Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ του Ε.Δ.Δ.Α.


"Το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής θεωρείται ορθά ως το χαρακτηριστικό γνώρισμα και το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα πρόσωπα που θεωρούν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματά τους έχουν παραβιαστεί έχουν την δυνατότητα να προβάλουν την αιτίασή τους ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπάρχουν εν τούτοις σημαντικές προϋποθέσεις παραδεκτού, οι οποίες ορίζονται στην Σύμβαση και πρέπει να πληρούνται προτού εξετασθεί μία υπόθεση. Για παράδειγμα, οι προσφεύγοντες πρέπει να έχουν εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα μέσα και να προβάλουν τις αιτιάσεις τους εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία της τελεσίδικης εθνικής απόφασης...."

Οι σημαντικότερες αναρτήσεις του ιστολογίου (Φεβρουάριος 2015)


* ΔΕΕ: Προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να παρέχεται άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε λιποτάκτη που έχει ιθαγένεια τρίτης χώρας http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/blog-post_27.html
* "Η νομική έννοια της "οικογένειας" και τα ομόφυλα ζευγάρια: μαθήματα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου" (Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ) http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/blog-post_25.html
* «Το δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων: Νομική κατοχύρωση, θεσμική προώθηση και δικονομικές κυρώσεις επί προβολής του» - ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/blog-post_74.html
* Καταγγελία συμβάσεως εγκύου http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/blog-post_54.html
* ΣτΕ 150/2015 (Ολομ.): ΟΙ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ "ΕΝΩΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ Ν. 703/1977 http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/1502015-1-7031977.html
* «Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ως δικονομικό όχημα εισόδου του ζημιωθέντος στην ποινική δίκη (άρθρ. 68,82,83,84 ΚΠΔ)» - ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/68828384.html
* ΜΠρΑθ 39/2015: Κοινή γονική μέριμνα - Επιμέλεια - Επικοινωνία - Διατροφή -Αναστολή δικηγόρου http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/392015.html
* "Ζητήματα από την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου στις διαφορές από το άρθρο 681 Α’ του ΚΠολΔ". (Εισήγηση: Αθαν. Γ. Κρητικού. Αντιπροέδρου του Α.Π. ε.τ.) http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/681.html
* "Η ανάδειξη του πρωθυπουργού και η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Διακριτές, ασύμπτωτες και, κατ’ εξαίρεση, διασταυρούμενες διαδικασίες" (Θανάσης Ξηρός, Δ.Ν., Δικηγόρος) http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/blog-post.html
* ΕιρηνΧαλανδρίου 32/2014: Αμοιβή Δικηγόρων- Αμοιβή για εξώδικες εργασίες- Χρονοχρέωση http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/322014.html
* Απόφαση 440/2014 Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας (υποθέσεις Ν. 3869/2010) http://lawtakpap.blogspot.gr/2015/02/4402014-38692010.html

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

ΑΠ 454/2016 (Ε' Τμήμα) : "Μετατροπή ποινής καθείρξεως πέντε ετών σε χρηματική"






Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλάκισης όσο και η ποινή κάθειρξης. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση "περιοριστική της ελευθερίας ποινή", και όχι ο όρος "φυλάκιση", αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση ν. 4093/2012 σε ΚΝοΒισελ. 2484). Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων 3727/2008 στο άρθρο 16 αυτού, 3772/2009 στο άρθρο η παρ. 3 αυτού και 3811/2009 στο άρθρο 26 αυτού,οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής κάθειρξης πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντάς την στη φραστική διατύπωση "στερητική της ελευθερίας ποινή" και αναφέροντας ρητά τov όρο "πενταετής κάθειρξη" (βλ. ιδίως αιτιολ. έκθεση ν. 3811/2009 σε ΚΝοΒ σελ. 2923). Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 στοιχ. β’ -γ’ ΠΚ). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή κάθειρξης πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή κάθειρξης, όταν η ποινή βάση αυτής είναι ποινή κάθειρξης πέντε ετών.

Αριθμός 454/2016 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Δημήτριο Χονδρογιάννη και Αρτεμισία Παναγιώτου, (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορούμενης Ε. Β. - Ξ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΙΠ, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1815/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. 
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1115/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, που προστατεύει τη γενική εμπιστοσύνη στο ιδιαίτερο καθήκον αληθείας του υπαλλήλου κατά την έκδοση δημοσίων εγγράφων, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (γραπτό ψεύδος ή διανοητική πλαστογραφία), η οποία εντάσσεται στα εγκλήματα που αφορούν την υπηρεσία, και όχι τα έγγραφα (υπομνήματα), απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. α σε συνδυασμό με το άρθρο 263α \ ΠΚ, β) η έκδοση ή σύνταξη από αυτόν δημόσιου εγγράφου κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έστω και σε προσωρινή αναπλήρωση άλλου αρμόδιου υπαλλήλου, μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, γ) η βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού, δηλαδή βεβαίωση περιστατικού που δεν συνέβη καθόλου ή συνέβη με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που αναφέρεται στο έγγραφο ή παράλειψη αναφοράς στο έγγραφο περιστατικού που υπέπεσε στην αντίληψη του υπαλλήλου, ο οποίος είχε νομική υποχρέωση να το βεβαιώσει και δ) συνείδηση του υπαιτίου ότι βεβαιώνει ψευδές περιστατικό και είτε θέληση αυτού για παραγωγή των εννόμων συνεπειών που μπορεί να επιφέρει η βεβαίωση του ψευδούς περιστατικού (άμεσος δόλος) είτε πρόβλεψη και αποδοχή από αυτόν των εννόμων συνεπειών που μπορεί να επιφέρει η βεβαίωση του ψευδούς περιστατικού (ενδεχόμενος δόλος). Ως έννομες δε συνέπειες νοούνται η θεμελίωση, διατήρηση, αλλοίωση ή κατάργηση δικαιώματος, έννομης σχέσης ή κατάστασης (δημόσιας ή ιδιωτικής). 
Δημόσιο έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ. 1 ΠΚ (συνδυαστικά και με τα άρθρα 13 περ. γ’ ΠΚ και 438 ΚΠολΔ), είναι το έγγραφο που συντάσσεται από καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο υπάλληλο ή λειτουργό μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία και πλήρη απόδειξη έναντι όλων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται μ’ αυτό και έχει έννομη σημασία, ενώ δεν είναι δημόσιο έγγραφο, με την παραπάνω έννοια, το έγγραφο που αφορά την εσωτερική υπηρεσία και λειτουργία των δημοσίων αρχών. Επίσης το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης στοιχειοθετείται και όταν το δημόσιο έγγραφο είναι άκυρο ή απαιτείται για την ολοκλήρωση του η συνυπογραφή και άλλου προσώπου (πλην του αρμόδιου υπαλλήλου) ή υπάρχει, έστω και παράτυπη, συγκατάθεση τρίτου για τη συμπλήρωση και υπογραφή του δημόσιου εγγράφου από τον φυσικό αυτουργό της πράξης.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 (για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005, με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη τιμωρείται όποιος, από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή για να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, απαιτείται (εναλλακτικά) η αγορά, απόκρυψη, λήψη ως εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα και β) για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται δόλος (και ενδεχόμενος) και επιπλέον σκοπός κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της σχετικής περιουσίας ή παροχής συνδρομής (από τρίτον) προς άλλον, ο οποίος ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και απέκτησε από αυτή περιουσία, για κερδοσκοπία ή για συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. 
Επίσης το υπόψη έγκλημα προϋποθέτει την προγενέστερη τέλεση άλλου εγκλήματος που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα), από το οποίο κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (όπως είναι και το χρήμα σε υλική ή άϋλη μορφή). Ειδικότερα στο περιεχόμενο του δόλου του δράστη περιλαμβάνεται τόσο η γνώση της αξιόποινης προέλευσης των εσόδων όσο και η γνώση του δράστη της αξιόποινης, πράξης από την οποία προήλθαν τα έσοδα. Όταν δε αυτουργός της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι το ίδιο πρόσωπο με τον δράστη του βασικού εγκλήματος, γεγονός που δεν αποκλείεται από καμία διάταξη νόμου (εκτός από την περίπτωση που το πρώτο τελείται με παροχή συνδρομής προς πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, οπότε εννοιολογικά αποκλείεται η ταυτοπροσωπία), τα δύο εγκλήματα συρρέουν πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα με διακριτή και χωριστή απαξία το καθένα. Η δε σχετική διχογνωμία, που υπήρχε ως προς το ζήτημα αυτό στη θεωρία και τη νομολογία, έχει λυθεί και νομοθετικά με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ’ εδαφ.α’ και β’ του ν. 3424/2005, όπου ορίζεται ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α,’ β’ και γ’ της παραγράφου αυτής (δηλαδή του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2331/1995, όπως αντικ. με το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3424/2005), καθώς και ότι στις περιπτώσεις αυτές ο υπαίτιος (του βασικού εγκλήματος) τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των εν λόγω πράξεων (νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στον συνολικό σχεδιασμό δράσης. Ειδικότερα, με τη μεταγενέστερη ποινική διάταξη αυτή δεν θεσπίστηκε για πρώτη φορά, ως προς τον φυσικό ή ηθικό αυτουργό του βασικού εγκλήματος, ιδιώνυμη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2331/1995, ώστε να απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή της για θεμελίωση του αξιοποίνου, κατά τα άρθρα 7 του Συντάγματος και 1 ΠΚ. Αντίθετα, κατά την έννοια της σχετικής διάταξης, απλώς τάσσεται ως πρόσθετος όρος, για την τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2331/1995 και από τον φυσικό ή ηθικό αυτουργό του βασικού εγκλήματος, αυτός να είχε εντάξει την τέλεση του σχετικού εγκλήματος (της νομιμοποίησης ...) στον συνολικό σχεδιασμό της εγκληματικής δράσης του. 
Πρόκειται δηλαδή για διάταξη, η οποία, επειδή θέτει πρόσθετο όρο (επιπλέον εκείνων του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2331/1995) για τον κολασμό του δράστη του βασικού εγκλήματος, είναι ηπιότερη από την προγενέστερη και, κατά το άρθρο 2ΠΚ, έχει αναδρομική εφαρμογή και για τις πράξεις νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων που τελέστηκαν πριν από τη θέσπιση του ν. 3424/2005. Επίσης σημειώνεται ότι, τόσο υπό το καθεστώς του ν. 2331/1995 όσο και υπό το καθεστώς του ν. 3424/2005, ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και, αν, μεταξύ άλλων, ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα, τότε τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Στις πράξεις δε αυτές, όταν τελούνται κατ’ επάγγελμα, δεν έχει εφαρμογή η πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ’ εδ. δ’ του ν. 3424/2005, κατά την οποία η ποινή που επιβάλλεται στον υπαίτιο του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δεν μπορεί να υπερβαίνει την ποινή που επιβλήθηκε σ’ αυτόν ή τρίτο για το βασικό έγκλημα, από το οποίο προήλθαν τα έσοδα (άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο δ’ εδ. προτελευταίο). Επομένως, οι εν λόγω πράξεις, όταν τελούνται κατ’ επάγγελμα, διατηρούν πάντοτε τον κακουργηματικό χαρακτήρα τους. 
Τέλος, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ’ εδ. τελευταίο του ν. 3424/2005 (που ορίζει ότι, σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β), όταν το βασικό έγκλημα επισύρει ποινή φυλάκισης ανώτερη του ενός έτους, η εξάλειψη του αξιοποίνου (με παραγραφή ή για άλλο λόγο) του βασικού εγκλήματος ή η απαλλαγή του υπαιτίου δεν επιφέρουν αντίστοιχες έννομες συνέπειες και υπέρ του υπαιτίου τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προήλθαν τα σχετικά περιστατικά και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη ειδικής αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι, υπάρχει η επιβαλλόμενη αιτιολογία και σε περίπτωση που το σκεπτικό αρκείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά με τρόπο τόσο αναλυτικό και πλήρη, ώστε να είναι περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικό μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο γενικός προσδιορισμός ως προς το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση αυτών ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Το δε γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν έχουν συνεκτιμηθεί τα υπόλοιπα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και εκείνα. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης του. Επίσης δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων κλπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται αναιρετικά η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

"Αντεγκληματική πολιτική και ΜΜΕ" [της Αγγελικής Καρδαρά, Δρ.Τμήματος ΕΜΜΕ - Φιλολόγου]


Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται το έγκλημα σε κάθε κοινωνία κι εποχή είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπισή του. Εξίσου, οι μορφές εγκληματικότητας που εκλαμβάνονται ως “σοβαρές”, σε αντίθεση με άλλες που εντάσσονται στην κατηγορία της “μικροεγκληματικότητας” - άρα μικρότερης βαρύτητας- διαφέρουν σημαντικά όχι μόνο από εποχή σε εποχή, αλλά κι από κοινωνία σε κοινωνία. Αυτό αποδεικνύει ότι η κάθε κοινωνία, ανάλογα με τις αξίες, τις επικρατούσες αντιλήψεις, το νομικό της πολιτισμό, ακόμα και τα ήθη και έθιμά της, ορίζει και προσδιορίζει διαφορετικά το “έγκλημα” και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Συνέπεια των παραπάνω είναι σε κάθε ιστορική περίοδο να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε συγκεκριμένες μορφές εγκληματικότητας και σε ομάδες πληθυσμού που τυγχάνουν μεγαλύτερης προστασίας.
Ανεξαρτήτως πάντως ορισμού του “εγκλήματος”, η έννοια της “αντεγκληματικής πολιτικής” είναι πολύ σημαντική για την καταπολέμηση του εγκλήματος και του φαινομένου της εγκληματικότητας. Ασφαλώς, η αντεγκληματική πολιτική δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τις καταλυτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα θεμέλια μιας κοινωνίας και ειδικότερα στις πολιτικές, πολιτισμικές κι οικονομικές δομές της.
Στη χώρα μας ασκείται, διαχρονικά, κριτική στον τρόπο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής. Αναμφισβήτητα, σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη μιας πιο αποτελεσματικής οργάνωσης της αντεγκληματικής πολιτικής με έμφαση στις ποιοτικές αλλαγές που υφίσταται το έγκλημα. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι και ο ρόλος των μίντια είναι σοβαρός. Οι αστυνομικοί συντάκτες, ειδικά, οφείλουν να απεικονίζουν το φαινόμενο ολοκληρωμένα και ολόπλευρα και να καταγράφουν την πραγματικότητα προσφέροντας στο ευρύ κοινό ουσιαστική ενημέρωση σχετικά με το πολυσύνθετο αυτό ζήτημα.
Εξίσου σημαντικός ο ρόλος των δημοσιογράφων στον τομέα της πρόληψης. Αυτός είναι ένας τομέας, όπου μπορεί ο δημοσιογραφικός κόσμος να διαδραματίσει έναν καταλυτικό ρόλο, πιστεύω, αξιοποιώντας πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω των οποίων μπορεί να ενημερωθεί ένα ευρύτατο κοινό ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές για θέματα υψίστης σοβαρότητας στη λογική ότι “η πρόληψη σώζει ζωές” ακόμα και σε συσχετισμό με το έγκλημα και το φαινόμενο της εγκληματικότητας. Η “αντεγκληματική πολιτική με στόχο την πρόληψη του εγκλήματος” πρέπει να είναι κεντρικός στόχος της σύγχρονης εποχής, όπου αξίες και θεσμοί καταρρέουν, ενώ οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να μείνουν αμέτοχοι, αλλά να αποκτήσουν έναν ενεργό ρόλο στην όλη προσπάθεια, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αντιμετώπιση φαινομένων, με μια πρώτη έμφαση -θα έλεγα- σε ζητήματα νεανικής παραβατικότητας, λόγω της μεγάλης επιρροής στους νέους, καθώς και καθημερινής χρήσης των μέσων από τους νέους.
Επιχειρώντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με την έννοια της αντεγκληματικής πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο κατανοητός ο σημαίνων ρόλος της, πρέπει να αναφέρω ότι ο Feuerbach όρισε την αντεγκληματική πολιτική στο βιβλίο του Manuel Le droit penal, το 1803, ως “το σύνολο των κατασταλτικών διαδικασιών μέσω των οποίων το κράτος αντιδρά στο έγκλημα”.
Σε εισήγηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η αντεγκληματική πολιτική ορίζεται ως “το σύνολο των μέτρων που τείνουν στην προστασία της κοινωνίας από την εγκληματικότητα, στη φροντίδα για την μελλοντική εξέλιξη του εγκληματία και τη διασφάλιση των δικαιώματων του θύματος”. Όπως καθίσταται εμφανές από τις προσπάθειες ορισμού της έννοιας, πρόκειται για μια πολυσύνθετη έννοια που μεταβάλλεται αναλόγως της μεταβολής του φαινομένου.
Ας εξετάσουμε όμως, εν συντομία, πώς αντιμετωπίστηκε το εγκληματικό φαινόμενο στην πάροδο των χρόνων. Είναι αξιοσημείωτο ότι για πολλούς αιώνες το εγκληματικό φαινόμενο αντιμετωπίστηκε βάσει άγραφων ηθών, κανόνων της φυλής, φυλετικό εθιμικό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα ο Δράκων (7ος αι. π.Χ) με τα γνωστά σε όλους μας “δρακόντεια μέτρα” καταργείται, μεταξύ άλλων, η αυτοδικία και καθορίζεται η διάκριση ανάμεσα σε ακούσια κι εκούσια ανθρωποκτονία.
Η εξέλιξη του θεσμού της φυλακής, ως θεσμού με διττό σκόπο (γενικοπροληπτικό και ειδικοπροληπτικό), θα αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης σε επόμενο άρθρο μου, γιατί είναι σίγουρα ένα μεγάλο “κεφάλαιο” στην ιστορία των ποινών, ενώ η εξελικτική της πορεία με έχει απασχολήσει στο βιβλίο μου Φυλακή και Γλώσσα.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

ΠΠρΑθ 61/2016 : "Διπλώματα ευρεσιτεχνίας - Ασφαλιστικά μέτρα"


Αίτηση ανάκλησης χορηγηθέντων ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 696 § 3 ΚΠολΔλόγω μεταγενέστερης ακύρωσης του επίδικου διπλώματος ευρεσιτεχνίας από την διοικητική αρχή που το χορήγησε
Η μεταγενέστερη ακύρωση του επίδικου διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν εκλαμβάνεται ως «νέο γεγονός» κατ’ άρθρο 696 § 3 ΚΠολΔαλλά ως «νομική πλημμέλεια» της ανακλητέας απόφασης ασφαλιστικώνμέτρωνπαρότι η ακύρωση έλαβε χώρα εννέα μήνες μετά την έκδοση της ανακλητέας απόφασηςΑπόρριψη αίτησης ανάκλησης ως απαράδεκτης.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 61/2016
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεωργία Σταμάτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγήτρια, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005, Ευαγγελία - ΘεοδώραΠανοργιά, Πρωτοδίκη, Γεωργία Παλιανώτη, Πρωτοδίκη, τις οποίες όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Αδαμαντία Μητρονίκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Ιουνίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «.................ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «.............», που εδρεύει στην ...................................... με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμο, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΕΜ και ΑΛ
Των καθ' ων η αίτηση: 1) Της ελβετικής εταιρείας με την επωνυμία «...............», που εδρεύει στη ...........................με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΚΚ και ΕΜ και 2) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «.........................ΑΕΒΕ», που εδρεύει στη ......................................με ΑΦΜ ..., Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΚΚ και ΔΚ.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7.1.2016 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 867/3/2016 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 15.2.2016, οπότε και αναβλήθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8.4.2016 και στη συνέχεια για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το έκθεμα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν. 
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 695 έως και 697 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κυρία δίκη και μπορεί να ανακληθούν είτε από το Δικαστήριο που τις έχει εκδώσει είτε από το Δικαστήριο της κυρίας δίκης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 696 § 3 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως την συζήτηση της αγωγής της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, έχει δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή ν' ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση του, εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της. Μεταβολή των πραγμάτων υπό την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης υπάρχει όταν συνέβησαν κρίσιμα για την επανεκτίμηση της υποθέσεως πραγματικά περιστατικά που είτε έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων είτε προϋπήρχαν, αλλά ήταν άγνωστα στον αιτούντα ή ήταν, μεν, γνωστά, όμως ανυπαίτια δεν προτάθηκαν, τα οποία αν είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου θα εμφάνιζαν διάφορη πραγματική κατάσταση και θχ απέληγαν σε διάφορη κρίση. Δεν συνιστά μεταβολή των πραγμάτων η ανακάλυψη νομικών ή ουσιαστικών σφαλμάτων της αποφάσεως ούτε η μεταβολή της νομολογίας ή η ύπαρξη νέων αποδεικτικών μέσων (εκτός αν αφορούν το κύρος των χρησιμοποιηθέντων στοιχείων), ενώ συνιστά μεταβολή η αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος που έχει άμεση ισχύ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση Δικαστήριο, ενώ διαρκεί η εκκρεμοδικία, μπορεί, με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγονται τα εξής: α) ότι η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα είναι δυνατόν να διαταχθεί και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας παρά του δικάζοντος την κυρία υπόθεση Πολυμελούς Δικαστηρίου, σε κάθε χρόνο, ανεξαρτήτως στάσεως ή μη της δίκης και με αυτοτελή ακόμη αίτηση, όχι, δε, μόνο κατά τη συζήτηση της κυρίας υποθέσεως, πράγμα που συμβαίνει μόνον προκειμένου να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, β) το Δικαστήριο της κύριας δίκης έχει εξουσία ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που δεν εκδόθηκε από αυτό (το Δικαστήριο της κύριας δίκης) χωρίς περιορισμούς, ήτοι για κάθε λόγο και ανεξάρτητα από την μεταβολή πραγμάτων. Έτσι η ανάκληση ή μεταρρύθμιση, η οποία πάντως δεν έχει αναδρομικά αποτελέσματα, ενεργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων από το άρθρο 899 ΚΠολΔ ενδίκων μέσων, δηλαδή μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της αποφάσεως, εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε, γ) η απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο της κύριας δίκης και διέταξε ασφαλιστικά μέτρα μπορεί ν' ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί από το ίδιο Δικαστήριο ή και ανώτερο, στο οποίο εκκρεμεί ήδη η κύρια δίκη, μόνο αν υπάρχει μεταβολή των πραγμάτων ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 696 § 1 ΚΠολΔ, ενώ και η δυνατότητα ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως μετά από απόρριψη προηγούμενης αιτήσεως (ανάκλησης) προϋποθέτει γενικώς διαφοροποίηση του λόγου ανακλήσεως ή συμπλήρωση των τυχόν ελλείψεων της προηγούμενης αιτήσεως (βλ. ΠΠρΛαμ 9/2015 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ3695/2009 ΧρΙΔ 2010.203, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και θεωρία).

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΣΤΕ 643/2016 [ΝΟΜΙΜΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΑΣΗΣ ΚΕΡΑΙΑΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΚΙΖΑ]


Περίληψη

Εφ’όσον με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη, αμετακλήτως, ότι η ανάκληση της εγκρίσεως δομικών κατασκευών, βάσει της οποίας είχε κατασκευασθεί η επίδικη κεραία, ήτο μη νόμιμη, κλονίζεται η αιτιολογία τόσο της εκκαλούμενης αποφάσεως όσο της προσβληθείσης ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου αποφάσεως περί χαρακτηρισμού της επιδίκου κεραίας ως αυθαιρέτου και κατεδαφιστέας, δεδομένου ότι αποκλειστικό έρεισμα αυτών απετέλεσε η ακυρωθείσα με την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας απόφαση του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου περί ανακλήσεως της εγκρίσεως των δομικών κατασκευών αυτής.

Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Ρ. Γιαννουλάτου
Δικηγόροι: Δήμ. Συκαρά, Δημ. Γιατράς

Βασικές Σκέψεις

Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 2581/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης εταιρείας κατά της 5/09.05.2007 αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της καθ’ ης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως. Με την απόφαση αυτήν είχε απορριφθεί ένσταση της ιδίας εταιρείας κατά της 1/06.06.2006 εκθέσεως αυτοψίας της ιδίας υπηρεσίας, με την οποία, δυνάμει των διατάξεων του πδ 267/1998 (Α΄ 195), είχε χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετος ο εγκατεστημένος στο 31ο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Σουνίου, στην θέση «Καψάλα» της περιοχής της Βάρκιζας Αττικής, σταθμός βάσεως κεραίας κινητής τηλεφωνίας ιδιοκτησίας της εκκαλούσης, κατόπιν της ανακλήσεως, με την 5965/2006/ 25.05.2006 απόφαση του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου της 1180/1998 εγκρίσεως δομικών κατασκευών, βάσει της οποίας είχε κατασκευασθεί, καθώς και της 419/1999 αναθεωρήσεως αυτής, λόγω ελλείψεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων.
Επειδή, την δίκη, υπό το προεκτεθέν αντικείμενο, νομίμως συνεχίζει, αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση, ως παθητικώς νομιμοποιούμενος, αντί της Περιφερείας Αττικής, διαδόχου της καταργηθείσης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής, ο Δήμος Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης [άρθρα 3 παράγραφοι 1 και 3 περ. θ΄, 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 283 παρ. 2 του ιδίου νόμου, όπως το τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικατεστάθη με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4071/2012 (Α΄ 85) και άρθρο 1 της, κυρωθείσης με το άρθρο 1 του ν. 4147/2013 (Α΄ 98), από 31.12.2012 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου] (βλ. το 56337/25.10.2012 έγγραφο του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης περί μεταβιβάσεως των πολεοδομικών αρμοδιοτήτων από την Υπηρεσία Δομήσεως του Δήμου Μεσογαίας στην αντίστοιχη Υπηρεσία του Δήμου αυτού).
Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υποθέσεως παρ’ ότι δεν παρέστη ο καθ’ ου Υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εφ’ όσον, όπως προκύπτει από το ευρισκόμενο στον φάκελο οικείο αποδεικτικό επιδόσεως, αντίγραφα της κρινομένης εφέσεως και της πράξεως του Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου είχαν νομοτύπως επιδοθεί σε αυτόν.
Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 965/2006/25.05.2006 απόφαση του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου Μεσογαίας ανεκλήθη η 1180/1998 έγκριση δομικών κατασκευών, με την οποίαν είχε επιτραπεί στην εκκαλούσα εταιρεία η εγκατάσταση σταθμού βάσεως κεραίας κινητής τηλεφωνίας στο 31ο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Σουνίου, στην θέση «Καψάλα» της περιοχής Βάρκιζας του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης Αττικής. Ακολούθως, με την 1/06/06/2006 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών Μαρκοπούλου Μεσογαίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής, στην οποίαν εκτίθεται ότι αυτή συνετάγη κατόπιν και λόγω της κατά τα ανωτέρω ανακλήσεως της 1180/1998 εγκρίσεως δομικών κατασκευών, η ως άνω κατασκευή εχαρακτηρίσθη αυθαίρετη και κατεδαφιστέα και επεβλήθησαν τα πρόστιμα ανεγέρσεως και διατηρήσεως αυτής. Ένσταση της εκκαλούσης εταιρείας κατά της ανωτέρω εκθέσεως αυτοψίας απερρίφθη με την 5/09.05.2007 απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων της ιδίας ως άνω Υπηρεσίας, με την αιτιολογία ότι «πρόκειται για αυθαίρετες κατασκευές (κεραία κινητής τηλεφωνίας, βάση μπετόν, κουβούκλια μπετόν και μεταλλική περίφραξη κλπ.) για τις οποίες ανακλήθηκε η άδεια έγκρισης εγκατάστασης (αρ. 5965/2006).». 
Αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης κατά της προαναφερθείσης, ανακλητικής της 1180/1998 εγκρίσεως δομικών κατασκευών, 5965/2006/25.05.2006 αποφάσεως του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου Μεσογαίας απερρίφθη με την 1141/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, λόγω ελλείψεως της απαιτουμένης εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, εν συνεχεία δε, με την 2581/2008 εκκαλουμένη απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, αφού ελήφθη υπ’ όψιν ότι με την προαναφερθείσα 1141/2008 απόφαση είχε, τελεσιδίκως, κριθεί ως νόμιμη η ως άνω απόφαση περί ανακλήσεως της εγκρίσεως δομικών κατασκευών, απερρίφθη η ασκηθείσα κατά της 5/09.05.2007 αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης.
Επειδή, μετά την κατάθεση της κρινομένης εφέσεως, εδημοσιεύθη η 3655/2013 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτήν έγινε δεκτή η ασκηθείσα υπό της εκκαλούσης εταιρείας έφεση κατά της 1141/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν, όπως ήδη εξετέθη, είχε απορριφθεί αίτηση ακυρώσεως αυτής κατά της, ανακλητικής της 1180/1998 εγκρίσεως δομικών κατασκευών, 5965/2006/25.05.2006 αποφάσεως του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου. Ακολούθως δε, ακυρώθηκε ως μη νόμιμη η ως άνω ανάκληση της εγκρίσεως δομικών κατασκευών, με την αιτιολογία ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως αυτής δεν είχε παρέλθει η τασσομένη υπό του άρθρου 31 παρ. 19 του ν. 3431/2006 (Α΄ 13) προθεσμία εντός της οποίας ηδύνατο η εκκαλούσα να αποκτήσει την απαιτουμένη εκ του νόμου έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφ’ όσον δηλαδή με την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη, αμετακλήτως, ότι η ανάκληση της 1180/1998 εγκρίσεως δομικών κατασκευών, βάσει της οποίας είχε κατασκευασθεί η επίδικη κεραία, ήτο μη νόμιμη, κλονίζεται η αιτιολογία τόσο της εκκαλουμένης αποφάσεως όσο της προσβληθείσης ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου 5/09.05.2007 αποφάσεως περί χαρακτηρισμού της επιδίκου κεραίας ως αυθαιρέτου και κατεδαφιστέας, δεδομένου ότι αποκλειστικό έρεισμα αυτών απετέλεσε η ακυρωθείσα με την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 5965/ 2006/25.05.2006 απόφαση του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου περί ανακλήσεως της 1180/1998 εγκρίσεως των δομικών κατασκευών αυτής, όπως βασίμως προβάλλεται καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου (πρβλ. ΣΕ 4041/2009).
Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της ερεύνης των λοιπών λόγων εφέσεως, μετά δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, το Δικαστήριο χωρεί, συμφώνως προς το άρθρο 64 του πδ 18/1989 (Α΄ 8), στην εξέταση της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή για τον αυτόν λόγο και να ακυρωθεί η 5/09.05.2007 απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής ως μη νόμιμη.

πηγή : http://nomosphysis.org.gr/

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡ. 48/2016 - Χορήγηση δεδομένων υγείας για δικαστική χρήση και σύσταση σε νοσοκομείο για μη τήρηση αρχείου βάσει του άρθρου 14 ΚΙΔ, στο οποίο περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα όλων των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων


ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Αθήνα, 07-07-2016
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3338-1/07-07-2016
Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2016
(Τµήµα)
Η Αρχή Προστασίας ∆εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος στην έδρα της την Τετάρτη 6.7.2016 και ώρα 10.00 µετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειµένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν ο Πρόεδρος Πέτρος Χριστόφορος, και τα αναπληρωµατικά µέλη, Γρηγόριος Λαζαράκος, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, ως εισηγητής, και Παναγιώτης Ροντογιάννης, σε αντικατάσταση των τακτικών µελών Αναστάσιου-Ιωάννη Μεταξά, ∆ηµητρίου Μπριόλα και Αντωνίου Συµβώνη, οι οποίοι αν και εκλήθησαν νοµίµως εγγράφως δεν παρέστησαν λόγω κωλύµατος. Παρούσες χωρίς δικαίωµα ψήφου ήταν η Φερενίκη Παναγοπούλου, νοµική ελέγκτρια, ως βοηθός εισηγητή και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τµήµατος διοικητικών και οικονοµικών υποθέσεων, ως γραµµατέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη της τα παρακάτω:
Με την υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/3338/26.5.2016 αίτηση του και κατ’ορθή εκτίμηση αυτής το Νοσοκοµείο Θείας Πρόνοιας «Η Παµµακάριστος» διαβιβάζει στην Αρχή αίτηση του A και κατ’ αυτόν τον τρόπο υποβάλλει ερώτηµα προς την Αρχή εάν ο αιτών δύναται να λάβει ιατρική γνωµάτευση για την κατάσταση της υγείας της Β για δικαστική χρήση. Από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι ο σκοπός επεξεργασίας συνίσταται α) στην αντίκρουση της αγωγής διατροφής ανηλίκου τέκνου ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έχει ασκήσει η Β κατά του Α (αρ. καταθ. δικογρ. …/2014 µε ορισθείσα δικάσιµο την ..-..-2018) και
β) στην υποστήριξη της αγωγής αναφορικά µε τη ρύθµιση του δικαιώματος επικοινωνίας που έχει ασκήσει ο ίδιος κατά της εν διαστάσει συζύγου του ενώπιοντου Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ. καταθ. δικογρ. …/2015 µε ορισμένα δικάσιµο την ..-..-2018). Σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς του Α, η Β ψευδώνυμο επικαλείται µε την αγωγή της ότι ο ίδιος βιαιοπράγησε σε βάρος της. Ως εκ τούτου, ζητεί να λάβει δεδοµένα υγείας της Β και συγκεκριµένα αντίγραφο του βιβλίου κινήσεως ασθενών, αντίγραφο της διενεργηθείσης ακτινογραφίας και της εκδοθεί σας ακτινολογικής γνωµατεύσεως, τα ονόµατα των ιατρών που προέβησαν στην αρχική εκτίµηση καθώς κι εάν έγινε περαιτέρω έλεγχος µε αξονική θώρακος από το Νοσοκοµείο «Παµµακάριστος» κατά την ηµεροµηνία ..-..-2013, προκειµένου να αποδείξει το ψευδές των ισχυρισµών της αντιδίκου του.
Η Αρχή, µετά από εξέταση των στοιχείων του φακέλου, αφού άκουσε τον εισηγητή και τις διευκρινίσεις από τη βοηθό εισηγητή, η οποία παρέστη χωρίς δικαίωµα ψήφου και αποχώρησε µετά από τη συζήτηση της υποθέσεως και πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη αποφάσεως, κατόπιν διεξοδικής συζητήσεως,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, οι διατάξεις των άρθρων 2 στοιχ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ και 7 παρ. 2 στοιχ. γ΄ του ν. 2472/1997 καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη νόµιµη επεξεργασία απλών και ευαίσθητων προσωπικών δεδοµένων που αφορούν στην υγεία, αντίστοιχα. Οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 13 παρ. 3 στοιχ. β΄ του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής ∆εοντολογίας) προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση χορήγηση ιατρικών πιστοποιητικών σε τρίτο πρόσωπο, εφόσον έχει έννοµο συμφέρον και το αποδεικνύει και τις προϋποθέσεις άρσεως του ιατρικού απορρήτου. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 ορίζει ότι εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείµενο ενηµερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 19 παρ. 1 γ΄ του ν. 2472/1997, η Αρχή έχει την αρµοδιότητα να απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή τους τυχόν εκπροσώπους τους και να δίδει κατά την κρίση της
δηµοσιότητα σε αυτές.
2. Επειδή, το άρθρο 1511 ΑΚ προβλέπει, µεταξύ άλλων, ότι κάθε απόφαση των γονέων σχετικά µε την άσκηση της γονικής µέριµνας πρέπει να αποβλέπει στο συµφέρον του τέκνου, καθώς και ότι δικαστήριο αποφασίζει σχετικά µε την ανάθεση της γονικής µέριµνας ή µε τον τρόπο άσκησης αυτής µε γνώµονα το συµφέρον του τέκνου. Περαιτέρω, το άρθρο 1520 ΑΚ προβλέπει, µεταξύ άλλων, ότι ο γονέας µε τον οποίο δεν διαµένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωµα προσωπικής επικοινωνίας µε αυτό.
Επιπλέον, οι διατάξεις των άρθρων 681Β και 681Γ ΚΠολ∆ προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι οι διαφορές που αφορούν στη διατροφή και την επιµέλεια των τέκνων υπάγονται σε ειδική διαδικασία κατά τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 681Β ΚΠολ∆, κατά κύριο δε λόγο για τη ρύθµιση του δικαιώµατος επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο τους.
3. Επειδή, στην κρινόµενη υπόθεση, ο Α ζητεί µε την ιδιότητα του τρίτου (άρθρο 2 στοιχ. θ΄ του ν. 2472/1997) τη χορήγηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (δεδοµένων υγείας) που αφορούν στην Β για δικαστική χρήση που περιγράφεται στο ιστορικό της παρούσης.
4. Κατά δήλωση του Νοσοκοµείου, το Νοσοκοµείο δύναται να χορηγήσει Μάνο ιατρική βεβαίωση καθώς δεν έχει στην κατοχή του τις διενεργηθείσες εξετάσεις, οι οποίες δόθηκαν στην ασθενή. Ωστόσο, το Νοσοκοµείο υποχρεούται βάσει του άρθρου 14, παρ. 1, 3 και 4 ΚΙ∆ να τηρεί ιατρικά αρχεία στα οποία περιλαµβάνονται και τα αποτελέσµατα όλων των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων. Η υποχρέωση διατηρήσεως των ιατρικών αρχείων ισχύει για µία εικοσαετία από την τελευταία επίσκεψη του ασθενούς, σύµφωνα µε το άρθρο 14 πατ. 4 στοιχ. β΄ ΚΙ∆.
5. Επειδή, ο προβαλλόµενος αυτός σκοπός επεξεργασίας συνάδει µε την προαναφερόµενη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. γ΄ του ν. 2472/1997, ενώ παράλληλα πληρούται και η αρχή της αναλογικότητας των δεδοµένων (άρθρο 4 παρ.1 στοιχ. β΄ του ν. 2472/1997), καθόσον δια της εκτιµήσεως των γνωµατεύσεων αυτών το δικαστήριο θα µπορεί να κρίνει κατά πόσον ο Α είναι ικανός για να αναγνωριστεί σε αυτόν το δικαίωµα επικοινωνίας µε το ανήλικο τέκνο τους.
6. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2472/1997 προκύπτει ότι άδεια της Αρχής απαιτείται µόνο σε περίπτωση που πρόκειται για ευαίσθητα προσωπικά δεδοµένα. Σε περίπτωση δε που δεν πρόκειται για ευαίσθητα αλλά για απλά προσωπικά δεδοµένα αρµόδιος για να κρίνει αν  συντρέχει έννοµο συµφέρον, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του ν. 2472/1997 για την χορήγηση των δεδοµένων αυτών είναι ο υπεύθυνος επεξεργασίας (βλ. ΑΠ∆ΠΧ, Γνωµοδότηση 6/2013).
 7. Επειδή σε σχέση µε το σκέλος του αιτήµατος που αφορά στη γνωστοποίηση του ονόµατος των ιατρών που προέβησαν στην αρχική εκτίµηση, η συγκεκριμένη πληροφορία αποτελεί απλό προσωπικό δεδοµένο και συνεπώς η κρίση περί την χορήγηση αυτών ή µη εναπόκειται στον υπεύθυνο επεξεργασίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
1) Η Αρχή παρέχει άδεια στο Νοσοκοµείο «Παµµακάριστος» να χορηγήσει στον Α ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά µε την διάγνωση της υγείας της Β την επίµαχη ηµεροµηνία της ..-..-2013, αφού το Νοσοκοµείο ενημερώσει προηγουµένως την Β.
2) Η Αρχή κρίνει ότι η χορήγηση της αιτούµενης πληροφορίας αναφορικά µε τηωγνωστοποίηση των ονοµάτων των ιατρών εναπόκειται στην κρίση του
υπευθύνου επεξεργασίας, ήτοι του Νοσοκοµείου «Παµµακάριστος».
3) Η Αρχή απευθύνει σύσταση στο Νοσοκοµείο «Παµµακάριστος» όπως διατηρεί ιατρικό αρχείο για µία εικοσαετία από την τελευταία επίσκεψη του ασθενούς, βάσει του άρθρου 14 ΚΙ∆, στο οποίο περιλαµβάνονται τα αποτελέσµατα όλων των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων.
Ο Πρόεδρος
Πέτρος Χριστόφορος
Η Γραµµατέας
Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου

Κατεβάστε την απόφαση εδώ : http://www.dpa.gr/

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

ΜονΠρΑθ 1022/16: Απεργία. Επιχείρηση που έχει αναλάβει τις εργασίες καθαρισμού λεωφορείων της εταιρίας ''Οδικές Συγκοινωνίες Α.Ε.'' - Απεργία εργαζομένων - αιτήματα.


Απεργία. Επιχείρηση που έχει αναλάβει τις εργασίες καθαρισμού λεωφορείων της εταιρίας ''Οδικές Συγκοινωνίες Α.Ε.'' - Απεργία εργαζομένων - αιτήματα. Κρίση ότι η εταιρία είναι ιδιωτική επιχείρηση κι ως εκ τούτου η μη τήρηση της τετραήμερης προθεσμίας προειδοποίησης, η μη διάθεση προσωπικού ασφαλείας και η μη κλήση της ενάγουσας σε δημόσιο διάλογο δεν καθιστά την απεργία παράνομη, καθώς οι ανωτέρω διατυπώσεις αφορούν τους φορείς δημόσιας ωφέλειας. Απορρίπτει την αγωγή.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1022/2016
(...) Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι είναι παράνομη και καταχρηστική η απεργία η οποία έχει κηρυχθεί στις 18-5-2016 από την εναγόμενη συνδικαλιστική οργάνωση, για το χρονικό διάστημα από 11-5-2016 και ώρα 13.30 μέχρι 15-5-2016 και ώρα 15.00 και αφορά τους εργαζομένους της επιχείρησής της που παρέχουν υπηρεσίες καθαρισμού στα αμαξοστάσια της «ΟΔΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ», κατόπιν σχετικής συμβάσεως της ενάγουσας με την τελευταία. Επίσης η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει στο μέλλον την πραγματοποίηση απεργίας με τα ίδια αιτήματα, καθώς και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να επιτραπεί η επίδοση της απόφασης και μετά την ώρα 19.00 και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της. Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (και ειδικότερα εργατικών) διαφορών (αρθρ. 22 παρ. 4 εδ. α´ Ν. 1264/82 και άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ, όπως τα τελευταία αντικ. με το Ν. 4335/15) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2, 25 παρ. 3 του Συντάγματος, 19 - 22 Ν. 1264/82, 281 ΑΚ, 68, 70, 176, 907, 908 ΚΠολΔ (βλ. ειδικά για τη νομική βασιμότητα του καταψηφιστικού αιτήματος της απαγόρευσης της επανάληψης απεργίας με ίδια αιτήματα στο μέλλον: ΑΠ 543/13 ΝοΒ 2013, 1918, ΑΠ 528/90 ΔΕΝ 1991, 455). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
(...) Αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εναγομένη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση («ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΑΣ») κοινοποίησε στην ενάγουσα, με τηλεομοιοτυπία, στις 10-5-2016, εξώδικη δήλωση με την οποία της γνωστοποίησε την κήρυξη απεργίας, για το χρονικό διάστημα από 11-5-2016 και ώρα 13.30 μέχρι 15-5-2016 και ώρα 15.00, που αφορά τους εργαζομένους της ενάγουσας που παρέχουν υπηρεσίας στο έργο καθαρισμού χώρων της «ΟΣΥ ΑΕ». Στην προαναφερόμενη δήλωση περιέχονται τα εξής αιτήματα: «Άμεση ανάκληση της απόλυσης της συναδέλφου S.C. από το αμαξοστάσιο του Πειραιά. Άμεση εξόφληση όλων των δεδουλευμένων δώρων και επιδομάτων. Άμεση διακοπή των εκφοβιστικών ενεργειών και των απειλών για απόλυση, που πραγματοποιήθηκαν στα αμαξοστάσια (Ανθούσας και Ελληνικού), λόγω της συμμετοχής των εργαζομένων στη Γενική απεργία της 6-5-2016. Τήρηση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, της εργατικής νομοθεσίας και όλων των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας». Ειδικότερα, η ενάγουσα (Λ. ΑΕ), δυνάμει της από 1-12-2014 συμβάσεως που έχει καταρτίσει με την ανώνυμη εταιρία «ΟΔΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ» («ΟΣΥ ΑΕ»), έχει αναλάβει, ως ανάδοχος, το έργο του καθαρισμού των λεωφορείων και των χώρων των αμαξοστασίων της τελευταίας. Η ενάγουσα είναι ιδιωτική εταιρία που αναλαμβάνει έναντι ανταλλάγματος την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού σε επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Η ενάγουσα δεν έχει έτσι η ίδια την ιδιότητα του φορέα ή επιχείρησης που περιγράφονται στο άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 1264/82 και των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ενώ δεν αρκεί για να της προσδώσει την ιδιότητα αυτή απλώς το γεγονός ότι έχει συμβληθεί και παρέχει υπηρεσίες καθαριότητας σε τέτοια επιχείρηση, όπως είναι η «ΟΣΥ ΑΕ» (μεταφοράς προσώπων). Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της αγωγής, ότι η παραπάνω απεργία είναι παράνομη επειδή η εναγομένη δεν διέθεσε προσωπικό ασφαλείας για την εξυπηρέτηση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ότι δεν τήρησε την τετραήμερη προθεσμία προειδοποίησης και ότι δεν κάλεσε την ενάγουσα σε δημόσιο διάλογο για τα αιτήματα της απεργίας, αφού οι υποχρεώσεις αυτές (άρθρ. 20 παρ. 2 και 21 παρ. 2 Ν. 1264/82 και 3 παρ. 1α Ν. 2224/94) αφορούν αποκλειστικά τους φορείς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 1264/82. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι ο πρώτος λόγος και κατά το υπόλοιπο μέρος του, που αφορά τη μη διάθεση προσωπικού ασφαλείας για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της ενάγουσας και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων (άρθρ. 21 παρ. 1 Ν. 1264/82), αφού η διάθεση τέτοιου προσωπικού θα ήταν χωρίς αντικείμενο, δεδομένου ότι τα καθήκοντα αυτά δεν προσιδιάζουν στη φύση των παρεχομένων από τους εργαζομένους της ενάγουσας υπηρεσιών καθαρισμού, αλλά ανήκουν στην αρμοδιότητα ειδικού προς τούτο προσωπικού, όπως επιστάτες, φύλακες, κ.λπ. (βλ. ΜΠρΘεσ 13134/15 Αρμ 2015, 1204, ΜΠρΑθ 1861/90 ΕΕΔ 49, 836). Αβάσιμος είναι επίσης ο δεύτερος λόγος της αγωγής κατά το υπόλοιπο μέρος του, που αφορά τη μη τήρηση της 24ωρης προθεσμίας προειδοποίησης, αφού η παρέκκλιση στην τήρηση της προθεσμίας αυτής κατά 35´ και μόνο λεπτά της ώρας ―έπρεπε να γίνει η προειδοποίηση μέχρι ώρα 13.30 της 9-5-2016 και έγινε ώρα 14.05 της ίδιας ημέρας, σύμφωνα με την ένδειξη της σχετικής τηλεομοιοτυπίας που προσκομίζει η ενάγουσα― είναι τελείως ασήμαντη και δεν προκάλεσε οποιοδήποτε αιφνιδιασμό στην ενάγουσα. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος της αγωγής, περί καταχρηστικότητος της απεργίας, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ιδία ο κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος των απεργών (άρθρ. 281 ΑΚ). Ειδικότερα, προέκυψε ότι η ενάγουσα έχει πράγματι διαφορές με τους εργαζομένους σ’ αυτή σχετικά με οφειλόμενες σ’ εκείνους αποδοχές, με τις συνθήκες εργασίας τους και με απειλές απόλυσής τους, οι οποίες (διαφορές) έχουν συλλογικό χαρακτήρα που υπερισχύει της νομικής φύσης των διαφορών αυτών και του διευθυντικού δικαιώματος της ενάγουσας και δικαιολογεί την άσκηση του δικαιώματος της επίδικης απεργίας (βλ. και ΑΠ 468/12 ΝοΒ 2012/2020). Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη απεργία, με βάση τους λόγους αυτής, τη μορφή και τη διάρκειά της, καθώς και τα συμφέροντα των απεργών, προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο ή στην ενάγουσα δυσανάλογη βλάβη, όπως γενικόλογα ισχυρίζεται αυτή, ενώ, τέλος, η επίδικη απεργία δεν καθίσταται καταχρηστική από το γεγονός ότι η εναγομένη είχε κηρύξει και πραγματοποιήσει κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα δύο 48ωρες απεργίες με παρόμοια (της επίδικης) αιτήματα και ειδικότερα από 25-4-2016 (...) και από 9-5-2016 (...) ―τις οποίες μάλιστα δεν προσέβαλε δικαστικώς η ενάγουσα― ούτε από το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι της ενάγουσας είχαν συμμετάσχει στη 48ωρη γενική απεργία που είχε κηρύξει η «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος» από 6-5-2016 μέχρι 8-5-2016.
Κατόπιν όλων των παραπάνω η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (...)

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΕιρΑθ 2011/16 : Ασφάλιση ζωής - Κάλυψη νοσηλείων. ΓΟΣ - Καταχρηστικότητα. Ευθύνη ασφαλιστικού πράκτορα - Πρόστηση. Ασφαλιστική σύμβαση - κάλυψη εξόδων νοσηλείας - όρος συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο η κάλυψη των νοσοκομειακών παροχών μπορεί να μετατραπεί σε απερίοριστη υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλισμένος δεν νοσηλευτεί επί μία τετραετία από την έναρξη της ασφαλιστικής του κάλυψης.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2011/2016

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Τοκιάν, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τον γραμματέα Γρηγόριο Κονιαβίτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23-11-2015, για να δικάσει κατά την τακτική διαδικασία την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:…………….., κατοίκου Αναβύσσου Αττικής επί της οδού…………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΠΦ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………..», όπως μετονομάστηκε η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «....... Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (………….), όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2)…………….., ασφαλιστή, κατοίκου Αργυρουπόλεως Αττικής, επί της οδού ………….και 3)…………….., ασφαλίστριας, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, επί της……………….., εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια και οι υπόλοιποι μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους EΚ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……….. αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό………., γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη παραπάνω δικάσιμο.
Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικό.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του όρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, «γενικοί όροι των συναλλαγών», που έχουν αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της και των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1430/2005 δημ Νόμος). Μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 6 του όρθρου 2 του παραπάνω νόμου, με το άρθρο 10 παρ, 24 εδ. β του Ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (ΑΠ 1219/2001 Ε.Δ. 2001.1603, ΕΦΑΘ 3956/2008 ΔΕΕ 2009.873, ΕΦΑΘ 2386/2006 Ε.Δ.2006.1467, ΕΦΑΘ 730/2005 ΕΕμπΔ 2005.741). Περαιτέρω, στην παρ, 7 του ίδιου άρθρου 2 του Ν 2251/1994, ορίζονται ενδεικτικά Γενικοί Όροι των Συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί, επίσης, εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ, που απαγορεύει την κατάχρηση του θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ προσανατολίζεται βασικά προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου Ν 2251/1994: «όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους». Όμως η αποδοχή ΓΟΣ εκ μέρους του καταναλωτή, με την ένταξη τούτων στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά έγκυρους, αν βέβαια ήταν άκυροι, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους, με βάση τα κριτήρια των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση (άρθρο 3 Α.Κ), που απαγορεύει την κατάχρηση ενός θεσμού (ΕΦΑΘ 2057/2010 δημ Νόμος). Περαιτέρω, μεταξύ των ΓΟΣ, που απαριθμούνται στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και θεωρούνται άνευ ετέρου (per se), καταχρηστικοί περιλαμβάνεται και η υπό στοιχείο ια’ περίπτωση, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικό καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του αρθ. 2 του ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου "της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή", είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της, στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές», της οποίας ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο αποτελεί ο νόμος 2251/1994, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση, παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ΄ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975, ΑΠ 904/2011 δημ Νόμος, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128, ΕΦΑΘ 5101/2011 ΝοΒ 2011.2139). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad KaslerHajnalka Kaslerne Rabai κατά OTPJelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75).
Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή.