Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ευθύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ευθύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών (τμήμα 4o 3μελές) αρ. απόφασης 2009/2017 : "Ευθύνη της Αστυνομίας για επεισόδια στο Πατρινό Καρναβάλι που είχαν ως αποτέλεσμα φθορές και κλοπές σε κατάστημα. Αποζημίωση 96.628 ευρώ"


A' Δημοσίευση : http://www.legalnews24.gr


Αστική Ευθύνη του Δημοσίου: Ευθύνη της Αστυνομίας για επεισόδια στο Πατρινό Καρναβάλι που είχαν ως αποτέλεσμα καταστροφές και κλοπές σε κατάστημα της πλατείας Γεωργίου στην Πάτρα. Αποζημίωση 96.628,05 ευρώ στην ασφαλιστική εταιρία που κάλυπτε το κατάστημα.

"Επειδή, με βάση τα ανωτέρω και ενόψει των όσων εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων στην Πλατεία Γεωργίου, μετά το πέρας των εκδηλώσεων του Πατρινού Καρναβαλιού, κατά τα κοινώς γνωστά στις αστυνομικές αρχές της πόλης των Πατρών, ήταν γεγονός προδήλως αναμενόμενο, β) για το λόγο αυτό, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω έγγραφες παραγγελίες-εντολές του Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αχαΐας, είχε προβλεφθεί, ήδη πριν τη λήξη των καρναβαλικών εκδηλώσεων, η ύπαρξη αστυνομικών δυνάμεων στο χώρο της πλατείας και στα στόμια εισόδου και εξόδου της οδού Κορίνθου προς την πλατεία, προκειμένου να προληφθούν τυχόν έκτροπα, γ) παρά ταύτα, όπως, προκύπτει από τις πιο πάνω καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων κατά την ποινική διαδικασία, οι ευρισκόμενες στην πλατεία αστυνομικές δυνάμεις μετακινήθηκαν σε άλλους χώρους, δ) επίσης, όπως προκύπτει από τις ίδιες καταθέσεις, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις έλαβαν σήμα από το κέντρο για φωτιά σε όχημα και κάδους στην Πλατεία Γεωργίου επανήλθαν στην πλατεία, έριξαν χειροβομβίδα για να κερδίσουν χρόνο και μετακινήθηκαν προς το λιμάνι, εκ των υστέρων δε, ήρθαν ξανά στην πλατεία και έκαναν αφειδώς χρήση δακρυγόνων, με αποτέλεσμα η ήδη τεταμένη εκεί κατάσταση να εκτραπεί και να δεχθούν επίθεση από νεαρά άτομα, εκ των οποίων 30-50 κινήθηκαν προς τα γειτνιάζοντα με την πλατεία καταστήματα, μεταξύ των οποίων και το κατάστημα οπτικών της ασφαλισμένης στην ενάγουσα εταιρείας, ε) η επίθεση στο επίμαχο κατάστημα, όπως προκύπτει από τις ίδιες καταθέσεις, έγινε καθ’ ο χρόνο ήταν παρούσες στο χώρο οι αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες, όντας και μικρής δυναμικότητας, κατά τις μαρτυρίες των ως άνω αστυνομικών, ενόψει και της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, αντί να καταστείλουν εν τη γενέσει τους τα επεισόδια, με την ενίσχυσή τους και με άλλους αστυνομικούς και να αποτρέψουν έτσι την επέκτασή τους και να απωθήσουν τους επιτιθέμενους στο επίμαχο κατάστημα νεαρούς, περιορίσθηκαν στο να υποχωρήσουν προκειμένου να εκπονήσουν τότε επιχειρησιακό σχέδιο και να προφυλαχθούν από τη ρίψη των σε βάρος τους αντικειμένων και άφησαν χώρο στους νεαρούς να επιτεθούν στο επίμαχο κατάστημα και στ) εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων, τα νεαρά άτομα είχαν στη διάθεσή τους όλο τον απαιτούμενο χρόνο να κινηθούν προς το επίμαχο κατάστημα, να σπάσουν τα τζάμια και τις προθήκες του, να εισέλθουν εντός αυτού και να αφαιρέσουν εμπορεύματα (οπτικά είδη) και πέραν από εν τέλει δώδεκα συλληφθέντες (όχι όλοι για την επίθεση στο επίμαχο κατάστημα), οι υπόλοιποι να αποχωρήσουν, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι παραπάνω ενέργειες των νεαρών ατόμων, απαιτούσαν προδήλως αρκετό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα αστυνομικά όργανα όφειλαν να παρέμβουν, δεδομένου ότι το επίμαχο κατάστημα βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση τόσο από το χώρο της πλατείας (γωνία Κορίνθου και Πλατείας Γεωργίου), όσο και από το χώρο που βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα όργανα της αστυνομίας, τα οποία βρίσκονταν εκεί κατά το χρόνο της επίθεσης στο επίμαχο κατάστημα, και όχι τα αστυνομικά όργανα  να τηρήσουν καθαρώς αμυντική στάση και να ανεχθούν την άσκηση βίας επί μακρό χρονικό διάστημα, επιλογή που συνιστούσε προδήλως μη κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πραγματικής κατάστασης, μη εκπληρουμένης με την επιλογή της ακολουθητέας στην προκειμένη περίπτωση από τα αστυνομικά όργανα τακτικής της ανατεθειμένης σ’ αυτά, κατά το άρθρο 8 του ν. 2800/2000, υποχρέωσης να προστατεύσουν τη δημόσια τάξη και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. 

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων


ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων - Ο πρώτος εναγόμενος σύμβουλος, όμως, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αυτή και τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον ενάγοντα - πελάτη, στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους, του παρέστησε ψευδώς, ότι η εταιρία (δεύτερη εναγόμενη) διέθετε συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και παρανόμως ιδιοποιήθηκε το προς επένδυση χρηματικό ποσό που του παρέδωσε ο ενάγων.  Ποινική καταδίκη του ασφ.συμβούλου για απάτη - Η ποινική απόφαση δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Για την ως άνω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του πρώτου εναγομένου, σε βάρος του ενάγοντος, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, ευθύνεται παράλληλα και η δεύτερη εναγομένη εταιρία, ως προστήσασα αυτόν στην υπηρεσία της. Επιδίκαση και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα της προσωπικής κράτησης, αυτό δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ως μέτρο που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απορρίπτει κατ' ουσίαν τις εφέσεις και την αντέφεση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1336/2018
ΤΜΗΜΑ Α'

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Καλλιόπη Κουτουράτσα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Κ. του Α., κατοίκου .., που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Α. Κ. του Ι., κατοίκου … ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης και 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « …», η οποία εδρεύει στο … Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης .
Β ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Α. Κ. του Ι., κατοίκου ... ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Γ ΑΝΤΕΦΕΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « ..», η οποία εδρεύει στο ... Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος-αντεφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/2014 αγωγή του περί καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1070/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου α) ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος- αντεφεσίβλητος ... με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../4-3-2016 έφεση, β) ο ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών Α. Κ. με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../28-3-2016 έφεση του και γ) η ήδη εφεσίβλητη- αντεκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « ...» με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../15-9-2017 αντέφεση. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και της αντέφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ TO ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι υπ' αριθ. έκθ. κατ. α) .../4-3-2016 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../4-3-2016) και β) .../28-3-2016 (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../28-3-2016 ) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου εναγομένου, κατά της με αριθμό 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ούτε από τα στοιχεία των δικογραφιών προκύπτει το αντίθετο. Εξάλλου, η υπ' αριθμ. Καταθ. .../15-9-2017 αντέφεση της εναγομένης ήδη δεύτερης των εφεσίβλητων στην υπό στοιχείο α' έφεση, που ηττήθηκε εν μέρει στον πρώτο βαθμό, με την οποία επιδιώκεται η εξαφάνιση της υπ' αριθ. 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι με κατάθεση ιδιαιτέρου δικογράφου στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και σύνταξη έκθεσης κάτω από αυτό, καθώς και επίδοση στον εκκαλούντα τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο α' έφεσης ( βλ. υπ'αριθμ.  .../19-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης...), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, αφού ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και αναφέρεται σε κεφάλαια που προσβάλλονται με την ως άνω έφεση και σε κεφάλαιο που αναγκαίως συνέχεται με αυτά. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί κατ4 ουσία, συνεκδικαζομένη υποχρεωτικά με τις εφέσεις (άρθρο 246 ΚΠολΔ) αφού δεν νοείται χωριστή εκδίκαση αυτής ενόψει της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ενδίκου μέσου ,παρεπόμενου της έφεσης.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., κατά την οποία "όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) προσώπου, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευομένου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Τέτοια συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: "ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του", συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει, 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α. Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσης σ' αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Δηλαδή ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της πρόστησης θέσης του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) έδωσε σ' αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεση του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προεκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του ΑΚ και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας (αρθρ. 74 ΚΠολΔ), αν εναχθούν από κοινού ( ΑΠ 418/2016, ΑΠ 147/2011 δημ. Νόμος, ΑΠ 291/2011 ΔΕΕ 2011. 922, ΑΠ 293/2011, ΑΠ 181/2011 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διά μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τους αντίστοιχους ορισμούς για τον παραγωγό ασφαλίσεων, μετονομασθέντα σε ασφαλιστικό σύμβουλο, περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του άνω νόμου (ως ισχύει τροποποιηθείσα με το άρθρο 36 παρ. 24 Ν 2496/1997). Ειδικότερα κατά την τελευταία αυτή διάταξη «Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων .... Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη ...». Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσώπησης ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών. συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση πρόστησης με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, αν in concreto αποδεικνύεται σχέση πρόστησης ( ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 530/2014 δημ. Νόμος, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009,811). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, που εφαρμόζονται και σε περίπτωση ευθύνης προστήσαντος από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος από εκείνον υπαλλήλου του, προκύπτει, ότι, όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής. Σε περίπτωση αγωγής κατά περισσότερων προσώπων, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, η προβολή της εκ του άρθρου 300 ΑΚ ενστάσεως, ενεργεί υποκειμενικώς (άρθρο 486 ΑΚ), καθόσον ο ως άνω ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, αποτελεί ένσταση του εναγομένου, υπό του οποίου πρέπει να προτείνονται και αποδεικνύονται τα θεμελιούντα τη βάση αυτής πραγματικά περιστατικά, το δε δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη την ένσταση αυτή αυτεπαγγέλτως, ούτε ωφελείται και ο μη υποβαλών την ένσταση εναγόμενος εκ της υποβολής αυτής υπό των συνεναχθέντων ομοδίκων του, εις ολόκληρον για τη ζημία του ενάγοντος ενεχομένων, κατά τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ (ΑΠ 1253/2007 δημ. Νόμος, ΑΠ 1002/1990 ΝοΒ 1991. 1376).

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

ΕφΛαρ 11/17 : Τράπεζες - Ευθύνη - Μη άμεση εκτέλεση εντολής - ''Κούρεμα καταθέσεων'' - Ζημία. Σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα - Έννοια εμβάσματος


ΕφΛαρ 11/17 : Τράπεζες - Ευθύνη - Μη άμεση εκτέλεση εντολής - ''Κούρεμα καταθέσεων'' - Ζημία. Σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα - Έννοια εμβάσματος. Μη άμεση εκτέλεση εντολής μεταφοράς χρημάτων από τράπεζα της Κύπρου σε κατάστημα της ίδιας στην Ελλάδα, με συνέπεια τη ζημία του εντολέα, καθώς μεσολάβησε στο επίμαχο χρονικό διάστημα της καθυστέρησης, κούρεμα των καταθέσεων - Εξαιτίας λοιπόν, της μη εμπρόθεσμης εκτέλεσης της μεταφοράς αυτής και πίστωσης του λογαριασμού του δικαιούχου πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων - συνδικαιούχων ήδη του λογαριασμού, η οποία με βάση τη σύμβαση ήταν άμεσα εκτελεστέα, η τράπεζα κατέστη υπερήμερη σχετικά με την εκτέλεση αυτής μέσα στον απαιτούμενο χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου η αποστολή των χρημάτων δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό (από 1.11.2013 ο επίμαχος λογαριασμός έπαυσε να προσφέρει την δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων από και προς την Κύπρο) και η εναγομένη τράπεζα οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων ως συνδικαιούχων του λογαριασμού από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.  Η ζημία συνίσταται στο χρηματικό ποσό το οποίο θα πιστώνονταν στον κοινό λογαριασμό των εναγόντων εάν είχε εκτελεστεί άμεσα η εντολή και στους νομίμους τόκους υπερημερίας.



ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2017

Πρόεδρος: Κ. Αλεβιζοπούλου, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Β. Πάπαρη

[...] 3. Το άρθρο 1 του Ν 5638/1932, όπως ισχύει μετά το ΝΔ 951/1971 και το άρθρο 2 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ», ρυθμίζουν τα θέματα της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες υπέρ τρίτου και σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, ορίζοντας ταυτόσημα ότι αυτοί για τους οποίους έγινε η κατάθεση γίνονται, αμέσως μετά απ’ αυτήν, δικαιούχοι των χρημάτων που κατατέθηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινά λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα (RE) και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και κατάθεσης, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α' και 827 του ΑΚ), αφετέρου δε να καταβάλει νομίμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής (ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 1402/2012 Nomos, ΑΠ 322/1989 ΕΕΝ 1990, 75, ΑΠ 1547/1986 ΝοΒ 35, 1040, ΣυμπλΒασΝομ 1993, 577, ΕφΛαρ 390/2001 Nomos). Συναφώς, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως και όχι καθαυτή αδικοπραξία, με την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής του, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια (ΕφΛαμ 27/2013 Nomos). Η τράπεζα δικαιούται κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ, να διαθέσει τα κατατεθειμένα σ’ αυτή χρήματα «κατ’ αρέσκεια», χωρίς ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο αρμόδιος υπάλληλος της να υποπίπτει στο αδίκημα της υπεξαίρεσής τους, το οποίο διαπράττει μόνο αυτός που ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα. Επομένως και αν ακόμη η τράπεζα αρνείται ν' αποδώσει στον καταθέτη κατά τον προσήκοντα χρόνο, τα κατατεθειμένα χρήματα, ο καταθέτης δεν έχει εναντίον της την κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ αξίωση για αποζημίωση από την υπεξαίρεση, αλλά μόνο την αγωγή από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης κατ' άρθρα 806, 822 και 830 ΑΚ, δεδομένου ότι η αδικοπραξία από τον τρίτο τελείται σε βάρος της Τράπεζας (ΑΠ 929/2009 Nomos, ΑΠ 1122/2005 ΝοΒ 2006, 196, ΑΠ 830/2003 ΕλλΔνη 45, 176, ΑΠ 1083/1991 Nomos). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατά της τράπεζας αγωγή με την οποία ζητείται από τον καταθέτη το ποσόν της καταθέσεώς του, δεν δύναται να έχει άλλη βάση πλην της εκ της ανωμάλου παρακαταθήκης, όχι δε και εξ αδικοπραξίας, διότι η τράπεζα, ακόμη και αν αυθαίρετα παρακρατεί το ποσόν της καταθέσεώς, δεν αδικοπραγεί κατά τα προεκτεθέντα. Για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ευθύνης δεν απαιτείται να προέβη ο υπαίτιος στην ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον παθόντα, αλλά αρκεί και η γνώση αυτού ότι η επέλευση ζημίας στον άλλον ήταν ενδεχόμενη και παρά ταύτα αυτός δε θέλησε να απόσχει από την πράξη ή την παράλειψη που προκάλεσε την ζημία (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1122/2005, ΕφΘεσ 1599/2004 Nomos). Εξάλλου, η χρηματική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, συνιστά περίπτωση συμβατικής ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρον (ΑΚ 489, βλ. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 489-490, σελ. 694, παρ. 4, ΑΠ 246/1992 ΕλλΔνη 1993, 1311, ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 2003, 254). Σύμφωνα δε με το άρθρο 492 ΑΚ, το πταίσμα ενός συνδανειστή κατά κανόνα δεν βλάπτει τους υπολοίπους. Το πταίσμα του οφειλέτη ενεργεί επίσης υποκειμενικά, παράγει δηλαδή ευθύνη του μόνο προς το συνδανειστή έναντι του οποίου συνέτρεξε, ενώ οι λοιποί δικαιούνται την αρχική παροχή. Όσον αφορά στην αδυναμία παροχής, ενεργεί κατ' αρχήν υποκειμενικά, εξαίρεση όμως πρέπει να υπάρξει επί αντικειμενικής αδυναμίας και επί υποκειμενικής, η οποία όμως επήλθε προς όλους τους δανειστές. Στις μορφές αυτές δεν θα ήταν ορθό να περιορίζεται η ενέργεια σε συγκεκριμένο δανειστή, αφού η εκπλήρωση είναι αδύνατη απέναντι σε όλους. Σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας, ολικής ή μερικής, ο οφειλέτης θα ευθύνεται εις ολόκληρον προς αποζημίωση όλων των δανειστών, δηλαδή η παροχή αντικαθίσταται από υποχρέωση αποζημίωσης. Επί αδυναμίας οφειλόμενης σε υπαιτιότητα ενός δανειστή, απαλλάσσεται ο οφειλέτης έναντι πάντων (βλ. για την αδυναμία Μπαλή, Ενοχ. Δ., παρ. 185, άρθρα 3-4). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν 3601/2007, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την παρ. 1 άρθρου 83 του Ν 3862/2010 και πριν την κατάργησή του με το Ν 4261/2014,στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι «υπηρεσίες πληρωμών», περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων. Εξάλλου, η εντολή του πελάτη προς την τράπεζά του να μεταφέρει το καθορισμένο κεφάλαιο στο δικαιούχο και να του το παραδώσει στο υποκατάστημά της στον τόπο της πληρωμής, εκτελείται με έμβασμα. Ο κλασικότερος ορισμός για την έννοια του εμβάσματος είναι η διατόπια αποστολή χρήματος που καταβάλλεται τοις μετρητοίς σε ορισμένο δικαιούχο μέσω τράπεζας. Ο πελάτης δίνει εντολή στην τράπεζα να παραδώσει ένα προσυμφωνημένο ποσό στο δικαιούχο και το υποκατάστημα στον τόπο πληρωμής.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΜονΠρΘεσ 1070/16 : Επενδυτικά προγράμματα- Ευθύνη ασφαλιστικού συμβούλου και εταιρίας - Αδικοπραξία - Πρόστηση. Καταβολή ασφαλίστρων εκ μέρους του ενάγοντος στον ασφαλιστικό σύμβουλο (1ο εναγόμενο) για τη συμμετοχή του σε επενδυτικό πρόγραμμα της ασφαλιστικής εταιρίας (2ης εναγομένης), χρηματικών ποσών που όμως ο καθού ασφαλιστικός σύμβουλος - προστηθείς δεν απέδιδε στην εταιρία.



ΜονΠρΘεσ 1070/16 : Επενδυτικά προγράμματα- Ευθύνη ασφαλιστικού συμβούλου και εταιρίας - Αδικοπραξία - Πρόστηση. Καταβολή ασφαλίστρων εκ μέρους του ενάγοντος στον ασφαλιστικό σύμβουλο (1ο εναγόμενο) για τη συμμετοχή του σε επενδυτικό πρόγραμμα της ασφαλιστικής εταιρίας (2ης εναγομένης), χρηματικών ποσών που όμως ο καθού ασφαλιστικός σύμβουλος - προστηθείς δεν απέδιδε στην εταιρία. Αποδείχθηκε ότι η παράνομη και απατηλή συμπεριφορά του 1ου εναγομένου έλαβε χώρα κατά κατάχρηση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, δεδομένου ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά του εκδηλώθηκε καθ' υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του ως προστηθέντος της ασφ.εταιρίας. Ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της υπηρεσίας που ανέθεσε στον 1ο των εναγομένων η δεύτερη από αυτούς και της ζημιογόνου συμπεριφοράς του. Επίσης, κρίθηκε ότι ο ενάγων ήταν σε θέση να αντιληφθεί εγκαίρως το ψευδή χαρακτήρα των ισχυρισμών του ασφ. συμβούλου και να περιορίσει την περιουσιακή του ζημία. Επομένως, η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του ενάγοντος συντέλεσε στην έκταση της ζημίας που υπέστη. Εν κατακλείδι δέχεται εν μέρει την αγωγή, προσδιορίζει την συνυπαιτιότητα του ενάγοντος σε ποσοστό 50%, περιορίζει αντίστοιχα την ευθύνη της 2ης εναγομένης και υποχρεώνει αμφότερους τους εναγομένους σε καταβολή αποζημίωσης.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΑΡΙΘΜΟΣ 1070/2016
  
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Ιωάννη Μαμαδά, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και αϊτό τη Γραμματέα Δήμητρα Γκουτζίκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του κατά τη δικάσιμο της 6ης Οκτωβρίου 2015 για να κρίνει κατά την τακτική διαδικασία την με αριθμό έκθεσης ……. αγωγή με αντικείμενο αξιώσεις από αδικοπραξία, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………….. κλήση και αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. του Α, κατοίκου ………….. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ΕΜ (AM ΔΧΘ. ....) που κατάθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: (1) Α. του Ι., κατοίκου ……. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ΛΜ (AM Δ.Σ.Θ. ), και (2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…… ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στο ...... Αττικής και νόμιμα εκπροσωπείται, παραστάθηκε δε διά των πληρεξούσιων Δικηγόρων της ΘΤ (AM Δ.Σ.Θ. ) και ΝΦ (AM Δ.ΣΑ ) που κατάθεσαν προτάσεις,
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανάπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα της απόφασης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και στις προτάσεις που κατάθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ME TO NOMO
1.Από την ερμηνεία ης διάταξης του άρθρου 922 ΑK συνάγεται ότι για τη θεμελίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914επ. ΑΚ) αντικειμενικής και εις ολόκληρον ευθύνης του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε τρίτο από πράξη του προστηθέντος, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η οποία καταγιγνώσκεται, όταν ο προστήσας απασχολεί διαρκώς ή παροδικώς τον προστηθέντα για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσης του ή για την εν γένει εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη οποιασδήποτε δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ τους, διατηρώντας το δικαίωμα να του παρέχει έστω και γενικής φύσης εντολές ή οδηγίες ως προς την εκπλήρωση των σχετικών του καθηκόντων, (β) παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, η οποία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και (γ) τέλεση της ζημιογόνας πράξης του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, δηλαδή τέλεση της τόσο εντός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο προστηθέντα ή με ευκαιρία ή αφορμή τα καθήκοντα αυτά, όσο και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή και καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την πρόσθετη όμως στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε εσωτερικής συνάφειας, η οποία συντρέχει όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να εκδηλωθεί χωρίς την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η τέλεση της οποίας κατέστη δυνατή χάρη στη θέση, στα μέσα και τις ευκαιρίες που χορήγησε ο προστήσας στον προστηθέντα στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει, και στη χρησιμοποίηση τους για άλλον σκοπό από εκείνον, για τον οποίο προορίζονταν (ΑΠ 631/2015 ΤΝΠ NOMOΣ ΑΠ 427/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2257/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 534/2013, ΧρΙδΔ ΙΓ’ 581, ΑΠ 351/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και επίσης Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, τόμος 6, 2009, άρθρο 922, αριθ. 12-28, σελ. 1045-1053, Κορνηλάκη П., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2002, σελ. 536-545, Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2Q04, σελ. 829-830 και τον ίδιο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, Κατ' άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, αριθ. 11-37, σελ.744-754).

Περαιτέρω, από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν, 1569/1985, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση της από τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 24 του ν. 2496/1997, προκύπτει ότι ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων, χωρίς όμως δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ή εκπροσώπησης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των λοιπών ως άνω προσώπων, με τα οποία συνδέεται με σύμβαση έργου. Ωστόσο, η νομική αυτή φύση της σχέσης του ασφαλιστικού συμβούλου με τα ως άνω πρόσωπα δεν αποκλείει εξ ορισμού την ύπαρξη μεταξύ τους σχέσης πρόστησης και ειδικότερα με την ασφαλιστική επιχείρηση, με συνέπεια τότε την εις ολόκληρον ευθύνη τους σε περίπτωση αδικοπραξίας του ασφαλιστικού συμβούλου κατά την εκτέλεση ή με ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία του, εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με τη σχετική σύμβαση διαφύλαξε για την ίδια τη διεύθυνση και την επίβλεψη του έργου που του ανέθεσε, παρέχοντας σε αυτόν δεσμευτικές οδηγίες και εντολές, στο πλαίσιο έστω και χαλαρής εξάρτησης, ενώ η ίδια ευθύνη ανακύπτει, σύμφωνα προς όσα ήδη μνημονεύτηκαν ανωτέρω, και όταν ο προστηθείς ενήργησε κατά κατάχρηση της θέσης του ή των μέσων που έθεσε στη διάθεση του η ασφαλιστική επιχείρηση (ΑΠ 188/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440/2014 ΔΕΕ 2015, 162, ΑΠ 530/2014 ΔΕΕ 2015. 262, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009. 811, ΕφΑΘ 5684/2011 ΔΕΕ 2012.486).

Στην προκείμενη περίπτωση με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….2015 κλήση επαναφέρεται προς συζήτηση η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγή, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2ας Δεκεμβρίου 2014 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 19-05-2015» οπότε και δεν εκφωνήθηκε η υπόθεση. Με την ως άνω ενάγων ισχυρίζεται ότι ο πρώτος των εναγομένων εκμεταλλευόμενος του ως ασφαλιστικού συμβούλου της δεύτερης από αυτούς και εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του για την κατάρτιση περισσότερων ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων ειδών μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, ισχυρίστηκε προς αυτόν ότι η τελευταία διέθετε επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «.....», το οποίο αφορούσε στην αγορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και το οποίο εξασφάλιζε τόσο την επιστροφή του προς επένδυση κεφαλαίου όσο και υψηλές αποδόσεις που θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα σε μηνιαία βάση. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι με τον τρόπο αυτό ο πρώτος εναγόμενος τον έπεισε να του καταβάλει τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του έτους 2011 έως και το Δεκέμβριο του έτους 2012 σε μετρητά το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000 €), το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του επενδύθηκε στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι προς επίρρωση των κατά τα ανωτέρω ισχυρισμών του ο πρώτος των αντιδίκων του παρέδωσε μετά την ολοκλήρωση της καταβολής του ανωτέρω ποσού δύο (2) έγγραφα με το λογότυπο του ομίλου επιχειρήσεων, στον οποίο εντάσσεται η δεύτερη από αυτούς, τα οποία πιστοποιούσαν την καταβολή του εν λόγω ποσού, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2012 του κατέβαλε κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν τους τόκους του κεφαλαίου που είχε επενδύσει ο ενάγων. Υποστηρίζει ακόμη ότι οι κατά τα ανωτέρω ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου σχετικά με την τύχη του χρηματικού ποσού, το οποίο του εμπιστεύθηκε, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθώς ουδέποτε ο τελευταίος τοποθέτησε το ποσό αυτό σε επενδυτικό προϊόν της ομοδίκου του, αλλά αντίθετα το ενθυλάκωσε ο ίδιος ενσωματώνοντας το στην προσωπική του περιουσία, χωρίς να διαθέτει νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η κατά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου των εναγομένων, ο οποίος συνδεόταν με σχέση πρόστησης με τη δεύτερη από αυτούς και ο οποίος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν από την τελευταία και αξιοποιώντας τα μέσα
που του παρείχε αυτή, είχε ως συνέπεια να υποστεί ο ίδιος περιουσιακή ζημία ύψους εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000,00€), η οποία αντιστοιχεί στο χρηματικό ποσό που πείστηκε να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο, αλλά και την ηθική βλάβη, η οποία περιγράφεται στο δικόγραφο του. Με βάση τους ισχυρισμούς του αυτούς ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς: (α): το ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000,00€) ως αποζημίωση για την περιουσιακή του ζημία και (β) το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000€) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, επιφυλασσόμενος μάλιστα να διεκδικήσει για την ίδια αιτία το ποσό των πενήντα ευρώ (50,00€) ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, και μάλιστα με τους νόμιμους για αμφότερα τα κονδύλια τόκους από την επίδοση της αγωγής και, επίσης, να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.