Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

ΔιοικΠρΤριπ 348/18 : Κοινοπραξία - Οφειλή από φόρο - Ευθύνη μελών - Ατομική ειδοποίηση. Επιβολή αναγκάστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου - τράπεζας - από καταλογιστικές πράξεις επιβολής προστίμων ΦΠΑ σε Κοινοπραξία. Ευθύνη των μελών της Κοινοπραξίας


ΔιοικΠρΤριπ 348/18 : Κοινοπραξία - Οφειλή από φόρο - Ευθύνη μελών - Ατομική ειδοποίηση. Επιβολή αναγκάστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου - τράπεζας - από καταλογιστικές πράξεις επιβολής προστίμων ΦΠΑ σε Κοινοπραξία. Ευθύνη των μελών της Κοινοπραξίας - Έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και όχι προσφυγή κατά των καταλογιστικών πράξεων. Αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης για την διενεργηθείσα σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή βεβαίωση, η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι και η κατάσχεση. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει, ούτε το καθ’ ου αποδεικνύει, ότι έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί ειδοποίηση προς τον ανακόπτοντα ατομικά, πριν την επίσπευση της ένδικης κατάσχεσης, με αποτέλεσμα αυτός να απωλέσει στάδιο δικονομικής προστασίας. Δέχεται την ανακοπή.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΡΙΠΟΛΗΣ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ – ΤΜΗΜΑ Β’
ΑΡΙΘΜΟΣ 348/2018

Πρόεδρος: Α. Μάλλιου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

[...] 2. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 10 του Ν 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 43), ορίζεται ότι: «Για τις κοινοπραξίες, [...], που ασκούν επιχείρηση, οι οφειλές κύριες και πρόσθετες, από φόρους, τέλη, εισφορές και από πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις γενικά που αφορούν αυτές βεβαιώνονται στο όνομά τους, η ευθύνη όμως για την καταβολή των οφειλών αυτών βαρύνει αλληλεγγύως και σε ολόκληρο καθένα από τα μέλη τους». Εξάλλου, στο άρθρο 293 του Ν 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος - Νέα εταιρική μορφή - Σήματα - Μεσίτες Ακινήτων - Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμενικών και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 86) ορίζεται ότι: «1. Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. 2. Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία. Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρον. 3. Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο ΓΕΜΗ και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία. 4. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση» ενώ στο άρθρο 294 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. 2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18-28, 38, 39, 47-50 και 64 του Εμπορικού Νόμου 3. [...]».
3. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 10 του Ν 1882/1990 δεν δημιουργεί ιδία υποχρέωση των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του μέλους κοινοπραξίας (για όσο χρονικό διάστημα είχαν την ιδιότητα αυτή), για την καταβολή οφειλών της τελευταίας (από διάφορες αιτίες, όπως φόρους, πρόστιμα, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.), αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών, τα οποία ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως με την κοινοπραξία (δηλαδή με την απειλή μέτρων εκτέλεσης σε βάρος της ατομικής τους περιουσίας) προς πληρωμή της βεβαιωθείσας σε βάρος της οφειλής, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης της οφειλής, αλλά στο στάδιο της είσπραξής της. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξης της αρμόδιας αρχής με την οποία προσδιορίζεται η οφειλή της κοινοπραξίας, ενώ, για την ενεργοποίηση της ευθύνης τους δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού του χρέους, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, της οικείας καταλογιστικής πράξης (φύλλου ελέγχου, πράξης επιβολής εισφορών και πρόσθετης επιβάρυνσης επ’ αυτών κ.λπ.), υποκείμενης σε προσφυγή αλλά επιτρέπεται, κατ’ αρχάς, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου ποσού των εισφορών, φόρων κλπ από τα πρόσωπα αυτά βάσει της πράξης ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της κοινοπραξίας (πρβλ. ΣτΕ 708/2008, 2019/2001 επταμελούς). Η ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 4 του Ν 1882/1990, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 64 παρ. 1 και 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν αποστερεί τα προαναφερόμενα πρόσωπα της δικαστικής προστασίας που αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι τα πρόσωπα αυτά, εφόσον δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της καταλογιστικής του φόρου, πράξης, δύνανται, κατά τη σύμφωνη με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης (βλ. ΣτΕ 2267/2016, 844/2012, 4411/2011, 237/2008, 2999/2006) και να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου, ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κ.λπ., εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της κοινοπραξίας κατά της καταλογιστικής πράξης, (στη δίκη επί της προσφυγής τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται να παρέμβουν κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 του ΚΔΔ), έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης (βλ. ΣτΕ 2267/2016, 844/2012, πρβλ. ΣτΕ 708/2008, 2712/2002). Δεδομένου, όμως, ότι τα μέλη της κοινοπραξίας δεν είναι τα υποκείμενα της σχετικής υποχρέωσης (φορολογικής, ασφαλιστικής ή άλλης φύσης), δεν έχουν μετάσχει στη διαδικασία ελέγχου και δεν τους έχει κοινοποιηθεί η καταλογιστική πράξη, την οποία, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται, κατά τα ανωτέρω, να προσβάλλουν, αλλά είναι τρίτοι (αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενοι), των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης της οφειλής, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνο από και διά της έκδοσης και κοινοποίησης προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ΚΕΔΕ και στο άρθρο 47 παρ. 1 και 2 του ΚΦΔ, μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 217 του ΚΔΔ κατά της ατομικής ειδοποίησης είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους (πρβλ. ΣτΕ 844/2012, 708/2008, 3219, 1639/2003, ΔΕφΑθ 831/2014). Επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης για την διενεργηθείσα σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή βεβαίωση, η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι και η κατάσχεση ακινήτων, ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ΚΕΔΕ, με την οποία ορίζεται ότι η παράλειψη αποστολής της κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδοποίησης ουδεμία ασκεί επίδραση επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων, δεν έχει, οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων προσώπων που ευθύνονται προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον, τυχόν εφαρμογή της θα απέληγε είτε στην λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους ή να προβούν, σε αρχικό στάδιο, σε ρύθμισή του, είτε στην απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας τους (πρβλ. ΣτΕ 1552/2017, 844/2012, 708/2008, 3219, 1639/2003, ΔΕφΑθ 831/2014). Επομένως, η μη περιέλευση ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο τελευταίος στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση ακινήτου, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σ’ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης (βλ. ΣτΕ 1074/2017, 3325/2014, 29/2013, 1806/2011, 1705/2008, 2701/2011, πρβλ. 1642-4, 1639/2003).

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Ελεγκτικό Συνέδριο : Δεν αναγνωρίζει προϋπηρεσία για μισθολογική εξέλιξη σε περίπτωση μετάταξης δημοτικού υπαλλήλου σε ανώτερη κατηγορία.


Με την Πράξη 142/2018 του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου στο Ι Τμήμα, το Ελεγκτικό Συνέδριο επαναλαμβάνει την κρίση του περί μη νομιμότητας της μισθολογικής αναγνώρισης του συνόλου της προϋπηρεσίας που διανύθηκε με προσόν κατώτερης εκπαιδευτικής κατηγορίας, στις περιπτώσεις μετάταξης σε ανώτερη κατηγορία.
Ειδικότερα, κρίνει ότι, μετά τη μετάταξη δημοτικού υπαλλήλου σε ανώτερη κατηγορία, λόγω απόκτησης πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, στην κατηγορία ΠΕ, δεν μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος προϋπηρεσίας που αυτή διένυσε στην κατηγορία ΔΕ, χωρίς να διαθέτει πτυχίο Tριτοβάθμιας Eκπαίδευσης και χωρίς να εκτελεί καθήκοντα ανάλογης φύσης και, συνεπώς, έπρεπε να καταταγεί στο πλησιέστερο ποσοτικά, ως προς το βασικό μισθό που ήδη λάμβανε, μισθολογικό κλιμάκιο της ανώτερης κατηγορίας.
Ως εκ τούτου, η δαπάνη είναι μη νόμιμη, κατά το μέρος που με αυτή εντέλλεται ποσό διαφοράς αποδοχών που υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του 7ου κλιμακίου στο οποίο η εν λόγω δημοτική υπάλληλος έπρεπε να καταταχθεί, μετά τη μετάταξη της στην κατηγορία ΠΕ, λόγω κτήσης τίτλου σπουδών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, και του 10ου κλιμακίου της κατηγορίας ΔΕ που ήδη λάμβανε στην προηγούμενη θέση.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 
ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ 
ΣΤΟ Ι ΤΜΗΜΑ 
ΠΡΑΞΗ 142/2018 
Αποτελούμενο από την Πρόεδρο του Κλιμακίου, Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλο, και τα μέλη Ελευθερία Πρασιανάκη και Ελένη Ποτιούδη, Εισηγητές. Συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2018, με την παρουσία της Γραμματέως του Πελαγίας Κρητικού. 
Για να αποφανθεί, ύστερα από διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο ΧΧΧ και του Δήμου ΧΧΧ, αν πρέπει να θεωρηθεί το 14, οικονομικού έτους 2018, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του ανωτέρω Δήμου. 
Άκουσε την εισήγηση της Εισηγητού Ελένης Ποτιούδη. 
Μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου και 
Σκέφθηκε κατά το Νόμο 

Ι. Η Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο ΧΧΧ αρνήθηκε, με την 1/16.3.2018 πράξη της, να θεωρήσει το 14, οικονομικού έτους 2018, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου ΧΧΧ, που αφορά στην καταβολή ποσού 1.138,01 ευρώ, στη φερόμενη ως δικαιούχο υπάλληλο αυτού, ως αναδρομικές αποδοχές, για το χρονικό διάστημα από 29.12.2017 έως 28.2.2018, μετά από την ανακατάταξή της στα μισθολογικά κλιμάκια του ν. 4354/2015, λόγω μετάταξής της σε ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα. Ως αιτιολογία για την άρνηση θεώρησης του ως άνω χρηματικού εντάλματος, η Επίτροπος προέβαλε ότι, ανεξαρτήτως έλλειψης ρητής νομοθετικής ρύθμισης του τρόπου μισθολογικής κατάταξης των μετατασσόμενων σε κλάδο ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας, ο συνυπολογισμός, για την κατάταξη της φερόμενης ως δικαιούχου στο 14ο μισθολογικό κλιμάκιο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), χρόνου υπηρεσίας διανυθέντος σε οργανική θέση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του ν. 4354/2015, με τις οποίες γίνεται σαφής διάκριση του χρόνου και του τρόπου της μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων αναλόγως της εκπαιδευτικής κατηγορίας τους, και, συνεπώς, η ίδια έπρεπε να καταταγεί στο 7ο μισθολογικό κλιμάκιο ΠΕ, το οποίο είναι ποσοτικά το πλησιέστερο προς το 10ο μισθολογικό κλιμάκιο ΔΕ, το οποίο αυτή κατείχε έως την μετάταξή της, η εντελλόμενη, δε, δαπάνη είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που εντέλλεται ποσό διαφοράς αποδοχών που υπερβαίνει τη διαφορά των εν λόγω μισθολογικών κλιμακίων (10ο κλιμάκιο ΔΕ – 7ο κλιμάκιο ΠΕ). Στη συνέχεια, ο Δήμος ΧΧΧ, με το 8246/25.4.2018 έγγραφο του Αντιδημάρχου του, επανυπέβαλε το ως άνω χρηματικό ένταλμα πληρωμής προς θεώρηση, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης με αυτό δαπάνης για τους λόγους που αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο. H Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στην άρνησή της, με συνέπεια να ανακύψει διαφωνία, για την άρση της οποίας νομίμως απευθύνεται, με την από 2.5.2018 έκθεσή της, στο Κλιμάκιο τούτο. 

 ΙΙ. Α.1 Ο Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ Α΄ 143), στο άρθρο 183 (όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 4071/2012, Α 85/11.5.2012), ορίζει ότι: «Το προσωπικό του τμήματος αυτού, το οποίο κατέχει ή αποκτά τίτλο σπουδών ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας σε σχέση με την εκπαιδευτική βαθμίδα στην οποία ανήκει η θέση την οποία κατέχει, επιτρέπεται να μετατάσσεται σε κενή θέση αντίστοιχης εκπαιδευτικής βαθμίδας του τίτλου σπουδών που κατέχει, εφόσον ο τίτλος σπουδών του προβλέπεται ή αντιστοιχεί σε κλάδο ή ειδικότητα της υπηρεσίας του. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, η μετάταξη γίνεται με μεταφορά θέσης σε ειδικότητα αντίστοιχη του τίτλου σπουδών που κατέχει ο μετατασσόμενος ή παρεμφερούς με τις υπάρχουσες του κλάδου μόνιμου προσωπικού, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου. (…). Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 3, 4 και 5 του άρθρου 76 και του άρθρου 79 του παρόντος Κώδικα», στο άρθρο 76, ότι: «1. Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας, του ίδιου Ο.Τ.Α., επιτρέπεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου και ύστερα από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Ο μετατασσόμενος πρέπει να κατέχει τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο στον οποίο μετατάσσεται. 2. (...) 3. Ο υπάλληλος μετατάσσεται με το βαθμό που κατέχει. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται είναι ανώτερος του βαθμού που κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν. (…)» και, στο άρθρο 79, ότι: «1. (…) 4. Η μετάταξη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου και περίληψη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (…)»

2. Ο ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διορθωτικών μεταρρυθμίσεων» (ΦΕΚ Α 176), ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.1 περ.δ εφαρμόζεται στους μόνιμους υπαλλήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο Κεφάλαιο Β περιέλαβε διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών και συγκεκριμένα μισθολογικές ρυθμίσεις, για τους υπαλλήλους, μεταξύ άλλων, του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού. Στο άρθρο 8 του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο «αποσύνδεση μισθού – βαθμού», ορίζεται ότι: «1. Το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά κατέχει, σε μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.), όπως αυτά ορίζονται στο επόμενο άρθρο. 2. Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και έχουν το ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο δικαιούνται το βασικό μισθό που αντιστοιχεί σε αυτό, ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκει η θέση τους», στο άρθρο 9, υπό τον τίτλο «Μισθολογικά κλιμάκια και κατάταξη υπαλλήλων», ότι: «1. Τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπάλληλων των κατηγοριών: Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π.Ε.) με πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ημεδαπής ή ισότιμο Σχολών αλλοδαπής, Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Т.Е.) με πτυχίο ή δίπλωμα Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) της ημεδαπής ή ισότιμο Σχολών ημεδαπής ή αλλοδαπής, Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (Υ.Ε.) ορίζονται ως εξής: Σε δεκαεννέα (19) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Т.Е. και Π.Ε. και σε δεκατρία (13) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε.. Οι υπάλληλοι των κατηγοριών Т.Е. και Π.Ε. εξελίσσονται σε αυτά με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 19, ενώ των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 13. 2. (…)», στο άρθρο 10, ότι: «1. Ο διοριζόμενος υπάλληλος εισέρχεται στην υπηρεσία με το εισαγωγικό μισθολογικά κλιμάκιο της κατηγορίας στην οποία ανήκει ή στο μισθολογικό κλιμάκιο που προβλέπεται από τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου. 2. (…)», στο άρθρο 11, υπό τον τίτλο «χρόνος και τρόπος μισθολογικής εξέλιξης», ότι: «1. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών, από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. υπηρεσία τριών (3) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. β. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Τ.Ε. και Π.Ε. υπηρεσία δύο (2) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. 2. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από το κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο εξέλιξη του υπαλλήλου γίνεται με πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. α. Ως προϋπηρεσία, που αναγνωρίζεται για την εξέλιξη των υπαλλήλων, που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 9 του παρόντος, λαμβάνεται η υπηρεσία που προσφέρεται σε φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 7 των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. β. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών είναι να μην έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμίας άλλης οικονομικής παροχής ή αναγνώρισης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών πραγματοποιείται με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου αρμοδίου οργάνου και τα οικονομικά αποτελέσματα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών» και, στο άρθρο 35, ότι: «Η έναρξη ισχύος των άρθρων 7 έως 34 αρχίζει από 1.1.2016, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του». 

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων


ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων - Ο πρώτος εναγόμενος σύμβουλος, όμως, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αυτή και τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον ενάγοντα - πελάτη, στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους, του παρέστησε ψευδώς, ότι η εταιρία (δεύτερη εναγόμενη) διέθετε συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και παρανόμως ιδιοποιήθηκε το προς επένδυση χρηματικό ποσό που του παρέδωσε ο ενάγων.  Ποινική καταδίκη του ασφ.συμβούλου για απάτη - Η ποινική απόφαση δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Για την ως άνω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του πρώτου εναγομένου, σε βάρος του ενάγοντος, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, ευθύνεται παράλληλα και η δεύτερη εναγομένη εταιρία, ως προστήσασα αυτόν στην υπηρεσία της. Επιδίκαση και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα της προσωπικής κράτησης, αυτό δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ως μέτρο που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απορρίπτει κατ' ουσίαν τις εφέσεις και την αντέφεση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1336/2018
ΤΜΗΜΑ Α'

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Καλλιόπη Κουτουράτσα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Κ. του Α., κατοίκου .., που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Α. Κ. του Ι., κατοίκου … ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης και 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « …», η οποία εδρεύει στο … Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης .
Β ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Α. Κ. του Ι., κατοίκου ... ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Γ ΑΝΤΕΦΕΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « ..», η οποία εδρεύει στο ... Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος-αντεφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/2014 αγωγή του περί καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1070/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου α) ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος- αντεφεσίβλητος ... με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../4-3-2016 έφεση, β) ο ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών Α. Κ. με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../28-3-2016 έφεση του και γ) η ήδη εφεσίβλητη- αντεκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « ...» με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../15-9-2017 αντέφεση. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και της αντέφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ TO ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι υπ' αριθ. έκθ. κατ. α) .../4-3-2016 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../4-3-2016) και β) .../28-3-2016 (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../28-3-2016 ) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου εναγομένου, κατά της με αριθμό 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ούτε από τα στοιχεία των δικογραφιών προκύπτει το αντίθετο. Εξάλλου, η υπ' αριθμ. Καταθ. .../15-9-2017 αντέφεση της εναγομένης ήδη δεύτερης των εφεσίβλητων στην υπό στοιχείο α' έφεση, που ηττήθηκε εν μέρει στον πρώτο βαθμό, με την οποία επιδιώκεται η εξαφάνιση της υπ' αριθ. 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι με κατάθεση ιδιαιτέρου δικογράφου στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και σύνταξη έκθεσης κάτω από αυτό, καθώς και επίδοση στον εκκαλούντα τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο α' έφεσης ( βλ. υπ'αριθμ.  .../19-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης...), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, αφού ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και αναφέρεται σε κεφάλαια που προσβάλλονται με την ως άνω έφεση και σε κεφάλαιο που αναγκαίως συνέχεται με αυτά. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί κατ4 ουσία, συνεκδικαζομένη υποχρεωτικά με τις εφέσεις (άρθρο 246 ΚΠολΔ) αφού δεν νοείται χωριστή εκδίκαση αυτής ενόψει της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ενδίκου μέσου ,παρεπόμενου της έφεσης.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., κατά την οποία "όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) προσώπου, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευομένου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Τέτοια συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: "ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του", συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει, 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α. Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσης σ' αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Δηλαδή ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της πρόστησης θέσης του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) έδωσε σ' αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεση του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προεκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του ΑΚ και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας (αρθρ. 74 ΚΠολΔ), αν εναχθούν από κοινού ( ΑΠ 418/2016, ΑΠ 147/2011 δημ. Νόμος, ΑΠ 291/2011 ΔΕΕ 2011. 922, ΑΠ 293/2011, ΑΠ 181/2011 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διά μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τους αντίστοιχους ορισμούς για τον παραγωγό ασφαλίσεων, μετονομασθέντα σε ασφαλιστικό σύμβουλο, περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του άνω νόμου (ως ισχύει τροποποιηθείσα με το άρθρο 36 παρ. 24 Ν 2496/1997). Ειδικότερα κατά την τελευταία αυτή διάταξη «Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων .... Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη ...». Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσώπησης ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών. συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση πρόστησης με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, αν in concreto αποδεικνύεται σχέση πρόστησης ( ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 530/2014 δημ. Νόμος, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009,811). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, που εφαρμόζονται και σε περίπτωση ευθύνης προστήσαντος από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος από εκείνον υπαλλήλου του, προκύπτει, ότι, όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής. Σε περίπτωση αγωγής κατά περισσότερων προσώπων, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, η προβολή της εκ του άρθρου 300 ΑΚ ενστάσεως, ενεργεί υποκειμενικώς (άρθρο 486 ΑΚ), καθόσον ο ως άνω ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, αποτελεί ένσταση του εναγομένου, υπό του οποίου πρέπει να προτείνονται και αποδεικνύονται τα θεμελιούντα τη βάση αυτής πραγματικά περιστατικά, το δε δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη την ένσταση αυτή αυτεπαγγέλτως, ούτε ωφελείται και ο μη υποβαλών την ένσταση εναγόμενος εκ της υποβολής αυτής υπό των συνεναχθέντων ομοδίκων του, εις ολόκληρον για τη ζημία του ενάγοντος ενεχομένων, κατά τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ (ΑΠ 1253/2007 δημ. Νόμος, ΑΠ 1002/1990 ΝοΒ 1991. 1376).

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

ΔιοικΠρΑθ 343/18 : Αίτηση διεθνούς προστασίας - Προσωρινή κράτηση - Αντιρρήσεις. Περίπτωση παράνομης εισόδου στη χώρα από εν ενεργεία Τούρκο αξιωματικό με τη χρήση ελικοπτέρου


ΔιοικΠρΑθ 343/18 : Αίτηση διεθνούς προστασίας - Προσωρινή κράτηση - Αντιρρήσεις. Περίπτωση παράνομης εισόδου στη χώρα από εν ενεργεία Τούρκο αξιωματικό με τη χρήση ελικοπτέρου - Δεκτή  η αίτηση Διεθνούς Προστασίας. Προσωρινή κράτηση του αντιλέγοντος αξιωματικού, η  οποία επιβλήθηκε για την αντιμετώπιση της προκύπτουσας σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια της χώρας, ως το μόνο ενδεδειγμένο κατά τις περιστάσεις μέτρο. Προβολή αντιρρήσεων. Το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει νόμιμος λόγος κράτησης του αντιλέγοντος, που άπτεται προεχόντως της εθνικής ασφάλειας και απορρίπτει τις αντιρρήσεις αυτού.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 343/2018

Δικαστής: Κ. Καϊσίδου

1. Επειδή, το κρινόμενο δικόγραφο ασκήθηκε παραδεκτώς.
2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο αντιλέγων, ο οποίος ήταν εν ενεργεία στρατιωτικός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, στις 16.7.2016, μαζί με άλλους επτά (7) ομοεθνείς του, επίσης, εν ενεργεία στρατιωτικούς των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα με ελικόπτερο του τουρκικού στρατού μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Αλεξανδρούπολης «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ». Στις 19.7.2016 υπέβαλε αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ακολούθως, αφού με την 1706/21.7.2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών για το αδίκημα της παράνομης εισόδου του στη χώρα, με αναστολή, με την ../21.7.2016 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αλεξανδρούπολης αποφασίστηκε η κράτησή του για χρονικό διάστημα σαράντα πέντε (45) ημερών, εξαιτίας της ως άνω συμπεριφοράς του, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 46 του Ν 4375/2016. Η ως άνω κράτηση παρατάθηκε, με την ίδια αιτιολογία, για σαράντα πέντε (45) ημέρες με την …/4.9.2016 απόφαση του ίδιου Διευθυντή. Στις 2.11.2016, με την …/2.11.2016 απόφαση του παραπάνω Διευθυντή αποφασίστηκε η άρση της κράτησής του με την αιτιολογία ότι συμπληρώθηκε το ανώτατο όριο κράτησής του, κατ’ άρθρο 46 παρ. 4 περ. γ’ του Ν 4375/2016, ενώ, περαιτέρω, ο αντιλέγων συνελήφθη και φυλακίσθηκε στο Β’ Α.Τ. Αχαρνών/ Ολυμπιακού Χωριού, δυνάμει της από 2.11.2016 εντολής προσωρινής σύλληψης της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ενόψει αιτήματος έκδοσής του που είχαν υποβάλει οι τουρκικές αρχές. Ακολούθως, στις 26.1.2017 το ως άνω αίτημα των τουρκικών αρχών απορρίφθηκε αμετάκλητα με την 139/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου και ο αντιλέγων αποφυλακίσθηκε, κατ’ άρθρο 452 παρ. 2 α’ του ΚΠΔ, με εντολή της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, ενώ περαιτέρω αποφασίσθηκε με την …/26.1.2017 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, η παράταση της κράτησής του για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, με την ίδια με τις προγενέστερες διοικητικές αποφάσεις αιτιολογία. Η κατά τα ανωτέρω κράτησή του, διακόπηκε στις 22.3.2017, ενόψει σύλληψής του κατόπιν υποβολής νέου αιτήματος έκδοσής του από τις τουρκικές αρχές (σχ. η …../22.3.2017 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής). Στη συνέχεια, μετά την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος έκδοσης του αντιλέγοντος και την συνακόλουθη αποφυλάκισή του στις 26.4.2017, σε εκτέλεση της 41/2017 τελεσίδικης απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με τις - ταυτοσήμου περιεχομένου - αποφάσεις ……./26.10.2017 του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής αποφασίστηκε η παράταση, κατ’ άρθρο 46 παρ. 2 του Ν 4375/2016 της κράτησης του αντιλέγοντος για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών. Ωστόσο, στις 28.12.2017, με την 22622/2017 απόφαση της 3ης Επιτροπής Προσφυγών της Ανεξάρτητης Αρχής Ασύλου, ο αντιλέγων αναγνωρίσθηκε ως πρόσφυγας. Ενόψει τούτου, εκδόθηκε η …/29.12.2017 απόφαση του παραπάνω Διευθυντή, με την οποία αποφασίστηκε η άρση της κράτησής του και αφέθηκε ελεύθερος. Στη συνέχεια, όμως, κατά της παραπάνω …./2017 απόφασης της Ανεξάρτητης Αρχής Ασύλου ασκήθηκε από τον Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής αίτηση ακυρώσεως, καθώς και σχετική αίτηση αναστολής με αίτημα προσωρινής διαταγής, εκδόθηκε δε η από 8.1.2018 προσωρινή διαταγή της Προέδρου του Θ’ Τμήματος Συνεδριάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ανεστάλη προσωρινά, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της εκκρεμούς αίτησης αναστολής, η ανωτέρω απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Ασύλου, υπό τον όρο η Διοίκηση να απέχει από κάθε ενέργεια σκοπούσα στην εξαναγκασμένη αναχώρηση του αντιλέγοντος. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη …/8.1.2018 απόφαση του ως άνω αστυνομικού Διευθυντή, με την οποία αποφασίστηκε εκ νέου η κράτηση του αντιλέγοντος, με διάρκεια τρεις (3) μήνες – εκτός της περίπτωσης που απορριφθεί νωρίτερα με δικαστική απόφαση η αίτηση αναστολής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, η κράτηση επιβλήθηκε για την αντιμετώπιση της προκύπτουσας σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια της χώρας, ως το μόνο ενδεδειγμένο κατά τις περιστάσεις μέτρο, αποκλειομένης της δυνατότητας εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων κράτησης, ενόψει του ανωτέρω αδικήματος που διέπραξε ο αντιλέγων στις 16.7.2016. Αναφέρεται δε στην ως άνω απόφαση ότι το εν λόγω μέτρο ουδόλως αποσκοπεί στην εξαναγκαστική αναχώρηση του αλλοδαπού και προστατεύει σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το καλώς εννοούμενο συμφέρον του προσώπου του αλλοδαπού.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

"Προσανατολισμοί ενός μοντέρνου εργατικού δικαίου" [του Ιωάννη Ληξουριώτη, ομότιμου καθηγητή Εργατικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο]


Σ​​τις πρώτες σελίδες κάθε εγχειριδίου εργατικού δικαίου γίνεται αναφορά στην «προστατευτική λειτουργία» της εργατικής νομοθεσίας. Πρόκειται για αξιωματική αρχή πάνω στην οποία έχει κτιστεί όλο το οικοδόμημα του εργατικού δικαίου εδώ και δύο περίπου αιώνες. Πράγματι, η κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στην οργάνωση της εργασιακής σχέσης εμφανίστηκε κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, για να προστατεύσει αδύναμες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι ανήλικοι εργαζόμενοι, και για να περιορίσει τους κινδύνους υγείας και αρτιμέλειας των μισθωτών, που μπορούσαν να προκύψουν από τις υπερβολές που προκαλούνταν από την εφαρμογή της απόλυτης συμβατικής ελευθερίας. Ετσι, τα πρώτα κρατικά νομοθετήματα περιόριζαν την εργασία των ανηλίκων και των εγκύων και περιλάμβαναν ρυθμίσεις για τα εργατικά ατυχήματα και για τη μείωση του χρόνου εργασίας.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τους λοιπούς κλάδους του δικαίου, οι οποίοι, παρακολουθώντας την εξέλιξη των οικονομικών, τεχνικών, κοινωνικών και λοιπών δεδομένων, προσπαθούν να προσαρμόζονται για να εξυπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες, το εργατικό δίκαιο εξελίσσεται σε ρυθμιστικούς άξονες δημιουργημένους σε παρωχημένες εποχές, με κύριο χαρακτηριστικό τη διαρκή σώρευση αλλεπάλληλων ρυθμιστικών στρωμάτων, που πρυτανεύονται από τη συνδικαλιστικής έμπνευσης λογική του «κεκτημένου δικαιώματος». Στo πέρασμα του χρόνου, το εργατικό δίκαιο, εξουσιαζόμενο από αντιλήψεις που υποτάσσονται σε ιδεοληπτικούς και πολιτικούς σκοπούς, δεν «προσαρμόζεται» στα εκάστοτε δεδομένα που διαμορφώνονται στο πεδίο της οργάνωσης της παραγωγής, της εξέλιξης της τεχνολογίας ή άλλων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, αλλά «μεγεθύνεται» με αποτέλεσμα τη διαρκή σώρευση νέων δικαιωμάτων που προστίθενται στα ήδη «κεκτημένα». Στη διαδικασία αυτή αρκεί η απλή επίκληση της αρχής της «προστατευτικής λειτουργίας» του εργατικού δικαίου, η οποία εκλαμβάνεται από την κρατική εξουσία ως επαρκής λόγος διαρκούς και χωρίς κορεσμό σώρευσης ρυθμίσεων με τις οποίες διευρύνονται τα «εργασιακά δικαιώματα», ερήμην των συγκεκριμένων οικονομικών, τεχνολογικών, παραγωγικών και λοιπών δεδομένων και αναγκών.
Εδώ ακριβώς κρύβεται η συνειδητή ή ασυνείδητη «συναλλαγή» μεταξύ πολιτικής εξουσίας και συνδικαλιστικών συντεχνιών, που εξασφαλίζει στη μια μεριά εκλογικές ψήφους και στην άλλη τη διατήρηση της συντεχνιακής εξουσίας. Ομως με αυτόν τον τρόπο οι προαναφερθείσες αντιλήψεις παραβλέπουν τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης της εργασίας στις επιχειρήσεις και αδιαφορούν για τη συνεχή αλλαγή των αναγκών της αγοράς εργασίας και των μορφών απασχόλησης. Συγκεκριμένα, παραγνωρίζεται η τάση μετάβασης από τους φυσικούς στους εικονικούς χώρους εργασίας και η δημιουργία της έννοιας του «εργαζόμενου 3.0», η συνεχής αύξηση της τηλεργασίας και της νομαδικής εργασίας και, τέλος, η αυξανόμενη εργασιακή κινητικότητα και η τάση εξάλειψης του «επαγγέλματος μιας ζωής», δηλαδή η εναλλαγή πολλών επαγγελματικών ειδικοτήτων από τον ίδιο εργαζόμενο. Εν ολίγοις, η εργατική νομοθεσία δεν έχει εξοικειωθεί με την ιδέα ότι η σχέση εξαρτημένης εργασίας θα πάψει σταδιακά να αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο παροχής εργασίας και ότι η διαφορά μεταξύ ενός εργαζομένου που παρέχει τις υπηρεσίες του με μισθωτή εργασία και ενός συμβασιούχου έργου ή ελεύθερου επαγγελματία θα γίνεται ολοένα και πιο δυσδιάκριτη. Η σταδιακή προσέγγιση αυτών των δύο μορφών απασχόλησης θα καθιστά ολοένα και περισσότερο δύσκολη την «ταξινόμηση» των απασχολουμένων σε «εξαρτημένους» και «ανεξάρτητους», και θα κάνει το εργατικό δίκαιο αλυσιτελές μέσον για την οργάνωση των εργασιακών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική εξουσία θα πρέπει να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα που δημιουργούν η πολυνομία, η πολυπλοκότητα και η ακαμψία της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας, που δεν υπονομεύουν μόνο την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά πλήττουν μακροπρόθεσμα τους ίδιους τους εργαζόμενους και ιδίως τους πλέον ανίσχυρους, διατηρώντας ή εκτοξεύοντας μάζες εργαζομένων εκτός της αγοράς εργασίας. Ετσι, είναι αναγκαία και επείγουσα μια άμεση μεταρρύθμιση των πιο προβληματικών ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας, με απώτερο σκοπό να τεθούν μελλοντικά νέα θεμέλια. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει με συγκεκριμένες αλλαγές που θα αφορούν τα πιο επείγοντα ζητήματα, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του πολιτικά εφικτού, αλλά όχι με υποταγή σε μικροπολιτικές λογικές.