ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων - Ο πρώτος εναγόμενος σύμβουλος, όμως, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αυτή και τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον ενάγοντα - πελάτη, στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους, του παρέστησε ψευδώς, ότι η εταιρία (δεύτερη εναγόμενη) διέθετε συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και παρανόμως ιδιοποιήθηκε το προς επένδυση χρηματικό ποσό που του παρέδωσε ο ενάγων. Ποινική καταδίκη του ασφ.συμβούλου για απάτη - Η ποινική απόφαση δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Για την ως άνω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του πρώτου εναγομένου, σε βάρος του ενάγοντος, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, ευθύνεται παράλληλα και η δεύτερη εναγομένη εταιρία, ως προστήσασα αυτόν στην υπηρεσία της. Επιδίκαση και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα της προσωπικής κράτησης, αυτό δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ως μέτρο που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απορρίπτει κατ' ουσίαν τις εφέσεις και την αντέφεση.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1336/2018
ΤΜΗΜΑ Α'
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Καλλιόπη Κουτουράτσα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Κ. του Α., κατοίκου .., που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Α. Κ. του Ι., κατοίκου … ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης και 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « …», η οποία εδρεύει στο … Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης .
Β ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Α. Κ. του Ι., κατοίκου ... ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Γ ΑΝΤΕΦΕΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « ..», η οποία εδρεύει στο ... Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος-αντεφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/2014 αγωγή του περί καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1070/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου α) ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος- αντεφεσίβλητος ... με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../4-3-2016 έφεση, β) ο ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών Α. Κ. με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../28-3-2016 έφεση του και γ) η ήδη εφεσίβλητη- αντεκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « ...» με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../15-9-2017 αντέφεση. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και της αντέφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ TO ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι υπ' αριθ. έκθ. κατ. α) .../4-3-2016 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../4-3-2016) και β) .../28-3-2016 (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../28-3-2016 ) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου εναγομένου, κατά της με αριθμό 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ούτε από τα στοιχεία των δικογραφιών προκύπτει το αντίθετο. Εξάλλου, η υπ' αριθμ. Καταθ. .../15-9-2017 αντέφεση της εναγομένης ήδη δεύτερης των εφεσίβλητων στην υπό στοιχείο α' έφεση, που ηττήθηκε εν μέρει στον πρώτο βαθμό, με την οποία επιδιώκεται η εξαφάνιση της υπ' αριθ. 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι με κατάθεση ιδιαιτέρου δικογράφου στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και σύνταξη έκθεσης κάτω από αυτό, καθώς και επίδοση στον εκκαλούντα τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο α' έφεσης ( βλ. υπ'αριθμ. .../19-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης...), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, αφού ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και αναφέρεται σε κεφάλαια που προσβάλλονται με την ως άνω έφεση και σε κεφάλαιο που αναγκαίως συνέχεται με αυτά. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί κατ4 ουσία, συνεκδικαζομένη υποχρεωτικά με τις εφέσεις (άρθρο 246 ΚΠολΔ) αφού δεν νοείται χωριστή εκδίκαση αυτής ενόψει της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ενδίκου μέσου ,παρεπόμενου της έφεσης.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., κατά την οποία "όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) προσώπου, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευομένου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Τέτοια συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: "ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του", συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει, 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α. Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσης σ' αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Δηλαδή ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της πρόστησης θέσης του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) έδωσε σ' αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεση του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προεκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του ΑΚ και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας (αρθρ. 74 ΚΠολΔ), αν εναχθούν από κοινού ( ΑΠ 418/2016, ΑΠ 147/2011 δημ. Νόμος, ΑΠ 291/2011 ΔΕΕ 2011. 922, ΑΠ 293/2011, ΑΠ 181/2011 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διά μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τους αντίστοιχους ορισμούς για τον παραγωγό ασφαλίσεων, μετονομασθέντα σε ασφαλιστικό σύμβουλο, περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του άνω νόμου (ως ισχύει τροποποιηθείσα με το άρθρο 36 παρ. 24 Ν 2496/1997). Ειδικότερα κατά την τελευταία αυτή διάταξη «Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων .... Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη ...». Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσώπησης ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών. συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση πρόστησης με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, αν in concreto αποδεικνύεται σχέση πρόστησης ( ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 530/2014 δημ. Νόμος, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009,811). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, που εφαρμόζονται και σε περίπτωση ευθύνης προστήσαντος από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος από εκείνον υπαλλήλου του, προκύπτει, ότι, όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής. Σε περίπτωση αγωγής κατά περισσότερων προσώπων, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, η προβολή της εκ του άρθρου 300 ΑΚ ενστάσεως, ενεργεί υποκειμενικώς (άρθρο 486 ΑΚ), καθόσον ο ως άνω ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, αποτελεί ένσταση του εναγομένου, υπό του οποίου πρέπει να προτείνονται και αποδεικνύονται τα θεμελιούντα τη βάση αυτής πραγματικά περιστατικά, το δε δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη την ένσταση αυτή αυτεπαγγέλτως, ούτε ωφελείται και ο μη υποβαλών την ένσταση εναγόμενος εκ της υποβολής αυτής υπό των συνεναχθέντων ομοδίκων του, εις ολόκληρον για τη ζημία του ενάγοντος ενεχομένων, κατά τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ (ΑΠ 1253/2007 δημ. Νόμος, ΑΠ 1002/1990 ΝοΒ 1991. 1376).