Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #πρόστηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #πρόστηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων


ΕφΘεσ 1336/18 : Ασφαλιστικός σύμβουλος - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Ευθύνη. Περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου που παρείχε τις υπηρεσίες του σε ασφ.εταιρία δυνάμει συμβάσεως έργου και με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων - Ο πρώτος εναγόμενος σύμβουλος, όμως, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αυτή και τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον ενάγοντα - πελάτη, στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους, του παρέστησε ψευδώς, ότι η εταιρία (δεύτερη εναγόμενη) διέθετε συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και παρανόμως ιδιοποιήθηκε το προς επένδυση χρηματικό ποσό που του παρέδωσε ο ενάγων.  Ποινική καταδίκη του ασφ.συμβούλου για απάτη - Η ποινική απόφαση δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Για την ως άνω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του πρώτου εναγομένου, σε βάρος του ενάγοντος, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, ευθύνεται παράλληλα και η δεύτερη εναγομένη εταιρία, ως προστήσασα αυτόν στην υπηρεσία της. Επιδίκαση και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα της προσωπικής κράτησης, αυτό δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ως μέτρο που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απορρίπτει κατ' ουσίαν τις εφέσεις και την αντέφεση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1336/2018
ΤΜΗΜΑ Α'

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Καλλιόπη Κουτουράτσα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Κ. του Α., κατοίκου .., που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Α. Κ. του Ι., κατοίκου … ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης και 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « …», η οποία εδρεύει στο … Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης .
Β ΈΦΕΣΗ
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Α. Κ. του Ι., κατοίκου ... ( οδός …), που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΒ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Γ ΑΝΤΕΦΕΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « ..», η οποία εδρεύει στο ... Αττικής (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΘΤ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: : Α. Κ. του Α. , κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΘΖ με AM … του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος-αντεφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/2014 αγωγή του περί καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1070/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου α) ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος- αντεφεσίβλητος ... με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../4-3-2016 έφεση, β) ο ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών Α. Κ. με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../28-3-2016 έφεση του και γ) η ήδη εφεσίβλητη- αντεκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « ...» με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου .../15-9-2017 αντέφεση. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και της αντέφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ TO ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι υπ' αριθ. έκθ. κατ. α) .../4-3-2016 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../4-3-2016) και β) .../28-3-2016 (με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../28-3-2016 ) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου εναγομένου, κατά της με αριθμό 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ούτε από τα στοιχεία των δικογραφιών προκύπτει το αντίθετο. Εξάλλου, η υπ' αριθμ. Καταθ. .../15-9-2017 αντέφεση της εναγομένης ήδη δεύτερης των εφεσίβλητων στην υπό στοιχείο α' έφεση, που ηττήθηκε εν μέρει στον πρώτο βαθμό, με την οποία επιδιώκεται η εξαφάνιση της υπ' αριθ. 1070/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι με κατάθεση ιδιαιτέρου δικογράφου στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και σύνταξη έκθεσης κάτω από αυτό, καθώς και επίδοση στον εκκαλούντα τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο α' έφεσης ( βλ. υπ'αριθμ.  .../19-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης...), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, αφού ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και αναφέρεται σε κεφάλαια που προσβάλλονται με την ως άνω έφεση και σε κεφάλαιο που αναγκαίως συνέχεται με αυτά. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί κατ4 ουσία, συνεκδικαζομένη υποχρεωτικά με τις εφέσεις (άρθρο 246 ΚΠολΔ) αφού δεν νοείται χωριστή εκδίκαση αυτής ενόψει της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ενδίκου μέσου ,παρεπόμενου της έφεσης.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., κατά την οποία "όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) προσώπου, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευομένου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Τέτοια συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: "ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του", συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει, 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α. Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσης σ' αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Δηλαδή ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της πρόστησης θέσης του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) έδωσε σ' αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεση του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προεκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του ΑΚ και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας (αρθρ. 74 ΚΠολΔ), αν εναχθούν από κοινού ( ΑΠ 418/2016, ΑΠ 147/2011 δημ. Νόμος, ΑΠ 291/2011 ΔΕΕ 2011. 922, ΑΠ 293/2011, ΑΠ 181/2011 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διά μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τους αντίστοιχους ορισμούς για τον παραγωγό ασφαλίσεων, μετονομασθέντα σε ασφαλιστικό σύμβουλο, περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του άνω νόμου (ως ισχύει τροποποιηθείσα με το άρθρο 36 παρ. 24 Ν 2496/1997). Ειδικότερα κατά την τελευταία αυτή διάταξη «Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων .... Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη ...». Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσώπησης ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών. συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση πρόστησης με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, αν in concreto αποδεικνύεται σχέση πρόστησης ( ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 530/2014 δημ. Νόμος, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009,811). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, που εφαρμόζονται και σε περίπτωση ευθύνης προστήσαντος από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος από εκείνον υπαλλήλου του, προκύπτει, ότι, όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής. Σε περίπτωση αγωγής κατά περισσότερων προσώπων, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, η προβολή της εκ του άρθρου 300 ΑΚ ενστάσεως, ενεργεί υποκειμενικώς (άρθρο 486 ΑΚ), καθόσον ο ως άνω ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, αποτελεί ένσταση του εναγομένου, υπό του οποίου πρέπει να προτείνονται και αποδεικνύονται τα θεμελιούντα τη βάση αυτής πραγματικά περιστατικά, το δε δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη την ένσταση αυτή αυτεπαγγέλτως, ούτε ωφελείται και ο μη υποβαλών την ένσταση εναγόμενος εκ της υποβολής αυτής υπό των συνεναχθέντων ομοδίκων του, εις ολόκληρον για τη ζημία του ενάγοντος ενεχομένων, κατά τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ (ΑΠ 1253/2007 δημ. Νόμος, ΑΠ 1002/1990 ΝοΒ 1991. 1376).

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΠΠρΑθ 1227/2018 : "Διακοπή κι επανάληψη δίκης - Ιατρική αμέλεια - Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Ολική υστερεκτομή – Ιστολογική εξέταση - Πρόστηση - Ευθύνη διατηρούντος κλινική"



Βίαιη διακοπή δίκης και σιωπηρή εκούσια επανάληψή της. Ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την τέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλειας, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Μορφές ιατρικής αμέλειας. Αδικοπρακτική ιατρική ευθύνη. Παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως παραβιασθούν οι κανόνες και οι αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και υπαίτια. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι αποζημίωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, την οποία επικαλείται ο ασθενής. Αν από αμελή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Λούκια Λάμπρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανασία Ταμπάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Σιμιτσή, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Όλγα Οικονόμου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του στις 16 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Νέου Κόσμου Αττικής, επί της οδού ..., η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων της ΝΔ και ΕΜ, που κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., 2) , 3) ..., απάντων κατοίκων Χαλανδρίου Αττικήςεπί της οδού ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ΚΒπου κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «........................ ΚΛΙΝΙΚΗ», που εδρεύει στο ......... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΠΛ.
Η καλούσα-ενάγουσα, με την από 01.11.2011 κλήση της, με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.01.2014, και μετά από αναβολές, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 26.03.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2011 αγωγή της κατά των 1) ..., νομίμως εκπροσωπούμενου από την προσωρινή δικαστική συμπαραστάτριά του ..., στο πρόσωπο του οποίου η δίκη διακόπηκε βιαίως λόγω θανάτου και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΗΤΕΡΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ».

ΚΑΤΑ ΤΉ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρονται με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011 κλήση, η με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2010 αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α' 287 παρ.1, και 290 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο θάνατος διαδίκου, ο οποίος όμως πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του αποβιώσαντος, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει μόνο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, όχι όμως και με τις προτάσεις αφού αυτές δεν επιδίδονται. Περαιτέρω, η δίκη που έχει διακοπεί μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή ακόμη και ταυτοχρόνως με τη δήλωση διακοπής οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης. Ακόμη οπό το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 62, 73, 242 παρ. 1 και 313 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το αποτέλεσμα της διακοπής και της επαναλήψεως της δίκης επέρχεται εφόσον τόσο το διακοπτικό γεγονός όσο και η γνωστοποίηση του επισυμβούν το βραδύτερο μέχρι την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, διότι μετά το πέρας αυτής και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως δεν υπάρχει στάδιο διακοπής της δίκης και η απόφαση εκδίδεται εγκύρως στο όνομα των αρχικών διαδίκων (ΑΠ 1252/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2003 ΕλλΔνη 2003.1347). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος απεβίωσε στις 24.08.2011 (βλ. το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 5327/2011 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου με αριθμό 28/4/2011 της Ληξιάρχου Δήμου Αμαρουσίου), δηλαδή μετά την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής το γεγονός δε αυτό γνωστοποίησαν με δήλωση τους στο ακροατήριο, κατά τη δικάσιμο της 06.10.2011, οι έχοντες το δικαίωμα αυτό, υπό στοιχεία 1-3 καθ' ων η κλήση (άρθρα 286 περ. α', 287 του ΚΠολΔ). Έτσι η προκείμενη δίκη διακόπηκε βιαίως και επαναλήφθηκε εκουσίως σιωπηρά (άρθρο 290 του ΚΠολΔ), καθώς οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι τα τέκνα του από το γάμο του με την πρώτη των καθ' ων η κλήση, δεύτερο και τρίτη αυτών και την ανωτέρω σύζυγο του, (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 12267/2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αμαρουσίου) παραστάθηκαν στη δίκη αυτή δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βασιλάκη και κατέθεσαν προτάσεις. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ουδόλως αμφισβητούνται από τους αντιδίκους τους, ιδίως ενόψει του ότι οι τελευταίοι στρέφουν τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους κατά των συνεχιζόντων τη δίκη διαδίκων και όχι κατά του αρχικώς εναγομένου.

Κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 "περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το όρθρο 47 ΕισΝΑΚ, "ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και τη μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς εξέταση του ασθενούς εργαστηριακές εξετάσεις ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη-πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κ.λπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΘεσ 318/2015 ΕλλΔνη 2015.1722, ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝ 1988.139, βλ. παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠλημΣαμ 19/2001 ΠοινΔνη 2001.1114). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ (ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007) το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§ 2 εδ. β'), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης συναφώς νόθου αντικειμενικής ευθύνης με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (σχετικά ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1227/2007, Φουντεδάκη, ό.π. σ. 91-91, 100-102, την ίδια, Αστική Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής ΧρΙδΔ 2010. 786 επ..).
Εξάλλου, αμέλεια, κατ' άρθρον 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν αφενός μπορούσε να προβλεφθεί το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου η αποτροπή του ήταν δυνατή με την καταβολή της απαιτούμενης επιμέλειας. Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114, I. Καρόκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 29 επ.). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωση του γι’' αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης περιουσιακής ή ηθικής την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρ. 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης διαρκούς ή ευκαιριακής το ένα από τα πρόσωπα αυτό (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως και ευθύνη του διατηρούντος την κλινική φυσικού ή νομικού προσώπου, υπάρχει και στη συνηθισμένη πλέον σήμερα περίπτωση που η σχέση του ιατρού με την κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία σε κλινική ή ίδρυμα που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό και τα θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, άσχετα με την αμοιβή του ιατρού, που καταβάλλεται στον τελευταίο απευθείας από τον ασθενή. Υφίσταται δε και στην περίπτωση αυτή εξάρτηση, διότι και με αυτή τη μορφή συνεργασίας μεταξύ κλινικής ή νοσηλευτικού ιδρύματος και ιατρού, η δραστηριότητα του τελευταίου εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης του διατηρούντος την κλινική ή το ίδρυμα προσώπου, το οποίο χρησιμοποιεί τους ιατρούς αυτούς, συνήθως διαπρεπείς προκειμένου να αποκτήσει η κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα αίγλη και να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και έτσι να ωφεληθεί από τη δραστηριότητα του ιατρού. Πάντως όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το όρθρο 24 ΑΝ 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προοτηθέντος διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 1362/2007).

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΜονΠρΘεσ 1070/16 : Επενδυτικά προγράμματα- Ευθύνη ασφαλιστικού συμβούλου και εταιρίας - Αδικοπραξία - Πρόστηση. Καταβολή ασφαλίστρων εκ μέρους του ενάγοντος στον ασφαλιστικό σύμβουλο (1ο εναγόμενο) για τη συμμετοχή του σε επενδυτικό πρόγραμμα της ασφαλιστικής εταιρίας (2ης εναγομένης), χρηματικών ποσών που όμως ο καθού ασφαλιστικός σύμβουλος - προστηθείς δεν απέδιδε στην εταιρία.



ΜονΠρΘεσ 1070/16 : Επενδυτικά προγράμματα- Ευθύνη ασφαλιστικού συμβούλου και εταιρίας - Αδικοπραξία - Πρόστηση. Καταβολή ασφαλίστρων εκ μέρους του ενάγοντος στον ασφαλιστικό σύμβουλο (1ο εναγόμενο) για τη συμμετοχή του σε επενδυτικό πρόγραμμα της ασφαλιστικής εταιρίας (2ης εναγομένης), χρηματικών ποσών που όμως ο καθού ασφαλιστικός σύμβουλος - προστηθείς δεν απέδιδε στην εταιρία. Αποδείχθηκε ότι η παράνομη και απατηλή συμπεριφορά του 1ου εναγομένου έλαβε χώρα κατά κατάχρηση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, δεδομένου ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά του εκδηλώθηκε καθ' υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του ως προστηθέντος της ασφ.εταιρίας. Ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της υπηρεσίας που ανέθεσε στον 1ο των εναγομένων η δεύτερη από αυτούς και της ζημιογόνου συμπεριφοράς του. Επίσης, κρίθηκε ότι ο ενάγων ήταν σε θέση να αντιληφθεί εγκαίρως το ψευδή χαρακτήρα των ισχυρισμών του ασφ. συμβούλου και να περιορίσει την περιουσιακή του ζημία. Επομένως, η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του ενάγοντος συντέλεσε στην έκταση της ζημίας που υπέστη. Εν κατακλείδι δέχεται εν μέρει την αγωγή, προσδιορίζει την συνυπαιτιότητα του ενάγοντος σε ποσοστό 50%, περιορίζει αντίστοιχα την ευθύνη της 2ης εναγομένης και υποχρεώνει αμφότερους τους εναγομένους σε καταβολή αποζημίωσης.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΑΡΙΘΜΟΣ 1070/2016
  
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Ιωάννη Μαμαδά, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και αϊτό τη Γραμματέα Δήμητρα Γκουτζίκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του κατά τη δικάσιμο της 6ης Οκτωβρίου 2015 για να κρίνει κατά την τακτική διαδικασία την με αριθμό έκθεσης ……. αγωγή με αντικείμενο αξιώσεις από αδικοπραξία, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………….. κλήση και αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. του Α, κατοίκου ………….. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ΕΜ (AM ΔΧΘ. ....) που κατάθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: (1) Α. του Ι., κατοίκου ……. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ΛΜ (AM Δ.Σ.Θ. ), και (2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…… ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στο ...... Αττικής και νόμιμα εκπροσωπείται, παραστάθηκε δε διά των πληρεξούσιων Δικηγόρων της ΘΤ (AM Δ.Σ.Θ. ) και ΝΦ (AM Δ.ΣΑ ) που κατάθεσαν προτάσεις,
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανάπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα της απόφασης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και στις προτάσεις που κατάθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ME TO NOMO
1.Από την ερμηνεία ης διάταξης του άρθρου 922 ΑK συνάγεται ότι για τη θεμελίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914επ. ΑΚ) αντικειμενικής και εις ολόκληρον ευθύνης του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε τρίτο από πράξη του προστηθέντος, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η οποία καταγιγνώσκεται, όταν ο προστήσας απασχολεί διαρκώς ή παροδικώς τον προστηθέντα για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσης του ή για την εν γένει εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη οποιασδήποτε δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ τους, διατηρώντας το δικαίωμα να του παρέχει έστω και γενικής φύσης εντολές ή οδηγίες ως προς την εκπλήρωση των σχετικών του καθηκόντων, (β) παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, η οποία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και (γ) τέλεση της ζημιογόνας πράξης του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, δηλαδή τέλεση της τόσο εντός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο προστηθέντα ή με ευκαιρία ή αφορμή τα καθήκοντα αυτά, όσο και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή και καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την πρόσθετη όμως στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε εσωτερικής συνάφειας, η οποία συντρέχει όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να εκδηλωθεί χωρίς την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η τέλεση της οποίας κατέστη δυνατή χάρη στη θέση, στα μέσα και τις ευκαιρίες που χορήγησε ο προστήσας στον προστηθέντα στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει, και στη χρησιμοποίηση τους για άλλον σκοπό από εκείνον, για τον οποίο προορίζονταν (ΑΠ 631/2015 ΤΝΠ NOMOΣ ΑΠ 427/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2257/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 534/2013, ΧρΙδΔ ΙΓ’ 581, ΑΠ 351/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και επίσης Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, τόμος 6, 2009, άρθρο 922, αριθ. 12-28, σελ. 1045-1053, Κορνηλάκη П., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2002, σελ. 536-545, Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2Q04, σελ. 829-830 και τον ίδιο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, Κατ' άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, αριθ. 11-37, σελ.744-754).

Περαιτέρω, από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν, 1569/1985, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση της από τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 24 του ν. 2496/1997, προκύπτει ότι ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων, χωρίς όμως δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ή εκπροσώπησης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των λοιπών ως άνω προσώπων, με τα οποία συνδέεται με σύμβαση έργου. Ωστόσο, η νομική αυτή φύση της σχέσης του ασφαλιστικού συμβούλου με τα ως άνω πρόσωπα δεν αποκλείει εξ ορισμού την ύπαρξη μεταξύ τους σχέσης πρόστησης και ειδικότερα με την ασφαλιστική επιχείρηση, με συνέπεια τότε την εις ολόκληρον ευθύνη τους σε περίπτωση αδικοπραξίας του ασφαλιστικού συμβούλου κατά την εκτέλεση ή με ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία του, εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με τη σχετική σύμβαση διαφύλαξε για την ίδια τη διεύθυνση και την επίβλεψη του έργου που του ανέθεσε, παρέχοντας σε αυτόν δεσμευτικές οδηγίες και εντολές, στο πλαίσιο έστω και χαλαρής εξάρτησης, ενώ η ίδια ευθύνη ανακύπτει, σύμφωνα προς όσα ήδη μνημονεύτηκαν ανωτέρω, και όταν ο προστηθείς ενήργησε κατά κατάχρηση της θέσης του ή των μέσων που έθεσε στη διάθεση του η ασφαλιστική επιχείρηση (ΑΠ 188/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440/2014 ΔΕΕ 2015, 162, ΑΠ 530/2014 ΔΕΕ 2015. 262, ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009. 811, ΕφΑΘ 5684/2011 ΔΕΕ 2012.486).

Στην προκείμενη περίπτωση με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….2015 κλήση επαναφέρεται προς συζήτηση η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγή, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2ας Δεκεμβρίου 2014 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 19-05-2015» οπότε και δεν εκφωνήθηκε η υπόθεση. Με την ως άνω ενάγων ισχυρίζεται ότι ο πρώτος των εναγομένων εκμεταλλευόμενος του ως ασφαλιστικού συμβούλου της δεύτερης από αυτούς και εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας τους με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση του για την κατάρτιση περισσότερων ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων ειδών μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, ισχυρίστηκε προς αυτόν ότι η τελευταία διέθετε επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «.....», το οποίο αφορούσε στην αγορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και το οποίο εξασφάλιζε τόσο την επιστροφή του προς επένδυση κεφαλαίου όσο και υψηλές αποδόσεις που θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα σε μηνιαία βάση. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι με τον τρόπο αυτό ο πρώτος εναγόμενος τον έπεισε να του καταβάλει τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του έτους 2011 έως και το Δεκέμβριο του έτους 2012 σε μετρητά το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000 €), το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του επενδύθηκε στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι προς επίρρωση των κατά τα ανωτέρω ισχυρισμών του ο πρώτος των αντιδίκων του παρέδωσε μετά την ολοκλήρωση της καταβολής του ανωτέρω ποσού δύο (2) έγγραφα με το λογότυπο του ομίλου επιχειρήσεων, στον οποίο εντάσσεται η δεύτερη από αυτούς, τα οποία πιστοποιούσαν την καταβολή του εν λόγω ποσού, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2012 του κατέβαλε κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν τους τόκους του κεφαλαίου που είχε επενδύσει ο ενάγων. Υποστηρίζει ακόμη ότι οι κατά τα ανωτέρω ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου σχετικά με την τύχη του χρηματικού ποσού, το οποίο του εμπιστεύθηκε, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθώς ουδέποτε ο τελευταίος τοποθέτησε το ποσό αυτό σε επενδυτικό προϊόν της ομοδίκου του, αλλά αντίθετα το ενθυλάκωσε ο ίδιος ενσωματώνοντας το στην προσωπική του περιουσία, χωρίς να διαθέτει νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η κατά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου των εναγομένων, ο οποίος συνδεόταν με σχέση πρόστησης με τη δεύτερη από αυτούς και ο οποίος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν από την τελευταία και αξιοποιώντας τα μέσα
που του παρείχε αυτή, είχε ως συνέπεια να υποστεί ο ίδιος περιουσιακή ζημία ύψους εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000,00€), η οποία αντιστοιχεί στο χρηματικό ποσό που πείστηκε να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο, αλλά και την ηθική βλάβη, η οποία περιγράφεται στο δικόγραφο του. Με βάση τους ισχυρισμούς του αυτούς ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς: (α): το ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000,00€) ως αποζημίωση για την περιουσιακή του ζημία και (β) το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000€) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, επιφυλασσόμενος μάλιστα να διεκδικήσει για την ίδια αιτία το ποσό των πενήντα ευρώ (50,00€) ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, και μάλιστα με τους νόμιμους για αμφότερα τα κονδύλια τόκους από την επίδοση της αγωγής και, επίσης, να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.