Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

"ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4335/2015" [της Ευδοξίας Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη, εφέτη]


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
1) Εισαγωγή, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο γενικό και ειδικό μέρος
2) Ανακοπές του άρθρου 933
Α) Αρμόδιο δικαστήριο- Διαδικασία
Β) Προθεσμία άσκησης ανακοπών- Η ειδική ανακοπή του
άρθρου 973 παρ. 8
Γ) Ένδικα μέσα
Δ) Αναστολή εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής
3) Η δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων
4) Τροποποιήσεις στις διατυπώσεις της κατάσχεσης και στην προδικασία πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων
5) Η ανακοπή του άρθρου 954
6) Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού
7) Ο προσδιορισμός της αξίας των ακινήτων
8) Αναγγελίες δανειστών
9) Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις για την κατάταξη δανειστών
10) Προσωπική κράτηση
11) Μεταβατικές διατάξεις
12) Επίλογος

1)Εισαγωγή, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο γενικό και ειδικό μέρος
Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις, που επέφερε ο νόμος 4335/2015 στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, εστιάζονται στις ρυθμίσεις που αναφέρονται στις ανακοπές του άρθρου 933 και ειδικότερα στις προθεσμίες άσκησής τους και στα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά των αποφάσεων επ΄αυτών, στη θέσπιση δυνατότητας επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος (κινητού ή ακινήτου), στην προδικασία του πλειστηριασμού, στην κατάταξη των δανειστών και στην απαγγελία προσωπικής κράτησης.

2) Ανακοπές του άρθρου 933

Α) Αρμόδιο δικαστήριο- Διαδικασία
Η επιμέρους διάταξη του άρθρου 933, που αναφέρεται σε δυνατότητα προβολής αντιρρήσεων κατά της εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της εκτέλεσης και την απαίτηση, παραμένει ως έχει, προβλέπεται δε προσδιορισμός και εκδίκαση των τυχόν περισσότερων ανακοπών κατά την ίδια δικάσιμο (ευλόγως/ όμως όχι αναγκαίως και συνεκδίκαση, ζήτημα που θα κριθεί από το δικαστήριο), ρύθμιση που προδήλως θα εφαρμόζεται εφόσον αυτό είναι δυνατό. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των ανακοπών παραμένει το Ειρηνοδικείο και το Μονομελές Πρωτοδικείο με τις διακρίσεις που ισχύουν και σήμερα.
Η αρχική πρόθεση του νεότερου νομοθέτη, η οποία αποτυπώθηκε στο ΣχΝ το οποίο είχε δοθεί προς διαβούλευση, προέβλεπε εφαρμογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση των ανακοπών αυτών, χωρίς δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι σκέψεις αυτές, που θα έθεταν σε κίνδυνο σημαντικά συμφέροντα των διαδίκων (και οφειλέτη, αλλά και επισπεύδοντος), αφού η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν παρέχει πλήρως τα εχέγγυα ασφαλούς κρίσης, σε συνδυασμό και με τον αποκλεισμό της άσκησης ενδίκων μέσων προς διόρθωση των τυχόν σφαλμάτων της δικαστικής κρίσης, που θα σχηματιζόταν ταχέως και κατά πιθανολόγηση, θα αιτιολογείτο δε συνοπτικώς, ευτυχώς εγκαταλείφθηκαν.
Με ειδική διάταξη αναφερόμενη στη διαδικασία εκδίκασης των παραπάνω ανακοπών, η οποία περιελήφθη στο άρθρο 937 παρ. 3, προβλέπεται η εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Η ρύθμιση, όπως διατυπώθηκε στο νομοθετικό κείμενο, δεν είναι ευκόλως κατανοητή. Στο άρθρο 614 ορίζεται μόνον ποιες είναι οι υπαγόμενες σε ειδική διαδικασία κατηγορίες περιουσιακών διαφορών, ενώ στη συνέχεια παρατίθενται μερικές ειδικότερες ρυθμίσεις για κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες: για τις μισθωτικές διαφορές (άρθ. 615 επ), τις εργατικές διαφορές (άρθ. 621 επ.), τις διαφορές από αμοιβές (άρθ. 622 Α) και από πιστωτικούς τίτλους (άρθ. 622 Β). Είναι μάλλον αυτονόητο ότι, αν η κύρια διαφορά, από την οποία προήλθε ο εκτελούμενος τίτλος, εκδικάσθηκε με την εφαρμογή οποιασδήποτε από αυτές τις ειδικές διαδικασίες, η ίδια διαδικασία θα ακολουθηθεί και για την εκδίκαση της ανακοπής. Εάν όμως ο τίτλος αποτελεί απόφαση δικαστηρίου, που εφάρμοσε την τακτική διαδικασία, η παραπομπή στα άρθρα 614 επ. στερείται νοήματος, προεχόντως διότι θα είναι αδύνατο για τον δικαστή να επιλέξει αυθαιρέτως μία από τις ως άνω κατηγορίες υποθέσεων και να εφαρμόσει επί της κρινόμενης ανακοπής τις διατάξεις που θα προσιδίαζαν σ΄εκείνη την κατηγορία. Η παραπομπή θα έπρεπε να γίνει κατ΄αρχήν στα γενικά άρθρα των ειδικών διαδικασιών, δηλαδή στα άρθρα 591 επ. , που καθιερώνουν γενικές ρυθμίσεις για όλες τις κατηγορίες υποθέσεων τις υπαγόμενες στις ειδικές διαδικασίες, όπως π.χ. αυτές για την κατάθεση προτάσεων και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, για τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης κλπ, και δευτερευόντως στα άρθρα 614 επ., εφόσον αυτά προσιδιάζουν στο είδος της διαφοράς από την οποία προέκυψε η έκδοση του εκτελεστού τίτλου. Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε για την εκδίκαση των ανακοπών του άρθρου 933 να ακολουθείται η ειδική διαδικασία, που τυχόν ακολουθήθηκε για την έκδοση της δικαστικής απόφασης η οποία αποτελεί τον εκτελούμενο τίτλο, εάν δε αυτός ο τίτλος δεν εκδόθηκε με την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας, η ανακοπή θα εκδικάζεται κατά τις γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, ενώ και στις δύο περιπτώσεις θα υπερισχύουν και θα εφαρμόζονται, κατά παρέκκλιση όλων των παραπάνω, οι ακόμη ειδικότερες διατάξεις που αναφέρονται στις συγκεκριμένες ανακοπές. Τέτοιες είναι αυτές που προβλέπουν τις εξής προθεσμίες: προθεσμία 60 ημερών, εντός της οποίας πρέπει να ορισθεί η συζήτηση της ανακοπής (όπως προβλεπόταν και με τον ν. 4055/2012), προθεσμία τουλάχιστον 20 ημερών πριν την δικάσιμο προς κλήτευση του καθ΄ου η ανακοπή (σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα επί ειδικών διαδικασιών: 30 ημέρες και 60 ημέρες για κατοίκους αλλοδαπής), και προθεσμία 60 ημερών από τη συζήτηση προς έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης (παρ. 2, 6 νέου άρθρου 933).
Οι αποφάσεις που θα εκδίδονται επί των ανακοπών θα εξακολουθήσουν να μπορούν να παράγουν δεδικασμένο όχι μόνον ως προς το κύρος της εκτελέσεως, αλλά και για το τυχόν προκριματικώς κρινόμενο ζήτημα της απαίτησης, εφόσον βεβαίως θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 331 ΚΠολΔ.
Β) Προθεσμία άσκησης ανακοπών- Η ειδική ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 8
Το άρθρο 934, που προέβλεπε τη σε τρία στάδια προσβολή των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, τροποποιήθηκε ώστε να παραμείνουν δύο μόνο στάδια, να απορροφηθεί δε ουσιαστικά το ενδιάμεσο από αυτά τα δύο. Με το νέο άρθρο προβλέπεται ότι όλα τα ελαττώματα που αφορούν τη διαδικασία από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έως και τη θεσπιζόμενη με τα νέα άρθρα 955 και 995 δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στο ΔΔΔ μπορούν να προβληθούν μέσα σε 45 ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Η ίδια προθεσμία προβλέπεται και για λόγους ανακοπής που αφορούν την απαίτηση, ενώ, όταν πρόκειται για κατάσχεση εις χείρας τρίτου, η παραπάνω προθεσμία καταλαμβάνει τις τυχόν πλημμέλειες μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ΄ου η εκτέλεση. Αν πρόκειται για άμεση εκτέλεση καθιερώνεται για την προσβολή της επιταγής προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίησή της. Όταν η ανακοπή αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, ασκείται παραδεκτώς μέσα σε τριάντα μέρες απ΄ αυτήν, εάν πρόκειται δε ειδικότερα για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε 30 ημέρες από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού και κατακύρωσης εφόσον εκπλειστηριάσθηκε κινητό ή σε εξήντα ημέρες από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης επί ακινήτων.
Η διατύπωση των παραπάνω διατάξεων δημιουργεί ορισμένα προβλήματα, που δεν είναι όμως δυσεπίλυτα. Δεν αποσαφηνίζεται στο νομοθετικό κείμενο μέχρι πότε μπορούν να προβληθούν λόγοι ανακοπής που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου, αφού τέτοιοι λόγοι δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να υπάγονται σε οποιαδήποτε από τις καθιερούμενες κατηγορίες, παρότι αυτοί εξακολουθούν να προβλέπονται από το νέο άρθρο 933 παρ. 1 ως λόγοι ανακοπής. Ειδικότερα, οι λόγοι που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου δεν αφορούν πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι τη δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, ούτε πλημμέλειες της τελευταίας πράξεως. Με βάση βεβαίως τη συνδυαστική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων, η οποία σαφώς κατατείνει στη συντομότερη εκκαθάριση των αντιρρήσεων που έχουν δημιουργηθεί μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η προβολή τους θα πρέπει να υπαχθεί στο πρώτο στάδιο, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή της περιπτώσεως α’ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 934 . Σ΄ αυτό άλλωστε υπάγονται ρητώς και οι αντιρρήσεις κατά της απαιτήσεως, οι οποίες μάλιστα, υπό το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, μπορούσαν να προβληθούν μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης.
Η 45νθήμερη προθεσμία του πρώτου σταδίου, που αφετηριάζεται από την κατάσχεση, παρότι επιμηκύνει τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να προσβληθεί η επιταγή (μέχρι σήμερα: 15 ημέρες από την κατάσχεση), σαφώς συντομεύει τελικώς τον συνολικώς προβλεπόμενο για την άσκηση αντιρρήσεων χρόνο. Αυτό επιτυγχάνεται με την πρόβλεψη συγκεκριμένης, περιορισμένης πλέον και καθοριζόμενης σε ημέρες, προθεσμίας για την προβολή αντιρρήσεων κατά της απαίτησης (και αναλόγως κατά της εγκυρότητας του τίτλου) αλλά και κατά της ίδιας της κατάσχεσης, μετά την παρέλευση της οποίας καλύπτονται, σε σχετικώς μικρό διάστημα από την επιβολή της, τα τυχόν ελαττώματά της, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωσή της (αυτά δηλαδή που δεν είναι δυνατό να προβληθούν με τη διορθωτική ανακοπή του άρθρου 954), με συνέπεια αυτή να καθίσταται απρόσβλητη υπό την ως άνω έννοια.
Στο πρώτο στάδιο υπάγονται, ενόψει της σχετικής διατύπωσης του άρθρου 934 παρ. 1 α , και ελαττώματα της βασικής- αρχικής προδικασίας του πλειστηριασμού, η οποία συνίσταται στην κατάθεση των εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και στη δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στην ιστοσελίδα του ΔΔΔ, που πρέπει να λάβει χώρα, με μέριμνα του δικαστικού επιμελητή, μέχρι τη δέκατη μέρα από την κατάσχεση επί κινητών και μέχρι τη δέκατη πέμπτη επί ακινήτων (νέα άρθ. 955 παρ. 2 και 995 παρ. 4 αντιστοίχως). Έτσι φαίνεται κατ΄ αρχήν ανακόλουθη η πρόβλεψη, που τίθεται στο τέλος των παραγράφων 2 και 4 των νέων άρθρων 955 και 995 αντιστοίχως, ότι ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι τελευταίες παραπάνω διατυπώσεις, διαφορετικά είναι άκυρος. Η πρόβλεψη της ποινής ακυρότητας του πλειστηριασμού σαφώς υποδηλώνει ότι οι συγκεκριμένες διατυπώσεις υπάγονται, κατά τη βούληση του νομοθέτη, στην προδικασία του πλειστηριασμού, ενώ παρέπεται και ότι λόγοι αναφερόμενοι σ΄αυτές τις διατυπώσεις μπορεί να κατατείνουν στην ακύρωση της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, δηλαδή τον ίδιο τον πλειστηριασμό όταν πρόκειται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, και επομένως μπορούν να προβληθούν κατά το δεύτερο στάδιο. Οι σχετικές διατάξεις και η φαινομενική ανακολουθία τους μπορούν να ερμηνευθούν μόνον υπό το εξής πρίσμα: Η καθόλου παράλειψη της τήρησης των παραπάνω διατυπώσεων, δηλαδή η παντελής παράλειψη της κατάθεσης των εγγράφων στον συμβολαιογράφο ή της δημοσίευσης του αποσπάσματος, αποτελεί λόγο ακύρωσης του πλειστηριασμού και λόγο ανακοπής δυνάμενο να προβληθεί στο δεύτερο στάδιο, δηλαδή και μετά τον πλειστηριασμό. Λόγοι όμως ανακοπής αναφερόμενοι απλώς σε πλημμέλειες της ήδη γενομένης κατάθεσης των εγγράφων ή της ως άνω πραγματοποιηθείσας δημοσίευσης , θα είναι απαράδεκτοι μετά την παρέλευση της 45νθήμερης προθεσμίας και τα τυχόν ελαττώματά τους, που θα μπορούσαν να επιστηρίξουν ακύρωσή τους με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, εάν προβάλλονταν εμπροθέσμως, θα έχουν καλυφθεί , πολύ πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ο οποίος με βεβαιότητα δεν θα έχει διενεργηθεί μέχρι την εκπνοή της προαναφερόμενης προθεσμίας λόγω των περαιτέρω προθεσμιών που τίθενται για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του (το νωρίτερο επτά μήνες από την κατάσχεση: νέο άρθ. 952 παρ. 2 ε).
Η νέα ρύθμιση καθιστά σε μεγαλύτερο βαθμό εφικτή τη συγκέντρωση των αντιρρήσεων κατά περισσοτέρων πράξεων σε ένα δικόγραφο, πράγμα που μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μείωση των δαπανών του ανακόπτοντος, ο οποίος επιθυμεί να τις προσβάλει.
Η κατάργηση πάντως του ενδιάμεσου σταδίου, που καταλάμβανε, επί εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, όλες τις πράξεις από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι και την έναρξη του πλειστηριασμού (ή αναπλειστηριασμού), θα έχει την εξής αρνητική συνέπεια: Ορισμένες πλημμέλειες όχι της αρχικής αλλά της τυχόν μεταγενέστερης προδικασίας του πλειστηριασμού, αν αυτός δεν λάβει χώρα κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία, οι οποίες δεν αφορούν παραβάσεις υποχρεώσεων που τάσσονται ρητώς με ποινή ακυρότητας, αλλά επιφέρουν ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, θα μπορούν, σε αντίθεση με όσα ισχύουν μέχρι σήμερα, να προβληθούν και μετά τον πλειστηριασμό και την κατακύρωση (ακόμη δε και τη μεταγραφή περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης επί ακινήτων), με συνέπεια να ανατρέπεται εκ των υστέρων η νέα δημιουργηθείσα δι΄αυτού κατάσταση, εις βάρος των συμφερόντων όχι μόνον του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών αλλά και του υπερθεματιστή. Τέτοιες παραβάσεις, αναφερόμενες σε μεταγενέστερες της αρχικής- βασικής προδικασίας του πλειστηριασμού πράξεις, που έλαβαν χώρα κατά τρόπο δικονομικώς άκυρο, θα είναι, παραδείγματος χάριν, οι πλημμέλειες της ανάρτησης στην ιστοσελίδα του ΔΔΔ του Τ.Α.Ν. του ΕΤΑΑ της γνωστοποίησης δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού, μετά από ματαίωσή του κατά την αρχική του ημερομηνία, και της ορισθείσας από τον συμβολαιογράφο νέας ημέρας αυτού, όπως η σχετική ανάρτηση προβλέπεται για την τελευταία περίπτωση στο άρθρο 973 παρ. 1.
Σήμερα η μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας δεν προκαλείται μόνον από την άσκηση ανακοπών του άρθρου 933, που και σήμερα δεν έχουν κατ΄αρχήν ως συνέπεια την αναστολή της, αλλά και από ένα άλλο παράγοντα: Από τη δυνατότητα επανειλημμένης αναβολής ή ματαίωσης του πλειστηριασμού, η οποία θα συνεχίσει κατ΄αρχήν να υφίσταται, χωρίς να τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός, πέραν της διατήρησης της ανεπαρκούς ασφαλιστικής δικλείδας της υποκατάστασης στη θέση του επισπεύδοντος άλλου δανειστή βάσει δικαστικής απόφασης (άρθ. 973 παρ. 4 και 5). Ακριβώς δε διότι καταργείται το ενδιάμεσο στάδιο προσβολής πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, το νέο άρθρο 973 παρ. 6, προβλέπει δυνατότητα προς άσκηση ειδικής ανακοπής εντός άλλης προθεσμίας (30 ημερών) κατά της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, οπότε ένας μεγάλος αριθμός ενδιάμεσων ανακοπών θα εξακολουθήσει να ασκείται υπό νέα ειδικότερη μορφή. Οι ανακοπές αυτές θα δικάζονται μάλιστα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και κατά των αποφάσεων που θα εκδίδονται επ΄ αυτών δεν θα επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου. Οι αμέσως προαναφερόμενες ρυθμίσεις δημιουργούν αδικαιολόγητη διάσπαση των κανόνων που θα ακολουθούνται για την εκδίκαση ανακοπών με ενδεχομένως παρόμοιους λόγους, ενώ δεν καθίσταται κατανοητό γιατί ο προβάλλων αντιρρήσεις κατά της δήλωσης συνέχισης πρέπει να τυγχάνει ήσσονος προστασίας από αυτήν που παρέχεται σ΄ αυτόν που προβάλλει αντιρρήσεις κατά πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠοΔ. Πάντως ο αμέσως παραπάνω παράγοντας καθυστερήσεων λόγω αναβολών ή ματαιώσεων του πλειστηριασμού αντιμετωπίζεται από το νέο πλέγμα ρυθμίσεων κυρίως με την καθιέρωση της δυνατότητας επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος.

Γ) Ένδικα μέσα 
Με το νέο άρθρο 937 παρ. 1 β ΚΠολΔ προβλέπεται ότι, αν η εκτέλεση στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης επί της ανακοπής επιτρέπεται μόνο η άσκηση εφέσεως. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων (κατ΄ άρθρο 904 παρ. 2), κατά της απόφασης επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων εκτός της ανακοπής ερημοδικίας. Το αρχικό ΣχΝ, που προέβλεπε την εφαρμογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση της ανακοπής, απέκλειε, όπως προεκτίθεται , για λόγους επιτάχυνσης των διαδικασιών και την άσκηση ένδικων μέσων, επιλογή που είχε επικριθεί με σοβαρά επιχειρήματα ως άστοχη για αυτονόητους λόγους, καθόσον δεν παρείχε οποιαδήποτε λύση σε περίπτωση εσφαλμένης κρίσης του ενός και μόνου δικαστηρίου που θα επιλαμβανόταν της διαφοράς. Η λύση που τελικώς προκρίθηκε ως προς τα ένδικα μέσα είναι ενδιάμεση και κατατείνει μεν στην επιτάχυνση, διασφαλίζοντας όμως σε σημαντικό βαθμό τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων στη διαδικασία της εκτέλεσης μερών. Έτσι αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, οπότε η κύρια υπόθεση έχει υποστεί ήδη τη βάσανο της δικαστικής κρίσης, διαδικασία η οποία μάλιστα θα έχει διαρκέσει, σύμφωνα με την κοινή πείρα, αρκετό χρόνο, ή αν είναι διαταγή πληρωμής, κατά της οποίας έχει παρασχεθεί στον καθ΄ου δικαίωμα να αντιλέξει προσφεύγοντας στα δικαστήρια, ανεξαρτήτως αν το χρησιμοποίησε ή όχι, επιτρέπεται μόνο το ένδικο μέσο της εφέσεως. Μετά την έκδοση απόφασης και επ΄ αυτής κλείνει τελεσιδίκως αλλά και αμετακλήτως η διαφορά στην οποία αναφερόταν η ανακοπή. Αν, αντιθέτως, πρόκειται για άλλο εκτελεστό τίτλο, οπότε τα δικαστήρια δεν θα έχουν ασχοληθεί μέχρι την άσκηση της ανακοπής με την ουσία της υποθέσεως, ώστε να έχει κριθεί απ΄αυτά και η απαίτηση, που μπορεί να αμφισβητηθεί με την ανακοπή, επιτρέπονται όλα τα ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας, η άσκηση της οποίας συνεχίζει ευλόγως να μην είναι επιτρεπτή, σε κάθε περίπτωση, στις δίκες περί την εκτέλεση. Με την καθιερούμενη για τους άλλους τίτλους διάταξη δίνεται δυνατότητα ελέγχου της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αλλά και αναιρετικού ελέγχου της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ώστε να μη διακυβευθούν σοβαρά συμφέροντα των εμπλεκομένων από τυχόν εσφαλμένη δικαστική κρίση.

Δ) Αναστολή εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής
Το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργείται με τις νέες τροποποιήσεις. Η κατάργησή του είχε προταθεί κατά τη διαβούλευση και την κριτική του αρχικού ΣχΝ, υπό το πλέγμα όμως των προβλεπόμενων σε εκείνο το σχέδιο ρυθμίσεων, σύμφωνα με το οποίο οι ανακοπές θα εκδικάζονταν με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οπότε και δεν θα είχε νόημα η εκδίκαση και αιτήσεως αναστολής με την ίδια διαδικασία, θα αρκούσε δε προς διαφύλαξη των συμφερόντων του ανακόπτοντος η δυνατότητα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Υπό την καθιέρωση όμως ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση της ανακοπής, η κατάργηση του άρθρου 938 μπορεί να καταστεί προβληματική.
Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937 παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση δε γ΄ της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα.
Υπό το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ΄αυτής (άρθ. 938 παρ. 4, όπως ισχύει σήμερα, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος της τροποποίησης). Η άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της, όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο. Οι νέες διατάξεις αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του πλειστηριασμού. Εμπλοκή μπορεί να υπάρξει βεβαίως σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης επ΄αυτής, πράγμα που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι εφαρμοστές του δικαίου. Δυνατότητα αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον η ημέρα του πλειστηριασμού. Γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου, όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο, παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση της ανακοπής.

3) Η δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων
Τα νέα άρθρα 958 παρ. 2 και 997 παρ. 5 υιοθετούν, σε αντίθεση με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες ρυθμίσεις, τη δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ίδιου πράγματος. Η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων κατά τον ΚΠολΔ παύει να έχει ως δικονομική συνέπεια την απαγόρευση νέας κατασχέσεως, ακόμη κι όταν αυτή επιβάλλεται κατά τις διατάξεις του ίδιου Κώδικα. Το σύστημα των πολλαπλών κατασχέσεων δεν είναι άγνωστο στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο. Έτσι επιτρεπόταν και μέχρι σήμερα η επιβολή και άλλων κατασχέσεων επί του ίδιου πράγματος όταν επρόκειτο για κατάσχεση που επιβαλλόταν κατά διαφορετικό σύστημα από αυτό του ΚΠολΔ και ειδικότερα κατά τον ΚΕΔΕ [άρθ. 12 ν.δ. 356/1974] ή κατά το ν.δ. της 17-7/13-8-1923 περί ανωνύμων εταιριών ή κατά τον ν. 4332/1929 που ίσχυε υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας. Πολλαπλές κατασχέσεις επί του ίδιου πλοίου επιτρέπονται επίσης και κατά το άρθρο 214 του ΚΙΝΔ. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι εκτελεστικές διαδικασίες βαίνουν παραλλήλως και η πρώτη κατακύρωση που θα επιτευχθεί στα πλαίσια οποιασδήποτε, ματαιώνει τη συνέχιση των υπολοίπων , τις οποίες καθιστά ανενεργές, εάν δε τυχόν αυτές συνεχισθούν δια περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων, οι τελευταίες είναι δικονομικώς άκυρες και μπορούν να προσβληθούν προς ακύρωσή τους. Με τη νέα ρύθμιση επιλέγεται πλέον η ίδια λύση και για τις επιβαλλόμενες με βάση τον ΚΠολΔ κατασχέσεις, διευκρινίζεται δε ρητώς ότι η κάθε διαδικασία θα διενεργείται ξεχωριστά, χωρίς να επηρεάζει η μία την άλλη. Με αυτό τον τρόπο υιοθετείται η αρχή της αυτοτέλειας των περισσότερων κατασχέσεων. Η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού σε άλλη εκτελεστική διαδικασία επέχει θέση ανάκλησης της κατάσχεσης που επέβαλε ο δηλών (νέο άρθ. 973 παρ. 3 εδ. β), ενώ η απλή αναγγελία δανειστή στην παράλληλη διαδικασία δεν επάγεται τέτοιες συνέπειες. Περαιτέρω, με ειδική διάταξη στο νέο άρθρο 956 ορίζεται ότι ο διορισθείς κατά την αρχική κατάσχεση μεσεγγυούχος διατηρεί αυτή του την ιδιότητα και για τις κατασχέσεις που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν, ενώ στο άρθρο 959 παρ. 1 εδ. 2 ορίζεται ότι ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που είχε ορισθεί αρχικώς από τον πρώτο επισπεύδοντα και στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων. Εάν τελεσφορήσει η μία εκτελεστική διαδικασία, οι δανειστές που επέσπευσαν τις υπόλοιπες δεν θα δικαιούνται να λάβουν τα έξοδα που δαπάνησαν (νέο άρθ 958 παρ. 2). Ο υπερθεματιστής θα μπορεί με βάση το άρθρο 1005 παρ. 3 να ζητήσει την άρση των περισσοτέρων κατασχέσεων. Κενό υπάρχει στη νομοθετική πρόβλεψη για την περίπτωση που δύο ή και περισσότεροι πλειστηριασμοί προσδιορισθούν για την ίδια ημέρα. Δύσκολη είναι και η επιλογή αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων που ήδη ισχύουν για κατασχέσεις επιβαλλόμενες με βάση διαφορετικά συστήματα, διότι οι λύσεις που επιλέχθηκαν κάθε φορά από τον νομοθέτη δεν ταυτίζονται. Έτσι ο ΚΙΝΔ προβλέπει ότι εάν συμπέσουν περισσότεροι πλειστηριασμοί του πλοίου την ίδια ημέρα, διενεργείται ο επισπευδόμενος δυνάμει της παλαιότερης κατάσχεσης, ενώ η διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του ν.δ/τος περί ανωνύμων εταιριών ορίζει ότι σε τέτοια περίπτωση η προτεραιότητα καθορίζεται από το δικαστήριο (πρόεδρο πρωτοδικών, ήδη δε από το Μονομελές Πρωτοδικείο που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), προδήλως και με κριτήριο σε ποιον πλειστηριασμό προβλέπεται πως μπορεί να επιτευχθεί το υψηλότερο πλειστηρίασμα .
Τα σοβαρότερα μειονεκτήματα της καθιέρωσης δυνατότητας πολλαπλών κατασχέσεων είναι: α) Η μη παροχή στον οφειλέτη επαρκούς χρόνου για να τακτοποιήσει ενδεχομένως σταδιακώς τις οφειλές του, όταν υπάρχει πράγματι τέτοια δυνατότητα και πρόθεση, έχοντας απέναντί του ένα δανειστή και δη τον επισπεύδοντα. β) Ο αγώνας δρόμου στον οποίο ενδεχομένως θα επιδίδονται οι επισπεύδοντες προκειμένου να καταλήξει πρώτη σε πλειστηριασμό η αρξάμενη από τους ίδιους διαδικασία, ώστε να καταστεί δυνατό να λάβουν τα έξοδα που δαπάνησαν. γ) Η δημιουργία περισσότερων δικών περί την εκτέλεση αφού ο οφειλέτης θα στρέφεται, εφόσον έχει την οικονομική δυνατότητα, καθ΄ όλων των εκτελεστικών διαδικασιών, προκειμένου να τις καθυστερήσει ή και προκειμένου να προβάλει τις βάσιμες αντιρρήσεις του. δ)Η ανάλωση σημαντικών χρηματικών ποσών για την κάλυψη των δαπανών των παράλληλων εκτελέσεων, δηλαδή για μη παραγωγικούς σκοπούς.
Τα πλεονεκτήματα της λύσης που επιλέχθηκε είναι τα ακόλουθα: α) Σε παράλληλη αναγκαστική εκτέλεση θα μπορούν να προβαίνουν πλέον όχι μόνον οι υπαγόμενες στο ν.δ. της 17-7/13-8-1923 ανώνυμες εταιρείες και ιδίως οι τράπεζες, που κυρίως χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα, ή το Δημόσιο και όσα άλλα νομικά πρόσωπα δικαιούνται να εισπράξουν κατά τον ΚΕΔΕ, αλλά και οποιοσδήποτε ιδιώτης, στον οποίο θα παρέχεται η δυνατότητα ανταγωνισμού με τους υπόλοιπους δανειστές με ίσους όρους και χωρίς διακρίσεις. β) Η μη πρόσδεση των υπόλοιπων δανειστών στο άρμα του αρχικού επισπεύδοντος, ο οποίος σήμερα έχει φθάσει, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, να οδηγεί την εκτελεστική διαδικασία σε σημαντική καθυστέρηση προς βλάβη τους και προς όφελος των δικών του συμφερόντων, που εξυπηρετούνται με σταδιακές και μερικές καταβολές έναντι της δικής του μόνον απαίτησης. γ) Η αποφυγή συμπαιγνιών μεταξύ εικονικού δανειστή- επισπεύδοντος και οφειλέτη, ο οποίος, χρησιμοποιώντας το υπάρχον σύστημα, έχει δυνατότητα να αναβάλει την ικανοποίηση των πραγματικών δανειστών του για μεγάλο διάστημα προς βλάβη αυτών, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο λόγω της καθυστέρησης να οδηγηθούν, όταν έχουν μεγάλες απαιτήσεις, και σε οικονομική καταστροφή. δ) Η ταχύτερη ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ανταγωνισμού μεταξύ των επισπευδόντων δανειστών. Θα χωρεί επίσης παράλληλη παρέλευση των προθεσμιών για την υποβολή αντιρρήσεων ή παράλληλη εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων. Ειδικότερα, η δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε υποχώρηση το θεσμό της υποκατάστασης, ο οποίος αναγκαίως οδηγεί σε διαδοχική προβολή αντιρρήσεων. Παρότι δε, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι θα διογκωθεί η δικαστική ύλη λόγω άσκησης περισσότερων ανακοπών, η διόγκωση αυτή είναι πιθανό να μην είναι σημαντική, αφού ο οφειλέτης θα γνωρίζει εκ των προτέρων ότι υπάρχει πιθανότητα επιβολής και άλλων κατασχέσεων, μία από τις οποίες, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στον πλειστηριασμό. Παρά δε τα προαναφερθέντα μειονεκτήματα της λύσης των πολλαπλών κατασχέσεων, αυτή φαίνεται ότι αποτελούσε, δυστυχώς, μονόδρομο για τον νεότερο νομοθέτη, διότι η καταχρηστική χρησιμοποίηση των απεριόριστων δικονομικών δυνατοτήτων που παρέχονταν στον οφειλέτη αλλά και στον μοναδικό επισπεύδοντα, οδηγούσε συχνότατα την εκτελεστική διαδικασία σε αποτελμάτωση, με συνέπεια την παρακώλυση του δικαιώματος των υπόλοιπων δανειστών προς ικανοποίησή τους αλλά τελικώς και την αναίρεση του συστήματος αναγκαστικής εκτελέσεως στην Ελλάδα.

4)Τροποποιήσεις στις διατυπώσεις της κατάσχεσης και στην προδικασία πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων
Όσον αφορά τις διατυπώσεις για την εγκυρότητα της επιβληθείσας κατάσχεσης, πέραν της επιδόσεως αντιγράφου της έκθεσής της στον καθ΄ου η εκτέλεση, προβλέπεται επί κινητών και επίδοση αντιγράφου της στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου προς καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο (άρθ. 955 παρ. 1), ώστε να διασφαλισθεί με αυτό τον τρόπο η δημοσιότητά της, καθόσον για τα κινητά δεν υπάρχουν εγγραφές σε δημόσια βιβλία ανάλογα με αυτά του υποθηκοφυλακείου. Επί ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών προβλέπεται η επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον υποθηκοφύλακα ή στο κτηματολόγιο για τα πρώτα, στον νηολόγο για τα πλοία και σε αυτόν που τηρεί το μητρώο αεροσκαφών για τα τελευταία, προκειμένου να επιτευχθεί η δημοσιότητα της κατάσχεσης, καθώς και στον με βεβαιότητα άμεσα ενδιαφερόμενο τρίτο, κύριο ή νομέα (άρθ. 995 παρ. 2, 3). Παρότι δε στην παράγραφο 2 του άρθρου 995, το οποίο αναφέρεται στις διατυπώσεις τις επακολουθούσες την κατάσχεση επί ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών, δεν προβλέπεται επίδοση στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου, στο τέλος της παραγράφου τέθηκε: «ενώ ο γραμματέας του Ειρηνοδικείου οφείλει αυθημερόν να καταχωρίσει την κατασχετήρια έκθεση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ΄ων η κατάσχεση». Η αναγραφή στο τελευταίο άρθρο του σχετικού χωρίου πρέπει να αποδοθεί μάλλον σε παραδρομή και σε εσφαλμένη αντιγραφή όσων αναφέρονται στο άρθρο 955 για τις διατυπώσεις που ακολουθούν την κατάσχεση κινητών. Είναι γεγονός ότι στο αρχικό κείμενο του ΣχΝ προβλεπόταν επίδοση στον γραμματέα του ειρηνοδικείου και επί κατάσχεσης ακινήτων, πράγμα που επισημάνθηκε ότι δεν εξυπηρετεί σε ο,τιδήποτε, αφού η δημοσιότητά της εξασφαλίζεται με την καταχώρισή της στα βιβλία του υποθ/κείου ή κτηματολογίου, ενώ η επιπλέον επίδοση, που δεν προβλέπεται ούτε από το ισχύον δίκαιο (άρθ. 995 όπως ισχύει), επιβαρύνει τη διαδικασία με επιπλέον διατυπώσεις και δαπάνες . Αυτή όμως η πρόβλεψη ορθώς απαλείφθηκε τελικώς, παρότι παρέμεινε στο άρθρο το παραπάνω αναγραφόμενο χωρίο. Η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος, διά της διαγραφής του χωρίου αυτού, είναι σημαντική διότι η τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων που συνοδεύουν την κατάσχεση τάσσεται επί ποινή ακυρότητάς της.
Ο νομοθέτης κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια απλοποίησης της προδικασίας του πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων, προχωρώντας τελικώς (παρά τις προβλέψεις του αρχικού σχεδίου νόμου), σε ενιαία, σε όσο βαθμό αυτό ήταν δυνατό, ρύθμιση. Οι σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται στα άρθρα 955 παρ. 2 και 995 παρ. 4 αντιστοίχως. Εκτός από τις καταθέσεις των αναγκαίων εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, η δημοσιότητα του πλειστηριασμού επιτυγχάνεται και στις δύο περιπτώσεις με την ανάρτηση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στο ΔΔΔ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ. Επί ακινήτων απαιτείται και επίδοση του αποσπάσματος στον τρίτο, κύριο ή νομέα, και στους ενυπόθηκους δανειστές, επί κινητών δε και στον ενεχυρούχο δανειστή. Η τήρηση των διατυπώσεων αυτών τίθεται επί ποινή ακυρότητας του πλειστηριασμού, όπως προεκτίθεται . Δημοσιεύσεις σε εφημερίδες δεν προβλέπονται πλέον, πράγμα που θα περιορίσει μεν τα έξοδα, θα περιορίσει όμως ταυτοχρόνως σ΄ ένα βαθμό και την ενημέρωση των τυχόν ενδιαφερομένων να πλειοδοτήσουν. Αυτές οι διατυπώσεις αποτελούν την προδικασία του πλειστηριασμού, εάν λάβει χώρα κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία, ενώ τα άρθρα 960 και 999, που προέβλεπαν τη σύνταξη περιλήψεως κατασχετήριας έκθεσης επί κινητών και ακινήτων αντιστοίχως, καταργούνται. Αν ο πλειστηριασμός δεν πραγματοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο, η νέα επίσπευσή του γίνεται με δήλωση του επισπεύδοντος προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίζει νέα ημερομηνία και μεριμνά για την ανάρτηση γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημερομηνίας που ορίσθηκε στο ίδιο παραπάνω δελτίο (άρθ. 973 παρ. 1 και 3). Μετά απ΄αυτά, πρέπει επίσης να σημειωθεί και ότι η συμμετοχή του δικαστικού επιμελητή στη σχετική διαδικασία περιορίζεται στο στάδιο μέχρι και την ολοκλήρωση της αρχικής προδικασίας (δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης και επιδόσεών του όταν προβλέπονται τέτοιες).
Όλες οι διατάξεις, που αναφέρονται στις αναρτήσεις στο ως άνω ΔΔΔ στα πλαίσια της προδικασίας του πλειστηριασμού, προβλέφθηκε με τις μεταβατικές διατάξεις , ότι θα τεθούν σε εφαρμογή με προεδρικό διάταγμα, αναφερόμενο στους όρους δημιουργίας της κατάλληλης υποδομής της ιστοσελίδας δημοσιεύσεως πλειστηριασμών, τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και τις λεπτομέρειες για τις δημοσιεύσεις. Αυτό το προεδρικό διάταγμα πράγματι εκδόθηκε και φέρει αριθμό 67/2015 (ΦΕΚ Α΄ 110/17.09.2015), ισχύει δε από δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ τιτλοφορείται: «Διαδικασία ηλεκτρονικής δημοσίευσης αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης και περιλήψεων πράξεων και δηλώσεων στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ-ΤΑΝ)». Συνοπτικά προβλέπει ως χρήστες του συστήματος, δυνάμενους να προβούν σε καταχωρίσεις, τους δικαστικούς επιμελητές και τους συμβολαιογράφους, αναφέρεται στο κόστος καταχωρίσεων και στην πληρωμή του, στη διαδικασία καταχωρίσεων, στη δυνατότητα πρόσβασης σ΄αυτό από χρήστες του ίδιου του πληροφοριακού συστήματος όσο και από ενδιαφερόμενους χρήστες του διαδικτύου, που θα μπορούν να εκτυπώνουν μέσω της ιστοσελίδας αντίγραφο του δημοσιευθέντος αποσπάσματος της περίληψης, στις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του φορέα και στις υποχρεώσεις των χρηστών. Η εκτέλεση του διατάγματος ανατίθεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Η αναφορά στο διάταγμα των καταχωρίσεων αποσπάσματος της «περίληψης» της κατασχετήριας έκθεσης οφείλεται σε προφανή παραδρομή και δεν πρέπει να δημιουργήσει σύγχυση, εφόσον η περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, υπό την έννοια που έχει στον ισχύοντα σήμερα ΚΠολΔ, καταργήθηκε, αλλά να νοείται ως καταχώριση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Με νεότερη καταχώριση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανακοινώνεται ότι η ιστοσελίδα έχει αρχίσει ήδη να λειτουργεί για την περιοχή όμως των Αθηνών και Πειραιώς μόνον.

5) Η ανακοπή του άρθρου 954 
Η ειδική διορθωτική της κατασχετήριας έκθεσης ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4, η οποία συχνότατα απασχολεί τη δικαστική πρακτική, συνεχίζει ευλόγως να προβλέπεται από τις νέες διατάξεις, όπως συνεχίζει και να εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ευστόχως αλλάζουν οι προθεσμίες άσκησής της και έκδοσης της απόφασης επ΄αυτής . Ειδικότερα προβλέπεται ότι η ειδική αυτή ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο 20 εργάσιμες ημέρες πριν την ημέρα του πλειστηριασμού, ενώ η σχετική απόφαση δημοσιεύεται μέχρι τις 12.00΄ η ώρα το μεσημέρι της δέκατης πριν τον πλειστηριασμό ημέρας, προκειμένου να αναρτηθεί την ίδια ημέρα, με επιμέλεια της γραμματείας των δικαστηρίων, στην παραπάνω ιστοσελίδα του ΔΔΔ. Με τη θέσπιση αυτών των προθεσμιών αποφεύγεται η κατά κόρον χρησιμοποιούμενη μέχρι σήμερα τακτική της χρησιμοποίησης της ως άνω ανακοπής ως τρόπου ματαίωσης του πλειστηριασμού κατά την ορισθείσα ημέρα και του προσδιορισμού νέας μεταγενέστερης ημερομηνίας αυτού, που οφειλόταν στο γεγονός ότι οι τυχόν επερχόμενες διορθώσεις δεν προλάβαιναν να δημοσιοποιηθούν κατά τις ισχύουσες ρυθμίσεις. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι οι γραμματείες των δικαστηρίων, στις οποίες ανατίθεται η ανάρτηση της απόφασης επί της ανακοπής (θα έπρεπε να προβλέπεται ανάρτηση περίληψης της απόφασης περιέχουσα να διορθούμενα στοιχεία), δεν προβλέπονται, κατά το εκδοθέν π.δ. 67/2015, από προφανή παραδρομή, στους χρήστες του παραπάνω ηλεκτρονικού συστήματος τους δυνάμενους να πραγματοποιήσουν καταχωρίσεις στο ΔΔΔ, ενώ επίσης δεν προβλέπεται και ότι οι καταχωρίσεις αυτές θα πραγματοποιούνται χωρίς κόστος για τις δικαστικές υπηρεσίες..

6) Ο προσδιορισμός της αξίας των ακινήτων
Για τα ακίνητα προβλέπεται με τις νέες διατάξεις (άρθρο 993 παρ. 1) ότι για την εκτίμηση της αξίας τους στην κατασχετήρια έκθεση λαμβάνεται υπόψη η εμπορική τους αξία, στο ύψος της οποίας ορίζεται και η τιμή πρώτης προσφοράς (995 παρ. 1 εν τέλει). Για την τελευταία ρύθμιση πρέπει να εκφρασθεί σοβαρή επιφύλαξη. Η τιμή πρώτης προσφοράς σε πλειστηριασμό δεν μπορεί να ανέρχεται στην αξία που έχει το ακίνητο στην ελεύθερη αγορά και να επιδιώκεται και η επαύξησή της μέσω των πλειοδοσιών. Αυτό θα λειτουργήσει παντελώς αποτρεπτικά ως προς την εμφάνιση ενδιαφερομένων πλειοδοτών και θα οδηγήσει σε επιμήκυνση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέσω ματαιώσεων του πλειστηριασμού και μειώσεων της τιμής πρώτης προσφοράς. Γιατί να προσέλθει κάποιος στον πλειστηριασμό ως πλειοδότης, ενώ θα μπορεί να αποκτήσει ένα όμοιας αξίας ακίνητο αγοράζοντάς το με σύμβαση πώλησης στην ελεύθερη αγορά;
Το άρθρο 966 για την περίπτωση μη εμφάνισης πλειοδοτών παραμένει ως έχει με μικρές προσθήκες στην τελευταία του παράγραφο. Όμως με το άρθρο 1. 9 του ν. 4335/15 παρ. 12-15, δηλαδή με τις μεταβατικές διατάξεις, ορίζεται ότι η διάταξη για την εμπορική αξία θα τεθεί σε εφαρμογή και αυτή με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί το αργότερο μέχρι 1.6.2016 και θα καθορίζει τον τρόπο προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου, το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Μέχρι τότε, αν για το ακίνητο προβλέπεται αντικειμενική αξία, η εκτίμηση δεν μπορεί να υπολείπεται αυτής, ενώ αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται και η τιμή πρώτης προσφοράς, στην κατασχετήρια δε έκθεση θα ορίζεται από τον δικαστικό επιμελητή εξ υπαρχής και ημέρα του επαναληπτικού πρώτου πλειστηριασμού. Αν δεν παρουσιαστούν πλειοδότες, το πράγμα που πλειστηριάζεται θα κατακυρώνεται στην τιμή της πρώτης προσφοράς σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν το ζητήσει, ενώ αν δεν υποβληθεί σχετική αίτηση, θα γίνεται επαναληπτικός πλειστηριασμός μέσα σε δέκα τέσσερις (14) ημέρες με μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς, προσδιοριζόμενη επίσης από το δικαστικό επιμελητή στην κατασχετήρια έκθεση και ανερχόμενη στο ένα δεύτερο της αξίας στην οποία εκτιμήθηκε το κατεσχημένο. Νέα προδικασία και νέες διατυπώσεις δημοσιότητας δεν θα απαιτούνται, ούτε θα εκδίδεται νέο απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης, ενώ το άρθρο 954 παράγραφος 4 δεν θα έχει σ΄ αυτή την τελευταία περίπτωση εφαρμογή.

7) Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού
Η σημαντικότερη τροποποίηση στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού έγκειται στην ακόμη μεγαλύτερη αναβάθμιση των ενσφράγιστων γραπτών προσφορών, μέσω των οποίων και μόνον θα διεξάγεται στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδικασία της πλειοδοσίας. Προβλέπεται ειδικότερα ότι, αν υποβλήθηκαν δύο ή περισσότερες γραπτές προσφορές, το πλειστηριαζόμενο (κινητό ή ακίνητο) κατακυρώνεται σε εκείνον που έκανε τη μεγαλύτερη (γραπτή) προσφορά, ενώ σε προφορικές προσφορές προχωρεί η διαδικασία μόνον εάν οι γραπτές είναι ίσες (άρθ. 959 παρ. 4 ΣχΝ). Δημιουργεί ερωτηματικά η σκοπιμότητα της κατάργησης των προφορικών προσφορών μεταξύ των δύο πλειοδοτών που προσέφεραν τη μεγαλύτερη τιμή ή μεταξύ του πρώτου και των υπολοίπων περισσότερων πλειοδοτών με ίση αμέσως χαμηλότερη τιμή. Στην αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου αναφέρεται όμως ότι η συγκεκριμένη επιλογή έγινε για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επηρεασμού του αποτελέσματος του πλειστηριασμού «από εκείνους που ενδιαφέρονται να αποκομίσουν αθέμιτα οφέλη από τους πλειοδότες που ενδιαφέρονται σοβαρά».

8) Αναγγελίες δανειστών
Η κυριότερη τροποποίηση ως προς τις αναγγελίες των δανειστών αναφέρεται στην προβλεπόμενη γι΄ αυτές προθεσμία. Στην παρ. 1 του νέου άρθρου 972 ορίζεται ότι οι αναγγελίες πρέπει να επιδοθούν το αργότερο πέντε ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό, ενώ μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση. Η θέσπιση προθεσμίας που προηγείται του πλειστηριασμού, σε αντίθεση με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, σύμφωνα με τα οποία παρεχόταν για την αναγγελία προθεσμία δεκαπέντε ημερών από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, δεν φαίνεται εύστοχη. Μία τέτοια τροποποίηση θα ήταν σκόπιμη, εάν συνέχιζε να απαγορεύεται η επιβολή δεύτερης κατάσχεσης επί του ίδιου πράγματος, οπότε οι αναγγελθέντες υποχρεωτικώς πριν από τον πλειστηριασμό δανειστές, που έχουν εκτελεστό τίτλο, θα μπορούσαν, κατ΄άρθρο 969 παρ. 3, να μη συναινέσουν στη συμφωνηθείσα μεταξύ του επισπεύδοντος και οφειλέτη ματαίωσή του . Υπό το νέο καθεστώς όμως της δυνατότητας επιβολής περισσότερων κατασχέσεων επί του ίδιου πράγματος, που διασφαλίζει εμμέσως αλλά επαρκώς την επίτευξη ταχύτητας στην εκτελεστική διαδικασία, η υποχρεωτική αναγγελία πριν τον πλειστηριασμό θα οδηγήσει σε υπέρμετρη και άσκοπη επιβάρυνση των αναγγελλομένων. Αυτοί φαίνεται ότι θα πρέπει να αναγγέλλονται σε όλες τις παραλλήλως εξελισσόμενες εκτελεστικές διαδικασίες μετά τις τυχόν περισσότερες κατασχέσεις, προκειμένου να διασφαλίσουν την ενδεχόμενη ικανοποίησή τους από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί από οποιονδήποτε πλειστηριασμό διενεργηθεί πρώτος. Ορθότερο επομένως θα ήταν να είναι επιτρεπτή η αναγγελία και μετά τον πλειστηριασμό, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον αναγγελλόμενο να προβεί σ΄αυτήν μία μόνο φορά, μετά την τελεσφόρηση της σχετικής διαδικασίας, να καθορισθεί όμως μικρότερη προθεσμία από την ισχύουσα σήμερα προθεσμία των 15 ημερών .

9) Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις για την κατάταξη δανειστών
Ο νέος νόμος επιφέρει σοβαρότατες μεταβολές όσον αφορά την κατάταξη των δανειστών, όταν συντάσσεται σχετικός πίνακας. Από αυτές θα μας απασχολήσουν οι σημαντικότερες. Ενώ αυτό δεν προβλεπόταν στο ΣχΝ που είχε δοθεί προς διαβούλευση, απαλείφεται με το τελικό νομοθετικό κείμενο η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 975, στην οποία θεμελιωνόταν το «υπερπρονόμιο» των απαιτήσεων της τρίτης τάξεως των γενικών προνομίων, δηλαδή των εργατικών απαιτήσεων, απαιτήσεων δικηγόρων κλπ που προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, των απαιτήσεων αποζημίωσης λόγω θανάτου του υποχρέου προς διατροφή και λόγω αναπηρίας 67% και άνω εφόσον προέκυψαν πριν τον πλειστηριασμό ή την πτώχευση. Αυτές οι απαιτήσεις παραμένουν απλώς στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων και θα ικανοποιούνται κατά την προβλεπόμενη στα άρθρα 975-977 σειρά και έκταση, χωρίς ειδικότερη προτίμηση, όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων κατατάσσονται και οι απαιτήσεις του Δημοσίου από ΦΠΑ με τις προσαυξήσεις τους. Στις προνομιούχες δε απαιτήσεις αυτής της τάξης παραμένουν πλέον μόνον οι αμοιβές δικηγόρων που αμείβονται με πάγια αντιμισθία, ενώ παύουν να είναι εξοπλισμένες με προνόμιο οι απαιτήσεις δικηγόρων από αμοιβές κατά υπόθεση. Το καταργούμενο «υπερπρονόμιο» είχε ως συνέπεια να γίνεται η διαίρεση του πλειστηριάσματος κατ΄άρθρο 977 (εάν δηλαδή υπήρχαν εκτός των γενικών προνομιούχων δανειστών και δανειστές με ειδικά προνόμια) σε 1/3 και 2/3, αφού πρώτα είχαν ικανοποιηθεί εξ ολοκλήρου οι απαιτήσεις των δανειστών οι υπαγόμενες στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων. Παρότι, ομολογουμένως, είχε γίνει κατάχρηση της συγκεκριμένης ρυθμίσεως, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται συχνά οποιοδήποτε ποσό από το πλειστηρίασμα για τους δανειστές με ειδικά προνόμια, αλλά και για τους υπόλοιπους γενικούς προνομιούχους δανειστές, η πλήρης κατάργηση του «υπερπρονομίου» δεν παύει να είναι ανεπιεικής, κυρίως για τους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία. Ανεπιεικής είναι και η κατάργηση του προνομίου για τους αμειβόμενους κατά υπόθεση δικηγόρους. Θα μπορούσε να τεθεί ένα ποσοστό- όριο, π.χ. της τάξης του 10-20% του πλειστηριάσματος, από το οποίο θα ικανοποιείτο κατ΄ αρχήν αποκλειστικά η συγκεκριμένη κατηγορία των γενικών προνομιούχων δανειστών ή και μόνον οι έχοντες απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, ώστε να διασφαλίζεται πως αυτοί θα λαμβάνουν με βεβαιότητα έστω και κάποιο ποσό από τις απαιτήσεις τους, στη συνέχεια δε να προχωρούσε η διαίρεση του υπολοίπου σε 2/3 και 1/3, να καλούνται δε για το υπόλοιπο, εάν εναπομένει, κατά τη σειρά της τάξης τους. Και αυτό διότι, ενόψει του ότι η συγκεκριμένη κατηγορία δανειστών υπάγεται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων, ενδεχομένως να μην εναπομένει ο.τιδήποτε ή να απομένουν ελάχιστα γι΄αυτήν, εάν υπάρχουν απαιτήσεις με γενικό προνόμιο ιδίως της πρώτης τάξης , όταν μάλιστα θα υπάρχουν και μη προνομιούχοι δανειστές, οπότε το ποσοστό του πλειστηριάσματος για τους δανειστές με γενικά προνόμια θα μειώνεται στο 25%. Η πιθανότητα δε ικανοποίησης, σε αξιοπρεπή βαθμό, των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, μειώνεται σοβαρά λόγω και της ένταξης όλο και περισσότερων νέων κατηγοριών απαιτήσεων στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων, οι οποίες θα ικανοποιούνται συμμέτρως (άρθ. 977 παρ. 2).
Όταν συντρέχουν απαιτήσεις με γενικά και ειδικά προνόμια εξακολουθεί κατ΄αρχήν να ισχύει η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε 1/3 και 2/3 αντιστοίχως (άρθ. 977 παρ. 1 εδ. 2). Η καινοτομία συνίσταται στην πρόβλεψη ικανοποίησης των μη προνομιούχων απαιτήσεων με ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια (άρθ. 977 παρ. 3). Το ποσοστό αυτό θα κατανέμεται μεταξύ των μη προνομιούχων συμμέτρως. Η βασική αυτή επιλογή είναι ορθή, διότι το ισχύον σύστημα εκμηδένιζε σχεδόν πλήρως την πιθανότητα ικανοποίησης, έστω σε ένα μικρό βαθμό, των εγχειρόγραφων δανειστών, στερώντας συνήθως απ΄αυτούς και κάθε ενδιαφέρον για την πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας. Πρέπει όμως να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις ως προς τις περαιτέρω λεπτομέρειες της σχετικής ρύθμισης: Η εξεύρεση αυτού του 10% γίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου εις βάρος των γενικών προνομιούχων δανειστών. Ορίζεται ειδικότερα ότι στην παραπάνω περίπτωση οι απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο θα κατατάσσονται έως το 65%, ενώ στα 2/3 δηλαδή στο 66,66% θα κατατάσσονταν εάν συνέτρεχαν μόνο με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικό προνόμιο, οι δε τελευταίες θα κατατάσσονται έως το 25%, ενώ διαφορετικά θα κατατάσσονταν στο 1/3 δηλαδή στα 33,33 %. Συνεπέστερο θα ήταν να κατανεμηθεί η μείωση της κάθε κατηγορίας, αναλόγως με τα γενικώς οριζόμενα, σε 60 και 30% (90% επί 2/3 και 1/3) αντιστοίχως, τη στιγμή μάλιστα που καταργείται το «υπερπρονόμιο» της τρίτης τάξης των γενικών προνομίων και θα παύσουν να πλήττονται απ΄αυτό οι δανειστές με ειδικά προνόμια της πρώτης και δεύτερης τάξης. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, υπό αυτές τις ρυθμίσεις, σπανιότατα θα ικανοποιείται έστω και κατ΄ελάχιστο το ελληνικό δημόσιο για τις υπόλοιπες απαιτήσεις του που δεν θα προέρχονται από μη καταβολή ΦΠΑ, οι οποίες θα συνεχίσουν να υπάγονται στην πέμπτη τάξη των γενικών προνομίων. Η πρακτικές συνέπειες των συγκεκριμένων ρυθμίσεων θα είναι αρκετά σημαντικές, καθόσον στις περισσότερες περιπτώσεις μεγάλων οφειλετών θα υπάρχουν και μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως και πιστωτές των δύο άλλων κατηγοριών. Ακόμη πρέπει να διευκρινισθεί, προς αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης, ότι από το 10% θα ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούντο άλλοι προνομιούχοι στους οποίους καταναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας. Και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ΄αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους.

10) Προσωπική κράτηση
Στο κεφάλαιο περί προσωπικής κράτησης ορθώς δεν επαναφέρεται, έστω και δυνητικώς, η προσωπική κράτηση κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, όπως προβλεπόταν στο ΣχΝ. Με το νέο άρθρο 1047 παρ. 1 ορίζεται ότι το δικαστήριο «μπορεί» να διατάξει προσωπική κράτηση και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Με αυτό τον τρόπο διευκρινίζεται ότι η προσωπική κράτηση για τις παραπάνω απαιτήσεις απαγγέλλεται δυνητικώς από το δικαστήριο, που θα οδηγηθεί στη σχετική κρίση του σταθμίζοντας όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Όταν η σχετική αίτηση ασκείται αυτοτελώς αποκλειστικώς αρμόδιο θα συνεχίσει να είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που θα δικάζει όμως κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Η περαιτέρω ενδιαφέρουσα τροποποίηση στο συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι αυτή η οποία προβλέπει ότι απόφαση που διατάζει την προσωπική κράτηση κατ΄άρθρο 1047, δεν εκτελείται αν εκείνος που καταδικάσθηκε βρίσκεται κατά τον χρόνο της εκτέλεσης σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του (άρθ. 1049 παρ. 1). Παρέχεται με αυτόν τον τρόπο δυνατότητα στον ευθυνόμενο από αδικοπραξία, εις βάρος του οποίου απαγγέλθηκε προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης που τον καταδικάζει σε καταβολή, να υποβάλει αντιρρήσεις για την εκτέλεση της απόφασης (ή της διάταξης της απόφασης) περί προσωπικής κράτησης, επικαλούμενος ότι, κατά τον χρόνο της εκτέλεσης, έχει αδυναμία να εκπληρώσει την οφειλή του. Ο νομοθέτης υπερκέρασε με αυτήν την πρόβλεψη τη ρύθμιση του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της 16ης-12-1966 (η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 2462/1997), που ορίζει ότι «ουδείς φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση», επεκτείνοντάς την και στους ευθυνόμενους από αδικοπραξία. Η προβολή πάντως της αδυναμίας εκπλήρωσης της οφειλής θα πρέπει να γίνει δεκτό πως μπορεί να γίνει μόνον με αντιρρήσεις του οφειλέτη κατά της προσωπικής του κράτησης (κατ΄άρθρο 1050), οπότε και θα ερευνάται αν οι σχετικοί ισχυρισμοί του είναι βάσιμοι ή απλώς προσχηματικοί. Εφόσον κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της αδυναμίας είναι ο χρόνος της εκτέλεσης, ο σχετικός ισχυρισμός προβαλλόμενος κατά τη δίκη για την κύρια διαφορά ή ακόμη και κατά την αυτοτελή δίκη περί προσωπικής κρατήσεως, θα είναι απορριπτέος ως προώρως υποβαλλόμενος. Αυτό είναι εύλογο, διότι ως τον χρόνο της εκτέλεσης, προϋπόθεση της οποίας είναι μάλιστα η τελεσιδικία της απόφασης που τη διατάσσει (άρθ. 1049 παρ. 1 εδ. α), μπορεί να μεταβληθεί προς το ευμενέστερο η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη (λόγω π.χ. επαγωγής κληρονομίας ή και για οποιουσδήποτε άλλους λόγους).

11) Μεταβατικές διατάξεις 
Στο άρθρο 1.9 του ν. 4335/2015, πέραν των επιμέρους ζητημάτων που αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος μετά την έκδοση πρ.δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις οποίες δεν μπορεί κατ΄άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτως, έχει γίνει ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής που κοινοποιήθηκε πριν την 1η-1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12-2015 ισχύον δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την 1η-1-2016, προκειμένου αυτή να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα διενεργούνται και θα κρίνονται.

12) Επίλογος
Ένα δίκαιο χωρίς αποτελεσματική αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι δίκαιο, αλλά μένει γράμμα κενό. Στη χώρα μας παρατηρήθηκε το φαινόμενο καταχρηστικής χρησιμοποίησης των, στηριζόμενων σε κατ΄αρχήν ορθές επιλογές, δυνατοτήτων, που παρείχε το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης του αστικού δικονομικού δικαίου. Η καταχρηστική αυτή χρησιμοποίησή τους οδήγησε σε δυσλειτουργία της εκτέλεσης και μειωμένη αποτελεσματικότητά της, είχε δε ωθήσει και στο παρελθόν τον νομοθέτη σε συχνές τροποποιήσεις. Οι επελθούσες όμως με το νόμο 4335/2015 μεταβολές στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι πολλές και εκτεταμένες, οι μεγαλύτερες επελθούσες μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, ενώ περιλαμβάνουν και ορισμένες εντελώς αντίθετες από τις προηγούμενες, αρχικές και επιγενόμενες, νομοθετικές επιλογές, όπως συμβαίνει με την καθιέρωση της δυνατότητας πολλαπλών κατασχέσεων και την κατάργηση του «υπερπρονομίου» των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας κλπ. Ορισμένες όμως, όπως η τελευταία, δημιουργούν αναπόφευκτα έντονο προβληματισμό. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τη συχνά καταχρηστική χρησιμοποίηση του ανωτέρω «υπερπρονομίου», το οποίο όμως είχε τεθεί για να προστατεύσει τους πιο αδυνάμους, θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διαφορετικές ρυθμίσεις και με πιο ήπιες, ενδιάμεσες, λύσεις, χωρίς να καταφύγει ο νομοθέτης στην πλήρη κατάργησή του. Μία τέτοια ενδιάμεση λύση θα ήταν σήμερα περισσότερο από ποτέ επιβαλλόμενη, ενόψει της οικονομικής κρίσης και των, κοινώς γνωστών, δυσμενών για τους εργαζομένους συνθηκών στην αγορά εργασίας, όπου παρατηρείται το φαινόμενο της υπερπροσφοράς εργασίας και της πολύ μικρής ζήτησής της, το οποίο έχει ως συνέπεια την παροχή της με ιδιαίτερα δυσμενείς όρους και συχνά υπό αδιαφανείς συνθήκες (μη ασφάλιση, εμφάνιση εργαζομένων ακόμη και υπερωριακώς ως υποαπασχολούμενων κλπ), ενώ ορισμένοι από τους εργοδότες, εκμεταλλευόμενοι τη δημιουργηθείσα κατάσταση, περιέρχονται σε υπερημερία περί την καταβολή των δεδουλευμένων, έχοντας υπόψη τους ότι μπορεί και να μην τα καταβάλουν ποτέ.
Ο χρόνος που μεσολάβησε από την αρχή της επεξεργασίας των τροποποιήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν, όσον αφορά ειδικώς το δίκαιο της εκτέλεσης, επιβεβλημένες ενόψει της αναποτελεσματικότητας του ισχύοντος συστήματος, δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος σε σχέση με την έκτασή τους, ενώ πολλές διατάξεις χρειάσθηκε να αλλάξουν περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους και μετά τη διαβούλευση μέχρι να πάρουν την τελική τους μορφή. Έτσι μπορούν να εξηγηθούν φαινόμενα σφαλμάτων ή παραλείψεων, ήσσονος, κατ΄αρχήν, σημασίας, για τη διόρθωση των οποίων όμως πρέπει να παρέμβει αμέσως ο νομοθέτης, διότι διαφορετικά μπορεί προκληθούν εσφαλμένες ερμηνείες ή δυσλειτουργίες του νέου συστήματος εκτέλεσης. Εξάλλου, το νέο πλέγμα διατάξεων, όπως αυτές τελικώς μορφοποιήθηκαν και σε συνδυασμό μεταξύ τους, μπορεί να επιφέρει επιτάχυνση στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως αυτός ο στόχος φαίνεται πως μπορεί να επιτευχθεί. Όπως καθίσταται όμως σαφές από τα επιμέρους ζητήματα που αναλύθηκαν, στους εφαρμοστές του δικαίου εναπόκειται περαιτέρω, σε μεγάλο βαθμό, η επιτυχής ή μη έκβαση της προσπάθειας επιτάχυνσης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, που θα έχει ως βάση της το τροποποιημένο δίκαιο.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Αντίγραφο της εισήγησης, που κατά το μεγαλύτερο μέρος της, παρουσιάσθηκε στο Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών της ΕΣΔι της 1ης-12-2015, δόθηκε ήδη προς δημοσίευση στο νομικό περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ και θα δημοσιευθεί στο πρώτο τεύχος του 2016
2) Σημειώνεται ότι η αιτιολογική έκθεση αναφέρεται πράγματι γενικώς στις ρυθμίσεις των ειδικών διαδικασιών και όχι στα άρθρα 614 επ. , όπως γράφηκε στο κείμενο του νόμου
3) βλ. ως προς αυτούς τους λόγους: Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι,έκδ. 2010: Αυτοί μπορεί να αφορούν τυπικά ελαττώματα του τίτλου, όπως επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει απλώς οριστικής απόφασης που δεν κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, μη περιαφή ή μη νομότυπη περιαφή εκτελεστηρίου τύπου κλπ, ή και εσωτερικά του ελαττώματα, όπως όταν η απαίτηση δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη ή όταν αυτή καθαυτή η εκτέλεση βάσει του τίτλου αντιβαίνει στην καλή πίστη ενόψει αποδυνάμωσής του λόγω μακράς αδράνειας από την απόκτησή του κλπ, με παραπομπές και στις ΑΠ 1893/2008, ΕΠολΔ 2009.247∙ 340/2006, ΕλλΔνη 2008.158∙ 1107/2003, ΕλλΔνη 2005.107
4) Αυτή η ερμηνεία συνάδει και με τις σκέψεις της αιτιολογικής έκθεσης, όπου αποσαφηνίζεται ότι οποιεσδήποτε προϋπάρχουσες της δημοσίευσης του αποσπάσματος πλημμέλειες, ενστάσεις κλπ, θα πρέπει να εκκαθαρίζονται μέχρι την ανωτέρω πρώτη προθεσμία
5) νέο άρθ. 934 παρ. 1 α: «μέχρι και τη δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης»
6) βλ αναλόγως υπό το ισχύον δίκαιο: η ελαττωματικότητα της περίληψης, αναλόγως δε πλέον του αποσπάσματος, και συγκεκριμένα η εσφαλμένη αναγραφή σ΄αυτήν της τιμής πρώτης προσφοράς (ΑΠ 956/11 ΝΟΜΟΣ), η ατελής περιγραφή σ΄αυτό του πλειστηριαζομένου (ΑΠ 714/06∙1293/10 ΝΟΜΟΣ∙ όπως και η εσφαλμένη διεύθυνση του ακινήτου: ΑΠ 433/02 ΝΟΜΟΣ)
7) Όχι απλή διόρθωσή της που πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να χωρήσει στις νέες προθεσμίες του άρ. 954 παρ. 4 κατ΄ανάλογη εφαρμογή της
8) Πρέπει βεβαίως να επισημανθεί και εδώ ότι απλή διόρθωση του αποσπάσματος μπορεί να χωρήσει με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 954
9) βλ. ανωτέρω υπό 2 Α
10) Αν και μεγάλο μέρος της θεωρίας και της νομολογίας τάχθηκε με την άποψη ότι αυτό ισχύει όταν συζητείται αυτοτελής αίτηση αναστολής και όχι όταν η αναστολή δόθηκε από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη συζήτησή της, οπότε η αναστολή θα μπορούσε να χορηγηθεί και μέχρι την τελεσιδικία : βλ/ Νίκα, ό.π., σελ. 686, με τις εκεί παραπομπές
11) η οποία θα είναι δυνατό να παρασχεθεί, αφού το άρθρο 241 θα εξακολουθεί να ισχύει και θα εφαρμόζεται στην ειδική διαδικασία
12) άρθ. 58/ βλ. και ΑΠ 1587/1998 ΕλλΔνη 1999.1722
13) Βλ. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, έκδ. β, τόμ. IV, υπό άρθ. 997, σ. 1678
14) για την εντελώς απίθανη υπό τις ισχύουσες διατάξεις, που προβλέπουν συνέχιση των παράλληλων διαδικασιών από τον ίδιο συμβ/φο, περίπτωση της διενέργειας και περάτωσης περισσοτέρων πλειστηριασμών και το ζήτημα ποιος υπερθεματιστής θα αποκτήσει το εκπλειστηριασθέν: βλ. Μπρίνια, ό.π., σ. 1677-1678, σύμφωνα με τον οποίο εάν πρόκειται περί κινητού το αποκτά αυτός στον οποίο παραδόθηκε, εάν πρόκειται δε για ακίνητο αυτός ο οποίος θα μεταγράψει πρώτος την κατακυρωτική έκθεση, εφαρμοζομένων για την επίλυση του ζητήματος των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου
15) Βλ. Κιουπτσίδου, Παρέμβαση καταχωρημένη στο πρακτικό κοινής Ολομέλειας δικαστικών λειτουργών Εφετείου και Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης της 2ας-5-2014, καθώς και εισηγήσεις στην Εισήγηση στην εκδήλωση του ΔΣΘ της 9ης-4-2014 και στην ημερίδα της ΕΠολΔ της 9ης-5-2014 με θέμα τις προτεινόμενες τότε τροποποιήσεις του ΚΠολΔ
16) βλ. ανωτέρω υπό 2 Β
17) άρθ. 1. 9 παρ. 11,12,14 ν. 4335/2015
18) βλ. και Κιουπτσίδου, ό.π., παρατηρήσεις επί της αναγκαιότητας καθιέρωσης τέτοιων προθεσμιών, που δεν προβλέπονταν από το ΣχΝ, το οποίο δόθηκε προς διαβούλευση
19) σήμερα η δυνατότητα αυτή δεν χρησιμοποιείται διότι κατά κανόνα οι υπόλοιποι δανειστές αναγγέλλονται μετά τον πλειστηριασμό και η σχετική πρόβλεψη παραμένει γράμμα κενό
20) σε χρήμα και σε χρόνο
21) π.χ. μέσα σε πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό
22) Εάν π.χ. ο εργοδότης ή η εργοδότρια επιχείρηση οφείλει και απαιτήσεις από τροχαίο ατύχημα που άφησε κάποιον τετραπληγικό (αναπηρία πάνω από 80%), οπότε αυτές θα κατατάσσονται στην πρώτη τάξη των γενικών προνομίων (πλην της χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, που προδήλως να υπάγεται στην τρίτη τάξη, όπου δεν γίνεται σχετική διάκριση)

23) βλ. ανωτέρω υπό 9

ΕΣΔΙ- Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015
πηγή : http://diaskepsi.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου