Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

"Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων – μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – αρχή της αναλογικότητας – διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017" [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων – μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – αρχή της αναλογικότητας – διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017
1.H απόφαση ΣτΕ 3473/2017, που αφορά το ζήτημα της σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων, αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση άτυπου διαλόγου μεταξύ ΕΔΔΑ, ΔΕΕ και ΣτΕ. Δεδομένου ότι η αρχή ne bis in idem αποτελεί το μόνο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου είναι, ίσως, δυνατόν να υπάρξουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις των δυο υπερεθνικών δικαστηρίων, παρά την εκατέρωθεν επιδεικνυόμενη courtoisie ιδίως μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ ΑΒ κατά Νορβηγίας, η εικόνα του εθνικού δικαστή, που, κατά την παραστατική μεταφορά του Κ. Γιαννακόπουλου«κινδυνεύει ως άλλος αργοναύτης να συντριβεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ», δεν φαίνεται υπερβολική. Παρόλο που το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει εν προκειμένω συνδυαστικά τη νομολογία και των δύο υπερεθνικών δικαστηρίων (σκέψη 11), δίδει τελικώς το προβάδισμα στη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία, πάντως, αφενός, αφορά άλλο τομέα δράσης, την προστασία του ανταγωνισμού, και, αφετέρου, φαίνεται να καταλήγει σε λιγότερο προστατευτικά αποτελέσματα από την αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ. Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί, προφανώς, ότι έχει διαφωτιστεί πλήρως και δεν υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για την παροχή διευκρινίσεων ως προς την έννοια της νομολογίας που επικαλείται. Επισημαίνεται, πάντως, ότι στην πρόσφατη απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Peter Pušká, το Δικαστήριο επελήφθη ερωτήματος σλοβακικού δικαστηρίου που ζητούσε να διευκρινιστεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει, σε υπόθεση εκκρεμούσα ενώπιόν του, ότι υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ της νομολογίας του ΕΔΔΑ και της νομολογίας του ΔΕΕ, το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να δίνει προτεραιότητα στην εφαρμογή της τελευταίας αυτής νομολογίας [1]. Υπό το κάλυμμα μιας δικονομίστικης προσέγγισης, το Δικαστήριο δεν απάντησε στο ερώτημα. Αντίθετα, η γενική εισαγγελέας έδωσε ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις στα εθνικά δικαστήρια, οι οποιές μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Σε περίπτωση που από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει νομίμως ευρύτερη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να συντάσσονται, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και να παρέχουν την προστασία αυτή.  Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκβαση της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης επηρεάζεται από τη νομολογία του ΔΕΕ βάσει της οποίας δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ προστατεύονται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, δύναται ή –αν οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου– οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο ΔΕΕ, προκειμένου να διευκρινιστεί η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση αυτή. Σε τελική ανάλυση, την ίδια υποχρέωση επιβάλλει και η νομολογία του ΕΔΔΑ, με τις αποφάσεις Ullens de Schooten, Dhahbi και Schipani [2]. Θα ήταν, επομένως, σκόπιμο να έχει υποβάλει το ΣτΕ σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη και της μειοψηφούσας γνώμης (σκέψη 11 της απόφασης) [3].
2.Η απόφαση ΣτΕ 3473/2017 εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 1091/2015, επί της αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA T.V., η κύρωση του προστίμου ύψους 100.000 ευρώ για παράβαση της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών. Σε σχέση όμως με τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιβλήθηκε η επίδικη κύρωση, το ΕΣΡ είχε ήδη επιβάλει στην αιτούσα υψηλά πρόστιμα για παράβαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Με την απόφαση ΣτΕ 1091/2015, το Δ ́ Τμήμα έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχει εφαρμογή όχι μόνον επί ποινικών κυρώσεων αλλά και σε περιπτώσεις που από τη σχετική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα μεγάλου ύψους. Παραπέμπει συναφώς στην απόφαση Engel για την εφαρμογή των κριτηρίων χαρακτηρισμού μιας υπόθεσης ως ποινικής κατά την ΕΣΔΑ, υπονοώντας προφανώς ότι η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται και στην περίπτωση σωρευτικής πρόβλεψης σοβαρών διοικητικών κυρώσεων που έχουν οιονεί ποινικό χαρακτήρα λόγω βαρύτητας και απαξίας. Επιδιώκει δηλαδή την εναρμόνιση της επιβολής πλειόνων διοικητικών κυρώσεων με τη νομολογία που απαγορεύει τη σώρευση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων οι οποίες έχουν κατ’ουσίαν ποινικό χαρακτήρα. Δέχεται, λοιπόν, ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν είναι επιτρεπτή, ως αντικείμενη στην αρχή non bis in idem, η επιβολή περισσοτέρων διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικές διοικητικές αρχές για την αυτή παράβαση. Υιοθέτησε συναφώς τη διασταλτική προσέγγιση του ΕΔΔΑ [ΕΔΔΑ αποφάσεις Zolotoukhine κατά Ρωσίας (§§ 82-84) και Ruotsalainen κατά Φινλανδίας (§ 49 επ.)] κρίνοντας ότι συντρέχει ταυτότητα παράβασης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, όταν βάση για την επιβολή των διαφόρων κυρώσεων αποτελούν τα αυτά κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρουσιάζουν ενότητα τόπου και χρόνου και στα οποία εμπλέκεται το ίδιο υπαίτιο πρόσωπο, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που τους δίδεται από τις οικείες διατάξεις. Σε περίπτωση, επομένως, που η αυτή παράβαση είναι δυνατόν να κολασθεί κατ’ επίκληση περισσοτέρων νομικών βάσεων, εάν μία από τις κατ’ αρχήν αρμόδιες αρχές επιληφθεί της υπόθεσης και εκδώσει πράξη επιβολής κύρωσης, η οποία οριστικοποιείται είτε λόγω μη άσκησης κατ’ αυτής ενδίκου βοηθήματος, είτε λόγω απόρριψης του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεν είναι επιτρεπτή η επιβολή κύρωσης για την ίδια παράβαση και από άλλη διοικητική αρχή, τυχόν δε εκδοθείσα πράξη επιβολής κύρωσης και από την αρχή αυτή είναι ακυρωτέα για παραβίαση της αρχής non bis in idem. Σημειώνεται, πάντως, ότι, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ενός Συμβούλου στην απόφαση ΣτΕ 1091/2015, δεν συντρέχει παράβαση της αρχής non bis in idem, σε περίπτωση που επιβάλλονται περισσότερες διοικητικές κυρώσεις για τα αυτά μεν πραγματικά περιστατικά, αλλά για διαφορετική αιτία, όταν, δηλαδή, δεν ταυτίζονται τα έννομα αγαθά που προστατεύονται από τις οικείες διατάξεις και οι σκοποί που επιδιώκονται με αυτές. Η προσέγγιση αυτή είχε υιοθετηθεί και στην απόφαση ΣτΕ 715/2013, με την οποία κρίθηκε ότι τα έννομα αγαθά που προστατεύονται από τις διατάξεις της τηλεπικοινωνιακής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί ελεύθερου ανταγωνισμού και οι σκοποί που επιδιώκονται με αυτές δεν ταυτίζονται, οπότε η επιβολή σωρευτικά των αντίστοιχων διοικητικών κυρώσεων από την ίδια μάλιστα αρχή, εν προκειμένω την ΕΕΕΤ, για μία συμπεριφορά, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής αμφοτέρων των εν λόγω νομοθεσιών, δεν συνιστά από την άποψη της ταυτότητας εννόμων αγαθών παραβίαση της αρχής non bis in idem. Πρόκειται για την πάγια προσέγγιση της γαλλικής νομολογίας, κατά την οποία η αρχή ne bis in idem δεν τυγχάνει εφαρμογής οσάκις επιβάλλονται πλείονες, διοικητικού χαρακτήρα κατά το εθνικό δίκαιο, κυρώσεις, οι οποίες προέρχονται από διαφορετικές κυρωτικές αρχές. Έτσι, στον αθλητή ο οποίος συνελήφθη να κάνει χρήση αναβολικών σε συγκεκριμένη αθλητική διοργάνωση μπορεί να επιβάλει κυρώσεις τόσο η αρμόδια αθλητική ομοσπονδία, βάσει της σχετικής νομοθεσίας για τον έλεγχο αντιντόπινγκ, όσο και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας εφόσον ο αθλητής υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις [4]. Ομοίως, στον ένστολο είναι δυνατόν, για την ίδια παράβαση καθηκόντων, να επιβληθούν σωρευτικώς πειθαρχικές και υπη εσιακές κυρώσεις [CE 27 janvier 2006, Ministre de la defense, n° 265600]. Στις περιπτώσεις αυτές, η σώρευση είναι δυνατή διότι οι κυρώσεις στηρίζονται σε διαφορετικές νομικές αιτίες (causes juridiques différentes). H προσέγγιση αυτή, από την οποία εμπνέεται η μειοψηφούσα άποψη στην απόφαση ΣτΕ 1091/2015, αντικατοπτρίζει τη γενική στάση της γαλλικής έννομης τάξης, η οποία έχει περιορίσει δραστικά το ρυθμιστικό πεδίο της αρχής ne bis in idem, δεχόμενη, αφενός, ότι αυτή προϋ- ποθέτει επιβολή κυρώσεων από την ίδια κυρωτική αρχή και, αφετέρου, ότι η ανεξαρτησία ποινικής και πειθαρχι- κής διαδικασίας αποκλείει την εφαρμογή της. Το Conseil d’Etat επιβεβαίωσε προσφάτως την αρχή της σώρευσης ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων που στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, διευκρίνισε όμως ότι η συνολική διάρκεια των ποινών αυτών που επιβάλλονται από την πειθαρχική αρχή και από τον ποινικό δικαστή δεν πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια της ανώτερης εκ των δύο ποινών. Έτσι, εάν το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο επιβάλει σε φαρμακοποιό την ποινή της απαγόρευσης άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας λόγω παράβασης της επαγγελματικής δεοντολογίας και την ίδια ποινή επιβάλει ο ποινικός δικαστής για παράβαση του ποινικού κώδικα, δεν θα εφαρμοστούν σωρευτικά οι δύο ποινές, αλλά μόνον η ποινή με τη μεγαλύτερη διάρκεια [5]. Αντίθετα, είναι δυνατή η σωρευτική επιβολή υψηλού προστίμου από το πειθαρχικό όργανο και διαγραφής του ενδιαφερομένου από το μητρώο από την αρμόδια επαγγελματική ένωση.
3.Η απόφαση ΣτΕ 3473/2017 υιοθέτησε την άποψη της μειοψηφίας της ΣτΕ 1091/2015 και τη γαλλική προσέγγιση και δέχθηκε [σκέψη 11] ότι «είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα. Και τούτο διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής non bis in idem, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η μια από αυτές θα καθιστούσε ανενεργή την υποχρέωση που έχουν από το Σύνταγμα διαφορετικά κρατικά όργανα να προστατεύουν τους θιγομένους στα ατομικά τους δικαιώματα. Διάφορο δε είναι το ζήτημα, αν λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο θα κριθεί στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητος.» Θα πρέπει να τονιστεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας στηρίζει τη συλλογιστική του στη συνταγματική υποχρέωση των οικείων αρχών να ασκούν τις αρμοδιότητές τους για την προστασία των θιγομένων ατομικών δικαιωμάτων, προσέγγιση που θυμίζει την απόφαση ΣτΕ 2067/2011 σε σχέση με τη διάκριση των δικαιοδοσιών (άρθρα 94 και 96 του Συντάγματος). Περαιτέρω, όμως, ο εθνικός δικαστής προσπαθεί μεν να εφαρμόσει συνδυαστικά τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, στηρίζεται όμως τελικά μόνο στη νομολογία του ΔΕΕ, κατά την οποία η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον. Ειδικότερα:
-ΔΕΕ C-17/10 Toshiba Corporation της 14-2-2012 μείζονος συνθέσεως: η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει τη δυνατότητα της εθνικής αρχής ανταγωνισμού του οικείου κράτους μέλους να καταδικάσει στην καταβολή προστίμου τις επιχειρήσεις που μετείχαν σε σύμπραξη, στο πλαίσιο της επιβολής κυρώσεων για τα αποτελέσματα τα οποία η σύμπραξη αυτή παρήγαγε εντός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση, εφόσον τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στα μέλη της ίδιας συμπράξεως με απόφαση της Επιτροπής προγενέστερη της αποφάσεως της εθνικής αρχής ανταγωνισμού δεν αφορούσαν τα ως άνω αποτελέσματα

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

ΓνΝΣΚ 229/17 : Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Ν.3869/10. Είναι επιτρεπτός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (A' 90, ΚΕΔΕ), ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός απαιτήσεων της οφειλέτιδας του Δημοσίου με απαιτήσεις του ιδίου κατ' αυτής, μέχρι το ύψος που αυτές καλύπτονται, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή στο Ν. 3869/2010


Γν. ΝΣΚ 229/2017
ΤΜΗΜΑ B'
Συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2017

Σύνθεση:
Πρόεδρος : Αλέξανδρος Καραγιάννης, Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ.
Μέλη : Στέφανος Δέτσης, Θεόδωρος Ψυχογυιός, Δημήτριος Χανής, Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Αλέξανδρος Ροϊλός, Αδαμαντία Καπετανάκη, Ελένη Πασαμιχάλη, Χριστίνα Διβάνη, Διονύσιος Χειμώνας, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.
Εισηγήτρια: Νικολέτα Παπαρούνη, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ. (γνώμη χωρίς ψήφο).
Αριθμός ερωτήματος : Το με αρ. πρωτ. Δ.ΕΙΣΠΡ.Ε 1055710 ΕΞ 2017/6-4-2017 έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων - (Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης- Διεύθυνση Εισπράξεων - Τμ. Ε' ).

Ερώτημα: 
1. Σε περίπτωση έκδοσης προσωρινής διαταγής κατ' άρθρο 5 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει, με περιεχόμενο την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 αυτού «αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του», είναι επιτρεπτή η διενέργεια αυτεπάγγελτου συμψηφισμού κατ' άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. ανταπαίτησης της αιτούσας σε βάρος του Δημοσίου, με οφειλές της προς αυτό που έχουν υπαχθεί στην προσωρινή διαταγή, εμπίπτει δηλαδή η διενέργεια αυτεπάγγελτου συμψηφισμού στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης;
2. Σε αρνητική περίπτωση, τίθεται θέμα αναλογικής εφαρμογής (βάσει του άρθρου 15 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει) των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου 36 του Πτωχευτικού Κώδικα προϋποθέσεων ως προς τη διενέργεια του συμψηφισμού; Αν ναι, ποιο είναι το κρίσιμο χρονικό σημείο για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του συμψηφισμού, στο πλαίσιο αναλογικής εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης, ο χρόνος κατάθεσης της αίτησης υπαγωγής στον ν.3869/2010, ο χρόνος οριστικής υπαγωγής στη διαδικασία (άρθρο 8 του νόμου) ή τυχόν άλλο χρονικό σημείο;

Επί του ανωτέρω ερωτήματος, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα B'), γνωμοδότησε ως εξής:

Ιστορικό.
Από το έγγραφο της ερωτώσας Υπηρεσίας και τα στοιχεία του φακέλου που το συνοδεύουν προκύπτει το ακόλουθο πραγματικό , με βάση το οποίο υποβλήθηκαν τα εξεταζόμενα ερωτήματα:
1. Η οφειλέτιδα Ε.Τ. παρέχει υπηρεσίες δικαστικού επιμελητή και έχει οφειλές προς το Δημόσιο, βεβαιωμένες στη Δ.Ο.Υ. Κατερίνης, ύψους βασικής οφειλής 14.513,83 €, πλέον προσαυξήσεων/τόκων εκπρόθεσμης καταβολής τρέχοντος ύψους (στις 6/3/2017) 4.006,56 €. Επιπροσθέτως, ευθύνεται για οφειλές από φόρο εισοδήματος οικ. ετών 2012 και 2013, που έχουν βεβαιωθεί στον Α.Φ.Μ. του πρώην συζύγου της Ι. Χ. με τα Τ.Β. υπ' αριθ. 80008/31-7-2012 και 54012/20-10-2015, ύψους βασικής οφειλής 16.786,70 €, πλέον προσαυξήσεων/τόκων εκπρόθεσμης καταβολής τρέχοντος ύψους (στις 6/3/2017) 7.041,97 €. Συνεπώς, οι συνολικές οφειλές της αιτούσας προς το Δημόσιο, στο σύνολο τους ληξιπρόθεσμες, ανέρχονται στο ποσό των 42.349,06 € (συμπεριλαμβανομένων προσαυξήσεων/τόκων εκπρόθεσμης καταβολής).
2. Την 11/8/2016 η ανωτέρω οφειλέτιδα κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κατερίνης αίτηση υπαγωγής των οφειλών της στις διατάξεις του ν. 3869/2010 περί «Ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Η ανωτέρω αίτηση, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 17η/5/2017, επιδόθηκε στη Δ.Ο.Υ. Κατερίνης στις 18/8/2016.
3. Στην ως άνω αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 περιλαμβάνεται επικουρικό αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής (σε περίπτωση μη επίτευξης προδικαστικού συμβιβασμού) για α) αναστολή κάθε καταδιωκτικού μέτρου εναντίον της απούσας, β) διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας της μέχρι την εκδίκαση της αίτησης της και την έκδοση οριστικής απόφασης υπαγωγής και ρύθμισης των οφειλών της και γ) καθορισμό μηνιαίων δόσεων κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Στη συνέχεια του αιτητικού διατυπώνονται τα αιτήματα της οφειλέτιδας κατ' άρθρα 8 και 9 του ν. 3869/2010 περί οριστικής δικαστικής ρύθμισης των οφειλών της και εξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων αυτής από την εκκαθάριση, τέλος δε διατυπώνεται το αίτημα «να μην παρακρατά η Εφορία τα χρήματα που είναι να μου δίνει από την εργασία μου».
4. Ακολούθως, στις 25/1/2017 η Ειρηνοδίκης Κοζάνης εξέδωσε προσωρινή διαταγή, με την οποία διέταξε την «αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά της αιτούσας μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης αιτήσεως» και τη «διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης αιτήσεως», σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, όρισε τις υπαγόμενες απαιτήσεις προς τη Δ.Ο.Υ Κατερίνης στο ποσό των 41.383,21 ευρώ και την καταβολή προς τους πιστωτές συμμέτρως μηνιαίων δόσεων ποσού εκατόν (100) ευρώ, καταβαλλομένου εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, έως τη συζήτηση της αίτησης και υπό τον όρο συζήτησης αυτής στην ορισθείσα δικάσιμο της 17ης/5/2017, αρχής γενομένης από το Φεβρουάριο του 2017 (Σύμφωνα με προφορική ενημέρωση την 17-5-2017 συζητήθηκε η αίτηση, χωρίς να έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση επ' αυτής).
5. Κατόπιν αυτών, με το υπ' αρ. πρωτ. 6598/2-2-2017 έγγραφο της, η Δ.Ο.Υ. Κατερίνης αιτήθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Εισπράξεων (ερωτώσα υπηρεσία) την παροχή οδηγιών σχετικά με το επιτρεπτό ή μη διενέργειας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού, κατ' άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε., ανταπαίτησης της αιτούσας σε βάρος του Δημοσίου για υπηρεσίες που παρείχε ως δικαστική επιμελήτρια κατά τα έτη 2013 και 2014, συνολικού ύψους 18.203,34 ευρώ, με τις ως άνω απαιτήσεις του Δημοσίου σε βάρος αυτής και την έκταση τυχόν συμψηφισμού.

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

ΕφΠατρών 549/2017 : "Δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις - Διεθνής δικαιοδοσία - Αναγνώριση κι εκτέλεση αλλοδαπής αποφάσεως - Εκούσια δικαιοδοσία – Διατροφή ανήλικου τέκνου"


Στις περιπτώσεις υποθέσεων διατροφής με στοιχεία αλλοδαπότητας όταν ο υπόχρεος σε διατροφή και εναγόμενος διαμένει στην ελληνική επικράτεια και ο δικαιούχος της διατροφής και ενάγων διαμένει στην Ουκρανία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν καταρχήν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υπόθεσης, αλλά δεν έχουν την αποκλειστική κατά τόπο αρμοδιότητα για την εκδίκασή της. Κατά τόπο αρμόδια να είναι τόσο τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και υπόχρεου προς διατροφή, αλλά και τα ουκρανικά σύμφωνα με την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι της κατοικίας του δανειστή, δικαιούχου της διατροφής και ενάγοντος στη σχετική δίκη.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από την Γραμματέα, Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ : ..., κατοίκου ,,,,,,,,,,,,, του Νομού Ηλείας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ΠΜ που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ... κατοίκου Ουκρανίας (...), νομίμως εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από το Ελληνικό Δημόσιο και εν προκειμένω τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Κίεβο στις 2 Ιουλίου 2002 και κυρώθηκε με το Ν. 3281/2004 (ΦΕΚ Α' 207/1-11-2004) περί «Κυρώσεως της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις» (άρθρο 3) και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ' του Ν. 3086/2002 (ΦΕΚ Α' 324) «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Κατάσταση των Λειτουργών και των υπαλλήλων του», η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ΓΔ, που κατέθεσε προτάσεις.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΣ : στον κ. Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, που δεν παραστάθηκε.
Η εφεσίβλητη-αιτούσα με την από 16.11.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΕ289/27-11-2012 αίτηση της που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτή.
Ο κυρίως παρεμβαίνων-εκκαλών με την από 11.1.2013 και με αριθμό καταθέσεως ΜΕ7/11-1-2013 κύρια παρέμβαση του, που άσκησε στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο ζήτησε να γίνει δεκτή αυτή και να απορριφθεί η προαναφερόμενη αίτηση της αιτούσας. Επί των υποθέσεων αυτών, που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 91/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που δέχτηκε την αίτηση και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ως άνω κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλών με την από 11.6.2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Ηλείας 44/2013 έφεση του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε με την 114/2016 πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών η 12η Ιανουαρίου 2017, οπότε και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (2.11.2017).
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από 11.6.2013 (αριθμ κατ. δικ. 44/14-6-2013) έφεση κατά της υπ' αριθμ 91/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ και 741 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεση της, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο ( ως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατ άρθρο 44 του Ν.4446/2016), πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1, 741, 739 επ ΚΠολΔ), μετά και την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, με την επίδοση αντιγράφου της, σύμφωνα με τα άρθρα 748 παρ. 2 και 760 ΚΠολΔ στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πατρών (βλ. υπ'αριθμ 2481/11.1.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, …).
Κατ άρθρο 905 παρ.1 ΚΠολΔ «με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του Μονομελούς Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους». Ως εκ τούτου τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο σχετικά με την κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα τελούν υπό την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες, κατ' άρθρ. 28 του Συντάγματος, υπερέχουν των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ και συνεπώς τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόζονται επί απόφασης δικαστηρίου χώρας, με την οποία η Ελλάδα έχει καταρτίσει διεθνή σύμβαση (ΑΠ 670/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος). Με τις διατάξεις δε του Ν. 3281/2004 κυρώθηκε και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις που υπογράφηκε στο Κίεβο στις 2/7/2002, όπου στην παρ. 3 του άρθρου 1 αυτού διευκρινίζεται ότι «για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας, ως αστικές υποθέσεις θεωρούνται οι υποθέσεις αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου», ενώ στις διατάξεις των άρθρων 20 έως 23 του ως άνω νόμου ρυθμίζονται τα σχετικά με την αναγνώριση και εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, δηλαδή ορίζονται οι προϋποθέσεις (θετικές και αρνητικές) που πρέπει να συντρέχουν ώστε να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση που εκδόθηκε σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη από το έτερο Συμβαλλόμενο Μέρος. Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παρ. 1 ορίζεται ότι «καθένα εκ των Συμβαλλομένων Μερών αναγνωρίζει και εκτελεί στην επικράτεια του τις ακόλουθες αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, και έχουν κηρυχθεί εκτελεστές σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους: α) δικαστικές αποφάσεις επί αστικών υποθέσεων...», ήτοι αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου (σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου), στο άρθρο 21 ορίζεται ότι «1. Αρμόδια να αποφασίσουν επί αιτήματος για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης είναι τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους εντός της επικράτειας του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση. 2. Η αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης δύναται να υποβληθεί απευθείας από τον αιτούντα προς το αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου ζητείται να γίνει η αναγνώριση και η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. 3. Η αίτηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος, β. Περίληψη του αιτήματος, γ. Κατάλληλη υπογραφή. 4. Η αίτηση συνοδεύεται από: α. Επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, καθώς και πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως ή μερικώς εκτελεστή και οριστική, εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν περιέχονται στην ίδια τη δικαστική απόφαση, β. Πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι ο ηττηθείς διάδικος που δεν παραστάθηκε στη δίκη κλήθηκε κατά τα δέοντα σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, γ. Μετάφραση των εγγράφων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, καθώς και μετάφραση του αιτήματος, εάν το εν λόγω αίτημα δεν έχει συνταχθεί στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωρισθεί και να εκτελεστεί η απόφαση», ενώ στο άρθρο 22 του ως άνω νόμου ορίζονται περιοριστικά οι περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αναγνώριση και η εκτέλεση δικαστικής απόφασης Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με το οποίο «η αναγνώριση και εκτέλεση μίας δικαστικής απόφασης μπορεί να μην γίνει δεκτή στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. Εάν ο ηττηθείς διάδικος δεν παραστάθηκε στη δίκη επειδή δεν είχε κληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, β. Εάν μία οριστική απόφαση έχει εκδοθεί προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με την ίδια υπόθεση από δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση, γ. Εάν η απόφαση της οποίας η αναγνώριση ζητείται, είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση». Η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, με την έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 33 του ΑΚ, κρίνεται όχι από την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων, διαφορετικών από τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν οι τελευταίες αφορούν την εσωτερική δημόσια τάξη και αποτελούν κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά από το εάν και κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση που έδωσε η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην Ελληνική Επικράτεια έννομες συνέπειες που προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν στην Ελλάδα σε ορισμένο χρόνο και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον Ελλαδικό χώρο και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή  κανόνων  αλλοδαπού  δικαίου, η οποία  μπορεί  να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα (βλ. ΟλΑΠ 6/1990, ΑΠ 1314/1994, ΑΠ 108/ 2001, ΑΠ 1255/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Γίνεται δε δεκτό ότι υπάρχει αντίθεση στη δημόσια τάξη λόγω εφαρμογής ορισμένης διάταξης του δικονομικού δικαίου αν η διάταξη αυτή δεν εξασφαλίζει επαρκή άμυνα στο διάδικο (βλ. ΕφΑΘ 6341/1999 ΑρχΝ 1999. 703). «δ. Εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, εντός της επικράτειας του οποίου η δικαστική απόφαση πρόκειται να αναγνωρισθεί και να εκτελεστεί, τα δικαστήρια αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης της υπόθεσης».

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

"Ποινική ευθύνη των ιατρών στην Ιατρική των Καταστροφών" [Άγκυ Σπ. Λιούρδη Επίκουρη Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ]


(Εισήγηση στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πατρών και με κεντρικό θέμα «ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ» την Παρασκευή 26 και Σάββατο 27 Μαΐου 2017)


Ως ιατρική των καταστροφών νοείται εκείνο το τμήμα  της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την αναγνώριση και την ιατρική αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών με πολυάριθμα θύματα μετά από φυσικές ή ανθρωπογενείς μαζικές καταστροφές. Ως «καταστροφή» χαρακτηρίζεται μια κατάσταση κατά την οποία σε μικρό χρονικό διάστημα προκύπτει μεγάλος αριθμός θυμάτων σε σχέση με τις τρέχουσες δυνατότητες ενός συστήματος να τα περιθάλψει. Βασικό χαρακτηριστικό των καταστάσεων αυτών είναι το στοιχείο της «μαζικότητας».

Οι καταστάσεις καταστροφών θέτουν σε δοκιμασία τα όρια της κλασικής ιατρικής, δημιουργώντας αμηχανία και ανασφάλεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων αποτελούν περιστατικά όπως το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη μουσική σκηνή Μπατακλάν στο Παρίσι, στη Νίκαια της Γαλλίας, στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ» στην Κωνσταντινούπολη, στο μετρό και το αεροδρόμιο των Βρυξελλών. Άλλα παραδείγματα καταστροφής ανθρωπογενών παραγόντων αποτελεί η έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ, το περιστατικό του Νορβηγού μακελάρη Μπρέιβικ, ενώ τέλος πρόσφατο παράδειγμα καταστροφής από φυσικά αίτια είναι η σχεδόν ολική ισοπέδωση του χωριού Αματρίτσε από τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την κεντρική Ιταλία τον περασμένο χρόνο, το τσουνάμι του 2011 στην Ιαπωνία που προκάλεσε και την μετέπειτα έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκοσίμα κ.α. Αν κανείς σκεφτεί ότι ο απολογισμός του τρομοκρατικού χτυπήματος στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ» ήταν περίπου 41 νεκροί και 239 τραυματίες, ή ότι του σεισμού στην Ιαπωνία το 2011 ήταν όπως υπολογίστηκε 5.363 τραυματίες, αντιλαμβάνεται αμέσως το μέγεθος για το οποίο μιλάμε.

Τέτοιες καταστάσεις αφορούν φυσικά και την Ελλάδα, όπου τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση ορισμένων φυσικών καταστροφών (π.χ. πλημμύρες, πυρκαγιές), χωρίς όμως να λείπουν και οι ανθρωπογενείς τοιαύτες, που οφείλονται στις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών ή σε αμέλεια των υπαιτίων. Συνεπώς και στη χώρα μας ανακύπτουν στην ιατρική επιστήμη τα αυτά ζητήματα και διλήμματα.

Οι ιατροί, που θα σπεύσουν στο σημείο της καταστροφής, θα πρέπει:

α) να εκτιμήσουν την κατάσταση, ήτοι το είδος του συμβάντος, τον αριθμό των θυμάτων και τη βαρύτητα των κακώσεών τους. 
β) να προβούν σε αναγνώριση των κακώσεων, να εκτιμηθούν δηλαδή τα ιατρικά προβλήματα των θυμάτων
γ) να προβούν σε διαλογή των θυμάτων
δ) να προχωρήσουν στην αντιμετώπιση των κακώσεων των θυμάτων και
ε) να γίνει διακομιδή, δηλαδή η μεταφορά των θυμάτων στον κοντινότερο και καταλληλότερο υγειονομικό σχηματισμό με το ταχύτερο και ασφαλέστερο μέσο.

Το βασικό ζήτημα που ανακύπτει είναι ο εντοπισμός από τον ιατρό εκείνων των ασθενών που χρήζουν άμεσης παροχής ιατρικών υπηρεσιών. Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει αποτυπωθεί έντονος επιστημονικός προβληματισμός σε σχέση ακριβώς με εκείνο το στοιχείο ή την ιδιότητα που θα μπορούσε να βαρύνει ως κριτήριο για να προβεί κανείς στην επιλογή των θυμάτων, που χρήζουν άμεσης βοήθειας και άρα για την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στις αντίστοιχες ιατρικές πράξεις.

Ένα από τα κριτήρια, που έχει προταθεί από τη θεωρία είναι εκείνο της ηλικίας του θύματος. Σε όμοιο δηλαδή κίνδυνο (ζωής ή υγείας) θα πρέπει ο ιατρός να προτιμήσει να σώσει το νεότερο ηλικιακά άτομο. Η συγκεκριμένη πρόταση γίνεται δεκτή από μεγάλο μέρος της ιατρικής επιστήμης αλλά βρίσκει και υποστηρικτές και στη νομική θεωρία. Κατά την άποψή μου το κριτήριο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Η αξία της ζωής ως απόλυτο αγαθό δεν φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Κατά συνέπεια καθίστανται – από συνταγματική τουλάχιστον άποψη – ανεπίτρεπτες τέτοιου είδους σταθμίσεις της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Εκτός αυτού, τυχόν υιοθέτηση του σχετικού κριτηρίου από τον νόμο θα οδηγούσε σε βάναυση προσβολή της απόλυτης προστασίας της αξίας του ανθρώπου, αφού στην πράξη θα κατέληγε να παρέχει κατά προτεραιότητα ιατρικές υπηρεσίες στους νεότερους, ακόμα κι αν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είχαν τις ίδιες πιθανότητες σωτηρίας. Θα εθεωρείτο με άλλα λόγια, κατ’ αποτέλεσμα, ως υποδεέστερης αξίας η ζωή των ατόμων της τρίτης ηλικίας.

Επιπλέον, σύμφωνα με το ά. 5 παρ. 5 Σ, το δικαίωμα στην υγεία και κατ’ επέκταση στη λήψη ιατρικής φροντίδας είναι αναπαλλοτρίωτο και ανεπίδεκτο παραίτησης. Θα πρέπει δε να ληφθεί υπόψη το γεγονός, που ούτε από την ιατρική επιστήμη αμφισβητείται, ότι ενδέχεται πολλές φορές να μην ταυτίζονται οι μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης με τη μικρότερη ηλικία. 

Άλλο κριτήριο που προτάθηκε είναι εκείνο του κοινωνικού ρόλου των κινδυνευόντων θυμάτων. Σύμφωνα μ’ αυτό, προτεραιότητα έχει η διάσωση ενός καθηγητή Πανεπιστημίου από έναν άνεργο, ή μιας μητέρας από μια γυναίκα χωρίς παιδιά.  Θα λέγαμε ότι και εδώ παρουσιάζεται ο ίδιος «χρησιμοθηρικός» χαρακτήρας με το προηγούμενο κριτήριο, αφού αποβλέπει στη διατήρηση της ζωής που αποφέρει για την κοινωνία μεγαλύτερο συνολικό όφελος. Έρχεται λοιπόν και αυτό σε ευθεία παραβίαση με την απόλυτη προστασία της ανθρώπινης αξίας, αλλά και με την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας (ά. 5 παρ. 1, 2 Σ) και την προστασία της ιδιωτικής ζωής (ά. 9 παρ. 1 εδ. β Σ). Αν ακολουθείτο το παραπάνω κριτήριο στη «διαλογή» και παραγκωνίζονταν εκείνοι που δεν είχαν π.χ. λευκό ποινικό μητρώο, η παραπάνω ενέργεια – ή πιο σωστά παράλειψη – θα ισοδυναμούσε με επαναφορά της θανατικής ποινής και θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το ά. 3 ΕΣΔΑ. Η σχέση ιατρού – ασθενούς βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, η οποία θα διαρραγεί, αν ξαφνικά ο ιατρός αναγορευθεί σε θεματοφύλακα του αποδεκτού από την κοινωνία τρόπου συμπεριφοράς και συμβίωσης.

Ένα επιπλέον προτεινόμενο κριτήριο είναι εκείνο της χρονικής προτεραιότητας, το οποίο εναρμονίζεται με την αρχή prior tempore potior jure ( «πρότερος κατά χρόνον ισχυρότερος κατά δικαίωμα»). Το κριτήριο αυτό υιοθετείται και στον ν. 3984/2011 «Δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων και άλλες διατάξεις». Ωστόσο, και αυτό το κριτήριο είναι προβληματικό. Τούτο διότι αν εφαρμοζόταν θα οδηγούσε σε πλήρη παράβλεψη της πολυμορφίας που εμφανίζουν τα περιστατικά συγκεκριμένης «καταστροφής» (μαζικού ατυχήματος). Η εν λόγω παράβλεψη με τη σειρά της θα είχε ως αποτέλεσμα να παρέχεται κατά προτεραιότητα ιατρική φροντίδα σε ασθενή του οποίου η κατάσταση της υγείας του επιτρέπει την αναβολή, επειδή είχε απλώς  την «τύχη» να εντοπισθεί νωρίτερα από τις ομάδες διάσωσης σε σχέση με άλλον βαρύτερα τραυματισμένο.

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 291/2017 Πρόστιμα. Εικονικά φορολογικά στοιχεία . Εφαρμογή επιεικέστερης διάταξης.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ / ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ / ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 
Αριθμός γνωμοδότησης 291 /2017
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ / (Β' Τμήμα)
Συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2017 
Σύνθεση: 
Πρόεδρος: Αλέξανδρος Καραγιάννης, Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Μέλη: Στέφανος Δέτσης, Θεόδωρος Ψυχογυιός, Δημήτριος Χανής, Αλέξανδρος Ροϊλός, Αδαμαντία Καπετανάκη, Ελένη Πασαμιχάλη, Χριστίνα Διβάνη και Διονύσιος Χειμώνας, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.
Εισηγήτρια: Χριστίνα Διβάνη, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους. 
Αριθμός ερωτήματος: Το υπ αριθμ. πρωτ. ΔΕΑΦ Δ 1178802ΕΞ 2017 έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Γενική Δ/νση Φορολογικής Διοίκησης/Δ/νση Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας/Τμήμα Δ, Γ").
Ερώτημα: Εάν, μετά την κατάργηση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Δ., δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 35 του άρθρου 72 του ΚΦΔ για παραβάσεις έκδοσης εικονικών στοιχείων που η εικονικότητα του στοιχείου αφορά τον χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, που διαπράχθηκαν μέχρι τις 26.7.2013 και μέχρι την κατάθεση του ν. 4337/2015 (12.10.2015) δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων.

Επί του ανωτέρω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Β') γνωμοδότησε ομοφώνως ως ακολούθως: 

Ιστορικό

Από τα έγγραφα της ερωτώσης υπηρεσίας και τα στοιχεία του φακέλου που το συνοδεύουν προκύπτει το ακόλουθο πραγματικό:

1. Με αφορμή υπόθεση σχετικά με την επιβολή προστίμων της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 σε βάρος συγκεκριμένης επιχείρησης για έκδοση εικονικών στοιχείων ως προς την περιγραφόμενη συναλλαγή, που αφορούσαν χρήσεις 2005 έως και 2009, της οποίας επελήφθη και εξέδωκε απόφαση η Δ.Ε.Δ. (Υποδιεύθυνση Επανεξέτασης Θεσσαλονίκης) επί ασκηθείσης ενώπιον της ενδικοφανούς προσφυγής, η ερωτώσα υπηρεσία διατύπωσε αντίθετη νομική άποψη ως προς το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, εάν δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 35 του άρθρου 72 του ΚΦΔ, μετά την κατάργηση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Δ., για παραβάσεις έκδοσης εικονικών στοιχείων, που διαπράχθηκαν μέχρι τις 26.7.2013 και μέχρι την κατάθεση του ν. 4337/2015 (12.10.2015) δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, στις περιπτώσεις που η εικονικότητα των στοιχείων αφορά τον χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής. 

Νομοθετικό πλαίσιο

2. Στη διάταξη του άρθρου 5 του ν.2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία» (ΑΊ79), όπως ίσχυε μέχρι την 26.7.2013 για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτή, ορίζονταν τα εξής: «10. Οι παρακάτω περιπτώσεις, επίσης, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στις κατ' ιδίαν διατάξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας:

α) ... β) Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών, η νόθευση αυτών, καθώς και η καταχώρηση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο, συνιστά ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επισύρει πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου ή καταχώρηση, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ. Π.Α. εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των "χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ" Σε αντίθετη περίπτωση θεωρείται ιδιαίτερη κατηγορία αυτοτελούς παράβασης και επιβάλλεται το πρόστιμο κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 8 και 9. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας το πρόστιμο της περίπτωσης αυτής, επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%)...».

3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής διαδικασίας» (ΚΦΔ) - (ΑΊ70), που δημοσιεύθηκε στις 26-7-2013, όπως ίσχυε μέχρι και 16-10-2015, δηλαδή πριν την κατάργησή της δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 4β του ν.4337/2015 (Α' 129/17-10-2015) ορίζονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Αρθρο 55. Παραβάσεις φοροδιαφυγής

1...2 α)...β)... γ) Σε περίπτωση έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης αυτών, καθώς και καταχώρησης στα βιβλία, αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο1 ή λήψης εικονικών στοιχείων επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας του στοιχείου. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας.

Εξαιρετικά στις κατωτέρω περιπτώσεις το πρόστιμο της περίπτωσης γ' μειώνεται ως εξής: αα)... ββ)... γγ) ... δδ) Όταν η εικονικότητα του στοιχείου αφορά το χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, η οποία αποδεικνύεται ότι αφορά άλλη υποκρυπτόμενη πραγματική συναλλαγή και κατά συνέπεια η έκδοση του εικονικού στοιχείου δεν επιφέρει καμία απώλεια εσόδων σχετικά με φόρους, επιβάλλεται πρόστιμο για την έκδοση μη προσήκοντος στοιχείου, ύψους πεντακοσίων ευρώ ανά στοιχείο και με ανώτατο ύψος προστίμου πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ανά ελεγχόμενο φορολογικό έτος».

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

ΠΠρΑθ 2373/2017 : "Εύλογη αμοιβή δικαιούχων πνευματικής ιδιοκτησίας για την ιδιωτική αναπαραγωγή των έργων τους. Οι συσκευές έξυπνων κινητών τηλεφώνων (smartphones) αποτελούν συσκευές ήχου και εικόνας, που όμως δεν υπάγονται στην έννοια των «ηλεκτρονικών υπολογιστών» του άρθρου 18 του Ν. 2121/1993 λόγω των ουσιωδών μεταξύ τους διαφορών."


Περίληψη απόφασης: Πνευματική ιδιοκτησία. Οδηγία 2001/29/ΕΚ. Τα κράτη μέλη επιτρέπεται να θεσπίζουν εξαιρέσεις από το αναγνωριζόμενο στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής του έργου του, εφόσον προβλέπεται παράλληλα η καταβολή σ’ αυτόν “δίκαιης αποζημίωσης”. Βάσει του άρθρου 18 παρ. 3 του Ν. 2121/1993, όπως ισχύει, από τα τεχνικά μέσα που υπόκεινται στην ως άνω δίκαιη αποζημίωση (εύλογη αμοιβή) υπέρ του δικαιούχου εξαιρούνται οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά λόγω της αντίθεσής της προς την ενωσιακή νομοθεσία. Οι συσκευές έξυπνων κινητών τηλεφώνων (smartphones) αποτελούν συσκευές ήχου και εικόνας, που όμως δεν υπάγονται στην έννοια των «ηλεκτρονικών υπολογιστών» του άρθρου 18 του Ν. 2121/1993 λόγω των ουσιωδών μεταξύ τους διαφορών. Επομένως, ως προς αυτά ισχύει ο κανόνας της εύλογης αμοιβής των δικαιούχων.



[…1. Τα άρθρα 2 και 5 §§ 2 στ. β΄ και 5 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 «για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας» (εφεξής «οδηγία») προβλέπουν τα εξής: «Άρθρο 2 – Δικαίωμα αναπαραγωγής: Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει: α) στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους, β) στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους, γ) στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους, δ) στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους, ε) στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης. … Άρθρο 5 – Εξαιρέσεις και περιορισμοί: … 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις: … β) αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό, … 5. Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου».
2. Το άρθρο 5 § 2 στ. β΄ της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την δυνατότητα να προβλέψουν εξαίρεση από το προβλεπόμενο στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής ή περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος στην περίπτωση αναπαραγωγών επί οποιουδήποτε υποθέματος, στις οποίες προβαίνει φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρον ότι οι φορείς του αποκλειστικού δικαιώματος αυτού λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση, ως προς την οποία συνεκτιμώνται τα τεχνολογικά μέτρα του άρθρου 6 της οδηγίας (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Ε. [….]). Δηλαδή, όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να εισαγάγουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την παραπάνω εξαίρεση, οφείλουν να προβλέψουν την καταβολή δίκαιης αποζημιώσεως υπέρ των δικαιούχων του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής (βλ. […]).
3. Πρόκειται για περιορισμό του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής που ισοδυναμεί με άδεια εκ του νόμου (βλ. […]).
4. Η «δίκαιη αποζημίωση» είναι αυτοτελής έννοια του ενωσιακού δικαίου, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη μέλη που έχουν εισαγάγει την –προαιρετική– εξαίρεση ιδιωτικής αντιγραφής, ανεξαρτήτως της ευρείας ευχέρειας που τους παρέχεται να καθορίζουν την μορφή, τον υπόχρεο, την διαδικασία καταβολής και το ύψος της ως άνω δίκαιης αποζημιώσεως εντός των ορίων που επιβάλλονται από το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως από την οδηγία (βλ. […]).
5. Σκοπός της ως άνω δίκαιης αποζημιώσεως είναι να παράσχει «επαρκή» επανόρθωση στους δημιουργούς για τη χρήση των προστατευόμενων έργων τους χωρίς την άδειά τους, οπότε η δίκαιη αποζημίωση πρέπει να θεωρείται ως το αντιστάθμισμα της ζημίας που υπέστησαν (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 35 και 38 της οδηγίας, Austro-Mechana σκέψη 19, Hewlett-Packard σκέψη 36, Stichting de Thuiskopie σκέψη 24, Padawan σκέψεις 39-40). Τούτο δε, διότι η παραγωγή αντιγράφου από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί ως ιδιώτης, χωρίς την άδεια του δημιουργού του οικείου έργου, πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη επιζήμια για τον τελευταίο (βλ. Padawan σκέψη 44).
6. Παρέπεται ότι η δίκαιη αποζημίωση πρέπει να συναρτάται με την ζημία που προξενείται στους δημιουργούς των προστατευόμενων έργων λόγω της δημιουργίας ιδιωτικών αντιγράφων (βλ. Nokia Italia κ.λπ. σκέψη 28, EGEDA κ.λπ. σκέψη 26, Hewlett-Packard σκέψη 36, Copydan Båndkopi σκέψη 21, Stichting de Thuiskopie σκέψη 24, Padawan σκέψεις 39, 40, 42, 50).
7. Επομένως, ένα σύστημα χρηματοδοτήσεως της δίκαιης αποζημιώσεως είναι συμβατό με τις επιταγές της μνημονευόμενης στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29 «δέουσας ισορροπίας» μεταξύ αφενός των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των δημιουργών, που είναι δικαιούχοι της δίκαιης αποζημιώσεως, και αφετέρου των δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, μόνον αν οι επίμαχες συσκευές και τα υποθέματα αναπαραγωγής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ιδιωτική αντιγραφή και, ως εκ τούτου, να προξενήσουν ζημία στον δημιουργό του προστατευόμενου έργου. Υφίσταται, επομένως, δεδομένων των απαιτήσεων αυτών, αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της επιβολής δίκαιης αποζημίωσης στις εν λόγω συσκευές και στα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής και της χρήσεως τούτων για ιδιωτική αναπαραγωγή (βλ. Nokia Italia κ.λπ. σκέψη 29, Padawan σκέψη 52). Μεταξύ των συσκευών και των υποθεμάτων, τα οποία είναι πρόσφορα για ιδιωτική αντιγραφή, συμπεριλαμβάνονται, ενδεικτικώς, οι ψηφιακοί δίσκοι, τα διάφορα είδη ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα κινητά τηλέφωνα, οι κάρτες μνήμης, τα κλειδιά USB (βλ. τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, Nils Wahl, της 4ης Μαΐου 2016 στην υπόθεση C-110/15, EU:C:2016:326, σκέψη 23).
8. Συναφώς, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι οι ιδιώτες χρήστες όντως παρήγαγαν ιδιωτικά αντίγραφα με τον εν λόγω εξοπλισμό, τις συσκευές και τους υλικούς φορείς ψηφιακής αναπαραγωγής, καθώς τεκμαίρεται –αμάχητα– ότι τα ως άνω πρόσωπα επωφελούνται πλήρως από τη θέση του εξοπλισμού στη διάθεσή τους, λογίζεται, δηλαδή, ότι κάνουν χρήση όλων των σχετικών με τον εν λόγω εξοπλισμό λειτουργιών, περιλαμβανομένης της λειτουργίας της αναπαραγωγής (βλ. […]).

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Η με αριθμό 20239/2017 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (υποχρέωση της διοικήσεως για παροχή πληροφοριών, απάντηση επι αιτήσεων, δικαιώματα του διοικουμένου [του Αντώνη Π. Αργυρού, Δικηγόρου ΑΠ]


Η με αριθμό 20239/2017 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών[1]
 «… 6. Επειδή, στο άρθρο 10 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζεται ότι: «1. Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με τον νόμο.
2.   3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει». Όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 3938/2013, 1214/2010, 1673/2009), η έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων δεν είναι ότι σε κάθε περίπτωση, χωρίς δηλαδή ειδική περί τούτου διάταξη νόμου, η Διοίκηση υποχρεούται να απαντά στις αναφορές των πολιτών, εκδίδοντας εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ή ότι, ελλείψει ειδικής περί τούτου προβλέψεως νόμου, οι σχετικές παραλείψεις της Διοικήσεως υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο, ανεξαρτήτως άλλων συνεπειών, όπως πειθαρχικής ευθύνης κλπ, τις οποίες θα συνεπήγοντο οι παραλείψεις αυτές για το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Επομένως, εφόσον δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δεν μπορούν να αποτελέσουν, αυτοτελώς, το νόμιμο έρεισμα για υποχρέωση της Διοικήσεως να αποφανθεί επί αιτήματος του διοικούμενου και δεν στοιχειοθετείται, ως εκ τούτου, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας ούτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
7.    Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με τον ν.2690/1999 (ΦΕΚ Α΄ 45), όπως οι παρ. 1 και 2 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3242/2004 (ΦΕΚ Α΄ 102), η παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 3 του ν.3230/2004 (ΦΕΚ Α΄ 44), οι δε παρ. 5 και 6 προστέθηκαν με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3242/2004, ορίζονται τα εξής: «Διεκπεραίωση υποθέσεων 1. α. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένωνκαι να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα (50) ημερών,εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή συγκέντρωση του συνόλου των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία …

β. … 2. Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει … να γνωστοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα: (α) τους λόγους της καθυστέρησης, (β) τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση … και (γ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.

3.  Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από τις κατά την παράγραφο 1 υποχρεώσεις αν το αίτημα είναι εμφανώς παράλογο, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό.
4.    Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, να χορηγούν αμέσως πιστοποιητικά και βεβαιώσεις. Αν η άμεση χορήγηση τούτων δεν είναι δυνατή, αυτά αποστέλλονται ταχυδρομικώς …
5.    Η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί στον ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής …
6.   Οι προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν …». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νομοθέτης έχει θεσπίσει κανόνες διαδικασίας που αποβλέπουν προεχόντως στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της Διοικήσεως και στην ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών, ειδικότερα δε στη δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών (ΣτΕ 3004/2010 Ολομ). Εξάλλου, οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 3 του Συντάγματος, που καθιερώνει υποχρέωση της Διοικήσεως να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, έχουν την έννοια ότι ως ενδιαφερόμενος νοείται όχι μόνον αυτός που θεμελιώνει συγκεκριμένο έννομο συμφέρον, αλλά και οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί το ενδιαφέρον του για την υποβολή αιτήματος κατά το άρθρο 4 του ν.2690/1999 ή για γνώση του περιεχομένου συγκεκριμένων διοικητικών εγγράφων κατά το άρθρο 5 του ιδίου Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 94/2013 Ολομ). Ως εύλογο, όμως, ενδιαφέρον δεν νοείται το ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων των διοικητικών υπηρεσιών και για την τήρηση των νόμων, αλλά εκείνο το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης, προσωπικής έννομης σχέσεως, συνδεομένης με το υποβαλλόμενο αίτημα ή με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία ζητείται η πρόσβαση (πρβλ. ΣτΕ 3938/2013, 1214/2010).
8.    Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα διαλαμβάνεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού  συμφέροντος…..».
        Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ….». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε περίπτωση παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την ενάσκηση της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, μπορεί να επιδικάσει στον ζημιωθέντα, ύστερα από αίτησή του, εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. ΣτΕ 1756/2014, 122/2011, 1249, 1229/2010, 2536/2008, 2559/2007 7μ.), αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπόψη του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.), και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΣτΕ 1771/2012, 3586/2011, 473/2011)…»


                                       




[1] δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.