Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΣτΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΣτΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

ΣτΕ Ολ: 209/2020 νομιμοποίηση ΑΕ ενώπιον ΤΔΔ. Νομιμοποίηση και παράσταση των ανωνύμων εταιρειών ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων



ΣτΕ 209/2020 Ολομ.
Πρόεδρος: Αικατερίνη Σακελλαροπούλου
Εισηγήτρια: Σοφία Βιτάλη

Νομιμοποίηση και παράσταση των ανωνύμων εταιρειών ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

Από τον συνδυασμό των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999 - άρθρα 23, 25 παρ. 2, 26, 28, 30, 35, 133 παρ. 2, 139Α), του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν. 2830/2000 – άρθρο 8) και του ΚΝ 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών» (άρθρα 18 παρ. 1 και 22 παρ. 3), προκύπτουν τα εξής: Η προσκόμιση ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο προσφυγής δικηγόρο αρκεί για την νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφ’ όσον στο εν λόγω πληρεξούσιο βεβαιώνεται η ύπαρξη των λοιπών νομιμοποιητικών στοιχείων (ήτοι του καταστατικού, των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο ήταν όντως το, κατά το νόμο και το καταστατικό, αρμόδιο για την εκπροσώπηση της εταιρείας όργανο, χωρίς να απαιτείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, για το παραδεκτό της προσφυγής εξ απόψεως νομιμοποιήσεως της εταιρείας, η επιπλέον προσκόμιση των στοιχείων αυτών στο δικαστήριο. Τούτο διότι, ο έλεγχος και η πιστοποίηση από συμβολαιογράφο, ο οποίος είναι δημόσιος λειτουργός που συμβάλλει στο έργο της δικαιοσύνης , της νομιμοποιήσεως των εμφανιζομένων ως νομίμων εκπροσώπων νομικού προσώπου με τα κατά νόμο έγγραφα είναι επαρκής, κατά νόμο, για την απόδειξη τόσο της νομιμοποιήσεως του νομικού προσώπου όσο και για την χορήγηση της δικαστικής πληρεξουσιότητας, ενόψει και του ότι, από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων, δεν προκύπτει πρόσθετη υποχρέωση προσκομίσεως στο δικαστήριο του καταστατικού της εταιρείας ή άλλων νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία αναφέρονται στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και προσαρτώνται στο πρωτότυπό του.
http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste
πηγή : https://www.ddikastes.gr/

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΣτΕ (Β') 732/19 : Δίκη ''πιλότος'' - Επίλυση ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος - Εκπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος - Πότε παραγράφεται το δικαίωμα επιβολής φόρου του Δημοσίου



ΣτΕ (Β') 732/19 : Δίκη ''πιλότος'' - Επίλυση ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος - Εκπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος - Πότε παραγράφεται το δικαίωμα επιβολής φόρου του Δημοσίου. Ειδικότερα, σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεως εντός της κατ' άρθρον 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994 προθεσμίας πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον οικείο φόρο ισχύει κατ' αρχήν η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή (84 παρ. 1) πενταετής προθεσμία παραγραφής από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Σε περίπτωση, όμως, που η εκπρόθεσμη δήλωση υποβληθεί κατά το τελευταίο έτος της ως άνω πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, τότε το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης.  Σε περίπτωση δε, εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεως μετά την πάροδο της προθεσμίας πενταετούς παραγραφής, το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται κατ' αρχήν μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης, με ανώτατο, ωστόσο, χρονικό όριο παραγραφής την προθεσμία των δεκαπέντε ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης. Εν προκειμένω, δικάζει την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά στα οικονομικά έτη 2007 και 2008 και παραπέμπει την υπό κρίση προσφυγή στο ΔιοικΕφΑθηνών για το οικονομικό έτος 2012 - Δεκτή εν μέρει  η προσφυγή.

Αριθμός 732/2019
TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Δεκεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Αγ. Σδράκα, Σύμβουλοι, Μ. Σκανδάλη, Α. Φοβάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 22 Ιουνίου 2018 αίτηση:
του ..., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδός ...), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: α) Σ Π (A.M. ... Δ.Σ. Πειραιά) και β) Ε Μ (A.M. ...), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με τον Χ Κ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
Στη δίκη παρεμβαίνουν οι : Α. 1) ..., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (οδός ...), ο οποίος παρέστη με τις δικηγόρους: α) Α Μ (A.M. ...) και β) Κ Κ (A.M. ...), που τις διόρισε με πληρεξούσιο και 2) ..., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (οδός ...), η οποία δεν παρέστη και Β. 1) ... και 2) ..., κατοίκων Βούλας Αττικής (οδός ...), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Ε Μ (A.M. ....), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων επί της με αριθμ. Πρωτ. .../25.1.2018 ενδικοφανούς προσφυγής του, 2) η υπ' αριθμ. .../29.12.2017 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2007, 3) η υπ' αριθμ. .../29.12.2017 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2008, 4) η υπ' αριθμ. .../29.12.2017 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού έκτακτης οικονομικής εισφοράς άρθρου 18 του Ν. 3758/2009 οικ. έτους 2008, 5) η υπ' αριθμ. .../29.12.2017 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2012 και 6) η υπ' αριθμ. .../29.12.2017 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης Ν. 3986/2011 οικ. έτους 2012 του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.).
Η πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στο Β' Τμήμα του Δικαστηρίου κατόπιν της από 11 Οκτωβρίου 2018 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σκανδάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους του προσφεύγοντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησαν να γίνει δεκτή η προσφυγή, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων που παρέστησαν, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις και τον εκπρόσωπο της καθ' ης Αρχής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η υπό κρίση προσφυγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ύψους 3.000 ευρώ (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικούς πληρωμής .../21.6.2018), εισάγεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν της .../11.10.2018 πράξεως της οικείας Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» στις 17.11.2018 και «ΕΣΤΙΑ» στις 18.11.2018. Η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Β' Τμήματος λόγω σπουδαιότητας, σύμφωνα με την από 31.10.2018 πράξη της Προέδρου του.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Πράξεις κύρωσης δασικών χαρτών: Εμπρόθεσμο αιτήσεως ακυρώσεως – Παραδεκτό λόγων [ΣτΕ Ε΄ Τμ. 1810/2018 επταμ.]


Κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 3889/2010, το οποίο επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των αποφάσεων κύρωσης δασικών χαρτών κατά το μη αμφισβητηθέν με αντιρρήσεις μέρος τους, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ίδιου νόμου, που προβλέπει διατυπώσεις ευρείας δημοσιότητας για την ανάρτηση των δασικών χαρτών προτού αυτοί κυρωθούν, ώστε να ασκηθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου τους, οι ενδιαφερόμενοι τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν την ανάρτηση των δασικών χαρτών και, επομένως, την επικείμενη κύρωσή τους κατά το μέρος που δεν θα αποτελέσει αντικείμενο αντιρρήσεων, ήδη από την ολοκλήρωση των ανωτέρω διατυπώσεων δημοσιότητας.
Ως εκ τούτου, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της κύρωσης του μη αμφισβητηθέντος με αντιρρήσεις δασικού χάρτη, η κατάρτιση και ανάρτηση του οποίου είναι γνωστή στον ενδιαφερόμενο, λόγω της προηγηθείσης δημοσιότητας, κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο χάρτης αναφέρεται σε σημαντικού εμβαδού και ευρεία έκταση.
Δεν ασκεί δε επιρροή ότι το τμήμα της έκτασης στο οποίο αφορά η κάθε αίτηση ακυρώσεως είναι, ενδεχομένως, μικρό και εντοπισμένο.
Άλλως έχει το ζήτημα στην περίπτωση που οι διατυπώσεις δημοσιότητας της ανάρτησης των δασικών χαρτών δεν έχουν τηρηθεί ή υπήρξαν ελλιπείς ή μη προσήκουσες, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί τεκμήριο πλήρους γνώσης του περιεχομένου των χαρτών και να κινηθεί η προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων.
Άλλως, επίσης, έχει το ζήτημα όταν εκτάσεις εμπίπτουσες σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή πολεοδομικές μελέτες ως δομήσιμες, οπότε ο ενδιαφερόμενος, γνωρίζοντας ότι το ακίνητό του ευρίσκεται εντός πολεοδομημένης περιοχής, ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη, περιλαμβάνονται εν τούτοις στο χάρτη ως δασικές, όταν, δηλαδή, και ο νομοθέτης θεωρεί περιττή την υποβολή αντιρρήσεων.
Σε αμφότερες τις εν λόγω περιπτώσεις η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη (άρθρο 17) δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου
(Β) Η νομοθετική πρόβλεψη σταδίου αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη, ο οποίος καλύπτει ευρεία περιοχή και καταλαμβάνει ήδη (άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3889/2010, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 153 παρ. Α’ του ν. 4389/2016), ως τεχνική και διοικητική μονάδα κατάρτισης, ολόκληρη τοπική ή δημοτική ενότητα (ν. 3852/2010), αποσκοπεί στην παροχή προς κάθε ενδιαφερόμενο της ευχέρειας να προβάλει ενώπιον ειδικώς κατεστημένου οργάνου ειδικούς ισχυρισμούς για την αμφισβήτηση του δασικού χαρακτήρα συγκεκριμένου τμήματος της χαρτογραφηθείσης περιοχής, συνοδευόμενους από τα αναγκαία για την υποστήριξή τους στοιχεία, προκειμένου οι ισχυρισμοί αυτοί να αξιολογηθούν από το εν λόγω όργανο, που διαθέτει τις αναγκαίες για το σκοπό αυτό τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες, αλλά και μέσα (αναλογικά και ψηφιακά αντίγραφα δασικών χαρτών, ορθοφωτοχάρτες, αεροφωτογραφίες και αεροφωτογραφικές αναφορές κ.λπ.).
Εάν οι εν λόγω αντιρρήσεις, με τις οποίες είναι, βεβαίως, δυνατή η προβολή και τεχνικής φύσεως ισχυρισμών, ασκηθούν και απορριφθούν, η νομιμότητα της απόρριψής τους μπορεί να αμφισβητείται με αίτηση ακυρώσεως κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη που θα διενεργηθεί κατά το άρθρο 19 του ν. 3889/2010, αφού η άσκηση αντιρρήσεων δεν επιτρέπει να συμπεριληφθούν οι αμφισβητούμενες εκτάσεις στο δασικό χάρτη που κυρώνεται κατά το άρθρο 17.
Αντικείμενο ελέγχου, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να είναι η αιτιολογία απορρίψεως των εν λόγω ισχυρισμών, η οποία θα προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το διοικητικό φάκελο που θα έχει σχηματισθεί κατά την εξέταση των αντιρρήσεων.
Εάν, αντιθέτως, ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος τεκμαίρεται, κατά τα προαναφερόμενα, ότι τελεί σε γνώση της ανάρτησης του δασικού χάρτη και της δυνατότητας άσκησης αντιρρήσεων κατ’ αυτού, επιλέξει να μην τις ασκήσει, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη έκταση που τον αφορά, να συμπεριληφθεί στην απόφαση κύρωσης του δασικού χάρτη κατά το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δικαιούται, μεν, να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης αυτής, με αυτήν, όμως, δεν είναι επιτρεπτή, από τη φύση του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου, η προβολή λόγων ακυρώσεως κατ’ επίκληση στοιχείων τεχνικής φύσεως σχετικών με τη βλάστηση της έκτασης, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί ενώπιον του αρμοδίου για την εξέταση των αντιρρήσεων διοικητικού οργάνου και να αξιολογηθούν από αυτό, τέτοιοι δε λόγοι ακυρώσεως είναι, ιδίως, οι προβαλλόμενοι κατ’ επίκληση εκθέσεων φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών κ.λπ.
Έχοντας την έννοια αυτή, οι ως άνω διατάξεις δεν καταλείπουν κενό δικαστικής προστασίας, διότι η αιτιολογία της τυχόν απορρίψεως των σχετικών λόγων από την οικεία Επιτροπή, εφόσον, βεβαίως, είχαν ασκηθεί οι προβλεπόμενες αντιρρήσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει περιεχόμενο παραδεκτού λόγου ακυρώσεως, εξεταστέου κατ’  ουσία.
Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται ευθέως ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου της αιτούσας κατ’ επίκληση ιδιωτικών εκθέσεων τεχνικού χαρακτήρα και εκθέσεων φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Δεν ασκεί, εξάλλου, επιρροή το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη με τη δεύτερη αίτηση ακυρώσεως τροποποιητική της αρχικής κυρώσεως του δασικού χάρτη απόφαση, ως προς την οποία και μόνο η παρούσα δίκη διατηρεί το αντικείμενό της, δεν υπεβλήθη καθ’ εαυτή στη διαδικασία των αντιρρήσεων, διότι οι προβαλλόμενοι λόγοι που αμφισβητούν το δασικό χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης δεν επικεντρώνονται στις επελθούσες με την προσβαλλόμενη τροποποιητική πράξη μεταβολές, η δε διαδικασία των αντιρρήσεων είχε τηρηθεί, χωρίς τη συμμετοχή της αιτούσας, ως προς την αρχική κύρωση, εν αναφορά προς το περιεχόμενο της οποίας προβάλλονται οι συγκεκριμένοι λόγοι.
Πηγή: https://dasarxeio.com

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

ΣτΕ (Δ') 805/18 : Πρόσφυγες - Περιορισμός κυκλοφορίας αιτούντων ασύλου - Αίτηση ακυρώσεως. Αίτηση ακυρώσεως κατά κανονιστικής αποφάσεως της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία επιβλήθηκε περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των αιτούντων την χορήγηση ασύλου σε συγκεκριμένα νησιά (Λέσβος, Ρόδος, Σάμος, Κως, Λέρος, Χίος), εκδοθείσα κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ του ν. 4375/16.



ΣτΕ (Δ') 805/18 : Πρόσφυγες - Περιορισμός κυκλοφορίας αιτούντων ασύλου - Αίτηση ακυρώσεως. Αίτηση ακυρώσεως κατά κανονιστικής αποφάσεως της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία επιβλήθηκε περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των αιτούντων την χορήγηση ασύλου σε συγκεκριμένα νησιά (Λέσβος, Ρόδος, Σάμος, Κως, Λέρος, Χίος), εκδοθείσα κατ’ επίκληση της  διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ του ν. 4375/16. Το θέμα του καθορισμού των συγκεκριμένων περιοχών της Χώρας στις οποίες επιβάλλεται ο περιορισμός της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία, αποτελεί ειδικότερο θέμα, οπότε θεμιτώς και σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Σ., ανατέθηκε σε άλλο - εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας - όργανο, όπως εν προκειμένω στη Διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου - Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, ούτε από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε από τα στοιχεία που μνημονεύονται στο προοίμιο αυτής, προκύπτουν οι νόμιμοι λόγοι που υπαγόρευσαν την επιβολή του ένδικου περιορισμού, προκειμένου να κριθεί εάν η απόφαση αυτή βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ του ν. 4375/16, η οποία ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 31 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης, επιτρέπει την επιβολή στους αιτούντες διεθνή προστασία μόνο των απαραίτητων περιοριστικών μέτρων. Κριση ότι εφόσον, δεν προκύπτουν οι σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και μεταναστευτικής πολιτικής, οι οποίοι θα ηδύναντο να δικαιολογήσουν την επιβολή του περιορισμού της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία που εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016 στα συγκεκριμένα νησιά, ως απαραιτήτου, δε δύναται να ελεγχθεί από το Δικαστήριο εάν η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση κείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ του ν. 4375/16, καθόσον ελλείπει, εν προκειμένω το δικαιολογητικό έρεισμα της ένδικης ρύθμισης. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Αντίθετη μειοψηφία. Περαιτέρω, κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος που επιβάλλουν, τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να ανατρέξουν στο χρονικό σημείο της προηγούμενης ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής. Δέχεται την αίτηση.

Αριθμός 805/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Φεβρουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Δ. Κυριλλόπουλος, Ηλ. Μάζος, Ο. Παπαδοπούλου, Χ. Σιταρά, Σύμβουλοι, Χ. Μπολόφη, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 19 Οκτωβρίου 2017 αίτηση:
του σωματείου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (...), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο ΒΠ (Α.Μ. ...), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, ο οποίος παρέστη με τις: α) ΑΣκουντή και β) ΟΠ, Παρέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν σωματείο επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. οικ. 10464/31.5.2017 (ΦΕΚ Β 1977/7.6.2017) απόφαση της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου «Περιορισμός κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία».
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος σωματείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό ....).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της οικ. 10464/31-5-2017 αποφάσεως της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου «Περιορισμός κυκλοφορίας αιτούντων διεθνή προστασία» (Β΄ 1977/7-6-2017), η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Στα δελτία αιτούντων διεθνή προστασία, τα οποία χορηγούνται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Λέσβου, Ρόδου, Σάμου, Κω, Λέρου και Χίου και αφορούν αιτούντες οι οποίοι εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016 επιβάλλεται περιορισμός κυκλοφορίας των αιτούντων στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Σάμο, Κω, Λέρο και Χίο αντίστοιχα. Ο ως άνω περιορισμός δεν επιβάλλεται ή αίρεται όταν παραπεμφθεί η εξέταση της υπόθεσης σε περιφερειακή υπηρεσία της Υπηρεσίας Ασύλου της ηπειρωτικής Ελλάδας. 2. Με την παρούσα απόφαση καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενό της».
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση το αιτούν σωματείο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του έχει ως σκοπό την «ανάπτυξη δραστηριότητας υπέρ των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο».
4. Επειδή, στο άρθρο 78 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ενοποιημένη απόδοση: ΕΕ C 202 της 7ης Ιουνίου 2016 σελ. 47 επ.) ορίζεται ότι: «1. Η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και με το Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με άλλες συναφείς συμβάσεις. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα όσον αφορά κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται: α) ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση, β) ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας, χωρίς να τους χορηγείται ευρωπαϊκό άσυλο. γ) ...». Περαιτέρω, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Ενοποιημένη απόδοση ΕΕ C 202 της 7ης Ιουνίου 2016 σελ. 389 επ.), ο οποίος είναι νομικά δεσμευτικός, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 της από 13-12-2007 Συνθήκης της Λισσαβώνας (ν. 3671/2008 - Α΄ 129), ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 6 «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια»... Άρθρο 18 «Το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και του Πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ...» ... Άρθρο 51 «1 .Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης ...» Άρθρο 52 «1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».
5. Επειδή, στην από 28-7-1951 Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης περί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 3989/1959 (Α΄ 201), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Άρθρο 1 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης της 31-1-1967, το οποίο κυρώθηκε με τον α.ν. 389/1968 - Α΄ 125, δια της απαλείψεως των λέξεων «συνεπεία γεγονότων επελθόντων προ της 1ης Ιανουαρίου 1951» και των λέξεων «συνεπεία τοιούτων γεγονότων») «1. Α. Εν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως ο όρος «πρόσφυξ» εφαρμόζεται επί: 1. ... 2. Παντός προσώπου όπερ συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινα και ευρισκόμενον εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψει εις ταύτην ...» Άρθρο 26 (Ελευθέρα Κυκλοφορία) «Πάσα Συμβαλλόμενη Χώρα θα επιφυλάσση εις τους νομίμως διαμένοντας επί του εδάφους αυτής πρόσφυγας το δικαίωμα τόσον εκλογής του τόπου διαμονής αυτών, όσον και ελευθέρας κυκλοφορίας, υπό την επιφύλαξιν τυχόν υπάρξεως κανόνων εφαρμοζομένων, υπό τας ιδίας συνθήκας, εις αλλοδαπούς εν γένει». Άρθρο 31 (Πρόσφυγες παρανόμως διαμένοντες επί του εδάφους της χώρας της εισδοχής) «1. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα επιβάλλουν ποινικάς κυρώσεις εις πρόσφυγας λόγω παρανόμου εισόδου ή διαμονής, εάν ούτοι, προερχόμενοι απ’ ευθείας εκ χώρας ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών ηπειλείτο, εν τη εννοία του άρθρου 1, εισέρχωνται ή ευρίσκωνται ήδη επί του εδάφους αυτών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξιν πάντως, ότι ούτοι αφ’ ενός μεν θα παρουσιασθούν αμελητί εις τας αρχάς, αφ’ ετέρου δε θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παρανόμου αυτών εισόδου ή διαμονής. 2. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα εφαρμόζουν επί των κινήσεων των προσφύγων τούτων μόνον τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα. Τα περιοριστικά μέτρα θα εφαρμόζονται μόνον μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς των επί του εδάφους της χώρας της εισδοχής ευρισκομένων προσφύγων ή αποκτήσουν ούτοι άδειαν εισόδου εις ετέραν χώραν. Προς λήψιν της τοιαύτης αδείας, αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα παράσχουν εις τους πρόσφυγας λογικάς προθεσμίας ως και απάσας τας αναγκαίας διευκολύνσεις».

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΣτΕ 325/2018 Δικηγόροι - Πειθαρχικά συμβούλια - Ανάρμοστη συμπεριφορά σε συνάδελφο και σε γραμματέα


Παραπομπή δικηγόρου σε πειθαρχικό συμβούλιο με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς προς συνάδελφο και αντίδικό της καθώς και για ανάρμοστη συμπεριφορά σε γραμματέα. Σύσταση πειθαρχικού συμβουλίου. Τα πειθαρχικά συμβούλια των δικηγόρων αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Οιαδήποτε πλημμέλεια της συνθέσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου καλύπτεται με την έκδοση της αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Τα ζητήματα τα σχετικά με τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων δικηγορικών συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων καθώς και τη δημοσίευση των πειθαρχικών αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται από αυτά, διέπονται αποκλειστικώς από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και δεν είναι στις περιπτώσεις αυτές εφαρμοστέες οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Ελευθερία της έκφρασης. Οι δικηγόροι εκτός της αίθουσας συνεδριάσεων του δικαστηρίου - εντός της οποίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν μεγαλύτερης ελευθερίας - δεν μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις τόσο σοβαρές που υπερβαίνουν την επιτρεπτή έκφραση σχολίων χωρίς στέρεη πραγματική βάση ούτε μπορούν να διατυπώνουν προσβολές.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Ποταμιάς, Δ. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Αντ. Γεωργακόπουλος.
Για να δικάσει την από 1η Μαΐου 2011 αίτηση:
της ..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΚΠ (Α.Μ. ,,,,,), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των: 1) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τον ΣΜ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ' αριθμ. .../2010 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, β) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, γ) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του ίδιου ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου, δ) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Εμμανουηλίδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηkε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1157630, 2931383/2011 έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 3.3.2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση: α) της .../24.2.2010 αποφάσεως του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία, κατόπιν μερικής αποδοχής εφέσεως της αιτούσας, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, κατά της .../5.12.2007 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Δ.Σ.Θ.), επιβλήθηκε σε αυτήν η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως για ένα πειθαρχικό παράπτωμα, β) της .../5.12.2007 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ., με την οποία είχαν επιβληθεί στην αιτούσα σε πρώτο βαθμό πειθαρχικής δικαιοδοσίας, οι πειθαρχικές ποινές της επιπλήξεως και του προστίμου ύψους πεντακοσίων ευρώ για δύο πειθαρχικά παραπτώματα αντιστοίχως και γ) των .../30.5.2007 και .../11.7.2007 αναβλητικών αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ

3. Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η ../24.2.2010 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, διότι οι επίσης προσβαλλόμενες ../30.5.2007, ../11.7.2007 αναβλητικές αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ. ενσωματώθηκαν στην ../5.12.2007 απόφαση του ίδιου οργάνου, η δε τελευταία απόφαση απώλεσε την εκτελεστότητά της μετά την έκδοση της 13/24.2.2010 δευτεροβάθμιας αποφάσεως (ΣτΕ364/2017, 1912/2016 κ.ά.).
4. Επειδή, διάδικοι στην παρούσα δίκη είναι τόσο ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων είναι όργανο της κρατικής διοικήσεως, όσο και ο Δ.Σ.Θ., διότι με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλονται ρητά, έστω και απαραδέκτως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, πράξεις οργάνου του – οι .../30.5.2007, .../11.7.2007 και .../5.12.2007 αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του (ΣτΕ 364/2017, 1912/2016 κ.ά.).

5. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων επιδόθηκε στην αιτούσα στις 2.3.2011, η οποία κατέθεσε εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση στις 2.5.2011, ήτοι την 61η ημέρα, δεδομένου ότι η 60ή ημέρα ήταν 1η Μαΐου και ημέρα Κυριακή

6. Επειδή, στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, Α΄ 235), πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 166 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, ... υπαγόμενος εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκούμενην κατά τας διατάξεις του παρόντος. ...» (άρθρο 1), «Ο Δικηγόρος ... οφείλει ν' ασκή το λειτούργημα αυτού ευόρκως, να διάγη και να φαίνηται διάγων αξιοπρεπώς, να συμπεριφέρηται συμφώνως προς τας παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος και ν' απονέμη τον προσήκοντα σεβασμόν προς τας δικαστικάς Αρχάς, ...» (άρθρο 45 παρ. 1), «Η παράβασις των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγόρω εκ τε των διατάξεων του Κώδικος, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ως και εξ αποφάσεως τινος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διάταξεις διά πειθαρχικής ποινής, ...» (άρθρο 64 παρ. 1), «Αρμόδιονπρος εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου, εις όν ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος καθ΄ ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι΄ ο εγκαλείται παράπτωμα, ...» (άρθρο 66 παρ. 1), «1. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται υπό του οικείου Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως ή επί εγγράφω ή προφορική αναφορά ... 2. Εντός εξ το βραδύτερον μηνών από της αυτεπαγγέλτου ενάρξεως της πειθαρχικής διώξεως ή της αναφοράς, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον οφείλει να περατώση την ανάκρισιν και να εκδώση την οριστικήν αυτού απόφασιν, ...» (άρθρο 68 παρ. 1 και 2), «1. Άμα τη υποβολή προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον αναφοράς κατά Δικηγόρου ή άμα τη ανακαλύψει οιουδήποτε παραπτώματος, ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής, υποχρεούται δίδων τον προσήκοντα χαρακτηρισμόν του παραπτώματος να ορίση εν εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως Εισηγητήν διά πράξεως καταχωριζομένης εις ειδικόν βιβλίον. 2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου προβαίνει εις την συγκρότησιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά το άρθρον 239. 3. Ο Εισηγητής ενεργεί πάσαν αναγκαίαν εξέτασιν, δικαιούται να καλή και εξετάζη μάρτυρας ενόρκως ή ανωμοτί, να ζητή έγγραφα παρά πάσης αρχής και Δικαστηρίου, ...» (άρθρο 72 παρ. 1, 2 και 3), «1. ... 2. Ο Εισηγητής υποχρεούται να συντάσσηκατηγορητήριον και να καλή τον διωκόμενον Δικηγόρον διά κλήσεως επιδιδομένης προς αυτόν διά δικαστικού κλητήρος ίνα λάβη γνώσιν του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και απολογηθή εγγράφως. ... 3. Μετά την υποβολήν της απολογίας ή την πάροδον της τεταγμένης προθεσμίας εφ' όσον επερατώθη η ανάκρισις ο Εισηγητής ανακοινοί τούτο εις τον Πρόεδρον του Πειθαρχικού Συμβουλίου όστις ορίζει ημέραν και ώραν συνεδριάσεως αυτού. Ο διωκόμενος καλείται διά πράξεως του Προέδρου κοινοποιουμένης αυτώ πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της εκδικάσεως, δικαιούται δε να παραστή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου. 4. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κατά την προσδιορισθείσαν ημέραν δύναται να εξετάζη μάρτυρας κατά την κρίσιν του, μετά την απολογίαν του διωκομένου ή, εν περιπτώσει μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωσιν της νομίμου κλητεύσεως αυτού, εκδίδει την απόφασίν του, ...» (άρθρο 73 παρ. 2, 3 και 4), «Η απόφασις συντάσσεται εγγράφως εντός οκτώ ημερών από της εκδικάσεως και δέον να είναι ητιολογημένη. Επίσης εγγράφως συντάσσονται τα πρακτικά εντός της αυτής προθεσμίας. ...» (άρθρο 74), «Αι υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβαλλόμεναι πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) επίπληξις, β) πρόστιμον, γ) προσωρινή παύσις από του Δικηγορικού Λειτουργήματος 8 ημερών μέχρις 6 μηνών και δ) οριστική παύσις» (άρθρο 76 παρ. 1), «Ο τιμωρηθείς Δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως να εκκαλέση ταύτην ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου» (άρθρο 77 παρ. 1), «1. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, δικάζον κατά δεύτερον βαθμόν δικαιούται να διατάξη νέαν ανάκρισιν, ενεργουμένην κατά τα εν άρθρ. 67 επόμ., να καλή τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, αν ζητηθή παρά τούτου, πάντοτε δε αν δεν έχη απολογηθή πρωτοβαθμίως, να μεταρρυθμίζη ή και να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν. 2. ... 3. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποφασίζει αμετακλήτως εκδίδον την απόφασίν του εντός τριμήνου το βραδύτερον από της εις αυτό εισαγωγής της σχετικής δικογραφίας, ...» (άρθρο 78 παρ. 1 και 3), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποτελείται υπό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συλλόγου και τεσσάρων μελών. 2. ... 3. Παρ' οις Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον αποτελείται εξ εξ και πλέον μελών, μέλη του Πειθαρχικού συμβουλίου είναι τέσσαρες εκ των Συμβούλων οριζόμενοι δι' εκάστην υπόθεσιν υπό του Διοικητικού Συμβουλίου. 4. Προκειμένου περί δεκαπενταμελών Διοικητικών Συμβουλίων δύνανται δι’ αποφάσεων αυτών να ιδρύωνται πλείονα του ενός Πειθαρχικά Συμβούλια, οπότε του μεν εξ αυτού πρώτου προεδρεύει ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, του δευτέρου ο Αντιπρόεδρος και του τυχόν τρίτου ο αρχαιότερος των μετεχόντων αυτού μελών. 5. ...» (άρθρο 239 παρ. 1, 3 και 4), «Τον Πρόεδρον του Δικηγορικού Συλλόγου κωλυόμενον αναπληροί ο Αντιπρόεδρος και τούτον ο εν τη Δικηγορική υπηρεσία εκ των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχαιότερος» (άρθρο 240 παρ. 1), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου, η συμπλήρωσις δε των μελών αυτού γίνεται επιμελεία αυτού. 2. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία αποφασίζει δε δι' απολύτου πλειοψηφίας. 3. Η παρουσία του Εισηγητού εκάστης υποθέσεως είναι απαραίτητος προς λήψιν αποφάσεων, ... 4. Περί της συνεδριάσεως τηρούνται πρακτικά, συντασσόμενα και υπογραφόμενα υπό του Προέδρου και του Γραμματέως Συμβούλου ή του υπαλλήλου Γραμματέως, εφ' όσον υπάρχει τοιούτος, άτινα παραμένουσι μυστικά ...» (άρθρο 241 παρ. 1, 2, 3 και 4), «1. Η θητεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ενιαύσιος από της 1ης Ιανουαρίου μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου. ... 2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στην Αθήνα, στον Άρειο Πάγο. Το αποτελούν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρος, ένας Αρεοπαγίτης ως μέλος και τρεις δικηγόροι με συνολική υπηρεσία το λιγότερο 15 χρόνων ως τακτικά μέλη. Αναπληρωματικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, δύο Αρεοπαγίτες και έξι δικηγόροι. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. 3. Τα εκ των μελών του Αρείου Πάγου μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται εντός του μηνός Δεκεμβρίου διά το επόμενον έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. 4. ... 5. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιονσυνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία των συγκροτούντων αυτό μελών, ... Τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κωλυόμενον, αναπληροί ο ως αναπληρωματικόν μέλος διωρισμένος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, και τούτον ο έτερος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ...» (άρθρο 242 παρ. 1, 2 [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 1366/1983, Α΄ 81], 3 και 5).

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την .../12.10.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ., κατόπιν των .../15.3.2006 και .../19.5.2006 αναφορών του δικηγόρου Θεσσσαλονίκης ... και του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Εφέτη ..., αντιστοίχως, σε βάρος της αιτούσας καθώς και της .../20.7.2006 αντικρούσεώς τους από την ίδια, αποφασίσθηκε η παραπομπή της στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου. Σύμφωνα με το .../24.11.2006 κατηγορητήριο που συνέταξε ο ορισθείς με την .../17.10.2006 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ.Θ. εισηγητής σύμβουλος και μέλος του Δ΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου ..., η αιτούσα παραπέμφθηκε στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45, 46, 64, 68, 72, 73 και 239 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον αναφέροντα συνάδελφο και αντίδικό της ... καθώς και για τη συμπεριφορά που επέδειξε στις 11.5.2006 στο γραφείο της Γραμματείας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου είχε προσέλθει για να καταθέσει προτάσεις. Ειδικότερα, όπως εκτίθεται στο κατηγορητήριο σχετικά με τη δεύτερη υπόθεση, «κατά την εμφάνισή της στις 11.5.2006 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης, προκειμένου να καταθέσει προτάσεις για αγωγή, η οποία είχε συζητηθεί στις 8.5.2006, φέρθηκε ανάρμοστα στη Γραμματέα ..., η οποία της είπε ότι οι προτάσεις της είναι εκπρόθεσμες και θα τις σφραγίσει ως τέτοιες, φωνάζοντας εξοργισμένη «αλίμονο στη δικαστή αν δεν τις δεχθεί, θα δει τι έχει να πάθει, την έχ[ω] στη λίστα με τους εξαιρετέους δικαστές» και [ότι] έχει πάρει σειρά σε τηλεοπτική εκπομπή γνωστού δημοσιογράφου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρή παρενόχληση και αναστάτωση στη Γραμματεία». Η αιτούσα εκλήθη και απολογήθηκε με το .../7.2.2007 «υπόμνημα - διαμαρτυρία». Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Θ. εξέδωσε τις .../28.3.2007, .../30.5.2007 και .../11.7.2007 αναβλητικές αποφάσεις του και, κατόπιν του .../5.12.2007 απολογητικού υπομνήματος της αιτούσης, την .../5.12.2007 απόφαση, με την οποία η αιτούσα κηρύχθηκε ένοχη κατά το κατηγορητήριο και της επιβλήθηκε για την πρώτη πράξη (ανάρμοστη συμπεριφορά προς το συνάδελφό της) η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως και για τη δεύτερη πράξη (ανάρμοστη συμπεριφορά προς τη Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) η πειθαρχική ποινή του προστίμου ύψους πεντακοσίων ευρώ. Κατά της τελευταίας αποφάσεως η αιτούσα άσκησε την 3104/11.3.2008 έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, το οποίο, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσεως αυτής, εξέδωσε, αρχικώς, την 1/8.2.2010 αναβλητική απόφαση και ακολούθως την 13/24.2.2010 οριστική απόφαση, κατά την τελευταία συνεδρίαση του οποίου η αιτούσα παρέστη μετά πληρεξουσίου δικηγόρου και απολογήθηκε, κατέθεσε δε και το από 24.2.2010 υπόμνημα. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, «από την εξέταση όλων των στοιχείων της δικογραφίας αποδείχθηκε ότι η αναφερόμενη δικηγόρος δεν τέλεσε την πρώτη πράξη, δι' ο και πρέπει να αρθεί η ποινή της επίπληξης που της επιβλήθηκε ... [και] περαιτέρω ... τέλεσε τη δεύτερη πράξη για την οποία της έχει επιβληθεί ποινή προστίμου, πλην υπέρ [αυτής] συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, κυρίως εκ του ότι πρόκειται περί λεκτικών υπερβολών, οφειλομένων στην ένταση και την ψυχολογική αναταραχή της στιγμής, δι' ο και πρέπει να της επιβληθεί ποινή επίπληξης, ήτοι ποινή ηπιωτέρα του προστίμου που της επιβλήθηκε πρωτοδίκως», επακολούθησε δε και το σχετικό διατακτικό. Η απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων συνοδεύεται από έκθεση πρακτικών της 24ης Φεβρουαρίου 2010, σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας “... αναγνώσθηκε η έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ' αριθμ. 109/2007 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης καθώς και τα σχετικά έγγραφα που περιέχονται στιο φάκελο και έχουν σχέση με την υπόθεση αυτή. ...”

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΕ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ [ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Αντιπρόεδρος ΣτΕ]


Μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής υπήρξε η θεμελίωση του περιβαλλοντικού Συντάγματος.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ο Γ. Παπαδημητρίου αναφέρθηκε στην ενηλικίωση της προστασίας του περιβάλλοντος, που συντελέσθηκε κυρίως με τη νομολογία του ΣτΕ. Όπως έγραψε στο ιστορικό άρθρο του για το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, πλούσιους καρπούς αντλούμε ασφαλώς από τις επάλληλες κανονιστικές ζώνες που περιβάλλουν το άρθρο 24 του Συντάγματος. Προέχουσα σημασία έχει ιδίως η αξιοποίηση του άρθρου 2 παρ. 1 για τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, το άρθρο 5 παρ. 1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τέλος το άρθρο 25 παρ. 1 και 4, που αφενός υπογραμμίζει την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται εν γένει τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου και αφετέρου αξιώνει από όλους τους πολίτες να εκπληρώνουν το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Το E΄ Τμήμα στη δεκαετία αυτή έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της προστατευτικής για το περιβάλλον νομολογίας. Στην επόμενη δεκαετία η νομολογία αυτή καθιερώθηκε, με σημαντικό χαρακτηριστικό την προσαρμογή του ελληνικού δικαίου για το περιβάλλον με το κοινοτικό και την ανάδειξη της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, που έχει ως συνιστώσες το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Η παγκόσμια οικονομική, και όχι μόνο, κρίση που εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση στη χώρα μας από το 2009, οδήγησε στη δημιουργία μιας νομολογίας που δίνει αφορμή στις ακόλουθες σκέψεις.
Στον τομέα της χωροταξίας
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η νομολογία για τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, όχι μόνο ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας της χωροταξίας για την βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και επειδή ο χωροταξικός σχεδιασμός καθυστέρησε υπερβολικά στη χώρα μας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών προβλημάτων ιδίως κατά την περιβαλλοντική δανειοδότηση δραστηριοτήτων.
Το 2003 εγκρίθηκαν τα περιφερειακά χωροταξικά, τα όποια ήδη χρειάζονται αναθεώρηση. Το 2008 εγκρίθηκε το ΓΧΣΧΑΑ και από το 2011 και μετά εγκρίθηκαν τα χωροταξικά των ΑΠΕ, της βιομηχανίας, των υδατοκαλλιεργειών και του τουρισμού.
Το ΓΠΣΧΑΑ δεν προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως, είναι άλλωστε αμφίβολο αν διαθέτει κανονιστική πυκνότητα τέτοια που να ελέγχεται ακυρωτικά. Προσβλήθηκαν όλα τα ειδικά σχέδια. Με τις πρώτες αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και ελέγχονται ακυρωτικά δεδομένου ότι επάγονται ευθέως έννομες συνέπειες και ειδικότερα, διότι αναπτύσσουν νομική δεσμευτικότητα τόσο οι γενικές κατευθύνσεις που περιέχονται στα ειδικά χωροταξικά σχέδια, αν και καταλείπουν ευρύτατη ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, όσο και οι ειδικότερες ρυθμίσεις τους, κατά τρόπον ώστε να μην ανατρέπονται οι βασικές επιλογές και η συνολική ισορροπία των σχεδίων αυτών. Η κατά τα ως άνω νομική δεσμευτικότητα αναπτύσσεται κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους σχεδίων χρήσεων γης, αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων1.
Με τις αποφάσεις που αφορούν το χωροταξικό των ΑΠΕ αντιμετωπίσθηκε το θέμα κατά πόσον προ της εκπονήσεως του εγκριθέντος διά της προσβαλλομένης αποφάσεως χωροταξικού πλαισίου, έπρεπε να είχαν εγκριθεί ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού για τις ορεινές, παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Ο σχετικός λόγος απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 2742/1999 και της εν γένει χωροταξικής νομοθεσίας, ούτε, συνάγεται από τις συνταγματικές διατάξεις περί χωροταξικού σχεδιασμού, ή από τις διατάξεις των άρθρων 101 παρ. 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, στις οποίες προβλέπεται η λήψη μέτρων ενίσχυσης της περιφερειακής ανάπτυξης και, ιδίως, της ανάπτυξης των ορεινών, νησιωτικών και άλλων μειονεκτικών ή απομονωμένων περιοχών της χώρας, στην προκειμένη δε περίπτωση αφενός οι προβλέψεις του ειδικού πλαισίου για τις ανανεώσιμες πηγές δεν έρχονται σε αντίθεση προς τις γενικές κατευθύνσεις του εθνικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη των ορεινών, παράκτιων και νησιωτικών περιοχών της χώρας, και αφετέρου κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκπονήσεως του επίδικου πλαισίου ελήφθησαν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ορεινών και νησιωτικών περιοχών της χώρας, και στο τελικώς εγκριθέν πλαίσιο ενσωματώθηκαν, όροι και περιορισμοί για την προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος των νησιωτικών περιοχών, ιδίων με την πρόβλεψη ειδικών, για τις περιοχές αυτές, κριτηρίων χωροθετήσεως, όπως και για την προστασία των λοιπών περιοχών που αποτελούν ευαίσθητα οικοσυστήματα, χρήζοντα αυξημένης προστασίας, όπως είναι, ιδίως, οι ακτές και οι ορεινοί όγκοι της ηπειρωτικής χώρας. 
Όπως έχει επανειλημμένως κριθεί, κατά την έννοια των άρθρων 24 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, σημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος είναι τα ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία χαρακτηρίζονται από την ενότητα και τη λιτή συμμετρία του τοπίου τους, από το εκτεταμένο ανάπτυγμα ακτών σε σχέση προς την έκτασή τους, και τη στενή αλληλεξάρτηση των ανθρωπογενών συστημάτων (δημογραφικού, πολιτιστικού, κοινωνικοοικονομικού κ.λπ.) και του φυσικού περιβάλλοντος, με συνέπεια να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε εξωγενείς παρεμβάσεις. Ειδικότερη εκδήλωση της συνταγματικής αυτής μέριμνας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 4 του Συντάγματος που αναφέρεται στις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών. Ουσιώδης όρος για την προστασία των μικρών νησιών, είναι τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία, δεδομένου ότι τα νησιά είναι δεκτικά μόνον ήπιας ανάπτυξης, πρέπει να προβλέπουν και να διατάσσουν στο χώρο των νησιών μόνο εκείνες τις μορφές ανάπτυξης που είναι συμβατές με την αρχή της διατήρησης αμείωτου του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου τους. Κύριος, εξάλλου, παράγων για τον καθορισμό των ορίων της φέρουσας ικανότητας των μικρών νησιών είναι το ενεργειακό τους σύστημα, από το οποίο εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η βιώσιμη ανάπτυξή τους. Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται η εφαρμογή μεθόδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας φιλικών προς το περιβάλλον, όπως είναι, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για την ανάπτυξη των οποίων τα μικρά νησιά αποτελούν το κατεξοχήν προσφερόμενο πεδίο εφαρμογής τους, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα του νησιωτικού χώρου. Περαιτέρω, εντός του ως άνω πλαισίου, δικαιολογημένη παρίσταται κατ’ αρχήν η εισαγωγή διαφορετικών ρυθμίσεων για τα νησιά εν σχέση προς τις λοιπές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, οι οποίες, εφόσον δεν υπάγονται σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς, επιτρεπτώς, κατ’ αρχήν, υφίστανται εντονότερη παραγωγική και εν γένει αναπτυξιακή δραστηριότητα από εκείνη στην οποία υπόκειται ο νησιωτικός χώρος. 

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

ΣτΕ για πόθεν έσχες: Αντισυνταγματική η υποχρέωση δήλωσης μετρητών σε σπίτια και θυρίδες



Αριθμός 2649/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ - ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2017,  με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Θ. Αραβάνης, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Τζοβαρίδου, Ε. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Δ. Εμμανουηλίδης, Μ. Σωτηροπούλου, Α. Μίντζια, Ι. Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χ. Σιταρά, Α. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε. Παπαδημητρίου και Α. Μίντζια καθώς και η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 14ης Νοεμβρίου 2016 αίτηση:

των ν.π.ι.δ. με τις επωνυμίες: 1. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 47-49), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΑΤ (Α.Μ. ),  που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου», που εδρεύει στην Αθήνα (Τσόχα και Βουρνάζου 4), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο: α) η Πρόεδρος της Ενώσεως Ασημίνα Σαντοριναίου και β) ο Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Παναγιώτης Παππίδας, 3. «Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 16), 4. «Ένωση Διοικητικών Δικαστών», που εδρεύει στην Αθήνα (Λουΐζης Ριανκούρ 85), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο και 5. «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων», που εδρεύει στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών, πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 6, γραφείο 210), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) ΑΤ (Α.Μ. ) και β) ΑΑ (Α.Μ. 7372), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1. Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με την ΑΑ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Α Κ, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15ης Νοεμβρίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες ενώσεις επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’
aριθμ. 1846/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3300/13.10.2016).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή,  Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτουσών ενώσεων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2550627, 2550628, 2550629/2016 έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της 1846οικ./13.10.2016 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών»
(Β΄ 3300/13.10.2016).

3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας με την από 15.11.2016 πράξη του Προέδρου αυτού (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. γ΄ π.δ. 18/1989, Α΄ 8, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013, Α΄ 242).

4. Επειδή, μεταξύ των καταστατικών σκοπών των αιτούντων σωματείων περιλαμβάνεται η προστασία των εννόμων συμφερόντων των μελών τους, δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Συνεπώς, ασκούν την αίτηση με έννομο συμφέρον και, περαιτέρω, ομοδικούν παραδεκτώς. Τέλος, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως (δημοσίευση της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: 13.10.2016, άσκηση της αίτησης: 14.11.2016).

5. Επειδή, στο άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού»·
στο άρθρο 87 παρ. 1 και 3 ορίζεται ότι: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. ... 3. Η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς και από τον Εισαγγελέα και τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από αρεοπαγίτες και εισαγγελείς ανώτερου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου».
Περαιτέρω, στο άρθρο 88 παρ. 4 ορίζεται ότι: «Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93»· στο άρθρο 90 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. …»· στο άρθρο 91 παρ. 1 και 3 ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς, από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτούς, ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. … 3. Η πειθαρχική εξουσία στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, κατά τους ορισμούς του νόμου. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης. …». Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνει ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988, Α΄ 35).

6. Επειδή, με τον ν. 4351/1964 «Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της Χώρας» (Α΄ 136) θεσπίστηκε υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Η υποχρέωση καταλάμβανε τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς και Κοινοβουλευτικούς Εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές, Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων και τους διοικητικούς υπαλλήλους πρώτου ή αντίστοιχου βαθμού, και αφορούσε την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων αυτών.
Ο νόμος αυτός καταργήθηκε από τον ν. 1738/1987 «Σύσταση Συμβουλίου Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, των Κωδίκων Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και άλλες Διατάξεις» (Α΄ 200), με τον οποίο θεσπίστηκε εκ νέου η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλα στελέχη της Διοίκησης.
Με τον ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων - Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών - Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 155) διευρύνθηκε ο κατάλογος των υπόχρεων, στους οποίους περιελήφθησαν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι έκτοτε υποβάλλουν ανελλιπώς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Οι σχετικές όμως διατάξεις του ανωτέρω νόμου (άρθρα 24 έως 29) καταργήθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α΄ 309).
Με τον νόμο αυτόν, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ιδίως μετά τους ν. 4281/2014 (Α΄ 160), 4389/2016 (Α΄ 94), 4396/2016 (Α΄ 111), 4425/2016 (Α΄ 185) και 4427/2016 (Α΄ 188), ορίστηκαν τα εξής:
Άρθρο 1 (Υπόχρεοι σε δήλωση) «1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν: α. Ο Πρωθυπουργός. β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση. γ. Οι Υπουργοί, οι αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υφυπουργοί. δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές. ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β΄. … ιβ. Οι Δικαστικοί και οι Εισαγγελικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. … 2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους (αρχική δήλωση). Τα μετέπειτα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για ένα (1) έτος, ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 για τρία (3) έτη, μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, και το αργότερο τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Κατ’ εξαίρεση και ειδικώς για την υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του έτους 2015 (χρήση 2014), η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων αυτών λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2015 [όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 4346/2015, (Α΄ 152). Με το άρθρο 66 παρ. 6 του ν. 4409/2016 (Α΄ 136), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4425/2016, ορίστηκε ότι για την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έτους 2016 (χρήση 2015) η προθεσμία υποβολής θα έληγε στις 15.1.2017. Η προθεσμία παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι 13.4.2017 (άρθρο τρίτο ν. 4448/2017, Α΄ 1) και 30.6.2017 (άρθρο 11 ν. 4467/2017, Α΄ 56)]. 3. Το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στα αρμόδια όργανα ελέγχου κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και από τον αρμόδιο Υπουργό, τον γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης ή το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου για τα πρόσωπα που υπάγονται στο φορέα αυτόν ή από τον οποίο εποπτεύονται και σε κάθε άλλη περίπτωση από τα όργανα διοίκησης του οικείου φορέα. ... 4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου,
… . 5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. …»
.
Άρθρο 2 (Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης) «1. α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:
i. Τα έσοδα από κάθε πηγή.
ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).
v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.
vi. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.
vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου).
ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα. Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
β. i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα.
ii. Στη δήλωση αναφέρονται τα προσωπικά, υπηρεσιακά και φορολογικά στοιχεία των υπόχρεων. Οι υπόχρεοι προσκομίζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφα των οικείων παραστατικών εφόσον τους ζητηθεί.
γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωσή τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, για τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, τη σύζυγο του, για τα δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση συνοδεύεται από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου για το προηγούμενο έτος και αντίγραφο του τελευταίου εντύπου Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ. Ειδικότερα, τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3Β παρ. 2 του παρόντος νόμου και το άρθρο 7Α παρ. 3 περίπτωση γ΄ στοιχεία αα έως ζζ τουν. 3691/2008 επισυνάπτουν στη δήλωση αντίγραφα των αναγκαίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση, όπως αυτά θα εξειδικευθούν στην απόφαση του Προέδρου της Βουλής και την κοινή υπουργική απόφαση, η έκδοση των οποίων προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομίας. 2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται, για μεν τους υπόχρεους των περιπτώσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ με απόφαση του Προέδρου της Βουλής και για τους άλλους υπόχρεους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με όμοιες αποφάσεις, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, οπότε προσδιορίζεται ο κατά περίπτωση υπεύθυνος διαχείρισης και καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι αναγκαίες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα. Οι δηλώσεις υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης. Για την επεξεργασία λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι διαθέσιμη, η αξία κτήσης. 3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ του άρθρου 1 παράγραφος 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. … 4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης». 

Άρθρο 3 (Όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης) «1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α, αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και κδ΄, κζ΄, λα΄ έως και μγ΄ και μστ΄ έως μη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α΄ 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη΄, τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν. β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις λ΄, μδ΄ και με΄ στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης γ) … δ) … 2. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου για τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Για τα μετέπειτα έτη ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου. 3. Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων. Το όργανο ελέγχου μπορεί να καταρτίζει πρόγραμμα συνοπτικών ή/και ειδικών - θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς (κατά την παράγραφο 2 εδάφια α΄ και β΄ εφόσον συντρέξει προς τούτο περίσταση). 4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ’ εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του. 5. …».
Άρθρο 3Α (Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης) «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. 2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής. … 3. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. … 4. Την Επιτροπή υποστηρίζει ειδική υπηρεσία επιπέδου διεύθυνσης υπαγόμενη στον Πρόεδρο της Επιτροπής. … 5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ’ ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. 6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».