Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

"Η ποινική νομοθεσία στην εποχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα" [ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΤΟΣ, Λέκτορας Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης]






























Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να παρουσιάσει έναν από τους βασικούς πυλώνες ποινικής νομοθέτησης στην χώρα μας κατά την χρονική περίοδο όπου κυριαρχεί η οικονομική κρίση. Όπως έχουμε δείξει σε άλλη εργασία μας[1], η εποχή της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας σηματοδότησε μια αρχική «στροφή» στην (ήδη επιλεκτική[2]) λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος βρέθηκαν νέες συμπεριφορές που μέχρι τη στιγμή εκείνη η απαξία τους ήταν υποτιμημένη τόσο από το νομοθέτη, όσο και από την κοινή γνώμη: τα εγκλήματα που στρέφονται κατά (των εσόδων) του Δημοσίου, τα εγκλήματα «διαφθοράς» που τελούνται από δημοσίους υπαλλήλους και κρατικούς λειτουργούς, τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας αύξησαν αρχικά τον όγκο των υπό εκδίκαση δικογραφιών[3] και δημιούργησαν ένα νέο τύπο «εκπροσώπου» στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα.
Στο πλαίσιο αυτό αφενός θεσπίστηκαν νέες Αρχές και μηχανισμοί δίωξης εγκλημάτων με συνεκτικό ιστό την διαφθορά και την εν γένει οικονομική εγκληματικότητα και αφετέρου εμφανίζεται μια συνεχής θέσπιση νομοθετημάτων με κοινό χαρακτηριστικό την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη σε συγκεκριμένες κατηγορίες οικονομικών εγκλημάτων. Ειδικότερα:
α) Στο πεδίο της δημιουργίας νέων Αρχών και μηχανισμών δίωξης εγκλημάτων εισήχθησαν οι θεσμοί του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος (με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3943/2011)[4], του εισαγγελέα διαφθοράς (με το άρθρο 2 παρ. 1 ν. 4022/2011 και το άρθρο 76 του ν. 4139/2013), η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (με το ν. 3932/2011) και η οικονομική αστυνομία.
β) Περαιτέρω εμφανίζεται μια συνεχής θέσπιση νομοθετημάτων με κοινό χαρακτηριστικό την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Έτσι εμφανίζεται ότι κατά τα έτη 2008-2014 έλαβαν χώρα πλήθος νομοθετικών παρεμβάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν ποινικές διατάξεις με τις οποίες δημιουργείται νέο αξιόποινο σε βαθμό κακουργήματος, είτε με εισαγωγή νέων διατάξεων (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προβλέπονται στο πλαίσιο κυρώσεων διεθνών συμβάσεων, Οδηγιών και Αποφάσεων – Πλαίσιο[5]) είτε με επαύξηση του αξιοποίνου σε ήδη υπάρχουσες εγκληματικές πράξεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων[6], όπως -μεταξύ άλλων- η φοροδιαφυγή, η διαφθορά, η λαθρεμπορία, τα λεγόμενα οικονομικά εγκλήματα, αλλά και τα εγκλήματα που αναφέρονται στην βίαιη και στην οργανωμένη εγκληματικότητα. Ειδικότερα για τις κατηγορίες των συγκεκριμένων εγκλημάτων:
  1. i) Στον χώρο των ποινικών προβλέψεων των εγκλημάτων κατά της φοροδιαφυγής, παρατηρούμε ότι:
– με το ν. 3888/2010 αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 18 και 19 του ν. 2523/1997, με προβλεπόμενες και ποινές καθείρξεως,
– με το ν. 3943/2011 διευρύνθηκαν νομοτυπικές μορφές και διαδικασίες[7] ενώ αυξήθηκε το πλαίσιο των προβλεπόμενων ποινών (από κάθειρξη έως 10 έτη σε πρόσκαιρη κάθειρξη έως 20 έτη),
  1. ii) Στο πεδίο της ποινικής καταστολής των εγκλημάτων κατά της διαφθοράς παρατηρούμε ότι[8]:
– με το ν. 4254/2014 αντικαταστάθηκε το άρθρο 159 ΠΚ (Δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων) και προστέθηκε τα άρθρα 159 Α ΠΚ (Δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων), τιμωρούμενα με ποινή καθείρξεως, αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 235 ΠΚ (Δωροληψία υπαλλήλου), 236 ΠΚ (Δωροδοκία υπαλλήλου), τα οποία προβλέπουν ποινή κάθειρξης έως 10 έτη, αντικαταστάθηκε το άρθρο 237 ΠΚ (Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών) με προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης, προστέθηκαν τα άρθρα 237 Α ΠΚ (Εμπορία επιρροής – Μεσάζοντες) και 237 Β ΠΚ (Δωροληψία και Δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα) που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, τροποποιήθηκε το άρθρο 238 ΠΚ (για την δήμευση των «δώρων» στις πράξεις δωροδοκίας), αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 263 Α (έννοια υπαλλήλου), 263 Β (Μέτρα επιείκειας για όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς) του ΠΚ,
– με το ν. 3849/2010  προστέθηκαν στο ν. 3213/2003 νέα εγκλήματα (άρθρο 4, «Παράνομος πλουτισμός», άρθρο 5 «Προσφορά για άσκηση επιρροής», άρθρο 6 «Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης» με προβλεπόμενες ποινές κάθειρξης μέχρι 10 έτη στις διακεκριμένες περιπτώσεις, ενώ τροποποιήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 187 ΠΚ,
– με το ν. 3666/2008  αντικαταστάθηκαν τα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των του άρθρο δεύτερο του ν. 2656/1998 (ΦΕΚ 265 Α) του άρθρου τρίτο του ν. 2803/2000 (ΦΕΚ 48 Α), του άρθρου πέμπτου του ν. 3560/2007 (ΦΕΚ 103 Α), με προβλεπόμενες ποινές κάθειρξης στις διακεκριμένες περιπτώσεις τέλεσης [9].
iii) Σε ότι αφορά τις προβλέψεις των εγκλημάτων κατά της λαθρεμπορίας, παρατηρούμε ότι:
– με το ν. 4177/2013 προβλέπονται (άρθρο 20) ειδικές κυρώσεις για κατόχους αδειών εμπορίας και λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, όπου προβλέπεται ποινή κάθειρξης για τον δράστη που εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει ή εγκαθιστά τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος (παρ. 4),
– με το ν. 4155/2013 προστέθηκε παρ. 9 στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 31 του ν. 3784/2009 (Α` 137) όπου τιμωρούνται με κάθειρξη όσοι επεμβαίνουν χωρίς εξουσιοδότηση, τροποποιούν ή αλλοιώνουν με οποιονδήποτε τρόπο και μορφή μέρη (υλικά, κατασκευαστικά μεταφοράς πληροφοριών, συνδέσεων, διεπαφών, λογισμικού κλπ.) ή αλλοιώνουν παραγόμενα στοιχεία του συστήματος, που φυλάσσονται ή/και αποστέλλονται στη βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, καθώς και όσοι διαπιστώνεται κατά τον έλεγχο ότι διακινούν/εμπορεύονται καύσιμο μέσω αντλιών ή δεξαμενών που δεν έχουν περιληφθεί στο εγκατεστημένο σύστημα εισροών – εκροών,

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

ΕιρΠατρ 137/2017 : "Αντισυνταγματικότητα του ελάχιστου ορίου αποζημίωσης για προσβολή προσωπικών δεδομένων" (σχόλιο ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ, AN. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)


Εισαγωγικό σημείωμα:

Με την παρακάτω απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997, με την οποία καθορίζεται ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 2.000.000 δραχμών, ήτοι 5.869,40 €.  Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας, για το λόγο ότι η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, καθ' ότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωσή καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.

Αντίστοιχη κρίση είχε διατυπώσει και η ΕφΘεσ 733/2009 (ΔΙΜΕΕ 2009/614), με παρατηρήσεις Μήτρου, σελ. 519). Η απόφαση αυτή είχε κρίνει ότι: "σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου". Βεβαίως, η απόφαση του Ειρηνοδικείου είναι καλύτερα τεκμηριωμένη και με πλήρη ανάλυση των λόγων αντισυνταγματικότητας της άνω διάταξης του ν. 2472/1997 και για το λόγο αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.


Πιο πέρα, πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχες αποφάσεις είχαν εκδοθεί και σχετικά με τα ελάχιστα όρια αποζημίωσης για προσβολές στη ραδιοτηλεόραση (βλ. ΑΠ 6/2011 (Ολ.), ΝΟΜΟΣ, ΔΙΜΕΕ 2011, σελ. 353, ΝΟΒ 2011 σελ. 1819, Δ/ΝΗ 2011 σελ. 695, ΧΡΙΔ 2011 σελ. 731, ΕΦΑΔ 2011 σελ. 1170). Είναι εύλογο συνεπώς, να κριθεί και η συγκεκριμένη διάταξη του ν. 2472/1997 αντισυνταγματική ως αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας.

Βεβαίως, μετά τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού 2016/679, η ως άνω διάταξη  του άρθρου 23 ν. 2472/1997 δεν ισχύει πλέον και τούτο, διότι η αστική ευθύνη ρυθμίζεται πλέον στο άρθρο 82 του Κανονισμού, το οποίο δεν προβλέπει εξουσιοδότηση προς τον αστικό νομοθέτη να ρυθμίσει το ζήτημα της αποζημίωσης.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 137/2017
Αριθμ. εκθ.καταθ.: 349/2015

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε νόμιμα από την Ειρηνοδίκη Πατρών Αγνή - Μαρία Ταλαδιανού και την Γραμματέα Π.Τ. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25η Ιανουαρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ : Του ενάγοντος : ...., κατοίκου Πατρών (...), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΙΚ.  Του εναγομένου: ..., κατοίκου Πατρών (...), ατομικώς και την ιδιότητα του ως διαχειριστή της πολυκατοικίας στην Πάτρα και στην οδό .... , ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΑΑ.


(...)

Ι. Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εξεδόθη ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: (...)

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

"Προστατευόμενοι καταγγέλλοντες και μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος: Η προβληματική των «whistleblower» στον διεθνή χώρο" * [Δημήτρης Τσιλίκης Μ.Δ.Ε. Ποινικών Επιστημών, Υποψήφιος Διδάκτωρ Νομικής]



* δημοσιευμένο στο τεύχος Μαϊου 2018 [http://theartofcrime.gr]

A. Εισαγωγικά
1. Οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες υποβολής καταγγελιών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την πρόληψη αλλά και την εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων, κυρίως σε υποθέσεις με σοβαρές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο (π.χ. διαφθορά, περιβάλλον, δημόσια υγεία, φορολογία, αθέμιτος ανταγωνισμός), έχουν ένα ιστορικά μακρύ αλλά όχι πάντα ένδοξο παρελθόν· διάφορες αλλά και διαφορετικές μεταξύ τους έννομες τάξεις επιλέγουν βέβαια συγκεκριμένες μεθόδους συστηματικής συλλογής καταγγελιών για να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα και πιο αξιόπιστα στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος. Η πρακτική της υποβολής τέτοιων καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, που στη διεθνή βιβλιογραφία έχει επικρατήσει να καταγράφεται με τον όρο “whistleblowing”, αν και αποτελεί εργαλείο άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής, δηλωτικό μάλιστα της σύγχρονης αυξανόμενης τάσης συνεργασίας των κρατικών αρχών με ιδιώτες για τη συλλογή κρίσιμου αποδεικτικού υλικού με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας[1], περιλαμβάνει μια σειρά από μέτρα και επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις σε περισσότερους γενικούς ή ειδικούς κλάδους του δικαίου (εργατικό, δημοσιοϋπαλληλικό, ποινικό, εταιρικό και τραπεζικό δίκαιο, δίκαιο κεφαλαιαγοράς, δίκαιο ανταγωνισμού, δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων, κλπ.)· το γεγονός αυτό, ήδη από μόνο του, καταδεικνύει τον σύνθετο και πολύπλοκο χαρακτήρα των σχετικών αναφυόμενων νομικών ζητημάτων. Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να προσεγγίσουμε συνοπτικά το εν λόγω φαινόμενο, παρουσιάζοντας ορισμένα μόνο από τα προβλήματα και τις λύσεις που σχετίζονται με το whistleblowing και βρίσκονται στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης και νομοθετικής παραγωγής, ιδίως σε σχέση με το ποινικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο.

B. Ιστορική εξέλιξη των καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος (whistleblowing)
2. Η υποβολή καταγγελιών ως τρόπος ελέγχου της τήρησης της νομιμότητας εντοπίζεται ήδη στην αρχαία Αθήνα του 5ου και 4ου αι. π.Χ., τόσο με τη λεγόμενη άσκηση της γραφής παρανόμων, μια λαϊκής αγωγής (Popularklage), με την οποία πολίτες, ζημιωθέντες ή μη, έφεραν ενώπιον της δικαιοσύνης υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος, καταγγέλλοντας προτεινόμενα ή ψηφισμένα μέτρα που παραβίαζαν τους νόμους των Αθηνών και ζητώντας την ποινική δίωξη των υπευθύνων[2], όσο και με την εμφάνιση των συκοφαντών που κατηγορούσαν άλλους πολίτες για παραβιάσεις νόμων προκειμένου να λάβουν οι ίδιοι κάποια αμοιβή[3]. Στο ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο υπήρχε βέβαια πρόβλεψη για ένα σύστημα δίωξης πολιτών από ιδιώτες, οι οποίοι ονομάζονταν delatores. O delator απαντά στη ρωμαϊκή εποχή τόσο ως κατήγορος (accusator), όσο και ως μάρτυρας (testis) ή απλός πληροφοριοδότης (index)[4]. Υπήρχαν άλλωστε προβλέψεις παροχής οικονομικών κινήτρων για την αποκάλυψη των υποθέσεων, ακόμα και φορολογικής φύσεως (π.χ. φοροδιαφυγής)[5], κάτι που οδήγησε συχνά σε υπερβολικό πλουτισμό των delatores[6]. Απουσία δημόσιων διωκτικών αρχών και αστυνομικών οργάνων, η καταστολή του εγκλήματος στηρίχθηκε στα πρόσωπα αυτά[7], τα οποία εν πολλοίς δεν ήσαν αποδεκτά στην κοινωνία· βασικός λόγος ήταν ο επαγγελματικός χαρακτήρας που είχε αποκτήσει η δραστηριότητά τους, διότι πολύ συχνά αυτή η πρακτική δεν είχε κάποιο ηθικό ή συνειδησιακό κίνητρο υπεράσπισης της νομιμότητας[8].
3. Η σύγχρονη μορφή των καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος έχει βέβαια τις ρίζες της στις χώρες του κοινοδικαίου (common law) και συγκεκριμένα στη διαδικασία qui tam pro domino rege quam pro se ipso in hac partesequitur (εν συντομία: qui tam)[9]. Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή, εκείνος που υπέβαλε αγωγή, ζημιωθείς ή μη, στο όνομά του και εκ μέρους του βασιλιά, παρέχοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στις αρχές για τους παραβάτες συγκεκριμένων προβλέψεων, λάμβανε ποσοστό από τις χρηματικές ποινές που ο καταγγελλόμενος καταδικαζόταν να καταβάλει, είτε ο τελευταίος ήταν κάτοχος αξιώματος είτε όχι· η εν λόγω πρακτική εντοπίζεται ήδη στα χρόνια της αγγλοσαξονικής κυριαρχίας στη Βρετανία, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Wihtred, βασιλιά του Κεντ, ο οποίος το 695 μ.Χ. είχε θεσπίσει νόμο για την απαγόρευση της εργασίας του Σαββάτου, προσφέροντας το ήμισυ της επιβληθείσας χρηματικής ποινής ως αμοιβή στους πληροφοριοδότες που εντόπιζαν κάποιον παραβάτη[10].
4. Αντίστοιχες διαδικασίες άρχισαν να εδραιώνονται στη Βρετανία περίπου από τα τέλη του 13ου-αρχές 14ου αιώνα[11], πολύ αργότερα από την Νορμανδική Κατάκτηση (1066 μ.Χ.), λόγω των περιορισμένων πόρων και δυνατοτήτων ελέγχου της τήρησης του νόμου και του εν γένει ισχύοντος εκάστοτε κανονιστικού πλαισίου, παράλληλα με τη δυσκολία να εφαρμοστούν νομοθετικές πολιτικές σε τεράστιες γεωγραφικά αποστάσεις, πολύ συχνά δε και σε διαφορετικές δικαιοδοσίες· ως αποτέλεσμα, ιδιώτες που είχαν υποστεί ζημίες έφεραν τις υποθέσεις τους ενώπιον των βασιλικών δικαστηρίων, τόσο στο όνομά τους όσο και εκ μέρους του βασιλιά[12]. Με αυτόν τον τρόπο έφθαναν οι υποθέσεις ενώπιον των βασιλικών δικαστηρίων, τα οποία ασκούσαν δικαιοδοσία μόνο σε υποθέσεις όπου θίγονταν τα συμφέροντα του βασιλιά[13]. Βασικός σκοπός τέτοιων προβλέψεων ήταν ένας πιο αποτελεσματικός έλεγχος της νομιμότητας κατ’ αρχάς της δράσης των αξιωματούχων σε αποκεντρωμένο επίπεδο όπως επίσης η υπερνίκηση τυχών εμποδίων που ανέκυπταν από κάθε είδους συμφέροντα που είχαν οι τοπικοί αξιωματούχοι κατά την άσκηση εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, και τελικά η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ισχύ και εφαρμογή του νόμου, ιδίως σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς άσκησης δημόσιας πολικής, όπως λ.χ. στη συλλογή των φόρων[14]. Παράλληλα, το Κοινοβούλιο άρχισε σταδιακά να θεσπίζει ολοένα και περισσότερες δυνατότητες εφαρμογής της διαδικασίας qui tamκαι σε ποινικές διατάξεις, με έμφαση πάντως στις σχετικές με το βρετανικό εμπόριο δραστηριότητες, αλλά και στον έλεγχο ατόμων ή επιχειρήσεων που ασκούσαν δημόσιες εξουσίες (π.χ. δωροληψίες ενόρκων), όχι μόνο αποζημιώνοντας τα θιγόμενα μέρη, αλλά και αποδίδοντας στους –μη ζημιωθέντες- πληροφοριοδότες ως αμοιβή μέρος της χρηματικής ποινής που επιβαλλόταν στους παραβάτες[15]. Η τελευταία δυνατότητα οδήγησε πολλές φορές σε καταχρήσεις από τους πληροφοριοδότες (π.χ. κατ’ επάγγελμα υποβολή καταγγελιών, ψευδείς καταγγελίες), εκτεταμένες διώξεις πολιτών πολύ συχνά για μικρής σημασίας υποθέσεις, καθώς και σε κοινωνική αναστάτωση από τις διενέξεις των εμπλεκόμενων μερών[16], με αποτέλεσμα τη δίωξη των πληροφοριοδοτών αλλά και τον περιορισμό των υποθέσεων που μπορούσαν να φέρουν εκείνοι ενώπιον της δικαιοσύνης, μέχρι την κατάργηση το έτος 1951 στην Αγγλία όσων αντίστοιχων προβλέψεων είχαν απομείνει ώς τότε[17].
5. Στις Η.Π.Α., η αντίστοιχη ανάγκη που προκαλούσε η δυσκολία κεντρικού ελέγχου της εφαρμογής των νόμων σε αποκεντρωμένο επίπεδο οδήγησε τις βρετανικές αποικίες και μετέπειτα πολιτείες τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα στη θέσπιση παρόμοιων διαδικασιών παροχής σε ιδιώτες πληροφοριοδότες μέρους των χρηματικών ποινών, για παραβάσεις σε μια σειρά από τομείς άσκησης δημόσιας εξουσίας[18]. Σημαντικό σταθμό στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία αποτέλεσε πάντως η θέσπιση το 1863 του νόμου False Claims Act (FCA), γνωστού και ως «νόμου του Lincoln» (Lincoln’s Law)[19], ως απάντηση στους καταχραστές και τους προμηθευτές της αμυντικής υποδομής των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Ο εν λόγω νόμος έδινε τη δυνατότητα σε ιδιώτες να φέρουν τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης εκ μέρους της κυβέρνησης μέσω της διαδικασίας qui tam· παράλληλα, με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις επιβάλλονταν αστικές και ποινικές χρηματικές κυρώσεις σε όσους προμηθευτές δήλωναν αναληθή ποσά προς πληρωμή. Η ιδέα πίσω από την εν λόγω νομοθεσία ήταν ότι οι ιδιώτες, ειδικά οι προερχόμενοι από την αμυντική βιομηχανία, γνώριζαν εκ των έσω πώς διαπράττονταν οι απατηλές ενέργειες, και με εξασφαλισμένο οικονομικό κίνητρο (εν προκειμένω το ήμισυ του συνολικά εισπραχθέντος από το κράτος ποσού) θα αποτελούσαν ένα αποτελεσματικό μέσο στη δίωξη των σχετικών πράξεων[20], είτε έχοντας προηγουμένως παραβιάσει και εκείνοι τον νόμο, είτε ως απλοί πληροφοριοδότες[21].

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

"Η εκτελεστότητα των συμφωνιών των συζύγων εν όψει λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο" [Παναγιώτη Νικολόπουλου, Λέκτορα της Νομικής Σχολής Αθηνών]


Περίληψη: Η έκδοση συναινετικού διαζυγίου αποτελεί κατά την κρατούσα γνώμη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο της οποίας τα πολιτικά δικαστήρια λαμβάνουν ρυθμιστικά μέτρα με διοικητικό χαρακτήρα για τη διάπλαση έννομης σχέσης ή τη διαπίστωση πραγματικής κατάστασης και δεν προβαίνουν στην αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό δεν νοείται απόφαση, με την οποία λύνεται ο γάμος με βάση τη συμφωνία των συζύγων και ταυτόχρονα αναγνωρίζει υποχρέωση διατροφής ή επιδικάζει διατροφή, αναθέτει την άσκηση της επιμέλειας τέκνου στον ένα γονέα ή ρυθμίσει την επικοινωνία του ενός γονέα με τα τέκνα. Το δικαστήριο απλώς επικυρώνει τις συμφωνίες, δεν ρυθμίζει τίποτε και ως προς τις επικυρωμένες από το δικαστήριο συμφωνίες των συζύγων η απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο από το νόμο. Εκείνο που απαιτείται όμως, για να είναι δυνατή και η σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, είναι να περιλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης ολόκληρο το περιεχόμενο των συμφωνιών, το οποίο θα πρέπει να έχει αναγραφεί ολόκληρο στο ιστορικό της αίτησης και να αποτελεί ειδικό αίτημά της. H εκτελεστή αυτή απόφαση ως προς τις συμφωνίες των συζύγων για τα τέκνα αποκτά χαρακτήρα ασφαλιστικών μέτρων και δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, μη αποκλείοντας τη μεταγενέστερη άσκηση αγωγής κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Προσδίδοντας τέτοιο χαρακτήρα στην απόφαση αυτή ο νομοθέτης απαλλάσσει τους συζύγους από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και προκαταβλητέων εξόδων διατροφής.

Η νέα ρύθμιση του άρθρου 1441 ΑΚ, που εισήχθη με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν 4055/2012, διεύρυνε το περιεχόμενο των συμφωνιών των γονέων που αφορούν τα παιδιά, προσθέτοντας προαιρετικά και τη δυνατότητα ρύθμισης της διατροφής τους, ενώ προέβλεψε, εκτός από την επικύρωσή τους και την κήρυξη των συμφωνιών για την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των παιδιών ως εκτελεστών.
Η έννοια και η πρακτική εφαρμογή της εκτελεστότητας των συμφωνιών των γονέων έχει γίνει κατανοητή από τη θεωρία και εφαρμόζεται από τη νομολογία με διαφορετικούς τρόπους. Οι περισσότερες αποφάσεις συναινετικού διαζυγίου αρκούνται απλώς να επικυρώσουν τις συμφωνίες των γονέων, όπως γινόταν και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο και δεν τις κηρύσσουν εκτελεστές.
Έχουν γίνει εν τούτοις γνωστές και αποφάσεις, οι οποίες όχι απλώς επικυρώνουν τις συμφωνίες των συζύγων, αλλά, υπερβαίνοντας το πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας, περιλαμβάνουν στο διατακτικό τους διατάξεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Ειδικότερα αναφέρουν τις φράσεις «αναθέτει την επιμέλεια…», «υποχρεώνει τον πατέρα…..να καταβάλει……για την τακτική διατροφή…» και «επιτρέπει στον πατέρα…να επικοινωνεί…» [1] . Εν όψει αυτού οι ίδιες αποφάσεις απαιτούν και την καταβολή δικαστικού ενσήμου για να επιδικάσουν διατροφή. Με τέτοια διατύπωση όμως οι αποφάσεις αυτές δεν κηρύσσουν εκτελεστές τις συμφωνίες των συζύγων, αλλά το δικαστήριο φαίνεται να ρυθμίζει κυριαρχικά τα ζητήματα της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των ανηλίκων.
Η έκδοση συναινετικού διαζυγίου αποτελεί κατά την κρατούσα γνώμη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας [2] , στο πλαίσιο της οποίας τα πολιτικά δικαστήρια λαμβάνουν ρυθμιστικά μέτρα με διοικητικό χαρακτήρα για τη διάπλαση έννομης σχέσης ή τη διαπίστωση πραγματικής κατάστασης και δεν προβαίνουν στην αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων [3] . Υπό το πρίσμα αυτό δεν νοείται απόφαση, με την οποία λύνεται ο γάμος με βάση τη συμφωνία των συζύγων και ταυτόχρονα αναγνωρίζει υποχρέωση διατροφής ή επιδικάζει διατροφή, αναθέτει την άσκηση της επιμέλειας τέκνου στον ένα γονέα ή ρυθμίσει την επικοινωνία του ενός γονέα με τα τέκνα. Ούτε άλλωστε η νέα διατύπωση του άρθρου 1441 ΑΚ επιτρέπει να υποστηριχθεί κάτι διαφορετικό, αφού κατά το γράμμα του νόμου το δικαστήριο «…επικυρώνει τις συμφωνίες και κηρύσσει τη λύση του γάμου, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου που αφορά την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων αποτελεί εκτελεστό τίτλο». Το δικαστήριο δηλαδή απλώς επικυρώνει τις συμφωνίες, δεν ρυθμίζει τίποτε και ως προς τις επικυρωμένες από το δικαστήριο συμφωνίες των συζύγων η απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο από το νόμο. Ορθά επομένως απορρίφθηκαν αιτήματα για ανάθεση επιμέλειας, ρύθμιση επικοινωνίας και επιδίκαση διατροφής, το δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1441 ΑΚ, η δε κριτική που ασκήθηκε δεν είναι βάσιμη [4] .
Γεννάται όμως το εύλογο ερώτημα πώς θα αποκτήσει εκτελεστότητα η απόφαση. Την εκτελεστότητα την αναγνωρίζει και τη χορηγεί στην απόφαση του συναινετικού διαζυγίου ο ίδιος ο νόμος ως προς το περιεχόμενο των συμφωνιών των συζύγων για τα τέκνα. Εκείνο που απαιτείται όμως, για να είναι δυνατή και η σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, είναι να περιλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης ολόκληρο το περιεχόμενο των συμφωνιών, το οποίο θα πρέπει να έχει αναγραφεί ολόκληρο στο ιστορικό της αίτησης και να αποτελεί ειδικό αίτημά της [5] . Στο διατακτικό της δηλαδή η απόφαση, αφενός απαγγέλλει τη λύση του γάμου και αφετέρου επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων, με τις οποίες οι σύζυγοι συμφωνούν ότι «…ανατίθεται η επιμέλεια…ρυθμίζεται η επικοινωνία…αναλαμβάνει την υποχρέωση ο γονέας να καταβάλει ως διατροφή…την 3η ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από…..το ποσό ………..». Ο καθορισμός δήλης ημέρας καταβολής της διατροφής είναι αναγκαίος για τον προσδιορισμό του χρόνου, κατά τον οποίο ο υπόχρεος καθίσταται υπερήμερος [6] . Με τέτοιο περιεχόμενο του διατακτικού της απόφασης, οι ίδιοι οι γονείς ρυθμίζουν τα θέματα, δεν τα ρυθμίζει το δικαστήριο, απλώς επικυρώνει τις ρυθμίσεις των γονέων και ο νόμος αναγνωρίζει εκτελεστότητα στις ρυθμίσεις αυτές των συζύγων. Αυτό είναι το σαφές νόημα της νέας ρύθμισης του άρθρου 1441 ΑΚ [7] . Με αυτό το διατακτικό η απόφαση του συναινετικού διαζυγίου επιφέρει όλες τις συνέπειες της εκτελεστότητας και ειδικότερα ως προς μεν τη διατροφή θα μπορεί να επιδοθεί επιταγή προς εκτέλεση και στη συνέχεια να ακολουθήσουν άλλες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως κατάσχεση εις χείρας τρίτου, για δε την επικοινωνία η παραβίαση των συμφωνηθέντων και επικυρωθέντων από το γονέα που έχει την επιμέλεια του τέκνου θα στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 232Α παρ. 1 ΠΚ, διότι γίνεται δεκτό ότι «η δικαστική απόφαση, που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέως και τέκνου, είναι μεν διαπλαστική και όχι καταψηφιστική, πλην για τη θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τούτου δεν απαιτείται η παραβιαζόμενη αυτή απόφαση να διαλαμβάνει εξαναγκαστικά μέτρα (άρθρα 946, 947 ΚΠολΔ) ή να έχει επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεσή της κατά τον ΚΠολΔ» [8] .

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

"Η εκτίμηση της επικινδυνότητας με αλγορίθμους κατά την επιμέτρηση της ποινής: Απόφαση State v Loomis, Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας του Wisconsin, της 13ης Ιουλίου 2016" * [της Άννας Μωραΐτη]


* δημοσιευμένο στο τεύχος Μαϊου 2018 [http://theartofcrime.gr]


Τα τελευταία χρόνια, αλγοριθμικά προγράμματα – γνωστά και ως «αλγοριθμικές μελέτες επικινδυνότητας» – λαμβάνονται όλο και περισσότερο υπόψιν από τα αμερικανικά ποινικά δικαστήρια, προκειμένου να υπολογισθούν οι πιθανότητες υποτροπής ενός δράστη. Δεδομένου ότι οι εκτιμώμενες παράμετροι βρίσκονται εκτός του πεδίου ελέγχου (και επομένως αντιλόγου) του δράστη (πρόκειται για παράδειγμα για την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση, το οικογενειακό υπόβαθρο, το φύλο (gender), την εγκληματικότητα στο γειτονικό του περιβάλλον) και η μεθοδολογία τους παραμένει συνήθως ασαφής, η ενσωμάτωσή τους στη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής αμφισβητείται έντονα, καθώς εγείρονται ζητήματα ευδικίας, οριοθέτησης της ποινικής ευθύνης και διαφάνειας.[1]

Η ανωτέρω θεματική παρουσιάζεται εν προκειμένω με μια απόφαση-ορόσημο, δηλαδή την απόφαση State v Loomisπου έλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο του Wisconsin στις 13 Ιουλίου 2016 [2]. Πρόκειται για την πρώτη απόφαση στην οποία θίγεται σε τέτοια έκταση η συνταγματικότητα της χρήσης αλγοριθμικών εκτιμήσεων της επικινδυνότητας από τα δικαστήρια και για τη δεύτερη που πραγματεύεται το ίδιο ζήτημα μέχρι στιγμής[3].
Στα επόμενα, παρατίθεται αρχικά μια σύντομη περίληψη του ιστορικού της υπόθεσης, στη συνέχεια εξετάζονται οι σκέψεις του Δικαστηρίου και, τέλος, διατυπώνονται ορισμένα σχόλια, σχετικά με την πιθανή μελλοντική επίδραση της υπό συζήτηση τεχνολογίας στα δικαστήρια.
 I. Η υπόθεση
Στις αρχές του 2013, ο Eric Loomis κατηγορήθηκε για τη διάπραξη πέντε εγκλημάτων κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης με πυροβολισμούς από διερχόμενο όχημα. Ο Loomis αρνήθηκε τη συμμετοχή του στο συμβάν, όμως παραδέχτηκε ότι οδήγησε το ίδιο αυτοκίνητο το βράδυ εκείνης της μέρας. Δήλωσε ένοχος για τη διάπραξη δύο ελαφρότερων εγκλημάτων, την μη συμμόρφωση σε σήμα της τροχαίας να σταματήσει και την οδήγηση μηχανοκίνητου μέσου χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον Loomis σε έξι χρόνια κάθειρξης και σε πέντε χρόνια ελεγχόμενης ελευθερίας μετά την έκτιση της πρώτης, βασίζοντας εν μέρει την απόφασή του στην εκτίμηση της επικινδυνότητας με την μέθοδο COMPAS[4]. Πρόκειται για λογισμικό που αποτελεί ευρεσιτεχνία ιδιωτικής εταιρείας (συγκεκριμένα της Northpointe, Inc) με το οποίο εκτιμήθηκε ότι ο Loomis είναι άτομο με αυξημένες πιθανότητες υποτροπής, συγκριτικά με άλλα άτομα που φέρουν παρόμοια με αυτόν χαρακτηριστικά. Η εκτίμηση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του από το πρόγραμμα στηρίχθηκε σε μια συνέντευξη και στο ποινικό του μητρώο, ενώ η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε παρέμεινε μυστική ως επιχειρηματικό απόρρητο. Ο Loomis ισχυρίσθηκε ότι παραβιάσθηκαν τόσο το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη (due process rights)[5] όσο και το δικαίωμά του σε επιβολή εξατομικευμένης ποινής, με το επιχείρημα ότι η φύση του λογισμικού δεν του επέτρεψε να αμφισβητήσει την επιστημονική εγκυρότητά του και ότι για την επιβολή της ποινής δόθηκε βαρύτητα στην κοινωνική διάσταση του φύλου του (gender)[6] κατά παραβίαση του Συντάγματος. Κατόπιν αυτού το Εφετείο του Wisconsin παρέπεμψε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας.

II. Το σκεπτικό της απόφασης και η εξέλιξη της υπόθεσης
Κατά την άποψη της πλειοψηφίας που συνέταξε η δικαστής Ann Walsh Bradley διαπιστώνεται η ανάγκη προσαρμογής στις εξελίξεις της τεχνολογίας: «Καθώς αλλάζουν τα δεδομένα, η χρήση εμπειρικών εργαλείων θα πρέπει ομοίως να αλλάξει. Το δικαστικό σύστημα πρέπει να εκσυγχρονίζεται και να επανεξετάζει τακτικά τη χρήση αυτών των εργαλείων».[7]
Όσον αφορά στην εγκυρότητα του προγράμματος, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η εμπορική προστασία του προγράμματος COMPAS δεν επέτρεψε στον Loomis να διαπιστώσει με ποιον ακριβώς τρόπο αξιολογήθηκε η προσωπικότητά του. Εντούτοις, εφόσον τα δεδομένα που επεξεργάσθηκε το πρόγραμμα προήλθαν κατά βάση από ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσε ο ίδιος και από δημόσια έγγραφα, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσιβάλλων είχε τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει αν αυτά ήταν έγκυρα ή όχι. Περαιτέρω το δικαστήριο δέχεται ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί προσβολής των δικονομικών του δικαιωμάτων θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μόνο στην περίπτωση που το αποτέλεσμα της αξιολόγησής του με την επίμαχη μέθοδο θα ήταν ο μόνος ή εν πάση περιπτώσει ο καθοριστικός παράγοντας για την επιμέτρηση της ποινής που του επιβλήθηκε.
Το Δικαστήριο εν τέλει έκρινε ότι ο Loomis δεν μπόρεσε να ανταποδείξει ικανοποιητικά ότι η κοινωνική διάσταση του φύλου του (gender) έπαιξε πράγματι ρόλο στην ποινή που του επιβλήθηκε[8]. Το δικαστήριο πάντως επισημαίνει ότι αυτή η παράμετρος είναι σημαντική: «Ανεξάρτητα από την λειτουργία του κοινωνικού φύλου ως εγκληματογόνου παράγοντα ή απλά ως στατιστικού δείγματος, ο Loomis αντιλέγει στη γενικότερη συμπερίληψη της κοινωνικής διάστασης του φύλου του για την εξαγωγή των συμπερασμάτων με την μέθοδο COMPAS. Ως προς αυτό, η Πολιτεία διατείνεται ότι η επιλογή της κοινωνικής διάστασης του φύλου στα δεδομένα του προγράμματος της COMPAS είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλισθεί η στατιστική ακρίβεια. Η Πολιτεία υποστηρίζει ότι, επειδή οι άντρες και οι γυναίκες εμφανίζουν διαφορετικά ποσοστά υποτροπής και διαφορετικές προοπτικές κοινωνικής επανένταξης, η μη εκτίμηση της κοινωνικής διάστασης του φύλου κατά την διακρίβωση της επικινδυνότητας θα παρείχε ανακριβή αποτελέσματα για τους μεν και τους δε. […] Τουναντίον φαίνεται ότι κάθε μελέτη που δεν διακρίνει ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα και ως προς τα δύο φύλα».[9]
Επιπρόσθετα το Δικαστήριο παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες για την επιτρεπτή χρήση της μεθόδου COMPAS κατά την αντικατάσταση του εγκλεισμού με εναλλακτικές ποινές που αφορά παραβάτες με χαμηλές πιθανότητες υποτροπής, κατά την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας του κοινωνικού ελέγχου στο περιβάλλον της κοινότητας και κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης του εν ελευθερία εκτίοντος την ποινή προς τους όρους που του επιβλήθηκαν[10]. Το Δικαστήριο τονίζει εν προκειμένω την προσοχή με την οποία ο δικαστής θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις μελέτες επικινδυνότητας. Για τον λόγο αυτό παρέχει συγκεκριμένες οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες οι εκθέσεις που συντάσσονται πριν την επιβολή ποινής και περιέχουν αξιολογήσεις της επικινδυνότητας με την μέθοδο COMPAS, θα πρέπει να αποκαλύπτουν στα δικαστήρια που επιβάλλουν την ποινή ορισμένους περιορισμούς της μεθοδολογίας που ακολουθείται, όπως λ.χ. ότι:
  • Η μέθοδος COMPAS αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σχετικά με τη βαρύτητα των υπό εξέταση παραγόντων ή τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται οι πιθανότητες υποτροπής.
  • Τα αποτελέσματα της COMPAS βασίζονται σε δεδομένα κοινωνικών ομάδων, και γι’ αυτό το λόγο ταυτοποιούν ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά και υψηλά ποσοστά υποτροπής, όχι εξατομικευμένα πρόσωπα με υψηλή επικινδυνότητα.
  • Ορισμένες έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αλγόριθμος της COMPAS ενδέχεται να κατηγοριοποιεί μεροληπτικά δράστες από μειονοτικές ομάδες.
  • Η COMPAS συγκρίνει τον εκάστοτε κατηγορούμενο με ένα συνολικό εθνικό δείγμα, χωρίς στη συνέχεια να το επαληθεύει με αντίστοιχο δείγμα για τον πληθυσμό του Wisconsin κι αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τέτοια εργαλεία πρέπει να επικαιροποιούνται συνεχώς ώστε να ανταποκρίνονται στις πληθυσμιακές μεταβολές.
  • Η COMPAS δεν δημιουργήθηκε ως μεθοδολογία επιμετρήσεως των ποινών· αντίθετα, προοριζόταν ως βοήθημα στα δικαστήρια που έπρεπε να αξιολογήσουν την επικινδυνότητα σε αποφάσεις κατά την έκτιση της ποινής.