λπ.]” αναλήφθηκε από την Ελλάδα η δέσμευση για αναγγελία προκήρυξης δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού [international open tender] υποβολής προσφορών για την απόκτηση τηλεοπτικών αδειών. Η δέσμευση αυτή υλοποιήθηκε με τον ν. 4339/2015, Α΄ 133/29.10.2015 ”Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης”, δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 1 του οποίου η αδειοδότηση των παραπάνω παρόχων διενεργείται από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης [=ΕΣΡ] με διαγωνιστική διαδικασία σε υλοποίηση της σχετικής δέσμευσης της χώρας και σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζει ο νόμος αυτός. 
Όμως από τις 29.10.2015 δυνάμει του άρθρου 55 παρ. 10 του παραπάνω ν. 4339/2015 το ΕΣΡ δεν είναι πλέον συγκροτημένο επειδή έληξε αυτοδικαίως η θητεία τριών από τα εναπομείναντα τέσσερα μέλη του. Η συγκρότησή του ΕΣΡ μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, να λάβει χώρα μόνο με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής με ομοφωνία ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 των μελών αυτής.
Η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής συνεκλήθη επανειλημμένως χωρίς όμως να επιτύχει την συγκρότηση της παραπάνω απαιτούμενης πλειοψηφίας, ενώ μάλιστα, όπως προκύπτει από δηλώσεις προθέσεων κρισίμων παραγόντων, δεν διαφαίνεται ούτε προοπτική συγκρότησής της και
(β) τα εξής έγγραφα:
  1. Πρακτικά της από 19/01/2016 Συνεδρίασης της Διάσκεψης των Προέδρων (Περίοδος ΙΖ’- Σύνοδος Α’)
  2. Πρακτικά της 1/02/2016 Συνεδρίασης της Διάσκεψης των Προέδρων (Περίοδος ΙΖ’- Σύνοδος Α’)
  3. Απόσπασμα (Μη διορθωμένα) Πρακτικά της από 9/02/2016 Συνεδρίασης της Διάσκεψης των Προέδρων (Περίοδος ΙΖ’- Σύνοδος Α’)
  4. Πρακτικό της 2/02/2016 Συνεδρίασης της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας (Περίοδος ΙΖ’- Σύνοδος Α’)
  5. Αντίγραφο της από 9 Φεβρουαρίου 2016 γραπτής δήλωσης του κ. Προέδρου της Βουλής.
  1. Ενόψει των παραπάνω μου τέθηκε το εξής ερώτημα:
Είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η ανάθεση, με διάταξη τυπικού νόμου, στον καθ΄ ύλη αρμόδιο Υπουργό της αρμοδιότητας για την διεξαγωγή διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού για την αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης;”
  1. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη (Α) η φύση του προς αδειοδότηση αντικειμένου και (Β) το συνταγματικό  πλαίσιο για την απάντηση της ερώτησης.

  1. Όσον αφορά στην φύση του προς αδειοδότηση αντικειμένου.
  1. Η αδειοδότηση στην οποία αναφέρεται το ερώτημα αφορά σε παροχή υπηρεσιών επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρεκπομπής, η οποία, κατά διατύπωση της εισηγητικής έκθεσης αλλά και του άρθρου 1 παρ. 2 του παραπάνω ν. 4339/2015 αποτελεί
υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 106 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνίσταται στην παροχή στο κοινό τηλεοπτικών υπηρεσιών βάσει προϋποθέσεων όρων και διαδικασιών που διασφαλίζουν αφενός τη νομιμότητα, τη διαφάνεια, την πολιτική και πολιτισμική πολυμέρεια και πολυφωνία και τον ελεύθερο και ανόθευτο οικονομικό ανταγωνισμό στον ευρύτερο τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, την παροχή στο κοινό υψηλού επιπέδου τηλεοπτικών υπηρεσιών.

  1. Η παροχή των παραπάνω υπηρεσιών είναι παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Πράγματι, όπως ειδικότερα διαλαμβάνει το Πρακτικό Επεξεργασίας 188/2003 του Συμβουλίου της Επικρατείας ο συνταγματικός νομοθέτης, μετά την αναθεώρηση του 2001, από την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 Σ
προκύπτει η ιδιαίτερη νομική φύση της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, που αποτελεί περιεχόμενο δημοσίας υπηρεσίας με τη λειτουργική έννοια του όρου. Η δημόσια αυτή υπηρεσία μπορεί να ασκείται είτε από το ίδιο το Κράτος (κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση), είτε από ιδιώτες κατά παραχώρηση (ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση), η άσκησή της δε γίνεται, κατά ρητή συνταγματική πρόβλεψη, υπό τον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος αυτός καθιστά συνταγματικά ανεκτή την παρέμβαση του νομοθέτη στη νομική μορφή και σε εσωτερικά ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας των αναδόχων της δημόσιας υπηρεσίας που συνεπάγεται την επιβολή περιορισμών στην προστατευόμενη από το άρθρο 5 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία.
  1. Τούτο άλλωστε γινόταν ήδη παραδεκτό και πριν την έκδοση του παραπάνω Πρακτικού Επεξεργασίας, αλλά και πριν την αναθεώρηση του 2001, η οποία εισήγαγε στα άρθρα 14 και 15 Σ την σημερινή τους μορφή, (βλ. αντί άλλων και Ν. ΑλιβιζάτουΚράτος και Ραδιοτηλεόραση, 1986, σελ. 42 επ.), όπως ενδεικτικά προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση στον νόμο 2644/1998, όπου, παρά το ότι ο νόμος αναφερόταν στην συνδρομητική τηλεόραση, σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι
Από την ίδια την έννοια της δημόσιας λειτουργίας, όπως είναι σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, απορρέει η ανάγκη υιοθέτησης ορισμένων κανόνων και αρχών για τον τρόπο με τον οποίο ασκείται μία δημόσια λειτουργία και παρέχεται στο κοινό η αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία.
  1. Ο διαγωνισμός λοιπόν στον οποίο αναφέρεται το ερώτημα είναι διαγωνισμός για παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας με την λειτουργική έννοια του όρου.
  1. Όσον αφορά στο συνταγματικό πλαίσιο για την απάντηση της ερώτησης.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

«Υπέρβαση εξουσίας» - ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

• ΑΠ Ολ 2/2012 Αποδοχή έφεσης ασκηθείσας από µη δικαιούµενο προς τούτο πρόσωπο (ΝΟΜΟΣ)
Παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από το σύνδικο. Προσωποπαγές δικαίωµα η αξίωση χρηµατικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η οποία και δεν υπάγεται στην πτωχευτική περιουσία και δεν µπορεί να ασκηθεί από τους δανειστές. Νοµιµοποίηση µόνο της παθούσας πτωχευσάσης ανώνυµης εταιρείας, και όχι του συνδίκου, ο οποίος και νοµιµοποιείται για άσκηση πολιτικής αγωγής µόνο για διεκδίκηση αποζηµίωσης. Άσκηση εφέσεως εκ µέρους του συνδίκου. Απαράδεκτο εφέσεως. Αναίρεση. Λόγοι. Υπέρβαση εξουσίας. Αιτίαση περί υπέρβασης εξουσίας, λόγω αποδοχής της έφεσης του πολιτικώς ενάγοντος συνδίκου, καίτοι δεν δικαιούτο να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Απαράδεκτη η έφεση του συνδίκου. Δέχεται την αναίρεση. Αναιρεί το προσβαλλόµενο βούλευµα. Απορρίπτει την έφεση του συνδίκου ως απαράδεκτη. Παραπέµφθηκε στην Ολοµέλεια µε την υπ` αριθµ. 1518/2011 απόφαση του Στ` Ποινικού Τµήµατος.

• ΑΠ Ολ 3/2009 Πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας – περάτωση προανάκρισης (ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2009/885)

Ποινική Δικονοµία. Αναίρεση υπέρ του νόµου. Λόγος. Υπέρβαση εξουσίας. Πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας. Δήµαρχος. Περάτωση της προανάκρισης επί πληµµεληµάτων όσον αφορά στα ως άνω πρόσωπα. Εισαγωγή της υποθέσεως στο Δικαστικό Συµβούλιο, ακόµη κι αν η πράξη υπάγεται στην αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πληµµελειοδικείου. Αναιρεί το υπ΄αριθµ. 2266/2008 βούλευµα του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών Αθηνών για τον ως άνω λόγο, αφού κρίθηκε αναρµόδιο να περατώσει την προανάκριση επί του πληµµελήµατος της αυθαίρετης δόµησης, τελεσθείσα από Δήµαρχο, επειδή η υπόθεση υπάγεται στο Μονοµελές Πληµµελειοδικείο, καίτοι ο Δήµαρχος αποτελεί πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας και ως εκ τούτου η υπόθεση υπάγεται στην εξαιρετική αρµoδιότητα του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου.

• ΟΛΑΠ 2/2009 Υπέρβαση εξουσίας από την οριστική παύση της δίωξης λόγω παραγραφής (ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2009/546)

Ποινική Δικονοµία. Αναίρεση. Λόγοι. Εσφαλµένη εφαρµογή και ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί διότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το αδίκηµα, που τέλεσαν τα µέλη του ΔΣ της Κτηµατολόγιο ΑΕ, φέρει το χαρακτήρα της κοινής απιστίας και όχι της απιστίας της σχετικής µε την υπηρεσία µε τη σκέψη ότι η ελάττωση της δηµόσιας δεν συνδέεται µε τον προσδιορισµό, την είσπραξη ή τη διαχείριση των δηµόσιων εσόδων. Η παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής της κοινής απιστίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας, εφόσον η πράξη συνιστά το αδίκηµα της κακουργηµατικής απιστίας σχετικά µε την υπηρεσία και ως εκ τούτου δεν έχει παραγραφεί. Με µειοψηφία 15 µελών.

• ΟΛΑΠ 9/2008 Παραβίαση διατάξεων για την έναρξη της ποινικής δίωξης (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2008/1144)

Ποινική δικονοµία. Άσκηση ποινικής δίωξης. Έγκυρη η απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών επί µηνύσεως έστω κι αν θεωρήθηκε αυτή ως έγκληση (αντί της αρχειοθετήσεως), αφού οι λόγοι απορρίψεως και το ελεγκτικό όργανο είναι τα ίδια, αλλά και για οικονοµία δικαστικών ενεργειών. Δυνατότητα επανεξέτασής της δια της προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών. Απιστία σχετική µε την υπηρεσία. Θετική υπέρβαση εξουσίας του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών λόγω ακύρωσης εισαγγελικής διατάξεως χωρίς να έχει αρµοδιότητα και αρνητική λόγω άρνησης να αποφασίσει επί της ουσίας. (Αναιρείται το 1663/2007 βούλευµα του Συµβ.Πληµ.Αθηνών).

• ΟΛΑΠ 1/2008 Επανάληψη άκυρης ανακριτικής πράξης-ακυρότητα παραποµπής στο ακροατήριο (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΟΙΝΧΡ 2008/305, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2008/275, ΑΡΜ 2008/617, ΔΙΚΗ 2008/563, ΠΟΙΝΛΟΓ 2008/21)

Ποινική δικονοµία. Ακυρότητα πράξεων προδικασίας. Αρµοδιότητα του Δικαστικού Συµβουλίου για την κήρυξή τους. Οι ακυρότητες αυτές προτείνονται µέχρι την αµετάκλητη παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, µε αποτέλεσµα να µη µπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αν δε προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συµβούλιο δεν µπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαµβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Κλητήριο θέσπισµα. Περιπτώσεις ακυρότητας. Δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσµατος οι ακυρότητες της προδικασίας. Δύναται όµως τέτοια ακυρότητα, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συµβουλίου, να προταθεί µε την κατ` άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται µε τη βασιµότητα της παραποµπής του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Το δικαστήριο δεν µπορεί να κηρύξει την ακυρότητα της παραποµπής και να παραπέµψει και πάλι την υπόθεση στην ανάκριση, προκειµένου να επαναληφθεί ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη (απολογία). Αναίρεση υπέρ του νόµου για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Με παρατηρήσεις Νάντιας Λαγού στην ΠοινΔ/νη.

• ΟΛΑΠ 8/2006 Κατηγορούµενος ωσεί παρών (ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2006/1116)

Ποινική δικονοµία. Απόρριψη ασκηθείσας έφεσης ως ανυποστήρικτης, λόγω απουσίας του εκκαλούντος στη µετ` αναβολή δικάσιµο, παρά το γεγονός ότι ο εκκαλών εµφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ` έφεση δίκης. Αναίρεση προσβαλλοµένης απόφασης, λόγω υπέρβασης εξουσίας, εφόσον το δικαστήριο όφειλε κατά τη µετ` αναβολή δικάσιµο να θεωρήσει παρόντα τον εκκαλούντα και να δικάσει την υπόθεση κατ` ουσίαν.

• ΟΛΑΠ 10/2005 Αρνητική υπέρβαση εξουσίας από την κήρυξη αναρµοδιότητας (ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2006/132, ΠΟΙΝΧΡ 2006/120, ΝΟΒ 2006/453, ΠΟΙΝΛΟΓ 2005/1895, ΔΙΚΗ 2006/440).

Ποινική δικονοµία. Αναίρεση απόφασης πενταµελούς εφετείου για υπέρβαση εξουσίας, εφόσον έκρινε ότι το ίδιο είναι αναρµόδιο και παρέπεµψε την υπόθεση προς εκδίκαση σε πρώτο βαθµό ενώπιον του τριµελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Άσκηση έφεσης και εισαγωγή αυτής προς εκδίκαση µετά την ισχύ του Ν. 3189/2003 που αύξησε το όριο ανηλικότητας από το 17ο στο 18ο έτος της ηλικίας. Θεµελίωση αρµοδιότητας δευτεροβαθµίου δικαστηρίου µόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρµόδιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως µεταγενέστερης απόκτησης από τον κατηγορούµενο, κατά νοµοθετικό χαρακτηρισµό ή επαγγελµατική εξέλιξη, ορισµένης ιδιότητας ή διαφορετικού χαρακτηρισµού της πράξης από το νοµοθέτη. Αναιρεί υπέρ του νόµου την 357/2005 απόφαση του Πενταµελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

• ΟΛΑΠ 9/2005 Ειδική αιτιολογία εισαγγελικής έφεσης (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2006/13, ΠΟΙΝΧΡ 2006/117, ΠΟΙΝΛΟΓ 2005/1137, ΝΟΒ 2006/447)

Ποινική δικονοµία. Έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης. Προϋποθέσεις παραδεκτού. Ειδική αιτιολογία των λόγων εφέσεως. Απόρριψη του ενδίκου µέσου που δεν περιέχει την απαιτούµενη αιτιολογία δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Δικαίωµα παροχής έννοµης προστασίας και δίκαιης δίκης κατά το Σύνταγµα και την ΕΣΔΑ. Δεν αντίκειται στις σχετικές διατάξεις η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

ΑΠ 371/2012: "Κίνδυνος σύγχυσης στην περίπτωση σύγκρουσης διακριτικού γνωρίσματος και domain name" (σχόλιο Ι. Ιγγλεζάκης, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ)


Περίληψη: Η δημιουργία στο διαδίκτυο (internet) μίας ηλεκτρονικής διεύθυνσης που επιτρέπει την πρόσβαση των υποψήφιων πελατών - χρηστών και την κατάρτιση συναλλαγών με τον κάτοχο αυτής, καλείται «domain name» (όνομα περιοχής) και επιτελεί μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος, λόγω του ότι οι κάτοχοι των «domain name», πρακτικά, εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που είναι ήδη γνωστοί στον υλικό κόσμο. Ο κίνδυνος σύγχυσης στην περίπτωση σύγκρουσης διακριτικού γνωρίσματος και domain name θα πρέπει να αξιολογείται ευρέως. Απαιτείται πάντως κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων (βλ. περίπτ. επιτρεπόμενης διαδικτυακής χρήσης σήματος, για την προβολή άσχετων προϊόντων και συνεπώς δεν μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος σύγχυσης). Το ομοειδές του «domain name» και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα, συνηγορεί υπέρ της κατάφασης προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος. Δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ παρεμφερών σημάτων - διακριτικών τίτλων ως προς την προέλευση των προσφερομένων και διαφημιζομένων υπηρεσιών, εφόσον αφενός αφορούν διαφορετικούς τομείς δραστηριότητας και παροχής υπηρεσιών (υπηρεσίες μετάφρασης, διερμηνείας, εφαρμογές πληροφορικής στον τομέα μετάφρασης και ιδιωτική εκπαίδευση - εκμάθηση ξένων γλωσσών και πληροφορικής) και αφετέρου οι αποδέκτες των παρεχόμενων από τις αντιδίκους υπηρεσίες δεν είναι ταυτόσημοι, ούτε εμφανίζουν μεταξύ τους συγγένεια

Αριθμός 371/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1' Πολιτικό Τμήμα


(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ. ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 1522/2011, AΠ 633/2011). Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή των γενικών και αφηρημένων αρχών για την εξέλιξη πραγμάτων, οι οποίες αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχολήσεως, ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνον όταν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων και όχι για τη διαπίστωση αυτών.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

"ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4335/2015" [της Ευδοξίας Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη, εφέτη]


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
1) Εισαγωγή, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο γενικό και ειδικό μέρος
2) Ανακοπές του άρθρου 933
Α) Αρμόδιο δικαστήριο- Διαδικασία
Β) Προθεσμία άσκησης ανακοπών- Η ειδική ανακοπή του
άρθρου 973 παρ. 8
Γ) Ένδικα μέσα
Δ) Αναστολή εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής
3) Η δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων
4) Τροποποιήσεις στις διατυπώσεις της κατάσχεσης και στην προδικασία πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων
5) Η ανακοπή του άρθρου 954
6) Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού
7) Ο προσδιορισμός της αξίας των ακινήτων
8) Αναγγελίες δανειστών
9) Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις για την κατάταξη δανειστών
10) Προσωπική κράτηση
11) Μεταβατικές διατάξεις
12) Επίλογος

1)Εισαγωγή, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο γενικό και ειδικό μέρος
Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις, που επέφερε ο νόμος 4335/2015 στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, εστιάζονται στις ρυθμίσεις που αναφέρονται στις ανακοπές του άρθρου 933 και ειδικότερα στις προθεσμίες άσκησής τους και στα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά των αποφάσεων επ΄αυτών, στη θέσπιση δυνατότητας επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος (κινητού ή ακινήτου), στην προδικασία του πλειστηριασμού, στην κατάταξη των δανειστών και στην απαγγελία προσωπικής κράτησης.

2) Ανακοπές του άρθρου 933

Α) Αρμόδιο δικαστήριο- Διαδικασία
Η επιμέρους διάταξη του άρθρου 933, που αναφέρεται σε δυνατότητα προβολής αντιρρήσεων κατά της εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της εκτέλεσης και την απαίτηση, παραμένει ως έχει, προβλέπεται δε προσδιορισμός και εκδίκαση των τυχόν περισσότερων ανακοπών κατά την ίδια δικάσιμο (ευλόγως/ όμως όχι αναγκαίως και συνεκδίκαση, ζήτημα που θα κριθεί από το δικαστήριο), ρύθμιση που προδήλως θα εφαρμόζεται εφόσον αυτό είναι δυνατό. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των ανακοπών παραμένει το Ειρηνοδικείο και το Μονομελές Πρωτοδικείο με τις διακρίσεις που ισχύουν και σήμερα.
Η αρχική πρόθεση του νεότερου νομοθέτη, η οποία αποτυπώθηκε στο ΣχΝ το οποίο είχε δοθεί προς διαβούλευση, προέβλεπε εφαρμογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση των ανακοπών αυτών, χωρίς δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι σκέψεις αυτές, που θα έθεταν σε κίνδυνο σημαντικά συμφέροντα των διαδίκων (και οφειλέτη, αλλά και επισπεύδοντος), αφού η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν παρέχει πλήρως τα εχέγγυα ασφαλούς κρίσης, σε συνδυασμό και με τον αποκλεισμό της άσκησης ενδίκων μέσων προς διόρθωση των τυχόν σφαλμάτων της δικαστικής κρίσης, που θα σχηματιζόταν ταχέως και κατά πιθανολόγηση, θα αιτιολογείτο δε συνοπτικώς, ευτυχώς εγκαταλείφθηκαν.
Με ειδική διάταξη αναφερόμενη στη διαδικασία εκδίκασης των παραπάνω ανακοπών, η οποία περιελήφθη στο άρθρο 937 παρ. 3, προβλέπεται η εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Η ρύθμιση, όπως διατυπώθηκε στο νομοθετικό κείμενο, δεν είναι ευκόλως κατανοητή. Στο άρθρο 614 ορίζεται μόνον ποιες είναι οι υπαγόμενες σε ειδική διαδικασία κατηγορίες περιουσιακών διαφορών, ενώ στη συνέχεια παρατίθενται μερικές ειδικότερες ρυθμίσεις για κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες: για τις μισθωτικές διαφορές (άρθ. 615 επ), τις εργατικές διαφορές (άρθ. 621 επ.), τις διαφορές από αμοιβές (άρθ. 622 Α) και από πιστωτικούς τίτλους (άρθ. 622 Β). Είναι μάλλον αυτονόητο ότι, αν η κύρια διαφορά, από την οποία προήλθε ο εκτελούμενος τίτλος, εκδικάσθηκε με την εφαρμογή οποιασδήποτε από αυτές τις ειδικές διαδικασίες, η ίδια διαδικασία θα ακολουθηθεί και για την εκδίκαση της ανακοπής. Εάν όμως ο τίτλος αποτελεί απόφαση δικαστηρίου, που εφάρμοσε την τακτική διαδικασία, η παραπομπή στα άρθρα 614 επ. στερείται νοήματος, προεχόντως διότι θα είναι αδύνατο για τον δικαστή να επιλέξει αυθαιρέτως μία από τις ως άνω κατηγορίες υποθέσεων και να εφαρμόσει επί της κρινόμενης ανακοπής τις διατάξεις που θα προσιδίαζαν σ΄εκείνη την κατηγορία. Η παραπομπή θα έπρεπε να γίνει κατ΄αρχήν στα γενικά άρθρα των ειδικών διαδικασιών, δηλαδή στα άρθρα 591 επ. , που καθιερώνουν γενικές ρυθμίσεις για όλες τις κατηγορίες υποθέσεων τις υπαγόμενες στις ειδικές διαδικασίες, όπως π.χ. αυτές για την κατάθεση προτάσεων και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, για τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης κλπ, και δευτερευόντως στα άρθρα 614 επ., εφόσον αυτά προσιδιάζουν στο είδος της διαφοράς από την οποία προέκυψε η έκδοση του εκτελεστού τίτλου. Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε για την εκδίκαση των ανακοπών του άρθρου 933 να ακολουθείται η ειδική διαδικασία, που τυχόν ακολουθήθηκε για την έκδοση της δικαστικής απόφασης η οποία αποτελεί τον εκτελούμενο τίτλο, εάν δε αυτός ο τίτλος δεν εκδόθηκε με την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας, η ανακοπή θα εκδικάζεται κατά τις γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, ενώ και στις δύο περιπτώσεις θα υπερισχύουν και θα εφαρμόζονται, κατά παρέκκλιση όλων των παραπάνω, οι ακόμη ειδικότερες διατάξεις που αναφέρονται στις συγκεκριμένες ανακοπές. Τέτοιες είναι αυτές που προβλέπουν τις εξής προθεσμίες: προθεσμία 60 ημερών, εντός της οποίας πρέπει να ορισθεί η συζήτηση της ανακοπής (όπως προβλεπόταν και με τον ν. 4055/2012), προθεσμία τουλάχιστον 20 ημερών πριν την δικάσιμο προς κλήτευση του καθ΄ου η ανακοπή (σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα επί ειδικών διαδικασιών: 30 ημέρες και 60 ημέρες για κατοίκους αλλοδαπής), και προθεσμία 60 ημερών από τη συζήτηση προς έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης (παρ. 2, 6 νέου άρθρου 933).
Οι αποφάσεις που θα εκδίδονται επί των ανακοπών θα εξακολουθήσουν να μπορούν να παράγουν δεδικασμένο όχι μόνον ως προς το κύρος της εκτελέσεως, αλλά και για το τυχόν προκριματικώς κρινόμενο ζήτημα της απαίτησης, εφόσον βεβαίως θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 331 ΚΠολΔ.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

U.K. High Court Extends Whistleblower Protections to Law Firm Partners


U.K.’s highest court has expanded the rights of lawyers in the country to blow the whistle against their firms.
In a closely watched case, the Supreme Court of the United Kingdom on Wednesday ruled that partners of law firms and other members of limited liability partnerships who disclose illegal activities in their workplace can be shielded from retaliation like other employees.
The case in question involved a female lawyer based in Tanzania who was fired from her job at Clyde & Co LLP after complaining to an employment tribunal that a Tanzanian law firm that had a joint venture with her employer was paying bribes to secure clients.
Overruling the tribunal and an appellate court which both said she was not protected by the law, the Supreme Court court said the lawyer, Krista Bates van Winkelhof, who had an equity stake in the firm, was entitled to claim the protection of the whistle-blowing provisions of a 1996 U.K. labor rights law.
“That conclusion is to my mind entirely consistent with the underlying policy of those provisions, which some might think is particularly applicable to businesses and professions operating within the tightly regulated fields of financial and legal services.” stated Supreme Court Judge Brenda Hale in the ruling.
“This case was about ensuring that lawyers, accountants, hedge-fund managers and a host of other professionals are protected against dismissal if they blow the whistle,” Ms. Van Winkelhof’s lawyer, Joanna Blackburn, told Bloomberg, which reported on the case. “High-profile collapses like Enron and Arthur Andersen demonstrate why we need partners to speak out if they spot wrongdoing.”
Clyde & Co., in a statement to Bloomberg, said the law firm denies Ms. Van Winkelhof’s allegations. “We contend the process of her removal from the partnership was set in place . . . before her disclosures,” the firm’s statement said.
Herbert Smith Freehills LLP, an international law firm based in London, posted an online bulletin about the implications of the ruling:
"In addition to whistleblowing protection, the decision means that LLP members benefit from other statutory rights and protections available to workers, including entitlement to rest breaks and paid annual leave, protection from being treated less favourably on account of part-time status and, it is likely, rights under the pension auto-enrolment regime. Firms that operate as an LLP should therefore urgently review the policies and working conditions that apply to their members to ensure compliance."