Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

ΣτΕ Ολ: 209/2020 νομιμοποίηση ΑΕ ενώπιον ΤΔΔ. Νομιμοποίηση και παράσταση των ανωνύμων εταιρειών ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων



ΣτΕ 209/2020 Ολομ.
Πρόεδρος: Αικατερίνη Σακελλαροπούλου
Εισηγήτρια: Σοφία Βιτάλη

Νομιμοποίηση και παράσταση των ανωνύμων εταιρειών ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

Από τον συνδυασμό των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999 - άρθρα 23, 25 παρ. 2, 26, 28, 30, 35, 133 παρ. 2, 139Α), του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν. 2830/2000 – άρθρο 8) και του ΚΝ 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών» (άρθρα 18 παρ. 1 και 22 παρ. 3), προκύπτουν τα εξής: Η προσκόμιση ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο προσφυγής δικηγόρο αρκεί για την νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφ’ όσον στο εν λόγω πληρεξούσιο βεβαιώνεται η ύπαρξη των λοιπών νομιμοποιητικών στοιχείων (ήτοι του καταστατικού, των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο ήταν όντως το, κατά το νόμο και το καταστατικό, αρμόδιο για την εκπροσώπηση της εταιρείας όργανο, χωρίς να απαιτείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, για το παραδεκτό της προσφυγής εξ απόψεως νομιμοποιήσεως της εταιρείας, η επιπλέον προσκόμιση των στοιχείων αυτών στο δικαστήριο. Τούτο διότι, ο έλεγχος και η πιστοποίηση από συμβολαιογράφο, ο οποίος είναι δημόσιος λειτουργός που συμβάλλει στο έργο της δικαιοσύνης , της νομιμοποιήσεως των εμφανιζομένων ως νομίμων εκπροσώπων νομικού προσώπου με τα κατά νόμο έγγραφα είναι επαρκής, κατά νόμο, για την απόδειξη τόσο της νομιμοποιήσεως του νομικού προσώπου όσο και για την χορήγηση της δικαστικής πληρεξουσιότητας, ενόψει και του ότι, από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων, δεν προκύπτει πρόσθετη υποχρέωση προσκομίσεως στο δικαστήριο του καταστατικού της εταιρείας ή άλλων νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία αναφέρονται στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και προσαρτώνται στο πρωτότυπό του.
http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste
πηγή : https://www.ddikastes.gr/

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Πολ.Πρ.Πατρών 94/2020 - Τέλος δικαστικού ενσήμου - Αναγνωριστικές αγωγές - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης




ΑΡΙΘΜΟΣ   94/2020
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 1572/2019)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
           Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεοδώρα-Μαρία Βρετού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Παπακώστα, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, Βάιο Τσιανάβα, Δικαστικό Πάρεδρο, και από τη γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.
          Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:
            ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1] …….. 2] ……… και 3] …….., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Φαφούτη (Δ.Σ. Πατρών), δυνάμει των από 15/10/2019 εγγράφων πληρεξουσίων, κατ’ άρ. 96 του ΚΠολΔ, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμ. ……….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
            ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………., κατοίκου …… (οδός ………….), ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 10/6/2019 και με αριθμό καταθέσεως 1572/2019 αγωγή τους, την οποία κατέθεσαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου διά του ανωτέρω αναφερομένου πληρεξουσίου δικηγόρου τους. Στις 18/10/2019 οι ενάγοντες κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, ενώ, μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας και δυνάμει της με αριθμό 804/6-11-2019 πράξεως του Προϊστάμενου του Πρωτοδικείου Πατρών, ορίστηκαν η δικάσιμος για την εκδίκαση της υπόθεσης και η σύνθεση του Δικαστηρίου, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα.
            Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από την υπ’ αριθμ. ………………. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του ……………. με έδρα το Πρωτοδικείο ……….. …………….., την οποία νομίμως προσκομίζουν οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της και, συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην (αρθρ. 271 παρ. 1 και 2 εδ. β` τoυ ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α΄240),αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η προκαταβολική, όμως, είσπραξη του τέλους με τον ν. 4640/2019 εκ μέρους του Δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζομένου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των αρθρ. 20 παρ.1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. Είναι σαφές, ότι η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο, πριν την αναγνώριση του δικαιώματός του δηλαδή σε ένα επισφαλέστατο για τον ίδιο στάδιο της διαδικασίας, μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης. Η επιβολή του δικαστικού ενσήμου σε πρώιμο και επισφαλές για τον διάδικο στάδιο δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού, καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται, όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφαση του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Ο πολίτης, ιδίως ο οικονομικά αδύναμος, προσέφευγε στην άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον δεν απαιτείτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και, ακολούθως, σε περίπτωση επιδικάσεως συγκεκριμένου ποσού από το Δικαστήριο, προέβαινε συνήθως στην έκδοση διαταγής πληρωμής, όπου κατέβαλε πλέον το απαιτούμενο, με βάση, όμως, το επιδικασθέν και όχι το αιτηθέν ποσό, τέλος δικαστικού ενσήμου, καθόσον είχε αρθεί η υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασης του. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, λαμβανομένου υπόψη του ότι στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του υπάγονται αγωγές με αντικείμενο άνω των 250.000 ευρώ κατ’ άρ. 14 παρ. 2 σε συνδυασμό με άρ. 18 του ΚΠολΔ, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη ισοδυναμώντας με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (Ολ. ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 Α Δημοσίευση Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 GarciaManipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη, Ψήφισμα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 14ης/12/2019, Απόφαση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 7ης/12/2019, από 19/12/2019 Επιστολή της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, την από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Διαχρονικό δίκαιο στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) [Κώστας Κοσμάτος Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ]


Κατά τη γενική αρχή που εισάγεται στο άρθρο 2 ΠΚ, για τις πράξεις που έχουν τελεστεί πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν 4619/2019), δηλαδή μέχρι την 30-6- 2019, και εκδικάζονται μεταγενέστερα, έχουν εφαρμογή οι ευμενέστερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο. 
Ειδικότερα, όμως, στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: 

α) Πράξεις που με το νέο Ποινικό Κώδικα τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ με τον προϊσχύοντα Ποινικό Κώδικα απειλούνταν με ποινή στερητική της ελευθερίας, είναι ευμενέστερες και ως εκ τούτου εφαρμοστέες. 

β) Ανώτατη επιβλητέα ποινή σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης είναι τα δεκαπέντε έτη και σε περίπτωση συνολικής ποινής τα είκοσι έτη. 

γ) Ανώτατη επιβλητέα ποινή σε περίπτωση φυλάκισης είναι τα πέντε έτη και σε περίπτωση συνολικής ποινής τα οκτώ έτη. 

δ) Επίσης έχουν εφαρμογή για τα νέα πλαίσια ποινών που ορίζει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 83 ΠΚ στις περιπτώσεις συνδρομής λόγων μείωσης της ποινής. Περαιτέρω εφαρμοστέα είναι και η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 85 ΠΚ, η οποία προβλέπει δυνατότητα για «διπλή» μείωση της ποινής. 

ε) Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ (Ν 4619/2019), οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι την 30-6-2019. Τούτο σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ποινές φυλάκισης έως πέντε ετών που επιβάλλονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι 30-6-2019 χωρεί αναστολή και μετατροπή της ποινής, σύμφωνα με τις προ ϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 99 επ. και 82 του Ποινικού Κώδικα του 1950, οι οποίες ως ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο εν προκειμένω θα εφαρμοστούν. Στο σημείο αυτό απαιτείται μια διευκρίνιση, η οποία είναι αναγκαία για την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 465 ΠΚ και την σχέση της με το άρθρο 2 ΠΚ : η διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ που αφορά στο πεδίο της εκτέλεσης των ποινών, είναι συμπληρωματική του άρθρου 2 ΠΚ και έχει έδαφος εφαρμογής μόνο στο βαθμό που οι διατάξεις για την εκτέλεση των ποινών του προγενέστερου Ποινικού Κώδικα είναι επιεικέστερες σε σχέση με το ποινολογικό καθεστώς που εισάγεται στο νέο Ποινικό Κώδικα. Άρα στις περιπτώσεις που η τέλεση της πράξης έχει λάβει χώρα πριν την 1-7-2019, οι διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα έχουν μόνο αυτές εφαρμογή (και όχι η διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ) στο βαθμό που είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ. 
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η ορθή προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 465 ΠΚ, με την οποία προβλέπει ότι «οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος» θα πρέπει να έχει ως πρόσθετη προϋπόθεση (κατ’ επιταγή του άρθρου 2 ΠΚ) ότι οι προϊσχύσασες διατάξεις είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο. Διαφορετικά εφαρμοστέες είναι πάντοτε οι διατάξεις που είναι ευμενέστερες για NOVA CRIMINALIA No 8 3 “και αφετέρου ενισχύει ουσιωδώς την ασφάλεια δικαίου ” ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ: ΝΕΟΣ ΠΚ Κ“ για τις πράξεις που έχουν τελεστεί πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν 4619/2019), δηλαδή μέχρι την 30-6-2019, και εκδικάζονται μεταγε νέστερα, έχουν εφαρμογή οι ευμενέστερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο” τον κατηγορούμενο, ανεξάρτητα αν προβλέπονται στον προϊσχύοντα ή στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα1. 

στ) Το ζήτημα αυτό απασχόλησε πρόσφατα τη νομολογία μας, στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99 ΠΚ για την αναστολή της ποινής. Συγκεκριμένα το δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει για την χορήγηση ή μη της αναστολής της ποινής σε καταδικασθέντα για πράξη πριν την 1-7-2019 σε ποινή κατώτερη των τριών ετών, ο οποίος όμως είχε προηγούμενες σε βάρος του καταδικαστικές αποφάσεις που υπερέβαιναν το ένα έτος. Με βάση το ιστορικό αυτό, είναι προφανές ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 465 ΠΚ οδηγεί σε απόλυτη αδυναμία χορήγησης της αναστολής, καθώς ο κατηγορούμενος δεν είχε τις προϋποθέσεις για την αναστολή της ποινής με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, Ωστόσο με την λύση που προκρίθηκε, το δικαστήριο υπερέβη την διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ, καθώς θεωρήθηκε ότι αντιβαίνει την αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, και εφάρμοσε την ισχύουσα στον Ποινικό Κώδικα διάταξη του άρθρου 99 (η οποία χορηγεί αναστολή εκτέλεσης σε ποινές που είναι κατώτερες των τριών ετών, ανεξάρτητα από τις προηγούμενες ποινικές καταδίκες του κατηγορουμένου), δυνάμει του άρθρου 2 ΠΚ2. 

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Ειρην. Αθηνών 195/2020 : «…Η αλλαγή της νομικής καταχώρησης φύλου δεν προϋποθέτει ιατρικές επεμβάσεις στο σώμα του ενδιαφερομένου ατόμου, γεγονός που ήδη γινόταν δεκτό από τη νομολογία, καθώς πρόκειται για μία διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη (σωματικά και ψυχικά), που επιπλέον δεν είναι οικονομικά προσιτή... Κυρίως, όμως, περιλαμβάνει τον ιδιαίτερα προσβλητικό ακρωτηριασμό του προσώπου"




«Η αλλαγή της νομικής καταχώρησης φύλου δεν προϋποθέτει ιατρικές επεμβάσεις στο σώμα του ενδιαφερομένου ατόμου, καθώς πρόκειται για μία διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη (σωματικά και ψυχικά), που επιπλέον δεν είναι οικονομικά προσιτή, στο μέτρο που η επέμβαση δεν καλύπτεται από κρατικούς φορείς  ασφάλισης. Κυρίως, όμως, περιλαμβάνει τον ιδιαίτερα προσβλητικό ακρωτηριασμό του προσώπου». Αυτό είναι το  «δια ταύτα» της υπ. αριθμ. 195/2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών που έκανε δεκτό το αίτημα αιτούντα για αλλαγή του ονόματός του χωρίς να πρέπει να υποβληθεί σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Το Δικαστήριο επικαλούμενο μεταξύ άλλων το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και  τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έκρινε ότι συντρέχουν οι λόγοι που επικαλέστηκε ο αιτών ζητώντας  τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου, του κυρίου ονόματος και του επωνύμου αυτού, προκειμένου το φύλο « να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος στην εξωτερική του εικόνα, ως θήλυ πρόσωπο…».

Το σκεπτικό

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό: «…Η αλλαγή της νομικής καταχώρησης φύλου δεν προϋποθέτει ιατρικές επεμβάσεις στο σώμα του ενδιαφερομένου ατόμου, γεγονός που ήδη γινόταν δεκτό από τη νομολογία, καθώς πρόκειται για μία διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη (σωματικά και ψυχικά), που επιπλέον δεν είναι οικονομικά προσιτή, στο μέτρο που η επέμβαση δεν καλύπτεται από κρατικούς φορείς  ασφάλισης. Κυρίως, όμως, περιλαμβάνει τον ιδιαίτερα προσβλητικό ακρωτηριασμό του προσώπου. Ο ακρωτηριασμός έχει ρητά καταδικαστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο οποίος καλεί τα κράτη-μέλη «να διασφαλίσουν ότι η στείρωση ή άλλες ιατρικές διαδικασίες που οδηγούν σ’ αυτήν δεν πρέπει να είναι προαπαιτούμενα για τη νομική αναγνώριση του επιθυμητού φύλου». Επίσης, σύμφωνα με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «τα κράτη – μέλη πρέπει να θεσπίσουν ή να επανεξετάσουν τις διαδικασίες νομικής αναγνώρισης του φύλου με στόχο τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος των διεμφυλικών ατόμων στην αξιοπρέπεια και τη σωματική ακεραιότητα», ενώ ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, στην από 1ης Φεβρουαρίου 2013 Έκθεση του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ για τα βασανιστήρια και κάθε άλλη βάναυση, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, επισημαίνει ότι η προϋπόθεση της στείρωσης, ως προαπαιτούμενο για την αναγνώριση των διεμφυλικών ανθρώπων, συνιστά βασανιστήριο. Ακόμη, η διαδικασία της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου με το προαπαιτούμενο της υποχρεωτικής στείρωσης έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1), καθώς και με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης νια τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σύμφωνα με το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής». Επιπλέον, έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 2 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κατοχυρώνουν την ισότητα και την απαγόρευση των διακρίσεων, με την έννοια ότι μια κατάσταση, όπως η «δυσφορία γένους», δεν πρέπει να επιβαρύνει υπερβολικά τον ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να εξασφαλίσει τη μεταχείριση που ζητά από την πολιτεία (στην ίδια κατεύθυνση και οι ΕιρΑΘ 572/2017, ΕιρΑΘ 604/2017, ΕιρΘεσ 281/2017, ELpA9 418/2016, ΕιρΘεσ 1479/2016). Τη νομολογία αυτή επιβεβαίωσε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση «Α.Ρ. Garpon και Nicot κατά Γαλλίας» (αριθμ. προσφυγών 79885/12, 52471/13 καί 52596/13, για το ίδιο θέμα – βλ. επίσης και Λίνα Παπαδοπούλου, Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος στην εναρμόνιση ψυχοκοινωνικού και νομικού φύλου, Αναγνώριση της ταυτότητας φύλου ενόψει του σχεδίου νόμου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σελ. 37 επ.). Ως βασική ουσιαστική προϋπόθεση της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου, τίθεται (α) η «ασυμφωνία μεταξύ της ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου». Τίθενται, περαιτέρω, δύο (2) θετικές και μία (1) αρνητική προϋποθέσεις: (β) Η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, (γ) η αγαμία και (δ) να μην έχει διορθωθεί το καταχωρισμένο φύλο ήδη δύο (2) φορές. Ειδικότερα, δεν απαιτείται η πρώτη προϋπόθεση να τεκμηριώνεται – αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν απαιτείται, δηλαδή, το πρόσωπο να επικαλεστεί και να προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό μέσο για να αποδείξει την ασυμφωνία ανάμεσα στο καταχωρισμένο φύλο και ταυτότητα του φύλου του, γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο προς το γενικό πνεύμα του νομοθετήματος, όσο και στη προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του ιδιωτικού βίου. Για τους ίδιους λόγους, δε θα πρέπει το δικαστήριο να εξετάζει τη δικαιοπρακτική ικανότητα ενός ενήλικου προσώπου, παρά μόνον αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι προς αυτό. Η δικαιοπρακτική ικανότητα ισχύει κατά τεκμήριο, όπως, δηλαδή, σε όλες τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις, ένα ενήλικο πρόσωπο που δεν έχει τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση είναι πλήρως ικανό για δικαιοπραξία (εκτός αν προκύπτει ότι βρίσκεται σε μία από τις καταστάσεις της ΑΚ 131) και δεν πρέπει, φυσικά, το στοιχείο αυτό να τίθεται εν αμφιβόλω, για μόνο το λόγο ότι το πρόσωπο ζητεί τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του (βλ. Φουντεδάκη Κ., το Σχέδιο Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, Αναγνώριση της ταυτότητας φύλου ενόψει του σχεδίου νόμου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σελ. 58 επ.). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 782 ΚΠολΔ, αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο της περιφέρειας του ληξιάρχου που θα συντάξει τη σχετική πράξη, όπως, όμως, γίνεται δεκτό, η δωσιδικία του αρθρ. 782 ΚΠολΔ δεν είναι αποκλειστική. Αν το γεγονός σύνταξης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης συντελέσθηκε στο εξωτερικό, αρμόδιο κατά τόπον είναι, καταρχήν, το Ειρηνοδικείο Αθηνών (βλ. ΜονΠρΦλωρ 32/1969, Αρμ 1968. 313). Σύμφωνα, πάντως, με το μη αποκλειστικό χαρακτήρα της θεσπιζόμενης δωσιδικίας, δεν αποκλείεται η υποβολή της αιτήσεως και στο δικαστήριο της κατοικίας του αιτούντος ή στο δικαστήριο που βρίσκονται τα αποδεικτικά μέσα (κρ. Γν.: ΕιρΘεσ 281/2017, αδημ. ΕφΠατρ 335/1973, ΝοΒ 1974.389, ΜονΠρΦλωρ 32/1969, ανωτ. ΜονΠρΒολ 208/1986, ΕλλΔνη 1986.1500,1501, έτσι και Αρβανιτάκης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 782, τ.ΙΙ, σελ. 1544)(βλ. σε Ειρφλωρ 3/2018 και σε ΕιρΣερρ 131/2018, σε ΤΝΠ Nomos).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου, του κυρίου ονόματος και του επωνύμου αυτού, όπως αυτά αναγράφονται στη με αριθμ…./1997 ληξιαρχική πράξη γέννησης του, που συνέταξε η Ληξίαρχος του Ληξιαρχείου Αλεξανδρούπολης του Ν. Έβρου, λόγω ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου αυτού, ώστε αυτό (το φύλο) να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος στην εξωτερική του εικόνα, ως θήλυ πρόσωπο, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση αναφερόμενα, καθώς και να αναγραφεί στην ως άνω ληξιαρχική πράξη γέννησης το γεγονός της αλλαγής του φύλου του, ως θήλυ («κορίτσι»).

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Πλειστηριασμοί: Τι φέρνει το νέο πτωχευτικό πλαίσιο για σπίτια και δανειολήπτες



Δραστικές αλλαγές στο σύστημα διαχείρισης πτωχεύσεων και κόκκινων δανείων ετοιμάζει η κυβέρνηση, οι οποίες θα ισχύσουν μετά τη λήξη της προστασίας της πρώτης κατοικίας στις 30 Απριλίου και ανοίγουν τον δρόμο για ταχύτατους και μαζικούς πλειστηριασμούς.

Το σκεπτικό είναι ότι η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι «άμεση, προκειμένου να διαφυλάσσεται η μέγιστη δυνατή αξία τους», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε σχετικό σημείωμα που κοινοποιήθηκε στους εκπροσώπους των δανειστών κατά την τελευταία επίσκεψή τους στην Αθήνα. Η ταχύτητα των πλειστηριασμών, επίσης, είναι βασική κατεύθυνση σχετικής οδηγίας της Ε.Ε. που υιοθετήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι και αποτελεί τον βασικό οδηγό για τις νέες ρυθμίσεις. Οι αλλαγές θα γίνουν με νομοσχέδιο το οποίο θα καταργεί όλες τις προηγούμενες ρυθμίσεις που ισχύουν σήμερα, όπως ο νόμος Κατσέλη και ο εξωδικαστικός μηχανισμός και θα εισάγει ένα νέο σύστημα που θα έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

1. Oλες οι υποθέσεις κόκκινων δανείων -επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων- θα διεκπεραιώνονται ταχύτατα, έτσι ώστε σε διάστημα 3-4 μηνών είτε να επιτυγχάνεται ρύθμιση του δανείου, είτε να ρευστοποιούνται μέσω πλειστηριασμού όλα τα περιουσιακά στοιχεία των δανειοληπτών. Η ρευστοποίηση θα γίνεται άμεσα αφού μετά και τις αλλαγές που έχουν γίνει στον Κώδικα Πολιτικής Οικονομίας οι δικαστικές διαδικασίες είναι συντομότατες και οι δανειολήπτες δεν έχουν πια τη δυνατότητα να καθυστερήσουν τον πλειστηριασμό.

2. Οι «έντιμοι» δανειολήπτες, ήτοι εκείνοι που δεν έχουν χρησιμοποιήσει δόλια μέσα για να αποκρύψουν περιουσιακά στοιχεία ή να αποφύγουν την πληρωμή των οφειλών τους, θα πληρώνουν ό,τι μπορούν για την περαιτέρω εξόφληση του δανείου (μετά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων) για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια. Στη συνέχεια θα απαλλάσσονται, ενώ θα έχουν και μια δεύτερη ευκαιρία, ανακτώντας τα δικαιώματα σύστασης επιχείρησης, απόκτησης φορολογικής ενημερότητας ή απόκτησης άλλων περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα είναι ελεύθερα από τα παλαιά βάρη.

3. Η πρώτη κατοικία δεν θα προστατεύεται και θα οδηγείται και αυτή σε πλειστηριασμό εφόσον ο δανειολήπτης δεν αποδέχεται ή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στην πρόταση ρύθμισης που θα γίνεται από την τράπεζα.

Τα ευάλωτα νοικοκυριά δεν θα δικαιούνται προστασία της πρώτης κατοικίας, αλλά εφόσον πληρούν ορισμένα πολύ αυστηρά κριτήρια θα έχουν δικαίωμα σε βοήθεια, με τη μορφή στεγαστικού επιδόματος. Δηλαδή, μετά τον πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας, εφόσον ο δανειολήπτης ανήκει σε ευάλωτη κατηγορία, με βάση κριτήρια που θα καθοριστούν, θα λαμβάνει ένα επίδομα για να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες.

Στεγαστικό επίδομα

Το στεγαστικό επίδομα θα παρέχεται από το κράτος και θα καλύπτει συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εξετάζονται επίσης και άλλες μορφές αξιοποίησης του στεγαστικού επιδόματος, ανάμεσα στις οποίες είναι και η δυνατότητα να γίνεται μια μορφή πώλησης και επαναμίσθωσης (sale and lease back): Ο δανειολήπτης παραχωρεί το ακίνητο στην τράπεζα (ή στο fund που έχει αγοράσει το δάνειο) και στη συνέχεια το μισθώνει, ενώ η μίσθωση ή ένα τμήμα της θα πληρώνεται από το στεγαστικό επίδομα, εφόσον πάντα ο δανειολήπτης είναι ευάλωτος και πληροί τις προϋποθέσεις. Μια άλλη δυνατότητα που εξετάζεται είναι να αποκτά κρατική οντότητα το ακίνητο και να κάνει αυτή την πώληση και επαναμίσθωση.

Το νέο σύστημα πτωχεύσεων εντάσσεται στο πλαίσιο σχετικής κοινοτικής οδηγίας, η οποία υιοθετήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι και έχει βασικό στόχο την ενοποίηση των διαφορετικών συστημάτων πτώχευσης στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και την επιτάχυνση των διαδικασιών. Και τούτο διότι έχει επικρατήσει η άποψη ότι ειδικά για τις επιχειρήσεις αν καθυστερεί η διαδικασία πτώχευσης και ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων (πλειστηριασμοί) χάνεται η αξία της ίδιας της επιχείρησης.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

ΤρΕφΚακ Πατρών 128/2019 : "Προσωρινή κράτηση - Αμετάκλητη αθώωση του προσωρινώς κρατηθέντος - Αποζημίωση" - Δικαίωμα αποζημίωσης προσώπου που κρατήθηκε προσωρινά και εν συνεχεία αθωώθηκε αμετάκλητα. Οι διατάξεις των άρθρων 533 - 542 ΚΠΔ εφαρμόζονται και υπέρ των αλλοδαπών ή ανιθαγενών. Το δικαστήριο προσδιορίζει την ημερήσια αποζημίωση για τεκμαρτή περιουσία και ηθική βλάβη λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος. Εν μέρει δεκτή η αίτηση.


ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αριθμός απόφ.: 128/2019
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών
Συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 2019
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Προεδρεύουσα Εφέτης
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΡΒΕΛΑ Εφέτες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗΣ Αντεισαγγελέας Εφετών
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΛΟΥΜΠΗ Γραμματέας         

Αιτών   : ..., που γεννήθηκε το έτος 1986 στην Αλβανία, κάτοικος Τρύπης Λακωνίας
ΠΑΡΩΝ δι' εξουσιοδοτήσεως στη δικηγόρο Ναυπλίου ΑΣ
Αντικείμενο

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ
Εισάγεται με το υπ' αριθμ. ./18 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, η από 13-6-2016 αίτηση του έναντι αιτούντος, με την οποία ζητεί να του επιδικασθεί συνολική αποζημίωση, ποσού 15.863 ευρώ, για διάσημα 547 ημερών, που κρατήθηκε με το υπ' αρ. ./2014 Ε.Π.Κ. της Ανακρίτριας του Β' Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Καλαμάτας και στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος με την υπ' αρ. ..../2016 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών

ΕΚΟΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη σημερινή δικάσιμο της 25ης Φεβρουαρίου 2019.
Ο Επιμελητής Δικαστηρίων, με εντολή της Προέδρου, εκφώνησε το όνομα του αιτούντος, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε.
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκε η δικηγόρος Ναυπλίου ΑΣ, η οποία δήλωσε ότι εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο και παρίσταται αντ' αυτού σύμφωνα με την από 30-6-2018 εξουσιοδότηση του αιτούντος, που βρίσκεται στη δικογραφία και η οποία αναγνώστηκε και αναφέρει την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας του και φέρει βεβαίωση για το γνήσιο της υπογραφής του (βλ. άρθρ. 42 παρ. 2 εδ. β και γ, 340 παρ. 2 και 501 παρ. 1 εδ. α Κ.Ποιν.Δ., όπως Με την παρούσα δηλώνω, ότι παρίσταμαι ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατόπιν της από 06-07-2018 κλήσης που επιδόθηκε την  13-11-2018,  προς απόκρουση της από 8-6-2016 αίτησης του παραπάνω, με την οποία ζητά να του επιδικαστεί αποζημίωση ίση με το ποσό των 15.863,00 ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 533, 536, 537 ΚΠΔ, επαγόμενος τα ακόλουθα:
α) Η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί κατά το άρθρο 535 ΚΠΔ καθώς ο αιτών έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης. Παραίτιος από πρόθεση (όρος, ο οποίος διαφοροποιείται, όχι μόνο λεκτικό αλλά και εννοιολογικά, από εκείνον του υπαιτίου) θεωρείται εκείνος, που με τη συμπεριφορά του, η οποία δεν είναι ανάγκη να χαρακτηρίζεται ως υπαίτια ή να θεμελιώνει οποιαδήποτε ενοχή, συντέλεσε στην προσωρινή κράτηση ή την καταδίκη του, αποτέλεσμα το οποίο είτε επεδίωξε ο ίδιος είτε το αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο ή τα δύο τελευταία ισχύουν μετά την αντικατάσταση του άρθρου 340 παρ. 2 από το άρθρο 13 του Ν. 3346/2005 και μετά την τροποποίηση του άρθρου 501 παρ. 1 εδ. α με το άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 3160/2003). Η ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το με No: ./21-2-2019 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου.
Στο σημείο αυτό της δίκης, εμφανίσθηκε ο ..., Δικαστικός Πληρεξούσιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και δήλωσε ότι το Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, παρίσταται προς απόκρουση της αίτησης του παραπάνω. Προσκόμισε δε στο δικαστήριο την από 25-2-2019 έγγραφη Δήλωση Παράστασης - Υπόμνημα, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ-ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα.
ΚΑΤΑ
..., κατοίκου Τρύπης Λακωνίας
Με την παρούσα δηλώνω, ότι παρίσταμαι ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, κατόπιν της από 06-07-2018 κλήσης που επιδόθηκε την 13-11-2018, προς απόκρουση της από 8-6-2016 αίτησης του παραπάνω, με την οποία ζητά να του επιδικαστεί αποζημίωση ίση με το ποσό των 11.914,882 ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 533, 536, 537 ΚΠΔ, επαγόμενος τα ακόλουθα: