Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2016/679 General Data Protection Regulation (GDPR) - Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων


Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2016/679 GENERAL DATA PROTECTION REGULATION, τίθεται σε υποχρεωτική εφαρμογή για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις 25 Μαΐου 2018, χωρίς την ανάγκη ψήφισης τοπικής εθνικής νομοθεσίας και διαμορφώνοντας ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο και καταργώντας την υφιστάμενη νομοθεσία. Ο νέος Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων της ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στην νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια.

Ο Κανονισμός GDPR έχει ως στόχο να διευρύνει την προστασία των δεδομένων στην εποχή των big data και του cloud computing, εξασφαλίζοντας ότι η προστασία των δεδομένων αποτελεί θεμελιώδες βασικό δικαίωμα, το οποίο θα ρυθμίζεται με συνέπεια σε όλη την Ευρώπη. 

Ο Κανονισμός  2016/679 έχει εφαρμογή σε όλους τους φορείς (ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, κρατικές αρχές, συλλόγους, κλπ.) που διαχειρίζονται, επεξεργάζονται, αποθηκεύουν και διακινούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε έχουν έδρα και δραστηριότητα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε όχι, εφόσον τα δεδομένα αφορούν Ευρωπαίους πολίτες ή σχετίζονται με οποιουδήποτε είδους υπηρεσίες και αγαθά προς Ευρωπαίους πολίτες.

Ο νέος κανονισμός εξουσιοδοτεί τις εκάστοτε Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στην Ευρώπη, να επιβάλουν για σοβαρές παραβάσεις πρόστιμα σε ύψος έως και 4% του ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους ή 20 εκατομμύρια ευρώ, ανάλογα πάντα με το ποιο είναι το μεγαλύτερο. 

Ο κανονισμός περιγράφει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, δηλαδή του ατόμου του οποίου τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία. Αυτά τα ενισχυμένα δικαιώματα παρέχουν στα άτομα μεγαλύτερο έλεγχο επί των προσωπικών τους δεδομένων, μέσω της ανάγκης ύπαρξης σαφούς συγκατάθεσης του ενδιαφερομένου για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, της ευκολότερης πρόσβασης του ενδιαφερομένου στα προσωπικά του δεδομένα, των δικαιωμάτων διόρθωσης, διαγραφής και «λήθης», του δικαιώματος εναντίωσης, μεταξύ άλλων στη χρησιμοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την «κατάρτιση προφίλ», του δικαιώματος φορητότητας των δεδομένων από πάροχο σε πάροχο.

Από την άλλη πλευρά θέτει μία σειρά περιορισμών και νέων υποχρεώσεων στις επιχειρήσεις σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων σε όλο τον κύκλο ζωής τους, από τη συλλογή έως και την καταστροφή τους, τη δυνατότητα μεταφοράς τους σε άλλες χώρες, την προστασία των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, την ασφάλεια (εμπιστευτικότητα, ακεραιότητα, διαθεσιμότητα) των προσωπικών δεδομένων και τις ενέργειες γνωστοποίησης που οφείλει να κάνει η επιχείρηση σε περίπτωση παραβίασης. 
Επίσης για τις εταιρείες και τις δημόσιες αρχές που εκτελούν πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που ενέχουν κινδύνους θα πρέπει να έχουν ορίσει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων (Data Protection officer).

Ο κανονισμός GDPR θεσπίζει επίσης την υποχρέωση των υπεύθυνων επεξεργασίας των δεδομένων να παρέχουν διαφανείς και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες στα υποκείμενα των δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους.

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

ΔΠρΜυτ 217/2017 (Προεδρ Διαδ): Μη νόμιμη η κράτηση αιτούντος άσυλο πολίτη Συρίας με την αιτιολογία ότι στερείται ταξιδιωτικών εγγράφων, καθόσον προκύπτει ότι το διαβατήριο του έχει ήδη παραδοθεί στις αρχές



[…] 2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Στις 11.10.2017, ο αντιλέγων οδηγήθηκε στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Λέσβου, ως εισελθών στην χώρα άνευ των νομίμων διατυπώσεων και, την ίδια ημέρα, με την …/11.10.2017 απόφαση του Διοικητή του ως άνω Κέντρου, αποφασίστηκε ο περιορισμός της ελευθερίας του, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης. Στις 12.10,2017, ο αντιλέγων εξέφρασε τη βούλησή του να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, ενώ, την ίδια ημέρα, με την …/12.10.2017 εισήγησή του, ο Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου εισηγήθηκε τη συνέχιση της κράτησης του αντιλέγοντος για τη διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων της ταυτότητας ή της καταγωγής του. Ακολούθως, με την …/13.10.2017 απόφαση απέλασης αλλοδαπού βάσει διαδικασίας επανεισδοχής του διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αποφασίστηκε, αφενός η κράτηση του αντιλέγοντος, με σκοπό την άμεση επανεισδοχή του στην Τουρκία, αφετέρου η συνέχιση της κράτησής του, μέχρι την εκτέλεση της απέλασης/επανεισδοχής, διότι κρίθηκε ύποπτος φυγής. Τέλος, ο Αναπληρωτής διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αφού έλαβε υπόψη του την …/12.10.2017 εισήγηση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου, εξέδωσε την …/19.10.2017 απόφαση, με την οποία αποφασίστηκε, αφενός η αναστολή της …/13.10.2017 απόφασης απέλασης αλλοδαπού βάσει διαδικασίας επανεισδοχής του διευθυντή της διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αφετέρου η κράτηση του αντιλέγοντος, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος, στερούμενος ταξιδιωτικών ή άλλων βεβαιωτικών της ταυτότητάς ταυ εγγράφων, θεωρείται ύποπτος φυγής.

3. Επειδή, ο αντιλέγων προβάλλει ότι η …/19.10.2017 απόφαση ενέχει πλάνη περί τα πράγματα καθόσον ο ίδιος διαθέτει συριακό διαβατήριο. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες κρατείται είναι απάνθρωπες και εξευτελιστικές, κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ότι δεν είναι ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος μια τη δημόσια τάξη και άτι η κράτησή ταυ αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

4. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη: α) τις διατάξεις των άρθρων 34 και 46 του Ν.4375/2016 (ΦΕΚ Α'51). β) ότι, καταγραφείσας, στις 12.10.2017, της βούλησης του αντιλέγοντος να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, αυτός κατέστη «αιτών διεθνή προστασία», γ) ότι, ναι μεν δεν αποκλείεται η κράτηση αλλοδαπού που αιτείται διεθνή προστασία, εντούτοις, τούτο προϋποθέτει απόφαση κράτησης, η οποία λαμβάνεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις, που ορίζονται στο άρθρο 46 του Ν.4375/2016, δ) ότι, με την …/12.10.2017 εισήγησή του, ο Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου εισηγήθηκε τη συνέχιση της κράτησης του αντιλέγοντας για τη διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων της ταυτότητας ή της καταγωγής του, ενώ με την …/19.10.2017 απόφασή ταυ, ο Αναπληρωτής διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αφού έλαβε υπόψη του την ως άνω εισήγηση, αποφάσισε, αφενός την αναστολή της …/13.10.2017 απόφασης απέλασης αλλοδαπού βάσει διαδικασίας επανεισδοχής του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αφετέρου την κράτηση του αντιλέγοντος, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος, στερούμενος ταξιδιωτικών ή άλλων βεβαιωτικών της ταυτότητάς του εγγράφων, θεωρείται ύποπτος φυγής, ε) ότι ο αντιλέγων είναι κάτοχος του … διαβατηρίου το οποίο έχει εκδοθεί από τη Συριακή Δημοκρατία και λήγει στις 19.1.2018 και στ) ότι, όπως προκύπτει από το από 11.10.2017 «αποδεικτικό παράδοσης—παραλαβής τιμαλφή κρατουμένου», το ως άνω διαβατήριο έχει παραδοθεί προς φύλαξη στον Αστυφύλακα του ΠΡΟ.ΚΕ.Κ.Α. Λέσβου, …, ενώ, από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση έχει εκφράσει επιφυλάξεις για τη γνησιότητά τουτο Δικαστήριο κρίνει ότι η …/19.10.2017 απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου στερείται νόμιμης αιτιολογίας. Συνεπώς, ο αντιλέγων κρατείται παρανόμως και πρέπει να αφεθεί ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της μη αναχώρησής του από την Λέσβο.

------------------------------------------------------------
ΔΠρΜυτ 218/2017 (Προεδρ Διαδ): Πλημμελώς αιτιολογημένη η απόφαση κράτησης πολίτη Συρίας για το λόγο ότι «η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε με σκοπό να καθυστερήσει τη διαδικασία επανεισδοχής»
[…] 2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Στις 11.10.2017, ο αντιλέγων οδηγήθηκε στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Λέσβου, ως εισελθών στην χώρα άνευ των νομίμων διατυπώσεων και, την ίδια ημέρα, με την …/11.10.2017 απόφαση του Διοικητή του ως άνω Κέντρου, αποφασίστηκε ο περιορισμός της ελευθερίας του, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης. Στις 12.10.2017, ο αντιλέγων εξέφρασε τη βούλησή του να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, ενώ, στις 13.10.2017, με την …/13.10.2017 απόφαση απέλασης αλλοδαπού βάσει διαδικασίας επανεισδοχής του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αποφασίστηκε, αφενός η κράτηση του αντιλέγοντος, με σκοπό την άμεση επανεισδοχή του στην Τουρκία, αφετέρου η συνέχιση της κράτησής του, μέχρι την εκτέλεση της απέλασης/επανεισδοχής, διότι κρίθηκε ύποπτος φυγής. Στη συνέχεια, με την .../19.10.2017 εισήγησή του, ο Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου εισηγήθηκε τη συνέχιση της κράτησης του αντιλέγοντος «διότι τεκμηριώνεται άτι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής»Ακολούθως, ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου,αφού έλαβε υπόψη του την ως άνω εισήγηση, εξέδωσε την …/21.10.2017 απόφασημε την οποία αποφασίστηκε, αφενός η ανάκληση της …13.10.2017 απόφασης απέλασης αλλοδαπού βάσει διαδικασίας επανεισδοχής του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, αφετέρου η κράτηση του αντιλέγοντος.

3. Επειδή, ο αντιλέγων προβάλλει άτι η κράτησή του είναι παράνομη, διότι τόσο η 28878/19.10.2017 εισήγηση ταυ Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου, άσο και η επ’ αυτής ερειδόμενη … /21.10.2017 απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου είναι αναιτιολόγητες. Τέλος. υποστηρίζει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες κρατείται είναι απάνθρωπες και εξευτελιστικές, κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ότι δεν είναι ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ότι η κράτησή του αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

4. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη: α) τις διατάξεις των άρθρων 34 και 46 του Ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α'51), β) ότι, καταγραφείσας, στις 12.10.2017, της βούλησης του αντιλέγοντος να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, αυτός κατέστη «αιτών διεθνή προστασία», γ) ότι, ναι μεν δεν αποκλείεται η κράτηση αλλοδαπού που αιτείται διεθνή προστασία, εντούτοις, τούτο προϋποθέτει απόφαση κράτησης, η οποία λαμβάνεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις, που ορίζονται στο άρθρο 46 του Ν.4375/2016 και δ) ότι, με την …/19.10.2017 εισήγηση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου, επί της οποίας ερείδεται η …/21.10.2017 απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου, προτάθηκε η συνέχιση της κράτησης του αντιλέγοντος «διότι τεκμηριώνεται ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής», δίχως, όμως, να παρατίθενται τα αντικειμενικά κριτήρια που οδήγησαν στο σχηματισμό της εν λόγω πεποίθησηςτο Δικαστήριο κρίνει ότι η …/19.10.2017 εισήγηση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του  Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Λέσβου και η επ' αυτής ερειδόμενη …/21.10.2017 απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λέσβου είναι πλημμελώς αιτιολογημένες. Συνεπώς, ο αντιλέyων κρατείται παρανόμως και πρέπει να αφεθεί ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της μη αναχώρησής ταυ από την Λέσβο.
[ΣΗΜ: Βλ. ομοίως και την υπ’ αριθμ 219/2017 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου]
πηγή : http://www.immigration.gr

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

ΠολΠρΑθ 1260/17 : Άρση τραπεζικού απορρήτου - Διενέργεια ανάκρισης για κακούργημα. Προσωπικά δεδομένα


ΠολΠρΑθ 1260/17 : Άρση τραπεζικού απορρήτου - Διενέργεια ανάκρισης για κακούργημα. Προσωπικά δεδομένα. Υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να συνεργάζονται με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και γι' αυτό το λόγο αίρεται το απόρρητο για την παροχή πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την ανίχνευση κακουρηματικών πράξεων. Εν προκειμένω η τράπεζα, βασιζόμενη στο έγγραφο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, καλόπιστα προέβη στη γνωστοποίηση των αιτούμενων πληροφοριών, μετά από άρση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου του ενάγοντος και του τραπεζικού απορρήτου της συζύγου του που διατηρούσε κοινούς λογαριασμούς με αυτόν, εφόσον κατ’ εντολή του ως άνω δικαστικού λειτουργού ζητήθηκαν οι χορηγηθείσες πληροφορίες, λόγω της διενέργειας ανάκρισης για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα , ενώ η χορήγηση των πληροφοριών αυτών  δεν αντίκειται στις διατάξεις περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Απορρίπτει τις αγωγές.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1260/2017

Δικαστές: Χ. Ζώη, Π. Μελανούρης, Ν. Ξελυσσακτή (Εισηγήτρια)

[...] Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση α) η από 25.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .... αγωγή και η από 5.3.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .... ανακοίνωση δίκης, β) η από 26.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .... αγωγή και η από 5.3.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ...ανακοίνωση δίκης, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, διότι αφενός μεν είναι συναφείς, υπάγονται στην αρμοδιότητα του ίδιου Δικαστηρίου και στην ίδια διαδικασία, αφετέρου δε από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 285 εδ. α’ του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΝΔ 1059/1971 οι κάθε μορφής καταθέσεις είναι απόρρητες. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2, 5 και 9 του Συντάγματος, 57, 361 και 288 ΑΚ, προκύπτει ότι η Τράπεζα είναι υποχρεωμένη, με απειλή ποινικής κύρωσης των υπευθύνων φυσικών προσώπων της, να τηρεί το απόρρητο των πάσης φύσης καταθέσεων και λογαριασμών και όχι μόνον των σε χρήμα καταθέσεων των πελατών της, έναντι παντός τρίτου και απαγορεύεται η παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας ή γνωστοποίησης σχετικά με τις εν λόγω καταθέσεις και λογαριασμούς (βλ. ΑΠ Ολ 3/1993 ΕλλΔνη 34, 1459, ΕφΑθ 1664/2001 ΕλλΔνη 43, 1703). Από την γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 του ΝΔ 1059/1971 προκύπτει ότι αντικείμενο του ειδικού απορρήτου αποτελούν «οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα». Συνεπώς μπορούν να θεωρηθούν ως αντικείμενο του ειδικού απορρήτου όλες οι συμβάσεις κατάθεσης με τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης (άρθρο 830 εδ. α’ ΑΚ), οι οποίες συνάπτονται μεταξύ τραπεζών και πελατών, δοθέντος ότι αυτό (δηλαδή το της ανώμαλης παρακαταθήκης) είναι το τρέχον εννοιολογικό περιεχόμενο της σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης, το οποίο έχει επικρατήσει στο τραπεζικό δίκαιο, ήτοι έχει επικρατήσει όπως η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον παρακαταθέτη πελάτη - σε περίπτωση αμφιβολίας - λογίζεται ως δάνειο εφόσον η θεματοφύλακας τράπεζα έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, με παράλληλη υποχρέωση της τράπεζας για απόδοση στον καταθέτη των αξιών αυτών με τους συμφωνημένους τόκους (άρθρο 830 ΑΚ σε συνδ. με άρθρα 806-809 ΑΚ). Καταλαμβάνονται από το ειδικό απόρρητο αφ’ ενός μεν οι πάσης φύσης χρηματικές καταθέσεις [ελεύθερες ή δεσμευμένες, όψεως, ταμιευτηρίου, προθεσμιακές ή σε τρεχούμενο λογαριασμό], αφ’ ετέρου δε και οποιαδήποτε άλλη κατάθεση τίτλων, δηλαδή κινητών αξιών (λ.χ. μετοχών, ομολογιών, άλλων χρεογράφων) πραγματοποιηθείσα πάντοτε με την μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης (βλ. ΣυμβΠλημΠειρ 390/2006 ΠοινΧρ ΝΖ’, 2007, 175, ΣυμβΠλημΛιΒαδ 19/2001, ΠοινΧρ ΝΒ’, 2002, 71). Συνακόλουθα δεν εμπίπτουν στη μείζονα προστασία του ειδικού απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων σύμφωνα με το ΝΔ 1059/1971 εκείνες οι συμβάσεις με Τράπεζες που έχουν τον χαρακτήρα ομαλής παρακαταθήκης, έστω και αν οι συμβάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από τα μέρη ή από την συναλλακτική πρακτική ως καταθέσεις. Έτσι δεν υπάγονται στο ειδικό απόρρητο του ΝΔ 1059/1971 αλλά στα ισχύοντα περί γενικού απορρήτου - ενδεικτικά - οι περιπτώσεις όπου η τράπεζα φυλάττει με την ιδιότητα του θεματοφύλακα τίτλους μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου κατά τα άρθρο 3 αρ. 3, 8, 12 παρ. 3 περ. β’ του Ν 3283/2004, καθόσον τα μερίδια των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες απλώς φυλάσσονται από την τράπεζα ως θεματοφύλακα για λογαριασμό των δικαιούχων - κομιστών των μεριδίων ως παρακαταθετών, χωρίς η τράπεζα να έχει εξουσία χρήσης των μεριδίων αυτών. 
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ 1059/1971, όπως αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν 1858/1989 και μεταγενέστερα από τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του Ν 1868/1989, προκύπτει ότι το απόρρητο των καταθέσεων σε ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, επιτρέπεται εξαιρετικά να αρθεί για την παροχή πληροφοριών των ευρισκόμενων χρηματικών ή άλλης μορφής καταθέσεων σε αυτά, κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης παραγγελίας ή αίτησης ή απόφασης του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου, διά του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου, στην έδρα του οποίου διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος. Γίνεται δεκτό ότι η άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων ορισμένου προσώπου περιλαμβάνει και τις καταθέσεις του σε κοινό λογαριασμό με άλλα άσχετα περί το διερευνούμενο κακούργημα άτομα, τα οποία ως αναγκαστικώς εμπλεκόμενα δεν δικαιούνται να αντιταχθούν στο άνοιγμα του λογαριασμού. Αντίθετη εκδοχή θα επέτρεπε την καταστρατήγηση των διατάξεων και του σκοπού του νόμου, διότι έτσι η άρση του απορρήτου θα γινόταν μόνο στην απίθανη περίπτωση που όλοι οι συνδικαιούχοι συγκέντρωναν τις νόμιμες προϋποθέσεις άρσης του, ενώ ο ενδιαφερόμενος για να αποφύγει την αποκάλυψη του κακουργήματος θα μπορούσε να ανοίξει κοινό λογαριασμό στο όνομα περισσοτέρων ατόμων αμέτοχων στο έγκλημα και αγνοούντων ενδεχομένως το λογαριασμό, αφού ο κοινός λογαριασμός μπορεί να ανοιχθεί χωρίς την παρουσία όλων των συνδικαιούχων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν 5638/1932, όπως αντικ. με το άρθρο 1 ΝΔ 956/1977, σε συνδ. με άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α ΝΔ της 17/6 - 13.8.1923 (βλ. ΣυμβΠλημΚατερ 27/2011 Nomos, ΣυμβΠλημΡόδου 5/2005 Nomos, ΣυμβΠλημΚαΒ 161/1996).

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

ΜΠρΑθ 5651/2017 : "Ασφαλιστική Εταιρία - Εκκαθάριση - Αναγγελία - Ανακοπή"


Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και οι δικαιούχοι ασφαλιστικής απαίτησης υποχρεούνται να ενταχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους για να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης. Η αναγγελία γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα. Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι ασφαλιστικές συμβάσεις δεν λήγουν, αλλά διατηρούνται σε ισχύ και δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση των ασφαλισμένων, που θα είχε λόγο αναγγελίας. Ορίζεται επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος διενεργεί απογραφή των ασφαλισμένων και των απαιτήσεών τους και καταρτίζει προσωρινό χαρτοφυλάκιο ζωής, το οποίο δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των δικαιούχων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή. Αντιρρήσεις των δικαιούχων για εκπρόθεσμη αναγγελία εισάγονται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης και δικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά τις διατάξεις των άρθρων 92 §1 και 95 ΠτΚ. Στον δικαιούχο καταβάλλεται όχι το ασφάλισμα, αλλά η αξία της εξαγοράς, ανάλογα με το μέρος των ασφαλίστρων, που έχουν πληρωθεί μέχρι την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας. Απαράδεκτη ανακοπή κατά του επόπτη ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ενεργητική νομιμοποίηση του αντισυμβαλλόμενου της ασφαλιστικής εταιρίας και όχι του ασφαλισμένου για την αναγνώριση της απαίτησης του ανακόπτοντος. Απαράδεκτα τα αιτήματα για τη μεταρρύθμιση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής και καταβολή των ποσών που απορρέουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Πιθανολόγηση ότι η ανακόπτουσα δεν ανήγγειλε την απαίτησή της για να επαληθευθεί και αναγνώριση της απαίτησης από ασφαλιστικά συμβόλαια παιδικής αποταμίευσης.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 5651/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από το Δικαστή, Κων/νο Δεμέστιχα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Μαίου 2017, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου Αλμυρού, πάροδος ..., Δήμου Μαγνησίας, 2) ..., κατοίκου ομοίως, 3) ..., κατοίκου ομοίως και 4) ..., κατοίκου ομοίως, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ΠΝ ο οποίος δεν κατέθεσε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΑ βάσει του άρθρου 82 του Κώδικα Δικηγόρων.
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : 1) Της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» δυνάμει της υπ' αριθ. 156/16/2009 & 21.9.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (ΦΕΚ 11292/21.9.2009 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ και ΦΕΚ 2028/21.9.2009 τεύχος Β) που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Β. Σοφίας αρ. 60 και εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστριά της ... και 2) του ..., Επόπτη της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «ΑΣΠΙΣ  ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ», κατοίκου ομοίως, δυνάμει της με αριθμό 132/24-3-2015 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.) της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο ΕΦ Δ-Λ που κατέθεσε το υπ' αριθμ. .... γραμμάτιο προκαταβολής του Δ.Σ. Αθηνών.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 6.4.2017 ανακοπή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 525334/4339/2017, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της ανακοπής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η διαδικασία της θέσης μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (ΦΕΚ Α 237/17.01.1970). Ωστόσο, με την ψήφιση του ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25.11.2009 κτλ», καταργήθηκε το ως άνω ν.δ. 400/1970. Οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου, κατ' άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 01.01.2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144. 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (05.02.2016). Με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 εδ. α' του ν.δ. 400/1970, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης». Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξη του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες (ΕφΑΘ6286/2011, Εφ.Πειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Τούτο δε ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ (ν. 3588/2007) σύμφωνα με την οποία, «Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά». Μάλιστα ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 του ν.δ. 400/1970 η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του ν. 2496/1970 κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (ΕφΑΘ 6286/2011, ΜΠΠειρ 1383/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λ.π.», ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του 4364/2016, προκύπτει ότι «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λ.π.. σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά τη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Αντιθέτως, ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ' του ν.δ 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «Απαίτηση από ασφάλιση" για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που  απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση  περιλαμβανόμενων των ποσών  που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης, ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 στην παρ. 1 εδ. α' και β' ορίζεται ότι «Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο "12α" του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμία υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσόν που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση.  Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 10 εδ. β' του άρθρου 12α του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Μετά τη λήξη της εκκαθάρισης, η  εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση)». Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970 σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιοσδήποτε άλλης απαίτησης κατ’ αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (ΕφΘεσ 1038/2009 ΕπΕμπΔ 2009. 730, ΕφΠειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για δε την αναγγελία των ασφαλισμένων ισχύουν, όσα προβλέπονται και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ. οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά. Ήτοι η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησης του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλόμενου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, .μαζί με την αναγγελία, τα αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των απαιτήσεων των ασφαλισμένων στα όργανα της εκκαθάρισης προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ. 5 του ιδίου ως άνω νομοθετικού διατάγματος, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της καθολικότητας, η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ 234/2016 αδημ.). Εκ πρώτης όψης, η αναγγελία έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι όμως και οι ασφαλισμένοι ζωής, ως προς τους οποίους, κατά τις ανωτέρω γενόμενες αναλυτικές διακρίσεις, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, 'από το παραπάνω γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε αναγγελία της απαίτησης τους. Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 ορίζει ακολούθως ότι υποβάλλεται στην εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (στο εξής ΚΔΑ), η οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής, ενώ, επίσης, χωριστά αναφέρεται ότι περιλαμβάνει και όσους αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία», ήτοι την ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας, πράγμα όμως που αφορά και πάλι τους δικαιούχους ασφαλίσματος. διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως, η ως άνω διάταξη, όσον αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς το ότι αυτοί έχουν υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωση τους στον εκκαθαριστή, ώστε, μετά την επαλήθευση τους, να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Από την άλλη πλευρά, από το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη ΚΔΑ περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφάλισης. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Καταρχήν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. α' του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής. εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου». Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής δεν λήγουν με την ανάκληση της άδειας, αλλά παραμένουν σε ισχύ. Έτσι ενώ η πρόωρη λύση αυτών των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. γ' του ν. 2496/1997 η συνέχιση τους σημαίνει, αντίθετα, ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης αξίωση κατ' αυτής. Αυτός είναι κι ο λόγος που η αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και του δικαιούχους ασφάλισης ζωής. Ήτοι  κατά την αντίληψη του νομοθέτη του ν.δ. 400/1970,  οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, στις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας, δεν λήγουν αλλά διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει γεννημένη αξίωση τού' ασφαλισμένου, η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας. Συνεπώς, ο λόγος που η ως άνω διάταξη (άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας, δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ άλλου τινός, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε υπόψη του ότι αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη - κρίση ενισχύεται ιδίως από το ότι στην παράγραφο 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 οριζόταν ότι «Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστημική σπουδαιότητα των τυχόν χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση επιχείρηση, να ορίζει επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο από τον επόπτη εκκαθάρισης ... και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση των χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως άνω επόπτη, διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης της Ε.Π.Ε.Ι.Α., κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του παρόντος διατάγματος...». Βάσει της ως άνω διάταξης εκδόθηκε η Υπουργική Απόφαση με αριθμό Β.2574/16.02.2009 «Θέματα εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α τουν.δ. 400/1970» (ΦΕΚ Β' 2509/18.12.2009) που υπογράφηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών, με την οποία εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για την αναδιοργάνωση και εν γένει τη λειτουργία των χαρτοφυλακίων Ζωής των εταιριών που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους. Μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, ήταν, κατ' άρθρο 4 της ως άνω Υ.Α., η διενέργεια απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά αρχεία της επιχείρησης (παρ. 1), συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής έπρεπε να αναρτηθεί «κατάλογος  ασφαλισμένων» στην ιστοσελίδα της Ε.Π.Ε.Ι.Α. και να δημοσιευθεί το γεγονός της ανάρτησης μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια είναι οικονομική. Πρόσωπο, που έχει ασφαλισθεί και δεν είναι καταχωρημένος στον ως άνω κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την αίτηση ασφάλισης πλέον της απόδειξης (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον Επόπτη προκειμένου για την καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ. 2)

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

ΜΠρΑθ 1902/2017 : "Αδικοπραξία - Ευθύνη παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες - Ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης"


Ευθύνη τραπεζών οι οποίες υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία. Ζητήματα ευθύνης της τράπεζας αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις τω προτεινόμενων για επένδυση τίτλων κ.λπ. Ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds). Η παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης του επενδυτή συνιστά παράνομη συμπεριφορά της εκδότριας τράπεζας και ιδρύει ευθύνη της προς αποζημίωση. Σύναψη συμβάσεως αγοράς μετατρέψιμων χρεογράφων στην οποία οι ενάγοντες παρασύρθηκαν ύστερα από απατηλές δηλώσεις των προστηθέντων της τράπεζας ότι επρόκειτο για προϊόν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, αποκρύπτοντας τους κινδύνους της εν λόγω επενδύσεως. Διεθνής δικαιοδοσία του ημεδαπού δικαστηρίου ως του τόπου κατοικίας δύο εκ των τριών εναγομένων. Εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό. Συνεκδίκαση των σωρευόμενων αγωγών που στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Εμπορικό Τμήμα - Τακτική διαδικασία
Αριθμός απόφασης 1902/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές, Αικατερίνη Μυλωνά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Στέλλα Δραγατσίκη, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, Αντώνιο - Ελευθέριο Βόμβα, Πρωτοδίκη και από τη γραμματέα Μαριάνθη Μισαηλίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 1 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. ... 17. ... οι οποίοι παραστάθηκαν οι έκτος, όγδοος και δωδέκατος μετά και όλοι οι υπόλοιποι διά των πληρεξουσίων δικηγόρων Μ Μ και ΕΚ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία, «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», νομίμως εκπροσωπούμενης, εδρεύουσας στην Αγ. Παρασκευή Λευκωσίας Κύπρου, επί της οδού Στασίνου αρ. 51 και νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας αρ. 192, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της ΜΦ και Κ Μ 2) ... και 3) ... ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ε Μ.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 26-05-2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης 60581/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2025/2015 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 29-05-2015 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 03-02-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 25.10.2017. Εν συνεχεία οι ενάγοντες κατέθεσαν την από 16.05.2016 κλήση τους με γενικό αριθμό κατάθεσης 21565/2016 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 393/2016 με την οποία προσδιορίσθηκε εκ νέου η συζήτηση της αγωγής κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του σχετικού πινακίου και κατά την συζήτηση της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας, που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο  περιεχόμενο  αυτών  στην  συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν. 3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των   υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις, που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΠολΠρΑΘ 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412, ΠολΠρΑΘ 493/2012, ΝοΒ 2013, σ. 2136, ΠΠρΠατρ244/2015, ΠΠρΛαρ35/2015, ΠΠρΗρ 159/2014, ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται, όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος, τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 589/2001  ΕΕΝ 69,613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005, 1996 ΠΠΠατρ. 244/2015- ΠΠΛαρ 35/2015- ΠΠρΗρ. 159/2014). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (Βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003, 419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999, 1298).
Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη2011,251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., Εφθεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005,168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620, ΠΠρΑθ 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412). 
Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν 3606/2007, (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 έδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ' άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής  συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ ΕφΑΘ 4841/2014 δημ. «ΝΟΜΟΣ»-ΠΠρΑΘ 493/2012, ΝοΒ 2013 σ.2136- ΠΠρΑΘ. 7169/2010, ΝοΒ 2011, σ.351-Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σ. 867-868). Τέλος, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση - επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξία μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι, η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και την λειτουργία τους. Η παράβαση δε της υποχρέωσης ενημέρωσης του επενδυτή συνιστά παράνομη συμπεριφορά της εκδότριας των "perpetual bonds" τράπεζας και ιδρύει ευθύνη της τελευταίας σε αποζημίωση του, κατ' άρθρα 281,288 και 914ΑΚ και 25 Ν.3606/2007 (ΕφΑΘ 4841/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ και Χρ.Δ. τ. 1/2015, σ. 136-Ψυχομάνης, ο.π. ΔΕΕ 2010, σ. 863 και 866-867).