Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

ΑΠ 1846/2023 : "Αναιρετικοί λόγοι κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων - Αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις"

 


Οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη. Στους περιοριστικά απαριθμούμενους στο άρθρο 560 ΚΠολΔ αναιρετικούς λόγους κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων δεν περιλαμβάνεται αναιρετικός λόγος αντίστοιχος με εκείνον του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ περί αναιρέσεως αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Απαράδεκτος αναιρετικός λόγος.


Αριθμός 1846/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ., κατοίκου Πατρών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΓΗ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Του αναιρεσιβλήτου: ., κατοίκου Πατρών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΓΧ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-12-2019 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών.

Εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 233/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13-5-2021 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η υπό κρίση, από 13.5.2021, αίτηση αναίρεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πατρών την 13-5-2021 (ΚΠολΔ 495 παρ.1), στρέφεται κατά της 233/2020 απόφασης του εν λόγω Ειρηνοδικείου, η οποία δημοσιεύθηκε την 23-10-2020 και επικυρωμένο αντίγραφο αυτής επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα την 12-4-2021 (βλ. βεβαίωση επί του σώματός της, της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών ...). Η αίτηση ασκείται από ηττηθέντα διάδικο και στρέφεται κατά απόφασης πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία κατέστη τελεσίδικη, λόγω παρέλευσης άπρακτης της τριακονθήμερης προθεσμίας άσκησης έφεσης (ΚΠολΔ 518 παρ.1). Η κατάθεση της αίτησης αναίρεσης έγινε την 13-5-2021, δηλαδή μετά από την εκπνοή της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (12-4-2021) για την άσκηση αναίρεσης (ΚΠολΔ 564 παρ.1). Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 552, 553 παρ. 1, 556 παρ. 1, 564, 577 παρ. 3).

2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ', του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019). Ειδικότερα, οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο, που προβλέπονταν από το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, και ήδη από τα άρθρα 421 - 424 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το ν. 4335/2015 αρχικά και το ν. 4842/2021 στην συνέχεια, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, το οποίο αναφέρεται ρητά και στην περιοριστική απαρίθμηση των νόμιμων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1538/2022, ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, «κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Οι αμέσως πιο πάνω αναιρετικοί λόγοι απαριθμούνται περιοριστικά, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίου όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 894/2018, ΑΠ 967/2018). Εξ' αντιθέτου συνάγεται ότι κατά των αποφάσεων των ως άνω δικαστηρίων δεν επιτρέπεται αναίρεση για τους λοιπούς, αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, λόγους, μεταξύ των οποίων και εκείνος του αριθμού 11 που ιδρύεται «αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά τον νόμο έλαβε αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν» (ΑΠ 1032/2019).

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

ΕφΑθ 3590/2023: "Ασφαλιστήριο ζωής - Πρόσθετη κάλυψη απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση Διαρκούς Ολικής Ανικανότητας ή Σοβαρής Ασθένειας"

 



Η παροχή της απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, ήτοι η σε είδος παροχή της ασφάλισης άνευ καταβολής ασφαλίστρων, έπρεπε να παρασχεθεί άμεσα μεν, αφού η ΔΟΑ ήταν απότοκος «σοβαρών ασθενειών», πλην όμως όχι απεριορίστως, ήτοι ισοβίως και άνευ ετέρου τινός, διότι η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση, κατά το εν προκειμένω κρίσιμο μέρος της, διαμορφώθηκε ως ασφάλιση ζημίας, με συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη, ώστε, προς καταβολή του εξεταζόμενου ασφαλίσματος, να πρέπει να εξακολουθεί η ασφαλιστική περίπτωση, ήτοι η ΔΟΑ. Από τους όρους του Παραρτήματος Β΄, ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με αναζήτηση δηλαδή της αληθινής βούλησης των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, σαφώς συνάγεται ότι α) η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να απαλλάσσει τον εκκαλούνται ασφαλισμένο της από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση εκδηλώσεις οποιασδήποτε σοβαρής ασθένειας από τις οριζόμενες στον κατάλογο του άρθρου 1 υπ' αριθ. ΙΙ του ως άνω Παραρτήματος και β) σε περίπτωση ιάσεως της ως άνω σοβαρής ασθενείας, γεγονός το οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, από την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένου η εφεσίβλητη η ασφαλιστική εταιρία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθενείας με την εκπλήρωση της παροχής της, ήτοι την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται στο διηνεκές από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής του, ήταν την καταβολή του προβλεπομένου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλομένου μέρους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς αντίκειται στο σκοπό της ερμηνευόμενης συμβάσεως, που συναρτά την καταβολή της παροχής της εκκαλούσας ασφαλισμένης σε αμφότερες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές περιπτώσεις δηλαδή τόσο επέλευσης της ανικανότητας όσο και της ασθένειας, με τον διαρκή χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών, εξαιτίας των οποίων οι ασφαλισμένος περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία να ασκήσει απρόσκοπτα τη δραστηριότητά του που θα του αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής του για πληρωμή των ασφαλίστρων. Εξάλλου η υποβολή του ασφαλισμένου σε τακτικούς κλινικοεργαστηριακούς ελέγχους πραγματοποιείται βάσει τους ισχύοντος διεθνώς πρωτοκόλλου και για λόγους έγκαιρης ανίχνευσης μεταστάσεων ή υποτροπών, αφού οι πιθανότητες αυτές είναι αυξημένες σε όσους έχουν διαγνωστεί ότι πάσχουν από καρκίνο.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

15° ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης 3590/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της ήδη εφεσιβλήτου, από 14-04-2020 (αριθμ. εκθ. κατ. ./25-05-2020). αγωγή του και για τους λόγους που περιέχονται σε αυτή ζήτησε τα αναφερόμενα στο αιτητικό της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1748/2021 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που απέρριψε αυτή. Κατά της απόφασης αυτής, ο εκκαλών άσκησε την από 08-09-2021 (αριθμ. εκθ. κατ. στο εκδόν δικαστήριο ./10-09-2021), έφεσή του απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο τούτο και για τους λόγους που περιέχονται σε αυτή ζήτησε τα αναφερόμενα στο αιτητικό της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 08-09-2021 (αριθμ. εκθ. κατ. ./10-09- 2021) έφεσή του, ηττηθέντος πρωτοδίκως, ενάγοντος κατά της υπ' αριθμόν 1748/2021 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 επ., 511, επ., 513 επ. 518 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι: α) η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα στις 15-07-2021, όπως προκύπτει από την κατ’ άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . επί του αντιγράφου της επιδοθείσας απόφασης, η δε έφεση ασκήθηκε δια της καταθέσεως του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10-09-2021 (και έλαβε αριθμό ./2021), ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από της επιδόσεως της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 495 επ., 511 επ. παρ. 1,518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ και β) για το παραδεκτό της, ο εκκαλών, κατά την άσκηση της, όπως προκύπτει από την έκθεση καταθέσεως της αρμοδίου γραμματέως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατέθεσε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ παράβολο ύψους 150 ευρώ (υπ’ αριθμ. … ε-παράβολο). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Ο ήδη εκκαλών, με την από 14-04-2020 (αριθ. εκθ. κατ. ./25-05-2020) αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ήδη εφεσίβλητης ισχυρίσθηκε ότι ενώ βάσει όρου της συναφθείσας μεταξύ αυτού, ως λήπτη και ασφαλιζόμενου και της εναγόμενης σύμβασης ασφάλισης ζωής, μετά την επέλευση της περιγραφόμενης στην αγωγή, συνιστάμενης σε ασθένεια ασφαλιστικής περίπτωσης, όφειλε αυτή να τον απαλλάξει εφεξής από την καταβολή ασφαλίστρων, η εναγόμενη αντισυμβατικά και αντίθετα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά την αρχική ενεργοποίηση του όρου, αιτήθηκε την εφεξής καταβολή ασφαλίστρων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κατά τη δέουσα εκτίμηση των αιτημάτων της αγωγής, να αναγνωρισθεί α) ότι η ασφαλιστική σύμβαση είναι ισχυρή, συμπεριλαμβανομένων και των περιεχομένων στα παραρτήματα όρων ως και η υποχρέωση της εναγομένης να απαλλάξει αυτόν από την 04-06-2021 και εφόρου ζωής του από την καταβολή ασφαλίστρων και β) η υποχρέωση της εναγόμενης στην καταβολή προς τον ενάγοντα του αχρεωστήτως καταβληθέντος από αυτόν ποσού των 1.912,32 ευρώ για ασφάλιστρα, καταδικαζόμενης αυτής ταυτοχρόνως στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμόν 1748/2021 οριστική απόφαση ταυ Δικαστηρίου αυτού (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), που απέρριψε την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και τους λόγους που διαλαμβάνονται σε αυτή ο εκκαλών για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ.1 και 27 παρ.1 του Ν. 2496/1997 συνάγεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο εκδιδόμενο από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφαλίσεως) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση). Λήπτης της ασφάλισης είναι το πρόσωπο που καταρτίζει την ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή. Ασφαλισμένος δε, είναι το πρόσωπο που σχετίζεται με την ασφάλιση, αφού αυτή δικό του κίνδυνο αφορά. Ειδικότερα, είναι το πρόσωπο του οποίου το συμφέρον απειλείται από τον κίνδυνο (στις ασφαλίσεις ζημιών) ή το πρόσωπο τη ζωή ή την υγεία του οποίου αφορά η ασφάλιση (στις ασφαλίσεις προσώπων). Κατά κανόνα οι ιδιότητες του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο (ΑΠ 427/2021, ΤρΝομΠλ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των αρ. 1 επ., 7, 27, 31 και 32 ν. 2496/1997, προκύπτει, ότι με τη σύμβαση της ασφάλισης, ο ασφαλιστής υποχρεούται αντί ασφαλίστρου να αποζημιώσει τις απώλειες ή ζημίες, οι οποίες ενδέχεται να συμβούν στον ασφαλιζόμενο από ορισμένα τυχαία ή ανώτερος βίας περιστατικά ή ασθένειες, οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν, αλλά ο ασφαλισμένος δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξή τους, κατά τη σύναψη της σύμβασης. Όπως, δε, προκύπτει από τη διάταξη του αρ. 7 παρ. 7 του ως άνω νόμου, η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ήτοι επέλθει η ζημία, προς κάλυψη της οποίας έχει συνομολογηθεί η ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Ειδικότερα, στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται, είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας, που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου (ΑΠ 342/2022, ΤρΝομΠλ Νόμος). Ακόμα, με κριτήριο τη μορφή της ασφαλιστικής κάλυψης, η ασφάλιση διακρίνεται σε ασφάλιση ζημίας, όταν υπάρχει συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη, και σε ασφάλιση ποσού, όταν υπάρχει αφηρημένη ασφαλιστική κάλυψη. Ειδικότερα, στην ασφάλιση ζημίας, σκοπός είναι η αποκατάσταση της συγκεκριμένης εκείνης ζημίας, που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου (άρθρα 1 και 11 §1 ν. 2496/1997), ήτοι η ασφαλιστική κάλυψη έχει συγκεκριμένη μορφή, ώστε το ασφάλισμα να συνίσταται στην αποκατάσταση της ζημίας της περιουσίας, που συμφωνήθηκε ότι θα καλύπτεται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, μέχρι του τυχόν σύμφωνη μενού ορίου της ευθύνης του ασφαλιστή, ήτοι μέχρι του ασφαλιστικού ποσού. Στην ασφάλιση ποσού) (-προσώπων), η ασφαλιστική κάλυψη έχει αφηρημένη μορφή, ώστε το ασφάλισμα, που προσδιορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, να καταβάλλεται από τον ασφαλιστή στον δικαιούχο του ασφαλίσματος, σε περίπτωση πραγματοποίησης του κινδύνου, ανεξάρτητα από το αν η επέλευση του κινδύνου προκάλεσε ζημία- κυριότερη μορφή ασφάλισης ποσού είναι η ασφάλιση ζωής ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά του κινδύνου θανάτου ή επιβίωσης (άρθρα 28-30 ν. 2496/1997). Η ασφάλιση ζημίας, με τη μορφή συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης, καλύπτει -κατά κανόνα- περιουσιακούς κινδύνους και -κατ’ εξαίρεση- προσωπικούς κινδύνους, ενώ η ασφάλιση ποσού, με την αφηρημένη ασφαλιστική κάλυψη, καλύπτει μόνον προσωπικούς κινδύνους. Οι ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων, όταν αυτές αφορούν σε ατυχήματα αλλά και σε ασθένειες, αποτελούν συνδυασμό αφηρημένης και συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης, για αυτό μπορούν δε να χαρακτηριστούν ως μικτές μορφές ασφάλισης (βλ. Χατζηνικολάου- Αγγελίδου Ράνια, Ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, ε' έκδοση, αναθεωρημένη. 2017, σελ. 34-38). Εν προκειμένω, από τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ήδη εφεσίβλητη (εναγόμενη) υπ' αριθμόν ./05-11-2020 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε επιμελεία αυτής (εναγόμενης) μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της - ενάγοντας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν .Β/02-11-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών . (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) και από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι το πρώτον ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, χωρίς πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριάς αμέλειας (άρθρο 529 παρ. 2 ΚΠολΔ) υποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: μεταξύ αφενός της εναγόμενης, ως ασφαλίστριας, αφετέρου του ενάγοντας ως λήπτη της ασφάλισης και ασφαλισμένου, συνήφθη σύμβαση ασφάλειας ζωής, σχετικώς εκδοθέντος του με αριθμό … ασφαλιστηρίου.