Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Κωδικοποίηση Ν. 3869/2010 (ΦΕΚ Α 130/03.08.2010) "Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις" και με τις τροποποιήσεις του N.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.08.2015)


Τροποποιήσεις:
* Ν.3996/2011 (ΦΕΚ Α 170/05.08.2011)

* Ν.4019/2011 (ΦΕΚ Α 216/30.09.2011)
* Ν.4161/2013 (ΦΕΚ Α 143/14.06.2013)
* N.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.08.2015)

Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για την ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου από τα χρέη του, όπως αυτά περιγράφονται στην αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 επιτρέπεται μόνο μία φορά. Απαίτηση πιστωτή, η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στην αίτηση δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος κατά τον παρόντα νόμο.

2. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εμπίπτει το σύνολο των οφειλών των προσώπων της παραγράφου 1 προς τους ιδιώτες. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου περιλαμβάνονται επίσης: α) οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, β) οι βεβαιωμένες οφειλές προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α΄ και β΄ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, συμπεριλαμβανομένων των οφειλών που προκύπτουν από εισφορά σε χρήμα ή την μετατροπή εισφοράς γης σε χρήμα των προς ένταξη ή και των ήδη ενταγμένων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με το ν. 1337/1983 από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α΄, β΄ και γ΄ πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές.

3. Στην διαδικασία ρύθμισης του νόμου δύνανται να υπαχθούν οφειλές του εδαφίου β' της παραγράφου 2 οι οποίες: α) έχουν γεννηθεί ένα έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης και β) βεβαιώνονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος ή και του δικογράφου οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ή προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης αίτησης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου κατά τον παρόντα νόμο. εφόσον οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και διοικητικών αρχών και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου δύνανται κατ’ επιλογήν του οφειλέτη να υπαχθούν επίσης οι οφειλές του, οι οποίες κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αιτήσεως του οφειλέτη για την υπαγωγή στην διαδικασία του παρόντος νόμου, τελούν σε αναστολή διοικητική, δικαστική ή εκ του νόμου ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία είναι σε ισχύ.

4. Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι οφειλές, οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί ή βεβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια, είτε γ) συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, είτε δ) αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου. Ο περιορισμός του εδαφίου α΄ στοιχείο α΄ δεν ισχύει όσον αφορά τις οφειλές του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.»


 Άρθρο 2

Διαδικασία προδικαστικού συμβιβασμού

1. Τα μέρη δύνανται πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 παράγραφος 1 του παρόντος να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση που επιλεγεί αυτή η διαδικασία και αποτύχει, ο οφειλέτης δύναται να καταθέσει την αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου με το αναφερόμενο στο άρθρο 4 του παρόντος περιεχόμενο, καθώς και αντίγραφο του πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Μετά την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, ο οφειλέτης υποχρεούται να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 διαδικασία. Στο πλαίσιο του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης δύναται να ζητά τη συμβουλευτική συνδρομή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Φιλικού Διακανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (Α` 191) της Ενωσης Καταναλωτών που είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 ή του Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών ή δικηγόρου.

4. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή, καθώς και να τον ενημερώσουν εγγράφως για το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης. Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει για κάθε παράβαση της υποχρέωσης της παρούσας παραγράφου πρόστιμο που ανέρχεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Οι καταγγελίες για τις παραβάσεις αυτές κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

"Οι βασικές αλλαγές του Ν. 4335/2015"

"Οι βασικές αλλαγές του Ν. 4335/2015"


Καλύτερα να κατεβάσετε το κείμενο με τον παρακάτω σύνδεσμο, προκειμένου να μπορέσετε να διαβάσετε ευκολότερα και τους πίνακες:

Οι βασικές αλλαγές του Ν. 4335_2015

 [πηγή : http://dikastis.blogspot.gr/2015/08/43352015.html]

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

"Η απώλεια της δεδηλωμένης, η ψήφος εμπιστοσύνης και οι εκλογές" [Μελέτη του Αντώνη Αργυρού]

1. Εισαγωγή:
Είναι αναμφισβήτητο ότι η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής κατά το άρθρο 84Σ - (Εμπιστοσύνη της Βουλής - Αρχή της δεδηλωμένης). Οι βουλευτές δεν αρκεί να περιορίζονται στο νομοθετικό ή ελεγκτικό τους έργο, πρέπει και  έχουν και λόγο για την ανάδειξη και διατήρηση της εκτελεστικής λειτουργίας.
2.Τι ορίζει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής:
Το άρθρο 84 του Συντάγματος και το άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής προσδιορίζουν τη διαδικασία υποβολής πρότασης εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, της συζήτησης αυτής και της ψήφισής της. Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η Κυβέρνηση μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει δύο ημέρες μετά από την υποβολή της σχετικής πρότασης και δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της. Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για 48 ώρες, αν το ζητήσει η κυβέρνηση.
3. Πόσες ψήφους χρειάζεται η κυβέρνηση:

Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.

Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Κανονισμού, η κυβέρνηση μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής με γραπτή ή προφορική δήλωση του πρωθυπουργού στη Βουλή. Στην περίπτωση αυτήν η πρόταση εμπιστοσύνης εγγράφεται σε ειδική ημερήσια διάταξη. Η συζήτηση αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της και τερματίζεται με ψηφοφορία, το αργότερο έως τα μεσάνυχτα της τρίτης ημέρας από την έναρξη της.

Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης είναι πάντοτε ονομαστική και κατά τη διάρκεια αυτής ψηφίζουν και οι υπουργοί και υφυπουργοί, αν είναι μέλη της Βουλής.

Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη Κυβέρνηση είναι λοιπόν μια κορυφαία διαδικασία του κοινοβουλευτικού συστήματος και ρυθμίζεται από το άρθρο 84 του Συντάγματος.


Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

"Η λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή και η διδασκαλία του Μάνεση" [Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης]


Αντικείμενο της παρούσας γραπτής εισήγησης, που ένα μέρος της παρουσιάστηκε προφορικά στην ημερίδα που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής, στις 3 Ιουνίου, είναι να διερευνήσει,  με βάση τη διδασκαλία του Μάνεση, αν η αποκαλούμενη «λαϊκή εντολή», έτσι όπως εννοείται από όσους την επικαλούνται, βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές του πολιτεύματος, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και στην αντιπροσωπευτική αρχή. Η θέση του συγγραφέα είναι ότι το δόγμα της λαϊκής εντολής χωρίς να αντιστρατεύεται το Σύνταγμα δεν εναρμονίζεται με το κλασικό νόημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης του λαού. Συνιστά απλώς μια πολιτική παραφθορά του.
Το επιχείρημα που αναπτύσσεται είναι ότι η μεν αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχυρώνεται συνταγματικά, εφόσον και καθόσον  όλες οι κρατικές εξουσίες ασκούνται «καθ΄όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και «υπάρχουν υπέρ του λαού και του έθνους», η δε αντιπροσωπευτική αρχή ορίζει ότι οι «βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος». Από τις αρχές αυτές  συνάγεται ότι οι βουλευτές επιλέγονται από ένα κόμμα και εκλέγονται από τον λαό, για να αντιπροσωπεύσουν  -και όχι να εκπροσωπήσουν- το σύνολο του λαού και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του και όχι μόνον μιας μερίδας του ή μόνον τους ψηφοφόρους τους. Αν ως λαϊκή εντολή εννοείται ένα είδος επιτακτικής, κομματικής, εντολής  των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος προς τους βουλευτές του, τότε η δέσμευση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως δέσμευση ηθικο-πολιτικής υφής -μεγάλης σημασίας, είναι αλήθεια, για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Αφορά όμως  την πολιτική σχέση των ψηφοφόρων του κόμματος προς τους βουλευτές τους και δεν απορρέει ούτε βρίσκει κανονιστικό  έρεισμα στην αντιπροσωπευτική αρχή ή στη λαϊκή κυριαρχία, ούτε, βέβαια, χαρακτηρίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που δεν είναι δημοκρατία της επιτακτικής εντολής.

 
1.Η αντιδιαστολή ‘εθνικής’ και ‘λαϊκής κυριαρχίας’, την εποχή της ‘βασιλευόμενης δημοκρατίας’ και η σημασία της
 
Το πιο αγαπημένο και ίσως το πιο επεξεργασμένο θέμα που ο Αριστόβουλος Μάνεσης έχει πραγματευτεί στις ‘Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος’ ήταν, κατά την γνώμη μου, η “δημοκρατική αρχή” και ειδικότερα η  ‘λαϊκή κυριαρχία’. Η διδασκαλία του μαθήματος  προκαλούσε την δεκαετία του 60 ρίγη στους πρωτοετείς φοιτητές που τον  άκουγαν σαγηνευμένοι στο Αμφιθέατρο του Χημείου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου να αναλύει με ύφος επιβλητικό τη νομική και πολιτική σημασία της αρχής.   
Η ιδιαίτερη έμφαση που έδινε τότε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60, στο μάθημα της λαϊκής κυριαρχίας ο μόλις εκλεγείς καθηγητής στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου και εξηγείται και δικαιολογείται. Την εποχή που γράφτηκαν οι Εγγυήσεις και δίδασκε ο Μάνεσης –τέλη της δεκαετίας του 50’, αρχές δεκαετίας του 60’- η κυρίαρχη πολιτική σύγκρουση που συγκλόνιζε πολιτικά τον τόπο –όσο και αν φαίνεται παράδοξο στους νεότερους  σήμερα- περνούσε μέσα από την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση της δημοκρατικής αρχής με την μοναρχική, που είχε την ιστορική αφετηρία της στην αρχέγονη αντίθεση μοναρχίας- δημοκρατίας. Συμπυκνωνόταν στο καυτό πολιτικά ερώτημα, «ποιός κυβερνά τον τόπο, ο βασιλιάς ή ο λαός».    Η πολιτική αντιπαράθεση εκείνη αντικατόπτριζε την πραγματική σύγκρουση μεταξύ δύο πολιτικών δυνάμεων, μεταξύ του στέμματος , γύρω από το οποίο είχαν συσπειρωθεί οι συντηρητικές, φιλοβασιλικές, πολιτικές δυνάμεις και των κομμάτων του Κέντρου και της Αριστεράς, που συσπείρωναν τις δημοκρατικές και κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από τα λαϊκά στρώματα.  
Η ελληνική συνταγματική ιστορία  είχε καθηλωθεί, -λές και είχε πάθει αγκύλωση, έναν αιώνα ακριβώς μετά την πρώϊμη καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας και της δημοκρατικής αρχής  το 1864- στη διεκδίκηση της λαϊκής κυριαρχίας σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση προς την εθνική κυριαρχία. Και αυτό σε  διαφοροποίηση προς τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης, στις οποίες είχε πάρει τότε την μορφή  αντιπαράθεση δύο θεσμών: του Κοινοβουλίου, εκπροσώπου της ανερχόμενης, πολιτικά, αστικής  τάξης και  του Στέμματος, εκπροσώπου της αριστοκρατίας και του κλήρου.  Το κοινωνικό υπόβαθρο της κυρίαρχης τότε πολιτικά αντίθεσης στη Ελλάδα μεταξύ εθνικής και πολιτικής κυριαρχίας, έβρισκε απήχηση στα λαϊκά στρώματα, τα οποία στήριζαν τις προσδοκίες τους στην προοπτική, τουλάχιστον, μιας δημοκρατικής αλλαγής, αφού η προοπτική μιας ‘επαναστατικής σοσιαλιστικής αλλαγής’ είχε τραγικά αποτύχει μετά από ένα αιματηρό εμφύλιο.
Με αυτήν την στοιχειώδη συνταγματική δημοκρατική προσδοκία είχε συνδεθεί το δημοκρατικό κίνημα της δεκαετίας του 60. Για τον λόγο αυτό εξάλλου και ο συνταγματικός δημοκρατικός λόγος του Μάνεση, ήταν συγχρονισμένος με τα δημοκρατικά, λαϊκά, αιτήματα της εποχής του. Στηριζόταν, άλλωστε, στη  κλασσική ερμηνεία της δημοκρατικής αρχής και της λαϊκής κυριαρχίας.   Επαναλάμβανε  με πάθος από το Αμφιθέατρο με στεντόρεια φωνή ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα η κυριαρχία έχει την έδρα της στο λαό, στην βούληση των πολιτών που απαρτίζουν το εκλογικό σώμα και  όχι στην αφηρημένη, ιδεατή ενότητα του έθνους. Την βούληση του οποίου διατείνονται ότι νομιμοποιούνται να την διαγιγνώσκουν, όσοι απλά την επικαλούνται, δηλαδή  ο μονάρχης και οι οπαδοί του, μια και αριστοκρατική τάξη ή αριστοκρατικό κόμμα στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί.  Όσο και αν  φαινόταν ιστορικά παρωχημένη  η ιδεολογική αυτή αντιπαράθεση, δεν έπαυε την  εποχή εκείνη να έχει μεγάλο ιστορικό και πολιτικό αντίκρισμα και να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις, όπως αποδείχθηκε άλλωστε στη συνέχεια με την στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967. Αλλά και με τον καθαρά δημοκρατικό χαρακτήρα της μεταπολίτευσης, που σηματοδότησε  στην ουσία την αποκατάσταση ενός γνήσιου δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος με τη πανηγυρική συνταγματική κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, με την μορφή όμως, σαφώς, της λαϊκής κυριαρχίας: η κυριαρχία εδρεύει ολόκληρη στο λαό, ως ενότητας. Από την ζωντανή και συμβατικά ανιχνεύσιμη θέλησή του  πηγάζουν όλες οι εξουσίες και όχι από μια εικαζόμενη, απλώς  θέληση μιας φαντασιακής οντότητας, του έθνους, που απαρτίζεται, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Μάνεσης από τις παρελθούσες, παρούσες και μέλλουσες γενεές.
 
2.    Η μεταπολιτευτική περίοδος:  θρίαμβος μεν της λαϊκής κυριαρχίας,   χωρίς  εξωτερικούς εχθρούς, μόνης όμως,  αντιμέτωπης με τον  αυτάρεσκο εαυτό της και τις  μετά; παρά; μορφώσεις του
 
Η επιρροή όμως της δημοκρατικής συνταγματικής θεωρίας του Μάνεση συνεχίστηκε αλώβητη και στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, περίοδο της δημοκρατικής ευφορίας και  της  συνταγματικής και θεσμικής κραταίωσης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.  Μόνο που αυτή τη φορά η δημοκρατική αρχή και ειδικά η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας βρέθηκε κατά την εφαρμογή της, αντιμέτωπη με τον εαυτόν της, με τις απρόβλεπτες παρενέργειές της  ή με τις στρεβλώσεις της ή με τις μετά ή παρά μορφώσεις της.  Μόνη, αντιμέτωπη με τους άγνωστους και απρόβλεπτους εσωτερικούς εχθρούς της και όχι με τους γνωστούς, εξωτερικούς αντιπάλους της. Η περίοδος της μεταπολίτευσης είναι, πιστεύω,  η περίοδος της αλήθειας για το μυθικό δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας, η περίοδος της απομυθοποίησής του ή για να χρησιμοποιήσω έναν πολιτικό όρο που είχε μεγάλη απήχηση την ίδια  περίοδο στην Γαλλία, της απομάγευσής του.   Το τραγικό και απίστευτο τέλος της μεταπολίτευσης,  πιστεύω, ότι συμπίπτει με αυτήν την αναγκαία όσο και σωτήρια διαδικασία πολιτικής αποκάθαρσης της θεωρίας τη λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής, από όσα πολιτικά παράσιτα εμφιλοχώρησαν στη διάρκεια της μυθοποιημένης πολιτικής λατρείας της.  Και αυτό  οφείλουν να το καταλάβουν, κατά πρώτο λόγο,  όσοι ακόμη πιστεύουν ή διατείνονται ότι πιστεύουν ότι έχει η ίδια ακόμη μια ιστορική λειτουργία να επιτελέσει και ισχύει  και εφαρμόζεται ως θεμελιώδης αρχή της εθνικής συνταγματικής τάξης.
Σε αυτή την διαδικασία θα ήθελα, σήμερα, να επιμείνω και να σταθώ για λίγο, σχολιάζοντας, την πιο πρόσφατη, τη νωπή ακόμη στην μνήμη μας επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας με την μορφή αυτή τη φορά της «λαϊκής εντολής». Η επίκληση της λαϊκής εντολής ως κανόνα επιτακτικού που απορρέει μάλιστα από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελεί σήμερα, ένα δείγμα χαρακτηριστικό των στρεβλών εφαρμογών ή των παραμορφωτικών αναγνώσεων, που επιδέχεται η θεωρία της λαϊκής κυριαρχίας σε σχέση τουλάχιστον με το κλασικό, ιδεατό πρότυπό της, που έχει διαπλάσσει η συνταγματική θεωρία και πρακτική  και έχει ενστερνιστεί ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός συνταγματισμός. Πρίν όμως εισέλθω στο θέμα μου, μία ακόμη σύντομη παρέκβαση για να γίνει πιο κατανοητή η οπτική γωνία της ανάλυσής μου.
 

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

"ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ" [ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ, Συντονιστής και Διδάσκων - Σύμβουλος Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η γαλλική πολιτιστική νομοθεσία και λογοτεχνία και το περιβάλλον    
 
          Αυτό που κάνει το γαλλικό Δίκαιο ξεχωριστό είναι η πρωτοπορία του από πολλές σκοπιές, όπως για παράδειγμα με το νόμο 2011-525 της 17ης Μαΐου 2011 για την απλούστευση και τη βελτίωση της ποιότητας του δικαίου ή με το μοναδικό παγκοσμίως Κώδικα του Τουρισμού[1]. Θα ήταν ενδιαφέρον να επιχειρηθεί μία προσέγγιση σε διάφορες πτυχές του γαλλικού Πολιτιστικού Δικαίου σε συνδυασμό με τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες και τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, είτε καθαυτούς είτε ως πολίτες και δημόσιους λειτουργούς. Σε μεγάλο βαθμό, υπάρχει μία ενότητα θεώρησης της γαλλικής λογοτεχνίας έναντι του Πολιτιστικού Δικαίου και του Τουριστικού Δικαίου[2].  Και οι δύο άλλωστε αυτοί κλάδοι αφορούν εκφάνσεις του περιβάλλοντος, του φυσικού, όπως ο χρυσός, και του πολιτιστικού, σαν τα μνημεία που είναι κατ’ εξοχήν πόλοι έλξης για τους τουρίστες. Και το περιβάλλον αποτέλεσε το πεδίο σύστοιχης εγκληματικότητας, πολύ πριν αρχίσει να διαμορφώνεται ο κλάδος του Περιβαλλοντικού Δικαίου…    
 
Α. Η πρόκληση του φυσικού περιβάλλοντος: Χρυσοθηρία    
 
            Χωρίς αμφιβολία, το 18ο αιώνα ο μύθος του «αγαθού αγρίου» στη λογοτεχνική παραγωγή της Γαλλίας έγινε ένα θέμα πανταχού παρόν[3]. Ο χρυσός έχει συνδυαστεί στα γράμματα με την ύπαρξη μίας υποτιθέμενης «Χρυσωμένης Χώρας» στην αμερικανική ήπειρο, του «Ελντοράντο». Παράδειγμα αποτελεί ο φιλοσοφικός μύθος «Ο ανεπιτήδευτος» («L’Ingénu») του Βολταίρου. Το έργο δημοσιεύθηκε το 1767 και μετά από λίγο η αστυνομία το απέσυρε από την πώληση. Ο ήρωας, Ινδιάνος της φυλής Χιούρον της περιοχής του Κεμπέκ, ο οποίος φυλακίστηκε στη Βαστίλη όπως και ο συγγραφέας είχε εγκλειστεί στο φρούριο αυτό, χρησιμεύει ως ένα φερέφωνο για την κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική κριτική κατά του Λουδοβίκου XIV. Ωστόσο, ο δημιουργός δεν εξυμνεί την άγρια ζωή σε βάρος του πολιτισμού, για αυτό εξελίσσει θετικά τον ήρωά του από τον Καναδά, δίνοντάς του σοφία και ανθρωπισμό ανωτέρου επιπέδου[4]. Ο ίδιος άλλωστε εξελίχθηκε στη λογοτεχνική του παραγωγή, από το αρχικό στάδιο μίας σχετικής αισιοδοξίας, προς τον πεσιμισμό και τελικά προς τη σοφία. Της σοφίας αποτελεί παράδειγμα ήδη ο φιλοσοφικός μύθος «Ο αφελής» («Candide»). Μετά την ψευδεπίγραφη ευτυχία της παιδικής ηλικίας, την ουτοπική ευτυχία του Ελντοράντο, το οποίο επισκέφθηκε ο ήρωας Candide αλλά αποφάσισε να μη διαμείνει εκεί μόνιμα, υπάρχει η επίγεια ευτυχία την οποία πρέπει κανείς να κατακτήσει διαμέσου της εργασίας και της σοφίας. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να προσπαθεί να ρίξει φως στα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα τα οποία σε κάθε περίπτωση, για το Βολταίρο, είναι άλυτα και εκφεύγουν της ανθρώπινης εξυπνάδας[5].    
          Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η κατάκτηση του χρυσού, ως μέσου για εύκολο πλουτισμό, είχε οδηγήσει – και θα οδηγούσε περαιτέρω – στη μεγαλύτερη γενοκτονία στην ιστορία της ανθρωπότητας, αυτήν των Ιθαγενών Ινδιάνων. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι πριν από τη σύναψη της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων, που αφορά τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών, το 1970, τα μουσεία σαν το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης αποδέχονταν κατά κάποιον τρόπο το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων. Ειδικότερα, εφάρμοζαν τον «κανόνα του ενός μέτρου» (“three foot rule”), δηλαδή αποκτούσαν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, αρκεί να μην ξεπερνούσαν το ένα μέτρο κατά μήκος. Εξάλλου, δεν είχαν την τάση να τα αποκτούν, αν τα αντικείμενα αποτελούνταν από ατόφιο χρυσάφι, διότι και πάλι θα ενοχλούνταν οι οικείες κυβερνήσεις.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

"Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014, περί περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης, στη διάγνωση της αντισυνταγματικότητας διάταξης στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης (ΣτΕ Ολ 2287, 2288, 2289 και 2290/2015)"

της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

1. Με τέσσερις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν στις 10 Ιουνίου 2015 [2287-2015] (*), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αγωγών κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑ οι οποίες ήχθησαν προς εκδίκαση ενώπιον του ΣτΕ μέσω του δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης, κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, που προέβλεψαν νέες αναδρομικές μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων, ειδικότερα δε στην αντίθεσή τους προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος.
2. Η Ολομέλεια έκρινε ότι οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις ούτε αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.
3. Όσον αφορά, αντιθέτως, τις σχετικές με τις περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 που ακολούθησαν, η Ολομέλεια έκρινε ότι αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Ειδικά για τις επικουρικές συντάξεις, το Συμβούλιο της Επικρατείας επισήμανε ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το ΕΤΕΑ και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφή νπδδ (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ Ολ 5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας – με τη χορήγηση παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης – στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
4. Υπέρ της συνταγματικότητας των ως άνω νομοθετικών διατάξεων τάχθηκε η μειοψηφία ορισμένων μελών του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι επίμαχες περικοπές συντάξεων εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, οι επίμαχες περικοπές στις συντάξεις  ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, και εντάσσονται  σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ’ ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφάλισης.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

ΣτΕ 2162/15 : Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό. Διαφορά από διοικητική σύμβαση

ΣτΕ (Στ') 2162/15 : Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό. Διαφορά από διοικητική σύμβαση. Στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του ΣτΕ είναι κατώτερο του ποσού των 200.000 ευρώ. Κατ' εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις ή ότι με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα. Εν προκειμένω κρίθηκε ότι το ποσό της διαφοράς υπολείπεται του ελάχιστου ορίου των 200.000 ευρώ και με το δικόγραφο της αιτήσεως δεν προβλήθηκε ισχυρισμός περί του κατ' εξαίρεση παραδεκτού αυτής, οι δε ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα που κατέθεσε το αναιρεσείον προβάλλονται απαραδέκτως. Απορρίπτει την αίτηση.

(...) Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα / Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 253/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 25.10.2006 αγωγή του αναιρεσιβλήτου και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει ποσό 112.403,57 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε μη καταβληθείσες στον αναιρεσίβλητο ενισχύσεις για τα έτη 2001-2002 (βασική ενίσχυση ύψους 96.938,43 ευρώ και πρόσθετη ενίσχυση ύψους 15.465,14 ευρώ), οι οποίες κρίθηκε ότι οφείλονταν σε αυτόν δυνάμει των από 23.5.1997 και από 20.6.2000 συμβάσεων εκμεταλλεύσεως, που συνήφθησαν με το Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο υλοποιήσεως του Προγράμματος Μακροχρόνιας Παύσης Εκμετάλλευσης Γεωργικών Γαιών του Κανονισμού 2078/92.