Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΠΠρΑθ 68/2021 : "Απόφαση για την αντισυνταγματικότητα της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές"



Αριθμός Απόφασης 68/2021

Το ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τμήμα Ενοχικό)

Αποτελουμενο από τους Δικαστές Πολυξένη Τσουκαλά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ʼννα-Μαρία Γούναρη, Πρωτοδiκη, Αναστασία Σαρήμπαλη, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Μαρίνα Αντωνοπούλου

Σuνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του. την 15η Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) .του .. κατοίκου .., 2).. του .. και της….. κατοίκου ομοίως ως άνω, 3) του και της ... το γένος ... κατοiκου ……….. και 4)  .. του .. και της ., κατοiκου  οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν δυνάμει των από… εξουσιοδοτήσεων από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΝΔ (...) οποίος προκατέθεσε προτάσεις (βλ. υπ αριθμγραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ΔΣΑ).

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: .του ..  ο οποiος εκπροσωπήθηκε δυνάμει της από…εξουσιοδότησης από την πληρεξουσία δικηγόρο του .., η οποία κατέθεσε προτάσεις (βλ. υπ' αριθμ…… γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ΔΣΑ).

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από .αγωγή τουςπου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου…., προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της.. και μεταναβολή οίκοθεν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσαςγράφτηκε στο πινάκιοεκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της και συζητήθηκε.

 

(Β) ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΔΙΚΗ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΜΟΥΝΤΟΣ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ  ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: του ., κατοίκου .., ο οποίος εκπροσωπήθηκε δυνάμει της από εξουσιοδότησης από την πληρεξουσία δικηγόρο του..., η οποία κατέθεσε προτάσεις (βλυπαριθμγραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ΔΣΑ).

 

ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ - ΚΑΘ’ΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ  ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ -  ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ:

Ανώνυμης ελληνικής εταιρείας γενικών ασφαλειών με την επωνυμία ., που εδρεύει στ…….., νομίμως εκπροσωπούμενηςη οποία εκπροσωπήθηκε  από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της…. (…….), δυνάμει του από.. ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου  Αθηνών ., σε συνδυασμό με την από… εντολή ειδικής πληρεξουσιότητας της δικηγόρου Αθηνών ., ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις (βλπροείσπραξη δικηγορικής αμοιβής ΔΣΑ).

ανακοινώνων τη δίκη - προσεπικαλών σε αναγκαστική παρέμβαση-παρεμπιπτόντως ενάγων, ζητεί να γίνει δεκτή η από ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση -  παρεμπίπτουσα αγωγή τουη οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμκατάθεσης δικογράφου, προσδιορίστηκε  για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας γράφτηκε στο πινάκιο, εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

(Γ) ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «.»που εδρεύει στην Αθήνα,.., νομίμως εκπροσωπούμενηςη οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της……δυνάμει του από …… ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου ……., σε συνδυασμό με την από…… εντολή ειδικής πληρεξουσιότητας της δικηγόρου Αθηνών ., ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις (βλυπ’ αριθμπροείσπραξη δικηγορικής αμοιβής ΔΣΑ).

ΤΩΝ ΚΑΘΏΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1)  του κατοίκου ., οδός….., 2) .. του και της .. κατοίκου ομοίως ως άνω. 3) του  και της ., το γένους κατοίκου ..και 4) Του…... κατοίκου ……., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν δυνάμει των από .εξουσιοδοτήσεων από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΝΔ() ποiος προκατέθεσε προτάσεις (βλ. υπ' αριθμ.. γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ΔΣΑ).

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου….. πρόσθετη παρέμβασή τηςη οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο πινάκιο. εκφωνήθηκε στη σειρά της και συζητήθηκε.

Η συζήτηση της υπόθεσης έλαβε χώρα όπως ανωτέρω αναφέρεται, η δε διάδικοι, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου είναι εκκρεμείς: Α) η από …και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ..αγωγή των εναγόντωνη οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο (βλ. υπ' αριθμ…… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ). ενώ οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμασύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔπροτάσεις (βλαπό…επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών στα δικόγραφα των προτάσεων των εναγόντων και του εναγομένου αντίστοιχα). Β) η από και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου .. ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβασή - παρεμπίπτουσα αγωγή του παρεμπιπτόντως ενάγοντος η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ης η ανακοίνωση δίκης-καθης η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση-παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη εταιρεία γενικών ασφαλειών με την επωνυμία .. κατάρθρο 238 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλυπαριθμ.. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .), ενώ οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμαΣύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 238 παρ. 1 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔπροτάσεις (βλαπό 10-12-2018 επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών στα δικόγραφα των προτάσεων του ανακοινώνοντος τη δίκη-προσεπικαλούντος σε αναγκαστική παρέμβαση-παρεμπιτόντως ενάγοντος και της καθ' ης η ανακοίνωση δίκης  καθ’ ης η πpοσεπίκληση-παρεμπιπτόvτως εναγομένηςκαι η….. και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου…πρόσθετη παρέμβασή της προσθέτως παρεμβαίνουσας, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους καθ'ων η πρόσθετη παρέμβαση κατ' άρθρο 238 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. αντίστοιχα υπ' αριθμ.   εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών…..), ενώ οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμασύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 238 παρ. 1 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, προτάσεις (βλ. από επισημείωση του γραμματέα του  Πρωτοδικείου Αθηνών στα δικόγραφα των προτάσεων της προσθέτως -παρεμβαίνουσας και των καθ' ων η πρόσθετη παρέμβαση αντίστοιχα οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (καθόσον αφορούν στο ίδιο βιοτικό συμβάν) και εξάρτησης και γιατί υπάγονται στην ίδια διαδικασία (τακτική) και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης  και  επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 ΚπολΔ). Με το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του v.δ. 1544/1942 (Α1 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (Α' 165), το άρθρο 21 του Ν. 4055/2012 (Α' 51) και  το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 (Α' 240), αvτικαθίσταται ως εξής : «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων I καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές. για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές  μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία>>. Εκ της διάταξης αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η-1-2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατ' άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Εν τούτοις, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α' του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια, και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσης κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (ΟλΣτΕ 1738/2017 ΝΟΜΟΣ και την από 24/1/2020  Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών). Παράλληλα, η ανωτέρω αρχή, η οποία δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να την λαμβάνει υπόψη κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου, επιβάλλει τη μη αναδρομική ισχύ επαχθών για το διοικούμενο νομοθετικών ρυθμίσεων, δεδομένου ότι ο διοικούμενος δεν μπορούσε να προσαρμόσει ανάλογα, τη συμπεριφορά του, κατά το προγενέστερο της ισχύος της νομοθετικής ρύθμισης, χρονικό διάστημα, αφού αγνοούσε τα δεδομένα. Επομένως, οποιαδήποτε ρύθμιση καθιστά δυσμενέστερη τη θέση του διοικούμενου λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία εκδηλώθηκε σε χρόνο προγενέστερο, κατά τον οποίο, η ρύθμιση αυτή δεν υπήρχε ακόμη, έρχεται σε αντίθεση με την εν λόγω αρχή (ΔΕφΙωαv 170/2014 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των προεκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, που προβλέπει την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για τις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, ελέγχεται ως αντιβαίνουσα στην απορρέουσα από την αρχή του Κράτους Δικαίου, αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και ως εκ τούτου κρίνεται αντισυνταγματική.

 

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

ΣτΕ Ολ 49/21 : ΕΚΔΟΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ- ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ – ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΕΚΖΗΤΟΥΝΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ.



ΣτΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 49/2021ΕΚΔΟΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ- ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ – ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΕΚΖΗΤΟΥΝΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ. Απόφαση – Πλαίσιο. Έκδοση αλλοδαπού - Ρώσου υπηκόου κατά προτεραιότητα στις δικαστικές Αρχές της Γαλλίας, των ΗΠΑ και τέλος της Ρωσίας για εγκλήματα απάτης, υπεξαίρεσης, ξεπλύματος χρήματος, δρώντας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατόπιν Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, το οποίο εκδόθηκε από τις δικαστικές αρχές της Γαλλίας. Το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι το αποδιδόμενο έγκλημα είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση. Αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης – Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, δεν κωλύεται να διατάξει την έκδοση (ή την παράδοση) του εκζητούμενου στις δικαστικές αρχές και των τριών, εν προκειμένω, εκζητούντων Κρατών, καθορίζοντας τη σειρά προτεραιότητας μεταξύ αυτών – Αιτιολογία της απόφασης σχετικά με τους λόγους για τους οποίους προκρίθηκαν ως χώρες εκδόσεως του αιτούντος η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Δυνατότητα εκτέλεσης ή μη Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, η ισχύς του οποίου έχει λήξει. Το δικαίωμα των αιτούντων στην οικογενειακή τους ζωή – Αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το προστατευόμενο από το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα των αιτούντων σε σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής – Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτει την αίτηση


ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 49/2021

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Πρόεδρος, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Χρ. Σιταρά, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Β. Ανδρουλάκης, Ε. Σκούρα, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, Β. Γκέρτσος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α.-Μ. Παπαδημητρίου και Α. Μίντζια, καθώς και η Πάρεδρος Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 16 Ιανουαρίου 2020 αίτηση:

των: 1. ...., ατομικώς και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της ...., 2. ...., 3. .... και 4. ...., προσωρινώς κρατουμένου από 25.7.2017, νοσηλευόμενου υπό κράτηση από .... (Τζάνειο) και ήδη στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο “ΑΤΤΙΚΟΝ” από ...., ως ασκούντος τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του ...., οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο ΖΚ (Α.Μ. ....), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με την ΑΑ, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 30ής Ιανουαρίου 2020 πράξης του αρχαιοτέρου Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ελλείποντος Προέδρου, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989 και το άρθρο 34 του ν. 3772/2009.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. ... οικ. ΦΕΑ ... & .../19.12.2019 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, 2) η φερόμενη ως “ορθή επανάληψη” (ως προς την τελευταία παράγραφό της) της από 19.12.2019 υπ’ αριθ. ... οικ. ΦΕΑ ... & ... απόφασης του ίδιου ως άνω Υπουργού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η αντιπρόσωπος του Υπουργού δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου ....).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 20.5.2020 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ...οικ.ΦΕΑ... & .../19.12.2019 αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως εκδόθηκε σε “ορθή επανάληψη” με ταυτάριθμη απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την διόρθωση στην έκτη παράγραφο αυτής της φράσης “από τις Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής” στη φράση “από τις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας”. Με την απόφαση αυτή διετάχθη η έκδοση του ...., Ρώσου υπηκόου, στις δικαστικές αρχές της Γαλλίας, εν συνεχεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και, τέλος, της Ρωσίας.

3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με μείζονα σύνθεση, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητός της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), με την από 30.1.2020 πράξη του Αρχαιοτέρου Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου Α. Ράντου, ως αναπληρούντος την υποβαλούσα παραίτηση Πρόεδρο Αικ. Σακελλαροπούλου.

4. Επειδή, η έκδοση, ήτοι η παράδοση υπό Κράτους τινός σε έτερο Κράτος προσώπου ευρισκομένου στο έδαφος του πρώτου και καταζητουμένου από τις αρχές του άλλου Κράτους, προκειμένου να ασκηθεί δίωξη για εγκληματική πράξη ή να εκτιθεί ποινή ή να εφαρμοσθεί μέτρο ασφαλείας, αποβλέπει στη διεθνή συνεργασία των Κρατών επί του ποινικού πεδίου, προκειμένου να καταπολεμηθεί το έγκλημα. Το εκζητούν Κράτος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραβίαση του ποινικού νόμου και έχει στη διάθεσή του ευχερέστερα τα σχετικά αποδεικτικά μέσα προς τον σκοπό της λυσιτελέστερης δίωξης του εγκλήματος, κατ' εφαρμογή της αρχής aut dedere aut punire.

5. Επειδή, η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου, δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 1509/2010, 3185/2010, 3046/2017 επταμ.). Η απόφαση αυτή δεν εξαιρείται του ακυρωτικού ελέγχου, μη χαρακτηριζόμενη ως κυβερνητική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, καθόσον εκδίδεται εντός των ορίων που χαράσσει το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται σε όλους, ανεξαιρέτως, τους ευρισκομένους στην Ελλάδα αλλοδαπούς, απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, επιτρέπει δε αποκλίσεις από την απόλυτη αυτή προστασία μόνον σε περιπτώσεις προβλεπόμενες από το διεθνές δίκαιο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα καθίστατο ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης των διατάξεων των διεθνών συμβάσεων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τις οποίες θεσπίζονται οι εγγυήσεις υπό τις οποίες κρίνεται το αίτημα εκδόσεως που υποβάλλουν αλλοδαπές αρχές (βλ. ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 3046/2017 επταμ.). Εξ άλλου, ούτε η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία καθορίζεται η σειρά προτεραιότητος μεταξύ των κρατών στα οποία θα παραδοθεί ο εκζητούμενος, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως, έχει τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως εξαιρουμένης του ακυρωτικού ελέγχου. Τούτο δε διότι η απόφαση αυτή εκδίδεται κατόπιν εκτιμήσεως αντικειμενικών κριτηρίων προβλεπομένων από τις διατάξεις των εφαρμοζομένων διεθνών συμβάσεων και της συμπληρωματικώς εφαρμοζομένης διατάξεως του άρθρου 439 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Conseil d' État 119789 της 31.1.1992 και 222654 της 15.6.2001, Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας BGE 124II586 της 8.10.1998, BGE 132II81 της 22.12.2005). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης (υπ' αριθ. ...οικΦΕΑ... & .../19.12.2019, όπως αυτή επανελήφθη στο ορθό με ταυτάριθμη απόφαση του ίδιου Υπουργού), ατομικώς από την ...., με την ιδιότητα της συζύγου του ...., και από τους ανήλικους ...., όπως εκπροσωπούνται νομίμως από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς τους .....

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το προστατευόμενο από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή τους, διότι έχει ως συνέπεια τη διατάραξη των οικογενειακών δεσμών της συζύγου (....) και των ανήλικων τέκνων (....) με τον σύζυγο και πατέρα τους, αντιστοίχως, ...., καθόσον αυτοί θα στερηθούν του δικαιώματος να συμβιώνουν ως οικογένεια. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, παραδεκτώς δε ομοδικούν, προβάλλοντες κοινούς λόγους ακυρώσεως ερειδόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση.

7. Επειδή, με την Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13.6.2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (L 190), όπως έχει τροποποιηθεί με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26.2.2009 «για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ ... και την κατοχύρωση, δια του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη» (L 81), θεσπίσθηκε ο μηχανισμός του ΕΕΣ, ο οποίος εφαρμόζεται στο ζήτημα της παράδοσης στη Γαλλία προσώπων που καταζητούνται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής. Στο άρθρο 1 της εν λόγω Αποφάσεως ορίζεται ότι: «1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας. 2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. 3. H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Στα επόμενα άρθρα της ανωτέρω Αποφάσεως καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (άρθρο 2), οι λόγοι υποχρεωτικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (άρθρο 3), οι λόγοι προαιρετικής μη εκτελέσεως αυτού (άρθρα 4 και 4α) και οι εγγυήσεις για την εκτέλεσή του (άρθρο 5). Περαιτέρω, στην ίδια Απόφαση-Πλαίσιο ορίζονται τα εξής: Άρθρο 6 «1. Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους. 2. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους. 3. ...», Άρθρο 7 «1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να ορίσει μια κεντρική αρχή ή, εφόσον η έννομη τάξη του το προβλέπει, κεντρικές αρχές για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. 2. Ένα κράτος μέλος δύναται, εάν είναι αναγκαίο λόγω της οργάνωσης του εσωτερικού δικαστικού του συστήματος, να αναθέτει στην ή στις κεντρικές αρχές του τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και κάθε επίσημη αλληλογραφία που την ή τις αφορά. ...» ... Άρθρο 14 «Εφόσον ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 13, έχει δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους εκτέλεσης», Άρθρο 15 «1. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου. 2. ... », Άρθρο 16 «1. Εάν πλείονα κράτη μέλη έχουν εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για το ίδιο πρόσωπο, η επιλογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που θα εκτελεσθεί γίνεται από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης με δέουσα συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων και, ιδίως, της σχετικής βαρύτητας και του τόπου τέλεσης των αξιόποινων πράξεων, των αντίστοιχων ημερομηνιών των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και του κατά πόσον το ένταλμα εκδόθηκε προς το σκοπό της δίωξης ή προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας. 2. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Eurojust προκειμένου να λάβει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1. 3. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και αίτησης έκδοσης που υποβάλλεται από τρίτη χώρα, η απόφαση για το κατά πόσον πρέπει να δοθεί η προτεραιότητα στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή στην αίτηση έκδοσης λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης με δέουσα συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων, ιδίως όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και εκείνων που μνημονεύονται στην εφαρμοστέα σύμβαση. 4. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου», Άρθρο 17 «1. Για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος. 2. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός δέκα ημερών μετά τη συγκατάθεση. 3. Στις λοιπές περιπτώσεις η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός 60 ημερών από τη σύλληψη του καταζητουμένου. 4. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπόμενων στις παραγράφους 2 ή 3 προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, οι προθεσμίες μπορούν να παρατείνονται κατά τριάντα ημέρες. 5. ...» ... Άρθρο 31 «1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής τους στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αντικαθιστά, από την 1η Ιανουαρίου 2004, τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων συμβάσεων που ισχύουν όσον αφορά την έκδοση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών: α) ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957, πρόσθετο πρωτόκολλο της 15ης Οκτωβρίου 1975, δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της 17ης Μαρτίου 1978 και ευρωπαϊκή σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας της 27ης Ιανουαρίου 1977, στο μέτρο που αφορά την έκδοση· β) ...».

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

"Οι άδειες των κρατουμένων μετά τον Ν 4670/2020" [Κώστας Κοσμάτος, Επικουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ]

 


Ι. Με τον πρόσφατο Ν 4670/2020 «Ρυθμίσεις σωφρονιστικής νομοθεσίας, διατάξεις για το Ταμείο Προνοίας Απασχολουμένων στα Σώματα Ασφαλείας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη» (ΦΕΚ Α’ 247/11-12-2020) τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, αισθητά το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τη χορήγηση αδειών των κρατουμένων. Ειδικότερα:

Α. Το άρθρο 55 παρ. 1 ΣωφρΚ (Ν 2776/1999) προέβλεπε ότι η χορήγηση τακτικής άδειας σε κρατούμενο απαιτούσε την πραγματική έκτιση (χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής) του 1/5 της ποινής του, ενώ σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να είχε διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη.

Με το άρθρο 1 παρ. 4 Ν 4670/2020 τροποποιήθηκε η εν λόγω διάταξη και διαφοροποιούνται τα παραπάνω χρονικά όρια, ως εξής: 

α) για ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε (5) έτη, θα πρέπει να έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα δέκατο (1/10) της ποινής, 

β) για στερητικές της ελευθερίας ποινές (κάθειρξης ή και φυλάκισης) μέχρι δέκα (10) έτη, θα πρέπει να έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής,

γ) για ποινές κάθειρξης άνω των δέκα (10) ετών,  θα πρέπει να έχουν εκτιθεί πραγματικά τα δύο πέμπτα (3/10) της ποινής, 

δ) για ποινές ισόβιας κάθειρξης,  θα πρέπει να έχουν εκτιθεί πραγματικά τουλάχιστον δέκα (10) έτη. 

Β. Το άρθρο 55 παρ. 2 ΣωφρΚ προέβλεπε επίσης ως τυπική προϋπόθεση για τη χορήγηση τακτικής άδειας να μην εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα. 

Στην προϋπόθεση αυτή, με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν 4670/2020, προστίθεται επίσης να μην εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη και σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων.

Γ. Ως προς τη διάρκεια κάθε τακτικής άδειας, το άρθρο 56 παρ. 1 ΣωφρΚ προέβλεπε ότι αυτή ορίζεται από μία (1) έως έξι (6) ημέρες, ενώ αν ο κατάδικος έχει ήδη εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής του και σε περίπτωση ποινής ισόβιας κάθειρξης δώδεκα έτη, η διάρκεια της άδειας μπορεί να αυξάνεται έως τις εννέα (9) ημέρες. Πάντως η συνολική διάρκεια των αδειών ενός καταδίκου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα πέντε ημέρες το έτος (άρθρο 56 παρ. 1 ΣωφρΚ).

Με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 4670/202 μειώνεται το ανώτατο όριο κάθε άδειας στις πέντε ημέρες, και η αύξηση σε έξι ημέρες πραγματοποιείται μόνο εάν ο κατάδικος έχει ήδη εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής του και σε περίπτωση ποινής ισόβιας κάθειρξης τα δεκατέσσερα (14) έτη.

ΙΙ. Γίνεται δεκτό ότι ο -απόλυτα επιτυχημένος στην χώρα μας- θεσμός των αδειών των κρατουμένων αποτελεί έναν από  τους βασικούς μηχανισμούς ομαλής κοινωνικής επανένταξής τους και στοχεύει πρωταρχικά στη μη αποκοπή του κρατούμενου από το  οικογενειακό, επαγγελματικό, κοινωνικό του περιβάλλον, και συνεπώς υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Σε σχέση με τους παραπάνω στόχους μπορούμε να παρατηρήσουμε για το νέο νομοθέτημα τα εξής: 

Α. Είναι εμφανές ότι οι τροποποιήσεις του Ν 4670/2020 αυστηροποιούν αισθητά το πλαίσιο χορήγησης τακτικής άδειας: αύξηση του πραγματικού χρόνου κράτησης, πρόσθετη προϋπόθεση, μείωση του χρόνου κάθε άδειας. Ωστόσο, η κατεύθυνση αυτή υποτιμά τον στόχο του θεσμού των αδειών ως θεμελιακού στοιχείου για την ουσιαστική επικοινωνία του κρατουμένου με το κοινωνικό του περιβάλλον, η οποία αποτελεί συστατικό όρο της σωφρονιστικής νομοθεσίας που αποτυπώνεται σε όλα τα διεθνή κείμενα (πρβλ. τους  Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες- Σύσταση Νο R (87) 3 του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι οποίοι τονίζουν την διατήρηση των δεσμών του κρατουμένου με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον).

Β. Στο πλαίσιο αυτού του σύντομου κειμένου είναι χρήσιμο να εστιάσουμε στα πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν από τις νέες ρυθμίσεις του Ν 4670/2020, οι οποίες ουσιαστικά αφαιρούν τη δυνατότητα χορήγησης τακτικής άδειας στις περιπτώσεις των κρατουμένων που εκτίουν ήδη ποινές κάθειρξης άνω των δέκα ετών και αποτελούν σήμερα την πλειοψηφία των κρατουμένων στα καταστήματα κράτησης της χώρας. Ειδικότερα:

α) Για όσους κρατούνται με ποινή κάθειρξης άνω των 10 ετών, για πράξεις που τέλεσαν πριν την θέσπιση του νέου ΠΚ (1-7-2019), απαιτείται ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της υφ’ όρον απόλυσής τους να έχουν εκτίσει πραγματικά το 1/3 της ποινής τους, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 105 παρ. 6 του προϊσχύσαντος  Ποινικού Κώδικα (ο οποίος ως ευμενέστερος εφαρμόζεται εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ).

β) Οι νέες διατάξεις του Ν 4670/2020 για τη χορήγηση τωναδειών είναι άμεσα εφαρμοστέες, σε περίπτωση που θεω-ρηθεί (ΓνωμοδΕισΑΠ 5/2001) ότι άπτονται αμιγώς του σωφρονιστικού δικαίου και κατά συνέπεια γι’ αυτές δεν μπο-ρεί να συντρέχει η απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογήςτου δυσμενέστερου για τον κρατούμενο νόμου. 

γ) Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι προϋποθέσεις για χορήγηση τακτικής άδειας σε κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί για πράξη που τελέστηκε πριν την 1-7-2019 σε ποινές κάθειρξης άνω των δέκα (10) ετών (για τους οποίους απαιτείται δηλαδή η πραγματική έκτιση των 3/10):

  1. βρίσκονται χρονικά στο ίδιο περίπου όριο με την προβλεπόμενη προϋπόθεση για την υφ’ όρον απόλυση, καθώς γι’ αυτήν απαιτείται η πραγματική έκτιση του 1/3 της ποινής,
  2. Η προβλεπόμενη διάταξη για την κατ’ οίκον έκτιση της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση του άρθρου 110 Α του Ποινικού Κώδικα,  απαιτεί ως προϋπόθεση την έκτιση με οποιονδήποτε τρόπο των 2/5 της ποινής (θεωρητικά αρκεί η πραγματική έκτιση του 1/5 της ποινής και αντίστοιχος ευεργετικός υπολογισμός εργασίας), χρόνος ο οποίος είναι λιγότερος από αυτόν ο οποίος απαιτείται να έχει εκτιθεί για τη χορήγηση τακτικής άδειας.

Είναι εμφανές, ότι, με τις νέες προβλέψεις, οι «παλαιοί» κρατούμενοι θα συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση τακτικής άδειας μετά την αποφυλάκισή τους! Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται, ασφαλώς, και όσοι λάμβαναν ήδη τακτική άδεια έως την 11-12-2020 και πλέον δεν θα πληρούν τις νέες τυπικές (χρονικές) προϋποθέσεις.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Εγκ ΕισΑρΠάγου 3/21 : ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

 


Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 3/2021

 

Προς Τους κ.κ. Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών της Χώρας

 

Θέμα: «Εισαγγελικοί χειρισμοί αναφορικά με καταγγελίες για αξιόποινες συμπεριφορές κατά της γενετήσιας ελευθερίας»

 

Με την πρόσφατη υπ’ αρ. 11/2020 εγκύκλιό μας απευθύναμε γενικές οδηγίες και συστάσεις στο πλαίσιο της από τις προβλέψεις των άρθρων 19§1 στοιχ. γ. 2 και 24 παρ. 5 στοιχ. α Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αρμοδιότητάς μας και ζητήσαμε την άμεση παρέμβασή σας όταν συντρέχουν οι όροι αυτεπάγγελτης έρευνας και ποινικής δίωξης (άρθρο 37 ΚΠΔ).

Οι περιστάσεις επιβάλλουν να επανέλθουμε άμεσα και να εστιάσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον σας, κατά την άσκηση της βασικής λειτουργικής αρμοδιότητάς σας, στην ποινική αντιμετώπιση, σε όλες τις διαστάσεις τους, ειδικών αξιόποινων συμπεριφορών που ήδη αναδεικνύονται με αφορμή την καταγγελία της Ολυμπιονίκη μας Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική της κακοποίηση. Επιβάλλεται επιτακτικά να παρεμβαίνετε ταχύτατα για έρευνα όταν αναφαίνονται έστω και ελάχιστα υποστασιακά στοιχεία τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων ή εγκλημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί η απαιτούμενη από τον νόμο έγκληση, από τα οποία, εγκλήματα, προσβάλλονται θεμελιώδη προστατευόμενα έννομα αγαθά της ίδιας της γενετήσιας ελευθερίας, της τιμής και της αξιοπρέπειας στο χώρο της ελευθερίας αυτής ή που αυτά στρέφονται κατά της ανηλικότητας ως αυτοτελούς πλέον προστατευόμενου εννόμου αγαθού που ταυτίζεται με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη των ανηλίκων, εννόμων αγαθών για την προστασία των οποίων, προεχόντως, διεκδικούν την εφαρμογή τους οι ποινικές διατάξεις του δεκάτου ενάτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336-353). Μάλιστα, για την προστασία των ανηλίκων στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχει υιοθετηθεί και η Οδηγία 211/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της σεξουαλικής πορνογραφίας. Οι, συναφώς, ποινικώς αξιολογήσιμες συμπεριφορές εκδηλώνονται και αναπτύσσονται πολλές φορές με εκμετάλλευση της άωρης ηλικίας του θύματος, της ευάλωτης θέσης του από εργασιακή εξάρτηση, των ιδιαίτερων συνθηκών στους χώρους επαγγελματικής απασχόλησης, άθλησης, διάκρισης και ανέλιξης των αθλητών, στους χώρους των ιδρυμάτων, σχολών, καταλυμάτων, παραμονής προσφύγων και μεταναστών κλπ και γενικά σε χώρους που τα άτομα είναι περισσότερο εκτιθέμενα σε γενετήσιες προσβολές, επειδή σ’ αυτούς ευκολότερα μπορούν να δημιουργηθούν ανεπιθύμητες καταστάσεις και να μετάγονται τα καθών πρόσωπα από ασφαλή θέση σε δυσχερέστερη και μειονεκτική κατάσταση για αντίσταση και διατήρηση του ερωτικού αυτοπροσδιορισμού και της γενετήσιας αυτοδιάθεσής τους. Πρώτο χρονικώς μέλημα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ως «εισαγγελέα ακροάσεων» που καθίσταται κοινωνός περιστατικού σεξουαλικής παρενόχλησης ή βαρύτερης προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας, πρέπει να είναι η ενθάρρυνση του παθόντος προσώπου να προβεί στην καταγγελία και να εκθέσει κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια και κρίσιμο γεγονός. Επόμενο βήμα θα είναι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά την οποία η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από επιμέλεια, ταχύτητα και σχολαστικότητα, με εκμετάλλευση όλου του δικονομικού μας ποινικού οπλοστασίου που μπορεί να περιλαμβάνει, εκτός άλλων, τη διενέργεια ερευνών, ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρθρα 243, 254 ΚΠΔ), την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 4 Ν. 2225/94) υπό τους όρους των διατάξεων αυτών κλπ., ακολούθως δε θα πρέπει να προωθείται, αναλόγως με τα εκάστοτε προκύπτοντα, δικονομικώς κατά προτεραιότητα η υπόθεση και μπορεί αυτή να εξικνείται μέχρι και τον ποινικό κολασμό του υπαιτίου, εφόσον, βεβαίως, αποδειχθεί η τέλεση της αξιόποινης πράξης.

Σε κάθε πάντως περίπτωση τονίζεται ότι είναι αυτονόητη η καθ’ όλη τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, μέχρι την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, διαφύλαξη του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου ή του υπόπτου, που έλαβε νομοθετική υπόσταση με το ισχύον άρθρο 71 ΚΠΔ, υπό το φως της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, ενσωματώνοντας την κεντρική αξίωσή του, όπως έχει καταγραφεί στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 ΔΣΑΠΔ, δηλαδή του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως.

Η προστασία του πολίτη και η τήρηση της νομιμότητας ως αποστολή της Εισαγγελίας (άρθρο 24 παρ. 2 Κ.Ο.Δ. Κ.Δ.Λ.) αποτελούν το σταθερό στόχο όλων των εισαγγελικών λειτουργών και αξιώνουν τη διαρκή μας επαγρύπνηση.

 

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλειος Η. Πλιώτας

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

ΟλΑΠ ποιν. 3/2021: Είναι «τρίτοι» οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι γραμματείς δικαστηρίων και εισαγγελιών



 Αριθμός 3/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Αβροκόμη Θούα, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Νικολακέα, Γεώργιο Αποστολάκη και Μαρία Γεωργίου Αντιπρoέδρους, Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραϊσκου - Παλόγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αναστασία Περιστεράκη, Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Χρήστο Τζανερρίκο, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Βασδέκη, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου, Σταματική Μιχαλέτου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου, Γεώργιο Κόκκορη, Πελαγία Ακάσογλου, Ελισάβετ Τσιρακίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Μαρία Μουλιανιτάκη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Μαριάνθη Παγουτέλη, Μυρσίνη Παπαχίου - Εισηγήτρια, Αναστασία Μουζάκη, Αικατερίνη Βλάχου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου -Μπουλταδάκη, Ελένη Κατσούλη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Ευστάθιο Νίκα, Σοφία Πολύζου - Θεοχαρίδη και Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου.
Η υπόθεση εισάγεται στην Πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 2 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988.

Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, που πρότεινε η Ολομέλεια να αποφανθεί ότι στην έννοια του "τρίτου", σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362-363 ΠΚ, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι γραμματείς, οι δικαστικοί επιμελητές κ.λ.π., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι' αυτόν, στον οποίο αποδίδεται.
Κατά την 4η Φεβρουαρίου 2021, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες: Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Αναστασία Περιστεράκη, Χρήστος Τζανερρίκος, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Βασδέκη, Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Σταματική Μιχαλέτου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Αναστασία Μουζάκη, Ελένη Κατσούλη, Γεωργίος Καλαμαρίδης, Σοφία Πολύζου - Θεοχαρίδη και Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται στην πλήρη (Ποινική) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 119/2020 κοινή πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 2 περ. β' του ΚΠΔ και 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών", όπως ισχύει, η εκδίκαση του νομικού ζητήματος, ως εξαιρετικής σημασίας, "εάν ως τρίτος, κατά την έννοια των άρθρων 362-363 ΠΚ, μπορεί να είναι και κάθε δικαστικό πρόσωπο, το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο λαμβάνει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως και με κατάθεση δικογράφου, οπότε γνώση των ισχυρισμών που περιέχονται σ' αυτό λαμβάνουν οι δικαστές, ο εισαγγελέας και οι υπάλληλοι της γραμματείας", για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, όπως οι με αριθ. 487/2019 και 358/2019 αποφάσεις του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η με αριθ. 688/2019 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η με αριθ. 841/2019 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κ.λ.π.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, "Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 363 εδ. α' του ιδίου Κώδικα, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών' μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή". Οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ισχύοντος από την 1η-7- 2019 Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το ν. 4619/2019 (ΦΕΚ 95/Α/11-6-2019), διατηρούν την αυτή νομοτυπική υπόσταση με διαφοροποίηση ως προς την ποινική μεταχείριση του υπαιτίου και επίταση της ποινής, όταν η πράξη τελείται δημόσια ή μέσω του διαδικτύου. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του νέου Ποινικού Κώδικα, "Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 363 του ιδίου Κώδικα, " Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή". Δηλαδή, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται: α) για το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του δράστη ως προς τη στερητική της ελευθερίας ποινή, β) για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και χρηματική ποινή (η σωρευτική επιβολή της είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική, όπως στον παλαιό Ποινικό Κώδικα) και γ) αν το αδίκημα τελείται δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου για την πράξη της απλής δυσφήμησης φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των προβλεπόμενων από τις άνω διατάξεις εγκλημάτων απαιτείται, πλην των άλλων, ισχυρισμός ή διάδοση, από το δράστη για άλλον, ενώπιον "τρίτου", γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν ενδιαφέρει, αν οι "τρίτοι" γνωρίζουν ήδη το διαδιδόμενο γεγονός ή θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν από άλλους. Τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για την τιμή, αφού ενισχύει την πίστη ως προς την αλήθεια του γεγονότος. Ενώπιον "τρίτου" τελείται μια πράξη ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε αόριστο αριθμό ατόμων, όπως ανακοίνωση δια του τύπου ή με την έκδοση βιβλίου. Στην έννοια του "τρίτου", κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λ.π., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι' αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του "τρίτου", δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, "τρίτος" είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου "τρίτος", αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. Κατά τη μειοψηφούσα όμως γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αρεοπαγιτών, Διονυσίας Μπιτζούνη και Μαριάνθης Παγουτέλη, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι κατάλληλος, δηλαδή πρόσφορος, ως αντιτιθέμενος στην ηθική και στην ευπρέπεια, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις ("τρίτος" και "δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης") μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια, όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, το πρόσωπου που αφορά, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Ως "τρίτος" της οικείας ποινικής διάταξης (άρθρα 362, 363 ΠΚ) δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά αρμόδιο, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένο, να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο φυσικός δικαστής μίας υπόθεσης), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει (δικονομικά επιβεβλημένο) την προσωπική του "ταυτότητα" και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σ' αυτό θεσμικό ρόλο του αμερόληπτου κριτού. Με άλλα λόγια, παρότι φυσικά πρόσωπα, κατά την ανατεθείσα σ' αυτούς εξουσία εκφράζουν και υλοποιούν ένα συγκεκριμένο Πολιτειακό ρόλο, στην υπηρεσία της απρόσωπης, αμερόληπτης, αφηρημένης απονομής δικαιοσύνης. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι "τρίτος" θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως π.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης ή ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως [πρβλ. άρθρο 371 (ήδη 369) Κ.Ποιν.Δ., 301 Κ.Πολ.Δ.], δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων [in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα- πρβλ. άρθρο 370 (ήδη 368) Κ.Ποιν.Δ.]. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Δεν μπορούν, εξάλλου, οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, "υπόνοιες" του εισαγγελέα ή του δικαστή κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, ν' αναχθούν σε (δικονομικό) μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Επιπροσθέτως, ενόψει του χαρακτήρος της συκοφαντικής δυσφημήσεως ως εγκλήματος αφηρημένης - συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, η διακινδύνευση της τιμής και υπολήψεως είναι αποκλεισμένη ενώπιον ενός δικαστικού λειτουργού, με το σκεπτικό ότι είναι νομικά, λογικά και ηθικά ασύμβατη με τον ρόλο και τα καθήκοντα των δικαστών, οι οποίοι, όποτε κληθούν να δικάσουν, είτε θα αχθούν σε αθωωτική κρίση, οπότε ουδεμία τρώση της τιμής και της υπόληψής του θα υποστεί ο ψευδώς καταγγελθείς (το αντίθετο θα τυγχάνει και δικαστικής επικύρωσης η αθωότητά του), είτε θα καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση, οπότε ήσαν (και με επίσημη πολιτειακή επικύρωση) αληθή τα καταγγελθέντα.