Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΣυμβΕφΑθ 215/2015 [Υποκειμενική στοιχειοθέτηση εγκληματικής οργάνωσης - Επιδίωξη πορισμού οικονομικού οφέλους - Σύμβαση του Παλέρμο κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος - Πολιτικά κόμματα]

(...) Στο άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ προβλέπεται ως βασικό έγκλημα η συγκρότηση οργάνωσης με σκοπό την συστηματική τέλεση επιλεγμένων και συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες διακρίνονται για την αυξημένη απαξία και αντικοινωνικότητά τους, καθώς και η συμμετοχή σε αυτή.
Στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης (άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ)· δεν αρκεί η απλή ένωση προσώπων για την τέλεση οποιωνδήποτε τυχαίων αξιοποίνων πράξεων, αλλά απαιτείται είτε "συγκρότηση" αυτής είτε "συμμετοχή" σε αυτήν.

Απαιτείται, επιπλέον και η ύπαρξη εσωτερικής διάρθρωσης και ιεραρχικής δομής.
Περαιτέρω είναι δυνατή η «διεύθυνση» της εγκληματικής οργάνωσης και από πλείονα πρόσωπα, τα οποία, στο πλαίσιο της εγκληματικής δράσεως της οργάνωσης και για την επίτευξη των εγκληματικών σκοπών της, κατά το μέρος που τους αναλογεί, δίνουν δεσμευτικές εντολές στα ιεραρχικώς κατώτερα μέλη της, τις οποίες αυτά οφείλουν να εκτελέσουν, ή εγκρίνουν την παράνομη δράση των απλών μελών της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εκδηλώνεται στο πλαίσιο της επίτευξης των παράνομων σκοπών της.
Για δε την ύπαρξη «επιδίωξης» διάπραξης των εγκλημάτων της παρ. 1 του άρθρ. 187 ΠΚ αρκεί να υφίσταται έστω και κατά την άτυπη βούληση των συμμετεχόντων, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η προηγούμενη εξειδίκευση των κατ’ ιδίαν πράξεων της ομάδας ή η προς τα έξω εκδήλωση της δραστηριότητάς της ή ακόμη και ο σχεδιασμός έστω και μιας πράξης
Όσον αφορά στην έννοια του «ενιαίου» χαρακτήρα του εν λόγω ειδικού δόλου αρκεί η συνδρομή στο πρόσωπο του δράστη, μέλους της εγκληματικής ομάδας, ακόμη και ενδεχόμενου δόλου, όπως αποδεικνύεται από την συμμετοχή του στις εκδηλώσεις της οργάνωσης και κυρίως την γνώση γεγονότων που μαρτυρούν επιδίωξη ή χρήση βίας και εντεύθεν την διάπραξη κακουργημάτων, την αποδοχή αυτών ως θεμιτών σκοπών, την μη αποκήρυξη της βίας και την παραμονή στην ομάδα με στόχο την εξυπηρέτηση του κοινού σκοπού, ο οποίος μπορεί έχει οποιοδήποτε κίνητρο (οικονομικό, ιδεολογικό ή οποιονδήποτε άλλο).
Δηλαδή, η αξιόποινη πράξη της εγκληματικής οργάνωσης τελεί σε αληθινή πραγματική συρροή με τα λοιπά εγκλήματα που διαπράττουν τα μέλη της για την υλοποίηση των σκοπών της. Βεβαίως, απαιτείται συγκλίνουσα δράση περισσότερων ατόμων, καθένα εκ των οποίων είναι και αυτουργός, είτε είναι ιδρυτής είτε μέλος της εγκληματικής οργάνωσης.
Το έγκλημα του άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, όταν τελείται με την μορφή της συγκρότησης είναι έγκλημα στιγμιαίο, παραγραφόμενο ανεξάρτητα από την (μη εκ των προτέρων ορισμένη, αλλά πάντως εκτεινόμενη σε βάθος χρόνου) διάρκεια της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ όταν τελείται με την μορφή της ένταξης σε αυτήν είναι έγκλημα διαρκές και διαρκεί όσο διαρκεί η ιδιότητα του μέλους, η δε παραγραφή αυτού αρχίζει (για το συγκεκριμένο μέλος) με την απώλεια της ιδιότητάς του.
Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων· δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί πολιτικό κόμμα ένωση προσώπων ή οργάνωση η οποία, υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με την χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της δημόσιας τάξης, ούτε η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους.
Η ίδια η άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ίδρυσης κόμματος με σκοπό την διάπραξη κακουργημάτων θεωρείται καταχρηστική (άρθρ. 25 παρ. 3Σ), αφού επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρ. 29 παρ. 1 Σ).
Μια εγκληματική οργάνωση είναι αυθύπαρκτη και απολύτως ανεξάρτητη από την οντότητα ενός πολιτικού κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου νόμιμου φορέα ή σχηματισμού, είναι δε αδιάφορο εάν τα μέλη της έχουν ή όχι κομματική ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα· κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται να συνιστά "εγκληματική οργάνωση" κατά την έννοια του άρθρ. 187 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις, και το πολιτικό κόμμα, στο μέτρο και στο βαθμό που παρεκκλίνει από την συνταγματική του αποστολή.
Η διάταξη του άρθρ. 187 ΠΚ είναι σύμφωνη με τις σχετικές ρυθμίσεις της Σύμβασης του Παλέρμο κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος· ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε την επί το αυστηρότερον προσαρμογή της εθνικής ποινικής νομοθεσίας στις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης, αφού για την κατάφαση του εγκλήματος της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα δεν απαιτείται, ως στοιχείο της υποκειμενικής του υπόστασης, η επιδίωξη πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, το οποίο αποτελεί, σε περίπτωση συνδρομής του, επιβαρυντική περίσταση, διευρύνοντας κατά τούτο το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης.
Επομένως, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τα υπομνήματα των κατηγορουμένων είναι αβάσιμα και απορριπτέα, αφού υπάρχει συμβατότητα των προβλέψεων του άρθρου 187 ΠΚ με το άρθρο 34 της Σύμβασης του Παλέρμο.
Παραπέμπονται, μεταξύ άλλων, και για τις αξιόποινες πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και διεύθυνσης αυτής οι κατηγορούμενοι, αρχηγός (ιδρυτής) και μέλη πολιτικού κόμματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οι οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη και (ορισμένοι εξ αυτών) διηύθυναν ιεραρχικώς δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα με σκοπό την διάπραξη αξιοποίνων πράξεων εξ εκείνων που αναλυτικά αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 187 του ΠΚ, κυρίως δε των εγκλημάτων του εμπρησμού (άρθρ. 264 ΠΚ), της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άρθρ. 299 ΠΚ), της βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρ. 310 ΠΚ), της εκβίασης, καθώς και κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί όπλων, εκρηκτικών υλών, κ.λπ.
Αντίθετη γνώμη της μειοψηφίας.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Η παράλειψη της διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων ως πεδίο εφαρμογής των «διευρυμένων εξουσιών» του διοικητικού δικαστή – Σκέψεις για την ΣτΕ (Ολομ.) 4003/2014 [Κωνσταντίνος Γώγος, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΑΠΘ]



Με την απόφαση 4003/2014 της Ολομέλειας το ΣτΕ παρενέβη στο σύστημα φορολόγησης των ακινήτων ακυρώνοντας την παράλειψη της διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές τιμές στις μειώσεις των εμπορικών αξιών που επήλθαν ως συνέπεια της κρίσης. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια συνταγματικής θεμελίωσης στην απόφαση αυτή των «διευρυμένων εξουσιών» του ακυρωτικού δικαστή, ιδίως για προσωρινή αποχή από την ακύρωση παράνομης πράξης ή παράλειψης με ταυτόχρονη χορήγηση προθεσμίας στη διοίκηση προς άρση της παρανομίας, καθώς και για μετάθεση του χρονικού σημείου επέλευσης των αποτελεσμάτων της δικαστικής κρίσης· στηριζόμενο στο ά. 95 παρ. 1 Συντ., το Δικαστήριο υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει στις εν λόγω εξουσίες ο κοινός νομοθέτης του ν. 4274/2014.
Η μελέτη εξετάζει καταρχάς την προβληματική της αντικειμενικής φορολογίας των ακινήτων, επισημαίνοντας τα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με την ακύρωση της παράλειψης της διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα ως προς τον καθορισμό επίκαιρων τιμών ζώνης. Στη συνέχεια αναλύεται η νομική φύση των ρυθμίσεων του ν. 4274/2014, με τις οποίες αναγνωρίστηκαν στις ακυρωτικές διαφορές οι επίμαχες νέες δυνατότητες ως προς το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων, ενώ διατυπώνεται κριτική ως προς τα συνταγματικά ερείσματα που προσπάθησαν να προσδώσουν στις νέες αντιλήψεις για τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων αρχικά η σχολιαζόμενη απόφαση, και κατόπιν η επακολουθήσασα απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ 4741/2014.

Διαβάστε ολόκληρη την μελέτη εδώ : www.constitutionalism.gr

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

"Παράνομο Κατέβασμα Ταινιών, Κοινωνικά Δίκτυα & Θεωρίες Εγκλήματος" [Του Εμμανουήλ Μ. Τεχνίτη, Δικηγόρου, φ. ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας, ΜΔΕ Διεθνούς & Ευρωπαϊκού Εμπορικού Δικαίου]

Εισαγωγή

"Σημαντικό χτύπημα – απάντηση στη διαδικτυακή πειρατεία αποτέλεσε η πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με την οποία επεβλήθησαν σε πρώτο βαθμό βαρύτατες ποινές στον ιδιοκτήτη και στον διαχειριστή (6 ετών και 20.000 euro και 3 ετών και 8.000 euro αντίστοιχα) οι οποίοι διατηρούσαν τέσσερις πειρατικούς ιστότοπους (THEGREEKZ.COM, YOUGREEKS.COM, TEAMOFGREEKZ.COM & THEGT.NET) μέσω των οποίων διέθεταν τεράστιο αριθμό κινηματογραφικών ταινιών, μουσικής και άλλων έργων πνευματικής ιδιοκτησίας"[1].

Την ίδια στιγμή ενώ όλοι πίστευαν ότι το γνωστό “PirateBay” θα εγκατέλειπε για πάντα το διαδίκτυο, μετά από δύο μήνες ξαναεμφανίζεται διαθέσιμο στους χρήστες επιτρέποντας τους ξανά να κατεβάζουν ταινίες από torrents[2]. Μάλιστα, μερικές μέρες νωρίτερα, σάλο προκάλεσε η απόφαση ελληνικού δικαστήριού να απορρίψει το αίτημα ασφαλιστικών μέτρων της ΑΕΠΙ με το οποίο αυτή ζητούσε την άρση πρόσβασης σε ιστοσελίδες με torrents, αφού, σύμφωνα με το δικαστήριο, ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν αντίθετο με την αρχή της αναλογικότητας, της διαδικτυακής ουδετερότητας, αλλά και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[3].

Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες ένα νέο "εργαλείο" κυβερνοπειρατείας - παράνομης παρακολούθησης ταινιών έγινε απίστευτα δημοφιλές, λόγω της ευκολίας που παρέχει στο χρήστη να δει στον υπολογιστή του ταινίες σε πολύ καλή ποιότητα[4].

Σήμερα, δε χρειάζεται κανείς να είναι άψογος γνώστης της τεχνολογίας για να μπορέσει να έχει πρόσβαση σε πειρατικές ταινίες. Μια απλή αναζήτηση στο Google αρκεί, ώστε να μας μεταφέρει σε δευτερόλεπτα σε μια ιστοσελίδα από την οποία μπορούμε να κατεβάσουμε ή να δούμε παράνομα ταινίες και σειρές. Και ο λόγος που εστιάζουμε περισσότερο στις ταινίες, είναι γιατί αυτές φαίνεται να παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την πλευρά του Έλληνα χρήστη. Εξʼ άλλου από τότε που εμφανίστηκαν ιστοσελίδες όπως το Youtube, λίγος λόγος μπορεί να γίνει για το παράνομο κατέβασμα τραγουδιών, ενώ αντίστοιχα για τα ηλεκτρονικά βιβλία, η δυσκολία που απαιτείται για την παράνομη ηλεκτρονική διακίνηση τους καθώς και το εξειδικευμένο κοινό στο οποίο απευθύνονται, τα καθιστά πολύ μικρότερο ζήτημα.
1. Έλληνες Κυβερνοπειρατές και οι Ακόλουθοί τους
Tα τελευταία 2 με 3 χρόνια έχουν κάνει την εμφάνιση τους πολλές σελίδες και ομάδες στο Facebook που σχετίζονται με τη δωρεάν προβολή ταινιών και σειρών online χωρίς φυσικά τη συναίνεση των κατόχων των πνευματικών δικαιωμάτων. Επειδή, ωστόσο η κυβερνοπειρατεία στις ταινίες και η παράνομη διακίνηση υλικού πνευματικής ιδιοκτησίας και από Έλληνες χρήστες δεν είναι κάτι καινούριο, οι μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι οι εξής:

1ον ότι οι σελίδες που διακινούν τέτοιο υλικό έχουν ευρεία παρουσία και στα κοινωνικά δίκτυα (“επίσημη παρουσία”)
2ον η προσβασιμότητα σε αυτά έχει γίνει πολύ πιο εύκολη από πλευράς του απλού χρήστη
3ον οι χρήστες με πρόσβαση σε τέτοιο υλικό έχουν αυξηθεί δραματικά
4ον η άποψη των χρηστών για το επιτρεπτό ή μη της παράνομης πρόσβασης έχει αυξηθεί δραματικά.

Τα ζητήματα που δημιουργούνται ως εδώ είναι τα εξής.

Πώς ερμηνεύεται η χρήση των κοινωνικών δικτύων στη διαδικασία της παράνομης διακίνησης προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας και πως η δράση του χρήστη - παραβάτη μπορεί να ερμηνευθεί πειστικά μέσα από τις διάφορες θεωρίες εγκλήματος;

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Η επιταγή «κανονιστικότητας» (normativité) του νόμου υπό το πρίσμα της διεύρυνσης του soft law (Fl. Lefebvre-Rangeon, L’exigence de normativité de la loi, AJDA 18/2015, σ. 1028) [της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης]

1. Το πρόβλημα της καλής νομοθέτησης ανακύπτει στην ελληνική έννομη τάξη υπό το πρίσμα, κυρίως, της πολυνομίας, των αλλεπάλληλων νομοθετικών επεμβάσεων, των αποσπασματικών ρυθμίσεων, των πρόσφατων καταιγιστικών και δραστικών μεταβολών και της ένταξης σημαντικών, πλην όλως ειδικού περιεχομένου, ρυθμίσεων σε νόμους με άσχετο ρυθμιστικό αντικείμενο (πρόκειται για τις γνωστές «…. και άλλες διατάξεις», οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το βασικό περιεχόμενο του νόμου όπως αυτό αποτυπώνεται στον τίτλο του· είναι η αντίστοιχη ελληνική πρακτική των περίφημων «cavaliers législatifs» της γαλλικής νομικής πράξης, την χρήση των οποίων κολάζει συστηματικά το Conseil constitutionnel στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου της νομοπαραγωγικής διαδικασίας). Οι παράμετροι/τα κριτήρια της καλής νομοθέτησης, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 2 του Ν.4048/2012, Ρυθμιστική διακυβέρνηση: Αρχές, διαδικασίες και μέσα καλής νομοθέτησης, έχουν ως εξής:
α. Η αναγκαιότητα.
β. Η αναλογικότητα (καταλληλότητα, εύλογη σχέση μέσου και σκοπού με υιοθέτηση του λιγότερο επαχθούς μέτρου).
γ. Η απλότητα και η σαφήνεια του περιεχομένου των ρυθμίσεων.
δ. Η αποφυγή αποκλινουσών από την κατά περίπτωση γενική πολιτική ή αντιφατικών ρυθμίσεων.
ε. Η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα με συνεκτίμηση τόσο των θεμελιούντων τη ρύθμιση οικονομικών και άλλων στοιχείων, όσο και των συνεπειών της ρύθμισης.
στ. Η διαφάνεια.
ζ. Η επικουρικότητα και λογοδοσία με τον προσδιορισμό των αρμόδιων οργάνων εφαρμογής των ρυθμίσεων.
η. Η ασφάλεια δικαίου.
θ. Η προσβασιμότητα στις ρυθμίσεις και με ηλεκτρονικά μέσα.
ι. Η δυνατότητα υποβολής προτάσεων σχετικών με τις ρυθμίσεις κατά το στάδιο της κατάρτισης και της αξιολόγησης της εφαρμογής τους (ανοιχτή διαδικασία).
ια. Η ισότητα των φύλων.
ιβ. Η δημοκρατική νομιμοποίηση.
2. Στις παραπάνω αρχές της καλής νομοθέτησης δεν γίνεται ρητώς μνεία για την επιταγή της «κανονιστικότητας» του νόμου. Αντίθετα, στη γαλλική έννομη τάξη, ένα πρόβλημα που φαίνεται να ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση, ιδίως μετά την ανάδειξη της σημασίας και της ανάπτυξης του ηπίου δικαίου, είναι αυτό της «κανονιστικότητας» του νόμου, το οποίο συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα της λειτουργίας και της φύσης του νόμου στο σύγχρονο νομικό περιβάλλον. Σημειώνεται ότι, ήδη από το 1991, το Conseil d’Etat είχε καταγγείλει, στην ετήσια έκθεσή του, την εκτεταμένη έκδοση «κειμένων διακηρυκτικού χαρακτήρα» και την ανάπτυξη ενός δικαίου χαλαρού (mou), θολού (flou), σε «αέρια κατάσταση» (à l’état gazeux) (Rapport public du Conseil d’Etat, De la Sécurité juridique, Doc. fr. 1991). Όπως σημείωνε η έκθεση, όταν ο νόμος φλυαρεί, ο πολίτης δεν του δίνει ιδιαίτερη προσοχή («quand la loi bavarde, le citoyen ne lui prête qu’une oreille distraite»).
3. Όσον αφορά τον φυσικό δικαστή της συνταγματικότητας του νόμου, το Conseil constitutionnel, υιοθέτησε αρχικά συμβιβαστική στάση, απορρίπτοντας τις αιτιάσεις κατά νομοθετημάτων που στερούνταν κανονιστικότητας ως αλυσιτελείς, υπό την έννοια ότι, εφόσον οι σχετικές διατάξεις στερούνται εννόμων αποτελεσμάτων, εκφεύγουν του ελέγχου του (D. Broussole, Les lois déclarées inopérantes par le juge constitutionnel, RDP 1985, σ. 791). Στροφή στη νομολογία του παρατηρήθηκε κατά τα έτη 2004 και 2005. Στην απόφασή του σχετικά με τον οργανικό νόμο για την χρηματοπιστωτική αυτονομία των ΟΤΑ (Loi organique relative à l’autonomie financière des collectivités territoriales, CC 29 juillet 2004, n°2004-500 DC), περιέλαβε την εξής αιτιολογική σκέψη αρχής: «κατά το άρθρο 6 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789, ο νόμος είναι η έκφραση της γενικής βούλησης. Από το άρθρο αυτό και από το σύνολο των άλλων κανόνων συνταγματικής ισχύος σχετικά με το αντικείμενο του νόμου προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη ειδικών συνταγματικών διατάξεων, ο νόμος είναι προορισμένος να θέτει κανόνες δικαίου και, κατά συνέπεια, πρέπει να έχει κανονιστικό περιεχόμενο». Κατά την πανηγυρική τελετή των ευχών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, της 3ης Ιανουαρίου 2005, ο πρόεδρος του Conseil constitutionnel P. Mazeaud εξήγγειλε ότι το Conseil constitutionnel είναι έτοιμο να κολάζει εφεξής τα «νομοθετικά νετρώνια», δηλαδή διατάξεις με «μηδενικό νομικό φορτίο» (“neutrons législatifs”, textes dont “la charge juridique est nulle”, AJDA 2005, σ. 13). Στις 21 Απριλίου 2005, στην απόφασή του σχετικά με τον νόμο για τον προσανατολισμό και τον προγραμματισμό για το μέλλον του σχολείου (Loi d’orientation et de programme pour l’avenir de l’école), έκρινε για πρώτη φορά ως αντισυνταγματική μια νομοθετική διάταξη λόγω έλλειψης κανονιστικότητας (2005-512 DC, RFDA 2005, 922, note G. Glenard, 939, note W. Sabete). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του νόμου για τα σχολεία, η οποία προβλέπει ότι «ο σκοπός του σχολείου είναι η επιτυχία όλων των μαθητών», ελλείψει κανονιστικού περιεχομένου. Πρόσθεσε, στη συνέχεια, ότι η αρχή της σαφήνειας του νόμου, που απορρέει από το άρθρο 34 του Συντάγματος και ο συνταγματικής περιωπής σκοπός του κατανοητού χαρακτήρα και της προσβασιμότητας του νόμου, που απορρέει από τα άρθρα 4, 5, 6 και 16 της Διακήρυξης του 1789, επιβάλλουν στον νομοθέτη την υποχρέωση να υιοθετεί αρκούντως ακριβείς διατάξεις και μη αμφίσημες διατυπώσεις, προκειμένου να προστατεύσει τους υποκείμενους στον νόμο από αντίθετες προς το Σύνταγμα ερμηνείες ή από τον κίνδυνο αυθαιρεσίας, χωρίς να μεταθέτει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές τη μέριμνα της θέσπισης κανόνων των οποίων ο προσδιορισμός ανατέθηκε από το Σύνταγμα στον νόμο και μόνο. Ο συνταγματικός δικαστής χάραξε έτσι την ακολουθητέα συμπεριφορά για τον νομοθέτη.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Αναστολή ποινικής δίωξης – Προδικαστικά ζητήματα – Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (ΣυμβΑΠ 706/2013)

Περίληψη: Η εξουσία αναστολής της ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 59 ΚΠΔ υφίσταται όχι μόνο για το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, αλλά και για το δικαστικό συμβούλιο και όταν ακόμα αυτό επιλαμβάνεται της δικαιοδοτικής έρευνας της υπόθεσης κατόπιν προσφυγής του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της δικονομικής ρύθμισης του άρθρου 322 παρ. 3 ΚΠΔ. Η εξουσία αυτή του συμβουλίου παρέχεται σε κάθε περίπτωση που αναφύεται προδικαστικό ζήτημα σε μια ποινική δίκη και όχι μόνο επί των εγκλημάτων της παρ. 2 του άρθρου 59 ΚΠΔ, επί των οποίων την προαναφερόμενη δυνατότητα έχει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Και ναι μεν στη διάταξη του άρθρου 322 παρ. 3 οι παρεχόμενες στο δικαστικό συμβούλιο δικαιοδοτικές εξουσίες αναγράφονται περιοριστικώς, πλην όμως δεν απαγορεύεται το δικαστικό συμβούλιο να αναστείλει την ποινική δίωξη σε περίπτωση προσφυγής, αφού τούτο έχει τη δυνατότητα να πράξει το μείζον, δηλ. να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από κάθε κατηγορία εκτιμώντας το συνολικό αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από την προανάκριση. Περαιτέρω, οι ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο υπό του νόμου. Οι λόγοι ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέρονται περιοριστικώς και η δικαιοδοσία αυτή ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί της εκδίκασης της κατηγορίας.

[...] Νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο η με αριθμό 41/2012 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση του υπ’ αριθμό 211/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών με το οποίο αφού έγιναν δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων 1) Χ.Α., 2) Χ.Π., 3) Ι.Π., 4) Κ.Σ., 5) Κ.Σ. και 6) Λ.Κ., κατά του υπ’ αριθμό …/2012 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών με το οποίο παραπέμπονταν για να δικασθούν ως υπαίτιοι, η μεν πρώτη για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, οι δε λοιποί για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, ακύρωσε το ως άνω κλητήριο θέσπισμα και μετά ταύτα ανέστειλε την ποινική δίωξη των προσφευγόντων έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δίκη της μηνύτριας Α.Θ.Α. για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν 1608/1950 για την οποία διενεργείται κυρία ανάκριση από την Ανακρίτρια Πλημμελειοδικών Ζακύνθου. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 322 και 59 ΚΠΔ και θετική υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄, 479 εδ. β΄ και 483 παρ. 3 ΚΠΔ), και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της ερήμην των προσφευγόντων. Κατά το άρθρο 59 ΚΠΔ «1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση, για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται, ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. 2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362, 363 του ΠΚ, αν για το γεγονός, για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδ. β΄) αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέως Εφετών».
Περαιτέρω στο άρθρο 322 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής: «Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου σύμφωνα με τη διάταξη της περ. 6 του άρθρου 111, έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 1. Η προσφυγή υποβάλλεται στα όργανα που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο ή στο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών. Το Συμβούλιο Εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής μαζί με τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε ή την ενέργεια κύριας ανάκρισης μετά την ολοκλήρωση των οποίων το ίδιο Συμβούλιο, αφού επανεισαχθεί σ’ αυτό η υπόθεση από τον Εισαγγελέα Εφετών, ή απορρίπτει την προσφυγή ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Το Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον κατηγορούμενο· αν από την επίδοση του βουλεύματος έως τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που ορίστηκε για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο αυτή για να δικασθεί χωρίς άλλη κλήτευση». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ιδίου Κώδικος, ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Προσβολή Πνευματικής Ιδιοκτησίας: Τηλεοπτική αναπαραγωγή βίντεο από το Youtube, χωρίς προηγούμενη άδεια του δημιουργού (ΕφΘεσ 488/2015)

Με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι τηλεοπτικός σταθμός - και μάλιστα πανελλήνιας εμβέλειας - που κάνει, χωρίς προηγούμενη άδεια του δημιουργού, δημόσια χρήση πλάνων από βίντεο που έχει αναρτηθεί σε διαδικτυακά κανάλια πολυμέσων (Youtube και Vimeo), προσβάλλει τα πνευματικά δικαιώματα του δημιουργού επί του συγκεκριμένου έργου και, ως εκ τούτου, υποχρεούται σε αποζημίωση. 

Η εν λόγω απόφαση στήριξε την υπαιτιότητα του σταθμού αφενός στο γεγονός ότι ουδέποτε οι υπεύθυνοι του τηλεοπτικού καναλιού επιχείρησαν να επικοινωνήσουν με το δημιουργό, παρόλο που στις ιστοσελίδες προβολής του επίμαχου βίντεο αναγράφονταν ευκρινώς και ήταν διαθέσιμα όλα τα προσωπικά στοιχεία του τελευταίου. Αφετέρου κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους όρους χρήσης των συγκεκριμένων ιστοσελίδων (Youtube και Vimeo), στους οποίους περιλαμβάνεται και η απαγόρευση αντιγραφής, αναπαραγωγής, αναμετάδοσης, έκθεσης, πώλησης, παροχής άδειας χρήσης ή εκμετάλλευσης οποιουδήποτε περιεχομένου χωρίς την άδεια του διαδικτυακού καναλιού ή των κατόχων άδειας χρήσης περιεχομένου, των οποίων η εταιρία που εκμεταλλεύεται τον τηλεοπτικό σταθμό "...ήταν ασφαλώς γνώστης". 

Ένα ενδιαφέρον ακόμα σημείο έχει να κάνει με την πρωτοτυπία του προστατευόμενου έργου. Τα πλάνα του δημιουργού - τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως σήμα ενημερωτικής εκπομπής από τον τηλεοπτικό σταθμό, προφανώς με παράνομα μέσα αντιγραφής και αποθήκευσης - κρίθηκαν πρωτότυπα, καθώς "... το εν λόγω έργο παρουσιάζει μία ατομική ιδιομορφία, η πρωτοτυπία του οποίου συνίσταται αφενός μεν στη χρησιμοποιηθείσα τεχνική του tilt - shift, αφετέρου δε στην επιλογή των θεμάτων, στον τρόπο (τη γωνία) φωτογράφισης, τον φωτισμό, τη θέση του φωτογραφιζόμενου αντικειμένου στον περιβάλλοντα χώρο, στην επιλογή των χρωμάτων και την ιδιαίτερη επεξεργασία των φωτογραφιών. Επιπλέον ο ενάγων συνένωσε τις ληφθείσες φωτογραφίες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα έργο μικρής διάρκειας, πλην όμως δομημένο, με αρχή, μέση και τέλος". 

Διαβάστε την απόφαση εδώ : ΕφΘεσ 488/2015
πηγή : http://obtr-dicta.blogspot.gr/2015/08/youtube-4882015.html                                                       



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

‹‹Ζητήματα από την εφαρμογή του Ν.4336/2015 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά)›› [Ιάκωβος Γ. Απέργης Ειρηνοδίκης]


Ι) Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡ. 4 ΠΑΡ. 1 Ν.3869/2010 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ IΣΧΥΟΣ Ν.4336/2015 ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ


Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ


- Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010, ως τροποποιηθείσα ισχύει, προσδιορίζεται με Κοινή Υπουργική Απόφαση ο τύπος των αιτήσεων που θα υποβάλλονται εφεξής για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με την δημοσίευση υποδείγματος, καθώς και τα απαιτούμενα έγγραφα και δικαιολογητικά.

- Πράγματι, η υπ’ αριθμ. 7534/2015 Κ.Υ.Α. των Υπουργών: α) Οικονομίας - Υποδομών - Ναυτιλίας και Τουρισμού, β) Δικαιοσύνης - Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γ) Οικονομικών και δ) Εργασίας - Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της αμέσως ανωτέρω διάταξης της παρ. 1 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010 (και όχι της διάταξης της παρ. 7 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010, όπως εσφαλμένα αναγράφεται στην εν λόγω Κ.Υ.Α.) και δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 1794/20-08-2015 (τεύχος Β’).

Β) ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ   

- Στο Παράρτημα Ι της εν λόγω Κ.Υ.Α. περιέχεται το Υπόδειγμα της ανωτέρω αίτησης.
Ως προς το Υπόδειγμα αυτό αναφέρονται επιγραμματικά τα εξής:

α) Είναι περιττή η αναγραφή κάτω από την αίτηση του εδ. β’ της παρ. 1 του άρθρ. 6 Ν.3869/2010, αφού με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς η ημερομηνία επικύρωσης ενδεχόμενου Προδικαστικού Συμβιβασμού ή η συζήτηση αιτήματος χορήγησης Προσωρινής Διαταγής κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρ. 781 ΚΠολΔ και 5 παρ. 2 Ν.3869/2010.

β) Επιβεβαιώνεται η πάγια θέση της Νομολογίας ότι, σε περίπτωση συζύγων, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί από κοινού.
Ωστόσο, σε περίπτωση που τα δάνειά τους δεν είναι κοινά, θα πρέπει να προτιμάται, προκειμένου να αποφεύγεται σύγχυση σε σχέση με τις δανειακές υποχρεώσεις εκάστου, η υποβολή ξεχωριστών αιτήσεων και ο προσδιορισμός τους κατά την ίδια δικάσιμο.

γ) Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην 1η παράγραφο του Υποδείγματος, στην αίτηση του άρθρ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010 πρέπει να αναφέρεται πότε αναλήφθηκαν οι δανειακές υποχρεώσεις του οφειλέτη και, σε περίπτωση συμπερίληψης απαιτήσεων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, πότε δημιουργήθηκαν οι σχετικές οφειλέςπότε επήλθε η γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής και ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον οφειλέτη στο καθεστώς αυτό. Εξάλλου, για το ορισμένο της εν λόγω αίτησης πρέπει να αναφέρεται ποιο ήταν το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών του υποχρεώσεων και ποια ήταν η συνολική μηνιαία δόση των επίδικων δανείων, καθώς η παράλειψη αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων καθιστά την αίτηση αόριστη. Σημειώνεται ότι η έως τώρα δημιουργηθείσα Νομολογία (βλ. ενδεικτικά ΜΠρΗρακλείου 21/2013 ΕΔΥΠ 1/2014 σελ. 17 επ., ΜΠρΑλεξανδρούπολης 190/2012, ΜΠρΠειρ 141/2014, ΕιρΠειρ 60/2012, Ειρ.Ακράτας 7 και 8/2012 αδημ., ΕιρΝικαίας 39/2012 ΝΟΒ 2012/1444 και ΕιρΚορίνθου 67/2012 Α’ Δημοσίευση NOMOS) ουδόλως ανέφερε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφαίνεται κατά τρόπο οριστικό επί της αιτήσεως του οφειλέτη, χωρίς να περιέλθουν σε γνώση του τα ανωτέρω στοιχεία· απλώς, για λόγους οικονομίας της Δίκης, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 236 ΚΠολΔ, που επιτρέπει τη συμπλήρωση της πραγματικής (ποιοτικής και ποσοτικής) αοριστίας, δεχόταν τη μεταγενέστερη συμπλήρωση των στοιχείων αυτών.

δ) Στην παρ. 2 του Υποδείγματος περιέχεται πίνακας προς συμπλήρωση της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, αντίστοιχος με αυτόν του εντύπου Ε-9. Για λόγους διευκόλυνσης του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο του ανωτέρω πίνακα θα πρέπει να ταυτίζεται με αυτό του Ε-9. Ωστόσο, η αναφορά και άλλων στοιχείων, σε σχέση με τα ακίνητα του οφειλέτη (ακριβέστερη περιγραφή του οικοπέδου, χώροι του διαμερίσματος, σύνορα, τόμος και αριθμός μεταγραφής του Συμβολαίου Αγοράς κλπ) ασφαλώς και είναι επιθυμητή, καθώςο Πληρεξούσιος Δικηγόρος που θα συντάξει την αίτηση του άρθρ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010 δεσμεύεται από το ανωτέρω Υπόδειγμα, μόνο ως προς το ελάχιστο περιεχόμενοΟποιοδήποτε άλλο στοιχείο θα διευκόλυνε την αποδεικτική διαδικασία και θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της βασιμότητας των ισχυρισμών του οφειλέτη είναι επιθυμητό.

- Εξάλλου, η παρ. 1 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010 υποχρεώνει τον αιτούντα - οφειλέτη να αναφέρει και την περιουσιακή κατάσταση της συζύγου του. Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του, στην περίπτωση που η ίδια δεν ενέχεται έναντι των δανειστών του συζύγου της, δεν μπορούν να κατασχεθούν από τους πιστωτές του οφειλέτη. Ωστόσο, ο Νόμος απαιτεί την αναλυτική καταγραφή τους, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να διακριβώσει αν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία είναι προσοδοφόρα και ικανά να αυξήσουν το οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη, καθώς η σύζυγός του έχει κατ’ άρθρ. 1389-1390 ΑΚ υποχρέωση συνεισφοράς για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας.

- Σε περίπτωση ανήλικων τέκνων με περιουσία, καίτοι δεν προβλέπεται ρητά από την παρ. 1 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010 η αναφορά των περιουσιακών του στοιχείων, καλό θα ήταν στην αίτηση να περιγράφονται επαρκώς τα περιουσιακά αυτά στοιχεία (κινητά και ακίνητα, καθώς και οι χρηματικές καταθέσεις σε λογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί στο όνομα των ανήλικων τέκνων), όπως και ο τρόπος απόκτησής τους από το ανήλικο τέκνο (κληρονομία, δωρεά εν ζωή κλπ), καθώς, παρόλο που τα περιουσιακά αυτά στοιχεία του ανήλικων τέκνων, επίσης, δεν κατάσχονται από τους πιστωτές του οφειλέτη, με την επιφύλαξη της γονικής παροχής ακινήτου που έλαβε χώρα εντός της τελευταίας πενταετίας και μόνο στην περίπτωση που η σχετική δικαιοπραξία διαρρηχθεί πρώτα από τους δανειστές κατά τους όρους των άρθρ. 939 επ. ΑΚ:
ι) το Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει αν ο οφειλέτης είναι καλόπιστος, δικαιούμενος να υπαχθεί στις ρυθμίσεις Ν.3869/2010, πρέπει να έχει πλήρη και σαφή εικόνα για τον αν ο αιτών - οφειλέτης αποποιήθηκε αδικαιολόγητα κληρονομία που επήχθη σε αυτόν, όπως και για το πότε και για ποιους λόγους μεταβίβασε με χαριστική αιτία στα ανήλικα τέκνα του περιουσιακά του στοιχεία,
ιι) τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, εφόσον δύνανται να αποφέρουν εισόδημα (π.χ. μηνιαίο μίσθωμα), πρέπει να συνυπολογιστούν κατ’ άρθρ. 1486 παρ. 2 ΑΚ στο προσδιορισμό του ύψους της διατροφής που έχει δικαίωμα να αξιώσει το ανήλικο τέκνο έναντι των γονέων του.

Άλλωστε, οι ανωτέρω μηνιαίες απολαβές των μισθωμάτων, σε περίπτωση που υφίστανται, όπως και κάθε επίδομα που λαμβάνουν τα τέκνα του αιτούντος - οφειλέτη, τα οποία αποτελούν ‹‹προστατευόμενα μέλη›› συνιστούν τα ‹‹πάσης φύσεως εισοδήματα›› της οικογένειας του αιτούντος, στα οποία αναφέρεται και τα οποία έχει υπόψη της η διάταξη της παρ. 1 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Παιδική πορνογραφία στο διαδίκτυο: "Η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω ηλεκτρονικού συστήματος υπό το φως της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης" [της Βασιλικής Χαλκιαδάκη, Δικηγόρου LL.M., Υπ. Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Freiburg και του Max Planck Institute for Foreign and International Criminal Law]

Ι.  Εισαγωγή
         Η πορνογραφία ανηλίκων δεν είναι νέο φαινόμενο, όμως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η διάδοση της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου, παράγοντες που άλλαξαν ριζικά τα δεδομένα στο χώρο της παιδικής πορνογραφίας, όχι μόνο διευκολύνοντας τη διακίνηση ενός τεράστιου σε μέγεθος πορνογραφικού υλικού, αλλά και συνδέοντάς τη με νέες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών, όπως τη μέσω διαδικτύου προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους (sexual grooming). Η διεθνής κοινότητα άρχισε να αντιδρά τα τελευταία δέκα χρόνια, οπότε τα δικαιώματα των παιδιών και η προστασία τους από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση έγιναν αντικείμενο νομοθετικών πρωτοβουλιών σε υπερεθνικό επίπεδο, ιδίως δε στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Παρά τις προσπάθειες αυτές, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των εθνικών ποινικών νομοθεσιών ως προς το επίπεδο προστασίας των ανηλίκων και κυρίως η έλλειψη ειδικών νομοθετικών εγγυήσεων για την προστασία τους σε πολλές χώρες του κόσμου δεν παύουν να αποτελούν τις ιδανικές συνθήκες που, σε συνδυασμό με το παγκόσμιο και άνευ συνόρων περιβάλλον του διαδικτύου, διευκολύνουν τη δημιουργία μιας ιδιαίτερα επικερδούς αγοράς παιδικής πορνογραφίας και τη σύνδεσή της με το οργανωμένο έγκλημα.

          Στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών για την πορνογραφία ανηλίκων μέσω διαδικτύου έχουν ανακύψει διάφορα ζητήματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Δογματικής φύσεως ζήτημα αποτελεί πρωτίστως η έννοια της «κατοχής» επί πορνογραφικού υλικού στον ψηφιακό χώρο. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται σε μια σύντομη παρουσίαση της έννοιας της κατοχής πορνογραφικού υλικού μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή διαδικτύου υπό το φως της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης που υπεγράφη (από τις περισσότερες χώρες του Συμβουλίου2) στις 25.10.2007.3 Στο πρώτο μέρος (υπό ΙΙ.1) παρουσιάζεται συνοπτικά το ισχύον νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα υπό το φως της εναρμόνισης με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης. Αντικείμενο του δεύτερου μέρους (υπό ΙΙ.2) είναι η έννοια της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού, ειδικότερα οι θεωρητικές προσεγγίσεις της ποινικοποίησής της, οι απόψεις για το πότε υφίσταται κατοχή του υλικού στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και η λύση που δίνεται στην πράξη από τις διωκτικές αρχές. Στις τελικές παρατηρήσεις (υπό ΙΙΙ) διατυπώνονται σκέψεις σχετικές με την αποτελεσματικότητα του ισχύοντος νομικού πλαισίου.

ΙΙ. Η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω ηλεκτρονικού συστήματος και διαδικτύου
 
Το ισχύον νομικό πλαίσιο
          Η προστασία των παιδιών από τη γενετήσια κακοποίηση και εκμετάλλευση αποτελεί περιεχόμενο των προστατευτικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί κατά διαστήματα ώστε να μεταφερθούν στο ελληνικό δίκαιο οι ρυθμίσεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου. Στο πλαίσιο ιδίως των διεθνών συμβάσεων ξεχωρίζουν η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού4 και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την Εμπορία Παιδιών, την Παιδική Πορνεία και Παιδική Πορνογραφία και άλλες διατάξεις5. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει υιοθετήσει από την πλευρά του τη Σύμβαση για τον Κυβερνοχώρο (Convention on Cybercrime, Βουδαπέστη 23.11.2001)6, καθώς και την εδώ εξεταζόμενη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης. Τέλος, στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου αξίζει να αναφερθούν η Απόφαση 2000/375/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 29.05.2000 («Για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας στο Ίντερνετ») και η Απόφαση-Πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22.12.2003 («Για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας»).

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΜΠρΑθ 4524/2015 : Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης μέχρι την έκδοση της οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης για τη μείωση του καταβαλλομένου μισθώματος


Το Δικαστήριο μπορεί σύμφωνα με τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ να διατάξει τον εκμισθωτή να παραλείπει προσωρινά την καταγγελία της μίσθωσης για το λόγο της καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος αμείωτου. Ασφαλιστέο και προσωρινώς ρυθμιστέο δικαίωμα είναι η εκ του άρθρου 574 ΑΚ διαρκής ενοχική αξίωση του μισθωτή κατά του εκμισθωτή για παραχώρηση σε αυτόν της (κατοχής και) συμφωνημένης χρήσης του μισθίου αντί μισθώματος μειωμένου. Η λήψη των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων δεν οδηγεί στην ολοκληρωτική ικανοποίηση της προαναφερόμενης ασφαλιστέας και προσωρινώς ρυθμιστέας αξίωσης του μισθωτή.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4524/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 21.04.2015, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: του , κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οδός ... αρ. και , ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν.Γ.
Tης καθ' ης η αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ - ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στο Ρέθυμνο, οδός .. αρ. και εκπροσωπείται νόμιμα, της οποίας η νόμιμη εκπρόσωπος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ε.Φ.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.03.2015 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό 24734/2015 και ειδικό 2649/2015 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 388 παρ. 1, 288 ΑΚ, 682 παρ. 1 εδ. α', 731 και 732 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική) δικαστική απόφαση του για τη μείωση ή όχι της παροχής «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρ. 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και συγκεκριμένα της απορρέουσας από τη σύμβαση έννομης σχέσης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο σύμφωνα με τα άρθρα 731 και (ιδίως) 732 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ώσπου να εκδοθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης η τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική) δικαστική απόφαση για τη μείωση ή όχι του (αρχικά συμφωνημένου ή κατ' αναπροσαρμογή διαμορφούμενου) καταβαλλομένου μισθώματος (της παροχής) «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ του καταβαλλόμενου μισθώματος (της παροχής) και της αληθούς αξίας της παραχωρούμενης χρήσης του μισθίου (της αντιπαροχής) και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, το Δικαστήριο μπορεί σύμφωνα μετά άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από τη σύμβαση μίσθωσης διαρκούς μισθωτικής ενοχικής σχέσης και συγκεκριμένα μπορεί να διατάξει τον εκμισθωτή να παραλείπει προσωρινά (μέχρι τελεσίδικης ή οριστικής απόφασης για μείωση ή όχι του μισθώματος) την καταγγελία της μίσθωσης που τον συνδέει με το μισθωτή για το λόγο της καθυστέρησης καταβολής από τον τελευταίο αυτού ακριβώς του μισθώματος αμείωτου και όχι βέβαια για άλλο λόγο. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται επιτρεπτώς κατά τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ η προσωρινή παράλειψη νομικής πράξης (της διαπλαστικής-καταργητικής της μίσθωσης-δικαιοπραξίας της καταγγελίας), δηλαδή δεν πρόκειται, εδώ, για την αντίθετη περίπτωση της προσωρινής καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως (σε ενέργεια νομικής πράξης) με ασφαλιστικά μέτρα, η οποία όντως απαγορεύεται, αφενός επειδή το άρθρο 949 εδ. α' ΚΠολΔ απαιτεί τελεσίδικη (καταψηφιστική) απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη, αφετέρου επειδή οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ασφαλιστέο και προσωρινώς ρυθμιστέο δικαίωμα είναι η εκ του άρθρου 574 ΑΚ διαρκής ενοχική αξίωση του μισθωτή κατά του εκμισθωτή για παραχώρηση σε αυτόν της (κατοχής και) συμφωνημένης χρήσης του μισθίου αντί μισθώματος μειωμένου στο μέτρο του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ, άλλως στο μέτρο του άρθρου 288 ΑΚ, αξίωση δηλαδή που απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο και δη όχι από τη μεμονωμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 574 ΑΚ, αλλά από τη συνδυασμένη εφαρμογή της διάταξης αυτής (του άρθρου 574 ΑΚ) με εκείνη του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ ή με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ. Επιπλέον, στην παραπάνω περίπτωση η - κατά παραδοχή της οικείας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του μισθωτή - έκδοση απόφασης που διατάσσει την προσωρινή (με την ανωτέρω έννοια) παράλειψη της καταγγελίας της μίσθωσης από τον εκμισθωτή λόγω υπερημερίας του μισθωτή ως προς το πληττόμενο από τη μεταβολή των συνθηκών (με την έννοια του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ άλλως με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ) μίσθωμα, δεν προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ. Και αυτό γιατί η λήψη των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων δεν οδηγεί στην ολοκληρωτική ικανοποίηση της προαναφερόμενης ασφαλιστέας και προσωρινώς ρυθμιστέας αξίωσης του μισθωτή κατά του εκμισθωτή εκ του ουσιαστικού δικαίου, καθόσον τούτη έχει ως αντικείμενο παροχή διαρκή και όχι εφάπαξ εκπληρωτέα, αλλά απλώς διατηρεί προσωρινά σε λειτουργία την διαρκή ενοχική σχέση της μίσθωσης κρατώντας την ζωντανή και αποτρέποντας την απονέκρωση της, με την ικανοποίηση μερικότερων μόνον εκδηλώσεων της. Έτσι, η λήψη των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων δεν δημιουργεί αμετάκλητες ή δυσχερώς αναστρέψιμες καταστάσεις που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης (ΜΠρΑΘ 2750/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 2061/2013 ΕλλΔνη 2013. 500, ΜΠρθεσ 9053/2013 Αρμ. 2013. 1300, ΜΠρΑιγ 494/2011 ΕΦΑΔ 2012. 42 ή Αρμ 2012.533 με σύμφωνες παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη και τις εκεί παραπομπές contra ΜΠρΘεσ 11025/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚεφ 138/2013 ΝΟΜΟΣ).

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Η ποινική υπόσταση της άρνησης ιστορικού γεγονότος υπό το πρίσμα της απόφασης Perincek κατά Ελβετίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013 [της AΦΡΟΔΙΤΗ ΒΟΛΗ, Υπ. Διδάκτορα Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής, Ludwig-Maximilian Πανεπιστημίου Μονάχου, Δικηγόρου]

«Όταν δεν είναι αναγκαίο να ψηφιστεί ένας νόμος, τότε είναι αναγκαίο να μην ψηφιστεί» - Charles de Montesquieu

 Ο αφορισμός του Montesquieu καθίσταται επίκαιρος με τις δικαστικές αποφάσεις των τελευταίων δύο ετών που εξετάζουν τη σχέση έντασης και τη δυνατότητα εναρμόνισης της ελευθερίας έκφρασης με τη συμβολική νομοθεσία, που ποινικοποιεί την άρνηση ιστορικών γεγονότων1, ιδίως γενοκτονιών. Η πιο πρόσφατη από αυτές τις αποφάσεις είναι η απόφαση Perincek κατά Ελβετίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου (ΕΔΔΑ)2.

 Ι. Η απόφαση Perincek κατά Ελβετίας

Στις 17 Δεκεμβρίου 2013 το ΕΔΔΑ απεφάνθη, με πλειοψηφία πέντε έναντι δύο, ότι η Ελβετία παραβίασε την ελευθερία έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ) του επικεφαλής του τουρκικού Εργατικού Κόμματος, Doğun Perincek, διατης ποινικής καταδίκης του λόγω της δημόσιας άρνησης της αρμενικήςγενοκτονίας3. Η Ελβετία ζήτησε, εντός της προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας4 την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η επανεξέταση της υπόθεσης.

Η υπόθεση ανάγεται στο 2005, όταν ο Doğun Perincek, επικεφαλής του Τουρκικού Εργατικού Κόμματος, χαρακτήρισε σε συνέδρια στην Ελβετία την αρμενική γενοκτονία ως ένα «διεθνές ψεύδος» και αρνήθηκε δημοσίως ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε τελέσει το έγκλημα της γενοκτονίας.

Κατόπιν τούτου, η ένωση “Ελβετία – Αρμενία” υπέβαλε μήνυση στις 15 Ιουλίου 2005.

Στις 9 Μαρτίου 2007, το αρμόδιο ελβετικό δικαστήριο απεφάνθη ότι ο Perincek παραβίασε το άρθρο 261 bis5 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα περί φυλετικών διακρίσεων, σύμφωνα με το οποίο «όποιος αρνείται, υποτιμά χονδροειδώς ή επιδιώκει τη δικαιολόγηση γενοκτονίας ή άλλων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με τρόπο που προσκρούει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εξαιτίας της φυλής, της εθνικότητας ή του θρησκεύματος [...], τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή με χρηματική ποινή». Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η αρμενική γενοκτονία είναι, όπως και το Ολοκαύτωμα, αναγνωρισμένο από το ελβετικό κοινοβούλιο ιστορικό γεγονός, επομένως δεν απαιτείται παραπομπή στις ιστορικές πηγές, προκειμένου να τεκμηριωθεί η γενοκτονία. Μετά την απόρριψη6 της αναίρεσής του από το Ελβετικό Ακυρωτικό Δικαστήριο, ο Perincek προσέφυγε στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση της ελβετικής δικαιοσύνης προσέβαλε το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση (άρθρο 10 ΕΣΔΑ), διότι το εφαρμοσθέν άρθρο περί φυλετικών διακρίσεων (261 bis παρ. 4 του ελβετικού Ποινικού Κώδικα) αφενός στερείται ακριβείας και αφετέρου η καταδίκη του δεν εξυπηρέτησε κάποιο νόμιμο σκοπό, ούτε υπαγορεύθηκε από «αναγκαιότητα μιας δημοκρατικής κοινωνίας».

 Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 107 της ΕΣΔΑ απαριθμούνται πε ριοριστικά λόγοι νομιμοποιητικοί του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης που αποτελούν μέτρα αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Στο πλαίσιο του ελέγχου της συμβατότητας της καταδίκης του Perincek με την ελευθερία έκφρασης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο εξετάζει την αναγκαιότητά της εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Αφετηρία της ποινικής αξιολόγησης του Perincek είναι η εξέταση της καταχρηστικότητας (άρθρο 17 ΕΣΔΑ) της προσφυγής, με την οποία τίθεται φρένο σε ενδεχόμενη χειραγώγηση και καταστρατήγηση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Garaudy, για τον οποίο το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επιχείρησε να εκτρέψει την ελευθερία έκφρασης σε «σκοπούς αντίθετους στο γράμμα και το πνεύμα της Σύμβασης» 8. Σε αυτό το βήμα, παρουσιάζει ενδιαφέρον η στάση του Δικαστηρίου στην απόφαση Perincek σε ένα δορυφορικό, αλλά σχετικό με την υπόθεση ζήτημα, μέσω του οποίου αποσαφηνίζεται η ανεκτικότητα του δικαστηρίου απέναντι στο λόγο που δοκιμάζει ή επιβεβαιώνει το πεπερασμένο του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης. Μνημονεύοντας τις αποφάσεις Norwood κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Ivanov κατά Ρωσίας, το Δικαστήριο χαρακτηρίζει τις «πολιτικές ομιλίες που υποκινούν μίσος βασιζόμενες σε θρησκευτικές, εθνοτικές ή πολιτισμικές προκαταλήψεις» ως απειλή για τη δημόσια τάξη, την κοινωνική ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα σε δημοκρατικά κράτη9. Κατά αυτήν την προσέγγιση, η ρητορική μίσους χαράσσει τα όρια του εννοιολογικού περιεχομένου της ελευθερίας έκφρασης, είναι ασυμβίβαστη με τις θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης, τις δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα και ως εκ τούτου η επίκληση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης από τον εμπνευστή του μισαλλόδοξου λόγου απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως καταχρηστική. Το ΕΔΔΑ δεν περιορίζεται, δηλαδή, σε έναν γενικόλογο αφορισμό της ρητορικής μίσους, αλλά την εξαιρεί από το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 10,10 μη θεωρώντας, συνεκδοχικά το περιεχόμενό της ως προϊόν ελεύθερης έκφρασης, αλλά ως προϊόν μίσους που διαταράσσει τη δημόσια τάξη και τη δημοκρατική κοινωνία11.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

CASE OF PERİNÇEK v. SWITZERLAND (Application no. 27510/08) [Υπόθεση έκφρασης γνώμης αμφισβήτησης της γενοκτονίας των Αρμενίων]

Δεδομένα της υπόθεσης: Στις 7 Μαΐου, 17 Ιουλίου και 18 Σεπτεμβρίου του 2005, ο Doğu Perinçek, διδάκτωρ Νομικής και πρόεδρος του Τουρκικού Κόμματος Εργασίας, έλαβε μέρος σε σειρά δημόσιων εκδηλώσεων στην Ελβετία. Κατά την διάρκεια των εν λόγω εκδηλώσεων, πραγματοποίησε ομιλίες στις οποίες αρνήθηκε ότι οι πολιτικές και οι πρακτικές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον των Αρμενίων που ξεκίνησαν το 1915 και συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια αποτελούσαν γενοκτονία. Παράλληλα, χαρακτήρισε τον όρο «Αρμενική γενοκτονία» ως «διεθνές ψέμα». Τα σχόλια του πραγματοποιήθηκαν υπό διαφορετικά υπόβαθρα: κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στη Λωζάνη, κατά τη διάρκεια συνεδρίου στο Όπφικον για τον εορτασμό της σύναψης της συνθήκης της Λωζάνης και κατά της διάρκεια συνάντησης του κόμματος στο οποίο προεδρεύει στo Κένιτζ.
 
Ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη ομιλία του στην Ελβετία και πιο συγκεκριμένα στις 15 Ιουλίου του 2005, ο σύλλογος Ελβετία-Αρμενία κατέθεσε μήνυση εναντίον του εξαιτίας των ανωτέρω χαρακτηρισμών του. Με απόφαση τους τον Μάρτιο του 2007, το Δικαστήριο της Λωζάνης έκρινε τον εναγόμενο ένοχο για «φυλετική διάκριση» («racial discrimination») με βάση το άρθρο 261 παράγραφος 4 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα, επιβάλλοντας του διάφορες ποινές όπως χρηματικά πρόστιμα, τα οποία μπορούσαν να αντικατασταθούν με την ποινή της φυλάκισης. To εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι η γενοκτονία των Αρμενίων είναι ένα αποδεδειγμένο γεγονός, αναγνωρισμένο από την ελβετική κοινή γνώμη, παραπέμποντας σε διάφορα ελβετικά κοινοβουλευτικά όργανα, σε νομικές δημοσιεύσεις αλλά και σε διάφορες δηλώσεις από ομοσπονδιακές αρχές αλλά και από τις αντίστοιχες τοπικές αρχές των ελβετικών καντονιών. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων του, το δικαστήριο της Λωζάνης προέβαλε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από αρκετούς διεθνείς οργανισμούς όπως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Επιπροσθέτως, θεώρησε ότι οι δηλώσεις του Perinçek είχαν ρατσιστική φύση και δεν συνέβαλαν στον ιστορικό διάλογο επί του θέματος.
 
Στις 13 Ιουνίου του 2007, η έφεση που πραγματοποίησε ο Perinçek εναντίον της καταδικαστκής απόφασης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο του Καντονίου του Βω, το οποίο σημείωσε ότι η ελβετική νομοθεσία έχει αποδεχτεί την γενοκτονία των Αρμενίων ως ιστορικό γεγονός σε ανάλογο πνεύμα με την αναγνώριση της γενοκτονίας των Εβραιών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόλουθη έφεση του εναγομένου στο Ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ελβετίας με αίτημα την ακύρωση της απόφασης και την απαλλαγή του από κάθε ευθύνη και ποινικές διώξεις, απορρίφθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 2007.
 
Εξαντλώντας τα εσωτερικά ελβετικά ένδικα μέσα, ο Perinçek στράφηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιώματων του Ανθρώπου προβάλλοντας ότι η καταδίκη του από τις ελβετικές αρχές για τη δημόσια δήλωση με την οποία αρνούταν την ύπαρξη γενοκτονίας των Αρμενίων προσέβαλλε το δικαίωμα ελευθερίας λόγου του όπως αυτό κατοχυρώνεται και προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι οι συνέπειες της παραβίασης του άρθρου 261 παραγράφος 4 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα βάσει του οποίου καταδικάστηκε δεν ηταν επαρκώς προβλεπόμενες και ότι η καταδίκη του δεν δικαιολογήθηκε από κάποιον θεμιτό σκοπό. Επίσης, προέβαλε το επιχείρημα ότι η παραβίαση του δικαιώματος ελευθερίας λόγου του δεν ηταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η προσφυγή του Perinçek ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου του 2008.
 
Σκεπτικό της αρχικής απόφασης του ΕΔΔΑ: Στις 17 Δεκεμβρίου του 2013 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε με 5 ψήφους υπέρ και 2 ψήφους κατά, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο θεώρησε ότι η δικαιολογία που προέβαλαν οι ελβετικές αρχές προκειμένου να καταδικάσουν τον Perinçek ήταν ανεπαρκείς. Παραλλήλα οι ελβετικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η καταδίκη του εναγομένου ήταν επιβεβλημένη σε μία δημοκρατική κοινωνία προκειμένου να προστατευθεί η μνήμη των συγγενών των θυμάτων των γεγονότων που διαδραματίστηκαν από το 1915 και ύστερα ούτε εξυπηρετούσε κάποια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» («pressing social need”), δοθέντος μάλιστα του γενονότος ότι δεν υπάρχει μια «γενική συναίνεση» («general consensus») υπό την έννοια οτι μόνο περίπου 20 κράτη από τα 196 αναγνωρισμένα ή υπό αναγνώριση έχουν αναγνωρίσει τα συγκεκριμένα γεγονότα ως «Αρμενική γενοκτονία».

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

ΑΠ.Ολ 17/2015: "Ενιαίο μισθολόγιο - Επίδομα 176 ευρώ - Πρόσθετη παρέμβαση -Συνδικαλιστικές οργανώσεις - Αρχή ισότητας - Διακριτική ευχέρεια - Επέκταση ευνοϊκών μισθολογικών ρυθμίσεων - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου - Αίτημα για προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ"

Αριθμός 17/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βιολέττα Κυτέα, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ασπασία Καρέλλου - Εισηγήτρια, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου, Δήμητρα Κοκοτίνη και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
 
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 23 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
.................................................
 
(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 
Με την υπ’ αριθμ. 1320/2013 ομόφωνη απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ του Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 1756/1988, όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, οι από το άρθρο 560 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναίρεσης, της από 27-4-2011 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 42/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 1,2 και 13 του Ν. 2738/1999 και 14 του Ν. 3016/2002, με το να δεχθεί ότι μοναδική προϋπόθεση για τη χορήγηση της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, είναι η υπαγωγή τους στο ενιαίο μισθολόγιο της Δημόσιας Διοίκησης. Ειδικότερα, παραπέμπεται στην παρούσα πλήρη Ολομέλεια το ζήτημα, αν κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, επεκτείνεται η χορήγηση της παροχής των 176 ευρώ σε κατηγορίες υπαλλήλων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο της Δημόσιας Διοίκησης και αμείβονται σύμφωνα με αυτό, ως μόνη προϋπόθεση για τη χορήγηση της παροχής αυτής, εξομοιούμενης με προσαύξηση του μισθού, χωρίς διάκριση σε χαμηλόμισθους ή μη υπαλλήλους ή η χορήγησή της εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, καθόσον το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι αφορά μεγάλη κατηγορία εργαζομένων.
 
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. που έχει γενική εφαρμογή, "Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση σημειώνει στο πινάκιο αν η συζήτηση έγινε κατ’ αντιμωλία ή ερήμην ή αναβλήθηκε ή ματαιώθηκε. Αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής επί διαδοχικών αναβολών, εκάστη εκ του πινακίου αναβολή ισχύει ως κλήτευση παντός διαδίκου για τη νέα, μετ’ αναβολή δικάσιμο, χωρίς να χρειάζεται επανάληψη της κλήτευσης του απολειπομένου διαδίκου κατά τη δικάσιμο στην οποία δόθηκε η αναβολή, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός είτε είχε κλητευθεί νομίμως για να παρασταθεί στην αρχική δικάσιμο είτε, σε περίπτωση που δεν είχε κλητευθεί νομίμως, είχε παρασταθεί προσηκόντως κατά την αρχική δικάσιμο, χωρίς να προβάλει την έλλειψη ή την ελαττωματικότητα της κλήτευσής του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 576 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

"Η ΑΞΙΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ" [του ΑΝΤΩΝΗ Π.ΑΡΓΥΡΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ]

«Χρώμεθα δε πολιτεία  ού ζηλούση  τους των πέλας  νόμους…»[1]

1. Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

1.1-Mε τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ορίζεται ότι: ΄΄Για παράνομες πράξεις[2] ή παραλείψεις των οργάνων[3] του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση‚ εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάριν του γενικού συμφέροντος[4]. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο‚ με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των Υπουργών».

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 106 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και για την ευθύνη νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου[5] από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.

1.2.- Mε το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ καθιερώνεται “ειδική αδικοπραξία” για την περίπτωση βλάβης ιδιώτη. Ως αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 932 του Α.Κ. νοείται πάσα παράνομη πράξη ή παράλειψη, που γεννά υποχρέωση αποζημιώσεως[6] και όχι μόνο η κατά το άρθρο 914 Α.Κ. αδικοπραξία (βλ. Πατεράκης, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 253, 263, Δεληγιάννης-Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό ΙΙΙ, 1992, σελ. 290). Η ύπαρξη ηθικής βλάβης διαπιστώνεται βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής[7], και δεν απαιτείται να ταχθούν αποδείξεις (Δ.Εφ.Α 883/2000, Δ.Εφ.Α 1013/1998, ΔιΔικ 1999, 686. Γι’ αυτό το λόγο μάλιστα η σχετική κρίση δεν ελέγχεται αναιρετικά[8] (Πατεράκης, ανωτ. Σελ. 262, Δεληγιάννης-Κορνηλάκης, ανωτ. Σελ. 297).

2.3.- Για την θεσπιζομένη με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ευθύνη του Δημοσίου[9] προς αποζημίωση από παράνομες[10] πράξεις και παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σε αυτά, απαιτείται η πράξη[11] ή η παράλειψη[12] ή η υλική[13] ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου να είναι παράνομη[14], δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 3587/1997, 3214/2004). Η θεσπιζομένη αστική ευθύνη είναι αντικειμενική (ΑΠ466/1969 ΝοΒ18,50)[15] Η καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ έχει ως συνέπεια να μην παρίσταται ανάγκη να επικαλεσθεί ο ενάγων και να αποδείξει πταίσμα του δημοσίου οργάνου.[16]

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη αποζημίωση του ζημιωθέντος είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου [17]μεταξύ της ζημίας και του συμβάντος προς το οποίο ο νόμος  συνδέει την υποχρέωση προς αποζημίωση(ΑΠ316/83,ΣτΕ. 3423/1999, ΣτΕ.2741/2000). Ειδικότερα όπως δέχθηκε η νομολογία :

2.3.1.- Η ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Α.Ε.Δ. 5/1995, Σ.τ.Ε. 3457/2003, 1224/2002 1042/2007 ,κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. γ΄ του Αστικού Κώδικα.

2.3.2.-Γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως από τα όργανα του επιβεβλημένου σ’ αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της αυτής ως άνω διατάξεως, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παραλλήλως με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων. (βλ. ΣτΕ 28/2000, 3706, 3919/2001,307/2007).

2.3.3.-Εάν κάποιο όργανο του Κράτους απομακρυνθεί από τη δημόσια υπηρεσία εξαιτίας παράνομης πράξεως της Διοικήσεως, δικαιούται να αξιώσει από το Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη εκ του ότι κατά τη διάρκεια της παράνομης απομακρύνσεώς του από την υπηρεσία δεν εισέπραξε το σύνολο των αποδοχών που θα εισέπραττε, αν δεν είχε απομακρυνθεί παρανόμως. Στο σύνολο δε των αποδοχών αυτών περιλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως και οιασδήποτε μορφής επιδόματα, τα οποία καταβάλλονται στα όργανα του Κράτους που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία, έστω και αν τα επιδόματα αυτά συναρτώνται, είτε κατά το νόμο είτε κατά τη φύση τους, προς ενεργό υπηρεσία, υπό μόνη την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους τελούντες σε ενεργό υπηρεσία (ΣτΕ 1553/2006 7μελούς, 3771, 2431/2004, 3303/2001, 2171/2000, πρβλ. και 3570/2003, 915/2001,520/2007). 

2.3.4.-Υφίσταται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση δια των αρμοδίων, κατά το Σύνταγμα, οργάνων της ή εκ της παραλείψεως των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από την νομοθέτηση ή μη γεννάται αντίθεση προς  τους υπερκείμενους και επικρατούντες κανόνες δικαίου, όπως είναι διεθνείς Συνθήκες[18] και οι διατάξεις του Συντάγματος (ΣτΕ 3587/97,1141/99,5/2001). Η παραβίαση αυτή  δημιουργεί  αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση  του Δημοσίου από  τις  διατάξεις  του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (Ολ.ΑΠ 13/1991, ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999. Από το συνδυασμό  των  διατάξεων  των  άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 914, 298 και 937 ΑΚ  προκύπτει ότι επί  αδικοπραξίας από  την  εκδήλωση  του ζημιογόνου γεγονότος γεννιέται υπέρ εκείνου που ζημιώθηκε αξίωση αποζημίωσης για όλη, και τη μέλλουσα, προβλεπτή, κατά την συνήθη πορεία των  πραγμάτων ζημία  (ΑΠ 1921/1988 ΝοΒ 1989, 1035, ΑΠ 317/1958, ΝοΒ 1958, 980, Πρβλ. ΑΠ  316/1986 ΝοΒ  1987,26). Προκειμένου περί αδικοπραξίας που δημιουργεί παράνομη κατάσταση, η διάρκεια της παράνομης αυτή κατάστασης δεν ανάγεται στους όρους υπό τους οποίους γεννιέται  το δικαίωμα αποζημίωσης, αλλά έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Συνεπώς υφίσταται μία και όχι περισσότερες κατ' εξακολούθηση (παράνομες) πράξεις (ΑΠ 317/1958).

Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ η ευθύνη του Δημοσίου καλύπτει κάθε θετική ή αποθετική ζημία του ζημιωθέντος από την παράνομη δραστηριότητα των οργάνων του Δημοσίου καθώς και χρηματική ικανοποίηση  λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2643/1998 ΕΔΚΑ 1998,347). Το Δικαστήριο δύναται  αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά, το βαθμό του πταίσματος, το είδος της προσβολής, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κλπ και με βάση τους κανόνες  της κοινής πείρας και λογικής  θα επιδικάσει τη χρηματική ικανοποίηση, καθορίζοντας συγχρόνως και το ποσό που θεωρεί εύλογο (ΑΠ 1577/1988)

2.3.5.-Κατά συνέπεια, από την εφαρμογή εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας αντίθετων στο άρθρο 24 του Συντάγματος, διατάξεων που θεσπίζουν γενικώς τους όρους και τις προϋποθέσεις ανεγέρσεως των οικοδομών και κατά τούτο εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά παραλλήλως παρέχουν και σε κάθε ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να λάβει άδεια οικοδομής υπό τις προϋποθέσεις και όρους που τάσσουν οι διατάξεις αυτές, γεννάται αξίωση σε βάρος του Δημοσίου προς αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στο δικαιούχο από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του (Σ.τ.Ε. 2829/2005, πρβ. και 1920/1993,1047/2007 ).