Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

ΜΠρΠατρών 33/2021: "Διαδικασία διαφορών από διατροφή και επιμέλεια τέκνων - Υποχρέωση διατροφής - Όχληση - Επίδοση - Ακυρότητα - Δικονομική βλάβη - Στοιχεία ορισμένου αγωγής - Αξίωση διατροφής"



Διατροφή για παρελθόντα χρόνο οφείλεται μόνο από την υπερημερία του υπόχρεου, η οποία επέρχεται μόνο από την όχληση, χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας για την καθυστέρηση της παροχής. Αφετήριο σημείο γέννησης της προς διατροφή υποχρέωσης για παρελθόντα χρόνο είναι η όχληση, η οποία ταυτίζεται εννοιολογικά με την υπερημερία του υπόχρεου διατροφής. Πότε δεν απαιτείται όχληση. Επίδοση αγωγής. Η παράλειψη ή η ακυρότητα της επίδοσης συνεπάγονται το απαράδεκτο της κλήτευσης και της συζήτησης της αγωγής αν η παράβαση αυτή επέφερε στον διάδικο που την επικαλείται βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλον τρόπο. Δικονομική βλάβη. Η μη επίδοση ή μη προσήκουσα επίδοση του δικογράφου της αγωγής στον εναγόμενο δεν έχει ως συνέπεια το ανυπόστατο αυτής όταν ο τελευταίος παρέστη κατά τη συζήτηση. Η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως. Υποχρέωση γονέων να διατρέφουν από κοινού το τέκνο τους ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις. Αξίωση διατροφής ανήλικου τέκνου.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 33/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαγδαληνή Βαρβαρέσου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από το Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Πατρών Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη γραμματέα Ευγενία Τσιντώνη.

...................

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[...] [Α] Με τη διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία, θεσπίζεται κανόνας ρυθμιστικός του χρόνου από τον οποίο οφείλεται η διατροφή. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής είναι ο μη αιφνιδιασμός του υπόχρεου διατροφής, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει συγκεκριμένα την προς διατροφή υποχρέωση του και να ρυθμίζει ανάλογα την πορεία της οικονομίας του, δοθέντος ότι αντικείμενο της προς διατροφή υποχρέωσης είναι η ικανοποίηση των αναγκών του δικαιούχου, ικανοποίηση, όμως, των αναγκών του παρελθόντος δεν νοείται, διότι, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι, δεν συνιστούν ήδη ανάγκες, αφού παρήλθαν, σε κάθε δε περίπτωση σκοπός της διατροφής είναι η κάλυψη των βιοτικών αναγκών του δικαιούχου και όχι ο πλουτισμός του. Κατά την ανωτέρω διάταξη διατροφή για παρελθόντα χρόνο οφείλεται μόνο από την υπερημερία του υπόχρεου, η οποία επέρχεται μόνο από την όχληση, χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας για την καθυστέρηση της παροχής. Πριν από την υπερημερία δεν οφείλεται διατροφή, έστω και αν ο δικαιούχος έχει συνάψει για τη διατροφή του χρέη που υφίστανται ακόμη ή έχει περιέλθει σε στερήσεις. Επίσης, δεν οφείλεται διατροφή πριν από την υπερημερία ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ο υπόχρεος γνώριζε την υποχρέωση του. Η όχληση, η οποία ταυτίζεται εννοιολογικά στην προκειμένη περίπτωση με την υπερημερία του υπόχρεου διατροφής, αποτελεί το αφετήριο σημείο γέννησης της προς διατροφή υποχρέωσης για παρελθόντα χρόνο. Προσθέτως, η όχληση, η οποία είναι άτυπη και ληψιδεής, δικαστική ή εξώδικη και ανεπίδεκτη αίρεσης, είτε γίνεται με την έγερση αγωγής, είτε με εξώδικη πρόσκληση, είτε με προφορική δήλωση για καταβολή διατροφής, πρέπει δε να είναι συγκεκριμένη ως προς το ύψος της αιτούμενης διατροφής και τις ανάγκες τις οποίες καλύπτει, ώστε ο υπόχρεος να είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα του αιτήματος και τις δυνατότητες του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του δικαιούχου. Η όχληση, δηλαδή, πρέπει να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενο της, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτουν από αυτήν το είδος και η ακριβής ποσότητα της αιτούμενης διατροφής, διότι η έκταση της υπερημερίας εξαρτάται από το περιεχόμενο της όχλησης. Απλή υπόμνηση προς τον υπόχρεο ότι οφείλει διατροφή ή αόριστη και γενική δήλωση του δικαιούχου ή διαμαρτυρία αυτού σχετικά με την αξίωση του για διατροφή δεν αποτελεί νόμιμη όχληση. Ενόψει δε του ότι η διατροφή συνήθως αποτελεί οφειλή διαδοχικών, περιοδικών παροχών, η όχληση γι' αυτές μπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των μελλοντικών παροχών, είτε για συγκεκριμένο μέρος τους, δηλαδή για παροχές ορισμένου χρόνου. Δεν απαιτείται όχληση, εάν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (άρθρο 341 ΑΚ), ή ο οφειλέτης δήλωσε ότι θα καταβάλει τη διατροφή ορισμένη ημέρα, οπότε υπάρχει αυτοόχληση. Επίσης, δεν απαιτείται όχληση, όταν αυτή είναι αδύνατη ή άσκοπη ή περιττή λόγω της σαφώς αρνητικής στάσης του οφειλέτη. Η όχληση και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται το περιττό ή άσκοπο της όχλησης, αποτελούν στοιχεία της αγωγής, όταν ζητείται διατροφή για το παρελθόν (βλ. σχετ. ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002, 114, ΕφΑΘ 6692/2011 ΕλλΔνη 2012, 176, ΕφΑΘ 5878/2010 Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 2943/2005 Αρμ 2006, 401, ΕφΘεσ 2348/2003 Αρμ 2004.996. ΕφΘεσ 222/2000 Αρμ 2000, 1493, ΜΠΘεσ 12945/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1498, αρ. 1, 4 και 5, σελ. 816, 820, Ανδρουλιδάκη -Δημητριάδη σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, άρθρο 1498, αρ. 5, 8, 11 -14, 20,21,28 και 38, σελ. 1069.- 1073).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 29-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2746/2017 αγωγή, η ενάγουσα, εκθέτει: Ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 28-5-2004, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με την υπ' αρ. 354/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Ότι από το νόμιμο γάμο της με τον εναγόμενο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, ηλικίας 12 ετών, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, του οποίου την επιμέλεια ασκεί οριστικά η ίδια δυνάμει της μνημονευόμενης στο αγωγικό δικόγραφο απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Ότι το ανήλικο αυτό τέκνο διαμένει μαζί της και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής του, που ανέρχονται στο ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως, διότι δεν διαθέτει εισοδήματα από προσωπική περιουσία και εξαιτίας της προφανούς αδυναμίας του να εργαστεί λόγω της μικρής του ηλικίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει μηνιαίως ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου αυτών, το ποσό των 650 ευρώ από 5-11-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής και για μία πενταετία, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας περιοδικής παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 17 περ. 2, 22 και 39Α ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση των άρθρων 593 έως 602 και 610 έως 613 ΚΠολΔ (άρθρο 592 παρ. 3 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη, διότι περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωση της, καθότι η ενάγουσα επικαλείται για την διατροφή του τέκνου τη συγγενική σχέση αυτού και του εναγομένου, την έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και την αδυναμία του να εργαστεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, τις ανάγκες του τέκνου που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής, η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο ποσό για όλες αυτές τις ανάγκες του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται σ' αυτή αναλυτικώς οι διατροφικές ανάγκες του ανηλίκου και το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη καθεμιάς από αυτές σε μηνιαία βάση (βλ. ΑΠ 67/1999, ΕλλΔνη 40 [1999], 592, ΑΠ 1322/1992, ΕλλΔνη 35 [1994], 368, ΕφΠειρ 30/2016, ΕφΘεσ 1613/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, εκτός από το αίτημα επιδίκασης διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου από 5-11-2014, ήτοι για το χρόνο προ της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, που είναι αόριστο, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται καμία από τις νόμιμες προϋποθέσεις (όπως αυτές εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη), ήτοι περιέλευση του εναγομένου σε υπερημερία με δικαστική ή εξώδικη όχληση αυτού ή ύπαρξη συμφωνίας περί καταβολής διατροφής για παρελθόντα χρόνο, που θα δικαιολογούσαν επιδίκαση διατροφής από τις 5-11-2014 και ως εκ τούτου η αγωγή, ως προς το χρονικό διάστημα αυτό, ήτοι από 5-11-2014 έως 14-11-2017, οπότε και επιδόθηκε η αγωγή στον εναγόμενο (βλ. την με αρ. ./14-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Πατρών, .), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, η κρινομένη αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 1389, 1390, 1485, 1486, 1487, 1489παρ. 2, 1493, 1496, 1498τουΑΚ, 176, 189παρ. 1, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. β', 910 αρ. 4 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, εφόσον η ενάγουσα απαλλάσσεται, κατ' άρθρο 9 του Ν.3226/2004, από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθόσον με την 658/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) απαλλάχθηκε από την καταβολή εξόδων της παρούσας δίκης, πρέπει η ένδικη αγωγή να εξετασθεί στην ουσία της, του εναγομένου νομίμως συμμετέχοντος στη δίκη, αφού δεν απαιτείται η συμμόρφωση του με την επιταγή του Δικαστηρίου για την προς την ενάγουσα σύζυγο του πληρωμή, προκαταβολικώς, των προς διεξαγωγή της εξόδων της (άρθρο 173 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθόσον όπως προειπώθηκε παρασχέθηκε στην ενάγουσα νομική βοήθεια (ΜΠΘεσ 311/1971, Ναυτ.Δικ. 1972, 143, ΜΠΣερ 12/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Κεραμεύς/Νίκας/Κονδύλης Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 173, αριθμ. 24, σελ. 408, Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ' άρθρο, έτος έκδοσης 2016, σελ. 556).

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

ΕφΠειρ 175/21 : ΔΗΜΟΙ - ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΩΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ - ΚΑΛΥΨΗ ΠΑΓΙΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ.



Αγωγή εργαζομένων με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας στον εφεσίβλητο Δήμο, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι συνδέονται µε µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς στην πραγµατικότητα αυτοί κάλυπταν πάγιες, διαρκείς και µόνιµες ανάγκες του. Ωστόσο, κρίθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή, διότι οι ένδικες συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων με τον εφεσίβλητο, το οποίο είναι ΟΤΑ, άρα συνιστά ΝΠΔΔ, έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντ. και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, καθώς αφορούν την απασχόληση των εκκαλούντων σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθούν ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ενόψει και του ότι δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 §§1,2 εδ. σ’ και β', 3 και 5 του π.δ. 164/04. Απορρίπτει την έφεση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 175/2021

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 8.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου προσδιορισμού δικογράφου ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου ………./2019 έφεση των ηττηθέντων εναγόντων κατά της με αριθμό 1036/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ), επί της από 10.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/16.5.2018 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τους ενάγοντες που ηττήθηκαν πρωτοδίκως (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1, 516 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης η οποία έλαβε χώρα στις 21.3.2019 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.7.2019 (άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ) όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ενόψει του χρόνου άσκησης της έφεσης μετά την 1-1-2016). Σημειωτέον ότι επαναπροσδιορίστηκε για να συζητηθεί με τη με αριθμό 80/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (φεκ α, 104/30.5.2020) περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13.3.2020 έως 31.5.2020, αφού είχε ματαιωθεί η συζήτηση της στις 7.5.2020. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 ), δεδομένου, επιπρόσθετα ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, η κατάθεση παράβολου εκ μέρους των εκκαλούντων (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ ).

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 10.5.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξέθεταν ότι όλοι τους προσλήφθηκαν από τον ήδη εφεσίβλητο Δήµο ………., γα πρώτη φορά η πρώτη από αυτούς την 20-2-2015, ο δεύτερος από αυτούς την 2-3-2015, η τρίτη από αυτούς την 20-2-2015, ο τέταρτος από αυτούς την 20-2-2015, ο πέµπτος από αυτούς την 2-3-2015, ο έκτος από αυτούς την 20-2-2015, ο έβδοµος από αυτούς την 31-12-208, ο όγδοος από αυτούς την 15-3-2016, η ένατη από αυτούς την 20-2-2015, η δέκατη από αυτούς την 20-2-2015, η ενδέκατη από αυτούς την 20-2-2015, ο δωδέκατος από αυτούς την 20-2-2015 και ο δέκατος τρίτος από αυτούς την 20-2-2015 και, έκτοτε έως και την 31-3-2018, εργάζονταν υπό τις ειδικότερα αναφερόµενες στο δικόγραφο της αγωγής ειδικότητες. Ότι από της ως άνω αρχικής τους πρόσληψης έως και την 31-3-2018, απασχολούνταν µε διαδοχικές συµβάσεις εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες προσχηµατικά, χωρίς να συντρέχει προς τούτο αντικειµενικός λόγος, χαρακτηρίστηκαν από τον εφεσίβλητο Δήµο ως ορισµένου χρόνου – η τελευταία των οποίων έληξε για άπαντες την 31-3-2018 – για την κάλυψη δήθεν πρόσκαιρων αναγκών του, ενώ στην πραγµατικότητα αυτοί κάλυπταν πάγιες, διαρκείς και µόνιµες ανάγκες του εφσιβλήτου. Ακολούθως αιτήθηκαν να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται µε τον εφεσίβλητο µε µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από το χρόνο προσλήψεώς τους και να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητο δήμος να τους απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στην ίδια θέση, στην ίδια ειδικότητα και µε τις αντίστοιχες αποδοχές και µετά την ηµεροµηνία λήξεως των συµβάσεών τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 16 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 621 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκρινε ορισμένη την αγωγή αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξεως της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του ΑΚ παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκόψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.Α.Π. 18/2006). Εξ άλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), “Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον” (παρ. 1 εδ. α) και “Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου” (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζονται τα εξής: Όι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων” (παρ. 1). “Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες” (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχολήσεως, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 ΠΚ και πειθαρχικά. Εξ άλλου στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ A 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατυπώσεως του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Περαιτέρω στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη-μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας δυνατότητας έκανε χρήση η Ελλάδα. Στη ρήτρα 5 της πιο πάνω οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003 και 164/2004, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα) και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημιώσεως ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. 

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

«ΓΕΦΥΡΑ 2»: Ποιες επιχειρήσεις κερδίζουν από την επιδότηση δόσεων δανείων


Δημοσιεύτηκε την 03.04.2021 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 4790/2021 (ΦΕΚ Α' 48/31.03.2021) που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις σχετικά με τη συνεισφορά του Δημοσίου στην αποπληρωμή επιχειρηματικών δανείων για δανειολήπτες που έχουν πληγεί από τις δυσμενείς συνέπειες του κορωνοϊού, ήτοι το πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ 2».

Το νέο πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ 2» απευθύνεται τόσο σε επιχειρήσεις που έχουν εξυπηρετούμενες οφειλές, όσο και σε επιχειρήσεις που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι:

Επιδότηση μηνιαίας δόσης επιχειρηματικών δανείων για 8 μήνες.

Επιδότηση τόσο του κεφαλαίου όσο και των τόκων του δανείου.

Επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών, με υψηλά ποσοστά επιδότησης, που φτάνουν μέχρι και το 90% της μηνιαίας δόσης.

Επιδότηση δόσης μέχρι και 80% για επιχειρήσεις που έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια προκειμένου να τα ρυθμίσουν και να αποφύγουν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.


Τα κριτήρια υπαγωγής είναι ανάλογα της κατηγορίας μεγέθους της επιχείρησης:

Για ατομική επιχείρηση – ελεύθερο επαγγελματία που δεν απασχολεί εργαζομένους και έχει εξυπηρετούμενο δάνειο:

1. Να ανήκει σε κλάδους (ΚΑΔ) που έχουν πληγεί και παρουσίασαν σημαντική μείωση της εμπορικής δραστηριότητάς τους, με μείωση εσόδων άνω του 20%, κατά το 2020, συγκριτικά με το 2019

2. Να έχει οικογενειακό εισόδημα έως 57.000 ευρώ

3. Να διαθέτει ακίνητη περιουσία αξίας έως 600.000 ευρώ

4. Να έχει καταθέσεις και λοιπά χρηματοοικονομικά προϊόντα – όπως μετοχές και ομόλογα – στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αξίας έως 40.000 ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση, το μέγιστο ποσό της μηνιαίας επιδότησης ανέρχεται σε 600 ευρώ ανά δάνειο.

Για πολύ μικρή επιχείρηση και ατομική επιχείρηση – ελεύθερο επαγγελματία που απασχολεί 1 έως 9 εργαζομένους και έχει εξυπηρετούμενο δάνειο:

1. Να έχει ετήσιο κύκλο εργασιών έως 2 εκατ. ευρώ

2. Να διαθέτει ακίνητη περιουσία - μη υποθηκευμένη - αξίας έως 2,5 εκατ. ευρώ

3. Να έχει καταθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έως 1 εκατ. ευρώ

4. Να διαθέτει χρηματοοικονομικά προϊόντα – όπως μετοχές, ομόλογα – αξίας έως 150.000 ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση, το μέγιστο ποσό της μηνιαίας επιδότησης ανέρχεται σε 5.000 ευρώ ανά δάνειο.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Γνωμοδότηση Εισ. ΑΠ10/2021 : "Ερώτημα για το αν τα στοιχεία εκκρεμούς ποινικής δικογραφίας αποτελούν προσωπικά δεδομένα και τμήμα του «συστήματος αρχειοθέτησης» κάθε Εισαγγελίας"



Ερώτημα για το αν τα στοιχεία  εκκρεμούς  ποινικής  δικογραφίας  αποτελούν  προσωπικά  δεδομένα  και  τμήμα  του  «συστήματος  αρχειοθέτησης»  κάθε  Εισαγγελίας  καθώς  και αν, σε  καταφατική  περίπτωση, το  υποκείμενο  των  δεδομένων  απαιτείται  να  καταβάλει  ένσημο  εισφοράς  υπέρ  του  ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.  για  να  έχει  πρόσβαση  στα  έγγραφα  της  δικογραφίας  που  το  αφορούν, σε  οποιαδήποτε  στάση  της  διαδικασίας  και  αν  ευρίσκεται  η  υπόθεση.


"Επί των ερωτημάτων, που μας υποβλήθηκαν με το με αριθμό 439/2020 έγγραφο, ως αφορώντων ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, η, κατά το άρθρο 25 § 2 εδάφιο τελευταίο Ν. 1756/1988 (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), γνώμη μας είναι η ακόλουθη.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 §1 Ν. 1017/1971 «Περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων»: «Δια την πραγματοποίησιν της αποστολής του ταμείου καθορίζονται οι εξής πόροι:

Α) Υποχρεωτικοί εισφοραί υπολογιζόμενοι ως ακολούθως:

α)… β)… γ)… δ)… ε)ευρω 3 σε κάθε μήνυση ή αίτηση που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα … και σε κάθε ανακριτικό υπάλληλο καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης…»

Σύμφωνα με το Ν. 4624/2019 «… προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα … ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας ( ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών … », και δη, σύμφωνα με το άρθρο 44 § 1 νοούνται, για τους σκοπούς της ενσωματωμένης οδηγίας, α) ως « δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»), το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου, β) ως «επεξεργασία» : κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται, με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή, …, στ) ως «σύστημα αρχειοθέτησης» : κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο είναι προσβάσιμο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο, είτε αποκεντρωμένο, είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση, ζ) ως « υπεύθυνος επεξεργασίας » : η δημόσια αρχή, η οποία, μόνη ή από κοινού με άλλους, καθορίζει τους σκοπούς και τον τρόπο επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) ως « εκτελών την επεργασία» : το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. … Σύμφωνα με το άρθρο 58 § 1 του ίδιου νόμου «Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην Αρχή εάν πιστεύει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν από δημόσιες αρχές για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 43 (της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων …) παραβιάζουν τα δικαιώματά του. Αυτό δεν ισχύει για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές όταν επεξεργάζονται τα δεδομένα αυτά στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών καθηκόντων τους». Σύμφωνα με το άρθρο 59 του ίδιου νόμου, σχετικά με τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων σε ποινικές έρευνες και διαδικασίες, « Στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας, τα δικαιώματα ενημέρωσης για την επεξεργασία, πρόσβασης, διόρθωσης ή διαγραφής και περιορισμού των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 54 έως και 56, ασκούνται σύμφωνα με όσα ορίζουν οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδικές δικονομικές διατάξεις και ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), όπως κάθε φορά ισχύουν». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 § 5 του ίδιου νόμου « Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν είναι αρμόδια να ελέγχει πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών τους καθηκόντων … ».

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

"Η γραφοσκοπία ως ανιχνευτής του έγγραφου ψεύδους" (της Δρ. Ευδοξίας Ζ. Φασούλα)



(πηγή :  https://www.crimetimes.gr/)


Ι. Στη δικαστική γραφολογία και πριν από τη συγκριτική γραφολογική ανάλυση και αντιπαραβολή των υπό έλεγχο και των γνησίων – δειγματικών χαράξεων, προηγείται ένα στάδιο έρευνας που ονομάζεται γραφοσκοπική εξέταση. Στην ερευνητική αυτή φάση ο δικαστικός γραφολόγος χρησιμοποιεί μια σειρά κατάλληλων φωτοοπτικών μέσων με τη βοήθεια των οποίων παρατηρεί, αναλύει και αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της εξεταζόμενης γραφής ή / και υπογραφής. Η συνήθης μεθοδολογία γραφοσκοπικής εξέτασης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

α) Τόσο το υπό έλεγχο έγγραφο όσο και τα έγγραφα που συνιστούν το δειγματικό – συγκριτικό υλικό εξετάζονται στο πρωτότυπό τους, εφόσον αυτό είναι διαθέσιμο άλλως στην αντιγραφική μορφή, στην οποία τίθενται υπόψη του δικαστικού γραφολόγου, με συνεκτίμηση, ωστόσο, των τεχνικών περιορισμών που συνοδεύουν αυτή τη μορφή εγγράφων[1].

Η έρευνα αυτή περιλαμβάνει εξέταση δια γυμνού οφθαλμού καθώς και ανάλυση με χρήση ειδικών γραφοσκοπικών οργάνων[2], δηλαδή:

αα) μεγεθυντικών φακών, με δυνατότητες μεγέθυνσης κατά προτίμηση x2 – x20,

αβ) μικροσκόπιου / στερεοσκόπιου με δυνατότητες μεγέθυνσης x50 – x100,

αγ) λαμπών φωτισμού (προσπίπτοντος, διερχόμενου και πλάγιου) και εφόσον κρίνεται απαραίτητο συσκευών υπεριωδών ή υπέρυθρων ακτίνων.

β) Στη συνέχεια λαμβάνονται φωτογραφίες του υπό κρίση εγγράφου και των επ’ αυτών κρινόμενων γραφών ή υπογραφών και των γνησίων – δειγματικών γραφών και υπογραφών. Όσο αφορά ειδικότερα τη φωτογραφία, στη δικαστική γραφολογία ενδιαφέρει ένας ιδιαίτερος τύπος ή τρόπος φωτογράφισης, η λεγόμενη “macro” φωτογράφιση. Πρόκειται για φωτογράφιση σε μικρή εστιακή απόσταση από το φωτογραφιζόμενο έγγραφο, που επιτρέπει την σε βάθος και σε μεγέθυνση αναπαράσταση κρίσιμων λεπτομερειών αυτού. Σήμερα χρησιμοποιούνται ευρέως και στη δικαστική γραφολογική έρευνα οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές με ενσωματωμένη “macro” λειτουργία ή και φωτογραφικές μηχανές στις οποίες όμως εφαρμόζονται ορισμένα εξαρτήματα, προκειμένου να επιτευχθεί η μακροφωτογράφιση, όπως είναι τα φίλτρα “close up”, τα δακτυλίδια προέκτασης ή η φισούνα.

Στο πλαίσιο ενός δικαστικού γραφολογικού ελέγχου η φωτογράφιση των εγγράφων αποσκοπεί:

  • Στη διευκόλυνση, σε δεύτερη φάση, της έρευνας του δικαστικού γραφολόγου, όταν η εξέταση επί του πρωτοτύπου έχει ολοκληρωθεί ή όταν η πρόσβαση σε αυτό δεν είναι πλέον εφικτή.
  • Στη δημιουργία σχετικού φωτογραφικού αρχείου, ως αρχείου αποδεικτικού υλικού.
  • Στην παραγωγή φωτοτεχνικών πινάκων, που συνοδεύουν τις γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες / γνωμοδοτήσεις[3].

Στις ανωτέρω φωτογραφικές λήψεις και απεικονίσεις περιλαμβάνονται και εκείνες με εφαρμογή ψηφιακού, φορητού μικροσκοπίου, ενός από τα πλέον σημαντικά γραφοσκοπικά όργανα. Η ιδιαιτερότητα του ψηφιακού μικροσκοπίου είναι η δυνατότητα που έχει να συλλαμβάνει την εικόνα μέσω μίας βιντεοκάμερας και στη συνέχεια να την μεταφέρει στην οθόνη του υπολογιστή. Κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται κατά πολύ η παρατήρηση, ενώ ο μικροσκοπικός έλεγχος συνδυάζεται με όλες τις κλασικές ψηφιακές εφαρμογές: ψηφιακή αποτύπωση της εικόνας, αποθήκευση – αρχειοθέτηση, εισαγωγή εικόνας σε υπάρχον αρχείο (π.χ. στην έκθεση του δικαστικού γραφολόγου) και εκτύπωση αυτής.

Η εξέταση με μικροσκόπιο αποτελεί μία από τις βασικότερες γραφοσκοπικές εξετάσεις, ιδίως όταν πρόκειται να αξιολογηθεί σε βάθος και με λεπτομέρεια η ποιότητα του γραφικού «ίχνους».

Ειδικότερα με τη χρήση μικροσκοπίου και τη συνακόλουθη φωτογράφιση των κρινόμενων γραφών και υπογραφών δύναται να ανιχνευθούν κρίσιμα στοιχεία ενδεικτικά πλαστογράφησης όπως λεπτό τρέμολο, σπασμοί και υπερένταση της γραφικής κίνησης, αφύσικες διακοπές της γραφικής συνέχειας, αφύσικες στάσεις, «επίπεδη» και χωρίς φυσιολογικές εναλλαγές γραφική πίεση, γραφολογικές αντιφάσεις, ψευδοδιορθωτικές επιχαράξεις (βλ. την σχετική ανάλυση που ακολουθεί παρακάτω). Η εν λόγω φωτοοπτική εξέταση είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου να καταλήξει κανείς με ασφάλεια σε ένα διαγνωστικό συμπέρασμα περί γνησιότητας ή μη μιας γραφής ή υπογραφής. Ταυτοχρόνως η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να περιέχει τη φωτογραφική απεικόνιση της συγκεκριμένης εξέτασης, έτσι ώστε σαφώς να συνάγεται η διενέργεια αυτής και η έκθεση να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη[4].

II. Ο προσδιορισμός του «έγγραφου ψεύδους» δηλαδή της συνθήκης έλλειψης γνησιότητας μίας γραφής ή υπογραφής συνδέεται με τη γραφοσκοπική ανίχνευση και στη συνέχεια τη γραφολογική διάγνωση δύο γραφικών φαινομενολογιών, ήτοι της πλαστογράφησης της γραφής ή υπογραφής ενός προσώπου ή της εκούσιας αυτοαλλοίωσης του προσωπικού τρόπου γραφής ή υπογραφής με σκοπό την απόκρυψη της (έγγραφης) ταυτότητας ή / και την αμφισβήτηση αυτής στο μέλλον. Σημειωτέον ότι εκούσια αυτοαλλοίωση παρατηρείται και στην περίπτωση πλαστογράφησης της υπογραφής ενός προσώπου, χωρίς απομιμητική προσπάθεια αλλά ως «σκαρίφημα ιδίας επινόησης» του πλαστογράφου.

ΙΙα. Η απομίμηση της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης ενός προσώπου από τρίτο πρόσωπο αποτελεί τον πυρήνα των θεμάτων της δικαστικής γραφολογίας, καθώς είναι ο βασικός τρόπος παραγωγής πλαστών εγγράφων.

Ως απομίμηση στη δικαστική γραφολογία νοείται η προσπάθεια αναπαραγωγής κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο πιστό της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης ενός άλλου προσώπου, με σκοπό να παρουσιαστεί αυτή ως γνήσια και αληθής. Οι συνήθεις τρόποι απομίμησης είναι:

  • Αργή ή δουλική ή ζωγραφική απομίμηση: Στην περίπτωση αυτή ο πλαστογράφος κρατά μπροστά του το χαρτί με τη γραφή / υπογραφή προς απομίμηση και προσπαθεί να κινήσει το χέρι του κατά τον τρόπο που τα μάτια του «κινούνται» επί της γραφής / υπογραφής προς απομίμηση και όσο το δυνατόν μορφολογικά πιο πιστά.
  • Γρήγορη ή ελεύθερη απομίμηση: Το είδος αυτό απομίμησης πραγματοποιείται σε δύο φάσεις. Αρχικά μελετάται προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια της προς απομίμηση γραφής / υπογραφής και ο πλαστογράφος εξασκείται συστηματικά στην αναπαραγωγή αυτής ελεύθερα (χωρίς δηλαδή τη χρήση κάποιας ιδιαίτερης μεθόδου), έτσι ώστε σταδιακά να αποκτήσει σιγουριά τόσο στον τρόπο σχηματισμού της φόρμας όσο και στο γραφικό/ υπογραφικό ρυθμό. Στην τελική φάση αναπαράγεται ελεύθερα η προς απομίμηση γραφή / υπογραφή κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο αυθόρμητο και φυσικό. Ενίοτε η προσβασιμότητα στις υπογραφές του θύματος και η συχνή θέση τους αντ’ αυτού (π.χ. υπογραφικές συνήθειες μεταξύ συνεταίρων) συνιστούν εξάσκηση και διευκολύνουν την παραγωγή ρυθμικά γρήγορων υπογραφών που δίνουν την εντύπωση έγγραφου αυθορμητισμού και επομένως δημιουργούν εικόνα φαινομενικής γνησιότητας.

Κατά τη διαδικασία της απομίμησης ο πλαστογράφος θα πρέπει αφενός μεν να αρνηθεί την προσωπική του (υπο)γραφή αφετέρου να αναπαράγει όσο το δυνατόν πιο πιστά την (υπο)γραφή ενός άλλου ατόμου. Η προσπάθεια αυτή αποδεικνύεται στην πράξη εξαιρετικά δύσκολη. Πιο συγκεκριμένα και όσο αφορά την άρνηση της προσωπικής (υπο)γραφής, η πλήρης κατάργηση του προσωπικού γραφικού ή υπογραφικού αυτοματισμού είναι αν όχι αδύνατη τουλάχιστον πολύ σπάνια. Εξάλλου όσο πιο ελεύθερη και ταχεία είναι η αναπαραγωγή της προς απομίμηση γραφής / υπογραφής τόσο ευκολότερο είναι να διεισδύσουν, χωρίς να το αντιληφθεί ο πλαστογράφος, στοιχεία της προσωπικής του γραφής. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ είναι σχετικά εύκολο να μιμηθεί κανείς το σχήμα και τη φόρμα των γραμμάτων ενός προσώπου, είναι αδύνατον  να αναπαραχθεί ο προσωπικός βιορρυθμός ενός ατόμου, ο οποίος προσδίδει την ατομικότητα στη γραφική ή υπογραφική κίνηση. Ακριβώς διότι ο τρόπος που λειτουργεί τόσο σε επίπεδο σωματικό όσο και σε επίπεδο ψυχοσωματικό ο καθένας μας είναι μοναδικός.[5]

Κατ’ ακολουθία στην περίπτωση της απομίμησης δημιουργούνται δύο ρεύματα εγκεφαλικής και κατά συνέπεια ψυχοσωματικής ενέργειας, τα οποία ουσιαστικά αλληλοαναιρούνται. Από τη μία η ισχυρή συνειδητή θέληση του πλαστογράφου (σε επίπεδο φλοιού του εγκεφάλου) να αναπαράγει με ακρίβεια την προς απομίμηση γραφή / υπογραφή, ελέγχοντας τις γραφικές του κινήσεις και αναχαιτίζοντας τον προσωπικό τρόπο γραφής ή υπογραφής του. Από την άλλη οι πυραμιδικές οδοί του εγκεφάλου ενεργοποιούν συνεχώς και σε επίπεδο ασυνειδήτου τους προσωπικούς γραφικούς ή υπογραφικούς αυτοματισμούς του πλαστογράφου, κάθε φορά που αυτός θέτει σε κίνηση το χέρι του προς παραγωγή γραφής ή υπογραφής.

Όπως είναι φυσικό η σύγκρουση των δύο ως άνω περιγραφόμενων ρευμάτων ψυχοσωματικής και κατ’ επέκταση γραφοκινητικής ενέργειας έχει ως επακόλουθο την παραγωγή στην πλαστογραφημένη γραφή ή υπογραφή μιας σειράς γραφολογικών φαινομένων ενδεικτικών της σύγκρουσης αυτής[6], όπως:

  1. Απότομες διακοπές του γραφικού ή υπογραφικού ρυθμού, ρυθμική αναχαίτιση, αστάθεια ή αρρυθμία
  2. Αδικαιολόγητες στάσεις / άρσεις του γραφικού μέσου
  3. Μορφολογικές – υφολογικές αντιφάσεις
  4. Σημεία μείξης γραφικών / υπογραφικών ρυθμών
  5. Ανομοιογένεια γραφικών παραμέτρων και έλλειψη αρμονίας
  6. Αφύσικο τρέμολο και σπασμοί γραμμών
  7. Αύξηση των γωνιών / Αλλοίωση της καμπυλότητας των γραμμών (τα οβάλ των «ο», «α» κλπ. εμφανίζουν τετράγωνη ή τριγωνική μορφή) λόγω αυξημένης προσοχής που επιφέρει και μυϊκή υπερένταση
  8. «Επίπεδη», δηλ. χωρίς φυσιολογικούς χρωματισμούς γραφική πίεση (Σε συνθήκες φυσιολογικής – γνήσιας χάραξης λειτουργεί ανεμπόδιστα κατά τη γραφική κίνηση η δύναμη της βαρύτητας, η οποία διευκολύνει τη ροή της μελάνης προς τα κάτω, καθώς και τη καθοδική κίνηση του χεριού. Κατά τον τρόπο αυτό οι καθοδικής κατεύθυνσης γραμμές χαράσσονται με εντονότερη μελάνωση σε αντίθεση με τις ανοδικές, οι οποίες εμφανίζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό χρωματική μείωση της έντασής τους στη γραφική πίεση. Όταν όμως αυξηθεί έντονα η προσοχή και η επιμέλεια κατά τη χάραξη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της απομίμησης ή / και αυξηθεί η συγκινητικότητα (ταραχή) που συνοδεύει την παραγωγή τέτοιου είδους χαράξεων ο ομαλός αυτός τρόπος δράσης της δύναμης της βαρύτητας διαταράσσεται, καθώς εμφιλοχωρούν έτερες δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν ανασχετικά στην ελεύθερη χρωματική παραγωγή της γραφικής πίεσης. Στην περίπτωση αυτή παρατηρούνται γραφοσκοπικώς καθοδικές και ανοδικές γραμμές να χαράσσονται χωρίς τις ως άνω χρωματικές αυξομειώσεις αλλά να εμφανίζουν ίδια ένταση).
  9. Υπερβολική αναπαραγωγή ορισμένων μορφολογικών – υφολογικών στοιχείων (Νόμος της ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ του Lutwig Klages[7]), τα οποία έλκουν οπτικώς τον πλαστογράφο.

Ανάλογα  με την επιλεγόμενη τεχνική πλαστογράφησης (δουλική ή ελεύθερη απομίμηση) τα ανωτέρω γραφολογικά φαινόμενα είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονα. Πιο συγκεκριμένα[8]:

  • Στη «δουλική» («ζωγραφική») απομίμηση παρατηρούνται: α) «επίπεδη» και χωρίς φυσιολογικούς χρωματισμούς γραφική πίεση, β) τρέμολο λόγω υπερέντασης και εξαιρετικά αργός ρυθμός χάραξης, στάσεις – επανεκκινήσεις του γραφικού μέσου, για την αποφυγή λαθών, γ) πλήρης έλλειψη γραφικού / υπογραφικού αυθορμητισμού, δ) αναπαραγωγή κατά τρόπο υπερβολικό ορισμένων μορφολογικών – υφολογικών στοιχείων (Νόμος της ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ του Lutwig Klages[9]), τα οποία έλκουν οπτικώς τον πλαστογράφο.
  • Στην ελεύθερη απομίμηση, η παρουσία αλλά και η ένταση των ανωτέρω γραφολογικών φαινομένων εξαρτάται και από την ικανότητα του πλαστογράφου να εξισορροπεί τον προσωπικό του γραφικό ή υπογραφικό αυθορμητισμό με τις ιδιαιτερότητες της προς απομίμηση γραφής ή υπογραφής. Εν προκειμένω παρατηρούνται κυρίως μορφολογικές – υφολογικές αντιφάσεις και μείξη γραφικών / υπογραφικών ρυθμών και στυλ. Εξάλλου όσο πιο ελεύθερη και ταχεία είναι η αναπαραγωγή της προς απομίμηση γραφής / υπογραφής τόσο ευκολότερο είναι να διεισδύσουν, χωρίς να το αντιληφθεί ο πλαστογράφος, στοιχεία της προσωπικής του γραφής.