Αντισυνταγματικότητα και αντίθεση με το ΔΣΑΠΔ και την ΕΣΔΑ της ρύθμισης που αποκλείει την εκτέλεση ορισμένων εκτελεστών τίτλων (μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής) έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ. Αγωγές κατά ΝΠΔΔ που έχουν ως γενεσιουργό λόγο αξιώσεις οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου των δαπανών των ΟΤΑ το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών. Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Για να είναι έγκυρη πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι η επίδοση της δικαστικής απόφασης στο νόμιμο εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ και η πάροδος μετά απ’ αυτήν εξήντα ημερών. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, απαιτείται επίδοση της εν λόγω απόφασης στον αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης Υπουργό ή εκπρόσωπο ΝΠΔΔ και εφόσον πρόκειται για Δήμο προς τον Δήμαρχο, η οποία επίδοση πρέπει να γίνει εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή στον καθού η εκτέλεση Δήμο. Δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Τακτική Διαδικασία - Αριθμός Απόφασης 1184/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αθανασία Μανέτα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα ΙωάνναΚουφογιαννάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της Καλούσας - Καθ' ής η ανακοπή: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... - ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «.......................Α.Τ.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ................) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σ Μ.
του Καθ' ού η κλήση - Ανακόπτοντος: Δήμου Αθηναίων, νόμιμα εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο του κ. ..., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αριθμ. 22), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ Μ
Ο ανακόπτων Δήμος ζητούσε να γίνει δεκτή η από 07-11-2011 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 169384/12943/2011 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 03/11/2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε. Με την από 17-05-2016 κλήση της καθ' ής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 21827/486/2016, η ως άνω ανακοπή επανήλθε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
Ο ανακόπτων Δήμος ζητούσε να γίνει δεκτή η από 07-11-2011 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 169384/12943/2011 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 03/11/2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε. Με την από 17-05-2016 κλήση της καθ' ής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 21827/486/2016, η ως άνω ανακοπή επανήλθε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή του, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-05-2016 κλήση, ο ανακόπτων Δήμος Αθηναίων ζητεί για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση από σύμβαση κατασκευής έργου, καθώς και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας αυτός (ανακόπτων) υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ' ής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζητεί, τέλος, να καταδικαστεί η καθ' ής στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.
Από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση ανακοπής συνάγεται σαφώς ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται παραδεκτά τόσο η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και η ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που δυνάμει αυτής επισπεύδεται (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία (με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), με την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση έργου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και υπάγονται στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 584, 632 παρ. 1, 933 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), η σύγχρονη δε εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Εξάλλου, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α' και 934 παρ. 1 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, αφού οι προσβαλλόμενες (ήτοι η με αριθμό 24325/2011 διαταγή πληρωμής και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή) επιδόθηκαν την 07/10/2011 στον ανακόπτοντα (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε την 11/10/2011 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε την 12/10/2011 στην καθ' ής ανώνυμη εταιρεία (βλ. την υπ' αριθμ. 9915β712-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Κοττίκια), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης μετά την επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
1-Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 06.04.2001 Ψήφισμα της 71 Αναθεωρητικής Βουλής «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει», κατά δε αυτή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντ. «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω, διατάξεις εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή.είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Επακολούθησε ο ν. 3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 05.08.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση : α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι : «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 πααρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (ΟλΑΠ 21/2001).
Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ' ού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (βλ. ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (βλ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/2011, ΑΠ 1965/2011, ΑΠ 2347/2009, ΕφΑΘ 461/2016 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων βάλλει κατά της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενος ότι η απαίτηση της καθ' ής για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προέρχεται από σύμβαση δημοσίου δικαίου και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτή τη σύμβαση είναι αποκλειστικά αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως εκ τούτου η επίδικη απαίτηση δεν είναι δεκτική εκδόσεως διαταγής πληρωμής από τα στερούμενα δικαιοδοσίας πολιτικά δικαστήρια. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας και εξομοιώνεται λειτουργικά με τη δικαστική απόφαση, ενόψει του ότι με αυτήν ικανοποιείται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη στη μείζονα πρόταση της παρούσας, κατά συνέπεια είναι εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή ακόμη και όταν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η επίδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση δημοσίου έργου.
Με την υπό κρίση ανακοπή του, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-05-2016 κλήση, ο ανακόπτων Δήμος Αθηναίων ζητεί για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση από σύμβαση κατασκευής έργου, καθώς και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας αυτός (ανακόπτων) υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ' ής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζητεί, τέλος, να καταδικαστεί η καθ' ής στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.
Από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση ανακοπής συνάγεται σαφώς ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται παραδεκτά τόσο η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και η ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που δυνάμει αυτής επισπεύδεται (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία (με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), με την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση έργου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και υπάγονται στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 584, 632 παρ. 1, 933 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), η σύγχρονη δε εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Εξάλλου, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α' και 934 παρ. 1 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, αφού οι προσβαλλόμενες (ήτοι η με αριθμό 24325/2011 διαταγή πληρωμής και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή) επιδόθηκαν την 07/10/2011 στον ανακόπτοντα (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε την 11/10/2011 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε την 12/10/2011 στην καθ' ής ανώνυμη εταιρεία (βλ. την υπ' αριθμ. 9915β712-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Κοττίκια), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης μετά την επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
1-Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 06.04.2001 Ψήφισμα της 71 Αναθεωρητικής Βουλής «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει», κατά δε αυτή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντ. «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω, διατάξεις εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή.είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Επακολούθησε ο ν. 3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 05.08.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση : α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι : «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 πααρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (ΟλΑΠ 21/2001).
Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ' ού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (βλ. ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (βλ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/2011, ΑΠ 1965/2011, ΑΠ 2347/2009, ΕφΑΘ 461/2016 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων βάλλει κατά της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενος ότι η απαίτηση της καθ' ής για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προέρχεται από σύμβαση δημοσίου δικαίου και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτή τη σύμβαση είναι αποκλειστικά αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως εκ τούτου η επίδικη απαίτηση δεν είναι δεκτική εκδόσεως διαταγής πληρωμής από τα στερούμενα δικαιοδοσίας πολιτικά δικαστήρια. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας και εξομοιώνεται λειτουργικά με τη δικαστική απόφαση, ενόψει του ότι με αυτήν ικανοποιείται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη στη μείζονα πρόταση της παρούσας, κατά συνέπεια είναι εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή ακόμη και όταν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η επίδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση δημοσίου έργου.
Με το συναφή τρίτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων Δήμος επικαλούμενος το άρθρο 1 του ν. 3068/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, υποστηρίζει ότι δεν είναι νόμιμη η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και κατ' επέκταση δεν είναι νόμιμη η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας εναντίον του, επειδή η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση και δεν εκτελείται. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού η επικαλούμενη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004 περί μη εκτελέσεως ορισμένων εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παρ. 2 ΚΠολΔ έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, καθόσον αντίκειται στα άρθρα 20, 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 2 παρ. 3, 14 παρ. 1 εδ. α' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο, μαζί με το προαιρετικό πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, σύμφωνα και με όσα διεξοδικά αναφέρονται στην προεκτεθείσανομική σκέψη.
2. Στο άρθρο 17 παρ. 1 εδάφιο β' του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980 ΦΕΚ Α' 189) ορίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκεί τον κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος έλεγχο των δαπανών του κράτους, καθώς και των ο.τ.α. ή άλλων ν.π.δ.δ., που υπάγονται με ειδικούς νόμους στον έλεγχο αυτό, προς το σκοπό βεβαιώσεως ότι υπάρχει για τις δαπάνες αυτές πίστωση, που έχει χορηγηθεί νομίμως και ότι κατά την πραγματοποίηση τους τηρήθηκαν οι διατάξεις του κώδικα «Περί δημοσίου λογιστικού» και κάθε άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ.2 του ίδιου Οργανισμού, ο κατά τις κείμενες διατάξεις προληπτικός έλεγχος των δαπανών, που ενεργούνται από το Δημόσιο, τους ο.τ.α και τα ν.π.δ.δ, ασκείται από τους Παρέδρους και τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τέλος, κατά το άρθρο 21 παρ.1 του Οργανισμού αυτού, αν από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι για κάποια δαπάνη δεν συντρέχουν εν όλω ή εν μέρει οι προϋποθέσεις της παρ. 1, εδ. β' του άρθρου 17, ο αρμόδιος Πάρεδρος ή Επίτροπος αρνείται με αιτιολογημένη πράξη του τη θεώρηση του εντάλματος, το οποίο επιστρέφει στην αρχή που το απέστειλε μαζί με αντίγραφο της πράξεως του. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι Πάρεδροι και οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την διενέργεια του προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δεν δύνανται να ελέγξουν παρεμπιπτόντως, με την ευκαιρία του ανωτέρω ελέγχου, τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών. Οι ατομικές αυτές διοικητικές πράξεις, ακόμη και αν δεν είναι νόμιμες, παράγουν όλες τις έννομες συνέπειες τους και θεωρούνται ως έγκυρες, εφόσον δεν ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση (βλ. ΣτΕ 1428/2009, ΔιοικΕφΑθ 1016/2009 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 2145/1993, σύμφωνα με την οποία τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές που στρέφονται κατά ν.π.δ.δ. και έχουν ως γενεσιουργό λόγο αξιώσεις, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσάγεται η οικεία πράξη του τμήματος του ή σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού (στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί τέτοια υπόθεση), στην προκειμένη δε περίπτωση τέτοια πράξη του αρμόδιου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή σχετική βεβαίωση της Γραμματείας αυτού δεν προσκομίστηκε πριν την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, επειδή κατά τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου των δαπανών των Ο.Τ.Α. το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων, που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών, εφόσον αυτές οι πράξεις δεν ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ούτε ακυρώθηκαν δικαστικώς, οπότε παράγουν κανονικά τα αποτελέσματα τους.
3. Προς εξασφάλιση της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πριν από την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου επί της τυχόν ασκηθείσης εκκρεμούς ανακοπής κατά της εκδοθείσης διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, δεν επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι στην τελευταία περίπτωση λαμβάνονται αναγκαστικά μέτρα, χωρίς εισέτι να διαγνωσθούν δικαστικώς οι ισχυρισμοί και οι αντιρρήσεις του καθ' ού τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση, πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για διαταγή πληρωμής, που δεν στηρίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, καθώς μόνον στην τελευταία περίπτωση πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε, ως τίτλος να είναι αρκούντως ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα (βλ. ΕφΑθ 1837/2007 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3068/2002 «αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. επιτρέπεται μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ.». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται μία νέα ειδική διαδικαστική προϋπόθεση για την εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη για να είναι έγκυρη η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι η επίδοση της δικαστικής απόφασης στο νόμιμο εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ. και η πάροδος μετά απ' αυτήν (60) ημερών. Παρέχεται δε η προθεσμία αυτή των (60) ημερών προς εκούσια συμμόρφωση, που συνιστά αναγκαίο προηγούμενο της έναρξης της εκτελέσεως. Πριν την πάροδο αυτής, οποιαδήποτε πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας είτε ανάγεται στην προδικασία της είτε αποτελεί μέρος της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρη, χωρίς να ερευνάται η συνδρομή βλάβης. Σημειωτέον, εξάλλου, εδώ, ότι ρητή δικονομική ακυρότητα, κατά την έννοια του άρθρου 159 ΚΠολΔ, υπάρχει και στις περιπτώσεις που ο νόμος χρησιμοποιεί παρεμφερείς προς την «ποινή ακυρότητας» εκφράσεις, που είναι νομικώς ταυτόσημες ή ισοδύναμες προς αυτήν (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, Τόμος πρώτος, έτος 1996 υπό το άρθρο 159 σελ. 940 - 941 παρ. Β), όπως η διατύπωση του εν λόγω άρθρου (σχ. ΕφΑΘ 3921/2007 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 924 παρ. 1 του ΚΠολΔ «η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση». Σύμφωνα, επομένως, με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ, αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, απαιτείται επίδοση της εν λόγω αποφάσεως στον αρμόδιο για την πληρωμή της απαιτήσεως Υπουργό ή εκπρόσωπο ΝΠΔΔ και ειδικότερα, εφόσον πρόκειται για Δήμο προς το Δήμαρχο, που είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του, η οποία (επίδοση) πρέπει να γίνει εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή στον καθ' ού η εκτέλεση Δήμο. Καθιερώνεται, δηλαδή, μία νέα ειδική διαδικαστική προϋπόθεση για την εκτέλεση κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ με πρόσθετες διατυπώσεις, οι οποίες σκοπό έχουν να επιστήσουν την προσοχή του ιδίου του νομίμου εκπροσώπου, προσωπικά, για την έναρξη της επικείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να επιμεληθεί για την εκούσια ικανοποίηση της αποφάσεως ή εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, να προετοιμάσει εγκαίρως την άμυνα του, ώστε να αποφευχθεί ζημία αυτού. Σε καμία, ωστόσο, περίπτωση η θεσπίζουσα της πρόσθετες αυτές διατυπώσεις διάταξη του ως άνω άρθρου (4 παρ. 2 του ν. 3068/2002) δεν κατατείνει στην απαγόρευση ή τη ματαίωση της εκτέλεσης σε βάρος των ανωτέρω προσώπων και ούτε βέβαια παρεμποδίζει την ικανοποίηση του επιδικασθέντος σε βάρος τους δικαιώματος. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως και αντιθέσεως της προς το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής δικαστικής προστασίας (βλ. ΕφΠειρ 683/2014 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης από 04-10-2011 επιταγής προς πληρωμή, ισχυριζόμενος ότι κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3068/2002, η καθ' ής δεν προέβη σε προηγούμενη κοινοποίηση μόνο της διαταγής πληρωμής ούτε ανέμενε εξήντα ημέρες προτού αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του ιδίου (ανακόπτοντος Δήμου). Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, θεμελιούμενος στην ως άνω νομοθετική ρύθμιση και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, διότι ακριβές αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής με την από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα Δήμο την 07/10/2011 (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ....). Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι έγινε επίδοση μόνο του αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της εν λόγω διαταγής πληρωμής προς το νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, δηλαδή το Δήμαρχο αυτοπροσώπως. Επίσης, ενόψει των ανωτέρω ημερομηνιών έκδοσης της διαταγής πληρωμής και επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή στον ανακόπτοντα Δήμο, είναι αυταπόδεικτη η παράλειψη τήρησης της προβλεπόμενης για την επίδοση αυτή προθεσμίας των εξήντα ημερών πριν την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στον ανακόπτοντα. Κατόπιν αυτού, η επισπευδόμενη με την από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής αναγκαστική εκτέλεση, είναι άκυρη λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων, που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του νόμου 3068/2002, η οποία δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, με βάση τις σκέψεις που αναλύονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, πρέπει: α) να απορριφθεί η σωρευόμενη κατ' άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς και β) να γίνει δεκτή η σωρευόμενη κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
2. Στο άρθρο 17 παρ. 1 εδάφιο β' του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980 ΦΕΚ Α' 189) ορίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκεί τον κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος έλεγχο των δαπανών του κράτους, καθώς και των ο.τ.α. ή άλλων ν.π.δ.δ., που υπάγονται με ειδικούς νόμους στον έλεγχο αυτό, προς το σκοπό βεβαιώσεως ότι υπάρχει για τις δαπάνες αυτές πίστωση, που έχει χορηγηθεί νομίμως και ότι κατά την πραγματοποίηση τους τηρήθηκαν οι διατάξεις του κώδικα «Περί δημοσίου λογιστικού» και κάθε άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ.2 του ίδιου Οργανισμού, ο κατά τις κείμενες διατάξεις προληπτικός έλεγχος των δαπανών, που ενεργούνται από το Δημόσιο, τους ο.τ.α και τα ν.π.δ.δ, ασκείται από τους Παρέδρους και τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τέλος, κατά το άρθρο 21 παρ.1 του Οργανισμού αυτού, αν από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι για κάποια δαπάνη δεν συντρέχουν εν όλω ή εν μέρει οι προϋποθέσεις της παρ. 1, εδ. β' του άρθρου 17, ο αρμόδιος Πάρεδρος ή Επίτροπος αρνείται με αιτιολογημένη πράξη του τη θεώρηση του εντάλματος, το οποίο επιστρέφει στην αρχή που το απέστειλε μαζί με αντίγραφο της πράξεως του. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι Πάρεδροι και οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την διενέργεια του προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δεν δύνανται να ελέγξουν παρεμπιπτόντως, με την ευκαιρία του ανωτέρω ελέγχου, τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών. Οι ατομικές αυτές διοικητικές πράξεις, ακόμη και αν δεν είναι νόμιμες, παράγουν όλες τις έννομες συνέπειες τους και θεωρούνται ως έγκυρες, εφόσον δεν ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση (βλ. ΣτΕ 1428/2009, ΔιοικΕφΑθ 1016/2009 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 2145/1993, σύμφωνα με την οποία τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές που στρέφονται κατά ν.π.δ.δ. και έχουν ως γενεσιουργό λόγο αξιώσεις, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσάγεται η οικεία πράξη του τμήματος του ή σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού (στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί τέτοια υπόθεση), στην προκειμένη δε περίπτωση τέτοια πράξη του αρμόδιου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή σχετική βεβαίωση της Γραμματείας αυτού δεν προσκομίστηκε πριν την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, επειδή κατά τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου των δαπανών των Ο.Τ.Α. το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων, που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών, εφόσον αυτές οι πράξεις δεν ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ούτε ακυρώθηκαν δικαστικώς, οπότε παράγουν κανονικά τα αποτελέσματα τους.
3. Προς εξασφάλιση της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πριν από την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου επί της τυχόν ασκηθείσης εκκρεμούς ανακοπής κατά της εκδοθείσης διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, δεν επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι στην τελευταία περίπτωση λαμβάνονται αναγκαστικά μέτρα, χωρίς εισέτι να διαγνωσθούν δικαστικώς οι ισχυρισμοί και οι αντιρρήσεις του καθ' ού τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση, πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για διαταγή πληρωμής, που δεν στηρίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, καθώς μόνον στην τελευταία περίπτωση πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε, ως τίτλος να είναι αρκούντως ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα (βλ. ΕφΑθ 1837/2007 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3068/2002 «αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. επιτρέπεται μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ.». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται μία νέα ειδική διαδικαστική προϋπόθεση για την εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη για να είναι έγκυρη η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι η επίδοση της δικαστικής απόφασης στο νόμιμο εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ. και η πάροδος μετά απ' αυτήν (60) ημερών. Παρέχεται δε η προθεσμία αυτή των (60) ημερών προς εκούσια συμμόρφωση, που συνιστά αναγκαίο προηγούμενο της έναρξης της εκτελέσεως. Πριν την πάροδο αυτής, οποιαδήποτε πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας είτε ανάγεται στην προδικασία της είτε αποτελεί μέρος της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρη, χωρίς να ερευνάται η συνδρομή βλάβης. Σημειωτέον, εξάλλου, εδώ, ότι ρητή δικονομική ακυρότητα, κατά την έννοια του άρθρου 159 ΚΠολΔ, υπάρχει και στις περιπτώσεις που ο νόμος χρησιμοποιεί παρεμφερείς προς την «ποινή ακυρότητας» εκφράσεις, που είναι νομικώς ταυτόσημες ή ισοδύναμες προς αυτήν (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, Τόμος πρώτος, έτος 1996 υπό το άρθρο 159 σελ. 940 - 941 παρ. Β), όπως η διατύπωση του εν λόγω άρθρου (σχ. ΕφΑΘ 3921/2007 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 924 παρ. 1 του ΚΠολΔ «η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση». Σύμφωνα, επομένως, με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ, αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, απαιτείται επίδοση της εν λόγω αποφάσεως στον αρμόδιο για την πληρωμή της απαιτήσεως Υπουργό ή εκπρόσωπο ΝΠΔΔ και ειδικότερα, εφόσον πρόκειται για Δήμο προς το Δήμαρχο, που είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του, η οποία (επίδοση) πρέπει να γίνει εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή στον καθ' ού η εκτέλεση Δήμο. Καθιερώνεται, δηλαδή, μία νέα ειδική διαδικαστική προϋπόθεση για την εκτέλεση κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ με πρόσθετες διατυπώσεις, οι οποίες σκοπό έχουν να επιστήσουν την προσοχή του ιδίου του νομίμου εκπροσώπου, προσωπικά, για την έναρξη της επικείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να επιμεληθεί για την εκούσια ικανοποίηση της αποφάσεως ή εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, να προετοιμάσει εγκαίρως την άμυνα του, ώστε να αποφευχθεί ζημία αυτού. Σε καμία, ωστόσο, περίπτωση η θεσπίζουσα της πρόσθετες αυτές διατυπώσεις διάταξη του ως άνω άρθρου (4 παρ. 2 του ν. 3068/2002) δεν κατατείνει στην απαγόρευση ή τη ματαίωση της εκτέλεσης σε βάρος των ανωτέρω προσώπων και ούτε βέβαια παρεμποδίζει την ικανοποίηση του επιδικασθέντος σε βάρος τους δικαιώματος. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως και αντιθέσεως της προς το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής δικαστικής προστασίας (βλ. ΕφΠειρ 683/2014 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης από 04-10-2011 επιταγής προς πληρωμή, ισχυριζόμενος ότι κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3068/2002, η καθ' ής δεν προέβη σε προηγούμενη κοινοποίηση μόνο της διαταγής πληρωμής ούτε ανέμενε εξήντα ημέρες προτού αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του ιδίου (ανακόπτοντος Δήμου). Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, θεμελιούμενος στην ως άνω νομοθετική ρύθμιση και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, διότι ακριβές αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής με την από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα Δήμο την 07/10/2011 (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ....). Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι έγινε επίδοση μόνο του αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της εν λόγω διαταγής πληρωμής προς το νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, δηλαδή το Δήμαρχο αυτοπροσώπως. Επίσης, ενόψει των ανωτέρω ημερομηνιών έκδοσης της διαταγής πληρωμής και επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή στον ανακόπτοντα Δήμο, είναι αυταπόδεικτη η παράλειψη τήρησης της προβλεπόμενης για την επίδοση αυτή προθεσμίας των εξήντα ημερών πριν την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στον ανακόπτοντα. Κατόπιν αυτού, η επισπευδόμενη με την από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής αναγκαστική εκτέλεση, είναι άκυρη λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων, που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του νόμου 3068/2002, η οποία δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, με βάση τις σκέψεις που αναλύονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, πρέπει: α) να απορριφθεί η σωρευόμενη κατ' άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς και β) να γίνει δεκτή η σωρευόμενη κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις σωρευόμενες ανακοπές.
Απορρίπτει τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ.
Επικυρώνει την υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δέχεται τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ.
Ακυρώνει την από 04-10-2011 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 9/2/2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου