Τρίτη 30 Απριλίου 2019

ΕφΠειρ 19/19 : Έννοια και φύση της σύμβασης διαχείρισης πλοίου. Η έννοια του όρου της διαχειρίσεως πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο



ΕφΠειρ 19/19 : Έννοια και φύση της σύμβασης διαχείρισης πλοίου.  Η έννοια του όρου της διαχειρίσεως πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Εάν αγωγή τρίτου με αίτημα την εκπλήρωση συμβατικού χρέους στραφεί εναντίον του συμβληθέντος με τον ενάγοντα, χωρίς μνεία της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου, ο τελευταίος δύναται, αμυνόμενος κατά του αγωγικού ισχυρισμού ότι ανέλαβε ατομικά τη συμβατική υποχρέωση, να προβάλει ως ένσταση καταλυτική της αγωγής τον ισχυρισμό ότι δεν κατέστη ο ίδιος υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης, επειδή η παραγωγική της επίδικης απαιτήσεως δικαιοπραξία συνήφθη μεν από αυτόν, ενεργούντα όμως στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και, αν τον αποδείξει, να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης. Εν προκειμένω λοιπόν, η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της ο εναγόμενος δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση. Δέχεται την έφεση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 19/2019

Πρόεδρος: Α. Αναστασίου

[...] Στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών, ειδικότερα, περίπτωση άμεσης αντιπροσωπείας συνιστά η σύμβαση που συνάπτει με τρίτον ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο). Ο διαχειριστής δεν μετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο της πλοιοκτησίας ή του εφοπλισμού ούτε αποβλέπει σε άμεσο οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου (Π. Αβραμέας, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία – Πρακτικά και Εισηγήσεις 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ, 1995, σελ. 299 επ. [302]), αφού η έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ (ΤρΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013, 824 = ΕΝΔ 2013, 110 = ΕΕμπΔ 2013, 950, ΜΕφΠειρ 195/2015 ΔΕΕ 2015, 718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε ΕλλΔνη 2004, 973 επ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003, 603 επ. [606]). Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής του πλοίου που συναλλάσσεται με τρίτους για υποθέσεις του πλοίου ενεργεί καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, του οποίου είναι άμεσος αντιπρόσωπος, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε Δικαιοπραξίας που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτόν υποχρεώσεώς του και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (ΜΕφΠειρ 360/2017 Nomos, ΜΕφΠειρ 63/2013 ΕΝΔ 2013, 114 = ΕλλΔνη 2014, 181, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, παρ. 28 IV 1 Β, σελ. 137-138, παρ. 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ. 468/2011, ό.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επ. [448]). Ενεχόμενος, επομένως, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που γεννώνται από τη συναλλακτική δραστηριότητα του διαχειριστή του πλοίου δεν είναι ο ίδιος αλλά ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο (ΤρΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012, 269 = ΕΕμπΔ 2013, 411, ΜΕφΠειρ 110/2014 Nomos). Και μόνον όταν είτε δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση ο διαχειριστής, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016, 139, ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013, 183 = ΧρΙΔ 2013, 688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013, 946 = ΔΕΕ 2014, 65, ΤρΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013, 190 = ΕΕμπΔ 2014, 173, ΜΕφΠειρ 660/2015, ΜΕφΠειρ 362/2013, αμφότερες σε Nomos). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ό.π., σελ. 449), του οποίου, άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωσή του προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού (όπως συμβαίνει με το άρθρο 12 παρ. 1 εδ. β’ του Ν 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» [ΦΕΚ Α’ 319/17.10.1977], όπως ισχύει) ή πρόνοιας είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (όπως συμβαίνει με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» [ΦΕΚ Α’ 45/30.3.1978]) είτε της δημόσιας περιουσίας (όπως συμβαίνει με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων» [ΦΕΚ Α’ 77/22.4.1975 και άλλες παρεμφερείς εξαιρετικές διατάξεις, περί των οποίων βλ. Α. Αντάπαση, ό.π., σελ. 452).

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Οδηγίες για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την πολιτική επικοινωνία από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων



Τους κανόνες για τη σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ενόψει προεκλογικής περιόδου  έθεσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Με τις οδηγίες της η ανεξάρτητη Αρχή ανοίγει ομπρέλα προστασίας στα στα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, έναντι της πολιτικής επικοινωνίας κάθε μορφής, ενώ παράλληλα καταγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθούν οι υποψήφιοι πολιτικοί (ευρωβουλευτές, βουλευτές, νομάρχες, κ.λπ.) στο τομέα της επικοινωνίας. Με το κείμενο αυτό επιχειρείται η επικαιροποίηση των ρυθμίσεων της Οδηγίας 1/2010, λαμβάνοντας υπόψη τις τροποποιήσεις στο άρθρο 11 του ν. 3471/2006, οι οποίες επήλθαν με το ν. 3917/2011, τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και κυρίως την ισχύ πλέον του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα

1. Γενικές αρχές

Πολιτική είναι η επικοινωνία που πραγματοποιείται για την προώθηση πολιτικών ιδεών, προγραμμάτων δράσης ή άλλων δραστηριοτήτων με σκοπό την υποστήριξή τους και τη διαμόρφωση πολιτικής συμπεριφοράς. Η πολιτική επικοινωνία μπορεί να πραγματοποιείται με ποικίλους τρόπους, όπως η άμεση παρουσίαση των πολιτικών ιδεών ή η συμπερίληψή τους σε ενημερωτικό δελτίο, η πρόσκληση ανάγνωσής τους σε ιστοσελίδα ή η πρόσκληση συμμετοχής σε κάποια εκδήλωση ή δραστηριότητα.
Η πολιτική επικοινωνία ενδιαφέρει από την άποψη της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, εφόσον οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται προϋποθέτουν επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως ονοματεπωνύμων, ταχυδρομικών διευθύνσεων, τηλεφωνικών αριθμών, διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Πραγματοποιείται σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, προεκλογική ή μη, από πολιτικά κόμματα, βουλευτές, ευρωβουλευτές, παρατάξεις και κατόχους αιρετών θέσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση ή υποψηφίους στις βουλευτικές εκλογές, τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης.
Τα πρόσωπα αυτά καθίστανται υπεύθυνοι επεξεργασίας, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, άρθρο 4, παρ. 7) εφόσον ορίζουν το σκοπό και τον τρόπο της επεξεργασίας.
Για παράδειγμα, όταν ο βουλευτής ή ο υποψήφιος βουλευτής λαμβάνει δεδομένα από το πολιτικό κόμμα και τα επεξεργάζεται για προσωπική του πολιτική επικοινωνία, καθίσταται και αυτός υπεύθυνος επεξεργασίας. Με την ιδιότητα αυτή πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν την τήρηση των υποχρεώσεών τους και των κανόνων επεξεργασίας.
Στις περιπτώσεις που μέρος της επεξεργασίας ανατίθεται σε εκτελούντα την επεξεργασία, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, (άρθρο 4, παρ. 8), π.χ. στην εταιρεία που αναλαμβάνει την αποστολή των επιστολών ή των ηλεκτρονικών μηνυμάτων SMS, ο εκτελών έχει επίσης τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 υποχρεώσεις.
Σημειώνεται ότι το παρόν κείμενο κατευθυντήριων οδηγιών δεν αφορά την επικοινωνία που πραγματοποιείται από άλλους κοινωνικούς ή επαγγελματικούς φορείς, όπως είναι τα επιμελητήρια, οι σύλλογοι επαγγελματιών και οι συνδικαλιστικές ενώσεις.

2. Πολιτική επικοινωνία μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση

Η πολιτική επικοινωνία μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση επιτρέπεται με συγκατάθεση των υποκειμένων (άρθρο 6, παρ. 1 α) του ΓΚΠΔ) για την επεξεργασία δεδομένων τους για το συγκεκριμένο σκοπό. Βλέπε σχετικά κατωτέρω κεφάλαιο 5 «Συγκατάθεση υποκειμένου για πολιτική επικοινωνία».
Οι τηλεφωνικές κλήσεις πολιτικού περιεχομένου με ανθρώπινη παρέμβαση που πραγματοποιούνται μέσω δημοσίων δικτύων επικοινωνιών επιτρέπονται και χωρίς συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός αν ο καλούμενος έχει προηγουμένως δηλώσει ότι δεν επιθυμεί να δέχεται τέτοιες κλήσεις (σύστημα «opt-out»), σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3471/2006, όπως ισχύει.
Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3471/2006, όπως ισχύει, πρέπει να συντρέχουν ώστε να προκύπτει ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, βάσει του άρθρου 6 παρ. στ’ του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και για την πολιτική επικοινωνία μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση που πραγματοποιούνται μέσω υπηρεσιών «της κοινωνίας των πληροφοριών»1  π.χ Viber, Whatsapp, Skype, FaceΤime, κτλ. όταν οι κλήσεις πραγματοποιούνται σε τηλεφωνικούς αριθμούς που ανήκουν σε συνδρομητές του δημοσίου δικτύου επικοινωνιών.
Σύμφωνα με το σύστημα «opt-out», τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να απευθύνουν τις αντιρρήσεις τους, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους, είτε ειδικά, απευθείας στον υπεύθυνο επεξεργασίας, είτε γενικά, μέσω της εγγραφής τους στον ειδικό κατάλογο συνδρομητών του εκάστοτε παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, (άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3471/2006, όπως ισχύει). Ο συνδρομητής μπορεί να δηλώσει ατελώς στον δικό του πάροχο ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει τηλεφωνήματα για απευθείας εμπορική προώθηση. Ο κάθε πάροχος υποχρεούται να τηρεί δημόσιο μητρώο με αυτές τις δηλώσεις (μητρώο «opt-out»), στο οποίο έχει πρόσβαση όποιος ενδιαφέρεται να το χρησιμοποιήσει για πολιτική επικοινωνία.
Για την πολιτική επικοινωνία μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση οι υπεύθυνοι επεξεργασίας πρέπει να λαμβάνουν από όλους τους παρόχους επικαιροποιημένα αντίγραφα των μητρώων του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 και να εξασφαλίζουν ότι έχουν διαθέσιμες τις δηλώσεις των συνδρομητών που έχουν πραγματοποιηθεί έως τριάντα ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της τηλεφωνικής κλήσης.

2.1 Ειδικές προϋποθέσεις για άσκηση δικαιωμάτων

Κατά τη διενέργεια μιας τηλεφωνικής κλήσης ο καλών πρέπει να ενημερώνει για την ταυτότητά του υπευθύνου και την ταυτότητα εκτελούντα όταν η κλήση πραγματοποιείται από εκτελούντα, να μην αποκρύπτει ή παραποιεί τον αριθμό καλούντος και να ενημερώνει τουλάχιστον για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης.
Σημειώνεται ότι η άσκηση του δικαιώματος διαγραφής έναντι ενός υπευθύνου επεξεργασίας δεν πρέπει να συγχέεται με την εγγραφή στο μητρώο του άρθρου. 11 του ν. 3471/2006, καθότι η δεύτερη υποδηλώνει βούληση του συνδρομητή να εξαιρείται ο αριθμός του από κάθε τηλεφωνική προωθητική ενέργεια οποιουδήποτε υπευθύνου επεξεργασίας, και όχι ενός συγκεκριμένου.


Πολιτική επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση

Περιλαμβάνονται τα ακόλουθα μέσα:
(α) Σύντομα γραπτά μηνύματα (SMS) και μηνύματα πολυμέσων (MMS)
(β) Μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail)
(γ) Ηλεκτρονικά μηνύματα που αποστέλλονται μέσω εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων υπηρεσιών «της κοινωνίας των πληροφοριών» π.χ Viber, Whatsapp, Skype, Facebook Messenger, FaceΤime, κτλ
(δ) Επικοινωνία μέσω τηλεομοιοτυπίας (φαξ)
(ε) Αυτόματες τηλεφωνικές κλήσεις, κατά τις οποίες με την αποδοχή της κλήσης ακούγεται μαγνητοφωνημένο μήνυμα
(στ) Φωνητικά μηνύματα που αποθηκεύονται μέσω υπηρεσίας αυτόματου τηλεφωνητή

Όταν η πολιτική επικοινωνία πραγματοποιείται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μέσω δημοσίων δικτύων επικοινωνίας, η επικοινωνία προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 ν. 3471/2006, όπως ισχύει, την προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, όπως ισχύει.
Στην περίπτωση εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων υπηρεσιών «της κοινωνίας των πληροφοριών», κατά την ανωτέρω κατηγορία (γ), για την επικοινωνία πρέπει επίσης είτε να υπάρχει η προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 είτε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 3471/2006, όπως ισχύει, ώστε να προκύπτει ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, βάσει του άρθρου 6 παρ. στ’ του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Η λήψη της συγκατάθεσης είναι απαραίτητη ακόμα και όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει στη διάθεσή του τα ηλεκτρονικά στοιχεία επικοινωνίας από νόμιμες πηγές, όπως για παράδειγμα τους τηλεφωνικούς αριθμούς από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Βλέπε σχετικά κατωτέρω κεφάλαιο 5 «Συγκατάθεση υποκειμένου για πολιτική επικοινωνία».

Επιτρέπεται η πολιτική επικοινωνία με χρήση ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Tα στοιχεία επικοινωνίας έχουν αποκτηθεί νομίμως στο πλαίσιο προηγούμενης, παρόμοιας επαφής με τα υποκείμενα των δεδομένων, και το υποκείμενο κατά τη συλλογή των δεδομένων ενημερώθηκε για τη χρήση τους με σκοπό την πολιτική επικοινωνία και δεν εξέφρασε αντίρρηση για αυτή τη χρήση. Η προηγούμενη επαφή δεν είναι απαραίτητο να έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, Π.χ. είναι νόμιμη η αποστολή μηνυμάτων όταν τα στοιχεία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συλλέχθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης πρόσκλησης για συμμετοχή σε κάποια εκδήλωση ή δράση, ανεξαρτήτως του πολιτικού χαρακτήρα της. Αντιθέτως, δεν θεωρείται ότι συνιστά παρόμοια επαφή και δεν είναι νόμιμη η χρήση των ηλεκτρονικών στοιχείων επικοινωνίας προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας όταν τα στοιχεία αυτά αποκτήθηκαν στο πλαίσιο επαγγελματικής σχέσης, όπως για παράδειγμα η χρήση του αρχείου πελατών από υποψήφιο βουλευτή.

(β) O υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να ασκεί το δικαίωμα αντίρρησης με τρόπο εύκολο και σαφή, και αυτό σε κάθε μήνυμα πολιτικής επικοινωνίας.
Σημειώνεται ότι η σχέση φίλου ή ακολούθου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης δικαιολογεί την αποστολή ενός πρώτου μηνύματος μέσω του οποίου ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποψήφιος ή κόμμα, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης, μπορεί να ζητήσει τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων για τη λήψη προσωπικών μηνυμάτων πολιτικού περιεχομένου δια του ίδιου μέσου κοινωνικής δικτύωσης.

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

ΕφΑθ 4622/18 : Τράπεζες - Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Αποζημίωση απόλυσης - Συμψηφισμός - Αναστολή. Ν.3869/10 - Συλλογικός ο χαρακτήρας της διαδικασίας του Νόμου - Εκτείνεται και καταλαμβάνει όλη την περιουσία του οφειλέτη και όλους τους πιστωτές - Στα πλαίσια αυτά, μετά την κατάθεση της αίτησης και πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της προσωρινής διαταγής που διατάσσει την αναστολή των διώξεων στην περιουσία του οφειλέτη και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, δεν είναι επιτρεπτός ο μονομερής συμψηφισμός από πλευράς κάποιου των δανειστών της απαίτησης που έχει σε βάρος του οφειλέτη με ανταπαίτηση του τελευταίου, οι προϋποθέσεις του οποίου γεννήθηκαν μετά την ως άνω αναστολή



ΕφΑθ 4622/18 : Τράπεζες - Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Αποζημίωση απόλυσης - Συμψηφισμός - Αναστολή. Ν.3869/10 - Συλλογικός ο χαρακτήρας της διαδικασίας του Νόμου - Εκτείνεται και καταλαμβάνει όλη την περιουσία του οφειλέτη και όλους τους πιστωτές  - Στα πλαίσια αυτά, μετά την κατάθεση της αίτησης και πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της προσωρινής διαταγής που διατάσσει την αναστολή των διώξεων στην περιουσία του οφειλέτη και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, δεν είναι επιτρεπτός ο μονομερής συμψηφισμός από πλευράς κάποιου των δανειστών της απαίτησης που έχει σε βάρος του οφειλέτη με ανταπαίτηση του τελευταίου, οι προϋποθέσεις του οποίου γεννήθηκαν μετά την ως άνω αναστολή, καθόσον με τον εν λόγω μονομερή συμψηφισμό, που συνιστά δραστική επέμβαση στην περιουσία του οφειλέτη και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης των δανειστών με την προνομιακή ικανοποίηση της απαιτήσεως ενός δανειστή έναντι των λοιπών. Περίπτωση μη καταβολής του ποσού της αποζημιώσεως απόλυσης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος - πρώην  υπαλλήλλου της δανείστριας τράπεζας -, το οποίο ποσό η εν λόγω τράπεζα συμψήφισε μονομερώς με ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δανειακές συμβάσεις που είχαν συναφθεί μεταξύ τους. Ισχυρισμός του ενάγοντος περί παράνομου συμψηφισμού εκ μέρους της εναγομένης τράπεζας, διότι έλαβε χώρα ενώ ήδη είχε εκδοθεί προσωρινή διαταγή,  η οποία κι εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του και στο πλαίσιο αιτήσεώς του προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Κρίθηκε λοιπόν, ότι ο ανωτέρω μονομερής συμψηφισμός είναι ανίσχυρος και άκυρος και δεν επέφερε απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων. Δεκτή η έφεση ως κατ' ουσία βάσιμη, όπως και η αγωγή


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 4622/2018

Δικαστής : Γεωργία Κατσιμαγκλή, Εφέτης


Η υπό κρίση από 22.6.2015 και με αριθ­μό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ...2015 έφεση, κατά της με αριθμό 858/2015 οριστικής αποφάσεως του Μο­νομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών, των άρθρων 664 έως 676 του Κ.Πολ.Δ., έχει ασκηθεί νόμιμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτο­βαθμίου Δικαστηρίου, από τον ενάγοντα, που ηττήθηκε στην πρωτόδικη δίκη (άρ­θρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 και 517 του Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρ­θρου 518 παρ. 1 του Κ.Πολ,Δ., προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 25.5.2015 (βλ. την από 25.5.2015 επισημείωση του δικαστι­κού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ.Π. επί του προσκομιζομένου αντιγράφου της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως), ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στις 22.6.2015. Συνεπώς η υπό κρίση έφεση αρμοδίως φερόμενη προς συ­ζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδι­κασία (άρθρα 522, 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Με την από 30.6.2014 και με αριθμό εκ­θέσεως καταθέσεως .../.../30.6.2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδι­κείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη Τρά­πεζα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος, από τις 6.3.1978 μέχρι τις 31.12.2013, οπότε αποχώρησε κατόπιν συμμετοχής του σε πρόγραμμα εθελουσίας αποχώρησης προσωπικού, το οποίο εφάρ­μοσε με σχετική εγκύκλιο της η εναγομένη και δεδομένου ότι ο ίδιος είχε θεμελιώσει δικαίωμα λήψης πλήρους συντάξεως. Ότι το ποσό της αποζημίωσης για τη λύση της συμβάσεως εργασίας του το οποίο δικαιούτο ανερχόταν συνολικά σε 86.717,34 ευρώ, από το οποίο η εναγομένη του κατέβαλε ένα μέρος ως προκαταβολή, ποσού 25.000 ευρώ, στις 5.2.2014, ενώ το υπόλοιπο ποσό, το οποίο ήταν απαιτητό στις 28.2.2014, δεν του το κατέβαλε, αλλά το συμψήφισε μονομερώς με ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δανειακές συμβάσεις που είχαν συναφθεί μεταξύ τους. Ότι η εναγομένη παράνομα προέβη στον ανωτέρω συμψη­φισμό, όσον αφορά το υπόλοιπο ποσό των 57.383,41 ευρώ, διότι οι οφειλές του αυτές είχαν ήδη ρυθμιστεί με την από 27.11.2013 προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδικείου Πει­ραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του και στο πλαίσιο αιτήσεώς του ενώ­πιον του ως άνω δικαστηρίου προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρε­ωμένων φυσικών προσώπων. Ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος συμψηφισμού, το εν λόγω δι­καίωμα ασκήθηκε καταχρηστικά από την εναγομένη για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτή (αγωγή) λόγους.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος τη σύμβαση εργασίας του και τις διατάξεις του ν. 3869/2010 και επι­κουρικά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε να υποχρεωθεί η ενα­γομένη να του καταβάλει το προαναφε­ρόμενο ποσό των 57.383,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 28.2.2014, οπότε το εν λόγω ποσό κατέστη απαιτητό, διαφο­ρετικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκα­λουμένη με αριθμό 858/2015 οριστική από­φαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή, αφού κρίθηκε παραδε­κτή και νόμιμη, ακολούθως απορρίφθηκε στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λό­γους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμη­νεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του και να εξαφανιστεί η εκ­καλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του σε όλο το αιτητικό της.
Με τις διατάξεις του άρθρου 1, 2 και 3 του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α 130/3.8.2010), όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθη­κε με την παράγραφο 15 άρθρου 20 ν. 4019/2011, ορίζεται ότι: «1. Φυσικά πρόσω­πα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρη­ματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών, οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί το τελευ­ταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της παραγρά­φου 1 του άρθρου 4 είτε β) προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώ­του και δεύτερου βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης είτε γ) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφω­να με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ν. 3586/2007, όπως ισχύουν (Α 151). 3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά».
Με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2, 3, 5 και 6 του ως άνω ν. 3869/2010, όπως αντικ. με ν. 4161/2013, ορίζεται ότι: «1. Για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρ­μόδιου Δικαστηρίου. Η αίτηση πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ίδιου και του συζύγου του, β) κατά­σταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πι­στωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδή­ματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. 2. Η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου, προς διευκόλυνση του προδι­καστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο παραδεκτού, συνοδεύεται από: α. έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την περιουσία του, τα κάθε φύσης εισοδήματά του, τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους και β. υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προ­βλέπονται στις περιπτώσεις α και β της προηγούμενης παραγράφου και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευ­ταία τριετία. Η παράγραφος 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986, όπως αντικαταστά­θηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α 67) εφαρμόζεται και για την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου εδαφίου. Τα υπό α και β έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης. 3. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία κατάθεσής της. Με την κατάθεση της αίτησης προσδιορί­ζεται και η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη, είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτη­μα για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων εφαρμόζεται το άρθρο 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικο­νομίας. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζε­ται υποχρεωτικώς δύο (2) μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα της επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει στις μηνιαίες καταβολές που ορίζονται στο άρ­θρο 5 παρ. 2 εδ. γ του παρόντος. 5. Με την υποβολή της αίτησης ανοίγει στο αρ­μόδιο δικαστήριο φάκελος του οφειλέτη στον οποίο τοποθετούνται με μέριμνα της γραμματείας του όλα τα έγγραφα και στοι­χεία της υπόθεσης. 6. Αν δεν συμπεριλη­φθεί στην κατάσταση της παραγράφου 1 πιστωτής, η απαίτησή του δεν επηρεάζε­ται από την πορεία της διαδικασίας που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1».
Με τις διατάζεις του άρθρου 5 παρ. 1, 2 του ως άνω ν. 3869/2010 όπως αντικ. με ν. 4161/2013 ορίζεται ότι: «1. Ο οφει­λέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημε­ρών από την κατάθεση να επιδώσει την αίτηση στους πιστωτές και τους εγγυητές. Εντός μηνός από την επίδοση οι πιστωτές οφείλουν να καταθέσουν στο φάκελο τις απόψεις τους για το σχέδιο ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος. Οι πιστωτές μπο­ρούν να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων που προβλέπονται στο προηγούμενο άρ­θρο. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις συν­αίνεσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2-4 του παρόντος, επέρχεται ο προδικαστικός συμβιβασμός των μερών. Ο συμβιβασμός των μερών επικυρώνεται από τον Ειρηνο­δίκη στην ταχθείσα ημέρα, κατά τα άρθρα 210 επ. και 293 Κ.Πολ.Δ., και επιφέρει την ανάκληση της αίτησης. 2. Αν δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα επικύρωσης κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή πιστωτή ή και αυτεπαγγέλτως την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφει­λέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, καθώς και την καταβολή μηνιαίων δόσεων μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης, οι οποίες κατανέμονται συμ­μέτρους εφόσον πρόκειται για καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2, ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9 παρ. 2, εφό­σον υφίσταται αίτημα εξαίρεσης εκποίησης των δικαιωμάτων στην κύρια κατοικία. Οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής από­φασης, συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 ή αντίστοιχα του άρθρου 9 παρ. 2……
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή των δόσεων που ορίζονται από τον Ειρηνοδίκη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3869/2010. Η επικύρωση ή η όποια απόφαση ανακαλούνται ή μεταρρυθμίζο­νται κατά το άρθρο 758 με δυνατότητα προσωρινής ρύθμισης κατά το άρθρο 781 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.».