Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Οι τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το νόμο 4322/2015

Τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ο νόμος 4322/2015  Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α' 42/27-04-2015) και ειδικότερα στα άρθρα 45Α. 239, 282, 478, 489, 574, 578 (άρθρο 9) τροποποίηση άρθρου 282 (άρθρο 18), τροποποίηση άρθρου 200Α (άρθρο 19)  και 111 ΚΠΔ (άρθρο 20 παρ.6).
Ακολουθούν οι νέες διατάξεις: 
 
Άρθρο 9: 1. Η παρ. 2 του άρθρου 45Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «2. Στον ανήλικο μπορεί να επιβληθούν με διάταξη του εισαγγελέα ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' έως και ια' του άρθρου 122 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Με την ίδια διάταξη ορίζεται και η προθεσμία συμμόρφωσης. Αν ο ανήλικος συμμορφωθεί με τα μέτρα και τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, ο εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 παρ. 2. Σε αντίθετη περίπτωση ο εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1. Για την έκδοση της διάταξης απαιτείται προηγούμενη έκθεση του αρμόδιου επιμελητή ανηλίκων.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 239 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Για αυτό το σκοπό όποιος ενεργεί την ανάκριση, αναθέτει τη συλλογή των απαιτούμενων πληροφοριών σε έναν από τους επιμελητές που υπηρετούν στις κατά τόπους Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων. Η σχετική έκθεση των επιμελητών τίθεται στη δικογραφία, λαμβάνει δε γνώση αυτής και ο κατηγορούμενος.»

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τους ανηλίκους ως περιοριστικοί όροι είναι δυνατόν να διατάσσονται ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' έως ια' του άρθρου 122 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Σε περίπτωση παραβίασης των όρων αυτών είναι δυνατή η αντικατάστασή τους με το μέτρο της περίπτωσης ιβ' της παρ. 1 του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα.»

4. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρ. 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή σε υποδίκους που έχουν αναπηρία σε ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόδικους που έχουν αναπηρία σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους σε κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Η διακρίβωση της αναπηρίας γίνεται, μετά από αίτηση του υπόδικου, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, το οποίο εφόσον δεν υπάρχει σχετική πιστοποίηση αναπηρίας από .Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (Κ.Ε.Π.Α.) διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα.»

5. Το έκτο και έβδομο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου για την προσωρινή κράτηση δεν εφαρμόζονται για κατηγορούμενους που έχουν αναπηρία σε ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόδικους που έχουν αναπηρία σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους σε κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Η διακρίβωση της αναπηρίας γίνεται, μετά από αίτηση του υποδίκου, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, το οποίο εφόσον δεν υπάρχει σχετική πιστοποίηση αναπηρίας από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (Κ.Ε.Π.Α.) διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα. Στις περιπτώσεις αυτές, εκτός των άλλων περιοριστικών όρων, μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο και ο κατ' οίκον περιορισμός, καθώς και νοσηλεία σε νοσοκομείο, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 557 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατόπιν αιτήσεώς του.»

6. Η παρ. 6 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Η παράγραφος 4 εφαρμόζεται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας, εφόσον η πράξη του, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή συνιστά μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον τελέστηκαν σε βάρος προσώπου νεότερου από δεκαπέντε (15) ετών. Στην περίπτωση αυτή η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Η παραβίαση των περιοριστικών όρων που έχουν επιβληθεί στον ανήλικο δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε προσωρινή κράτηση. Το ένταλμα προσωρινής κράτησης πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή, λαμβανομένων κατά περίπτωση υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου.»

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

"Οικονομία και εγκληματικότητα: η επικαιρότητα μιας παραδοσιακής εγκληματολογικής συζήτησης" [της Κ.Δ.Σπινέλλη,Ομοτ. Καθηγήτριας Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής]

«Τα 6 εκατομμύρια άνεργοι αποτελούν κοινωνικό δυναμίτη (J.F. Kennedy)». Αυτό ήταν ένα από τα θέματα για διερεύνηση και τεκμηριωμένο σχολιασμό που είχε δοθεί από τον αμερικανό κοινωνιολόγο/εγκληματολόγο  καθηγητή James Short την εποχή των μεταπτυχιακών μου σπουδών στις ΗΠΑ. Αρχικά ξαφνιάστηκα, Στη συνέχεια ήρθαν οι αναγκαίες διασυνδέσεις. 
 
Μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις, σε ατομικό ή κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, της ανεργίας, της φτώχειας, των  διακυμάνσεων  των οικονομικών κύκλων και άρα και των  οικονομικών κρίσεων είχαν ήδη τεθεί από το τέλος του 19ου αιώνα (Βλ. π.χ. τη μελέτη της Dorothy S. Thomas Social Aspects of Business Cycle London: Routledge, 1925 που αναφέρεται στην ισχνή συσχέτιση μεταξύ σοβαρής εγκληματικότητας και ευμάρειας στην Αγγλία και Ουαλία το 1857-1913).
 
Λίγα χρόνια αργότερα ο Georg Rusche από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας της Φραγκφούρτης δημοσίευσε (1933) το πολύκροτο άρθρο του «Αγορά εργασίας και ποινικές κυρώσεις. Σκέψεις πάνω στην κοινωνιολογία της ποινικής δικαιοσύνης». Υπεραπλουστευμένα  ο Rusche προωθούσε τη σκέψη ότι η υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού οδηγεί στην αύξηση των ποινών κατά της ελευθερίας. (Π.χ, φυλακίσεις για επαιτεία ή αλητεία). Το άρθρο αυτό, αργότερα (1939) εμπλουτίστηκε από τον επίσης  γερμανό κοινωνιολόγο Kirchheimer που είχε στο μεταξύ μεταναστεύσει στο Πανεπιστήμιο Columbia και αποτέλεσε το γνωστό στους εγκληματολόγους έργο: « Τιμωρία και Κοινωνική Δομή». Εκεί καταγράφεται  η υπόθεση εργασίας ότι οι δείκτες εγκλεισμού στις φυλακές αυξάνονται με την ανεργία. (Από τους R&K έχουν, σε πολλά σημεία, διαφοροποιηθεί οι Garland και Melossi).
 
Το πρόβλημα της συσχέτισης ανεργίας και δείκτη θνησιμότητας (SMR) με εκλεπτισμένες στατιστικές τεχνικές μελετήθηκε πρόσφατα από τον καθηγητή της Οικονομίας της Υγείας στην Οξφόρδη  David Stuckler στο άρθρο του «Επιδράσεις στη δημόσια υγεία από την οικονομική κρίση και εναλλακτικές απαντήσεις στην Ευρωπαϊκή ¨Ένωση : μια εμπειρική μελέτη». (The Lancet, , 2009, τόμος 374, τεύχος 9686, σελ. 315-323). Πρόκειται για μια έρευνα σε 36 κράτη της Ευρώπης για τα έτη 1970-2007. Εκεί, μεταξύ άλλων, υπολογίζει ότι η αύξηση της ανεργίας κατά 1% συνδέεται με  αύξηση του δείκτη  θανάτων από αυτοκτονίες κατά 0,79%  και κατά 0,65% από ανθρωποκτονίες. Παρατήρησε όμως μείωση του δείκτη  θανάτων από τροχαία ατυχήματα. Η αύξηση πάνω από 3% της ανεργίας έχει μεγαλύτερη επίδραση στους θανάτους από αυτοκτονίες και από κατάχρηση οινοπνεύματος. Επίσης συνεπάγεται αύξηση των πρόωρων θανάτων από εκ προθέσεως τελούμενες  πράξεις βίας. (Ως οικονομολόγος της υγείας δεν ασχολήθηκε με την ολισθηρή περιοχή των εγκληματολογικών στατιστικών που αναφέρονται στις κλοπές και τις ληστείες!). Εκτιμά, τέλος, ότι κάθε 10 $ ανά  άτομο τα οποία δαπανώνται για προγράμματα που ενισχύουν την αγορά εργασίας συνεπάγεται ανάλογη μείωση της δυσμενούς επίδρασης  της ανεργίας στις αυτοκτονίες. Και ο Stuckler καταλήγει με την αισιόδοξη και αυτονόητη διαπίστωση ότι η ένταξη του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας αμβλύνει μερικές από τις επιπτώσεις της οικονομικής δυσπραγίας.
 

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

"ΔΙΚΑΙΟ ΣΗΜΑΤΩΝ-ΕΚΤΑΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ" [του Ιωάννη Μεν. Παπαγιάννη, Δ.Ν., LL.M., δικηγόρου]

Ι. Εισαγωγή

Στο δίκαιο των σημάτων, που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, το σήμα, ως διαφημιστικό μέσο, μπορεί να λειτουργεί είτε ως διακριτικό γνώρισμα του προϊόντος ορισμένης επιχείρησης από την οποία προέρχεται, είτε ως φορέας της φήμης της επιχείρησης, είτε τέλος ως ένδειξη που υποδηλώνει την ποιότητα ορισμένου προϊόντος. Για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τα σήματα, υπήρξε σταθμός η οδηγία 89/104/ΕΟΚ της 21.12.88.

ΙΙ. Ευρωπαϊκό Δίκαιο Σημάτων

Η οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών-μελών περί σημάτων (89/104/ΕΟΚ) στοχεύει πρωτίστως στην προστασία των καταχωρισμένων σημάτων και προβλέπει πως η διατήρηση του δικαιώματος επί του κατατεθέντος σήματος εξαρτάται από τους ίδιους όρους σε όλα τα κράτη-μέλη, γεγονός που επιβάλει την κατάρτιση ενός ενδεικτικού καταλόγου σημείων που μπορούν να αποτελούν ένα σήμα, από την στιγμή, που βάσει αυτών, διακρίνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το σήμα μπορεί να συνίσταται από λέξεις, εικόνες, αριθμούς και σχήματα του προϊόντος ή της συσκευασίας του. Είναι δε άκυρα σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο της οδηγίας, σήματα που αντίκεινται στα χρηστά ήθη, σήματα παραπλανητικά για το κοινό, όσον αφορά την φύση, την ποιότητα ή την γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας, σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα, σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στην θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου, σήματα που περιλαμβάνουν σημεία μεγάλης συμβολικής σημασίας, όπως για παράδειγμα θρησκευτικό σύμβολο καθώς επίσης και σήματα πανομοιότυπα με προγενέστερο ή σήματα που λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα προκαλούν κίνδυνο σύγχυσης στο κοινό, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης των δύο σημάτων.
Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 1 της οδηγίας 89/104, το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα, μπορεί δηλαδή αυτός να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς την συγκατάθεσή του, σημεία που εμπίπτουν σε κάποια από τις αναφερόμενες στα στοιχεία α΄ και β΄ περιπτώσεις του άρθρου 5 παρ. 1. Σύμφωνα, λοιπόν, με το στοιχείο α΄ της σχετικής οδηγίας, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς την συγκατάθεσή του, σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί. Υπ' αυτήν την έννοια το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα παρέχεται προκειμένου να διασφαλίζει ο δικαιούχος ότι το σήμα μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες του, χωρίς αυτές να θιγούν από τρίτους. Τέτοιες λειτουργίες είναι αναμφίβολα η εγγύηση προς τους καταναλωτές για την προέλευση ή την ποιότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και η χρήση του σήματος ως μέσου διαφημίσεως1.
Σύμφωνα με το στοιχείο β΄ της ίδιας παραγράφου, μπορεί ο δικαιούχος να απαγορεύει σε κάθε τρίτο την χρήση σημείου, για το οποίο λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα. Είναι με άλλα λόγια δυνατή η επέμβαση του δικαιούχου, όταν το σήμα του χαίρει ιδιαίτερης φήμης και η χρήση του σημείου μπορεί να επιφέρει στον τρίτο εμπορικό όφελος, ενώ στον δικαιούχο ζημία, χωρίς ωστόσο απαραίτητα να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης, της οποίας «η εκτίμηση για την ύπαρξή της πρέπει κατά το ΔΕΚ – όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική εκτίμηση των εξεταζόμενων σημάτων- να στηρίζεται στην συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπ' όψιν μεταξύ άλλων των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους»2, επειδή «ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει συνήθως το σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του»3.
Δεν απαιτείται, συνεπώς, η ύπαρξη τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του σήματος που χαίρει φήμης και του χρησιμοποιούμενου από τον τρίτο σημείου, ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού. Αρκεί ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ αυτών των δύο, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίζει το σημείο με το σήμα4, να θεωρεί δηλ. αυτό πως ανάμεσα στις επιχειρήσεις υπάρχουν οικονομικές, οργανωτικές, συμβατικές ή άλλες επιχειρηματικές σχέσεις.
Συνεπώς, ενώ ο κίνδυνος συγχύσεως ως στοιχείο του πραγματικού απαιτείται στο αρ. 5 παρ. 1 της οδηγίας 89/104, απουσιάζει από την δεύτερη παράγραφο, αφού «η παρεχόμενη προστασία έχει χειραφετηθεί από αυτόν, είτε πρόκειται για άμεσο είτε έμμεσο κίνδυνο συγχύσεως»5. Μάλιστα, η προστασία από τον κίνδυνο σύγχυσης είναι μεγαλύτερη, εφόσον ο «κίνδυνος σύγχυσης είναι τόσο μεγαλύτερος όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική ισχύς του προγενέστερου σήματος»6. Σκοπός, λοιπόν, της κοινοτικής διάταξης είναι η προστασία της καλής φήμης (good will) του σήματος, και μέσω αυτής και η προστασία της αντίστοιχης περιουσιακής αξίας που αυτό ενσωματώνει7.

ΙΙΙ. Η απόφαση C-487/07 του ΔΕΚ

Στην απόφαση της 18.06.2009 στην υπόθεση C-487/07 L' oreal/ Bellure το ΔΕΚ αντιμετώπισε το ζήτημα της προστασίας αφενός του σήματος φήμης και αφετέρου του κοινού σήματος σε συγκριτική διαφήμιση και την ενδεχόμενη προσβολή του σήματος φήμης με την μορφή παρασιτικού ανταγωνισμού, ακόμη και όταν δεν θίγεται ο διακριτικός του χαρακτήρας.
Η αφορμή δόθηκε από την διάθεση σειράς απομιμήσεων επωνύμων αρωμάτων των εταιριών του ομίλου L' oreal, αφενός με τη χρήση φιάλης και συσκευασίας οι οποίες παρουσίαζαν ομοιότητα με εκείνες των επώνυμων αρωμάτων και αφετέρου με την χρήση του ξένου σήματος σε συγκριτικούς καταλόγους, όπου δηλωνόταν ότι τα διατιθέμενα στο εμπόριο αρώματα αποτελούσαν απομίμηση των επώνυμων αρωμάτων (smell-alike). Η πρώτη πρακτική της απομίμησης γέννησε το σημαντικό ερώτημα που αφορά το κατά πόσο η χρήση από τρίτο σημείου παρόμοιου με σήμα φήμης εμπίπτει στο άρθρο 5 παρ. 2 της οδηγίας 89/104, όταν ο τρίτος αντλεί εμπορικό πλεονέκτημα, χωρίς όμως να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης, ούτε να βλάπτεται ο δικαιούχος. Η δεύτερη πρακτική που στηρίχτηκε στους συγκριτικούς καταλόγους, δημιούργησε μια σειρά άλλων ερωτημάτων, που αφορούσαν είτε το κατά πόσο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 1 η χρήση σήματος από τον ανταγωνιστή κατά τέτοιο τρόπο όμως που να μην προκαλεί σύγχυση ή να θίγει την ουσιώδη λειτουργία του καταχωρισμένου σήματος, είτε πότε παρουσιάζεται ένα αγαθό ή μια υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο σύμφωνα με το άρθρο 3α, στοιχείο η΄ της οδηγίας 84/4508 , καθώς και για το ποια είναι η έννοια του αθέμιτου οφέλους που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο της οδηγίας.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το ΔΕΚ έκρινε πως η προσβολή του σήματος φήμης επέρχεται9 και μεταξύ άλλων με την άντληση αθέμιτου οφέλους, χαρακτηριζόμενου και ως παρασιτισμός καθώς η χρήση πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου επιφέρει στον τρίτο την παροχή εμπορικού πλεονεκτήματος, με συνέπεια την πρόδηλη εκμετάλλευση του σήματος που χαίρει της φήμης.
Όπως νομολογήθηκε, το όφελος που αντλεί τρίτος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος μπορεί να είναι αθέμιτο, ακόμα και αν η χρήση του πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου δεν θίγει ούτε τον διακριτικό χαρακτήρα ούτε τη φήμη του σήματος ή γενικότερα, τον δικαιούχο του σήματος10. Για να διαπιστωθεί ωστόσο αν αντλείται αθέμιτο όφελος και αν υπάρχει παρασιτικός ανταγωνισμός απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμώνται η ισχύς της φήμης του σήματος, ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα και ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και των προϊόντων. Στην προκειμένη περίπτωση, έγινε δεκτό πως υφίστατο εμπορικό πλεονέκτημα των εναγομένων, το οποίο στηριζόταν στη διάθεση στο εμπόριο «φθηνών» απομιμήσεων των επώνυμων αρωμάτων11.
Σχετικά με το ζήτημα κατά πόσο η χρήση ξένου σήματος σε συγκριτική διαφήμιση εμπίπτει στο αρ. 5 παρ. 1 στοιχείο α΄ της Οδηγίας 89/104, όταν δεν δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης και επομένως δεν θίγεται η λειτουργία προέλευσης, το ΔΕΚ έκρινε πως η χρήση από διαφημιζόμενο, σε συγκριτική διαφήμιση, σημείου πανομοιότυπου ή παρόμοιου με το σήμα ανταγωνιστή, η οποία σκοπεί στην εξατομίκευση προϊόντων ή υπηρεσιών που διαθέτει ο ανταγωνιστής, συνιστά χρήση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του διαφημιζόμενου, υπό την έννοια του αρ. 5. Ως εκ τούτου η χρήση αυτή μπορεί και να απαγορευτεί12. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο δεν μπορεί να απαγορευτεί μια τέτοια χρήση όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3α, παρ. 1 της Οδηγίας 84/450 και συνεπώς η συγκριτική διαφήμιση είναι καθ' όλα νόμιμη13. Σημαντικότερη όμως σκέψη ήταν αυτή, σύμφωνα με την οποία ο δικαιούχος επιτρέπεται να απαγορεύει σε τρίτο τη χρήση σημείου πανομοιότυπου, όταν μπορούν να θιγούν οι λειτουργίες του σήματος (πχ. Η λειτουργία του σήματος που συνίσταται στο να εγγυάται στους καταναλωτές την προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας)14.
Ιδιαίτερης σημασίας ήταν εξάλλου και ο προβληματισμός σχετικά με το τι ισχύει όταν ο διαφημιζόμενος επισημαίνει σε συγκριτικό κατάλογο και χωρίς να προκαλεί σύγχυση, ότι το προϊόν του έχει παρόμοιο ουσιώδες χαρακτηριστικό με αυτό που χαίρει φήμης και του οποίου αποτελεί απομίμηση. Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα πότε παρουσιάζεται το αγαθό ή η υπηρεσία ως απομίμηση καθώς και κατά πόσο ο διαφημιζόμενος κατ' αυτόν τον τρόπο αντλεί αθέμιτα όφελος από τη φήμη του εν λόγω σήματος κατά την έννοια του άρθρου 3α, στοιχείο ζ΄. Είναι γεγονός όμως πως η συγκριτική διαφήμιση επιτρέπεται, μόνο υπό την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 3α, παρ. 1 της Οδηγίας 84/450. Απαιτείται, έτσι, η χρήση του σήματος να μην προκαλεί κίνδυνο συγχύσεως, να μην έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την αμαύρωση του σήματος, να μην αντλεί αθέμιτα όφελος από τη φήμη του σήματος και να μην παρουσιάζει ένα αγαθό ή μια υπηρεσία ως απομίμηση ή ως αντίγραφο του αγαθού ή της υπηρεσίας που φέρει το σήμα. Οι επίμαχοι στην κύρια δίκη συγκριτικοί κατάλογοι που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενοι παρουσίαζαν τα προϊόντα τους ως απομίμηση των προϊόντων που φέρουν σήμα κατατεθέν, κατά την έννοια του άρθρου 3α, παρ. 1, στοιχείο η΄ της Οδηγίας 84/45015. Ακολούθως, συνάγεται το συμπέρασμα πως αφού η εν λόγω συγκριτική διαφήμιση είναι παράνομη λόγω του ότι είναι αντίθετη προς τον θεμιτό ανταγωνισμό, αντλείται αθέμιτα και το όφελος από αυτήν16.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Ανάλυση D.N.A.: Το άρθρο 200Α ΚΠοινΔ

To άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υπό τον τίτλο "Ανάλυση DNA"προστέθηκε με το άρ. 5 Ν. 2928/2001: «1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεικού οξέος (Deoxyribonucleic Acid - DNA) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού.» Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο.Την ανάλυση του D.Ν.Α. του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του.
2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. «Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από τον εισαγγελικό λειτουργό του άρθρου 4 του Ν. 2265/1994, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο κατ' άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο αρχείο, αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις».
[Τα στοιχεία αυτά τηρούνται για την αξιοποίηση στη διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων και καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν. Η λειτουργία του αρχείου εποπτεύεται από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών.»]
3. Η κατά την παράγραφο 2 καταστροφή του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων γίνεται παρουσία του δικαστικού λειτουργού που εποπτεύει το αρχείο. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό.»
4. Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις ΟΝΑ στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακριτικών αρχών, κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παραγράφου 2.»
[Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2928/2001 (Α΄ 141/27.6.2001). - Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 3251/2004 (Α΄ 127/9.7.2004). - Η παρ. 5 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3727/2008 (Α΄ 257/18.12.2008). -Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 , το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν και στη συνέχεια οι παρ. 3 και 5 καταργήθηκαν ενώ η παρ. 4 αναριθμήθηκε (σε 3), με το άρθρο 12 του ν.3783/2009 ΦΕΚ Α 136. - Το τέταρτο εδ. της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014). - Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014).]
 
- Σχετική με το άρθρο 200Α του ΚΠΔ  είναι η υπ΄ αριθμ. 15/2011 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθ. Κονταξή (ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2011/1299, ΠΟΙΝΧΡ 2012/68 , ΝΟΒ 2012/703) ιδίως για την υποχρεωτικότητα της λήψης DNA: «Οι γενετικές πληροφορίες που συνάγονται από οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα άγνωστης προέλευσης είναι σε θέση να οδηγήσουν σχεδόν απόλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου τους, αφού το «γενετικό προφίλ» κάθε ανθρώπου είναι μοναδικό. To DNA παραμένει αναλλοίωτο σε ένα πρόσωπο από την εμβρυϊκή ζωή μέχρι τον τάφο και πέραν από αυτόν. Έτσι, η γενετική ανάλυση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διαπίστωση της ταυτότητας ανθρώπου (δράστου-θύματος κ.λπ.) [...]. Η γενετική ανάλυση εδώ σκοπεί να εξακριβώσει, μάλλον διαπιστώσει, εάν συγκεκριμένο γενετικό δείγμα προέρχεται από συγκεκριμένο πρόσωπο. Γι αυτό γίνεται και συσχετισμός της μεθόδου ανάλυσης του DNA με τη μέθοδο των δακτυλικών αποτυπωμάτων, και η εξέταση του γενετικού υλικού αναφέρεται ως «γενετικό αποτύπωμα», όμως η αποδεικτική αξία αυτού είναι υπέρτερη κατά πολύ. Συνεπώς, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας συμβάλει τα μέγιστα στους σκοπούς της ανάκρισης, ήτοι στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας σε σχέση με συγκεκριμένο έγκλημα και τη σχέση αυτού με το συγκεκριμένο άνθρωπο που κατηγορείται γι αυτό. Όχι μόνο αυτό, αλλά πάνω από όλα βοηθάει στην ελευθέρωση αθώων που άδικα καταδικάστηκαν (βλ. Βουτσαρά, Συνήγορος 2001, σελ. 268), ήτοι στην αξιοπρέπεια των αθώων. Ενόψει της σπουδαιότητας αυτού του αποδεικτικού μέσου και του σκοπού που γίνεται, αν και μπορεί να αποτελεί επέμβαση σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου -βλ. άρ. 9Α αλλά και άρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 5, 7 παρ. 2 Συντ- εντούτοις δεν προσκρούει σ` αυτά (βλ. και την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής στο άρ. 5 του νομοσχεδίου που έγινε νόμος = 2928/2001, σελ. 3), έστω και αν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου, και δη όταν την προβλέπει, και δη ρητά, ο νόμος, και δη το άρ. 200Α ΚΠΔ (και εφόσον, εννοείται, γίνεται σύμφωνα με το νόμο αυτό, ο οποίος κρίνεται ότι συνάδει με το Σύνταγμα και τα διεθνή κείμενα), διότι κρίνεται ότι ο σκοπός που επιδιώκεται είναι ανώτερος -υπέρτερος- από τα φερόμενα ως θιγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου [βλ. και Φραγκουλάκη, Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής (2008) σελ. 387, Απόφαση ΓερμΟμΔικ 1741/99 της 14.12.2000 στο περιοδικό εφαρμογές II (2001), σελ. 509, όπου και λεπτομέρειες…
Να σημειωθεί εδώ ιδιαίτερα ότι η Σύσταση NoR (92)1 του Συμβουλίου των Υπουργών της Ευρώπης για τη χρήση της ανάλυσης του DNA στα πλαίσια του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης αναφέρει στην αρχή 5 ότι η ανάλυση του γενετικού υλικού πρέπει να επιτρέπεται ανεξάρτητα από το βαθμό σοβαρότητας του εγκλήματος. Έτσι και η σύσταση NoR (87)15.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΣυμβΠλημΑθ 2774/2014: Αντισυνταγματικότητα άρθρου πρώτου [υποπαρ. ΙΕ.12] Ν 4254/2014

Παθητική δωροδοκία κατ' εξακολούθηση από υπάλληλο, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, Έννοια υπαλλήλου, Νόμος αντισυνταγματικός, Ne bis in idem, Δεδικασμένο από αλλοδαπές αποφάσεις, Αντικατάσταση προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους

(...) Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, μετά την τροποποίηση -έστω και για λίγες ημέρες- του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ, η πράξη της παθητικής δωροδοκίας και κατά συνέπεια και αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που του αποδίδεται ότι τέλεσε ως υπάλληλος, κατέστη ανέγκλητη. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος, διότι η υποπαρ. ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν 4254/2014, με την οποία απαλείφθηκε λόγω παραδρομής η μέχρι τότε υφιστάμενη περ. δ' του άρθρου 263Α ΠΚ, σε συνδυασμό με την επαναφορά της σε ισχύ με το Ν 4262/2014, κρίνεται ότι εισάγει διάταξη αντίθετη με τα άρθρα 47 παρ. 3 και 4 και 26 του Συντ. και ως τέτοια το Συμβούλιο αυτό έχει υποχρέωση, κατ' άρθρο 93 παρ. 4 του Συντ., να μην την εφαρμόσει. Ειδικότερα, με την υποπαράγραφο αυτή εισήχθη νόμος που κατ' αποτέλεσμα αμνήστευσε όλα τα εγκλήματα (μεταξύ των οποίων κακουργήματα και όχι ήσσονος σημασίας πράξεις), τα οποία τέλεσαν υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ, πράξεις που δεν αφορούν σε πολιτικά εγκλήματα. Με τον τρόπο όμως αυτό, παρασχέθηκε νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών και δημιουργήθηκε μία sui generis αμνήστευση όλων των σχετικών εγκλημάτων, κάτι το οποίο, εκτός του ότι αντίκειται στη βούληση του νομοθέτη, δεν αποτέλεσε ούτε επιλογή του στο πλαίσιο της κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής. Κατόπιν τούτων, εφόσον το Συμβούλιο έκρινε ως πρόδηλα αντισυνταγματικό τον ως άνω νόμο, δεν τίθεται θέμα κρίσης του για την υπαγωγή ή όχι της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου σύμφωνα με την περ. γ' του άρθρου 263Α ΠΚ. Περαιτέρω, αντικαθίσταται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής εγγυοδοσίας ποσού 3.000.000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισής του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του. Συγκεκριμένα, κρίνεται ότι η επί επταμήνου σχεδόν προσωρινή του κράτησή επέδρασε θετικά επ' αυτού, παρέχοντας όχι μόνο την ελπίδα αλλά και την εύλογη προσδοκία ότι έχει ασκήσει ευεργετική επίδραση στη συμπεριφορά του ώστε να τον αποτρέψει από κάθε έκνομη ενασχόληση και παραβατική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και αυτή της συσκότισης και παρεμπόδισης του έργου της ανάκρισης που βρίσκεται στο πέρας της. Με βάση τα δεδομένα αυτά, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν έχει πλέον την ιδιότητα του υπαλλήλου και πως μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία πλέον στο στάδιο αυτό η συνέχιση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος.
 
Η μη γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 286 παρ. 2 ΚΠΔ «εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του Ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση». Η προσφυγή που προβλέπεται στο άρθρο 286 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο και επομένως, σχετικά με τις διατυπώσεις άσκησής του, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 ΚΠΔ (Α. Κονταξής, ΚΠΔ, εκδ. Α', Σάκκουλα 2006, σελ. 1860), σύμφωνα δε με το τελευταίο άρθρο «με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον Προϊστάμενο της Προξενικής Αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σε εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται ...». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 296 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 Ν 3811/2009, «ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Η επιβολή των περιοριστικών όρων διέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές της «μη υπέρβασης του υπέρμετρου», της «αναλογίας» και της «αναγκαιότητας» (Θ. Δαλακούρας, Μελέτες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου: Αρχή της Αναλογικότητας και Μέτρα Δικονομικού Καταναγκασμού, σελ. 323). Τέλος, κριτήριο συνερευνώμενο για την πρόκριση και την επιλογή περιοριστικών όρων, αποτελεί ο βαθμός προσαρμογής του κατηγορουμένου στις εκδηλώσεις της έννομης τάξης, όπως αυτό μπορεί να διαγνωσθεί κατά περίπτωση, από την ύπαρξη σταθερής εργασίας του, οικογένειας, κατοικίας γνωστής και με κάποιο βαθμό σταθερότητας (ΕγκΕισΑΠ 4/2010 ΠοινΔικ 2011, 176), δεσμών με το κοινωνικό περιβάλλον κ.λπ.
Στην προκειμένη υπόθεση, κατόπιν της Ω2010/7 παραγγελίας μας, ασκήθηκε ποινική δίωξη μεταξύ άλλων και κατά του προσφεύγοντος, Σ.Ε., για τις πράξεις: 1) ενεργητικής δωροδοκίας από κοινού κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου υπό ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις (ειδικότερες συνθήκες εγκληματικής δράσης, μακρός χρόνος τέλεσης, αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) με επιτευχθέν παράνομο όφελος που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, 2) παθητικής δωροδοκίας εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και 3) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα (13 περ. στ', 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1α', 94 παρ. 1, 98, 235, 236, 263Α ΠΚ -ως το άρθρο 235 και 236 ίσχυε με την επιεικέστερη μορφή του μετά την αντικατάστασή του με το Ν 2802/2000-, 1 παρ. 1 Ν 1608/1950, άρθρων 1α' περ. αιβ', αιζ', β', 2 παρ. 1 εδ. β'-α' Ν 2331/1995 -ως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν 3424/2005-, άρθρων 1α' i, δδ', ii, β', 2 παρ. 1 β'-α', του ίδιου νόμου ως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το Ν 3424/2005 έως την κατάργησή τους με το Ν 3691/2008, άρθρων 2 παρ. 1, 2, 3 περ. γ', ιθ', ως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του Ν 4042/2012, 45 παρ. 1γ'-α', ε', 2, 4 Ν 3691/2008). Μετά την απολογία του, επεβλήθη σ' αυτόν προσωρινή κράτηση, δυνάμει του υπ' αριθ. 1/2014 εντάλματος του Ανακριτή Ν 4022/2011 του Πρωτοδικείου Αθηνών, Γ.Μ. Μετά την άσκηση της από 16.4.2014 αίτησης του προσφεύγοντος, για άρση, άλλως αντικατάσταση της κρατήσεώς του με περιοριστικούς όρους, εκδόθηκε η υπ' αριθμ 37/2014 Διάταξη του ως άνω Ανακριτή, που απέρριψε την αίτηση.

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

"Right to the protection of one’s image" - Υπόθεση Couderc and Hachette Filipacchi Associés v France

Reference Application No.40454/07 
Court European Court of Human Rights (Fifth Section)
Judge Villiger P, Nußberger, Zupančič, Power-Forde, Potocki, Lemmens & Jäderblom JJ
Date of Judgment 12 Jun 2014

Summary

Privacy – human rights – public interest – public figure – debate of general interest

Facts

The applicants were the company Hachette-Filipacchi, the publisher of Paris-Match and its editor, Anne-Marie Couderc.
On 3 May 2005, the Daily Mail published claims by a Mme C (C) that Prince Albert II of Monaco was the father of her son. The article reproduced the main points of an interview by C due to be published by Paris-Match. Notified of the imminent publication, Prince Albert served a notice on the applicants to refrain from publishing the article. Paris-Match ignored the notice and published the article, as a cover story, on 5 May 2005. The ten-page interview detailed the relationship between C and Prince Albert and was accompanied by several photographs showing Prince Albert alongside C or the child. The photographs had been taken by C, in her apartment, with Prince Albert’s consent. A further article appeared simultaneously in the German weekly magazine Bunte (Prince Albert’s claim in relation to this article failed before the German courts).
Prince Albert issued proceedings alleging breaches of his right to privacy and image rights. On 29 June 2005, the Nanterre tribunal de grande instance awarded Prince Albert EUR 50,000 by way of damages and ordered Paris-Match to publish a full-feature front-page extract of the judgment. The applicants appealed and obtained a suspension of the judgment’s immediate enforceability.
On 6 July 2005, Prince Albert issued a statement, publically acknowledging his paternity of the child.
On 24 November 2005, the cour d’appel de Versailles upheld the damages award and publication order, but diminished the size of the ordered publication to one third of the front cover. The judgment was eventually published on the cover of the Paris-Match issue of 5 January 2006.
The Cour de cassation dismissed the applicants’ appeal on the grounds that: (1) every person, whatever his or her social rank, birth, fortune, present or future functions, was entitled to the right to respect for his private life; (2) at the time of publication, the existence and parentage of the child had been unknown to the public; (3) the Constitution of Monaco prevented any child born out of wedlock from succeeding to the throne, thereby rendering any debate on the child’s parentage among French or Monegasque society unnecessary and (4) the article contained details of the circumstances of C and Prince Albert’s relationship, Prince Albert’s reactions to the pregnancy and his subsequent conduct towards the child. The article was, consequently, void of any matter of general interest justifying its publication. Furthermore, the publication of photographs to illustrate what was already a breach of privacy was necessarily a breach of Prince Albert’s image rights.
The applicants appealed to the European Court of Human Rights (the Court), arguing that the court order against them amounted to a breach of Article 10. The applicants submitted, in particular, that in the context of a hereditary monarchy, a modification of the constitutional rule prohibiting the succession to the throne of an illegitimate child could not excluded.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Εισηγήσεις Επιστημονικού Συνεδρίου του Τομέα Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών Νομικής Σχολής ΔΠΘ με θέμα: "οι νέες ρυθμίσεις του ν. 4139/2013"

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 21-22 ΜΑΪΟΥ 2013

Οι νέες ρυθμίσεις του Ν 4139/2013 "Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών"

Στους παρακάτω υπερσυνδέσμους (ανοίξτε το link) μπορείτε να παρακολουθήσετε αποσπάσματα από τις ομιλίες του συνεδρίου που οργανώθηκε από τον Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής ΔΠΘ και το Δικηγορικό Σύλλογο Ροδόπης.




Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

ΣτΕ 2192/2014 (Ολ) – "Αντισυνταγματικές οι περικοπές των μισθών και συντάξεων στρατιωτικών ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας" (με σχόλιο Στέλλας Χριστοφορίδου, ΜΔΕ Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρου)

"Το Δικαστήριο συνέδεσε το ειδικό εξουσιαστικό καθεστώς υπό του οποίου τελούν όσοι εργάζονται στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, με την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση την οποία διαχρονικά απολαμβάνουν ως αντιστάθμισμα, η οποία μάλιστα, συνιστά υποχρέωση του νομοθέτη εφόσον ως αρχή απορρέει από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος. Έτσι έκρινε ότι ο νομοθέτης κατά τη λήψη των επίμαχων νομοθετικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη του τα κριτήρια που επιτάσσει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των συγκεκριμένων εργαζομένων αλλά το προδήλως απρόσφορο αριθμητικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο όλα τα ειδικά μισθολόγια αντιμετωπιζόμενα συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος θα έπρεπε να μειωθούν κατά 10%, μείωση η οποία λόγω και του σωρευτικού της αποτελέσματος αθροιστικά και με άλλα νομοθετικά μέτρα οικονομικής και φορολογικής φύσης ξεπερνά τα ακραία όρια που θέτει το Σύνταγμα, υπέρβαση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης και στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος".
 
Διαβάστε την απόφαση στο www.dsanet.gr

Παρατηρήσεις:
 
Στέλλα Χριστοφορίδου
 
Με την απόφαση 2192/2014 το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια έκρινε την αίτηση των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της υπ` αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β` 3017/14.11.2012), με τίτλο "Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α`/12-11-2012)", στο μέτρο που μέσω αυτής καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των "αχρεωστήτως καταβληθέντων" ποσών συντάξεων στους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών των ενεργεία στρατιωτικών, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καθώς και της υπ` αριθμ. 2/85127/0022/22.11.2012 πράξεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με θέμα "Κοινοποίηση Μισθολογικών Διατάξεων", στο μέρος που μέσω αυτής κοινοποιήθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, η διάταξη της περιπτώσεως 1 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, η οποία αφορά στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.
Η αίτηση απορρίφθηκε στο μέρος που αφορούσε τη δεύτερη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, ενώ εξετάσθηκαν περαιτέρω οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν την πρώτη εκ των προσβαλλόμενων πράξεων.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συνέδεσε το ειδικό εξουσιαστικό καθεστώς υπό του οποίου τελούν όσοι εργάζονται στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, με την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση την οποία διαχρονικά απολαμβάνουν ως αντιστάθμισμα, η οποία μάλιστα, συνιστά υποχρέωση του νομοθέτη εφόσον ως αρχή απορρέει από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος.
Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης κατά τη λήψη των επίμαχων νομοθετικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη του τα κριτήρια που επιτάσσει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, αλλά το προδήλως απρόσφορο αριθμητικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο όλα τα ειδικά μισθολόγια αντιμετωπιζόμενα συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος θα έπρεπε να μειωθούν κατά 10%, μείωση η οποία λόγω και του σωρευτικού της αποτελέσματος αθροιστικά και με άλλα νομοθετικά μέτρα οικονομικής και φορολογικής φύσης ξεπερνά τα ακραία όρια που θέτει το Σύνταγμα, υπέρβαση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
 Ομολογουμένως, η σχολιαζόμενη απόφαση δίνει ουκ ολίγες αφορμές για σκέψη και προβληματισμό.
Ακολουθώντας την πορεία του δικανικού συλλογισμού, το πρώτο ζήτημα στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς, είναι η αναφορά του άρθρου 45 του Συντάγματος[1], το οποίο για πρώτη φορά αποτελεί αντικείμενο συστηματικής ερμηνείας από το Δικαστήριο. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά της εν λόγω συνταγματικής διάταξης στη νομολογία είναι ιδιαιτέρως ισχνή, ενώ επιπλέον, η συνδυαστική ερμηνεία της μαζί με τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3, είναι πρωτοφανής.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διαπιστώνει κανείς ότι ανάλογη εκτεταμένη αναφορά της προαναφερομένης συνταγματικής διάταξης γίνεται στην απόφαση 2649/1987 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου το ζήτημα το οποίο εξετάζεται είναι η φύση της νεοσυσταθείσας τότε Ελληνικής Αστυνομίας ως στρατιωτικής ή πολιτικής υπηρεσίας και άρα, η επέκταση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας στους υπαλλήλους της ή όχι.
Είναι πολύ πιθανό η πάγια θέση του Δικαστηρίου όσον αφορά την, μισθολογική κυρίως, εξίσωση των ενόπλων δυνάμεων με των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας[2] να έχει την εναρκτήρια βάση της στην εν λόγω απόφαση. Όσον αφορά, όμως, το ζήτημα της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων –αλλά και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, όπως αυτή εξομοιώνεται πλήρως στην παρούσα[3]- αξίζει να αναφερθεί η σκέψη της μειοψηφίας σύμφωνα με την οποία:
η Ελληνική Αστυνομία, παρά το ότι αποτελεί ένοπλο σώμα και έχει ιδιαίτερη οργάνωση και πειθαρχία ανάλογο προς την των στρατιωτικών υπηρεσιών δεν είναι ούτε αποκλειστικά ούτε προεχόντως βοηθητικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων, δεδομένου ότι τα κύρια καθήκοντα της είναι στο σύνολο τους καθαρώς αστυνομικά και δη σε καιρό ειρήνης, και επομένως αποτελεί πολιτική υπηρεσία του κράτους. Η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, η προστασία της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας και η περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν είναι κατά το Σύνταγμα επιτρεπτό να ανατίθεται επί μονίμου βάσεως σε στρατιωτική υπηρεσία, δεδομένου ότι για την περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δημοσίας τάξεως και υπάρξεως εκδήλου απειλής κατά της ασφαλείας του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος προβλέπεται ειδικώς η λήψη εξαιρετικών μέτρων κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος, οι δε ένοπλες δυνάμεις και τα τυχόν αναγκαία γι’ αυτές βοηθητικά σώματα, που αποκλειστικά έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα, δεν μπορούν να θεωρηθούν και ως αρμόδιες ή αρμόδια για την επί μονίμου βάσεως σε καιρό ειρήνης άσκηση του συνόλου των αστυνομικών καθηκόντων, όπως αυτά διαγράφονται στα άρθρα 4 έως 7 του ν. 1481/1984 και προσιδιάζουν, σύμφωνα με το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, σε πολιτικές υπηρεσίες.
Εξ άλλου, η ρητή υπαγωγή (άρθρο 2 § 5), του προσωπικού της στην απαγόρευση του άρθρου 23 § 2 του Συντάγματος τονίζει το χαρακτήρα της Ελληνικής Αστυνομίας ως πολιτικής υπηρεσίας και των υπηρετούντων σ` αυτήν ως πολιτικών υπαλλήλων, δεδομένου ότι η ρητή απαγόρευση της απεργίας αν επρόκειτο για στρατιωτικούς υπαλλήλους είναι περιττή, η δε θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 23 περί απαγορεύσεως της απεργίας ειδικώς στους δικαστικούς λειτουργούς και τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας εξυπακούει την ιδιότητα τους ως πολιτικών οργάνων του κράτους[4].
  
Η αποστολή των ‘στρατιωτικών’ αποτελεί το θεμέλιο του δικανικού συλλογισμού επί του οποίου οικοδομείται η κρίση περί αντισυνταγματικότητας των επίμαχων νομοθετικών μέτρων. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Δικαστήριο, έμμεση αναγνώριση της αποστολής αυτής αποτελεί, εξάλλου, και η εκ του Συντάγματος ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος απονέμει τους βαθμούς στα στελέχη τους[5].
Το Δικαστήριο εν προκειμένω υπερθεματίζει την αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας όχι μόνο παραβλέποντας το παρωχημένο της αναφοράς στη σημαντική αποστολή των ‘στρατιωτικών’ σε μία ειρηνική και δημοκρατική κοινωνία -πολλώ δε μάλλον της ενιαίας αναφοράς με τον όρο ‘στρατιωτικοί[6]’ τόσο των ενόπλων δυνάμεων όσο και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας-, αλλά και στηριζόμενο σε μία συνταγματική διάταξη η οποία έχει εν πολλοίς πανηγυρικό χαρακτήρα εφόσον συμβολίζει το πέρασμα στη δημοκρατία, ακόμα και των στρατιωτικών δυνάμεων του τόπου, ενώ είναι απολύτως σαφές ότι η ρητή απόδοση της Αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτα σε σχέση με τον κανόνα της προσυπογραφής του αρμόδιου Υπουργού και την άσκηση της γενικής πολιτικής της Χώρας από την Κυβέρνηση[7].
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι της ιδιαίτερης και εξέχουσας φύσης και αποστολής των υπαλλήλων των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας θέτει τις βάσεις για την πλήρη στεγανοποίησή τους έναντι των όποιων άλλων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν τα ίδια ‘ιδιαίτερα’ χαρακτηριστικά στο επάγγελμά τους. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά όπως προκύπτουν από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, είναι η απαγόρευση άλλης εργασίας, η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η πειθαρχία και η ιεραρχική δομή ως τρόπος οργάνωσης της υπηρεσίας[8], στοιχεία που κατά τρόπο ανάλογο ισχύουν και για τα ένοπλα σώματα ασφαλείας[9].
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά των επιμέρους χαρακτηριστικών που συνοδεύουν τη φύση και την αποστολή των υπαλλήλων των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αυστηρή οριοθέτηση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων στην πραγματικότητα είναι αν όχι σχετικοποιημένη, τουλάχιστον σοβαρά αμφισβητήσιμη.
Όσον αφορά την υποχρέωση αποκλειστικής απασχόλησης στην υπηρεσία, η οποία αποτελεί και το πιο κρίσιμο κριτήριο στο σκεπτικό του Δικαστηρίου -όχι μόνο στην εν λόγω απόφαση, αλλά και σε όλες τις σχετικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις του νόμου 4093/2012[10]-, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι σε καμία περίπτωση, η υποχρέωση αυτή, όπου προβλέπεται, δεν ισχύει απαρέγκλιτα.
Για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του νομοθετικού διατάγματος 1400/1973 ορίζει ότι η άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της άσκησης ιατρικού επαγγέλματος. Θα πρέπει, επομένως, να ομολογήσει κανείς ότι απόλυτη υποχρέωση αποκλειστικής άσκησης επαγγέλματος δεν υφίσταται για κανένα επάγγελμα ή λειτούργημα, ακόμη μάλιστα και όταν η απαγόρευση αυτή θεσπίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα[11]. Ενώ, αντίθετα, η κατόπιν άδειας άσκηση ιδιωτικού έργου του πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου[12], δε συνεπάγεται ότι η επί της αρχής απαγόρευση άσκησης ιδιωτικής εργασίας αναιρείται.
Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζει, όμως, και η αναφορά στην υποχρέωση παραμονής στο στράτευμα. Στο σημείο αυτό, δεν παραβλέπεται μόνο ότι η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία βαραίνει και τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης[13], και άρα δεν πρόκειται για ένα αμιγώς χαρακτηριστικό των στρατιωτικών υπαλλήλων, αλλά και ότι η ίδια η υποχρέωση παραμονής έχει κριθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 του Συντάγματος και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη[14].
Ο απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ των δύο κατηγοριών υπαλλήλων κάμπτεται και σε ό, τι έχει να κάνει και με τη δομή των υπηρεσιών, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση ιεραρχική, καθώς και σχετικά με το ζήτημα της υποχρέωσης υπακοής των κατωτέρων προς τους ανώτερους[15].
Με τα εν λόγω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία συνεπάγεται η ιδιαίτερη αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, συμπεραίνεται ότι οι υπηρετούντες σε αυτά τελούν υπό ιδιαίτερο εξουσιαστικό καθεστώς[16], το οποίο δικαιολογείται αν ακολουθήσει κανείς την αντίστροφή συλλογιστική πορεία. 
Η ειδική αυτή σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος συνεπάγεται αυξημένες υπηρεσιακές και εξωυπηρεσιακές υποχρεώσεις και δικαιολογεί τις απολύτου χαρακτήρα απαγορεύσεις της απεργίας των στρατιωτικών και των εκδηλώσεών τους υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, που επιβάλλονται από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, περαιτέρω δε καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, οι οποίοι δεν θα ήταν ανεκτοί εάν επιβάλλονταν στους λοιπούς πολίτες, όπως του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και επαγγελματικής ελευθερίας, του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Ειδικότερα, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κατά την άσκηση των ατομικών τους δικαιωμάτων, υπόκεινται, πέραν των γενικών περιορισμών που επιβάλλει ο νόμος, και σε ειδικότερους πρόσθετους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις, εφόσον, βεβαίως, δεν οδηγούν σε κατ’ ουσία αναίρεση του αντιστοίχου δικαιώματος[17].
 
Το πρώτο και γενικό σχόλιο που μπορεί να γίνει σε αυτό το σημείο είναι η συστηματική παράλειψη σε όλο το κείμενο της απόφασης του όρου της εκούσιας[18] ή ηθελημένης[19] ειδικής σχέσης εξουσίασης στην οποία βρίσκονται με το κράτος οι υπάλληλοι των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, σχέση η οποία σαφώς αντιδιαστέλλεται με άλλες μορφές ειδικών σχέσεων εξουσίασης, όπως είναι αυτή των στερημένων της ελευθερίας τους κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης της χώρας[20].
Η ειδική αυτή σχέση εξουσίας καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Παραδόξως, η υποχρέωση λήψης προηγούμενης άδειας για δημοσίευση γνώμης των υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχει κριθεί έως τώρα από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι συνιστά επιτρεπτό περιορισμό του δικαιώματος της έκφρασης, αλλά ότι αντίθετα αντιβαίνει στο άρθρο 14 Συντάγματος, όπως και στο άρθρο 10 της Σύμβασης της Ρώμης[21]. Ενώ, η ίδια προστασία παρέχεται και για το δικαίωμα της συνένωσης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου κρίνεται ότι η αντίστοιχη ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 12 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ[22]. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
Η αρχή, άλλωστε, της ισότητος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιβάλλει στον νομοθέτη να μην δημιουργεί ρήγματα στην καθολικότητα των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκτός εάν το ίδιο το σύνταγμα εισήγαγε προσόντα προς άσκηση κάποιου δικαιώματος ή εάν η εις βάρος κάποιου αναστολή ή στέρηση κάποιου ατομικού δικαιώματος επιτρέπεται. […]Το Σύνταγμα, εκτός από τις διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζει την κομματική ουδετερότητα των στρατιωτικών, (άρθρ. 29 § 3 ), τα κωλύματα εκλογιμότητός τους (άρθρο 56 §§ 1, 3 και 4) και την υπαγωγή τους στην δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων (άρθρο 96 § § 4 και 5), δεν περιέχει καμιά άλλη ρύθμιση, γενική ή ειδική, για τα συνταγματικά δικαιώματα των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις[23]’.
  
Η αντιστροφή, όμως, αυτή της αντίληψης περί της γενικής αρχής της ισότητας που συντελείται στην υπό σχολιασμό απόφαση, η οποία αποκτά μία ιδιότυπη προστατευτική λειτουργία των όσων ‘αποδεδειγμένα’ δεν τελούν σε όμοια κατάσταση με τους υπόλοιπους, λαμβάνει χώρα προκειμένου να υποστηριχθεί υπέρ αυτών η ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση, ως ανταμοιβή για την ιδιαίτερη θέση στην οποία τελούν, αλλά και τον ρόλο που επιτελούν.
Παρόλο, λοιπόν, που το Δικαστήριο με μία πρώτη ανάγνωση φαίνεται να κάνει έλεγχο αναλογικότητας, στην πραγματικότητα η εφαρμογή της γενικής αρχής της ισότητας είναι αυτή που έχει τον πρώτο ρόλο και διαπνέει όλη την έκταση του δικανικού συλλογισμού. Επιπλέον, η εφαρμογή της συνδέεται και με την οικονομική διάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτή της αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία φαίνεται να μεταβάλλεται ποιοτικά και ποσοτικά ανάλογα με την ‘κατηγορία’ των υπαλλήλων.
Τα ελάχιστα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης που αφορούν τη ‘γενική’ κατηγορία των εργαζομένων[24], δίνουν τη σκυτάλη στην επαρκή αξιοπρεπή διαβίωση των ‘στρατιωτικών’, η οποία βρίσκει απολύτως σύμφωνη την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εφόσον δεν διατυπώνεται καμία μειοψηφούσα γνώμη, ενώ συμβαίνει το αντίθετο στην απόφαση σχετικά με τις αποδοχές των μελών ΔΕΠ, όπου εμφανίζεται μία πολύ ισχυρή μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία το μη ικανοποιητικό ύψος των αποδοχών, δε συνιστά όρο διακινδύνευσης, δηλαδή δεν ξεπερνά τα όρια της ελάχιστης αξιοπρεπούς διαβίωσης και πάντως είναι υψηλότερο σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στον πληθυσμό της χώρας[25].
Ο τρόπος μεταχείρισης, επομένως, του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης από το Δικαστήριο φαίνεται να σκιαγραφεί μία συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική δομή μεταξύ των μελών της κοινωνίας μας και προοιωνίζει μια αντίληψη, η οποία διασπά την κοινωνία σε πολλαπλά στρώματα με διακριτούς ρόλους, διαφορετικά προνόμια και κυρίως, στεγανά και αυστηρή οριοθέτηση. Ευχής έργον αποτελεί ο τρόπος αυτός ανάγνωσης της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου να διαψευσθεί, έως τότε όμως, η τακτική αυτή δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί αρνητικά και μάλιστα, ιδίως, εάν ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση μπορούσε να ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική οδό.
Τέλος, σαν μία γενικότερη σκέψη, αξίζει να αναφερθεί ότι η σύγκριση με σκοπό την ανεύρεση της διαφορετικότητας ή/και της ‘ανωτερότητας’, ήτοι της ύψιστης αποστολής, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος κανενός εν τέλει και πολύ περισσότερο, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και της ομαλής συμβίωσης του συνόλου των πολιτών της κοινωνίας μας.
 
 

[1] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 6.
        
[2] Για λόγους κυρίως επεκτατικής εφαρμογής της γενικής αρχής της ισότητας, όπως ΣτΕ 3587/1997 όπου το ζήτημα που εξετάζεται είναι η επέκταση του στεγαστικού επιδόματος των ενόπλων δυνάμεων στην Ελληνική Αστυνομία, ομοίως και ΣτΕ 3604/1998, 466/1999. 
    
[3] ΟλΣτΕ 2192/2014, ενδ. σκ. 11, σκ. 23 ‘των στρατιωτικών (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας)’.
    
[4] ΟλΣτΕ 2649/1987 (μειοψηφία).
         
[5] ΟλΣτΕ 2192/2014 σκ. 11.  
        
[6] Πρβλ ΟλΑΠ 03/2012, όπου για την ίδια κατηγορία εργαζομένων χρησιμοποιείται ο όρος ‘υπηρετούντες’.  
     
[7]Ν. Αλιβιζάτος, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Η Αρχή του πολιτικού ελέγχου, δημοσιεύματα Συνταγματικού Δικαίου, τ.4, διεύθυνση: Α. Μάνεσης, Δ. Θ. Τσάτσος, Γ. Παπαδημητρίου, Α. Μανιτάκης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987, σελ. 38 επ. και 89 επ.
     

[8] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 8.
    
[9] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 9 και 10.
    
[10] ΟλΣτΕ 2192/2014 σκ. 12, βλ. και Ειδ. Δικ. 88/2013, σκ. 9, καθώς και ΟλΣτΕ 4741/2014, σκ. 13 και 24. 
      
[11] Άρθρο 89 παράγραφος 2 του Συντάγματος: ‘Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη [...] του διδακτικού προσωπικού ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων…’  
   
[12] Άρθρο 31 επ. του ν. 3528/2007.
    
[13] Ε. Σπηλιωτόπουλος, Χ. Χρυσανθάκης, Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, 7η έκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 169 επ.
     
[14] ΣτΕ 1571/2010 Γ’ τμ., η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του νομοθετικού διατάγματος 1400/1973 κρίθηκε ότι αντίκειται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (σκ. 5), ενώ η μειοψηφία υποστήριξε ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 του Συντάγματος (σκ. 4).   
    
[15] Βλ. αναλυτ. Ε. Σπηλιωτόπουλος, Χ. Χρυσανθάκης, όπ.π., σελ 107 επ.
      
[16] Παρόλο που από το Δικαστήριο έχει κριθεί πολλές φορές ότι οι υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία είναι στρατιωτικοί υπάλληλοι, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά που για να τεκμηριώσει την εν λόγω θέση του συνδέει τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών ευθέως και ρητά με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, βλ. ενδ. ΣτΕ 3587/1997, 466/1999, 3604/1998, 2649/1987.   
    
[17] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 11.
    
[18] ΟλΣτΕ 867/1988, σκ. 4.  

[19] ΟλΑΠ 2225/2013 και 03/2012.
    
[20] Χ. Χατζή, Η φυλάκιση ως ειδική σχέση εξουσίασης, δικαιώματα υπό σκιά, Το Σύνταγμα, 1995, σελ. 287 επ
 
[21] ΣτΕ 251/2001, σκ. 9, βλ. και όμοιες: ΣτΕ 573/2005 και 1802/1986.
         
[22] ΟλΑΠ 03/2012.
    
[23] ΟλΑΠ 03/2012.
    
[24] ΟλΣτΕ 668/2012, σκ. 33, γνώμη μειοψηφίας.
 
    
[25] ΟλΣτΕ 4741/2014, σκ. 24.