Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΚΠολΔικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΚΠολΔικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΚΠΟΛΔ: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ (Β’ ΕΚΔΟΣΗ) [πηγή : https://www.lawspot.gr/ ]


Με το Νόμο 4335/2015 τέθηκε σε ισχύ ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος ψηφίστηκε εσπευσμένα, ως «προαπαιτούμενο» συμφωνίας για το Τρίτο Μνημόνιο.
Οι εκτεταμένες αλλαγές που επήλθαν σχεδόν σε όλο το φάσμα του αστικού δικονομικού δικαίου κατέστησαν αναγκαία τη δημιουργία του Συγκριτικού Πίνακα Παλαιών και Νέων Ρυθμίσεων, με στόχο την επισήμανση και την ευχερέστερη κατανόησή τους από το φοιτητή Νομικής, το νέο και μαχόμενο δικηγόρο, το δικαστή και, εν γένει, από κάθε ενδιαφερόμενο ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη και την εφαρμογή του δικαίου.
Δεδομένου ότι ήδη, με τους Νόμους 4370/2016 και 4411/2016 επήλθαν περαιτέρω τροποποιήσεις στον ΚΠολΔ, οι συντάκτες του Πίνακα προχώρησαν στη δημοσίευση επικαιροποιημένης έκδοσής του, στην οποία ενσωματώθηκαν οι αλλαγές του τελευταίου έτους, ενώ έγιναν διορθώσεις ώστε να διακρίνονται επ' ακριβώς τα κυριότερα σημεία στα οποία διαφοροποιούνται οι νέες διατάξεις από τις παλαιές.
Όπως επισημαίνουν οι δικηγόροι που επιμελήθηκαν το έργο, η «ετεροχρονισμένη» έναρξη ευρείας εφαρμογής του νέου ΚΠολΔ, μετά τη λήξη της πολύμηνης αποχής των δικηγόρων, θα αναδείξει στην πράξη τον προβληματικό χαρακτήρα ή ακόμα και το ανεφάρμοστο αρκετών επιμέρους διατάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ευκταίο οι όποιες αμφισβητήσεις ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένων ρυθμίσεων να επιλύονται από τα δικαστήρια σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και πάντοτε με γνώμονα την ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.
Την επικαιροποιημένη έκδοση του Συγκριτικού Πίνακα Παλαιών και Νέων Ρυθμίσεων μπορείτε να βρείτε : εδώ
[πηγή : https://www.lawspot.gr/ ]

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

"Η ρύθμιση του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4335/2015" [Γ. Ορφανίδης, Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών]

           

     Ι. Εισαγωγή

Με το ν. 4335/2015 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρ. 94 ΚΠολΔ που προβλέπει το θεσμό της υποχρεωτικής σύμπραξης πληρεξουσίου δικηγόρου στην πολιτική δίκη. Διευρύνεται σημαντικά το πεδίο νομικών υποθέσεων ως προς τις οποίες είναι υποχρεωτική η παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο αποκαλούμενος «φυσικός» διάδικος μπορεί να παρίσταται πλέον μόνος του στις δίκες για τις μικροδιαφορές (άρθρ. 466) και προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 94 παρ. 2). ΄Ετσι αφ’ ενός μεν περιορίζεται ο κύκλος των υποθέσεων της καθ’ ύλην αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου στις οποίες ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί χωρίς δικηγόρο, αφ’ ετέρου δε καταργείται η εξαίρεση των ασφαλιστικών μέτρων ως περίπτωση επίσης μη υποχρεωτικής έως πρότινος παραστάσεως διαδίκου με δικηγόρο. Τροποποιείται μία ρύθμιση που  ίσχυε από την εισαγωγή του ΚΠολΔ το 1968 (άρθρο 95). Με τους ν. 3994/2011 και 4055/2012 υπήρξε ήδη ένα πρώτο ρήγμα στη ρύθμιση του άρθρ. 94. Η επέκταση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου από τις 12.000 στις 20.000 οδήγησε στην πρόβλεψη υποχρέωσης για παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο όταν το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ (ν. 3994/2011). Επίσης, προβλέφθηκε ότι για την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (ν. 4055/2012).
Δεν τροποποιήθηκε πάντως η διάταξη της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 94 κατά την οποία στις  περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.
Η ικανότητα προς το δικολογείν είναι ως γνωστόν η ικανότητα αυτοπροσώπου επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων στη δίκη από τον διάδικο. Είναι προϋπόθεση για το κύρος αυτών. Ελλείπει αν ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική εκπροσώπηση του διαδίκου από δικηγόρο, όπως συμβαίνει κατά τα ανωτέρω κατά τον ΚΠολΔ. Ισχύει όχι μόνο για την προφορική συζήτηση, όπως ενδεχόμενα αφήνει να εννοηθεί η διάταξη του άρθρ. 94, αλλά κατ’ αρχήν για όλες τις διαδικαστικές πράξεις που συνέχονται με τη δίκη. Η έλλειψη καθιστά τη διαδικαστική πράξη απαράδεκτη ή μη έγκυρη ενώ ο αυτοπροσώπως παριστάμενος κατά τη συζήτηση διάδικος λογίζεται ως μη παριστάμενος και δικάζεται ερήμην (άρθρ. 271, 272)[1].

ΙΙ. Ιστορική αναδρομή

Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ ο Σακκέτας είχε εισηγηθεί στη Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ τη διατήρηση των διατάξεων που ίσχυαν τότε και καθιέρωναν υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο με ορισμένες προβλεπόμενες στο νόμο εξαιρέσεις. Το τότε ισχύον απέδιδε ο δικηγορικός κώδικας, όπως είχε θεσπισθεί με το ν.δ. της 5/20 Μαΐου 1926 και κυρωθεί με το ν.δ. της 13 Νοεμβρίου 1927 και το ν. 4627 – 3/7 Μαΐου 1930[2].  Κατά τη διάταξη του άρθρ. 35 εδ. 3 η άνευ δικηγόρου ενέργεια και παράσταση ήταν δυνατή επί ειρηνοδικειακών διαφορών και ενώπιον «πάσης δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις ενδίκων, διακοπή παραγραφής κλπ.)»[3]. Το δικαστήριο μπορούσε όμως και στις περιπτώσεις αυτές να υποχρεώσει το διάδικο σε πρόσληψη δικηγόρου ή δικολάβου για την περαιτέρω υπεράσπιση της υποθέσεως εάν έκρινε τούτο αναγκαίο[4]. Η ρύθμιση αυτή εισάγεται καίτοι δεν υφίσταται επαρκής αριθμός δικηγόρων σε όλη τη χώρα ενώ υπήρχε ευρεία διασπορά Ειρηνοδικείων. Σημειώνεται ότι με τη διάταξη του άρθρ. 35 εδ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων είχε τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρ. 637 εδ.3 ΠολΔ/1834 που επέτρεπε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων κατά τη διαδικασία ενώπιον του προέδρου των πρωτοδικών. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε και τα προσωρινά μέτρα (άρθρ. 634- 634 Α ΠολΔ)[5].  Επομένως, βάσει της μεταγενέστερης διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων δεν επιτρεπόταν στους διαδίκους να εμφανίζονται αυτοπροσώπως στις δίκες για τα προσωρινά μέτρα. Στην εισήγησή του ο Σακκέτας πρότεινε την επέκταση της εξαιρέσεως για την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση της διαδικασίας ενώπιον του προέδρου των πρωτοδικών[6]. Η τελική πρότασή του προέβλεπε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο ενώπιον μόνο των πολυμελών πολιτικών δικαστηρίων. Εξαιρούνταν δηλαδή τα μονομελή πρωτοδικεία και τα ειρηνοδικεία, συμπεριλαμβανομένων προφανώς και των ασφαλιστικών μέτρων, όπως επίσης η διαδικασία ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου που δίκαζε κατά την επ’ αναφορά διαδικασία, δηλαδή την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 640 ΠολΔ)[7]. Τελικώς, η Συντακτική Επιτροπή αποφάσισε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο και επί μονομελών δικαστηρίων πλην του ειρηνοδικείου[8]. Αργότερα η εξαίρεση για την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου αναδιατυπούται. Η εξαίρεση της παρ. 2β για παραστάσεις «ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου δικάζοντος κατά την επ΄ αναφορά διαδικασίαν» λαμβάνει  κατόπιν προτάσεως του Γ. Ράμμου το περιεχόμενο ότι οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται «επί λήψεως προσωρινών και συντηρητικών μέτρων»[9]. Στο τελικό σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής του 1955 υιοθετείται ο όρος «ασφαλιστικά μέτρα» (άρθρ. 102 παρ. 2 β) στη θέση του όρου προσωρινά και συντηρητικά μέτρα.
Στο μεταξύ είχε ψηφισθεί ο Κώδικας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που στο άρθρο 39 προέβλεπε το θεσμό της υποχρεωτικής συμπράξεως πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον δικαστηρίου. Κατά την παρ. 2 επιτρεπόταν κατ’ εξαίρεση η άνευ δικηγόρου ενέργεια και παράσταση «.α)… β) επί ειρηνοδικειακών διαφορών γ) ενώπιον πάσης δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις ενδίκων μέσων, διακοπή παραγραφής κλπ.)». Είχε υιοθετηθεί δηλαδή η διατύπωση του προηγούμενου Κώδικα περί Δικηγόρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα στο βαθμό που εκδικάζονταν κατά την αποκληθείσα Προεδρική Δικαιοδοσία[10] απαιτούσαν τη σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου. Εξαίρεση δε μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω επείγοντος. Η θέση αυτή αιτιολογήθηκε και με τη σκέψη ότι η δίκη περί του προφυλακτικού μέτρου είναι εξάρτημα της κύριας δίκης περί του εξασφαλιστέου δικαιώματος[11].
Η Αναθεωρητική Επιτροπή για τον ΚΠολΔ κατόπιν προτάσεως του Γεωργίου Οικονομόπουλου προς το σκοπό και του συντονισμού προς τις σχετικές διατάξεις του τότε νέου Δικηγορικού Κώδικα διετύπωσε εκ νέου τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο. Κατά τη σχετική πρόταση παράσταση δικηγόρου δεν απαιτείτο  «…α) ενώπιον του Ειρηνοδικείου, β) επί ασφαλιστικών μέτρων και γ) προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου»[12]. Η θέση αυτή κατέστη θετικό δίκαιο (άρθρ. 95 παρ. 2/ ΚΠολΔ 1968) και διατηρήθηκε έως το 2011.

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

ΑΠ. 907/2015 Απόφαση (Γ’ Πολιτικού Τμήματος) : "Η αναίρεση που ασκείται από τον διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως. Η αναίρεση του μετά από προσεπίκληση ως υποχρέου σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβαίνοντος απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση"


(…) Η αναίρεση που ασκείται από τον διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως. Η αναίρεση του μετά από προσεπίκληση ως υποχρέου σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβαίνοντος απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 ΚΠολΔ) το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων.

Στην προκειμένη περίπτωση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν 1) η από 18/12/2013 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», 2) η από 3-4-2014 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου …. και 3) η από 10-9-2014 αίτηση αναιρέσεως της ……, οι οποίες στρέφονται κατά της 6357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν επειδή είναι συναφείς και έτσι διευκολύνονται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου την ένδικη αγωγή, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη κυριότητα στο επίδικο ακίνητο, 2 δικαίωμα που απέκτησε παραγώγως ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της, η οποία (κληρονομουμένη) είχε τελεσιδίκως με απόφαση του Εφετείου αναγνωρισθεί κυρία του επιδίκου, στα πλαίσια προγενέστερης δίκης μεταξύ αυτής και της δικαιοπαρόχου της επίσης αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης ……. Α.Ε., κατά τη διάρκεια της οποίας στον πρώτο βαθμό απεβίωσε και στη δικονομική της θέση αυτή υπεισήλθε υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα, να υποχρεωθεί η τελευταία, που κατέχει και νέμεται τούτο χωρίς δικαίωμα να της το αποδώσει, διαφορετικά σε περίπτωση αδυναμίας απόδοσης αυτού, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ίδιας να της καταβάλει αποζημίωση ισόποση με την εμπορική του αξία, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της στην απόδοση των ωφελημάτων τα οποία απέκτησε από την αποκλειστική χρήση του επιδίκου, ως κακής πίστεως νομέας και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, και αναιρεσίβλητη …….. Α.Ε. άσκησε κατά της παραπάνω ενάγουσας ανταγωγή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 1010 ΑΚ (ενοικοδόμηση κατά ένα μέρος σε γειτονικό ακίνητο) και εφόσον γίνει δεκτό το αγωγικό αίτημα περί αποδόσεως του επιδίκου, να επιδικασθεί σ' αυτήν η κυριότητα τούτου με την καταβολή αποζημιώσεως. Περαιτέρω η ίδια (……. Α.Ε.), με αυτοτελές δικόγραφo προσεπικάλεσε τον ήδη αναιρεσείοντα και αναιρεσίβλητο, Δήμο ….., δικαιοπάροχο της και πωλητή του επιδίκου, ως δικονομικό εγγυητή της, ενώνοντας στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ζήτησε δε να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη προς υποστήριξη της και σε περίπτωση ήττας της να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του να της καταβάλει ότι υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα με την κύρια αγωγή ήδη αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη.
Ο προσεπικληθείς δικαιοπάροχος άσκησε με ίδιο δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγομένης-αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο 1) δέχθηκε κατά ένα μέρος την κύρια αγωγή ως προς την επικουρική της βάση που στήριζε την αξίωση της ενάγουσας στην καταβολή αποζημιώσεως για την περίπτωση αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να 3 καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, που αντιπροσωπεύουν τόσον αποζημίωση αυτής λόγω αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου, όσον και τα ωφελήματα που απέκτησε αυτή ως κακής πίστεως νομέας 2) δέχθηκε κατ' ουσίαν την παρεμπίπτουσα αγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του προσθέτως παρεμβάντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, Δήμου να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ……. Α.Ε. τα παραπάνω χρηματικά ποσά καθώς και τα δικαστικά έξοδα και 3) απέρριψε κατ' ουσίαν την ανταγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση.

Επί των αντιθέτων εφέσεων που ασκήθηκαν από όλους τους διαδίκους εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της ενάγουσας με την κύρια αγωγή, έγιναν κατ' ουσίαν δεκτές οι εφέσεις της εναγομένης και παρεμπιπτόντως ενάγουσας, καθώς και του παρεμπιπτόντως εναγομένου και προσθέτως παρεμβάντος και εξαφανίσθηκε η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση μόνον κατά το μέρος που αφορούσε το ύψος των επιδικασθέντων για τις προαναφερόμενες αιτίες αποζημιώσεων το ποσόν των οποίων μείωσε. Η τελευταία αυτή απόφαση προσβάλλεται με τις τρεις αναιρέσεις.

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1, 82, 83 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αναίρεση που ασκείται από το διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73, 80, 82, 84, 85, 88, 285 και 556 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά τελεσίδικης απόφασης έχει δικαίωμα αυτοτελούς αναίρεσης και ο μετά από προσεπίκληση, ως υπόχρεος σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβάς, όχι μόνον όταν ανέλαβε το δικαστικό αγώνα και έθεσε τον υπερ’ού η παρέμβαση διάδικο εκτός δίκης αλλά και όταν δεν ανέλαβε μεν το δικαστικό αγώνα, καταδικάσθηκε όμως από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε αποζημίωση του υπερ’ού παρενέβη, μετά από προσεπίκληση του τελευταίου τούτου, ο οποίος σώρευσε και παρεμπίπτουσα κατά του παρεμβάντος αγωγή αποζημίωσης του, γιατί και στην περίπτωση αυτή, κατά 4 την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης έχει έννομο συμφέρον, ως διάδικος βλαπτόμενος από τις επιβλαβείς γι’ αυτόν διατάξεις της απόφασης, να προσβάλει αυτήν κατά το κεφάλαιο της, το συνεχόμενο αμέσως ή εμμέσως με την καταδίκη του σε αποζημίωση, αφού αυτός τελικά φέρει την ευθύνη από την απώλεια της δίκης. Η αναίρεση όμως απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση.
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…. Α.Ε.» κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δήμου …, ο οποίος όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση είχε πρωτοδίκως και κατ' έφεση την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ της παραπάνω αναιρεσείουσας, καθώς και η αίτηση αναίρεσης του Δήμου …. κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης (ήδη παραπάνω αναιρεσείουσας εταιρείας) πρέπει να απορριφθούν κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 577 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ως απαράδεκτες.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Ι.-«ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ- ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ- ΕΥΛΟΓΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ» ΙΙ.-ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΚ ΚΑΙ ΚΠΟΛΔ. [του Αντώνη Αργυρού, Δικηγόρου Αθηνών]

ΜΕΛΕΤΗ

Ι.-«ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ- ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ- ΕΥΛΟΓΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ»

ΙΙ.-ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΚ ΚΑΙ ΚΠΟΛΔ.

-----------------------------------------------------------------------------------------

Ι.-«ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΕΓΓΡΑΦΑ- ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ- ΕΥΛΟΓΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ»


ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

1. Πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, κατά το Σύνταγμά μας, αποτελούν ο σεβασμός και προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια ειδικότερη εκδήλωση της θεμελιώδους αυτής  διάταξης είναι  ότι ο σεβασμός της αξίας του ως ανθρώπου του οποίου τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα θίγονται από ενέργεια της διοίκησης, επιβάλλει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των στοιχείων της υπόθεσής του και να εκθέτει τις απόψεις του ενώπιον των διοικητικών αρχών, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να τις λαμβάνουν υπόψη και να τις συνεκτιμούν.
 Πέραν της συνταγματικής ( άρθρα 5Α και 10 παρ. 3 ) το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα έχει και νομοθετική θεμελίωση. Με το άρθρο 16 του ν.1599/1986 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά σε κάθε πολίτη το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, αφού προηγουμένως το διαμόρφωσε και το αναγνώρισε το Συμβούλιο Επικρατείας με αποφάσεις του. H χορήγηση αντιγράφων  δημοσίων εγγράφων, προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του N.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 45/τ. Α΄/9-3-1999) («ΚΔΔιαδ», όπως αυτές συμπληρώθηκαν από τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 8 του Ν.2880 (ΦΕΚ 9/ τ. Α΄, 30-1-2001) και αντικαταστάθηκαν με αυτές της παρ.2 του άρθρου 11 του Ν. 3230 (ΦΕΚ 44/ τ.  Α΄,11-2-2004 και του ΠΔ 28/2015 ΦΕΚ 34/Α/2015 και  άρθρο 7 παρ.1 Ν.4325/2015,ΦΕΚ Α 47/11.5.2015.
1.- Ο νομοθέτης έχει θεσπίσει κανόνες διαδικασίας που αποβλέπουν κατά κύριο σκοπό στην λειτουργική αποτελεσματικότητα της Διοίκησης και την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών, ειδικότερα δε στη δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών (πρβλ.ΣτΕ 3004/2010 Ολομ), πλην όμως πολλές φορές  η Δημόσια Διοίκηση ,επικαλείται, διάφορες αβάσιμες  προφάσεις ή αβάσιμες δικαιολογίες για μην ικανοποιήσει εμπρόθεσμα (πρβλ.  ΣτΕ2826/2014)τα νόμιμα αιτήματα των πολιτών, επικαλουμένη «ότι δεν αποδεικνύει το απαιτούμενο από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας εύλογο ενδιαφέρον για τη λήψη των αιτηθέντων αντιγράφων».

2.- Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της γνώσης των διοικητικών εγγράφων
 Το άρθρο 5 Α σε συνδυασμό με το άρθρο 10 του Συντάγματος καθιερώνουν, ως έκφραση της διαφανούς δράσης της Διοίκησης, το δικαίωμα γνώσης των δημοσίων εγγράφων, το οποίο εξειδικεύεται με το άρθρο 5 του Ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ)[1].
2.1.-ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ διακρίνονται σε:
ΔΗΜΟΣΙΑ: είναι εκείνα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, από τον καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία (άρθρο 438 του  Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ιδιωτικά:είναι εκείνα που δεν είναι δημόσια. Τα ιδιωτικά έγγραφα που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ: είναι εκείνα που συντάσσονται από τις Διοικητικές Αρχές (άρθρο 5 παρ. 1 Ν.2690/99). Είναι ειδικότερη κατηγορία των δημόσιων εγγράφων. Είναι, ενδεικτικά: Οι εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Η απαρίθμηση στο νόμο είναι ενδεικτική.
2.1.1.- Άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα :Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 του ν. 2690 της 5/9.3.1999  «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων» (πρβλ. Ολομ ΣτΕ 94/2013).
Στην έννοια του "κάθε ενδιαφερόμενος" περιλαμβάνεται, κατά μείζονα λόγο, και αυτός που έχει εύλογο έννομο συμφέρον - βλ. και ΣτΕ 1397/1993, ΣτΕ 841/1997, ΣτΕ 205/2000, ΣτΕ 3130/2000 και Λαζαράτο, Δ 1998,1230 για την έννοια του ευλόγου ενδιαφέροντος βλ. ΣτΕ 1214/2000 ΔιΔικ 2006,1200 - στην έννοια δε του "όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον" , περιλαμβάνεται και αυτός που αναφέρεται σε επιδίωξη δικαστικής προστασίας (βλ Σπηλιωτόπουλο, σελ 165, Γέροντα, ΔΤΑ 2000, 571)
Το άρθρο 5 παρ. 1 του ΚΔΔιαδ θεμελιώνει το δικαίωμα του κάθε ενδιαφερομένου[2], φυσικού ή νομικού προσώπου, στην ελεύθερη πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα χωρίς την επίκληση έννομου συμφέροντος. Η μοναδική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος είναι η γραπτή αίτηση.
2.1.1.1.-ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ:
Α.- Ως διοικητικά έγγραφα -τα οποία στο άρθρο 5 ν. 2690/1999 διατάξεις αναγράφονται ενδεικτικά- νοούνται αυτά που συντάσσονται-εκδίδονται από διοικητικό όργανο, δηλ. όργανα που ανήκουν σε δημόσια υπηρεσία του κράτους ή ΝΠΔΔ ή κρατικά ΝΠΙΔ  κλπ και ενδεικτικά εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις.
Είναι αδιάφορο αν τα έγγραφα αφορούν τον αιτούντα ή τρίτον (βλ. Σπηλιωτόπουλο, σελ. 165), όπως επίσης δεν απαιτείται να έχουν το χαρακτήρα των εκτελεστών πράξεων [βλ. Σιούτη σε Διοικητικό Δίκαιο (2004) σελ 255],συνεπώς περιλαμβάνεται κάθε έγγραφο που έχει συνταχθεί από τις δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης ως διοικητικά έγγραφα θεωρούνται, ως εκ του σκοπού των άνω διατάξεων, και αυτά που χρησιμοποιήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (πρβλ. ΓνωμΕισΑΠ 6/2006, 1/2005, 21/2003, 2/2003,  και ΓνωμΝΣΚ 503/2002, 243/2000.). Κατά την Εισηγ. Εκθ. του Ν. 1599/1986 -σε σχέση με το άνω άρθρο 16 αυτού- περιλαμβάνονται "ό,τι υπάρχει μέσα στα αρχεία της διοίκησης" (βλ και Γέροντα, ΔΤΑ 2000,570). Περιλαμβάνονται και τα δικαιολογητικά (πρβλ και ΓνωμΝΣΚ 620/1999, 465/1998,1191,1997, 338/1996,  Γεραπετρίτη, ΠειρΝομ 1997,375).
Β.- Ως έγγραφο, για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, νοείται μόνο εκείνο του οποίου έχει περαιωθεί η διαδικασία της έκδοσης ή τουλάχιστον της κατάρτισης (σχέδιο) και όχι εκείνο το σχέδιο ή τμήμα τούτου που βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας και δεν έχει οριστικοποιηθεί το περιεχόμενό του[3]. Για την ολοκλήρωση διοικητικού εγγράφου, απαιτείται αυτό να έχει υπογραφεί και πρωτοκολληθεί, οπότε και απαγορεύεται κάθε επέμβαση, προς αλλοίωση του περιεχομένου του, σύμφωνα με τις αριθμ. 80/1999 (Τμήμα Δ’) και 383/2000 (Τμήμα Β’) γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ.
Δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο του δικαιώματος πρόσβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2690/99 (Κ.Δ.Δ.), όπως ισχύει, έγγραφο μη υπογεγραμμένο από τον τελικώς, κατά νόμο, υπογράφοντα, καθόσον δεν συνιστά ολοκληρωμένο διοικητικό έγγραφο. (βλ.148/2014 ΓΝΜΔ ΝΣΚ).
2.1.2.- Άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα ιδιωτικά έγγραφα που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες: Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 του ανωτέρω ν. 2690/1999: «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του, η οποία εκκρεμεί σ' αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές».

3.1.-ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΦΟΡΕΙΣ: Στον Κώδικα διοικητικής διαδικασίας (ν. 2690/1999 ,όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 1 παρ.1 Ν.4250/2014,ΦΕΚ Α 74/26.3.2014 και προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ.1 Ν.4325/2015,ΦΕΚ Α 47/11.5.2015) υπάγονται πλέον:
Το  Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, στα Ν.Π.Ι.Δ. και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ) του Κεφαλαίου Α` του Ν.3429/2005, καθώς και στα νομικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α, εντός ή εκτός της Γενικής Κυβέρνησης[4]

3.2.- Η δυνατότητα πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες                                                                                                  
Μια από τις σημαντικότερες που συμπληρώνουν το άρθρο 6 του ΚΔΔ και το άρθρο 16 του Ν. 1599/1986, κατέχει η ΚΥΑ 77921/1440/1995( ΦΕΚ 795Β) που ρυθμίζει την ελεύθερη πρόσβαση του κοινού στις δημόσιες αρχές, προκειμένου να τους χορηγηθούν πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον και η οποία αποτελεί ενσωμάτωση στην έννομη τάξη της κοινοτικής οδηγίας  90/313 ΕΟΚ. Το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες παρέχεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, χωρίς να κρίνεται απαραίτητο αυτό να δικαιολογεί έννομο συμφέρον.
4.- Το δικαίωμα των πολιτών να λάβουν γνώση των διοικητικών εγγράφων είναι ατομικό, βασιζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 1, 10, 20§2 Σ. Η άρνηση της Διοικήσεως  [ρητή ή σιωπηρή] να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα είναι εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και μπορεί να προβληθεί με αίτηση ακύρωσης. Οι  δημόσιες υπηρεσίες έχουν άμεση και αυτοτελή υποχρέωση να επιτρέπουν υπό τους όρους του άρθρου 5 του Ν 2690/99 την πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα διοικητικά ή ιδιωτικά έγγραφα που φυλάσσουν στα αρχεία τους χωρίς να απαιτείται προηγούμενη (προκαταβολική) σχετική εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών (πρβλ.ΕγκΕισΑΠ Αθ. Κονταξή 6/2006, ΠοινΔνη 2007, σελ. 292, Πρ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», τ. Γ1, 1982, σελ. 226, Κ. Χρυσόγονος «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», 2002, σελ. 394, ΣτΕ 1225/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνωμ. ΝΣΚ 125/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο περιεχόμενο του δικαιώματος γνώσεως διοικητικών εγγράφων συγκαταλέγονται και δημόσια έγραφα τα οποία ελήφθησαν υπόψη για τη διαμόρφωση ή τη θεμελίωση της κρίσεως του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.(βλ ΣτΕ 3855/2010)

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

"ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4335/2015" [της Ευδοξίας Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη, εφέτη]


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
1) Εισαγωγή, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο γενικό και ειδικό μέρος
2) Ανακοπές του άρθρου 933
Α) Αρμόδιο δικαστήριο- Διαδικασία
Β) Προθεσμία άσκησης ανακοπών- Η ειδική ανακοπή του
άρθρου 973 παρ. 8
Γ) Ένδικα μέσα
Δ) Αναστολή εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής
3) Η δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων
4) Τροποποιήσεις στις διατυπώσεις της κατάσχεσης και στην προδικασία πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων
5) Η ανακοπή του άρθρου 954
6) Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού
7) Ο προσδιορισμός της αξίας των ακινήτων
8) Αναγγελίες δανειστών
9) Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις για την κατάταξη δανειστών
10) Προσωπική κράτηση
11) Μεταβατικές διατάξεις
12) Επίλογος

1)Εισαγωγή, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο γενικό και ειδικό μέρος
Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις, που επέφερε ο νόμος 4335/2015 στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, εστιάζονται στις ρυθμίσεις που αναφέρονται στις ανακοπές του άρθρου 933 και ειδικότερα στις προθεσμίες άσκησής τους και στα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά των αποφάσεων επ΄αυτών, στη θέσπιση δυνατότητας επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος (κινητού ή ακινήτου), στην προδικασία του πλειστηριασμού, στην κατάταξη των δανειστών και στην απαγγελία προσωπικής κράτησης.

2) Ανακοπές του άρθρου 933

Α) Αρμόδιο δικαστήριο- Διαδικασία
Η επιμέρους διάταξη του άρθρου 933, που αναφέρεται σε δυνατότητα προβολής αντιρρήσεων κατά της εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της εκτέλεσης και την απαίτηση, παραμένει ως έχει, προβλέπεται δε προσδιορισμός και εκδίκαση των τυχόν περισσότερων ανακοπών κατά την ίδια δικάσιμο (ευλόγως/ όμως όχι αναγκαίως και συνεκδίκαση, ζήτημα που θα κριθεί από το δικαστήριο), ρύθμιση που προδήλως θα εφαρμόζεται εφόσον αυτό είναι δυνατό. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των ανακοπών παραμένει το Ειρηνοδικείο και το Μονομελές Πρωτοδικείο με τις διακρίσεις που ισχύουν και σήμερα.
Η αρχική πρόθεση του νεότερου νομοθέτη, η οποία αποτυπώθηκε στο ΣχΝ το οποίο είχε δοθεί προς διαβούλευση, προέβλεπε εφαρμογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση των ανακοπών αυτών, χωρίς δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι σκέψεις αυτές, που θα έθεταν σε κίνδυνο σημαντικά συμφέροντα των διαδίκων (και οφειλέτη, αλλά και επισπεύδοντος), αφού η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν παρέχει πλήρως τα εχέγγυα ασφαλούς κρίσης, σε συνδυασμό και με τον αποκλεισμό της άσκησης ενδίκων μέσων προς διόρθωση των τυχόν σφαλμάτων της δικαστικής κρίσης, που θα σχηματιζόταν ταχέως και κατά πιθανολόγηση, θα αιτιολογείτο δε συνοπτικώς, ευτυχώς εγκαταλείφθηκαν.
Με ειδική διάταξη αναφερόμενη στη διαδικασία εκδίκασης των παραπάνω ανακοπών, η οποία περιελήφθη στο άρθρο 937 παρ. 3, προβλέπεται η εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Η ρύθμιση, όπως διατυπώθηκε στο νομοθετικό κείμενο, δεν είναι ευκόλως κατανοητή. Στο άρθρο 614 ορίζεται μόνον ποιες είναι οι υπαγόμενες σε ειδική διαδικασία κατηγορίες περιουσιακών διαφορών, ενώ στη συνέχεια παρατίθενται μερικές ειδικότερες ρυθμίσεις για κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες: για τις μισθωτικές διαφορές (άρθ. 615 επ), τις εργατικές διαφορές (άρθ. 621 επ.), τις διαφορές από αμοιβές (άρθ. 622 Α) και από πιστωτικούς τίτλους (άρθ. 622 Β). Είναι μάλλον αυτονόητο ότι, αν η κύρια διαφορά, από την οποία προήλθε ο εκτελούμενος τίτλος, εκδικάσθηκε με την εφαρμογή οποιασδήποτε από αυτές τις ειδικές διαδικασίες, η ίδια διαδικασία θα ακολουθηθεί και για την εκδίκαση της ανακοπής. Εάν όμως ο τίτλος αποτελεί απόφαση δικαστηρίου, που εφάρμοσε την τακτική διαδικασία, η παραπομπή στα άρθρα 614 επ. στερείται νοήματος, προεχόντως διότι θα είναι αδύνατο για τον δικαστή να επιλέξει αυθαιρέτως μία από τις ως άνω κατηγορίες υποθέσεων και να εφαρμόσει επί της κρινόμενης ανακοπής τις διατάξεις που θα προσιδίαζαν σ΄εκείνη την κατηγορία. Η παραπομπή θα έπρεπε να γίνει κατ΄αρχήν στα γενικά άρθρα των ειδικών διαδικασιών, δηλαδή στα άρθρα 591 επ. , που καθιερώνουν γενικές ρυθμίσεις για όλες τις κατηγορίες υποθέσεων τις υπαγόμενες στις ειδικές διαδικασίες, όπως π.χ. αυτές για την κατάθεση προτάσεων και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, για τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης κλπ, και δευτερευόντως στα άρθρα 614 επ., εφόσον αυτά προσιδιάζουν στο είδος της διαφοράς από την οποία προέκυψε η έκδοση του εκτελεστού τίτλου. Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε για την εκδίκαση των ανακοπών του άρθρου 933 να ακολουθείται η ειδική διαδικασία, που τυχόν ακολουθήθηκε για την έκδοση της δικαστικής απόφασης η οποία αποτελεί τον εκτελούμενο τίτλο, εάν δε αυτός ο τίτλος δεν εκδόθηκε με την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας, η ανακοπή θα εκδικάζεται κατά τις γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, ενώ και στις δύο περιπτώσεις θα υπερισχύουν και θα εφαρμόζονται, κατά παρέκκλιση όλων των παραπάνω, οι ακόμη ειδικότερες διατάξεις που αναφέρονται στις συγκεκριμένες ανακοπές. Τέτοιες είναι αυτές που προβλέπουν τις εξής προθεσμίες: προθεσμία 60 ημερών, εντός της οποίας πρέπει να ορισθεί η συζήτηση της ανακοπής (όπως προβλεπόταν και με τον ν. 4055/2012), προθεσμία τουλάχιστον 20 ημερών πριν την δικάσιμο προς κλήτευση του καθ΄ου η ανακοπή (σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα επί ειδικών διαδικασιών: 30 ημέρες και 60 ημέρες για κατοίκους αλλοδαπής), και προθεσμία 60 ημερών από τη συζήτηση προς έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης (παρ. 2, 6 νέου άρθρου 933).
Οι αποφάσεις που θα εκδίδονται επί των ανακοπών θα εξακολουθήσουν να μπορούν να παράγουν δεδικασμένο όχι μόνον ως προς το κύρος της εκτελέσεως, αλλά και για το τυχόν προκριματικώς κρινόμενο ζήτημα της απαίτησης, εφόσον βεβαίως θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 331 ΚΠολΔ.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ [2016 final - edition 2016]


    Το κείμενο του νόμου έχει αναρτηθεί στο Helleniclawyer.eu και έχει επεξεργαστεί απο τον Πέτρο Ντερέκη, Δικηγόρο Πατρών 


    Περιεχόμενα :

  • ΒΙΒΛΙΟ 1ο ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 1-207 
  • ΒΙΒΛΙΟ 2ο ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ 208-494 
  • ΒΙΒΛΙΟ 3ο ΈΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ 495-590
  • ΒΙΒΛΙΟ 4ο ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 591-681Δ 
  • ΒΙΒΛΙΟ 5ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ 682-738 
  • ΒΙΒΛΙΟ 6ο ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ 739-866 
  • ΒΙΒΛΙΟ 7ο ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ 867-903
  • ΒΙΒΛΙΟ 8ο ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ 904-1054 
  • Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 1-76
  • Στο τέλος να δοθεί προσοχή στις μεταβατικές διατάξεις του νόμου 4336/2015.-

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Ημερίδα ΔΣ Πατρών για τον ΚΠολΔικ. (II) : "Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ (ν. 4335/2015)" [του Δημητρίου Κράνη, αεροπαγίτη] (βλ. και video)

     
Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ (ν. 4335/2015)- Εισήγηση σε διημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Πάτρας/12-13 Δεκεμβρίου 2015 

     ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
     Ι. Βιβλίο πρώτο: Γενικές διατάξεις [άρθρ. 47, 79 (89, 91), 94§2, 115§§2&3, 128§1, 143§1] 
     ΙΙ. Βιβλίο δεύτερο: Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια [άρθρ. 208 -214, 214 Α-Γ (233§§ 2-4), 215§2, 223, 228 (231, 237-238), 244, 260§2, 283§2, 287§1, 294§1, 302§1, 340§1, 393§1, 421-424,       
     ΙΙΙ. Βιβλίο τρίτο: Ένδικα μέσα [άρθρ. 496§3, 498§2, 518§2, 524§2, 527, 544 αριθ. 6, 560 αριθ. 5&6, 562§4, 565§1, 571, 581§2, 585].  
     ΙV. Βιβλίο τέταρτο: Ειδικές διαδικασίες [άρθρ. 591].
     V. Βιβλίο πέμπτο: Ασφαλιστικά μέτρα [άρθρ. 682§1, 686§§1,5&6, 689, 691§3, 691 Α, 693, 697, 724, 729§5, 734§5].

Ι. Βιβλίο πρώτο: Γενικές διατάξεις.

Άρθρ. 47: Δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο (κίνδυνος καταστρατήγησης ή υπερβολικής επιβάρυνσης του ανώτερου δικαστηρίου· κατά τα λοιπά η νέα ρύθμιση αντινομεί προς τις διατάξεις των άρθρ. 513§1(α) και 553§1(α), κατά τις οποίες εξακολουθεί να επιτρέπεται έφεση και αναίρεση κατά των αποφάσεων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας ).
‘Αρθρ. 79: Κύρια παρέμβαση μόνο στον πρώτο βαθμό (στόχος η επιτάχυνση της δίκης, αμφίβολο όμως αν εξυπηρετείται και η οικονομία ευρύτερα της δίκης, αφού αντί για κύρια παρέμβαση στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης θα ξεκινήσει νέα δίκη).
Άρθρ. 94§2: Παράσταση χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στις μικροδιαφορές και προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου (υποθέσεις άρα ειρηνοδικείου που υπερβαίνουν το όριο των 5.000 ευρώ, οπότε και δεν είναι μικροδιαφορές, απαιτούν πλέον δικηγόρο, ενώ προηγουμένως δεν ήταν αναγκαίος για υποθέσεις αξίας μέχρι τις 12.000 ευρώ· εξ άλλου προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου στοχεύουν, κατά κανόνα, οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και συνεπώς χωρίς δικηγόρο είναι δυνατή η παράσταση και στις υποθέσεις αυτές, στις οποίες γινόταν προηγουμένως ρητή αναφορά· συνακόλουθα ως περιττά καταργούνται τα άρθρ. 251 και 311 που αφορούν υποδείξεις του ειρηνοδίκη σε διάδικο που παρίσταται χωρίς δικηγόρο).
Άρθρ. 115§§2&3: Υποχρεωτική η προφορική συζήτηση στον πρώτο βαθμό και στην εκούσια δικαιοδοσία με την επιφύλαξη των άρθρ. 237 και 238 (δηλαδή αίρεται “εν μέρει” η υποχρεωτικότητα της προφορικής συζήτησης στην τακτική διαδικασία με την έννοια ότι δεν εξετάζονται, κατ’ αρχήν, μάρτυρες, αλλά η διαδικασία είναι κυρίως έγγραφη). Ωστόσο δεν μπορεί με μόνη την ως άνω επιφύλαξη να θεωρηθεί ότι καταργείται πλήρως η προφορικότητα της συζήτησης στην τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό, ώστε να επιτρέπεται κατά το άρθρ. 242§2 ΚΠολΔ η παράσταση στο ακροατήριο με απλή δήλωση (στο δεύτερο βαθμό η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική κατά το άρθρ. 524§2  μόνο στην περίπτωση του άρθρ. 528). Η κατάθεση προτάσεων είναι γενικώς υποχρεωτική με εξαίρεση τις υποθέσεις μικροδιαφορών (στις οποίες όμως δεν ορίζεται ο χρόνος κατάθεσής τους· αναγκαία έτσι η συμπλήρωση στο άρθρ. 468§1 ότι κατατίθενται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο)
Άρθρ. 128§1: Οι επιδόσεις γίνονται σε ενήλικο σύνοικο, χωρίς άλλες  διακρίσεις.
Άρθρ. 143§1: Ο δικαστικός πληρεξούσιος είναι και αντίκλητος όχι μόνο μέχρι την επίδοση της οριστικής απόφασης, αλλά μέχρι και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του (η διάταξη εγκυμονεί κινδύνους υφαρπαγής τελεσίδικων ή αμετάκλητων αποφάσεων).

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Ημερίδα ΔΣ Πατρών για τον ΚΠολΔικ. (I) : "Οι Διαταγές και η Εκουσία Δικαιοδοσία στο νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (μετά το Ν. 4335/2015)" [του Κωνσταντίνου Ηρ. Ρήγα, Δ.Ν., Πρωτοδίκη και Εισηγητή των Πτωχεύσεων Πατρών] (βλ. και video)

           

            Α. Διαταγές

            Στο επιγραφόμενο «Διαταγές» Δ΄ Κεφάλαιο του Τέταρτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) ως προς τις ειδικές διαδικασίες συνενώνονται, κατόπιν του Ν. 4335/23-7-2015, σε δύο Τίτλους οι ρυθμίσεις της διαταγής πληρωμής και της διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου. Τούτο, διότι οι εν λόγω διαταγές συνιστούν εκτελεστούς τίτλους, οι οποίοι εκδίδονται με μονομερή διαδικασία και τη μετάθεση του δικαιώματος ακρόασης του καθ’ ου στο στάδιο που επακολουθεί την έκδοσή τους και την άσκηση κατ’ αυτών ανακοπής. Η διαταγή πληρωμής διέπεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 623-636 ΚΠολΔ (Τίτλος Ι, πρώην ά. 623-634 ΚΠολΔ) και η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου απ’ αυτές των άρθρων 637-645 του ίδιου κώδικα (Τίτλος ΙΙ, πρώην ά. 662Α-662Θ ΚΠολΔ). Εξετάζονται λοιπόν εν συνεχεία οι σημαντικότερες τροποποιήσεις των ρυθμίσεων των διαταγών, οι οποίες επέρχονται διά του Ν. 4335/2015 και θα ισχύσουν, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου ένατου του νόμου αυτού, από την 1-1-2016.

            Ι. Διαταγή πληρωμής[1]

1. Η προσθήκη στο άρθρο 623 ΚΠολΔ της προϋπόθεσης της ιδιωτικού δικαίου διαφοράς

            Στη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ εισάγεται ως προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής να πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά, δηλαδή η απαίτηση να υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τούτο συνάγεται επίσης ευχερώς από το συνδυασμό των ρυθμίσεων των άρθρων 1στοιχ.α και 591§1εδ.α ΚΠολΔ, αλλά και από το άρθρο 94 του Συντάγματος, οπότε η προδιαληφθείσα προσθήκη θα μπορούσε να παραλειφθεί[2]. Πρέπει πάντως να συσχετισθεί με τις διατάξεις των άρθρων 272Α επ. ΚΔΔ/μίας, οι οποίες προστέθηκαν μέσω του άρθρου 1 Ν. 4329/2015 και διέπουν την έκδοση διαταγής πληρωμής ως προς μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.

            2. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 624§2 ΚΠολΔ

            Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 624 ΚΠολΔ, η οποία προέρχεται από το εκπονηθέν από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή Κλαμαρή Σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[3], καταργείται εν πρώτοις η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση να μη διαμένει ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής στην αλλοδαπή κατά το χρόνο της έκδοσής της, με συνέπεια να είναι πλέον επιτρεπτή η έκδοση διαταγής πληρωμής εναντίον προσώπων που έχουν γνωστή κατοικία, έδρα ή διαμονή οπουδήποτε στην αλλοδαπή[4]. Διατηρείται άλλωστε η απαγόρευση της έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά προσώπου αγνώστου διαμονής, εκτός αν έχει νόμιμα διορισμένο αντίκλητο, ήτοι μέσω δήλωσης στη γραμματεία του οριζόμενου στο άρθρο 142 ΚΠολΔ Πρωτοδικείου ή ρήτρας σε σύμβαση, διαφορετικά η διαταγή πληρωμής τυγχάνει άκυρη, πλην όχι αυτοδικαίως, αλλά ακυρώνεται κατόπιν της άσκησης ανακοπής[5].
            Η προαναφερθείσα ρύθμιση σχετικά με τα πρόσωπα που κατοικούν, εδρεύουν ή διαμένουν στην αλλοδαπή έχει ως ratio τη σημαντική βελτίωση των συνθηκών των διασυνοριακών επιδόσεων, εξαιτίας της ισχύος αφενός, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), του Κανονισμού (Καν) 1393/2007 για τις επιδόσεις και αφετέρου, στις σχέσεις της Ελλάδας με πολλές άλλες χώρες, της πολυμερούς Σύμβασης της Χάγης της 15-11-1965, που κυρώθηκε από την Ελλάδα διά του Ν. 1334/1983 (ά. 28§1 του Συντάγματος), ως προς την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή. Από το πεδίο ισχύος των προμνημονευθέντων νομοθετημάτων περί των διασυνοριακών επιδόσεων εξαιρούνται ωστόσο οι αφορώσες πρόσωπα αγνώστου διαμονής, οπότε είναι δικαιολογημένη η διατήρηση της αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της έκδοσης διαταγής πληρωμής εις βάρος τέτοιων προσώπων, προκειμένου να διαφυλάσσεται το καθιερούμενο μέσω των διατάξεων των άρθρων 20§1 του Συντάγματος, 47§2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και 6§1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα ακρόασης του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, εκτός αν έχει νόμιμα διορισθεί αντίκλητος[6].

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

"Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - Κριτική Προσέγγιση" [Εισήγηση : Σπυρίδωνα Γεωργουλέα, Προέδρου Πρωτοδικών, Πρόεδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών]


Η ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ : ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

       Κυρίες και Κύριοι Σύνεδροι,
Στο πλαίσιο εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των αντισυμβαλλομένων της (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ESM) ψηφίσθηκε ο Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α΄ 80)», δια του οποίου εισήχθησαν σαρωτικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, με σκοπό την επιτάχυνση της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, εισήχθησαν, μεταξύ άλλων, σημαντικές μεταβολές αναφορικώς με τη διαδικασία ασκήσεως και συζητήσεως της αγωγής (τόσο στην τακτική, όσο και στις ειδικές διαδικασίες), με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την εκουσία δικαιοδοσία και με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αντικείμενο της παρούσας εισηγήσεως είναι οι νέες ρυθμίσεις αναφορικώς με τη συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, θα λάβει δε χώρα παράθεση των εν λόγω ρυθμίσεων, θα επιχειρηθεί ο εντοπισμός τυχόν νομοτεχνικών ατελειών και, κυρίως, θα επισημανθούν οι αναμενόμενες δυσχέρειες εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων στην τρέχουσα δικαστηριακή πρακτική (με αναφορά στο μεγαλύτερο Πρωτοδικείο της χώρας, το Πρωτοδικείο Αθηνών), ενώ θα σκιαγραφηθούν οι προτεινόμενες  λύσεις στα ανακύπτοντα πρακτικά ζητήματα.
Ι. ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Α. Η νέα διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ αποτελεί το βασικό άξονα της νέας ρυθμίσεως της συζητήσεως κατά την τακτική διαδικασία. Η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει λεπτομερώς τη διαδικασία από τη στιγμή της καταθέσεως της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου μέχρι και την περάτωση της δίκης σε πρώτο βαθμό. Κατά την παρ. 1 του ως άνω άρθρου, εντός εκατό ( 100 ) ημερών από την ημερομηνία της καταθέσεως της αγωγής οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν μετ’ επικλήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, το αποδεικτικό επιδόσεως της αγωγής και την κατά τη διάταξη του άρθρου 96 του ιδίου Κώδικος πληρεξουσιότητα προς τους δικηγόρους, όχι όμως και το δικαστικό ένσημο, το οποίο πρέπει να κατατεθεί το αργότερο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η δε προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα ( 30 ) ημέρες για όλους τους διαδίκους, εάν ο εναγόμενος ή οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής. Ακολούθως, στην παρ. 2 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ ορίζεται ότι οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται εντός δεκαπέντε ( 15 ) ημερών από τη λήξη της προαναφερομένης προθεσμίας των εκατό ( 100 ) ημερών, μετά δε την παρέλευση του δεκαπενθημέρου κλείεται ο φάκελος της δικογραφίας. Με την προσθήκη δύνανται να προταθούν νέοι ισχυρισμοί και να προσκομισθούν νέα αποδεικτικά μέσα μόνο προς αντίκρουση περιεχομένων στις προτάσεις ισχυρισμών, επαναλαμβάνεται δε ότι εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη. Η παρ. 3 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ ορίζει τον τρόπο της καταθέσεως των προτάσεων και της προσθήκης στον αρμόδιο υπάλληλο της Γραμματείας, ο οποίος με επισημείωσή του επί του σώματος αυτών βεβαιώνει τη χρονολογία της καταθέσεώς τους, ορίζεται δε ότι έκαστος διάδικος δικαιούται να λάβει ατελώς με ίδιες δαπάνες αντίγραφα των προτάσεων, των αντικρούσεων και των προσκομισθέντων εγγράφων και επιλύεται το πρακτικό ζήτημα του καθορισμού ετέρων προσώπων, δυναμένων να ασκήσουν το σχετικό δικαίωμα ( ήτοι ο υπογράφων το δικόγραφο της αγωγής, της παρεμβάσεως ή των προτάσεων δικηγόρος ή τρίτο πρόσωπο, εξουσιοδοτημένο από τον ως άνω δικηγόρο ). Εν συνεχεία, στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου προβλέπεται η πορεία της υποθέσεως μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Δικαστηρίου ή ο αρμόδιος κατά τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτού Δικαστής υποχρεούται εντός δεκαπέντε ( 15 ) ημερών από τη συμπλήρωση του συνολικού χρονικού διαστήματος των εκατόν δεκαπέντε ( 115 ) ημερών με πράξη του να ορίσει τον δικάζοντα Δικαστή για τις υποθέσεις αρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου και τη δικάζουσα σύνθεση για τις υποθέσεις αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οριζομένου στην τελευταία περίπτωση και του Εισηγητή της υποθέσεως. Συγχρόνως ορίζεται ημέρα και ώρα συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των τριάντα ( 30 ) ημερών από τη λήξη της τελευταίας δεκαπενθημέρου προθεσμίας. Η εν λόγω πρόβλεψη περί του χρόνου ορισμού δικασίμου κάμπτεται, εάν ο προβλεπόμενος από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων που αναλογεί σε κάθε Δικαστή υπερκαλυφθεί, οπότε ο ορισμός Δικαστή και δικασίμου γίνεται εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής χωρεί η εγγραφή της υποθέσεως στο οικείο πινάκιο, το οποίο δυνατόν να τηρείται και ηλεκτρονικώς, η δε εγγραφή αυτή γίνεται με πρωτοβουλία και ευθύνη του αρμοδίου Γραμματέως και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα του αρμοδίου Γραμματέως να γνωστοποιεί στους διαδίκους την ορισθείσα δικάσιμο με ηλεκτρονικά μέσα ( αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην αντίστοιχο ηλεκτρονική διεύθυνση ). Κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, εισαγομένων πλέον τριών ριζικών καινοτομιών : α ) του κατ’ αρχήν αποκλεισμού της εξετάσεως μαρτύρων, β ) της δυνητικής προόδου της συζητήσεως απουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και γ ) του πλήρους και ανεξαιρέτου αποκλεισμού της εφαρμογής του άρθρου 241 ΚΠολΔ περί αναβολής για σπουδαίο λόγο. Όπως ρητώς προβλέπεται από την αμέσως επομένη παρ. 5 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, μετά την κατά τα προεκτιθέμενα τυπική συζήτηση της αγωγής ακολουθεί η έκδοση της οριστικής αποφάσεως βάσει των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας. Στην παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ κάμπτεται ο εισαγόμενος κανόνας της μη εξετάσεως μαρτύρων και προβλέπεται η ευχέρεια του Πρόεδρου επί Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του δικάζοντος Δικαστή επί Μονομελούς Πρωτοδικείου και Ειρηνοδικείου, εάν κρίνει απολύτως αναγκαία την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο ( ενός για κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκο βεβαίωση ή, σε περίπτωση ανυπαρξία αυτών, από τρίτους ), με απλή διάταξή του να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο των δεκαπέντε ( 15 ) ημερών για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου Δικαστή, σε τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζονται με τη διάταξη εντός του αυτού δικαστικού έτους, εκτός εάν αυτό είναι χρονικώς αδύνατον. Η καταχώριση της διατάξεως δύναται να γνωστοποιηθεί με πρωτοβουλία του αρμοδίου Γραμματέως στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Στο ιδιαίτερο αυτό στάδιο της διαδικασίας ο αρμόδιος Δικαστής αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Εάν ο χρόνος προς διεξαγωγή των αποδείξεων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ιδίου Δικαστή, με προφορική ανακοίνωση, καταχωριζομένη στα πρακτικά και επέχουσα θέση κλητεύσεως απάντων των διαδίκων, ακόμη και των μη παρισταμένων. Όταν ολοκληρωθεί η ανωτέρω περιγραφομένη διαδικασία της εξετάσεως των μαρτύρων, θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζητήσεως. Προβλέπεται, τέλος, ότι εάν για οποιονδήποτε λόγο ο χρόνος εξετάσεως των μαρτύρων ορισθεί εντός του επομένου δικαστικού έτους και η ενώπιον του συγκεκριμένου Δικαστή εξέταση των μαρτύρων δεν είναι πλέον δυνατή για φυσικούς ή νομικούς λόγους, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου Δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της αποφάσεως, στη θέση δε της διαγραφείσας υποθέσεως ανατίθεται στον Εισηγητή ή τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου άλλη υπόθεση. Η επομένη παρ. 7 του άρθρου 237 ΚΠολΔ ορίζει ότι εντός οκτώ ( 8 ) εργασίμων ημερών από της εξετάσεως των μαρτύρων οι διάδικοι δικαιούνται  με προσθήκη να προβούν σε αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και διευκρινίζεται ότι νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ δεν κατατίθενται νέες προτάσεις. Η παρ. 8 του ιδίου άρθρου προβλέπει την υποχρέωση των διαδίκων να αναλάβουν όλα τα σχετικά τους μετά την περάτωση της δίκης και την αντίστοιχο υποχρέωση του Γραμματέως να βεβαιώσει επί των προτάσεων εκάστου διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του, προβλέπεται δε και η δυνατότητα αναλήψεως συγκεκριμένου εγγράφου προ της περατώσεως της δίκης, υπό την όρο της καταθέσεως επικυρωμένου αντιγράφου και επαναλαμβάνεται ότι οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του Δικαστηρίου. Οι νέες παρ. 9, 10 και 11 προβλέπουν : α ) τη δυνατότητα καταθέσεως των προτάσεων, της προσθήκης και των σχετικών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 119 του ιδίου Κώδικος, β ) την κατόπιν αυτεπαγγέλτου ενεργείας ή αιτήματος των διαδίκων δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης « εξ αποστάσεως », δηλαδή σε άλλο τόπο, όπου διενεργούνται οι αναγκαίες διαδικαστικές πράξεις από τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με ταυτόχρονο αναμετάδοση ήχου και εικόνας στην αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και γ ) την κατόπιν αυτεπαγγέλτου ενεργείας ή αιτήματος των διαδίκων δυνατότητα εξετάσεως μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων, χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα συνεδριάσεως, της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου μη υποκειμένης σε ένδικα μέσα. Η εξέταση αυτή θεωρείται ότι διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο.