Η ομολογημένη σύνδεση της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας με την υπέρβαση των παθογενειών που χαρακτηρίζουν το σύστημα διακυβέρνησης στη χώρα μας εκβάλλει εξ αντικειμένου στην αιτιακή συσχέτιση των συνταγματικών θεσμών με τις συνθήκες της γέννησης αλλά και της υπέρβασης της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η προβληματική για μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική που θα εγκαθιδρύει ένα πιο ισορροπημένο σύστημα διακυβέρνησης, ως εργαλείο για τη συνολική ανάκαμψη της χώρας, καθιστά εκ νέου επίκαιρες τις υπόρρητες ή εκπεφρασμένες αντιλήψεις ή θεωρίες για την εξισορρόπηση του πολιτεύματος που γεννήθηκαν στον 18ο αιώνα. Συγκροτείται έτσι ένα νέο αντικείμενο μελέτης, που έγκειται στην επικαιροποιημένη πρόσληψη των θεσμικών αντιβάρων ως λύσης στα γενικευμένα αδιέξοδα ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση τόσο νομιμοποίησης όσο και αποτελεσματικής λειτουργίας σε συνθήκες κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση που θα ακολουθήσει εστιάζεται σε τρία κυρίως ζητήματα:
Πρώτον, πώς οι γνωστές θεωρίες του πρώιμου συνταγματισμού για τα checks and balances εντάσσονται στην τρέχουσα προβληματική για την αναθεώρηση του Συντάγματός μας.
Δεύτερον, πώς η ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη κατά την μεταπολιτευτική περίοδο έχει υποδεχθεί αυτές τις αντιλήψεις περί αντιβάρων.
Τρίτον, πώς οι εν λόγω αντιλήψεις κρύβονται πίσω από μια σειρά προτάσεων αναθεωρητικής πολιτικής που έχουν κατατεθεί στο δημόσιο διάλογο από εκπροσώπους κυρίως του επιστημονικού κόσμου, με “πολιτικές” πάντως ανησυχίες, είτε φιλελεύθερες είτε αριστερόστροφες.
Τέλος, θα υπαινιχθώ ότι υπό συνθήκες εντυπωσιακής σύγκλισης στους κόλπους της θεωρίας για την εισαγωγή αντιβάρων στη λειτουργία των θεσμών μας, φαντάζει αδικαιολόγητη τόσο η αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην εξαγγελθείσα αναθεώρηση όσο και η μινιμαλιστική εκδοχή της, με τη διατύπωση μιας λιτής πρότασης ελαχίστων αλλαγών μόνο για “τα στοιχειώδη”. Αντιθέτως, ο αναθεωρητικός κοινός τόπος δείχνει πια τόσο ώριμος και τόσο μεγάλος, που υποδεικνύει το μέτρο της ευθύνης της επιστημονικής κοινότητας έναντι των κομμάτων, καθώς και το πλαίσιο όπου αυτή οφείλει να κινηθεί, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης της αναθεωρητικής πολιτικής συναίνεσης για την επανεκκίνηση των θεσμών μας.
Α. Φταίει το Σύνταγμα για την κρίση;
Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση (εφεξής σ.α.) στην παρούσα συγκυρία συνάπτεται συστηματικά με μια απόπειρα αποτίμησης της επιτυχημένης ή μη λειτουργίας του ισχύοντος Συντάγματος στις δεδομένες συνθήκες κρίσης. Έτσι, η σχετική προβληματική ανάγεται συνήθως σε μία αφετηριακή διάγνωση που συνδέει με λογικό ή αιτιακό τρόπο τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών αφενός με τη δημιουργία και αφετέρου με την υπέρβαση της κρίσης.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, εάν δηλαδή φταίει το Σύνταγμα για την κρίση, η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων ή των πολιτειολόγων έχει αντιδράσει με μια μεγάλη ποικιλία απόψεων, συχνά αντιφατικών και αλληλοαναιρούμενων. Η στάση αυτή αποτυπώνει και τη μεγάλη αμηχανία, την αμφιθυμία και συχνά τη σύγχυση που χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της συνταγματικής επιστήμης για το εάν και σε ποιο βαθμό η χρεοκοπία της χώρας μπορεί να καταλογιστεί στην αποτυχία του Συντάγματος, τη θεσμική μηχανική του (τα σχεδιαστικά του ελαττώματα) ή την κανονιστική του ανεπάρκεια. Δεν θα δυσκολευτεί κανείς να διακρίνει πληθώρα κειμένων όπου με απόσταση λίγων παραγράφων, το Σύνταγμα και φταίει και δεν φταίει για την κρίση… Αυτό εξηγείται και από έναν πρόσθετο λόγο: εάν όλοι συνέκλιναν στην εκτίμηση ότι το Σύνταγμα φταίει από λίγο έως καθόλου, θα αναιρούνταν εκ προοιμίου η ratio της σ.α. και συνακόλουθα η δυνατότητα παρέμβασής τους στο δημόσιο χώρο ως “τεχνολόγων της εξουσίας”…
Δε λείπουν βεβαίως και οι «καθαρές» περιπτώσεις όσων επιμένουν ότι «δεν φταίνε τα Συντάγματα (για τη δημοσιονομική κρίση), αλλά ο τρόπος που οι κοινωνίες προσλαμβάνουν τον εαυτό τους και τη θέση τους μέσα στην ιστορία» (Βενιζέλος) ή όσων που εκτιμούν πως «ούτε μια άριστη λειτουργία άριστων συνταγματικών θεσμών» (Δρόσος) δεν θα απέτρεπε την κρίση που οφείλεται σε ένα συνδυασμό ενδογενών και εξωγενών παραγόντων μη δυνάμενων να αναχθούν σε θεσμικά ή νομικά ζητήματα. Για μια εκδοχή μάλιστα αυτού του ρεύματος σκέψης, δεν νοείται “συνταγματική αποτυχία” ή “επιτυχία”, καθόσον τα Συντάγματα είναι το αντικειμενικοποιημένο προϊόν της εξέλιξης και του ιστορικά προσδιορισμένου συσχετισμού δυνάμεων που οδήγησε στη θέσπισή τους και όχι το εργαστηριακό προϊόν μιας διανοητικής τυπολογίας. Αυτή η απόπειρα να σχετικοποιηθεί ιστορικά η εργαλειακή ορθολογικότητα του συνταγματικού σχεδιασμού (Βενιζέλος) οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί εξ ορισμού να λύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης ή της λειτουργίας του Κράτους. Σ΄ αυτή τη λογική, ούτε καν η ρήτρα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού δεν θα ήταν σε θέση να αποτρέψει την κρίση, αφού και οι συναφείς κανόνες του Μάαστριχτ περί ανώτατου θεμιτού ορίου χρέους απέτυχαν να λειτουργήσουν ανασχετικά…
Για μια συγγενή συνταγματολογική αντίληψη, τα αίτια της κατάρρευσης του πολιτικού μας συστήματος δεν πρέπει να αναζητώνται σε συνταγματικούς κανόνες ή θεσμικές δυσλειτουργίες, αλλά σε «πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές που διέβρωσαν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος» (Σημίτης). Η τάση αυτή θεωρεί «κραυγαλέα άδικη και ανιστορική» την καταγγελία της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας «ως θερμοκηπίου της φαυλότητας και της διαφθοράς» και μεταθέτει την ευθύνη της χρεοκοπίας κυρίως στην απουσία ρυθμιστικών μηχανισμών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στην έλλειψη αξιόπιστων ελεγκτικών μηχανισμών στης Βρυξέλλες ή τις καταλυτικές συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (Αλιβιζάτος). Έτσι, οι καταστρεπτικές συνέπειες της κρίσης καταλογίζονται πρωτίστως στις κρατούσες «πρακτικές και νοοτροπίες», ενώ οι θεσμοί έχουν μερίδιο ευθύνης μόνο στο μέτρο που δεν λειτούργησαν ως μηχανισμοί εξισορρόπησης των αυθαίρετων πρακτικών των κυβερνώντων, δηλαδή ως μέσα προειδοποίησης της κοινωνίας και των πολιτών για την επερχόμενη καταστροφή και ως εργαλεία πιθανής έγκαιρης αντιστροφής της διαγνωσμένης τάσης.
Δεν λείπουν και οι προσεγγίσεις που ερμηνεύουν αυτή την προδιάθεση να αθωώνουμε τους θεσμούς για τα σημερινά δεινά μας στο πλαίσιο της αισιόδοξης «μεγάλης θεσμικής αφήγησης» της Μεταπολίτευσης (Βιδάλης) μέσα από μια αμυντική κυρίως ψυχολογική πεποίθηση, μια «εκλογίκευση» που οδηγεί συνήθως σε μετάθεση ευθυνών προς εξωγενείς παράγοντες, συγκαλύπτοντας τα αληθινά αίτια με ευλογοφανείς εξηγήσεις (Δρόσος).
Ανεξάρτητα, πάντως, από το κατά πόσον οι συνταγματικοί θεσμοί μένουν στο απυρόβλητο της κριτικής για την έλευση της κρίσης, η κρατούσα τάση αξιολογεί την αποτελεσματικότητα ενός Συντάγματος από το «κατά πόσον οι κανόνες του διευκολύνουν τη λήψη σημαντικών αποφάσεων από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές», λαμβάνοντας δηλαδή εκείνα τα «αναγκαία μέτρα» για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών (Αλιβιζάτος). Με αναγωγή στο ίδιο «μέτρο επιτυχίας» ενός Συντάγματος, διατυπώνεται ωστόσο και η ακριβώς αντίθετη άποψη ότι δηλαδή το πλειοψηφικό κοινοβουλευτικό σύστημα που καθιδρύει το Σύνταγμά μας παρήγαγε αδράνεια στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, καθόσον συνδέθηκε δομικά με το πελατειακό σύστημα και τις πολλαπλές εκφάνσεις του, οδηγώντας στη χρεοκοπία. Ορισμένοι, μάλιστα, ανάγονται στις εγγενείς αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, εκτιμώντας ότι αυτό από τη φύση του απολήγει, ως παραγωγός απραξίας και αβουλίας, σε ευνουχισμένες και άτολμες ηγεσίες, υποταγμένες σε κάθε είδους διαπλοκή (Διαμαντόπουλος).
Τέλος, υπάρχουν και οι απόψεις ότι τα δεινά της κλεπτοκρατίας, και στη συνέχεια της χρεοκρατίας, δεν τα προκάλεσαν οι συνταγματικοί θεσμοί, αλλά οι δομικές και ιστορικά προσδιορισμένες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, μπροστά στις οποίες το Σύνταγμα φάνηκε ανίσχυρο, πέφτοντας τελικά το ίδιο «θύμα» τους εξαιτίας της ανελέητης «καταστρατήγησης» που υπέστη στα χρόνια του Μνημονίου (Χρυσόγονος, Κατρούγκαλος). Για την άποψη αυτή, η λειτουργία των θεσμών εκλαμβάνεται ως παράγωγο των δομικών χαρακτηριστικών του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, με αποτέλεσμα οι θεσμικές διευθετήσεις να προσαρμόζονται παγίως και σε δεύτερο χρόνο στη δυναμική των πραγματικών αναγκών της οικονομίας ή των προτεραιοτήτων των διεθνών σχέσεων και να λειτουργούν παρακολουθηματικά ως προς αυτές.