Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

ΣτΕ για πόθεν έσχες: Αντισυνταγματική η υποχρέωση δήλωσης μετρητών σε σπίτια και θυρίδες



Αριθμός 2649/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ - ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2017,  με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Θ. Αραβάνης, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Τζοβαρίδου, Ε. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Δ. Εμμανουηλίδης, Μ. Σωτηροπούλου, Α. Μίντζια, Ι. Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χ. Σιταρά, Α. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε. Παπαδημητρίου και Α. Μίντζια καθώς και η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 14ης Νοεμβρίου 2016 αίτηση:

των ν.π.ι.δ. με τις επωνυμίες: 1. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 47-49), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΑΤ (Α.Μ. ),  που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου», που εδρεύει στην Αθήνα (Τσόχα και Βουρνάζου 4), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο: α) η Πρόεδρος της Ενώσεως Ασημίνα Σαντοριναίου και β) ο Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Παναγιώτης Παππίδας, 3. «Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 16), 4. «Ένωση Διοικητικών Δικαστών», που εδρεύει στην Αθήνα (Λουΐζης Ριανκούρ 85), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο και 5. «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων», που εδρεύει στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών, πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 6, γραφείο 210), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) ΑΤ (Α.Μ. ) και β) ΑΑ (Α.Μ. 7372), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1. Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με την ΑΑ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Α Κ, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15ης Νοεμβρίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες ενώσεις επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’
aριθμ. 1846/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3300/13.10.2016).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή,  Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτουσών ενώσεων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2550627, 2550628, 2550629/2016 έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της 1846οικ./13.10.2016 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών»
(Β΄ 3300/13.10.2016).

3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας με την από 15.11.2016 πράξη του Προέδρου αυτού (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. γ΄ π.δ. 18/1989, Α΄ 8, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013, Α΄ 242).

4. Επειδή, μεταξύ των καταστατικών σκοπών των αιτούντων σωματείων περιλαμβάνεται η προστασία των εννόμων συμφερόντων των μελών τους, δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Συνεπώς, ασκούν την αίτηση με έννομο συμφέρον και, περαιτέρω, ομοδικούν παραδεκτώς. Τέλος, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως (δημοσίευση της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: 13.10.2016, άσκηση της αίτησης: 14.11.2016).

5. Επειδή, στο άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού»·
στο άρθρο 87 παρ. 1 και 3 ορίζεται ότι: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. ... 3. Η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς και από τον Εισαγγελέα και τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από αρεοπαγίτες και εισαγγελείς ανώτερου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου».
Περαιτέρω, στο άρθρο 88 παρ. 4 ορίζεται ότι: «Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93»· στο άρθρο 90 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. …»· στο άρθρο 91 παρ. 1 και 3 ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς, από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτούς, ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. … 3. Η πειθαρχική εξουσία στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, κατά τους ορισμούς του νόμου. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης. …». Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνει ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988, Α΄ 35).

6. Επειδή, με τον ν. 4351/1964 «Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της Χώρας» (Α΄ 136) θεσπίστηκε υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Η υποχρέωση καταλάμβανε τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς και Κοινοβουλευτικούς Εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές, Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων και τους διοικητικούς υπαλλήλους πρώτου ή αντίστοιχου βαθμού, και αφορούσε την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων αυτών.
Ο νόμος αυτός καταργήθηκε από τον ν. 1738/1987 «Σύσταση Συμβουλίου Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, των Κωδίκων Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και άλλες Διατάξεις» (Α΄ 200), με τον οποίο θεσπίστηκε εκ νέου η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλα στελέχη της Διοίκησης.
Με τον ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων - Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών - Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 155) διευρύνθηκε ο κατάλογος των υπόχρεων, στους οποίους περιελήφθησαν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι έκτοτε υποβάλλουν ανελλιπώς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Οι σχετικές όμως διατάξεις του ανωτέρω νόμου (άρθρα 24 έως 29) καταργήθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α΄ 309).
Με τον νόμο αυτόν, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ιδίως μετά τους ν. 4281/2014 (Α΄ 160), 4389/2016 (Α΄ 94), 4396/2016 (Α΄ 111), 4425/2016 (Α΄ 185) και 4427/2016 (Α΄ 188), ορίστηκαν τα εξής:
Άρθρο 1 (Υπόχρεοι σε δήλωση) «1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν: α. Ο Πρωθυπουργός. β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση. γ. Οι Υπουργοί, οι αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υφυπουργοί. δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές. ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β΄. … ιβ. Οι Δικαστικοί και οι Εισαγγελικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. … 2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους (αρχική δήλωση). Τα μετέπειτα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για ένα (1) έτος, ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 για τρία (3) έτη, μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, και το αργότερο τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Κατ’ εξαίρεση και ειδικώς για την υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του έτους 2015 (χρήση 2014), η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων αυτών λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2015 [όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 4346/2015, (Α΄ 152). Με το άρθρο 66 παρ. 6 του ν. 4409/2016 (Α΄ 136), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4425/2016, ορίστηκε ότι για την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έτους 2016 (χρήση 2015) η προθεσμία υποβολής θα έληγε στις 15.1.2017. Η προθεσμία παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι 13.4.2017 (άρθρο τρίτο ν. 4448/2017, Α΄ 1) και 30.6.2017 (άρθρο 11 ν. 4467/2017, Α΄ 56)]. 3. Το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στα αρμόδια όργανα ελέγχου κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και από τον αρμόδιο Υπουργό, τον γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης ή το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου για τα πρόσωπα που υπάγονται στο φορέα αυτόν ή από τον οποίο εποπτεύονται και σε κάθε άλλη περίπτωση από τα όργανα διοίκησης του οικείου φορέα. ... 4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου,
… . 5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. …»
.
Άρθρο 2 (Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης) «1. α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:
i. Τα έσοδα από κάθε πηγή.
ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).
v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.
vi. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.
vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου).
ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα. Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
β. i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα.
ii. Στη δήλωση αναφέρονται τα προσωπικά, υπηρεσιακά και φορολογικά στοιχεία των υπόχρεων. Οι υπόχρεοι προσκομίζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφα των οικείων παραστατικών εφόσον τους ζητηθεί.
γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωσή τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, για τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, τη σύζυγο του, για τα δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση συνοδεύεται από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου για το προηγούμενο έτος και αντίγραφο του τελευταίου εντύπου Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ. Ειδικότερα, τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3Β παρ. 2 του παρόντος νόμου και το άρθρο 7Α παρ. 3 περίπτωση γ΄ στοιχεία αα έως ζζ τουν. 3691/2008 επισυνάπτουν στη δήλωση αντίγραφα των αναγκαίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση, όπως αυτά θα εξειδικευθούν στην απόφαση του Προέδρου της Βουλής και την κοινή υπουργική απόφαση, η έκδοση των οποίων προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομίας. 2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται, για μεν τους υπόχρεους των περιπτώσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ με απόφαση του Προέδρου της Βουλής και για τους άλλους υπόχρεους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με όμοιες αποφάσεις, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, οπότε προσδιορίζεται ο κατά περίπτωση υπεύθυνος διαχείρισης και καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι αναγκαίες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα. Οι δηλώσεις υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης. Για την επεξεργασία λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι διαθέσιμη, η αξία κτήσης. 3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ του άρθρου 1 παράγραφος 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. … 4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης». 

Άρθρο 3 (Όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης) «1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α, αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και κδ΄, κζ΄, λα΄ έως και μγ΄ και μστ΄ έως μη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α΄ 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη΄, τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν. β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις λ΄, μδ΄ και με΄ στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης γ) … δ) … 2. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου για τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Για τα μετέπειτα έτη ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου. 3. Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων. Το όργανο ελέγχου μπορεί να καταρτίζει πρόγραμμα συνοπτικών ή/και ειδικών - θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς (κατά την παράγραφο 2 εδάφια α΄ και β΄ εφόσον συντρέξει προς τούτο περίσταση). 4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ’ εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του. 5. …».
Άρθρο 3Α (Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης) «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. 2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής. … 3. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. … 4. Την Επιτροπή υποστηρίζει ειδική υπηρεσία επιπέδου διεύθυνσης υπαγόμενη στον Πρόεδρο της Επιτροπής. … 5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ’ ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. 6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής». 

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

«Plaidoyer» για τη διατήρηση του δυϊσμού της δικαιοσύνης, από τον Αντιπρόεδρο του Conseil d’Etat, J.-M. Sauvé - [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]







«Plaidoyer» για τη διατήρηση του δυϊσμού της δικαιοσύνης, από τον Αντιπρόεδρο του Conseil d’Etat, J.-M. Sauvé

1. Αν και η αναδιάρθρωση των διοικητικών δικαστηρίων στο πλαίσιο συστήματος ενιαίας δικαιοδοσίας θα απαιτούσε, στη Γαλλία τουλάχιστον, μια πραγματική «επανάσταση» [P. Delvolvé, Le droit administratif, Dalloz, col. Connaissance du droit, 2002, σ. 80], λόγω του ρόλου και του καθεστώτος του Conseil d’Etat και της ιστορικής συγκυρίας που καθόρισε τη δημιουργία της διοικητικής δικαιοσύνης, το ερώτημα για την ανάγκη διατήρησης δύο διαφορετικών δικαιοδοτικών κλάδων επανέρχεται συχνά στο προσκήνιο και η συζήτηση παραμένει επίκαιρη. Μετά το αφιέρωμα της RFDA  [1990, σ. 689 επ.] στα διακόσια έτη της διοικητικής δικαιοσύνης και της AJDA [2005, σ. 1769 επ.] στο ζήτημα του μέλλοντος του δικονομικού δυϊσμού, η σχετική συζήτηση αναθερμάνθηκε πρόσφατα με τις διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων των δύο κλάδων [1]. Ενώ ο Πρόεδρος της Cour de cassation φαίνεται ότι τάσσεται σαφώς υπέρ του συστήματος της ενιαίας δικαιοδοσίας, εκτιμώντας ότι η ύπαρξη χωριστού κλάδου διοικητικών δικαστηρίων δεν δικαιολογείται πλέον, ο Αντιπρόεδρος του Conseil d’Etat αντιπαρέρχεται το ζήτημα της διατήρησης του δικονομικού δυϊσμού και εστιάζει στον ιδιαίτερο ρόλο των διοικητικών δικαστηρίων, στην ενίσχυση των εξουσιών τους και στην αποτελεσματικότητά τους στην παροχή έννομης προστασίας. Από τη μελέτη των σχετικών κειμένων συνάγεται μάλλον ότι στο ζήτημα της επιλογής μεταξύ της ενιαίας δικαιοδοσίας ή της ύπαρξης περισσότερων δικαιοδοτικών κλάδων η έννομη τάξη δεν επιβάλλει συγκεκριμένη απάντηση [2].
2. Σε σύντομο κείμενό του της 25ης Ιουλίου 2017, με τον τίτλο "Pour l’unité de juridiction", ο πρώτος Πρόεδρος της γαλλικής Cour de cassation, ο B. Louvel, τάχθηκε υπέρ της κατάργησης του δικονομικού δυϊσμού (πολιτικής και διοικητικής δικαιοσύνης). Αφού αναφέρθηκε εν τάχει στους ιστορικούς λόγους που οδήγησαν, στη Γαλλία, στην καθιέρωση της διοικητικής δικαιοσύνης, εξέθεσε συνοπτικά την εξέλιξη του νομικού καθεστώτος της, τη συνταγματική κατοχύρωσή της και την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της, αναγνωρίζοντας τον ρόλο του διοικητικού δικαστή ως εγγυητή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στον ίδιο βαθμό με τον πολιτικό δικαστή. Προς επίρρωση τούτου αναφέρθηκε στον έλεγχο τον οποίο ασκεί ο διοικητικός δικαστής, κατά τα δύο τελευταία έτη οπότε ισχύει στη Γαλλία η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στα διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται συναφώς και ο οποίος ουδόλως υπολείπεται αυτού που ασκεί ο πολιτικός δικαστής: στο πλαίσιο της αντίστοιχης καθ’ύλην αρμοδιότητας, τόσο ο πολιτικός όσο και ο διοικητικός δικαστής «υπακούουν» στις ίδιες αξίες, στην ίδια παιδεία, στην ίδια ιεράρχηση μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των ιδιωτικών συμφερόντων. Στο πνεύμα αυτό επισημάνθηκε ότι ο πρόσφατος νόμος που ενισχύει τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας προέβλεψε ότι η Διοίκηση ζητεί την άδεια του πολιτικού δικαστή πριν από τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων (έρευνες και κατασχέσεις), ενώ άλλα μέτρα (όπως ο κατ’οίκον περιορισμός) εξακολουθούν να λαμβάνονται υπό τον έλεγχο του διοικητικού δικαστή. Ανακύπτει, επομένως, το ερώτημα πώς δικαιολογείται σήμερα η ύπαρξη δύο χωριστών δικαιοδοτικών κλάδων. Ο Πρόεδρος της Cour de cassation κατέληξε ότι ούτε οι εκατέρωθεν συντεχνιακές προσεγγίσεις, ούτε οι δυσκολίες της κατάρτισης των δικαστών στο διοικητικό δίκαιο την οποία μπορεί να αναλάβει η Eθνική Σχολή Δικαστών [Ecole nationale de la magistrature], ούτε το διανοητικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου άρσης των συγκρούσεων [Tribunal des conflits] συνιστούν πειστικούς λόγους για τη διατήρηση ενός συστήματος που εμφανίζεται για τον διάδικο ως ένα «από τα πιο δυσπρόσιτα μυστήρια στον δρόμο για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στη διαφάνεια των θεσμών μας».
3. Στα επιχειρήματα αυτά και στην ανάγκη διατήρησης του δυϊσμού της δικαιοσύνης έχει αναφερθεί διεξοδικά ο Αντιπρόεδρος του Conseil d’Etat, ο J.-M. Sauvé, σε δύο διαδοχικές ομιλίες του στην Εθνική Σχολή Δικαστών, που απέχουν ένα έτος μεταξύ τους, απευθυνόμενος σε μελλοντικούς πολιτικούς δικαστές.
4.Η πρώτη ομιλία, της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, με τον τίτλο «ο δικαιοδοτικός δυϊσμός: συνέργειες και συμπληρωματικότητα» [Le dualisme juridictionnel : synergies et complémentarité], αναλύει, κατ’αρχάς, στο πλαίσιο του θετικού δικαίου, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο δικαιοδοτικών κλάδων και την επέμβαση του Tribunal des conflits για την άρση των συγκρούσεων. Μετά την εξέταση της ως άνω «διατεταγμένης συμπληρωματικότητας», εκθέτει τη διαδικασία του άτυπου διαλόγου που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο δικαιοδοτικών κλάδων, με τη σύσταση ομάδων εργασίας που αποτελούνται από πολιτικούς και διοικητικούς δικαστές, τις αλληλεπιδράσεις, την προσέγγιση των εφαρμοστέων αρχών και τη σύγκλιση των νομικών λύσεων, η οποία εντάθηκε λόγω της αυξανόμενης επιρροής του δικαίου της Ένωσης και της ΕΣΔΑ. Για παράδειγμα, οι εν λόγω υπερεθνικές αυτές έννομες τάξεις δεν διακρίνουν μεταξύ του δημοσίου υπαλλήλου και του μισθωτού του ιδιωτικού τομέα [3] ούτε μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων [4]. Η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης είχε ως συνέπεια τη σύγκλιση ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου τόσο από ουσιαστική όσο και από διαδικαστική σκοπιά.  Στο πνεύμα αυτό, με την απόφαση SCEA du Chéneau, το Tribunal des conflits δέχθηκε ότι όταν μια διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ο δικαστής της κύριας δίκης είναι αρμόδιος να εκτιμήσει τη νομιμότητα μιας πράξης, πράγμα που ισχύει τόσο για τον διοικητικό δικαστή όσον αφορά πράξη ιδιωτικού δικαίου όσο και για τον πολιτικό δικαστή όσον αφορά πράξη δημοσίου δικαίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου [5]. Έτσι ο πολιτικός δικαστής μπορεί ευθέως να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για τη συμβατότητα διοικητικής πράξης προς το δίκαιο της Ένωσης χωρίς να απευθυνθεί προηγουμένως στον διοικητικό δικαστή και αντιστρόφως. Τέλος αναλύονται οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που ενίσχυσαν, μετά το 1980, τις εξουσίες του ακυρωτικού δικαστή (επιβολή προστίμου για μη συμμόρφωση, εντολές στη Διοίκηση, ασφαλιστικά μέτρα [astreintes, injonctions, procédures d’urgence]), επιτρέποντας, αφενός, την απονομή «ποιοτικής δικαιοσύνης» και, αφετέρου, την παροχή αποτελεσματικής προστασίας των ελευθεριών, ιδίως στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ήδη με τον νόμο της 21ης Ιουλίου 2016, που παρατείνει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατόπιν του τρομοκρατικού χτυπήματος στη Νίκαια, στις 14 Ιουλίου 2016,  η διοικητική αρχή  αποκτά μεν πρόσβαση, προληπτικά, στα δεδομένα που έχουν αποθηκευθεί σε πληροφοριακό σύστημα, αλλά μπορεί να τα επεξεργαστεί μόνον αφού λάβει την άδεια του διοικητικού δικαστή, ο οποίος αποφαίνεται εντός 48 ωρών. Το Conseil d’Etat ασκεί πλήρη έλεγχο της νομιμότητας και της αναγκαιότητας των μέτρων αυτών, έχει δε ήδη υποβάλει 4 ερωτήματα ως προς τη συνταγματικότητα διατάξεων του νόμου αυτού στο Conseil constitutionnel. Η ομιλία κλείνει με την παρατήρηση ότι η ύπαρξη δύο δικαιοδοτικών κλάδων δεν συνιστά πηγή πολυπλοκότητας, αλλά παράγοντα εμπλουτισμού, συμπληρωματικότητας και συνεργειών με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας υπηρεσίας της δικαιοσύνης.
5. Εκτενέστερη και άκρως κατατοπιστική είναι η πρόσφατη παρέμβαση του J.-M. Sauvé, της 21ης Ιουλίου 2017, με τον τίτλο «διάλογος μεταξύ των δύο δικαιοδοτικών κλάδων» [Dialogue entre les deux ordres de juridiction]. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της γένεσης και των αρμοδιοτήτων της διοικητικής δικαιοσύνης. Ο δυϊσμός της δικαιοσύνης είναι η συνέπεια συγκεκριμένων συγκυριών και μιας μακράς ιστορικής παράδοσης. Οφείλεται σε μια ιδιαίτερη αντίληψη της διάκρισης των εξουσιών στην Γαλλία, ειδικότερα δε στην επιθυμία των ηγετών της Επανάστασης να αποτρέψουν την επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στις αρμοδιότητες της Διοίκησης και την ενδεχόμενη παράλυση της λειτουργίας της. Αναφερόμενος στο άρθρο 16 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και στη διάκριση των εξουσιών κατά τον Montesquieu, ο J.-M. Sauvé αναλύει τον νόμο της 16ης και 24ης Αυγούστου 1790 που περιέχει τα κυριότερα μέτρα για την «υποταγή» της δικαστικής εξουσίας στις άλλες εξουσίες, με έμφαση την απαγόρευση στα δικαστήρια να μετέχουν ευθέως ή εμμέσως στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και να εμποδίζουν ή να αναστέλλουν την εκτέλεση κειμένων του νομοθετικού σώματος που κυρώνονται από τον βασιλέα, επί ποινή παράβασης υπηρεσιακών καθηκόντων [άρθρο 10 του νόμου της 16ης και 24ης Αυγούστου 1790]. Όσον αφορά τη σχέση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, προβλέφθηκε ρητώς ότι η «δικαστική λειτουργία είναι διακριτή και θα παραμείνει πάντοτε χωριστή από τη διοικητική λειτουργία. Οι δικαστές δεν θα μπορούν, επί ποινή παράβασης καθήκοντος, να διαταράξουν, καθ’οιονδήποτε τρόπο, τις ενέργειες των διοικητικών αρχών ούτε να προσαγάγουν ενώπιόν τους τα διοικητικά όργανα λόγω των ενεργειών τους» [άρθρο 13 του νόμου της 16ης και 24ης Αυγούστου 1790]. Η απαγόρευση αυτή επαναλαμβάνεται, λόγω των συχνών παραβιάσεών της, μερικά χρόνια αργότερα: «απαγορεύεται στα δικαστήρια να επιλαμβάνονται διοικητικών πράξεων οιασδήποτε κατηγορίας» [διάταγμα της 16ης fructidor έτους ΙΙΙ]. Η αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής αυτής κατέληξε στη λεγόμενη «γαλλική αντίληψη της διάκρισης των εξουσιών» [6] και η δυσπιστία έναντι των δικαστών οδήγησε στον αποκλεισμό των πολιτικών δικαστηρίων [tribunaux judiciaires] από την επίλυση των διοικητικών διαφορών [7]. Ενώ λοιπόν η διάκριση των εξουσιών απαιτούσε να μην μπορεί η μια εξουσία να είναι ταυτόχρονα εκτελεστική και δικαστική, η γαλλική επαναστατική αντίληψη απέκλεισε από τον έλεγχο του δικαστή κάθε διοικητική ενέργεια. Η διοικητική δικαιοσύνη γεννήθηκε από το ως ανω παράδοξο : από την ακαμψία ενός δόγματος που ωθήθηκε στα άκρα, σε σημείο που να αυτοαναιρείται. Στο πνεύμα αυτό, η επίλυση των διαφορών που προκαλούσε η διοικητική δραστηριότητα ανατέθηκε στην ίδια τη Διοίκηση, που ως προς την αρμοδιότητα αυτή λειτουργούσε σαν δικαστής. Με άλλα λόγια, η διοικητική δικαιοσύνη γεννήθηκε προοδευτικά από ένα κενό, από την έλλειψη δικαστή.
6. Στη συνέχεια, ο  J.-M. Sauvé περιγράφει συνοπτικά το ιστορικό της γένεσης της διοικητικής δικαιοσύνης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, η Κυβέρνηση καθιέρωσε ένα μηχανισμό ιεραρχικής προσφυγής, το σύστημα του «υπουργού-δικαστή» [ministre-juge] : οι υπουργοί ήσαν οι «δικαστές του κοινού δικαίου» [juges de droit commun] για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Διοίκησης και των διοικουμένων. Η ιδρυτική πράξη της διοικητικής δικαιοσύνης εντοπίζεται στο άρθρο 52 του Συντάγματος του έτους VIII, το οποίο δημιούργησε ένα Conseil d’Etat «αρμόδιο για τη σύνταξη των νομοσχεδίων και των κανονιστικών πράξεων της δημόσιας διοίκησης και για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται σε διοικητικό επίπεδο». Λίγους μήνες αργότερα, ο νόμος της 28 pluviôse του έτους VIII (17 février 1800) ίδρυσε τα νομαρχιακά συμβούλια, με πρόεδρο τον νομάρχη, αρμόδια για την επίλυση ορισμένων διοικητικών διαφορών, τα οποία, με το διάταγμα του 1953 [8]μετατράπηκαν σε διοικητικά δικαστήρια και έγιναν οι δικαστές του κοινού δικαίου των διοικητικών διαφορών. Αρχικά, ο δικαιοδοτικός ρόλος του Conseil d’Etat περιοριζόταν στις υποθέσεις για τις οποίες ο νόμος προέβλεπε τη δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης του υπουργού ενώπιον του αρχηγού του κράτους. Με διάταγμα της 11ης Ιουνίου 1806, ο Ναπολέων ίδρυσε εντός του Conseil d’Etat επιτροπή διοικητικών διαφορών (commission du contentieux), προάγγελο του σημερινού δικαιοδοτικού τμήματος (section du contentieux). Μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 12ης Μαρτίου 1831 καθιέρωσε τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων καθώς και τους commissaires du roi, οι οποίοι ονομάσθηκαν στη συνέχεια commissaires du gouvernement και από το 2009 δημόσιοι εισηγητές (rapporteurs publics[9]. Την ίδια περίπου εποχή η νομολογία δημιούργησε την αίτηση ακύρωσης [10]. Παρά την προοδευτική δικαστικοποίηση της διαδικασίας, πρόκειται για ένα σύστημα « παρακρατημένης δικαιοσύνης » [justice retenue] : την απόφαση που προετοίμαζε το Conseil d’Etat υπέγραφε τελικώς ο αρχηγός του κράτους, ο οποίος ακολουθούσε σχεδόν πάντα τη γνώμη του Conseil. Μετά την πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας ο νόμος της 24ης Μαΐου 1872 καθιέρωσε την εγκατάλειψη του ως άνω συστήματος και την εγκαθίδρυση του συστήματος της αποκαλούμενης «justice déléguée», η οποία απονέμεται από το Conseil d’Etat «στο όνομα του γαλλικού λαού». Το συμβολικό αυτό μέτρο ακολούθησε η εγκατάλειψη της θεωρίας του ministre- juge με την απόφαση Cadot της 13ης Δεκεμβρίου 1889, η οποία αναγνώρισε στο Conseil d’Etat γενική αρμοδιότητα για την επίλυση των διοικητικών διαφορών, ακόμη και χωρίς προηγούμενη παρέμβαση υπουργού, και ολοκλήρωσε την καθιέρωση του Conseil d’Etat ως δικαστηρίου. Υπάρχει έκτοτε στη Γαλλία ο κλάδος των πολιτικών δικαστηρίων, αρμόδιος για την επίλυση αστικών και ποινικών διαφορών, και ο κλάδος των διοικητικών δικαστηρίων, που κρίνουν τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων και την ευθύνη της δημόσιας εξουσίας, διαφαλίζοντας μια «δικονομική εποπτεία» (tutelle contentieuse[11] επί του συνόλου των διοικητικών αρχών. Η διοικητική δικαιοσύνη απέκτησε, στη συνέχεια, συνταγματική βάση χάρη στο Conseil constitutionnel, με δύο θεμελιώδεις αποφάσεις, της 22ας Ιουλίου 1980, η οποία επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία του διοικητικού δικαστή [12] και της 23ης Ιανουαρίου 1987 [13], που καθορίζει την ύπαρξη σκληρού πυρήνα αρμοδιότητας υπέρ του διοικητικού δικαστή. Ο δυϊσμός εντάσσεται στο εξής, εμμέσως αλλά σαφώς, στο Σύνταγμα, από τη συνταγματική αναθεώρηση της 23ης Ιουλίου 2008 που προσέθεσε το άρθρο 61-1 σχετικά με το προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας [14].

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΓνωμΝΣΚ 186/2017: Τρόπος αποδείξεως πληρεξουσιότητας δικηγόρων, που φέρονται ότι εκπροσωπούν υπηκόους τρίτων χωρών στις συναλλαγές τους με τη διοίκηση, όταν δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση


Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθμ. 186/2017 γνωμοδότησή του έκρινε ότι οι αστυνομικές αρχές, όταν συναλλάσσονται με δικηγόρους οι οποίοι εκπροσωπούν υπηκόους τρίτων χωρών, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για τη μετανάστευση και δεν υφίσταται σχετική νομοθετική ρύθμιση, οφείλουν να ζητούν έγγραφη απόδειξη της πληρεξουσιότητας των εντολέων τους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 33 παρ. 5 του ν. 4251/2014 (πλειοψ).
Κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του τμήματος, οι αστυνομικές αρχές, όταν συναλλάσσονται με δικηγόρους οι οποίοι εκπροσωπούν υπηκόους τρίτων χωρών, οφείλουν να ζητούν έγγραφη απόδειξη της πληρεξουσιότητας των εντολέων τους.

Αντίθετα, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη 7 μελών του Τμήματος οι αστυνομικές αρχές, όταν δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη του τρόπου απόδειξης της πληρεξουσιότητας, υποχρεούνται να συναλλάσσονται με τους δικηγόρους που εκπροσωπούν πολίτες τρίτων χωρών με την απλή επίδειξη της επαγγελματικής τους ταυτότητας.

Λόγω σπουδαιότητας, το ζήτημα παραπέμφθηκε ομοφώνως προς κρίση ενώπιον της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3086/2002).

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

ΕιρΜυτιλήνης 91/2017 : "Άδεια γάμου - Πρόσφυγας - Ιδιωτική ζωή - Προστασία οικογένειας"


Τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την τέλεση γάμου, τη δημιουργία οικογένειας και την προστασία της παιδικής ηλικίας και κάθε είδους περιορισμοί πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα ή από νόμο και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας αλλοδαπού τεκμαίρεται ότι είναι αίτηση ασύλου και μπορεί να περιλαμβάνει μέλη της οικογένειας του αιτούντος που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. Ο αιτών άσυλο αλλοδαπός πρέπει να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές για να πιστοποιούν την ταυτότητά τους, τη χώρα προέλευσης, τον τόπο καταγωγής και την οικογενειακή τους κατάσταση. Οι αιτούντες, στους οποίους ορίζεται περιοχή για τη διαμονή τους μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός αυτής χωρίς να παρεμποδίζεται η ιδιωτική ζωή τους, η άσκηση των δικαιωμάτων τους και η ενότητα της οικογένειάς τους. Ο αλλοδαπός απολαμβάνει τα αστικά δικαιώματα του ημεδαπού και για την τέλεση γάμου του απαιτείται βεβαίωση της οικείας προξενικής αρχής ότι δεν υφίσταται κώλυμα. Σε περίπτωση που ο αρμόδιος για την έκδοση άδειας αρνείται να τη χορηγήσει, αποφασίζει αμετακλήτως το αρμόδιο Ειρηνοδικείο του τόπου διαμονής του αιτούντος. Χορήγηση άδειας τέλεσης πολιτικού γάμου σε πρόσφυγα υπήκοο Συρίας, που κυοφορεί το τέκνο του αρραβωνιαστικού της, με την υποβολή δελτίου ταυτότητας της Συρίας, βιβλιαρίου υγείας του πατέρα της, στο οποίο φέρεται ως προστατευόμενο μέλος και υπεύθυνης δήλωσης ότι δεν συντρέχει κώλυμα γάμου, επειδή υφίσταται αδυναμία προσκόμισης ληξιαρχικής πράξης γέννησης και βεβαίωσης της αρμόδιας προξενικής αρχής λόγω της εμπόλεμης κατάστασης. Στάθμιση μεταξύ της ασφάλειας του οικογενειακού δικαίου και των δικαιωμάτων της προσωπικότητας, του γάμου, της οικογένειας και των δικαιωμάτων των προσφύγων. Τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας πρέπει να επιδεικνύει ευελιξία και ευρύτητα πνεύματος και επιλογών έναντι της ασφάλειας του οικογενειακού δικαίου και να αποδέχεται υπεύθυνη δήλωση αντί προξενικής βεβαίωση ανυπαρξίας κωλύματος γάμου.

Αριθμός Απόφασης 91/2017
(Αριθμός Κατάθεσης Αίτησης 69/02-06-2017)
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
(Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δόκιμη Ειρηνοδίκη Μυτιλήνης Παναγιώτα Κρομμύδα που ορίστηκε με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Μυτιλήνης και τη Γραμματέα Φωτεινή Ανυφαντή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση με αντικείμενο τη χορήγηση άδειας γάμου:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ..., υπηκόου Συρίας, κατόχου του υπ' αριθμ. ... Δελτίου Αιτήσαντος Διεθνούς Προστασίας, κατοίκου Λέσβου, Κέντρο Φιλοξενίας Προσφύγων και Μεταναστών, Μαυροβούνι/ Καρά Τεπέ, η οποία παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΒΚ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 02-06-2017 αίτησή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αρ. έκθεσης κατάθεσης 69/02-06-2017, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και γράφτηκε στο πινάκιο, οπότε η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος, η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη, ενώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμού, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το Νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η αναγνώριση δε και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προσόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. παν πρόσωπο δικαιούται εις το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του, ενώ σύμφωνα με τα άρθρα 12 της ΕΣΔΑ και 9 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., με τη συμπλήρωση της ηλικίας γάμου, ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν γάμο και να δημιουργούν οικογένεια, συμφώνως προς τους διέποντες το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και του Πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ε.Ε. και τη ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. β και δ του Π.Δ. 114/2010, «αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση ασύλου» ή «αίτηση» είναι η αίτηση παροχής προστασίας από το Ελληνικό Κράτος που υποβάλλει αλλοδαπός ή ανιθαγενής, με την οποία ζητεί την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ιδιότητας του πρόσφυγα σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης ή τη χορήγηση καθεστώτος  επικουρικής προστασίας. Κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας τεκμαίρεται ότι είναι αίτηση ασύλου, εκτός αν ο αιτών ζητεί ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, η οποία είναι δυνατόν να ζητηθεί αυτοτελώς. Η αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να περιλαμβάνει και μέλη της οικογένειας του αιτούντος που βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια. Εξάλλου, «αιτών διεθνή προστασία» ή «αιτών άσυλο» ή «αιτών» είναι ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής, ο οποίος δηλώνει  προφορικώς  ή  εγγράφως  ενώπιον οποιασδήποτε ελληνικής αρχής στα σημεία εισόδου στην Ελληνικής Επικράτεια ή εντός αυτής ότι ζητεί άσυλο ή επικουρική προστασία στη Χώρα μας ή με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να μην απελαθεί σε κάποια χώρα εκ φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, σύμφωνα με την ως άνω Σύμβαση της Γενεύης ή επειδή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ. 96/2008 και επί του αιτήματος του οποίου δεν έχει ληφθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση.

Επίσης, ως αιτών διεθνή προστασία θεωρείται και ο αλλοδαπός, ο οποίος εισέρχεται στη Χώρα μας κατ' εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 343/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του Κράτους Μέλους, που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (L 050/25-02-2003). Αν ο αιτών απευθυνθεί σε μη αρμόδια αρχή, αυτή υποχρεούται να τον παραπέμψει αμέσως  στην κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παραλαβής με τον προσφορότερο τρόπο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 3 του αυτού ως άνω Π.Δ., οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη Χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν απομακρύνονται με οποιονδήποτε τρόπο, πλην όμως το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1, δε θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας παραμονής. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 περ. β του ως ανω Π.Δ., οι αιτούντες υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την διεκπεραίωση της αίτησης τους και ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, οι αιτούντες υποχρεούνται μεταξύ άλλων να παραδίδουν το ταξιδιωτικό έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους και σχετίζεται με την εξέταση της αίτησης και των στοιχείων που πιστοποιούν την ταυτότητα του ιδίου και των μελών της οικογένειας του, τη χώρα προέλευσης και τον τόπο καταγωγής, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση. Η αναγνώριση της ιδιότητας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων. Στις περιπτώσεις δε που παραδοθούν τα ανωτέρω έγγραφα συντάσσεται πρακτικό παράδοσης- παραλαβής. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α και β του Π.Δ. 220/2207, οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια ή στην περιοχή που τους ορίζει η Κεντρική Αρχή και να επιλέγουν τον τόπο διαμονής τους, ενώ η οριζόμενη περιοχή δεν μπορεί να θίγει την ιδιωτική ζωή των αιτούντων και πρέπει να παρέχει σε αυτούς τη δυνατότητα άσκησης όλων των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο παρόν διάταγμα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω Π.Δ., οι αρμόδιες αρχές κατά την παρεχόμενη στον αιτούντα στέγαση, λαμβάνουν στο μέτρο του δυνατού, τα κατάλληλα μέτρα για τη διατήρηση της ενότητας της οικογένειας του, που βρίσκονται στη χώρα, εφόσον συναινεί προς τούτο και ο ίδιος. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1599/1980, γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχε έγγραφα της διάταξης του άρθρου 6 του αυτού ως άνω Νόμου, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημοσίου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 6 του αυτού ως άνω Νόμου 1599/1986, η ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι πάντων αποδεικνύεται από τα δελτία ταυτότητας που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή από τα δελτία ταυτότητας που εκδόθηκαν κατά  τις διατάξεις του  Ν.Δ. 127/1969,  έως  ότου αντικατασταθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή από το διαβατήριο για τους Έλληνες της αλλοδαπής. Κατ' εξαίρεση των διατάξεων του εδαφίου α' της παρ. 1, αντί του δελτίου ταυτότητας, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιδεικνύει την προσωρινή βεβαίωση των αρμόδιων αρχών της παρ. 2 του άρθρου 1 ότι έχει καταθέσει τα δικαιολογητικά για την έκδοση δελτίου ταυτότητας. Στη βεβαίωση δε αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία ταυτότητας που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 3. Η δε ταυτότητα των αλλοδαπών αποδεικνύεται είτε από το διαβατήριο τους ή άλλο έγγραφο, βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδος τους στη χώρα, είτε από την άδεια παραμονής τους στην Ελλάδα.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

" Η Νομοθετική ρύθμιση υφ΄ όρων παραγραφής αδικημάτων, υφ΄ όρων παύσης ποινικής δίωξης & υφ΄ όρων παραγραφής καταγνωσθεισών ποινών. Προβληματισμοί - Δικονομικά αδιέξοδα" [Σπυρίδων Σορβατζιώτης, Δικηγόρος Δ.Σ. Πατρών]





Ø  ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
- Η νομοτεχνική πρακτική της υφ’ όρων παραγραφής αδικημάτων και της παραγραφής και μη εκτέλεσης ποινών υφ’ όρων, ιστορικά πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα με τους ΑΝ 1504/1950, 1623/1951, 2057/1957 και 2058/1957, οι οποίοι αποτέλεσαν μέρος του σχεδίου «αποκατάστασης εσωτερικής ομαλότητας και αποκατάστασης εσωτερικής γαλήνης και λήθης του παρελθόντος», ως αναφέρει η εισηγητική τους έκθεση, δεδομένου ότι η χώρα προσπαθούσε να εξέλθει από την δύνη του εμφυλίου πολέμου.
Το έτος 1964 επ’ ευκαιρία των γάμων του Βασιλέως Κωνσταντίνου, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου νομοθετεί αντιστοίχως ευεργετικά μέτρα υπέρ των ελαφροποίνων καταδίκων, «επί σοβαρού πολιτειακού γεγονότος», ως αναφέρει το σχετικό νομοθέτημα.
Η δικτατορία του Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τα Ν.Δ. 379/1968 και 381/1969 ακολουθεί την ίδια πρακτική, χωρίς βέβαια να υπάρχουν αιτιολογικές εκθέσεις στα αντίστοιχα νομοθετήματα.
Tο έτος 1982 με τον Ν.1240/1982 η τότε κυβέρνηση νομοθετεί την υφ’ όρον παραγραφή και την παύση της ποινικής δίωξης με διατάξεις που ομοιάζουν με αυτές των νομοθετημάτων που ακολούθησαν από το έτος 2005 και εντεύθεν.
Τo έτος 1999 με τον Ν.2721/1999 εξαλείφθηκε το αξιόποινο των άρθρων 290, 291 και 292Π.Κ. (εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών) και έπαυσε η ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν το Μάρτιο του έτους 1997, κατά την διάρκεια των τότε αγροτικών κινητοποιήσεων.     
Μετά το έτος 2005 ακολούθησαν οι Ν.3346/2005, Ν.4043/2012, 4198/2013 και ο πιο πρόσφατος 4411/2016, όπου σχεδόν πανομοιότυπα ως προς την νομοτεχνική τους μορφή, παρέγραψαν υφ’ όρον αδικήματα, έπαυσαν την ποινική δίωξη γι’ αυτά και παρέγραψαν υφ’ όρον τις καταγνωσθείσες ποινές.
Κριτήριο του νομοθέτη το ύψος της επαπειλούμενης ποινής (π.χ έως δύο έτη φυλάκιση), ο χρόνος τέλεσης (π.χ έως την 31.03.2016), το ύψος της καταγνωσθείσας ποινής (π.χ. ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών) σωρευτικά με την προϋπόθεση ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

Ø  ΦΥΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ
- Η φύση των νομοθετημάτων αυτών δύναται να κριθεί αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι η παραγραφή ως θεσμός του Ποινικού Δικαίου συνδέεται αμιγώς με τον χρόνο που έχει παρέλθει από την διάπραξη ενός αδικήματος, βάσει του οποίου ο νομοθέτης κρίνει ότι αμβλύνεται η ανάγκη της γενικής και ειδικής πρόληψης. (άρθρο 111 Π.Κ)
Tα εν λόγω νομοθετήματα προσιδιάζουν με την αμνηστία διότι εξαλείφουν το αξιόποινο έστω και με όρους. Όμως η αμνηστία αφενός δεν παρέχεται επί κοινών εγκλημάτων μετά την τροποποίηση του Συντάγματος (1975) (άρθρο 47 παρ. 4), αφετέρου ορθώς παρατηρείται ( από ποιον)  ότι η υφ’ όρον παραγραφή τυπικά θίγει την ποινική μεταχείριση και δεν αμνηστεύει το έγκλημα.

Ø  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ-ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
- Ο δικαιολογητικός λόγος σύμφωνα με τον νομοθέτη της ψήφισης των συγκεκριμένων νομοθετημάτων, είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η αποσυμφόρηση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων, που ως αποδεικνύεται γίνεται κατά τρόπο νομικά παράδοξο και τούτο διότι η επιβάρυνση του ποινικού συστήματος, προεχόντως οφείλεται στην τάση του ιδίου του νομοθέτη να ποινικοποιεί ακατάσχετα ευκαιριακά και συστηματικά απαράσκευα συμπεριφορές.
Στην πραγματικότητα ο νομοθέτης με τα συγκεκριμένα νομοθετήματα άσκησε συγκυριακή πολιτική προκειμένου ν’ απαλλάξει τον Έλληνα Δικαστή από την εκδίκαση των πταισμάτων και των πλημμελημάτων που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των νόμων της υφ’ όρον παραγραφής, παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της νομιμότητας και της ασφάλειας του δικαίου.
Τούτο γίνεται απόλυτα κατανοητό, εάν για παράδειγμα αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τον άρθρο 8 του Ν.4411/2016, κάποιος που τέλεσε το αδίκημα της δυσφήμισης 362Π.Κ. (ουχί της δυσφήμισης δια του τύπου για την οποία προβλέπεται ρητά εξαίρεση), όπου ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, έως την 31.03.2016, το αξιόποινο εξαλείφεται και παύει η εις βάρος του ποινική δίωξη. Αντιστοίχως εάν κάποιος άλλος τέλεσε το ίδιο αδίκημα την 01.04.2016 η πράξη του είναι αξιόποινη και ασκείται ποινική δίωξη κατ’ αυτού. Αυτό το νομικά παράδοξο εφεύρημα του Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος φαίνεται να  έχει διεθνώς πρωτοτυπήσει, ευρίσκεται στον αντίποδα των αρχών της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης.
Εδώ τίθενται κάποια εύλογα ερωτήματα: Πως είναι δυνατόν ο πολίτης να αισθάνεται ασφάλεια δικαίου, όταν ευκαιριακά ο νομοθέτης «αμνηστεύει» ποινικούς παραβάτες με μοναδικό σκοπό την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων και μόνον.
Πως ο ίδιος ο Δικαστής θα αισθανθεί ότι υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, όταν την μια στιγμή καταδικάζει ποινικούς παραβάτες και την άλλη παραγράφει υφ’ όρον άλλους για τις ίδιες ποινικώς κολάσιμες πράξεις.
Πως ακόμα περισσότερο, το θύμα θα προσφύγει στην δικαιοσύνη και θα ζητήσει έννομη προστασία όταν γνωρίζει  ότι με την τηρούμενη, με ιδιαίτερη συχνότητα νομοθετική πρακτική, ο ποινικός παραβάτης θα μείνει ή ενδέχεται να μείνει ατιμώρητος. Για ποιο λόγο επί παραδείγματι να μην «ανεχθεί» το θύμα την εξύβριση εις βάρος του, όταν βάσιμα πιθανολογεί ότι ο νομοθέτης δεν θα τιμωρήσει ποτέ το παραβάτη, αντιθέτως θα τον «επιβραβεύσει» για την άδικη συμπεριφορά του, με μοναδικό όρο εντός διετίας να μην καταδικασθεί αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας έξι (6) μηνών. Τελικά πόσο σημασία στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει για τον Έλληνα νομοθέτη η τιμή του συγκεκριμένου πολίτη ως προστατευόμενο έννομο αγαθό.
Τι ακριβώς θα απαντήσει ο νομοθέτης στον Έλληνα γονιό του οποίου το ανήλικο τέκνο υπήρξε θύμα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του, πολύ δε περισσότερο στο ίδιο το ανήλικο θύμα το οποίο θα ρωτήσει τον δικηγόρο ή/και τον δικαστή: «δηλαδή ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί;» Τότε, είναι αδύνατον να το κοιτάξεις κατάματα και να απαντήσεις «δυστυχώς, έτσι λέει ο νόμος».  Η μήπως η πρόβλεψη εξαιρέσεως του συγκεκριμένου αδικήματος στον Ν.4411/2016, θεραπεύει το παράλογο; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική όταν σκεφτεί κανείς ότι στα προηγηθέντα όμοια νομοθετήματα δεν υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα νομοθετήματα  προσβάλλουν την έννοια του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και κατά συνέπεια  συνιστούν άρνηση δίκαιης μεταχείρισης.