Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

If Times They Are a-Changing, Why Aren’t Lawyers Too? [by REID TRAUTZ*]


We are two decades into the internet era and have witnessed the transformation of entire businesses and industries. Remember travel agents, America Online, or video rental stores? Could you live without a smartphone, Amazon, or Google ?

As a profession, we’ve been alerted to the evolving future for at least a decade from a variety of commentators, including Sir Richard Susskind and Jordan Furlong, as well as various bar association reports, and most recently, the American Bar Association’s Report on the Future of Legal Services in the United States. Among the forces that are impacting the profession include a recognition that most Americans cannot afford to hire a lawyer and are seeking lower cost services; non-lawyer competition in the marketplace, especially from online providers; evolving computer technology, including artificial intelligence and data analytics, and changing attitudes among many within the profession that consumer protection from unauthorized practitioners is often really lawyer protectionism.
Whenever we discuss recent changes to the legal profession, we always seem mention just two examples: Legal Zoom and Avvo. Rarely can we think of another example of change in the legal marketplace. So while the world around the legal profession is changing dramatically, few lawyers are making changes to the way they practice law. We aren’t adopting new delivery models or new technology, nor actively asking clients in the marketplace what changes they would like to make legal services more accessible and affordable.
What changes has your firm made in the way legal services are delivered? Are you using the same office and tools that lawyers have used for 20+ years? We seem frozen in place. We read about the evolving changes to the profession, then go back to working the same way we have for decades. Why is that? Why aren’t we changing to take advantage of the new opportunities in the marketplace?
I believe there are three major impediments to lawyers changing how we practice. These prevent us from taking opportunities to serve more clients with more affordable legal services while maintaining a profitable law firm and satisfying career.

Ethics and Innovation

The Rules of Professional Conduct have a huge impact on how lawyers deliver legal services, and are an impediment to changing those services. Most of these rules are really business rules. They instruct every lawyer how to conduct their businesses. Only one rule addresses substantive legal conduct—Rule 1.1—Competence. All of the other rules inform lawyers how to deliver their legal services to clients: How hard we have to work (Rules 1.2 and 1.3) and when we can stop working for the client (1.16); when and how to deposit money (Rule 1.15); how to charge (Rule 1.5); when and how to communicate (Rule 1.4); how and what information to protect (Rule 1.6), and how lawyers can organize our businesses (Rules 5.4-5.6), among the other rules. Our advertising rules (7.1-7.5) tell us how we can communicate with potential clients, and other rules tell us who we can represent (Rules 1.7-1.9).
The rules play an important role in the self-regulation of the legal profession, and exist to promote and protect many worthy objectives, including consumer protection and meaningful access to justice. However, the ethics rules directly impact how services are delivered and the cost of doing so. The penalties for not following the rules can be severe. In addition to the time and cost of defending a disciplinary complaint, lawyers face loss of their license and the ability to continue practicing law. Good lawyers spend a career learning to stay within the scope of the rules, so as to avoid these penalties.
So if lawyers are directed to all follow similar rules that instruct us how to conduct our business, and lawyers face severe penalties for not following the rules, is it any wonder that few lawyers innovate?
For example, many state bars have imposed significant requirements and limitations on lawyer advertising. Numerous states require pre-publication screening and post-publication recordkeeping of all advertising, including websites. Navigating myriad advertising rules, especially in light of social media and other internet-based marketing opportunities, is daunting for most solos and small firms. 
It takes time, money, and effort on the part of the lawyer or law firm to comply with all applicable rules. The Florida Bar has published a handy 126-page guide to help lawyers comply with all the rules, regulations and recent amendments. Why should it take 126 pages to explain all the limitations on the right to communicate with the public about legal services? There may be good reasons for these rules, but we must understand the business costs these rules impose on firms large and small.
Lawyers face business hurdles not faced by other businesses. A plumber, accountant, etc.—may be hired for a specific task that is limited in scope, but lawyers who sell their legal services in the same way are subject to scrutiny, especially in litigation matters. Failure to properly document the scope of the relationship, or failure to convince a judge that a proper withdrawal is warranted, may leave the lawyer engaged in a business relationship that was not part of the bargain. Although the concept of limited scope representation (unbundling) has been in our Rules of Professional Conduct for years, it is still not welcomed in some areas of the profession. Ghost-writing complaints and briefs is one such area. Such uncertainty adds to our reluctance to use this method of lowering the cost of doing business and lowering the cost of services to clients. In 2013, the Illinois Supreme Court enacted a detailed court rule to facilitate limited scope representations and provide guidelines for judges, consumers and lawyers on such representations. However, although the court should be applauded for this step, few lawyers in Illinois are even aware of the court rule, so few offer unbundled services.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

ΜΠρ (Ασφ.Μ.) Αθ 8512/2016 : Ασφαλιστικά μέτρα - Προσωρινή προστασία - Προστασία ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας φαρμακευτικού προϊόντος - Προσβολή δικαιώματος κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας - Εφεύρεση δραστικής φαρμακευτικής ουσίας - Δικαίωμα αποκλειστικής διάθεσης - Κυκλοφορία γενόσημων φαρμακευτικών προϊόντων


Πιθανολογήθηκε ότι τα γενόσημα φαρμακευτικά προϊόντα της καθής είναι ίδια με αυτά της πρώτης αιτούσας που προστατεύεται από το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, που εξακολουθεί να ισχύει. Όμως τα γενόσημα προϊόντα δύνανται να κυκλοφορούν στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι δεν προσβάλλουν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της πρώτης αιτούσας, αφού με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας απονέμονται δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας από το κράτος στον κάτοχο του, τα οποία δικαιώματα υπερισχύουν των δικαιωμάτων που χορηγούνται από σχετική άδεια κυκλοφορίας γενοσήμων. Δυνάμει δε της με αριθμπρωτ. Γ5 95827/2015 απόφασης του Υπουργού Υγείας καθορίστηκε δελτίο τιμών για τα εν λόγω γενόσημα φαρμακευτικά προϊόντα της καθής και συνεπώς η καθής δύναται πλέον να τα κυκλοφορήσει άμεσα στην ελληνική αγορά. Όμως η είσοδος στην ελληνική αγορά στο παρόν στάδιο, που εξακολουθεί να ισχύει η παρεχόμενη προστασία από το εν λόγω Ε.Δ.Ε. στην πρώτη αιτούσα, των ως άνω γενόσημων προϊόντων της καθής πιθανολογήθηκε ότι θα προκαλέσει βλάβη και στη φήμη των αιτουσών, αφού θα δημιουργηθεί η εντύπωση στην αγορά ότι δεν πρόκειται για εφεύρεση που είναι άξια προστασίας με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ πιθανολογήθηκε με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι η κυκλοφορία των γενόσημων αυτών προϊόντων της καθής θα προκαλέσει και οικονομική ζημία στις αιτούσες, αφού οι καταναλωτές θα στρέφονται στην αγορά αυτών των γενόσημων προϊόντων, που παρέχονται σε χαμηλότερη τιμή, η δε καθής θα επωφεληθεί αθέμιτα από την εισαγωγή στην αγορά αυτών των γενόσημωνπροϊόντων, στο παρόν στάδιο και πριν τη λήξη της προστασίας που παρέχεται από το εν λόγω Ε.Δ.Ε. ενόψει και του ότι η διαδικασία θέσης στην αγορά των γενόσημων αυτών προϊόντων της θα είναι ολιγοδάπανη, εκμεταλλευόμενη τη φήμη του προϊόντος της πρώτης αιτούσας, που για να υλοποιήσει την ένδικη εφεύρεση προφανώς διέθεσε μεγάλο χρόνο και υποβλήθηκε σε μεγάλες δαπάνες και διαθέτει τα ανωτέρω πρωτότυπα φαρμακευτικά προϊόντα της στην ελληνική αγορά μέσω της δεύτερης άκουσας. Κάθε δε προσπάθεια της καθής για κυκλοφορία των ανωτέρω προϊόντων ενόσω ισχύει η προστασία που παρέχει στην πρώτη αιτούσα το εν λόγω ΕΔΕ συνιστά προσβολή του, μη έχοντας τη συναίνεσή της για την εκμετάλλευση αυτών στην ελληνική αγορά.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
 Αριθμός Απόφασης 8512/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
 Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Γεωργία Γκίκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3327/2005.
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6-6-2016 χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
 Των αιτουσών: 1) Ελβετικής εταιρίας με την επωνυμία "............................", που εδρεύει στην Βασιλεία της Ελβετίας (………) όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΚΚ και ΕΜ. 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".........................ΑΕΒΕ", που εδρεύει στην .........................................), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΚΚ και ΔΚ.
 Της καθής η αίτηση : Εαιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ".................ΕΠΕ Ε Φ" και το διακριτικό τίτλο "........................ L.T.D.", που εδρεύει στην Αργυρούπολη Αττικής (Λ …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της, ΑΜ και ΘΛ.

Οι αιτούσες, ζητούν να γίνει δεκτή η από 18-11-2015 με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως 105666/12958/2015 αίτηση τους, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-1-2016, μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 5-2-2016, μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 1-4-2016 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, 3, 4 και 5 του Ν. 1733/1987 «περί μεταφοράς τεχνολογίας, εφευρέσεων, τεχνολογικής καινοτομίας και σύστασης επιτροπής ατομικής ενέργειας» προκύπτει ότι θετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση έγκυρου διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι το νέο της εφεύρεσης, π εφευρετική δραστηριότητα ως περιεχόμενο αυτής και η επιδεκτικότητα της εφεύρεσης προς βιομηχανική εφαρμογή. Νέα κρίνεται μία εφεύρεση αν δεν ανήκει στη στάθμη της τεχνικής και ως τέτοια νοείται καθετί που είναι γνωστό οπουδήποτε στον κόσμο (αρχή της οικουμενικότητας) από γραπτή ή προφορική περιγραφή ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση ΔΕ. Το στοιχείο του νέου θεωρείται ότι υπάρχει, όταν πρόκειται μεν για παραγωγή προϊόντος, αν το προϊόν αυτό διαφέρει από τα ομοειδή του προϊόντα με ουσιώδη νέα χαρακτηριστικά, όταν πρόκειται δε για παραγωγή αποτελέσματος, αν εμφανίζει αξιόλογη πρωτοτυπία ή αξιόλογη βελτίωση αποτελέσματος, το οποίο είναι, ήδη, γνωστό και δεν εμφανίζεται σαν απλή προσαρμογή στοιχείων ή μεθόδων, που είναι, ήδη, γνωστά, χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα ή βελτίωση σαν απλή νέα χρήση ενός μέσου, που είναι γνωστό σε αντικείμενα άλλα από εκείνα στα οποία είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, κατά τον ίδιο, όμως, τρόπο κατά τον οποίο γινόταν πάντοτε η χρησιμοποίηση του για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα. Μία εφεύρεση θεωρείται ότι εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα αν, κατά την κρίση του ειδικού δεν προκύπτει με προφανή τρόπο από την υπάρχουσα στάθμη της τεχνικής. Μία εφεύρεση τέλος, θεωρείται επιδεκτική βιομηχανικής εφαρμογής αν το αντικείμενο της μπορεί να παραχθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε τομέα παραγωγικής δραστηριότητας (ΑΠ 545/1996 ΕλλΔνή 1998 1315 ΠΠρθεσ16208/2004 ΕΕμπΔ 2005,116) Η εφεύρεσή διακρίνεται σε εφεύρεση προϊόντος και σε εφεύρεση μεθόδου ή βιομηχανικής εφαρμογής ή μικτή (άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 1733/1987). Στην εφεύρεση προϊόντος, η επίλυση του τεχνικού προβλήματος πραγματώνεται με τη δημιουργία ενός νέου προϊόντος ή με τη βελτίωση, κατά τρόπο άγνωστο ενός, ήδη, γνωστού προϊόντος, ενώ στην εφεύρεση μεθόδου ή επίλυση του προβλήματος πραγματώνεται με την επινόηση μίας νέας μεθόδου ή με τη βελτίωση ήδη γνωστής μεθόδου Εναπόκειται στον καταθέτη της αίτησης για τη χορήγηση ΔΕ να αποφασίσει σε ποία κατηγορία θα ζητήσει να προστατευθεί η εφεύρεση του, μέσω της περιγραφής της και των σχετικών αξιώσεων που θα έχει, δηλαδή, την έκταση και το περιεχόμενο της αιτούμενης προστασίας (άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 1733/1987). Πάντως, το ίδιο το προϊόν προστατεύεται ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής ή χρησιμοποίησης του και η προστασία που παρέχεται με ΔΕ προϊόντος είναι, σημαντικά ευρύτερη από αυτήν της μεθόδου παρασκευής (Βλ Α. Τσιρώνη, «Ευρεσιτεχνίες φαρμάκων», ΕΕμπΔ 1990 363 και 368, υποσημ. 26). Το δικαίωμα στην ευρεσιτεχνία δημιουργείται με την απονομή του ΔΕ, η σχετική δε πράξη αποτελεί διοικητική πράξη που εκδίδεται από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (στο εξής OBI). Το ΔΕ παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα στον κάτοχο αυτού καθώς και σε όποιον έχει από αυτόν το δικαίωμα, να επιδίδεται εξ επαγγέλματος στην παραγωγή του αντικειμένου της εφεύρεσης, στην έκθεση αυτού προς εμπορία ή πώληση ή στην χρησιμοποίηση του. Κατά τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου της ευρεσιτεχνίας που εξαγγέλλεται από το άρθρο 1 του Ν. 1733/1987, διπλώματα ευρεσιτεχνίας παραχωρούνται μόνο σε εφευρέσεις που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσει προστασίας, που προβλέπει ο νόμος. Η ύπαρξη όμως των στοιχείων της εφεύρεσης και η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων προστασίας αυτής με ΔΕ, ελέγχονται σε περιορισμένη έκταση, πριν από την παραχώρηση του ΔΕ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 7 και 8 του παραπάνω νόμου, ελέγχονται μόνο οι τυπικές προϋποθέσεις της αίτησης και οι αρνητικές ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης του ΔΕ, δηλαδή, η αντίθεση στα χρηστά ήθη τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια, με συνέπεια τη δυνατότητα χορήγησης του σχετικού διπλώματος, χωρίς να συντρέχουν οι κατά το νόμο όροι έκδοσης αυτού και η δημιουργία περαιτέρω νόμιμου μαχητού τεκμηρίου συνδρομής των στοιχείων της Εφεύρεσης του ΔΕ, ως διοικητικής πράξης, συστατικής ενός ιδιωτικού δικαιώματος. Το ελληνικό δίκαιο δεν ακολουθεί το λεγόμενο εξεταστικό σύστημα, δηλαδή, του προελέγχου των ουσιαστικών προϋποθέσεων. Ο ΟΒΙ περιορίζεται στον έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων και σε έναν περιορισμένο κατ' ουσία έλεγχο. Ο ουσιαστικός έλεγχος είναι αναγκαία κατασταλτικός και πραγματοποιείται διαμέσου της αγωγής ακυρότητας (άρθρο 15 του Ν. 1733/1987).
Το πλεονέκτημα του συστήματος που ακολουθεί το ελληνικό δίκαιο είναι η εξοικονόμηση χρόνου στη χορήγηση του διπλώματος, ενώ το μειονέκτημα ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το άτι υπάρχει έγκυρο ΔΕ.
Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 1733/1987 το ΔΕ μπορεί με δικαστική απόφαση του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου να κηρυχθεί άκυρο και μάλιστα αναδρομικά (κατασταλτικός έλεγχος), ενώ δεν αποκλείεται και η κατʼ ένσταση προβολή της ακυρότητας ακόμη και στα ασφαλιστικά μέτρα (βλκαι ΑΠ 1344/2012, ΠΠρΑΘ 10914/1996 ΕΕμπΔ 1999,146). 

Για την άσκηση της αγωγής κατά του κατόχου του ΔΕ νομιμοποιούνται ο εφευρέτηςο εκδοχέας ή ο δικαιούχοςενώ σε κάθε άλλη περίπτωση καθένας που έχει έννομο συμφέρον (άρθρο 15 παρ. 1 και 2). Ως λόγοι ακυρότητας ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορούν να προταθούν είτε ότι η εφεύρεση που περικλείει δεν είναι νέα, είτε ότι δεν εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα είτε όχι δεν είναι επιδεκτική βιομηχανικής εφαρμογής {θετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις), είτε διότι τούτο έχει χορηγηθεί για εφεύρεση, για την οποία απαγορεύεται η χορήγηση τέτοιου είδους διπλώματος (αρνητική ουσιαστική προϋπόθεση). Περαιτέρω, με τη Σύμβαση του Μονάχου του 1973, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1607/1986 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, που υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης εθνικής διάταξης {άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ιδρύθηκε Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας με νομική προσωπικότητα (άρθρα 4 και 5) και έδρα το Μόναχο (άρθρο 6). Όργανα του Οργανισμού είναι α) το ευρωπαϊκό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και β) το διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 4 παρ. 3). Το ευρωπαϊκό ΔΕ έχει εικοσαετή διάρκεια, που υπολογίζεται από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης (άρθρο 63 παρ. 1) και παρέχει στον δικαιούχο τα ίδια δικαιώματα που θα του παρείχε ένα εθνικό ΔΕ, σαν να είχε χορηγηθεί σε κάθε κράτος εθνικό ΔΕ (άρθρα 64 παρ. 1 και 2 παρ. 2). Δεν πρόκειται, δηλαδή για ενιαίο ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας αλλά για δέσμη εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που δημιουργούνται με μία (μοναδική) δήλωση ευρεσιτεχνίας. Η χορήγηση εθνικών ΔΕ δεν θίγεται (αρχή της συνύπαρξης). Η εδαφική ισχύς του ευρωπαϊκού διπλώματος περιορίζεται στις χώρες για τις οποίες ζητείται από τον καταθέτη να χορηγηθεί το δίπλωμα (άρθρο 3). Η προστασία του κρίνεται με βάση τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας της χώρας μέλους όπου έγινε; η προσβολή (άρθρο 64 παρ. 3), η έκταση, όμως, προστασίας καθορίζεται με βάση τις αξιώσεις, για την ερμηνεία των οποίων χρήσιμα είναι η περιγραφή και τα σχέδια που συνοδεύουν την αίτηση (άρθρα 69 παρ. 1). Ωστόσο, εισάγονται με βάση τη σύμβαση ομοιόμορφοι κανόνες δικαίου που αφορούν τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις για την παραχώρηση του ΕΔΕ, καθώς και τους λόγους σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να ακυρωθεί, κατά την εθνική, όμως, νομοθεσία, μετά από σχετικές ενέργειες προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον, εάν το αντικείμενο του ευρωπαϊκού διπλώματος δεν είναι επιδεκτικό διπλώματος, εάν το δίπλωμα δεν περιγράφει την εφεύρεση κατά τρόπο ικανοποιητικά σαφή και πλήρη, εάν το αντικείμενο του ευρωπαϊκού διπλώματος εκτείνεται πέρα από το περιεχόμενο της αίτησης, εάν η προστασία που παρέχεται με το ΕΔΕ επεκτάθηκε, εάν ο δικαιούχος του διπλώματος δεν είχε το δικαίωμα να το αποκτήσει σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 60 (άρθρο 138 της Σύμβασης του Μονάχου σε συνδυασμό με τα άρθρα 15 και 23 παρ. του Ν. 1733/1987). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 52 και 53 της Σύμβασης του Μονάχου, η εφεύρεση μπορεί να αναφέρεται σε προϊόν, μέθοδο ή βιομηχανική εφαρμογή. Αντίστοιχα και οι αξιώσεις του διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορεί να είναι είτε αξιώσεις προϊόντος, είτε αξιώσεις μεθόδου, είτε αξιώσεις χρήσεως. 371). Περαιτέρω, ο καταθέτης έχει, στα συμβαλλόμενα κράτη που κατονομάζει, προσωρινά, την προστασία του άρθρου 64 (άρθρα 69 παρ. 1), η οποία ταυτίζεται με την προστασία που παρέχει το εθνικό ΔΕ. Η αίτηση εξετάζεται από το τμήμα καταθέσεων (προκαταρκτικός και τυπικός έλεγχος) σχετικά με το νομότυπο της κατάθεσης, την καταβολή των τελών κατάθεσης και έρευνας και παίρνει ημερομηνία κατάθεσης (άρθρο 90). Στη συνέχεια το τμήμα έρευνας συντάσσει την έκθεση ευρωπαϊκής έρευνας, έτσι όπως καθορίζεται από τον εκτελεστικό κανονισμό, με βάση τις αξιώσεις και, αφού λάβει υπόψη του την περιγραφή και τα ενδεχόμενα σχέδια, η σχετική έκθεση διαβιβάζεται στον δηλούντα, δίνοντας του, έτσι, την ευκαιρία είτε να αποσύρει τη δήλωση είτε να επιφέρει κάποια αλλαγή στις αξιώσεις είτε να προσαρμόσει κατά άλλο τρόπο την περιγραφή στην κατάσταση της τεχνικής που ερευνήθηκε (άρθρο 92). Οι αιτήσεις για ΕΔΕ δημοσιεύονται 18 μήνες μετά τη δήλωση είτε, εάν ζητείται προτεραιότητα, 18 μήνες μετά από την προθεσμία αυτής. Με τη δημοσίευση της αίτησης παρέχεται στον δηλούντα μία προσωρινή προστασία εναντίον κάθε παράνομης χρησιμοποίησης που ισούται με την προστασία που παρέχεται από το εθνικό ΔΕ, που χορηγείται στο έδαφος κάθε συμβαλλόμενου κράτους, οι παραβιάσεις δε του ΕΔΕ κρίνονται με βάση τις εθνικές διατάξεις (άρθρα 64, 67 και 93). 

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Δημόσιες συμβάσεις στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας – μη εφαρμογή των ενωσιακών οδηγιών και των εθνικών κανόνων μεταφοράς τους – εφαρμογή του διεθνούς δικαίου (ΣτΕ 2468/2016) [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 2468/2016 [ΣτΕ 2468.2016], το Συμβούλιο της Επικρατείας διευκρίνισε σημαντικά ζητήματα όσον αφορά, αφενός, το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο σε δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών στον τομέα της άμυνας, οι οποίες πρέπει να συναφθούν από τα κράτη μέλη της Ένωσης σύμφωνα με ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού και, αφετέρου, τη δικονομική μεταχείριση των διαφορών που απορρέουν από πράξεις οι οποίες εντάσσονται στην διαδικασία που προηγείται της σύναψης των συμβάσεων αυτών. Η απόφαση ΣτΕ 2468/2016 έχει ιδιαίτερη σημασία για δυο λόγους: Ι) Το Δικαστήριο δέχεται, για πρώτη φορά με ρητή σκέψη (σκέψη 7), ότι δεν έχουν υπαχθεί στα Διοικητικά Εφετεία όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές από πράξεις οι οποίες προηγούνται της σύναψης δημόσιας σύμβασης και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010, αλλά μόνον οι ήσσονος νομικής σπουδαιότητας και ότι ως τέτοιες νοούνται, κατά κανόνα, όσες αφορούν συμβάσεις που υπολείπονται του κατωφλίου των οδηγιών. Έτσι, λύθηκε μια εκκρεμότητα σχετικά με την έννοια του άρθρου 47 παρ. 4 του Ν. 3900/2010 (“4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 3886/2010, οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων που αποφαίνονται ανεκκλήτως.”). ΙΙ) Το μείζον ζήτημα που επιλύει η απόφαση έγκειται, βεβαίως, στην εφαρμογή, στο εσωτερικό μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, της λεγόμενης “Διεθνούς Οδηγίας”, δηλ. των διαδικαστικών κανόνων του ΝΑΤΟ για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Η εφαρμογή των διατάξεων αυτών είναι κρίσιμη, διότι αποτελεί προϋπόθεση εξαίρεσης από την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (των οδηγιών 2004/17/ΕΚ, 2004/18 και 2009/81) σύμφωνα με το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, οι συμβάσεις που συνάπτονται στον τομέα της άμυνας και έχουν ως αντικείμενο την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού ή έργα, προμήθειες και υπηρεσίες που αφορούν άμεσα στρατιωτικό εξοπλισμό, δεν υπάγονται, ανεξαρτήτως της προϋπολογισθείσης αξίας τους, στις διατάξεις των οδηγιών 2004/17/ΕΚ, 2004/18/ΕΚ και 2009/81/ΕΚ, στην περίπτωση που τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να προβούν στην ανάθεσή τους σύμφωνα με ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού (βλ.σκέψη 6 της απόφασης). Για να θεμελιώσει την εφαρμογή της Διεθνούς Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, το Συμβούλιο της Επικρατείας αξιοποίησε τον Α.Ν. 407/1968 με τον οποίον κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η «εν Αθήναις υπογραφείσα την 11ην Ιουνίου 1964 Συμφωνία μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και των Κυβερνήσεων του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ολλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής “περί χρησιμοποιήσεως και λειτουργίας του Πεδίου Βολής Βλημάτων του ΝΑΤΟ (Πεδίον Βολής Κρήτης (ΠΒΚ) εις τον Όρμον Σούδας (ΚΡΗΤΗ)”…» (σκέψη 14 της απόφασης), κρίνοντας ότι αυτός παραπέμπει (εμμέσως) στην ως άνω Διεθνή Οδηγία, η οποία- με τον τρόπο αυτό- τυγχάνει τελικώς εφαρμογής. Μάλιστα το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Διεθνής Οδηγία περιέχει κανόνες δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η διαδικασία που προηγείται της σύναψης από τα κράτη μέλη του Οργανισμού δημοσίων συμβάσεων σχετικών με την εκτέλεση του Προγράμματος Επενδύσεων Ασφαλείας ΝΑΤΟ, προς τον σκοπό της κατασκευής βασικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων κοινής χρησιμότητας για τα κράτη μέλη του Οργανισμού, και καθορίζονται τα σχετικά «δικαιώματα και υποχρεώσεις» των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό αλλά και των εμπλεκομένων κρατών και των οργάνων του ΝΑΤΟ”, δηλαδή δεν είναι πράξη ηπίου δικαίου στερούμενη νομικής δεσμευτικότητας (σκέψη  16). Το Δικαστήριο αρκέστηκε στην έμμεση παραπομπή στη Διεθνή Οδηγία και δεν θέλησε να εξετάσει αν αυτή αποτελεί self executing πράξη οργάνου διεθνούς οργανισμού -υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται για την εφαρμογή της στο εσωτερικό δίκαιο επί πλέον και η έκδοση άλλων συναφών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών πράξεων από τις ελληνικές αρχές- ούτε αν έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με μόνη τη διά νόμου (Ν. 1989/1952 και ΝΔ 3568/1956) κύρωση των διεθνών συμφωνιών περί σύστασης του ΝΑΤΟ. Επομένως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η τριγωνική σχέση ενωσιακού δικαίου, διεθνούς δικαίου και εθνικού δικαίου στην οποία στηρίζεται η συλλογιστική του Δικαστηρίου: το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης (εν προκειμένω η οδηγία 2009/81/ΕΚ) προβλέπει τις προϋποθέσεις εξαίρεσης από την εφαρμογή του, οι οποίες συνίστανται στην εφαρμογή σε συμβάσεις κρατών μελών ειδικών διαδικαστικών κανόνων διεθνούς οργανισμού. Η συνδρομή της προβλεπόμενης στο ενωσιακό δίκαιο προϋπόθεσης, δηλαδή η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, εξετάζεται βάσει κριτηρίων του εθνικού δικαίου (εν προκειμένω στηρίζεται στην έμμεση παραπομπή στη Διεθνή Οδηγία του ΝΑΤΟ που περιέχει ο ΑΝ 407/1968, ο οποίος κυρώνει άλλη διεθνή συμφωνία).
Διάγραμμα της απόφασης
ΣτΕ 2468/2016
Προσβαλλόμενες πράξεις
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν:
1) η από 29.5.2012 Ορθή Επανάληψη Πρόσκλησης για την Εκδήλωση Ενδιαφέροντος Διεθνούς Διαγωνισμού για το έργο «Σχεδίαση, κατασκευή, εγκατάσταση και εν συνεχεία υποστήριξη ενός (1) 3-D Radar εντοπισμού πολλαπλών βλημάτων (MMTR) στο ΠΒΚ» (Κ-442Ν), 2) η σιωπηρή απόρριψη της από 13.7.2012 προδικαστικής προσφυγής της αιτούσας εταιρείας κατά της ως άνω προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
2. Επειδή, με την από 29.5.2012 πρόσκληση (σε «ορθή επανάληψη»), που υπογράφεται από τον Διοικητή της Υπηρεσίας Έργων της Πολεμικής Αεροπορίας (ΥΠΕΠΑ), εκλήθησαν ελληνικές και αλλοδαπές επιχειρήσεις, προερχόμενες από τα είκοσι πέντε (25) κράτη-μέλη του Οργανισμού της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ), τα οποία χρηματοδοτούν το επίμαχο έργο, να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την συμμετοχή σε διαγωνισμό με αντικείμενο την ανάθεση του έργου «Σχεδίαση, κατασκευή, εγκατάσταση και εν συνεχεία υποστήριξη ενός (1) 3-D Radar εντοπισμού πολλαπλών βλημάτων (MMTR) στο ΠΒΚ [Πεδίο Βολής Κρήτης]» (Κ-442Ν), προϋπολογισμού 26.084.136 ευρώ. Η αιτούσα, εταιρεία του ρουμανικού δικαίου, άσκησε κατά της εν λόγω προσκλήσεως ενδιαφέροντος την από 13.7.2012 «προδικαστική προσφυγή», ήδη δε με την κρινόμενη αίτηση ζητεί την ακύρωση της ανωτέρω προσκλήσεως και της τεκμαιρομένης, κατά τους ισχυρισμούς της, λόγω παρόδου απράκτου δεκαπενθημέρου, απορρίψεως της προσφυγής της.
Ρυθμιστικό αντικείμενο των οδηγιών 2004/18/ΕΚ και 2009/81/ΕΚ – Συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει διεθνών κανόνων
4. Επειδή, με την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 134), η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το π.δ. 60/2007 (Α΄ 64), επιχειρήθηκε ο συντονισμός των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών. Οι ρυθμίσεις της ως άνω οδηγίας, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, κατελάμβαναν τις μη εξαιρούμενες δυνάμει των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής (άρθρα 10, 11, 12-18, βλ. και άρθρα 9-15, 16 και 17 του π.δ/τος 60/2007), συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία, εκτός φόρου προστιθεμένης αξίας, ίση ή ανώτερη των 5.000.000 ευρώ για τις δημόσιες συμβάσεις έργων και, προκειμένου περί των δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών, 130.000 ή 200.000 ευρώ, αναλόγως της κατηγορίας της σύμβασης (άρθρα 7 της οδηγίας, 2 περ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1251/2011 της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 2011, ΕΕ L 319, 6 παρ. 1 του π.δ/τος 60/2007). Εξ άλλου, με την οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 (ΕΕ L 216), η οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3978/2011 (Α΄ 137, Μέρος Δεύτερο, άρθρα 14 έως 98), επεδιώχθη ο συντονισμός «των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας». Σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. 6 της οδηγίας αυτής (15 περ. 20 του ν. 3978/2011), για τους σκοπούς της, ως «στρατιωτικός εξοπλισμός» νοείται: «εξοπλισμός ειδικά σχεδιασμένος ή προσαρμοσμένος για στρατιωτικούς σκοπούς, ο οποίος προορίζεται για χρήση ως όπλο, πυρομαχικά ή πολεμικό υλικό», ενώ στο άρθρο 2 (άρθρο 16 παρ. 1 ν. 3978/2011) προβλέπεται ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και έχουν ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, «την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού, περιλαμβανομένων μερών, επιμέρους στοιχείων και/ή συναρμολογημένων τμημάτων, κατασκευαστικών μερών και/ή υποσυγκροτημάτων» (στοιχ. α΄) καθώς και «έργα, προμήθειες και υπηρεσίες που αφορούν άμεσα τον εξοπλισμό που αναφέρεται [στο στοιχείο α΄]… για οιαδήποτε στοιχεία του κύκλου ζωής του» (στοιχ. γ΄). Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο οι διατάξεις της οδηγίας 2009/81/ΕΚ και του, περί της μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη, δεύτερου μέρους του ν. 3978/2011 κατελάμβαναν τις κατά τα προεκτεθέντα κατηγορίες συμβάσεων με εκτιμώμενη αξία, εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας, ίση ή ανώτερη των 400.000 ευρώ για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών και των 5.000.000 ευρώ για τις συμβάσεις έργων (άρθρα 8 της οδηγίας, 24 του ν. 3978/2011 και 3 του προμνησθέντος Κανονισμού (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής). Περαιτέρω, στο άρθρο 12 αυτής («Συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει διεθνών κανόνων») ορίζεται ότι η ανωτέρω οδηγία 2009/81/ΕΚ δεν εφαρμόζεται «στις συμβάσεις που διέπονται από: α) ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες δυνάμει διεθνούς συμφωνίας ή διακανονισμού που έχει συναφθεί μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, και μιας ή περισσοτέρων τρίτων χωρών· β) ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες δυνάμει συναφθείσας διεθνούς συμφωνίας ή διακανονισμού που συνδέεται με τη στάθμευση στρατευμάτων και αφορά επιχειρήσεις κράτους μέλους ή τρίτης χώρας· γ) ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού, που αγοράζει για δικό του σκοπό ή σε συμβάσεις που πρέπει να αναθέσει κράτος μέλος σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες». Προβλέπεται, πάντως, ότι οι ανωτέρω «ειδικοί διαδικαστικοί κανόνες» («διαδικασίες») «δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται με σκοπό την παράκαμψη των διατάξεων της… οδηγίας [2009/81/ΕΚ]» (άρθρο 11). Στο Προοίμιο της ανωτέρω οδηγίας αναφέρεται συναφώς ότι (σημείο 20): «… θα πρέπει να προβλεφθούν περιπτώσεις στις οποίες η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται λόγω της δυνατότητας εφαρμογής ειδικών κανόνων σύναψης συμβάσεων, οι οποίοι απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Οι κανόνες δυνάμει ορισμένων συμφωνιών που σχετίζονται με τη στάθμευση στρατευμάτων από ένα κράτος μέλος σε άλλο ή σε τρίτη χώρα ή με τη στάθμευση στρατευμάτων από τρίτη χώρα σε κράτος μέλος θα πρέπει επίσης να αποκλείουν τη χρήση των διαδικασιών ανάθεσης στην παρούσα οδηγία. 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

ΣτΕ (Ολομ.) 95/2017 : Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ


πηγή : https://www.lawspot.gr/nomika-nea/olokliri-i-apofasi-toy-ste-gia-tis-tileoptikes-adeies
Αριθμός 95/2017
TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 4 Ιουλίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αν. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α. Γ. Βώρος, Τ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκατης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σ. Βιτάλη, Η. Μάζος, Α. Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Σπ. Μαρκάτης και Κ. Πισπιρίγκος καθώς και η Πάρεδρος Α. Σδράκα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 3 Μαΐου 2016 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΤΕΝΝΑ TV Α.Ε.», που εδρεύει στο Μαρούσι (Λεωφ. Κηφισίας 10- 12), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΓΔ (A.M. ), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Επικρατείας, ο οποίος παρέστη με τους: α) ΕΣ, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) ΑΔ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Για το Δημόσιο παρέστησαν επίσης οι δικηγόροι: α) ΙΔ (A.M.  και β) Ι Μ (A.M.), που τους διόρισε με υπουργική απόφαση.
 H πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 7 Ιουνίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδίωκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 4297/1.3.2016 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τους πληρεξούσιους και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της,
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού  μελέτησε  τα  σχετικά  έγγραφα
Σκέφθηκε  κατά  τον  Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α' 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α' 241), των Συμβούλων Δ. Αλεξανδρή και Α.-Π. Βώρου, τακτικών μελών της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ' αυτών στη διάσκεψη και στις ψηφοφορίες, ως τακτικά μέλη, ο: Σύμβουλοι Σπ. Μαρκάτης και Κ. Πισπιρίγκος, αναπληρωματικά έως τότε μέλη της συνθέσεως (βλ. Πρακτικά Διασκέψεως της Ολομελείας 156/12.10.2016, 156Α/14.10.2016, 159/18.10.2016, 169Α/24.10.2016 και 172/26.10.2016).
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (Θ 0820793/4093/28.4.2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' της Δ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών).
 3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 4297/1.3.2016 αποφάσεως του Υπουργού Επικρατείας «Μεταβίβαση επιμέρους αρμοδιοτήτων της διαγωνιστικής διαδικασίας αδειών παροχών περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων της διαγωνιστικής διαδικασίας» (Β' 518/1.3.2016). Συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει να θεωρηθεί και η, εκδοθείσα μετά την άσκηση αυτής, 10214/20.5.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας περί «συστάσεως-συγκροτήσεως» Πενταμελούς Ειδικής Επιτροπής Διενέργειας του ανωτέρω διαγωνισμού, ως συναφής με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 380/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, το Σύνταγμα του 1975 όρισε στο άρθρο 1.5 παρ. 2 ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους και έχουν σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης- πρέπει πάντως να εξασφαλίζεται η ποιοτική στάθμη των εκπομπών που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή τους και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας». Με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α' 84) η ανωτέρω παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα». Εξ άλλου, ως προς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) και τις λοιπές συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές, με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το προαναφερθέν Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει. 2. ... Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή -πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. 3. ...».
5. Επειδή, με τον ν. 1866/1989 (Α' 222), προβλέφθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα ιδρύσεως και λειτουργίας μη κρατικών τηλεοπτικών σταθμών τοπικής εμβελείας, κατόπιν εκδόσεως αδείας χορηγουμένης χωρίς προηγουμένη διαγωνιστική διαδικασία (άρθρο 4) και συνάψεως σχετικής συμβάσεως παραχωρήσεως επταετούς διαρκείας (άρθρο 5), ορίσθηκε δε ότι «… Η άδεια του σταθμού ραδιοτηλεοράσεως τελειούται με τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως και ανακαλείται αυτοδικαίως, αν μέσα σε εννέα μήνες από τη χορήγηση της δεν συναφθεί η κατά το άρθρο 5 σύμβαση...» (άρθρο 10). Από το έτος 1989 και μετά άρχισαν να λειτουργούν πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί αυθαιρέτως και χωρίς άδεια (βλ. Ολομ. ΣτΕ 3578/2010 σκ. 4), Όμως, κατ’ εφαρμογήν του ανωτέρω νόμου (1866/1989) - καθώς και του ν. 1943/1991 (Α' 50), με το άρθρο 85 παρ. 4 του  οποίου  επετράπη   η   «τεχνική  δικτύωση τοπικών τηλεοπτικών σταθμών, με δυνατότητα απόκτησης εθνικής εμβέλειας»- εκδόθηκε, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες,  περιορισμένος  αριθμός  αδειών ιδιωτικών τηλεοπτικών   σταθμών   τοπικής   εμβέλειας   με   δυνατότητα τεχνικής δικτύωσης για απόκτηση εθνικής εμβέλειας. Μεταξύ των αδειών αυτών περιλαμβάνεται και η χορηγηθείσα, με την 19207/Ε/9.9.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και του Υφυπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β’ 713/10.9.1993), στην αιτούσα εταιρεία. Ως όρος στις άδειες αυτές περιελήφθη, σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 10 του ν. 1866/1989, η ρήτρα ότι «Η άδεια του σταθμού τελειούται με τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως και ανακαλείται αυτοδικαίως αν μέσα σε εννέα μήνες από τη χορήγησή της δεν συναφθεί η ως άνω σύμβαση». Από τα στοιχεία, όμως, του φακέλου δεν προκύπτει ότι υπεγράφη η αναγκαία κατά νόμον για την τελείωση της αδείας σύμβαση, εντός εννέα μηνών από τη χορήγησή της, χωρίς να εκδοθεί διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας ανακλήσεώς της. Πλην, μετά ένα έτος και πλέον, με το άρθρο 5 του ν. 2328/1995 (Α' 159/3.8.1995) -με το άρθρο 2 του οποίου προβλέφθηκε η έκδοση, κατόπιν διαγωνισμού που προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε., αδειών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας- ορίσθηκε ότι οι άδειες που χορηγήθηκαν κατά το   άρθρο 4 του ν. 1866/1989 «εξακολουθούν» να ισχύουν για ένα έτος από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Μετά δε την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος, με το άρθρο 4 του ν. 3438/1996 (Α'211/29.8.1996), ορίσθηκε ότι η ισχύς των ανωτέρω αδειών παρατείνεται για εννέα ακόμη μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, με πρόβλεψη καταβολής σχετικού ανταλλάγματος υπέρ του Δημοσίου.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΜΠρΘηβών 1/2017 : Μίσθωση - Πάροδος συμβατικού χρόνου - Σιωπηρή ανανέωση μίσθωσης - Μονομερής εγκατάλειψη μισθίου από μισθωτή χωρίς καταγγελία - Μη παράδοση κλειδιών - Υποχρέωση καταβολής καθυστερούμενων μισθωμάτων - Τοκοφορία - Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος - Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος


Κρίθηκε ότι εφόσον η μίσθωση ετράπη νομίμως σε μίσθωση αορίστου χρόνου, παρέπεται ότι για τη λύση της έπρεπε να προηγηθεί καταγγελία αυτής από τους συμβαλλομένους ή εκούσια παράδοση του μισθίου ακινήτου από την μισθώτρια και αποδοχή της παράδοσης του από την εκμισθώτρια. Ωστόσο, τόσο η εναγόμενη όσο και η δικαιοπάροχος της - αρχικώς μισθώτρια ουδέποτε παρέδωσαν το μίσθιο (π.χ. προσφέροντας τα κλειδιά αυτού), ούτε κατήγγειλαν την αορίστου αυτή σύμβαση μισθώσεως. Η αυτόβουλη αυτή εγκατάλειψη του μισθίου από την δικαιοπάροχο της εναγομένης χωρίς προηγούμενη έγγραφη ή προφορική καταγγελία της ένδικης μίσθωσης και χωρίς παράδοση των κλειδιών του μισθίου δεν επέφερε τη λύση της μίσθωσης. Συνεπώς, η εναγόμενη εφόσον η σύμβαση μίσθωσης δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο λυθεί (μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής) είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συμφωνημένο μίσθωμα για το αιτούμενο χρονικό διάστημα. Οι ισχυρισμοί της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας και περί συντρέχοντος πταίσματος πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι το μίσθιο βρισκόταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στην διάθεση της ενάγουσας, έχοντας λάβει γνώση η τελευταία της αποχώρησης από αυτό της μισθώτριας, και ότι μπορούσε ευχερώς να κάνει χρήση αυτού, εκμισθώνοντας σε τρίτον, πλην δεν το χρησιμοποίησε διατηρώντας το κενό. Επομένως, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για καθυστερούμενα μισθώματα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα κατά την οποία έκαστο μίσθωμα έπρεπε να καταβληθεί.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Τσιάνου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Πρωτοδικείου Θηβών και από τη Γραμματέα Μαρία Κόρδατζη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΎΣΑΣ: ..., κατοίκου Θήβας (οδός ...) η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ΕΚ οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ........................Α.Ε» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ...............) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «................ ΤΡΑΠΕΖΑ .......... Α.Ε», η οποία παραστάθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ΕΜ και ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-8-2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 188/ΜΘ/2015, η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 12-12-2015 και εν συνεχεία κατόπιν διαδοχικών αναβολών για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
  
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθ. 608 § 1ΑΚ, μόλις περάσει ο συμφωνημένος ορισμένος χρόνος η μίσθωση λήγει «χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο», επομένως η μίσθωση εδώ λήγει αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται καταγγελία από μέρους του εκμισθωτή ή οποιαδήποτε άλλη όχληση του μισθωτή (ΑΠ 479/2001 ΕλΔ 43, σελ. 437, βλ. και Χ. Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου εκδ. δεύτερη, σημ. 2052, 2074). Εξάλλου η μίσθωση ορισμένου χρόνου λήγει με την πάροδο του συμβατικού χρόνου, εφόσον δεν επακολουθήσει παράταση με συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή πριν από τη λήξη της διάρκειας της ή ανανέωση ή έστω σιωπηρή αναμίσθωση (άρθ. 611 ΑΚ) οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση η σύμβαση γίνεται αορίστου χρόνου και η λήξη της επέρχεται με καταγγελία. Οι προϋποθέσεις για τη σιωπηρή ανανέωση είναι ότι α) ο μισθωτής πρέπει να εξακολουθήσει τη χρήση του μισθίου μετά τη λήξη της μίσθωσης όπως ρητά ορίζει η ΑΚ 611, β) η γνώση του εκμισθωτή τόσο για τη λήξη της μίσθωσης όσο και για τη συνέχιση της χρήσης από το μισθωτή και γ) η μη εναντίωση του εκμισθωτή στην αναμίσθωση. Περαιτέρω, η σύμβαση μισθώσεως μπορεί να καταργηθεί με αντίθετη σύμβαση των συμβαλλομένων. Η αντίθετη αυτή συμφωνία (καταργητική) μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρά, να συνάγεται δηλαδή από ορισμένη συμπεριφορά των συμβαλλομένων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έχουμε σιωπηρή κατάργηση της μισθωτικής σύμβασης, αν η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί και επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Τέτοια λύση της σύμβασης μισθώσεως επέρχεται και στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτής αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή. Συντρέχει δε οικειοθελής ή εκούσια απόδοση του μισθίου από το μισθωτή στον εκμισθωτή, όταν αυτή πραγματοποιείται κατόπιν ρητής ή σιωπηρής μεταξύ τους συμφωνίας, έστω και με την παράδοση των κλειδιών στα χέρια του εκμισθωτή συνοδευόμενη από επιφύλαξη του τελευταίου ως προς τυχόν αξίωση είσπραξης οφειλόμενων μισθωμάτων και όχι με μονομερή από την πλευρά του μισθωτή εγκατάλειψη του μισθίου, η οποία ούτε λύση της μίσθωσης επιφέρει, ούτε παύση πληρωμής του μισθώματος (βλ. ΕφΑΘ 198/1985 ΑρχΝομ 36.356, ΕφΑΘ 3407/1985 ΕΔΠ 1985). Ωστόσο, η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να το αποδώσει στον εκμισθωτή δεν αποτελεί παράδοση τούτου, ούτε επιφέρει τη λύση της μισθώσεως αφού δεν εμποδίζεται αυτός (μισθωτής) να επανέλθει και να ανακαταλάβει το μίσθιο (βλ. Χ. Παπαδάκη: Αγωγαίαποδόσεως μισθίου, έκδ. 1990, αριθ. 709 σ. 259, ίδιου Δνη 24.502, Α.Ν. 36.89, σχετ. ΑΠ 757/84 Α.Ν. 36.88, ΕΑ198/85 Α.Ν 36.366, ΕΑ 3407/85 ΕΔΠ 1985 σ. 148, ΕΑ11/83 Δνη 24.500, ΕΑ 1715/83 Δνη 24.1408). Εξάλλου, κατά το άρθρο 601 του ΑΚ, ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά από αυτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του μισθίου (βλ. ΑΠ 229/2012, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Εν προκειμένω, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου και του αιτήματος της, εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι ο αναφερόμενος δικαιοπάροχος της με το από 29-3-1985 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε εκμισθώσει στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε», ειδικός διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη, την περιγραφόμενη στην αγωγή αποθήκη, προκειμένου να την χρησιμοποιεί για την αποθήκευση γεωργικών φαρμάκων. Ότι η ίδια υπεισήλθε στην ένδικη μισθωτική σχέση το έτος 2001. Ότι με την από 21-10-2002 πρόσθετη πράξη της μίσθωσης, το μίσθωμα συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται ετησίως σε ποσοστό ίσο με το ποσοστό αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή κάθε μήνα, επί του προηγούμενου καταβλητέου μισθώματος. Ότι η εναγόμενη αν και κάνει ακώλυτα χρήση του μισθίου δεν της έχει καταβάλει από δυστροπία τα μισθώματα των μηνών για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2011 έως τον Ιούλιο του 2015 συνολικού ποσού των 64.509,95 ευρώ, όπως αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής το επιμέρους διαμορφωθέν μίσθωμα για κάθε μήνα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει το ως άνω συνολικό ποσό ύψους 64.509,95 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας για κάθε μίσθωμα από την In του επόμενου μήνα που ήταν καταβλητέο και μέχρι την επίδοση της αγωγής άλλως με τόκους επιδικίας από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επικουρικά δε, για τη περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η κύρια βάση της αγωγής της η ενάγουσα ζητεί την καταβολή του παραπάνω ποσού ως αποζημίωση χρήσης, ισχυριζόμενη ότι η εναγόμενη παρακρατεί το μίσθιο, παρά την λήξη της σύμβασης μίσθωσης. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

"EU NET NEUTRALITY POLICY AND THE MOBILE SECTOR: THE NEED FOR COMPETITION LAW STANDARDS" [by PETER ALEXIADIS -Peter Alexiadis, Partner, Gibson, Dunn & Crutcher LLP/Brussels, and Visiting Professor, King’s College/London]


Abstract 
The much-awaited EU Net Neutrality rules contained in the TSM Regulation entered into force on 30 April 2016. These rules have the overarching aim of safeguarding the open Internet and, in doing so, seek to strike a balance between the interests of consumers and Internet Service Providers (“ISPs”). However, the natural consequence of seeking such a compromise is legislative uncertainty. Given the fact that the various Articles of the TSM Regulation offer very little by way of unambiguous guidance, there is a serious risk that many broadly formulated provisions of that Regulation are amenable to a restrictive interpretation, resulting in the over-regulation of ISPs. If that scenario were to materialise, the author believes that there would be a risk of consumer welfare benefits being unwittingly sacrificed on the otherwise laudable altar of the open Internet. Given the breadth of the language used in the TSM Regulation, the risk of over-enforcement is tangible, especially given the constantly evolving Internet value chain, the multi-sided nature of Internet-related markets and the disruptive nature of new Internet business models. 

Although BEREC (the body representing EU telecommunications sector regulators at national level) has been assigned the unenviable task of providing, by August 2016, the guidance required to give effect to the broad principles of the TSM Regulation, it is the author’s contention that BEREC’s work need not be under “scorched earth” conditions, but should be driven by the standards developed over the years under EU competition rules, insofar as: (i) their application in a regulatory setting should inform regulators of how the concept of non-discrimination is to be interpreted; and (ii) the development of ‘objective standards’ under EU competition rules is the best means of prescribing: (a) the types of “commercial practices” which have a material impact on consumer choice; and (b) the legitimate scope of necessary traffic management techniques.

In applying such competition law standards, it is contended that regulators applying the Net Neutrality rules within the TSM Regulation should attach due weight to four key principles of interpretation: 

1. The importance of relying on key Recitals in the in the TSM Regulation to provide clear guidance, both insofar as these Recitals establish ex post standards of analysis (under Articles 101 and 102 TFEU) with which to assess the effects of certain “agreements” and “commercial practices” (i.e., zero-rating and specialised services), as well as the application of the non-discrimination obligation.

2. An understanding of the range of technical and regulatory constraints faced by mobile operators which have a material impact on the management of traffic over their networks, and hence on the ‘objective justification’ of their actions. 

3. A more balanced economic view of the efficiencies flowing from certain commercial practices and a broader view of the welfare benefits that flow from differential treatment, consistent the approaches that have developed under competition policy in relation to a range of different industrial sectors. 

4. An understanding that the perceived market failures flowing from the breach of Net Neutrality principles can be best addressed by the application of competition law principles, which are well adapted to deal with such concerns, irrespective of whether the institutions ultimately responsible for the implementation and interpretation of the TSM Regulation might be National Regulatory Authorities. 

Those who advocate that the Net Neutrality non-discrimination principle constitutes a blanket rule which must be applied without discretion, are in effect ignoring the consumer welfare considerations which would be better served by the inherent flexibility of EU competition rules, especially in terms of their ability to balance consumer welfare and efficiency benefits against losses to competition. ‘Smart’ Net Neutrality regulation should enable competent authorities to ensure a customer’s freedom to choose the services they desire, while at the same time addressing the fast-moving and competitive dynamics of the Internet ecosystem.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Ζητήματα κατάργησης της δίκης-ανάλυση του άρθρου 32 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 18/1989 (ΣτΕ Ολ 3175/2014, 1586/2016) [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


Στο τελευταίο μάθημα της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου θα εξετασθούν ζητήματα του δικονομικού θεσμού της κατάργησης της δίκης, ειδικότερα δε της κατάργησης της ακυρωτικής δίκης ελλείψει αντικειμένου, λόγω μεταβολών, που επήλθαν κατά την εκκρεμοδικία και αφορούν την προσβαλλόμενη πράξη. Θα αναλυθεί το άρθρο 32 του πδ 18/1989, το οποίο προβλέπει την κατάργηση της δίκης σε περίπτωση ανάκλησης ή ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ή εξαφάνισης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης (παρ. 1) καθώς και σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης (παρ. 2). 
Θα μελετηθούν περαιτέρω οι περιπτώσεις συνέχισης της δίκης που προβλέπονται ειδικά στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 32. Η παράγραφος 2 αφορά τη συνέχιση της δίκης, παρά την παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, λόγω επίκλησης ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί τη συνέχιση. Θα  εξετασθεί, κατά συνέπεια, η έννοια του ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης (βλ. αναλυτικά ΣτΕ 1586/2016). Η παράγραφος 3 αφορά ειδική περίπτωση συνέχισης της δίκης, οσάκις η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε πράξη νέου περιεχομένου, ή αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη που εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Στην περίπτωση αυτή ο αιτών προβάλλει με δικόγραφο που κατατίθεται 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση σχετικό ισχυρισμό και ζητεί συνέχιση της δίκης (βλ. ανάλυση των σχετικών προϋποθέσεων στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014).
Διάγραμμα αποφάσεων
ΣτΕ 1586/2016 (Δ΄ Τμήμα)
Προσβαλλόμενη πράξη
2.Επειδή, με την αίτηση αυτή, που συμπληρώνεται με το από 17.4.2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της απόφασης ΓΠ-477/11.9.2013 του Προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής με θέμα «Στατιστική ταξινόμηση του φορέα “Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας”». Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη απερρίφθη αίτημα διαγραφής του ήδη αιτούντος Οργανισμού από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την από 17.3.2014 πράξη του Προέδρου του, λόγω σπουδαιότητας.
Νομική φύση και παθητική νομιμοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ
4. Επειδή, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) συνεστήθη με το άρθρο 10 του ν. 3832/2010 (Α ́ 38) ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με σκοπό την συστηματική παραγωγή επισήμων στατιστικών και την διενέργεια σχετικών επιστημονικών ερευνών και μελετών. Στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 10 του ν. 3832/2010 ρητώς ορίζεται ότι η ΕΛ.ΣΤΑΤ. «… παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα ή υποχρεώσεις της, καθώς και πράξεις ή παραλείψεις της». Συνεπώς, εφ’ όσον με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται πράξη της ΕΛ.ΣΤΑΤ., στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται παθητικώς η εν λόγω Αρχή, η οποία νομίμως παρέστη στο ακροατήριο διά πληρεξουσίου δικηγόρου (ΣτΕ 2497/2013).
Η έννοια του δημόσιου τομέα για τον προσδιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά το δίκαιο της Ένωσης
5. Επειδή, στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρο 104 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. 2. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους στα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις. Ειδικότερα, εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με βάση τα ακόλουθα δύο κριτήρια: α/ κατά πόσον ο λόγος του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς … β/ κατά πόσον ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς … Οι τιμές αναφοράς ορίζονται στο πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στις Συνθήκες. 3. …». Στο δε άρθρο 1 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου σχετικά με την διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (αριθ. 12) ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι τιμές αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 126, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι εξής: 3% για το λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς, 60% για το λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ιδίου Πρωτοκόλλου ορίζεται ότι «οι όροι δημόσιος και δημοσιονομικός νοούνται με ευρεία έννοια [με τους ανωτέρω όρους αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο αγγλικός όρος general government, βλ. ΣτΕ 2497/2013, Ολομ. 3404 – 3406/2014], ήτοι καλύπτουν την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων, όπως ορίζονται στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκληρωμένων οικονομικών συναλλαγών». Εξ άλλου, για την εφαρμογή του αντίστοιχου πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (αριθ. 20), το οποίο προσηρτάτο στην προϊσχύσασα Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εξεδόθη ο Κανονισμός (ΕΚ) 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 (ΕΕ L 145/10.6.2009), ο οποίος εξακολούθησε να ισχύει και μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1.12.2009). Στο άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού ορίζονται, εκτός των άλλων, και τα ακόλουθα: «1. Για τους σκοπούς του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και του παρόντος κανονισμού, οι όροι που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 2 έως 6 ορίζονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (στο εξής “ΕΣΛ 95”) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96. Οι κωδικοί μέσα σε παρενθέσεις αναφέρονται στο ΕΣΛ 95. 2. Ο όρος “δημόσιο” καλύπτει τον ευρύτερο “δημόσιο τομέα” [έτσι αποδόθηκε στα ελληνικά ο αγγλικός όρος general government, βλ. ΣτΕ 2497/2013, Ολομ. 3404-3406/2014] (S.13), που υποδιαιρείται στους υποτομείς “κεντρική διοίκηση” (S.1311), “διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων” (S.1312), “τοπική αυτοδιοίκηση” (S.1313) και “οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης” (S.1314), εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων όπως ορίζονται στο ΕΣΛ 95. Η εξαίρεση των εμπορικών πράξεων σημαίνει ότι ο “δημόσιος τομέας” (S.13) περιλαμβάνει μόνο τις θεσμικές μονάδες που έχουν ως κύριο καθήκον την παραγωγή μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. 3. Το “δημοσιονομικό έλλειμμα (πλεόνασμα)” είναι η καθαρή λήψη (καθαρή χορήγηση) δανείων (EDP B.9) του “δημόσιου τομέα” (S.13), όπως ορίζεται στο ΕΣΛ 95. … 4. … 5. Το “δημόσιο χρέος” αποτελείται από την ονομαστική αξία όλων των ακαθάριστων τρεχουσών υποχρεώσεων του “δημόσιου τομέα” (S.13) στο τέλος του έτους, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του “δημόσιου τομέα” (S.13). …». Στο άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 479/2009 προβλέπεται ότι «Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο, την πρώτη φορά πριν από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους (έτος ν) και τη δεύτερη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, τα προϋπολογισθέντα και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματα και το προϋπολογισθέν και πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους τους. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή (Eurostat) για το ποιες εθνικές αρχές είναι αρμόδιες για τη γνωστοποίηση στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος», ενώ στο άρθρο 16, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 679/2010 (ΕΕ L 198), ορίζεται ότι «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιούνται στην Επιτροπή (Eurostat) παρέχονται σύμφωνα με τις αρχές που έχουν θεσπισθεί με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Ως προς το θέμα αυτό, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα γνωστοποιούμενα στοιχεία είναι σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού και τους σχετικούς λογιστικούς κανόνες του ΕΣΛ 95. … 2. …». Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (ΕΚ) 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 («σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές κ.λπ.», ΕΕ L 87) θεσπίσθηκαν κανόνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και την διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών. Στο άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού ορίζεται ότι «… Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και τις αρχές της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της υπευθυνότητας των εθνικών αρχών και της κοινοτικής αρχής, οι ευρωπαϊκές στατιστικές είναι στατιστικές που απαιτούνται για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων της Κοινότητας. …», ενώ στο άρθρο 5 παρ. 1 προβλέπονται τα εξής: «Κάθε κράτος μέλος ορίζει την εθνική στατιστική υπηρεσία που έχει την ευθύνη για το συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση ευρωπαϊκών στατιστικών και ενεργεί ως σημείο επαφής για την Επιτροπή (Eurostat) σε στατιστικά ζητήματα (ΕΣΥ). Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής της παρούσας διάταξης». Εξ άλλου, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών της Κοινότητας (ESA 95, ΕΣΛ 95 ή ΕΣΟΛ 1995), στο οποίο παραπέμπουν οι προμνησθείσες διατάξεις του Κανονισμού 479/2009, θεσπίσθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2223/1996 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ L 310, βλ. Παράρτημα Α ́), οι διατάξεις του οποίου ισχύουν αμέσως και δεσμεύουν τις αρχές των κρατών μελών, οι οποίες, κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στατιστικών που υποβάλλονται στην Eurostat σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών 479/2009 και 223/2009, οφείλουν να τηρούν τις αρχές, τους ορισμούς, τις ταξινομήσεις και τους λογιστικούς κανόνες που απορρέουν από το ανωτέρω Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (βλ. ΣτΕ 2497/2013). Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.01 του Κεφαλαίου 1 του ΕΣΛ 1995: «Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών (ΕΣΛ 1995, ή απλώς: ΕΣΛ) είναι ένα διεθνώς συμβατό λογιστικό πλαίσιο για τη συστηματική και λεπτομερή περιγραφή μιας συνολικής οικονομίας (δηλαδή περιφέρειας, χώρας ή ομάδας χωρών), των συνιστωσών της και των σχέσεών της με άλλες συνολικές οικονομίες. Το ΕΣΛ 1995 αντικαθιστά το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών που δημοσιεύτηκε το 1970 (ΕΣΛ 1970 …)». Στο Κεφάλαιο 2 του ΕΣΛ 1995 καθορίζονται οι «θεσμικοί τομείς» της οικονομίας κάθε χώρας (ομάδες στις οποίες εντάσσονται οι θεσμικές μονάδες με παρόμοιο τύπο οικονομικής συμπεριφοράς, παρ. 2.17), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο δημόσιος τομέας (S.13). Ο δημόσιος τομέας υποδιαιρείται σε τέσσερις υποτομείς: α) κεντρική διοίκηση, β) διοίκηση ομόσπονδου κρατιδίου, γ) τοπική αυτοδιοίκηση και δ) οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης (παρ. 2.70). Σύμφωνα δε με τις παραγράφους 2.69 και 2.71 του Κεφαλαίου 2 του ΕΣΛ 1995, στον δημόσιο τομέα (και, συγκεκριμένα στον υποτομέα της κεντρικής διοίκησης) υπάγονται και «τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι παραγωγοί λοιπού μη εμπορεύσιμου προϊόντος και ελέγχονται και κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνται από την κεντρική διοίκηση».