Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #αστική ευθύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #αστική ευθύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

"Η αστική ευθύνη των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Η ευθύνη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού - Γενική θεωρητική και νομολογιακή προσέγγιση" [Δημήτριος Α. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλος Επικρατείας]


*Εισήγηση στο συνέδριο περί ιατρικής ευθύνης του Πανεπιστημίου Πατρών και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών (Πάτρα, 26 και 27.5.2017).

Α 1. Η οργάνωση και λειτουργία των κρατικών νοσοκομειακών υπηρεσιών αποτελεί στο σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου ένα από τα κύρια μέσα για την προαγωγή και τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων (άρθρ. 21 § 3 Συντ). Η υγεία του ανθρώπου στο πλαίσιο αυτό δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως δημόσιο αγαθό, αλλά έχει το χαρακτήρα κοινωνικού δικαιώματος που στρέφεται κατά του Κράτους και θεμελιώνει, στο μέτρο που οι σχετικές υπηρεσίες έχουν συσταθεί και οργανωθεί, αξίωση των χρηστών τους για την επιστημονικά αρτιότερη δυνατή παροχή τους, με σκοπό την αποκατάσταση της υγείας όσων προσφεύγουν σ’ αυτές.
        
   2. Περαιτέρω, το κράτος αναλαμβάνει ρητώς την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους τους ανθρώπους και είναι κατ' επέκταση υπόχρεο να λαμβάνει θετικά μέτρα για τον σκοπό αυτό. Κύριο και ίσως σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ευθύνης αυτής είναι η υποχρέωση των κρατικών υπηρεσιών υγείας να αντιμετωπίζουν όλους τους ανθρώπους ισότιμα, ανεξάρτητα από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί κάθε ένας.
        
     3. Τα ανωτέρω νομικά δεδομένα αναδεικνύουν δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ανάμειξης του κράτους στην προστασία της υγείας των ανθρώπων : Το πρώτο είναι η «δεσπόζουσα θέση» των κρατικών υπηρεσιών στο σύνολο των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας (κρατικών και ιδιωτικών). Την θέση αυτή την επιβάλλει το Σύνταγμα και την εξειδικεύουν οι κανόνες δικαίου της κοινής νομοθεσίας, που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του εθνικού συστήματος υγείας. Απόρροια της ιδιάζουσας αυτής θέσης του κράτους στον τομέα της υγείας είναι η αυξημένη έως απόλυτη εξάρτηση της πλειοψηφίας των ανθρώπων από τις κρατικές υπηρεσίες υγείας, και ιδίως εκείνων που δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα οικονομικά μέσα για να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα της υγείας .  το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η νομοθετικά διακηρυγμένη υποχρέωση του κράτους να παρέχει κρατικές υπηρεσίες υγείας ισότιμα προς όλους τους ανθρώπους. Η ισοτιμία αυτή αποτελεί εκδήλωση της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου. Από την αρχή της ισότητας, σε συνδυασμό με το συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία (21 παρ. 3Σ) και τη νομοθεσία περί ΕΣΥ, απορρέει η αξίωση κάθε χρήστη των κρατικών υπηρεσιών υγείας να του παρέχονται όχι οποιεσδήποτε υπηρεσίες, αλλά εκείνες που αρμόζουν στην κατάστασή του και είναι αντικειμενικά ικανές να οδηγήσουν στην ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει. Εξάλλου, οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορεί να είναι παρά αυτές που υπαγορεύουν το σύνολο των ιατρικών γνώσεων και οι θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, που αποτελούν κοινό κτήμα της παγκόσμιας επιστημονικής εμπειρίας. Είναι, εξάλλου, αυτονόητο ότι τα πορίσματα κάθε επιστήμης, που σχετίζεται πρακτικά με την παροχή υπηρεσιών υγείας, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, αν ορισμένη διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδεδειγμένη ή μη. Η τεχνική δε αυτή κρίση περί του ενδεδειγμένου ή μη χαρακτήρα της ανάγεται τελικά σε νομική κρίση, αφού η θεσμική οργάνωση της κρατικής υγείας οδηγεί επιτακτικά σε νομικό δέον την εκτέλεση επιστημονικά ενδεδειγμένων ιατρικών πράξεων και την αποφυγή παραλείψεων, οι οποίες δεν ενδείκνυνται επιστημονικά.
        
       4. Οι κανόνες ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος δεν νοούνται ως γενικοί και αφηρημένοι κανόνες συμπεριφοράς των γιατρών, αλλά ως αντικειμενικοί όροι της οργάνωσης και λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, έννοιες, όπως οι «θεμελιώδεις αρχές της Ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης εμπειρίας» και η «ευσυνείδητη άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος» αποτελούν αόριστες έννοιες αξιολογικού χαρακτήρα. Το έργο της εξειδίκευσής τους ανατίθεται στο δικαστή και είναι ιδιαίτερα σύνθετο, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι πέρα από την κοινή λογική και εμπειρία που εξ ορισμού αυτός διαθέτει, απαιτείται η συνεκτίμηση ειδικών γνώσεων ή επιστημονικών πορισμάτων, που προϋποθέτουν ειδική εμπειρία και αντίστοιχη αποδεικτική τεκμηρίωση. Η επιτυχής ερμηνευτική εξειδίκευση των εννοιών αυτών είναι προαπαιτούμενο για την ορθή κρίση ως προς τον παράνομο ή μη χαρακτήρα ορισμένης διαγνωστικής ή θεραπευτικής πράξης κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.ΑΚ. Ο χαρακτήρας των τελευταίων ως «λευκών κανόνων» δεν αίρεται αυτομάτως με τον εντοπισμό από το δικαστή της κρίσιμης κάθε φορά διάταξης . αν η τελευταία περιέχει και αόριστες έννοιες, το κανονιστικό κριτήριο της παρανομίας συγκροτείται τελικά με την ερμηνευτική παρέμβαση του δικαστή. Το κρίσιμο περιεχόμενο της δικαιοπλαστικής του παρέμβασης αποτελεί, όπως πάντα, την τομή της εξειδικευόμενης αόριστης έννοιας με τη σύνθεση του συγκεκριμένου πραγματικού, που αντλείται από το αποδεικτικό υλικό κάθε υπόθεσης.
        
        Β. Το παράνομο της ιατρικής συμπεριφοράς μπορεί να συνίσταται :
      I.    στην εσφαλμένη διάγνωση της ασθένειας, υπό την έννοια είτε της μη πραγματοποίησης των αναγκαίων και κατάλληλων εξετάσεων είτε της μη ορθής εκτίμησής τους
    II.    στην εσφαλμένη επιλογή της προσήκουσας θεραπευτικής μεθόδου,
   III.    στην πλημμελή εκτέλεση της ιατρικής πράξης,
  IV.    στη μη ενημέρωση ή (στην) πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς, και
   V.    στην πλημμελή τήρηση του ιατρικού αρχείου, από το οποίο ο ασθενής ή ο θεράπων ιατρός του θα μπορούσε να εξασφαλίσει ακριβείς και πολύτιμες για την υγεία του πρώτου πληροφορίες.
          
      Γ. Η κρίση περί του «παρανόμου» μπορεί να στηριχθεί είτε σε ιατρικό σφάλμα είτε στην πλημμελή οργάνωση του νοσοκομείου ως δημόσιας υπηρεσίας.
           
       1. Η πλέον συνήθης περίπτωση ευθύνης του δημόσιου νοσοκομείου αφορά σφάλματα του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού κατά την παροχή νοσηλείας στους ασθενείς, δηλαδή πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν πλημμελή τήρηση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης εκ μέρους του ιατρού. Στο αστικό δίκαιο της ιατρικής ευθύνης θεωρείται ότι στην έννοια του ιατρικού σφάλματος εμπεριέχεται και η υπαιτιότητα υπό την έννοια της αθέτησης της υποχρέωσης επιμέλειας του ιατρού. Το ίδιο ισχύει και στο ποινικό δίκαιο, όπου η υπαιτιότητα (δόλος και αμέλεια) έχει καθοριστική σημασία. Στο αντίστοιχο πεδίο του δημόσιου δικαίου το ζήτημα της υπαιτιότητας είναι αδιάφορο, έστω και αν κατά κανόνα συντρέχει, γιατί η ευθύνη είναι αντικειμενική. Με τις ΣτΕ 572/2013  και 2224/2014 αποφάσεις έγινε δεκτό ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής του από κάθε αμέλεια αυτού, ακόμη και ελαφριά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτήν που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του.

    2. Η θεμελίωση του παρανόμου υπάρχει κι όταν έχουμε αθέτηση θεσμοθετημένης, δηλαδή ρητώς ρυθμισμένης, υποχρέωσης. Ειδικότερα, με την ΣτΕ 2539/2008 κρίθηκε ότι ο θεσμός της εφημερίας συνιστά πτυχή της αρχής της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας της υγείας. Τούτο σημαίνει ότι η υποχρέωση εφημερίας παρακολουθεί την ένταξη του ιατρού σε θέση συγκεκριμένης ειδικότητας όπως και σε συγκεκριμένη κλινική. Επομένως, είναι υποχρεωτική η παρουσία του ιατρού κατά την εφημερία, αν δε αυτός παραλείψει να μεταβεί στο νοσοκομείο για την εξέταση περιστατικού που απέληξε σε θάνατο ή η παράλειψη αυτή είχε ως συνέπεια τη μη σωστή διάγνωση της πάθησης οδηγεί σε ευθύνη του ιατρού και περαιτέρω του δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος. Επίσης το παράνομο θεμελιώνεται και όταν απαιτείται προηγούμενη ενημέρωση και εξασφάλιση της συναίνεσης του ασθενούς, όταν αυτή είναι δυνατή. Νομική βάση αποτελούν τα άρθρα 5-10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Οβιέδο, κυρωμένη με τον ν. 2619/1998), 47 παρ. 3 & 4 του ν. 2071/1992 και 11 παρ. 1 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). Οι διατάξεις αυτές διαμορφώνουν το δικαίωμα πλήρους, ενδελεχούς και ακριβούς ενημέρωσης του ασθενούς τόσο ως προς την κατάστασή του όσο και ως προς την προτεινόμενη ιατρική αγωγή. Όπως επισημαίνεται σχετικώς, το δικαίωμα αυτό συνδέεται με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ασθενούς, αποτελώντας το θεμέλιο για την ενημερωμένη συγκατάθεσή του. Μάλιστα με δεδομένο ότι η γνώση υπάρχει στον ιατρό και η άγνοια στον ασθενή, το βάρος απόδειξης της προσήκουσας ενημέρωσης ανήκει στον ιατρό.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Noμολογιακές διευκρινίσεις σχετικά με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ από παράνομες ευμενείς πράξεις και με το αντικείμενο της αγωγής (ΣτΕ 7/2016)


της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Noμολογιακές διευκρινίσεις σχετικά με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ από παράνομες ευμενείς πράξεις και με το αντικείμενο της αγωγής (ΣτΕ 7/2016)
1. H απόφαση ΣτΕ 7/2016 [7_2016] επαναλαμβάνει, συστηματοποιεί και διευκρινίζει περαιτέρω τις βασικές πτυχές της θεματικής σχετικά τόσο με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ από παράνομες πράξεις όσο και με το αντικείμενο της αγωγής αποζημίωσης. Κατ’αρχάς, υπενθυμίζει τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των νπδδ, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, ενώ αναλύει την έννοια του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξης και ζημίας. Στη συνέχεια, εξειδικεύει το περιεχόμενο της αποζημίωσης, διευκρινίζοντας ότι όταν ο λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή νπδδ είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξης παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της (όπως παράνομη οικοδομική άδεια), στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νπδδ προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης), το οποίο περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στη θέση, στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νόμιμης πράξης (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξης (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη και, επομένως, στην εν λόγω περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου δεν νοείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη (ΣτΕ 866/2011 7μ). Εν προκειμένω, η ευθύνη είναι ανάλογη προς την κατά τον Αστικό Κώδικα ευθύνη επί αδικοπραξίας (άρθρα 914 επ.), την προσυμβατική ευθύνη (άρθρα 197 επ.) και την ευθύνη λόγω διάψευσης εμπιστοσύνης στο ότι καταρτίσθηκε έγκυρη δικαιοπραξία (άρθρα 132, 145, 153, 171 παρ. 2, 225, 231 παρ. 2, 234 κτλ).
2. Στη συνέχεια, η απόφαση αναλύει το ένδικο βοήθημα της αγωγής αποζημίωσης, αναδεικνύοντας εμμέσως τη διάκρισή του από το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ουσίας. Αντικείμενο της αγωγής μπορεί να είναι η αναγνώριση ή η καταψήφιση χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Επομένως, με την αγωγή δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων αλλά μόνον η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξίωσης (ΣτΕ 2112/1995, 1468/2008 σκ. 4, ΣτΕ 3872/2009 σκ. 3, 615/2012 7μ. Βλ. συναφώς Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Θέμις, 2014, αρ. περ. 651, ο οποίος επισημαίνει ότι υπό το διαπλαστικό ένδυμα της προσβολής διοικητικής πράξης με προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης υποκρύπτονται θετικά ή αρνητικά αναγνωριστικά αιτήματα, αλλά τονίζει ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος de lege lata στο ελληνικό διοικητικό δίκαιο για την ύπαρξη γενικής αναγνωριστικής αγωγής έννομης σχέσης διοικητικού δικαίου υπό την τυπική έννοια). Η πράξη ή παράλειψη, την οποία έχει ως βάση η χρηματική αυτή αξίωση, ελέγχεται, ως προς την νομιμότητά της, σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ. 2 του ΚΔΔ, μόνο παρεμπιπτόντως, εφόσον δεν υφίσταται δεδικασμένο (ΣτΕ 615/2012 7μ). Περαιτέρω, δεν είναι νοητή η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας, η οποία να προέρχεται από έννομες σχέσεις ή δικαιώματα των οποίων ζητείται η αναγνώριση, παρά μόνον η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι απότοκος συγκεκριμένης παράνομης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει συγκεκριμένο αίτημα του διοικουμένου, το οποίο προβλέπεται από διάταξη νόμου. Εν προκειμένω, όταν κατεδαφίζεται διατηρητέο κτήριο ύστερα από άδεια των αρμόδιων αρχών, αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που αντιστοιχεί στις δαπάνες αποκατάστασης του διατηρητέου κτίσματος, ασκείται παραδεκτώς μόνον εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ή έχει στοιχειοθετηθεί παράλειψη της Διοίκησης να ικανοποιήσει εν όλω ή εν μέρει σχετικό αίτημα του διοικουμένου, αίτημα, δηλαδή, για απόδοση της σχετικής δαπάνης, ύστερα από τον υπολογισμό της. Αντιθέτως, δεν είναι παραδεκτή η άσκηση ευθείας αγωγής με αίτημα την απόδοση των σχετικών δαπανών αποκατάστασης του διατηρητέου κτίσματος χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή σχετικού αιτήματος ενώπιον της Διοίκησης.
3. Δεδομένου ότι η υπόθεση αφορά οικοδομή η οποία χαρακτηρίσθηκε διαδοχικά ως επικινδύνως ετοιμόρροπη και ως διατηρητέα, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε για το ακίνητο στο οποίο βρίσκεται η οικοδομή οικοδομική άδεια, το Δικαστήριο αναλύει τις αυτοτελείς διαδικασίες χαρακτηρισμού οικοδομών ως διατηρητέων κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) και κατ’ επιταγή των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, αφενός, και χαρακτηρισμού οικοδομών ως επικινδύνως ετοιμόρροπων, αφετέρου, και τη μεταξύ τους σχέση. Εν προκειμένω, για το ίδιο ακίνητο εκδόθηκε στις 9.2.1995 «πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνα ετοιμόρροπης οικοδομής» από υπαλλήλους του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Αχαΐας, με συνέπεια την υποχρέωση κατεδάφισής του εντός 3 ημερών, στις 31.3.1997 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία χαρακτηρίσθηκαν ως διατηρητέα κτήρια που βρίσκονταν εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Πατρέων, μεταξύ δε αυτών και το επίμαχο κτήριο, και στις 5.3.1998 χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση ΧΟΠ της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας άδεια οικοδομής(κατόπιν της από 22.12.1997 αίτησής του) για την ανέγερση στο ως άνω ακίνητο νέας τετραώροφης οικοδομής. Η άδεια αυτή δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί, εφόσον διατάχθηκε η διακοπή των οικοδομικών εργασιών, η οποία καταλήγει σε ανάκληση της οικοδομικής άδειας (βλ. ΣτΕ 3824/2007: η διακοπή οικοδομικών εργασιών για την ανέγερση οικοδομής πλησίον κτηρίου χαρακτηρισθέντος ως μνημείου συνιστά, ενόψει της αιτιολογίας της, ανάκληση της οικοδομικής αδείας). Πρόκειται για αντιφατική συμπεριφορά συναρμοδίων οργάνων, η οποία καταλήγει, αρχικά, στην έκδοση ευμενούς παράνομης πράξης, δηλαδή της οικοδομικής άδειας, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσής της, πράγμα που καλοπίστως αγνοεί ο ενδιαφερόμενος, και εν συνεχεία στην οιονεί ανάκλησή της. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους ως αποζημίωση το ποσό των 13.808,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκαν για την έκδοση της παράνομης οικοδομικής άδειας η οποία, στη συνέχεια, ανακλήθηκε (βλ. συναφώς ΣτΕ 980/2002: η μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου έκδοση της παράνομης πράξης διορισμού του και η ανάκληση της πράξης αυτής αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, η οποία περιέχει τα στοιχεία του παρανόμου και του ζημιογόνου και, επομένως, δύναται κατ’ αρχήν να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ).

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

"Η αστική ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της A.E. έναντι του δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης - Θέματα αστικής ευθύνης των μετόχων έναντι των ανωτέρω φορέων" [της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ, Δικηγόρου Αθηνών, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας, μέλους Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων]


Εισήγηση στην Ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών με θέμα:"Ζητήματα ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας" (26 Φεβρουαρίου 2016)

 Περίληψη Εισήγησης
Ι. Αστική Ευθύνη των μελών Δ.Σ
I.i Νομική φύση της ευθύνης των Διοικούντων
• Εκ του νόμου ( ex lege) - Αναγκαστικού δικαίου
• Γνήσια αντικειμενική. Συνδέεται αποκλειτικά με την ιδιότητά τους.
Υφίσταται ανεξαρτήτως πταίσματος των διοικούντων (ΣτΕ 3/2000 ΕλλΔ/νη
2001/263, Στε 2030/2004 ΔΕΕ 2006/684)
• Εξαιρετική (για αλλότρια χρέη) ΑΠ 538/66, 435/66, 802/76, ΕΦΑΘ 588/86)
• Επικουρική ή Πρόσθετη (ΣτΕ 1590/2000 Δ.Δ 2001/1062, ΣτΕ 3/2000 Δ/νη2001/263, ΑΠ 802/76 Δίκη 1977/208, ΣτΕ 3333/2008 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 708/2008 ΔΦΝ 2010/1368, ΔΕφΑθ 44/2010 ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΘ 124/2012 ΕΔΔΔΔ2012/500)
• Όχι επικουρική (ΝΣΚ 538/2006, Μάρκου Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΕ σε. 323) ή εγγυητική
• Παθητική εις ολόκληρον (481- 488 ΑΚ)
• Αλληλέγγυα (άρθρο 29 ΕισΝΑΚ)

I.ii Ιστορική αναδρομή
1. Άρθρο 41 παρ. 6 του Ν. 1640/1919 «περί κώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων», όπως προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν.δ της 19-3-1923
Περιεχόμενο
Ευθύνη: Προσωπική και αλληλέγγυα
Ευθυνόμενα Πρόσωπα: Διευθυντές, διαχειριστές ή διοικούντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές
Νομικά πρόσωπα: Ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμοί διαλυόμενα ή συγχωνευόμενα
Φόροι: Εισοδήματος και παρακρατούμενοι φόροι
2. Άρθρο 17 του ΝΔ 3843/58, (φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων)
Προσθήκες
-Ευθυνόμενα πρόσωπα: Διοικούντες Σύμβουλοι - απορροφούσα ή συνιστωμένη νέα εταιρεία -Νομικά πρόσωπα: Συνεταιρισμοί
-Φόροι: Παρακρατούμενοι
-Δικαίωμα αναγωγής
3. Με το άρθρο 10 του Ν. 547/77 αντικαταστάθηκε η ως άνω διάταξη και αντί του όρου "διοικούντες σύμβουλοι" τέθηκε ο όρος "διευθύνοντες σύμβουλοι", προστέθηκε η φράση "αδιαφόρως του χρόνου βεβαιώσεώς των στην παρ. 1 εδ α και β.
4. Άρθρο 115 του Ν. 2238/94 "Κώδικας Φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων".

I.iii. Προϊσχύσαν δίκαιο
- ΔΗΜΟΣΙΟ
I.iii.i. Περιεχόμενο Άρθρου 115 ν. 2239/1994 Ευθύνη διοικούντων νομικά
πρόσωπα
Α. Κατά τον χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσης -Ευθυνόμενα πρόσωπα: διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές. Απορροφώσα ή νέα εταιρεία σε περίπτωση συγχώνευσης
-Νομικά πρόσωπα: Ημεδαπές ΑΕ, Συνεταιρισμοί, Λοιπά Νομικά πρόσωπα άρθρου 101 (διευθυντές, διαχειριστές, εντεταλμένοι)
-Φόροι: Φόρος εισοδήματος- παρακρατούμενοι φόροι
-Βεβαίωση φόρου: οποτεδήποτε
-Δικαίωμα αναγωγής: κατά των προσώπων που διατέλεσαν σύμβουλοι, καθώς και μέλη ή μέτοχοι του νομικού προσώπου κατά το χρόνο της διάλυσής του ως προς τους φόρους που αφορούν σε χρήσεις προγενέστερες από την έναρξη της εκκαθάρισης, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
Β. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας
Ευθυνόμενα Πρόσωπα: Τα αυτά ως άνω πρόσωπα
Φόροι: Παρακρατούμενοι
α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Νομολογία (κοινή με ΙΚΑ)
Πρόσωπα ευθυνόμενα
Ευθύνονται μόνο τα αναφερόμενα στο άρθρο 115 ν 2238/94 πρόσωπα. Στον κύκλο αυτό των προσώπων δεν μπορούν να περιληφθούν και άλλα πρόσωπα, όπως είναι τα έχοντα την ιδιότητα του αναπληρωτή των ρητώς και περιοριστικώς αναφερόμενων στο νόμο προσώπων (αξιωματούχων), π.χ.
αντιπρόεδρος Δ.Σ., αναπληρτές του Διευθύνοντος Συμβούλου Α.Ε., έστω και αν τα πρόσωπα αυτά ενδεχομένως άσκησαν διοίκηση ή αναμείχθηκαν στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. ΣτΕ 2030/2004 ΔΦΝ 2005/1556, ΣτΕ 255/2009 Νόμος, ΣτΕ 2028/97 ΔΔ 1998/475,, ΣτΕ 4754/98, ΣτΕ 4462/1990 ΔΔ 1991/1322, ΕφΘ 719/2009 ΔΕΕ 2009/1214, ΔΕφΑθ 637/2007 Ε7 2009, Διοικ.Πρωτ. Αθ. 6891/2006 ΔΦΝ 2007/1168, 6656/2006 και 6657/2006, ΝΣΚ 173/ 2001, Πολ. 1028/1-4-2004
σε ΔΦΝ 2004/806, Πολ 1103/2004). 

Πρόεδρος
Δεν ευθύνεται: ΔΠρΑθ 14218/2004 (ΝΟΜΟΣ, Ε7 2006/221)
Αντιπρόεδρος
Δεν ευθύνεται: ΕφΘεσ 719/2009 ΔΕΕ 2009/1214, ΔΠρΠειρ 625/2008 ΝΟΜΟΣ