Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

"Απλά μαθήματα εγκληματολογίας", [του Γιάννη Πανούση, Καθηγητή Εγκληματολογίας]

«Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο
για να υπερασπιστείς μια ιδέα
δεν είναι η υπεράσπιση μιας ιδέας
αλλά ο φόνος ενός ανθρώπου». [Ζαν – Λυκ Γκοντάρ]

Το διεθνές παιχνίδι
1. Η διεθνοποίηση του εγκλήματος, λόγω της παγκοσμιοποίησης και των σύγχρονων τεχνολογιών, σχετίζεται ευθέως και με τη μετανάστευση και την περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του λαού. Αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μπει μέσα στο φαύλο κύκλο του trafficking, των ναρκωτικών, των όπλων κλπ.
Το έγκλημα έχει γίνει μέρος της διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης1 (ακόμα και ο βιασμός χρησιμοποιείται ως όπλο στις εμφύλιες ιδίως συρράξεις). Ο βαμπιρικός καπιταλισμός2, όπου οι άξονες του Κακού συμπεριλαμβάνουν και τους ηττημένους του κοινωνικού παιχνιδιού3, συνεχίζει να «τρώει ό,τι και όποιον περισσεύει/περιττεύει».
Οι σχέσεις ανεργίας, εγκληματικότητας και νεοφασιστικών κομμάτων ή «τρομοκρατικών μορφωμάτων»4 είναι στενές αλλά η άμεση αιτιώδης συσχέτιση της κοινής εγκληματικότητας με την εξουσία ή τον καπιταλισμό ή τη παγκοσμιοποίηση, αν δεν συνιστά αφελή προσέγγιση, σίγουρα συνιστά αναποτελεσματικό ιδεολόγημα που (θέλει να) αγνοεί βασικά ερευνητικά/επιστημονικά αλλά και εμπειρικοκοινωνικά δεδομένα.
Η μαρξιστική εγκληματολογική «θεολογία»5 υποχωρεί καθώς ήταν και αυτή ταυτόχρονα θετικιστική και ντετερμιστική και αφήνει τη θέση της σε μια πολυ- παραγοντική πραγματιστική προσέγγιση.

2. Προφανώς και έχουμε ποιοτικές αλλαγές. Από το έγκλημα ως ενδοοικογενειακή δυσλειτουργία6 και από τα ερωτικά εγκληματικά ζευγάρια7 σήμερα μας απασχολούν μαζικοί (άχρηστοι) φόνοι9, τελετουργικά ακατανόμαστα εγκλήματα, κρυφά μυστήρια, άγνωστοι δράστες, αναίτια βία.
Υπάρχουν φαινόμενα από τα παραπάνω που μπορούν να εξηγηθούν από την παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος και την ελεύθερη διακίνηση των εγκληματιών στην Ευρώπη χωρίς σύνορα. Ορισμένα εξηγούνται από τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που συνεπάγεται το νέο διεθνές οικονομικό σύστημα. Άλλα οφείλονται σε σύγκρουση πολιτισμών, χαρακτηριστικό των πολυπολιτισμικών κοινωνιών και τα περισσότερα χρεώνονται στη μαύρη αγορά που έχει αναπτυχθεί σε πολλές χώρες. Το παλιό κοινό έγκλημα δίνει σιγά – σιγά τη θέση του σε «ειδικές πράξεις βίας».

Tο πλαίσιο
1. Η πόλη και η αστική κοινότητα, οι ομόκεντροι κύκλοι10 μας επιτρέπουν να αποκωδικοποιήσουμε τόσο τις κοινωνικές αποστάσεις όσο και τις εγκληματικές συμπεριφορές.11
Οι «ιστοί της ζωής» φαίνεται να μην αντέχουν για πολύ την πολιτισμική ετερογένεια και την κοινωνική διαφοροποίηση12 χωρίς να εμφανίζονται ρωγμές κοινωνικής αποδιοργάνωσης.13 Η κοινωνική οικολογία δεν ερμηνεύει μόνο την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή. Στοιχειοθετεί ταυτόχρονα και τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές. Ο αδρανοποιημένος ή ανίσχυρος κοινωνικός έλεγχος (αυτο)ρύθμισης της πόλης14 και η ανάπτυξη περιοχών με διαφορετικούς ηθικούς κώδικες,15 φέρνει «νέες εικόνες» εγκλήματος.
Εικόνες ζοφερού μέλλοντος «προβάλλονται» π. χ. στο κέντρο της Αθήνας (Robocop, εγκληματίας με μάτια που πυροβολούν με την οργή τους πιο γρήγορα από το καλάσνικωφ που κρατούν, αδιάφοροι πολίτες να περνάνε λες και πρόκειται για γυρίσματα ταινίας, άνθρωποι… σκοτώνονται επειδή έτυχε να βρεθούν σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, φοβισμένοι κάτοικοι νʼ αλλάζουν σπίτι για να μείνουν μακριά από τον πόλεμο συμμοριών στη γειτονιά τους κ.ο.κ).
«Η γλώσσα της βίας κυριαρχεί και η ανεξέλεγκτη παρανοϊκή βία χορεύει τανγκό στους δρόμους της Αθήνας.16
Ο τρόμος πάνω από την πόλη, οι περιφραγμένες – λόγω φόβου – κοινότητες (κλειστές περιοχές), οι νεόπτωχοι που υφίστανται την ενοχοποίηση τους από τους πλαϊνούς και την γκετοποίηση τους από το Κράτος17 αλλάζουν την κουλτούρα του φόβου (και της βίας).

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

"Η χρήση υπερσυνδέσμων στο διαδίκτυο. Νομικές προκλήσεις και νομολογιακή αντιμετώπιση" [του Γεωργίου Παπαδόπουλου, δικηγόρου]

Ι. Εισαγωγή στην προβληματική

Η νομιμότητα των υπερσυνδέσμων (hyper links) αποτελεί ένα από τα πλέον εριζόμενα  ζητήματα  του δικαίου του διαδικτύου. Τα βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι τα εξής:
α) Οφείλει όποιος θέτει υπερσύνδεσμο να λαμβάνει προηγούμενη άδεια από τον δικαιούχο του περιεχομένου στο οποίο παραπέμπει, εφόσον  αυτό (το περιεχόμενο) είναι αντικείμενο προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων;
β) Έχει ευθύνη όποιος θέτει υπερσύνδεσμο προς ιστοσελίδα που αναρτά περιεχόμενο χωρίς άδεια του δικαιούχου, και επομένως κατά παράβαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ;

ΙΙ. Τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά

Δεδομένης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του διαδικτύου, που χαρακτηρίζεται προεχόντως από τη δυνατότητα διασύνδεσης των πληροφοριών μέσω υπερσυνδέσμων, τα προρρηθέντα νομικά ζητήματα βρίσκονται στη μεθόριο αφ’ ενός της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος πληροφόρησης και αφ’ ετέρου του δικαιώματος προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Από δικαιοπολιτική άποψη το ζήτημα είναι σύνθετο διότι η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί κίνητρο παραγωγής πρωτότυπου περιεχομένου, που με τη σειρά του εμπλουτίζει τη διαθέσιμη γνώση και υποστασιοποιεί το δικαίωμα πληροφόρησης. Επομένως, δεν πρόκειται για παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, αλλά αντιθέτως μεταξύ των δύο υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης: η λυσιτελής προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας διευρύνει το δικαίωμα πληροφόρησης. Συγχρόνως, όμως, λελογισμένοι περιορισμοί της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι εξίσου αναγκαίοι προκειμένου να υπάρξει επαρκής διάχυση της γνώσης, μέσα από ανοικτά συστήματα, που θα επιτρέψουν ομοίως την προαγωγή της πνευματικής δημιουργίας. Η δίκαιη εξισορρόπηση των ανωτέρω αντίρροπων συμφερόντων και η πρακτική τους εναρμόνιση αποτελεί ζητούμενο για τη νομική δογματική και τη νομολογία. Για να γίνει αυτό, στο πλαίσιο του εξεταζόμενου προβλήματος (της χρήσης των υπερσυνδέσμων), απαιτείται κατ’ αρχάς λειτουργική ανάλυση και διαφοροποίηση των επιμέρους κατηγοριών υπερσυνδέσμων.

ΙΙΙ. Οι επιμέρους κατηγορίες υπερσυνδέσμων

Ως υπερκείμενο ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένες οι πληροφορίες που βρίσκονται αναρτημένες σε μορφή κειμένου στον Παγκόσμιο Ιστό, το δε πρόθεμα “υπέρ” χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει την υπέρβαση του γραμμικού τρόπου ανάγνωσης του κειμένου. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση των υπερσυνδέσμων, ήτοι λέξεων ή ολόκληρων φράσεων, που διακρίνονται από το υπόλοιπο κείμενο κατά την εμφάνιση της ιστοσελίδας μέσω του φυλλομετρητή (του ειδικού λογισμικού πλοήγησης στο διαδίκτυο, το οποίο εκτελεί τον κώδικα που περιέχει ιστοσελίδα και το καθοδηγεί στην του περιεχομένου) λ.χ. με τη χρήση διαφορετικού χρωματισμού (συνήθως μπλε) ή με υπογράμμιση. Ο υπερσύνδεσμος (link) αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του Παγκόσμιου Ιστού, αφού περιέχει την εντολή να μεταφέρει τον χρήστη, αν αυτός επιλέξει με τη συσκευή κατάδειξης (συνήθως “ποντίκι”) σε άλλη ιστοσελίδα, είτε στον ίδιο ιστότοπο είτε σε άλλο, και επιτρέπει έτσι την εύκολη και γρήγορη πλοήγηση στο διαδίκτυο χωρίς την ανάγκη πληκτρολόγησης από το χρήστη της ηλεκτρονικής διεύθυνσης στην οποία παραπέμπει.
Από τεχνικής απόψεως οι σύνδεσμοι διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
α) Ο επιφανειακός σύνδεσμος (surface link) μεταφέρει τον χρήστη στην αρχική σελίδα (home page) ενός άλλου ιστοτόπου.
β) Ο βαθύς σύνδεσμος (deep link) μεταφέρει το χρήστη όχι στην αρχική αλλά σε μια εσωτερική βαθύτερη σελίδα ενός ιστοτόπου.
γ) Ο αυτόματος ή δυναμικός σύνδεσμος (automatic ή inline/embedded link) ενεργοποιείται αυτόματα κατά την εκτέλεση του κώδικα της ιστοσελίδας από το φυλλομετρητή, χωρίς την επέμβαση του χρήστη. Δημιουργεί δε σε αυτόν την εντύπωση ότι η πληροφορία που βλέπει αποτελεί περιεχόμενο της ιστοσελίδας που αντικρίζει, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για περιεχόμενο άλλης ιστοσελίδας (κατ’ ουσίαν δεν παραπέμπει το χρήστη σε άλλη ιστοσελίδα, αλλά αντιθέτως αντιγράφει ή ενσωματώνει το περιεχόμενό της).
δ) Τέλος, με την τεχνική της πλαισίωσης (framing), διασπάται η ενότητα της οπτικής εντύπωσης και δημιουργείται στην ιστοσελίδα που βλέπει ο χρήστης ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο προβάλλεται το περιεχόμενο μιας άλλης ιστοσελίδας, της οποίας όμως η ηλεκτρονική διεύθυνση δεν εμφανίζεται στον φυλλομετρητή (από τη θεωρία η τεχνική αυτή ονομάστηκε και σύνδεσμος “πλαίσιο”, βλ. αντί άλλων το σημείωμα Ντ.Καλαβρουζιώτη στις ΤρΠλΚιλκ 965/2010 και ΜονΠρωτΑθ 4042/2010, ΔιΜΕΕ 2011. 196,197).
Όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση που το περιεχόμενο ιστοσελίδας στην οποία παραπέμπει ο σύνδεσμος είναι αντικείμενο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της παραπομπής, αν αυτή γίνεται χωρίς άδεια.

IV. Η νομολογία του ΔΕΕ

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΣυμβΑΠ (Στ΄ Ποιν) 13/2015: κανονισμός αρμοδιότητας σύμφωνα με τα άρθρ. 136 & 137 ΚΠΔ στην περίπτωση που κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός : "...στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο μηνυόμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της προδικασίας".

Αριθμός 13/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΣΤ' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) 
         Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά - Εισηγήτρια, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου και Αρτεμισία Παναγιώτου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου.
Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2014, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενες τις: 1) Ε. Σ. και 2) Κ. Ν., αμφότερες Εισαγγελείς Πρωτοδικών Αθηνών. Και εγκαλούντα τον Δ. Γ. του Μ..
Η αίτηση αυτή με αριθμ.πρωτ.2066/21-3-2014, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 352/2014.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου με αριθμό πρωτ. 140/27-10-2014 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την από 15-2-2014 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, που μας υποβλήθηκε με την υπ' αρθμ. πρωτ. 2066/21-3-2014 αναφορά της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε' Κ.Π.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του ίδιου κώδικα δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο μηνυόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 περ. γ' του ίδιου κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών ή Εφετών (Α.Π. 376/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση ο Δ. Γ. του Μ., με την από 28-12-2011 αίτηση - καταγγελία προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία ακολούθως διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και την από 29/10/2012 κατάθεση του ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ζήτησε την ποινική δίωξη των: 1) Κ. Ν., Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και 2) Ε. Σ., Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών για τις καταγγελόμενες πράξεις που διαλαμβάνονται σ' αυτές, η σχετικώς δε σχηματισθείσα δικογραφία εκκρεμεί, έκτοτε, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Ενόψει του ότι αμφότερες οι μηνυόμενες Εισαγγελικοί Λειτουργοί υπηρετούν, όπως αναφέρθηκε, στην Εισαγγελία πρωτοδικών Αθηνών και στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δεν υπάρχει άλλο Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία, νόμιμη συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και, πρέπει να παραπεμφθεί η συναφής υπόθεση, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές άλλου Πρωτοδικείου και συγκεκριμένα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω:
Να διατάξει το Δικαστήριο Σας την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στην από 15-2-2014 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και μας υποβλήθηκε με την υπ' αριθμ. πρωτ. 2066/21-3-2014 αναφορά της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και αφορά στην από 28-12-2011 αίτηση -καταγγελία ως και την από 29-10-2012 κατάθεση του Δ. Γ. του Μ. κατά των: 1) Κ. Ν. και 2) Ε. Σ., Εισαγγελέων Πρωτοδικών Αθηνών, αμφοτέρων, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες Δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιά.
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου"
 
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 136 περ. ε΄ του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο η Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ, δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως από το κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Σκοπός της διατάξεως είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός, ότι ο εγκαλών ή αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο. Η παραπομπή αυτή σε άλλο δικαστήριο γίνεται όχι μόνο στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, αλλά και σε αυτό της προδικασίας που περιλαμβάνει τόσο την προκαταρκτική εξέταση, όσο και την άσκηση της ποινικής διώξεως.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 137 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην πιο πάνω περίπτωση, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι'αυτή το Συμβούλιο Εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα Μονομελές ή Τριμελές Πλημ/κείο η Δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και σε κάθε περίπτωση ο Άρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο.
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ο Δ. Γ. υπέβαλε την από 28-12-2011 αίτηση - καταγγελία προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία ακολούθως διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και με την από 29-10-2012 κατάθεσή του ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ζήτησε την ποινική δίωξη των: 1) Κ. Ν., Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και 2) Ε. Σ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών για τις καταγγελόμενες πράξεις που διαλαμβάνονται σ' αυτές.
Ενόψει του ότι αμφότερες οι μηνυόμενες Εισαγγελικοί Λειτουργοί υπηρετούν, όπως αναφέρθηκε, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δεν υπάρχει άλλο Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία, με το υπ' αριθμό 2066/21-3-2014 έγγραφό του Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ζήτησε τον καθορισμό της αρμοδιότητος άλλου δικαστηρίου ισόβαθμου και ομοειδούς. Μετά δεδομένα αυτά, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (αρ. 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 εδ. β' περ. γ' του Κ.Π.Δ.) ώστε η παραπάνω καταγγελία - αναφορά σε βάρος των ανωτέρω Εισαγγελικών λειτουργών να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, προκειμένου να επιληφθεί αυτών και να κρίνει στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του καθώς και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ορίζει, ως κατά παραπομπή αρμόδιες να αποφανθούν επί της από 28-12-2011 αιτήσεως - καταγγελίας, ως και της από 29-10-2012 κατάθεσης του Δ. Γ. του Μ. κατά των 1) Κ. Ν. και 2) Ε. Σ., Εισαγγελέων Πρωτοδικών Αθηνών, τις Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και εφόσον συντρέξει νόμιμη περίπτωση τις Δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς, όσο και τις αντίστοιχες της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2014.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ             Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 
 

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 904/2014 ΒΟΥΛΕΥΜΑ του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

"Από τις διατάξεις του άρθρου 308Α παρ. 1 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, στην περίπτωση - εκτός άλλων - των κακουργημάτων των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, κατ` εξαίρεση από τα όσα ορίζονται στο άρθρο 308 του Κ.Π.Δ., μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η κύρια ανάκριση, εισάγει την υπόθεση και για τα συναφή εγκλήματα - με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, μετά την περαίωση της κύριας ανάκρισης και τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον Ανακριτή στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, προκειμένου ο τελευταίος να την υποβάλει στον Εισαγγελέα Εφετών, παύει η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και άρχεται εκείνη του Συμβουλίου Εφετών, τόσο για την ουσία της υπόθεσης, όσο και για τα παρεμπίπτοντα δικονομικά ζητήματα.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, δεν υφίσταται στάδιο αρμοδιότητας, αλλά και ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά αποκλειστικά από το Συμβούλιο Εφετών. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αποτελεί, στην περίπτωση αυτή, διαβιβαστικό μεσολαβούν όργανο. Άλλωστε, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 291 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο μόνο όταν η υπόθεση εκκρεμεί στο Πλημμελειοδικείο. Η διάταξη αυτή καθιερώνει γενική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών και μόνον κατ` εξαίρεση αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (ΣυμΒ.Πλημ.ΑΘ. 800/2012, ΠΟΙΝ.Δ/ΝΗ. 2012/230 και ΝΟΜΟΣ).
Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 Ν 2928/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 Ν 3251/2004, «Η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης». Η ανωτέρω διάταξη έχει θεσπιστεί εξαιρετικώς για την ταχεία περάτωση των υποθέσεων αυτών, προκειμένου να αποφεύγεται η χρονοβόρα διαδικασία της ενδιάμεσης διαδικασίας του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Εφετών ή του Αρείου Πάγου (Συμβ.Εφ.θεσ. 221/2007 Ποιν.Δικ. 2008, 1285).
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 16 Ν 3904/2010, μετά το άρθρο 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται το άρθρο 308Α, το οποίο έχει ως εξής: «1. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των νόμων 2168/1993, 2523/1997, 3386/2005, 2960/2001 και 3459/2006, του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον Πρόεδρο Εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. 2....». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (23.12.2010) καταργείται κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, και υπό το πρίσμα της τελολογικής ερμηνείας αυτών, όπως αυτή ειδικότερα απορρέει και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3904/2010, προκύπτουν τα κάτωθι συμπεράσματα: 1. Οι τέσσερις τρόποι της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης, οι οποίοι ίσχυαν προ της ισχύος του Ν. 3904/2010 (Βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών αμετάκλητο και απ` ευθείας κλήση), ενοποιούνται στον εξής έναν τρόπο, ήτοι περάτωση με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με δύο περιορισμένης έκτασης εξαιρέσεις, οι οποίες τίθενται περιοριστικά: α) Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για τα αδικήματα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 και μόνον και β) απ` ευθείας κλήση στα κακουργήματα των νόμων 2168/1993, 2523/1997, 3386/2005, 2960/2001 και 3459/2006, του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Π.Κ. Συνεπώς, δεδομένης της διάταξης του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, η οποία καταργεί κάθε αντίθετη προϊσχύουσα διάταξη νόμου, σε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα το οποίο δεν ανήκει στις ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενες εξαιρέσεις, η κύρια ανάκριση περατώνεται με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ακόμη και αν ακολουθούσε άλλη εξαιρετική διαδικασία περάτωσης της ανάκρισης προ της ισχύος του Ν. 3904/2010. Ειδικότερα, για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ., παύει να ισχύει ο εξαιρετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης που προβλέπονταν στο άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 και πλέον ακολουθεί τη συνήθη διαδικασία του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του ισχύοντος άρθρου 308 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. 2. Η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 θα πρέπει να θεωρηθεί ως καταργηθείσα στο σύνολο της διά της διάταξης του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, καθόσον στο σύνολο της είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Ν. 3904/2010. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται, καταρχήν από τη συστηματική ερμηνεία της διάταξης, καθόσον το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 στο σύνολο του περιγράφει ειδικότερα τη διαδικασία διενέργειας της προϊσχύουσας εξαιρετικής περίπτωσης της περάτωσης της ανάκρισης. Συνεπώς, συμπαρασύρεται στην κατάργηση και η εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 128 του Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ. «επιβάλλουν» τον δικό τους τρόπο περάτωσης της ανάκρισης (δηλ. διά του Συμβουλίου Εφετών) ακόμη και στα βαρύτερα συναφή αδικήματα. Το ίδιο συμπέρασμα ενισχύεται από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, καθόσον ο νόμος κάνει λόγο για «... Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους,...». Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Ν. 3904/2010 όχι μόνο όσον αφορά το δικαιοδοτικό όργανο το οποίο επιλαμβάνεται της περάτωσης της ανάκρισης (Συμβούλιο Εφετών αντί Συμβουλίου Πλημμελειοδικών), αλλά σε σχέση με τη συνολική διαδικασία.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

"Με αφορμή τα γεγονότα στο Charlie Hebdo. Προβληματισμοί γύρω από την ελευθερία έκφρασης και τα όριά της στις δύσκολες περιπτώσεις με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ" [Χρήστος Ν. Ράμμος, Σύμβουλος του Συμβουλίου της Επικρατείας

 Όταν μου ανακοίνωσε ο κ. Πικραμμένος ότι θα γίνει αυτή η ημερίδα για την ΕΣΔΑ και με παρακάλεσε να κάνω μια εισήγηση, βρισκούμουν σε καθεστώς συγκλονισμού,  που μου είχε προκληθεί  από τα τραγικά περιστατικά και τις  βάρβαρες δολοφονίες των 12 δημοσιογράφων του σατιρικού εικονογραφημένου περιοδικού Charlie-Hebdo, στο Παρίσι στις 7 του παρελθόντος Ιανουαρίου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με αυτά που διάβαζα και να πιστέψω ότι τον 21ο αιώνα 250 χρόνια μετά τον Βολταίρο, 350 μετά τον John Locke  κάποιοι άνθρωποι θα δολοφονούνταν, διότι σχεδίασαν κάποια σκίτσα, που κάποιοι άλλοι θεώρησαν βλάσφημα για τον Προφήτη τους τον Μωάμεθ και αποφάσισαν να τους καταδικάσουν  σε θάνατο. Αμέσως λοιπόν σκέφτηκα ότι θα ήταν ευκαιρία σε αυτή την ημερίδα να εκθέσω τους προβληματισμούς μου γύρω απ' αυτό το μονίμως επίκαιρο και θα έλεγα καυτό θέμα, ακόμη και στην εποχή μας, όπου  όλοι ανιστόρητα και πεπλανημένα (όπως αποδείχτηκε) θεωρούσαμε  ότι οι  δημοκρατικές κατακτήσεις, οι ελευθερίες, η ανεκτικότητα, ο πλουραλισμός ήταν αυτονοήτως οριστικά και τελεσίδικα κατοχυρωμένες, τουλάχιστον  στην Ευρώπη. Το  θέμα είναι ποιά είναι τα όρια της ελευθερίας λόγου, της ελευθερίας έκφρασης,  της ελευθερίας διατύπωσης γνώμης και τι οφείλουν να ανέχονται οι διαφωνούντες με αυτήν. Όλοι καταλαβαίνουμε πόσο κομβικό και θεμελιώδες είναι αυτό το θέμα. Διότι πάνω σε αυτό στηρίζεται το δημοκρατικό μας “συμβόλαιο”. Χωρίς ανεκτικότητα, και πλουραλισμό, χωρίς κλίμα δημοκρατικού διαλόγου, χωρίς απόρριψη των φανατισμών  δεν υπάρχει δημοκρατία, ή και η υπάρχουσα αφυδατώνεται και μαραίνεται. Το έχει πει με σειρά αποφάσεων του το ΕΔΔΑ.  Η ελευθερία έκφρασης είναι η βασιλίδα των ελευθεριών[2] , όπως την έχει αποκαλέσει ο Γάλλος καθηγητής συνταγματικού δικαίου Louis Favoreau. Είναι το θεμέλιο όλων των άλλων ελευθεριών όπως εύστοχα έχει πει ο παλιός δικαστής του ΕΔΔΑ Louis- Edmond Pettiti[3].            
 
             Σε αυτά όμως θα επανέλθω αφού πρώτα κάνω μια επισκόπηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, από την οποία θα επιχειρήσω να αντλήσω κάποια συμπεράσματα.
 
            Κατ' αρχάς, δε νομίζω ότι χρειάζεται να ξαναθυμήσω τι ορίζει το άρθρο 10  της ΕΣΔΑ στις δύο παραγράφους του [4] .  Η έρευνα και παράθεση της πολύ  πλούσιας και περιπτωσιολογικής νομολογίας του ΕΔΔΑ, σχετικά με το άρθρο 10 και κυρίως με το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που προβλέπει ποιοι είναι οι θεμιτοί περιορισμοί του συναφούς δικαιώματος, είναι αυτονόητο ότι  δεν μπορεί  να παρουσιασθεί ολόκληρη.  Θα επικεντρωθώ στο θέμα ελευθερία λόγου και έκφρασης στις δύσκολες και “ακραίες” περιπτώσεις. Και αυτές είναι για τις ανάγκες της σημερινής μου εισήγησης οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες η διατυπούμενη γνώμη είναι προκλητική, ετερόδοξη, “αιρετική” σε σχέση με την πολιτική ορθότητα ή τις απόψεις που πλειοψηφούν και κυριαρχούν σε μια δεδομένη στιγμή σε μια κοινωνία. Η άποψη που σοκάρει κάποιες ομάδες πληθυσμού ή κάποιες συλλογικότητες. Εκεί δηλαδή που δοκιμάζεται αν πραγματικά υπάρχει ελευθερία έκφρασης, διότι η άποψη που είναι αποδεκτή και δεν ενοχλεί δεν κινδυνεύει ποτέ και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προστασία [5].
 
         Αυτό σημαίνει ότι δεν θα αναφερθώ στις περιπτώσεις που διατυπωθείσα γνώμη θίγει την ατομική τιμή και υπόληψη ενός συγκεκριμένου προσώπου[6] ούτε στις λοιπές περιπτώσεις που σύμφωνα με την πιο πάνω παρ. 2 του άρθρου 10 συνιστούν θεμιτούς  περιορισμούς της ελευθερίας έκφρασης (δηλ προστασία εθνικής ασφάλειας, εδαφικής ακεραιότητας, απορρήτων, κύρους δικαστικής εξουσίας, τεκμήριο αθωότητας κλπ.) ούτε φυσικά στα άλλα γενικότερα ζητήματα που τίθενται με βάση το άρθρο 10 (ελευθερία του Τύπου [7], ρύθμιση ζητημάτων ραδιοτηλεόρασης, εμπορική διαφήμιση, παρακίνηση σε βιαιοπραγίες, όρια κριτικής σε πολιτικά πρόσωπα, μη αποκάλυψη των δημοσιογραφικών πηγών, συμβολή μιας άποψης σε θέματα ευρυτέρου ενδιαφέροντος και δημοσίου συμφέροντος κλπ).
 
    Θα ήθελα όμως να κάνω πριν προχωρήσω στη νομολογία του ΕΔΔΑ σε μια προκαρκτική  ευρύτερα θεωρητική τοποθετήση: Τα γεγονότα στο    Charlie Hebdo  δείχνουν πως συγκρούονται εντονότατα ακόμη και σήμερα στον πλανήτη δύο βασικές αντιλήψεις για το πως πρέπει να οργανώνονται οι κοινωνίες. Από τη μια πλευρά, κοινωνίες (όπως κυρίως οι Ευρωπαϊκές αλλά και ευρύτερα οι δημοκρατικές κοινωνίες στον πλανήτη) που οργανώνονται σε κράτος, με πυρήνα του κράτους τον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, αποστολή του κράτους την ανεμπόδιστη ανάπτυξη όλων των πτυχών της προσωπικότητας του ανθρώπου, και θωράκιση τα ατομικά δικαιώματα και το δημοκρατικό πολίτευμα. Και από την άλλη πλευρά, κοινωνίες που οργανώνονται – ή επιδιώκουν να οργανωθούν (βλ. Ιράν, Σαουδική Αραβία, Πακιστάν, Ισλαμικό Χαλιφάτο- ISIS, Βόρεια Κορέα) – σε κράτος, με πυρήνα και αποστολή την πραγμάτωση μιας ιδέας (θρησκευτικής, φυλετικής, επιστημονικής), στο πλαίσιο της οποίας ο άνθρωπος λογίζεται, απλώς, ως μέλος μιας ομάδας πιστών, μιας φυλής, μιας τάξης, προορισμένης νομοτελειακά να πραγματώσει την ιδέα, λογίζεται, δηλαδή, ως ένα εργαλείο ή ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, χωρίς την παραμικρή αξία (αυταξία) έξω από την ομάδα της οποίας είναι μέλος, ή ανεξάρτητα από τον σκοπό που επιδιώκει η ομάδα, και, φυσικά, χωρίς δικαιώματα και με αυταρχική διακυβέρνηση. 
 
                Η πρώτη απόφαση στην οποία θέλω να αναφερθώ, εκείνη η οποία έθεσε για πρώτη φορά τους θεμελιώδεις κανόνες, στους οποίους στηρίζεται μέχρι σήμερα η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι η απόφαση Handyside   κατά  Ηνωμένου Βασιλείου της 7.12.1976. Επρόκειτο για την κατάσχεση ενός βιβλίου που απευθύνονταν σε μαθητές, στο οποίο τους ενημέρωνε με διδακτικό τρόπο για όλων των ειδών τις δυνατές σεξουαλικές πρακτικές και τους προέτρεπε να ακολουθούν τις επιθυμίες τους και όχι τις διδαχές διδασκάλων και γονέων. Το Δικαστήριο  έθεσε τους γνωστούς κανόνες του εκ μέρους του ελέγχου των εθνικών νόμων, διοικητικών πράξεων και δικαστικών αποφάσεων, προσδιορίζοντας ότι  ο έλεγχος στον οποίο προβαίνει  είναι επικουρικός, με συνέπεια να  ελέγχει αν τα επιμέρους κράτη σωστά εφήρμοσαν τους κανόνες της ΕΣΔΑ (αν δηλαδή η επέμβαση είναι  θεμιτή- προβλέπεται από νόμο και είναι απαραίτητη για μια δημοκρατική κοινωνία, υποβάλλοντας τουτέστιν στο “τεστ” της αναλογικότητας την πλησσόμενη επέμβαση)  χωρίς να κάνει το ίδιο πρωτοτύπως την υπαγωγή. Ακολούθως έκρινε ότι στα ζητήματα προστασίας των ηθών και της ευαισθησίας απέναντι σε ορισμένες ιδέες ή απόψεις των κοινωνιών των επιμέρους κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν υπάρχει ένας σαφής κοινός μέσος όρος πανευρωπαϊκός, ούτε ομοιομορφία αντιλήψεων- σε αντίθεση με ότι ισχύει για τα ζητήματα της προστασίας του πολιτικού λόγου [8] και, επομένως, τα κράτη-μέλη διαθέτουν ευρύτερη διακριτική ευχέρεια, ο δε έλεγχος του Δικαστηρίου είναι χαλαρότερος, θα λέγαμε οριακός [9]. Μετά παρέθεσε 2 σκέψεις, οι οποίες έχουν πια γίνει κλασικές, και επαναλαμβάνονται παγίως σε όλες τις αποφάσεις που ασχολούνται με την ελευθερία έκφρασης. Είναι και οι δύο στην παράγραφο 49 της απόφασης. Τις παραθέτω σε όσο γίνεται πιο πιστή μετάφραση: “Η ελευθερία έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιωδέστερα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μια από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πρόοδο μιας κοινωνίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας των επιμέρους  ατόμων. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 η ελευθερία αυτή ισχύει όχι μόνο για τις πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται αποδεκτές ευνοϊκά ή που θεωρούνται μη ενοχλητικές ή αδιάφορες αλλά και για εκείνες που θίγουν, προσβάλλουν, ενοχλούν ή προκαλούν ανησυχία στο Κράτος ή σε κάποιο τμήμα ή ομάδα της κοινωνίας. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία….Από την άλλη πλευρά ο οποιοσδήποτε ασκεί το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης αναλαμβάνει “υποχρεώσεις και ευθύνες” η έκταση των οποίων συναρτάται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε και το τεχνικό μέσο που χρησιμοποίησε” [10] . Το Δικαστήριο αφού εκτίμησε περαιτέρω τις ειδικότερες  συνθήκες της περιπτώσεως αυτής [11] ,έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μειοψηφία του δικαστή Mosler ο οποίος έκρινε αντίθετα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου, εφόσον η κύρωση της κατάσχεσης παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι λόγω της μικρής σχετικά κυκλοφορίας του βιβλίου στις σχολικές αίθουσες, υπήρχαν ηπιότερα μέτρα επί τη βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποτραπεί ο θεμιτός, κατά τα λοιπά, στόχος να προστατευθούν άτομα ευρισκόμενα σε ευαίσθητη ηλικία.
 

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

"Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΟΥ - Κριτική προσέγγιση και προτάσεις ενόψει της ανάγκης θέσπισης Εμπορικού Κωδικα", [του Ιωάννη Μεν. Παπαγιάννη, Δ.Ν., LL.M., δικηγόρου]

Α. Πρόβλημα
B. Μη υποκείμενο δικαίου
Γ. Εξέλιξη
Δ. Ευρωπαϊκό δίκαιο
Ε. Έννοιες
ΣΤ. Στοιχεία επιχείρησης
Ζ. Δικαιοπραξίες για την επιχείρηση
Η. Ευθύνη για ελαττώματα και άυλα αγαθά
Θ Έννομο Status του αποκτώντος την επιχείρηση
Ι. Επικαρπία επιχείρησης
ΙΑ. Μίσθωση επιχείρησης
ΙΒ. Ενεχύραση επιχείρησης
ΙΓ. Κατάσχεση επιχείρησης
Α. Πρόβλημα
Οι έννοιες του εμπόρου και της εταιρίας καθεαυτές, όπως προσδιορίζονται από το σύγχρονο εν γένει εμπορικό δίκαιο, δεν επεκτείνουν το περιεχόμενό τους και στο πεδίο της πολυσυνθετικής πραγματικότητας εννόμων σχέσεων που γεννά η λειτουργία και οικονομική δραστηριότητα της ευρύτερης επιχείρησης1.Η ενασχόληση της νομικής θεωρίας και πράξης με την προβληματική της επιχείρησης υπερβαίνει ευθύς εξαρχής τα πλαίσια του γνωστικού πεδίου του εμπορικού και εταιρικού δικαίου. Η δραστηριότητα του εμπόρου και της εταιρίας, η έννομη φύση και θέση τους, αντιμετωπίζονται από τον νομοθέτη και την νομολογία αναλυτικά και εκτεταμένα. Αυτές έχουν οριοθετηθεί δογματικά και μεθοδολογικά από την επιστήμη μέσα από εμπειρικές εφαρμογές και συγκριτικές και εκσυγχρονιστικές βελτιώσεις που υπέδειξε το δίδαγμα του χρόνου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την έννομη αντιμετώπιση της επιχείρησης. Αυτή στην χώρα μας δεν αποτέλεσε αντικείμενο αναλυτικής νομοθετικής ρύθμισης. Παρά τα πολλαπλά ζητήματα που τίθενται στην πράξη δεν έτυχε της ευρείας θεωρητικής αντιμετώπισης που άρμοζε.Η δραστηριότητα της επιχείρησης δημιουργεί σχέσεις, δεσμούς και αξίες πολύμορφες, που ερείδονται στην οργάνωσή της και εξαρτώνται από ποικίλλους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Κύριο γνώρισμα είναι η καταλυτική παρέμβαση του προσώπου του φορέα της επιχείρησης, που διαπλέκει και κατευθύνει, πάντα με τον κάθε φορά ξεχωριστά μοναδικό του τρόπο, υλικά και άυλα αγαθά, δικαιώματα και πραγματικές καταστάσεις (πρβλ. άρθ. 9 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) και έννομες σχέσεις και οικονομικές επιδιώξεις μεταξύ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, προκειμένου να επιτευχθεί ο εξ' αυτού προσδιοριζόμενος κάθε φορά σκοπός της επιχείρησης. Το ερώτημα για τη σχέση εμπόρου, εταιρίας επιχείρησης και φορέα της, η λειτουργία της επιχείρησης ως σύνθετης οργάνωσης2 οδηγεί σε ζητήματα που σχετίζονται πέρα από το "κλασσικό" εμπορικό και εταιρικό δίκαιο με ειδικές διατάξεις του ενοχικού, εμπράγματου, εργατικού, φορολογικού δικαίου καθώς και με το δίκαιο της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και το δίκαιο του ανταγωνισμού3. Σε χώρες της αναπτυγμένης, ηπειρωτικής Ευρώπης βρέθηκε στο παρελθόν στο επίκεντρο των συζητήσεων η λεγόμενη μετάβαση από το δίκαιο των εταιριών στο δίκαιο της επιχείρησης4. Επιχείρηση και εταιρία όμως δεν τελούν σε σχέση γενικού και ειδικού ούτε εκτενούς και περιορισμένου. Αυτές δεν αλληλοσυμπληρώνονται αλλά εκτείνονται σε διαφορετικό νομικό εύρος και βάθος διαπλεκόμενες κατά περίσταση.
Την προβληματική της έννομης αντιμετώπισης της επιχείρησης καλείται να ρυθμίσει ο έλληνας νομοθέτης. Οι προσπάθειες και θέσεις του διατυπώνονται με σαφήνεια στις διατάξεις των άρθρων 9 έως και 25 του σχεδίου νόμου για την "Κύρωση του Εμπορικού Κώδικα", που, εν όψει της σημασίας των ρυθμίσεών του για τις συναλλαγές και κατόπιν γόνιμης συζήτησης και παραγωγικής αντιπαράθεσης των εκπροσώπων της νομικής επιστήμης, ευελπιστούμε σύντομα να αποτελέσει νόμου του κράτους.

Β. Μη υποκείμενο δικαίου
Η επιχείρηση, καθώς συνιστά σύνθετη οργάνωση, δεν μπορεί να αποτελεί κατά το ισχύον δίκαιο5 φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (πρβλ. άρθ. 34 ΑΚ)6. Κάθε αντίθετη άποψη αντιβαίνει ευθέως στο ισχύον και κοινά αποδεκτό σύστημα περί υποκειμένων δικαίου7. Ο φορέας της επιχείρησης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και όχι η επιχείρηση καθεαυτή, ως οργάνωση και περιουσιακή ενότητα, είναι υποκείμενο δικαίου. Αυτός και μόνο δύναται λοιπόν να είναι π.χ. κύριος πράγματος, εργοδότης, δανειστής ή οφειλέτης. Η επιχείρηση βρίσκεται σε διαρκή, άμεση συνάρτηση με τον "κάτοχό" της8. Επιχείρηση και φορέας αυτής διακρίνονται ειδικότερα όσον αφορά στο εξωτερικό δίκαιο της επιχείρησης, δηλαδή το έννομο καθεστώς που διέπει την δημιουργία και λειτουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με τρίτους9.Ο φορέας της επιχείρησης αποτελεί το αποκλειστικό υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πηγάζουν από την επιχείρηση. Η σχέση του προς αυτή δεν βασίζεται αποκλειστικά σε εμπράγματες σχέσεις ιδιοκτησίας αλλά ερείδεται στο σύνολο των σχέσεων, καταστάσεων και δικαιωμάτων με τα οποία συνδέεται η επιχειρησιακή δραστηριότητα.. Έτσι καθίσταται η θέση του φορέα της επιχείρησης από δικαιϊκής πλευράς πολυσχιδής ενώ από πλευράς οικονομικής λειτουργίας παραμένει ενιαία10.
Η νομική μορφή του φορέα της επιχείρησης έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως όσο αφορά τα περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έτσι στις εμπορικές εταιρίες, χωρίς να υφίσταται ταύτιση της εταιρίας με την επιχείρηση, έχουμε κατά κανόνα ταύτιση της εταιρικής περιουσίας με την περιουσία της επιχείρησης. Όμως στις επιχειρήσεις των οποίων φορείς είναι έμποροι ως απλά φυσικά πρόσωπα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της περιουσίας της επιχείρησης και της ιδιωτικής περιουσίας του φορέα της, καθώς η τελευταία ευθύνεται για τις δεσμεύσεις της επιχείρησης του εμπόρου, ενώ παράλληλα η περιουσία της επιχείρησης ευθύνεται για τις ιδιωτικές του υποχρεώσεις11.
Ανάλογη προβληματική δημιουργείται στα πλαίσια χρήσης της εμπορικής επωνυμίας. Καθώς η επιχείρηση καθεαυτή δεν απολαμβάνει ικανότητας δικαίου αποτελεί η εμπορική επωνυμία για τη σχέση μεταξύ της επιχείρησης και του φορέα της τεκμήριο12. Οι εμπορικές εταιρίες- επιχειρήσεις φέροντας εμπορική επωνυμία ενάγουν και ενάγονται υπό την εμπορική τους επωνυμία. Ο έμπορος- φυσικό πρόσωπο έχει την ικανότητα του είναι διάδικος, η επιχείρησή του όμως δεν έχει αυτή την ικανότητα.
Με τον φορέα της επιχείρησης, ως υποκείμενο δικαίου, συνδέεται το σύνολο των πραγμάτων, δικαιωμάτων, πραγματικών και προσωπικών καταστάσεων και σχέσεων, υλικών και άυλων αγαθών που σχετίζονται με την λειτουργία της επιχείρησης. Επί αυτών εκτείνεται η έννομη εξουσίαση του υποκειμένου δικαίου. Αυτά τελούν, από της συνδέσεώς τους με το υποκείμενο δικαίου13, σε λογική και πραγματική αντίθεση, αντί- κεινται στο υποκειμένο δικαίου14. Οτιδήποτε μπορεί να υπαχθεί στη βούληση και εξουσίαση ενός υποκειμένου δικαίου αποτελεί αντικείμενο δικαίου. Το αντικείμενο δικαίου δεν συνιστά ποτέ φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η επιχείρηση, ως σύνθετη οργάνωση που είναι, υπόκειται στο σύνολο των εκφάνσεών και λειτουργιών της στην έννομη εξουσίαση του φορέα της15 και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο δικαίου16.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

ΣτΕ (Β') 86/15 : Φορολογία ακίνητης περιουσίας - Αντικειμενική αξία - Δικαίωμα προσφυγής - Συνταγματικότητα.

Κρίθηκε ότι εφόσον ο φορολογούμενος ο υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας, έχει τη δυνατότητα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 της κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 34 παρ.6 του νόμου τούτου (ν. 3842/2010) εκδοθείσης ΠΟΛ.1225/24.12.2012 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών (Β 3573) [όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ.1188/30.7.2013 όμοια (Β 1919)],να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
Αριθμός 86/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
  
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Α.-Γ. Βώρος, Ηρ. Τσακόπουλος, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, την από 18 Φεβρουαρίου 2014 προσφυγή :
Της ..... , κατοίκου Παλαιού Ψυχικού Αττικής (οδός … αρ. .), η οποία παρέστη με την δικηγόρο ΜΣ (Α.Μ. ........), που την διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 2820/24.1.2014 άρνηση της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού να δεχθεί την από 11.11.2013 ανακλητική δήλωσή της Φόρου Ακίνητης Περιουσίας οικονομικού έτους 2013 και τις περιεχόμενες σε αυτήν επιφυλάξεις.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο.-Μ. Βασιλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της προσφεύγουσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής, η οποία εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της από 14.5.2014 πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010, έχει καταβληθεί το κατ΄ άρθρο 277 παρ. 3 του ΚΔΔ παράβολο (βλ. τα υπ΄αριθμ. 2191/14.2.2014 και 24905/5.11.2014 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού και Α Αθηνών, αντίστοιχα).
2. Επειδή η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Β΄ Τμήματος κατόπιν της από 13.6.2014 πράξης του Προέδρου του περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου.
3. Επειδή, με την ως άνω πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «....» στις 27.5.2014 και «....» στις 29.5.2014, έγινε, ειδικότερα, εν μέρει δεκτό αίτημα της προσφεύγουσας να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η υπό κρίση από 18.2.2014 προσφυγή της, που ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της υπ΄αριθμ. πρωτ. 2820/24.1.2014 αρνητικής απαντήσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού να αποδεχθεί την υπ΄ αριθμ. πρωτ. 29688/11.11.2013 αίτησή της περί «ανάκλησης της μηχανογραφικώς υποβληθείσας δήλωσης με αριθμό 302866 και υποβολής νέας δήλωσης ΦΑΠ με επιφύλαξη κατ΄ άρθρο 61 παρ. 5 του ν. 2238/1994», οικονομικού έτους 2013, προκειμένου να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα «του κατά πόσον ο πολίτης ο υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας βάσει του άρθρου 32 του ν. 3842/2010, έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, σε αρνητική δε περίπτωση, να κριθεί η συνταγματικότητα της διατάξεως αυτής».

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Περιορισμοί στην πρόσβαση σε ιστοτόπους με παράνομο περιεχόμενο. Η απόφαση του ΔΕΕ στην υποθ. C-314/12 (UPC Telekabel)

Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε στην απόφαση της 27.3.2014 σχετικά με την έννοια του διαμεσολαβητή κατά την οδηγία 2001/29 και εάν οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε ιστοτόπους που παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προσκρούουν στα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: Η Constantin Film και η Wega, δύο εταιρίες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, αφού διαπίστωσαν ότι ιστότοπος πρότεινε, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, είτε την τηλεφόρτωση είτε την παρακολούθηση μέσω «streaming» [υπηρεσίας ροής δεδομένων] ορισμένων ταινιών παραγωγής τους, ζήτησαν από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων την έκδοση διατάξεως απαγορεύουσας στην UPC Telekabel, φορέα παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, να επιτρέπει την πρόσβαση των πελατών της στον επίμαχο ιστότοπο, καθόσον ο ιστότοπος αυτός θέτει στη διάθεση του κοινού, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, κινηματογραφικά έργα επί των οποίων έχουν συγγενικό του δικαιώματος του δημιουργού δικαίωμα. Με διάταξη της 13ης Μαΐου 2011, το Handelsgericht Wien (Αυστρία) απαγόρευσε στην UPC Telekabel να παράσχει στους πελάτες της την πρόσβαση στον επίμαχο ιστότοπο, η δε απαγόρευση αυτή έπρεπε, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιηθεί με τον αποκλεισμό του ονόματος χώρου και τη φραγή της ενεργού διευθύνσεως IP («Internet Protocol») του ιστότοπου αυτού καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση IP του εν λόγω ιστότοπου, την οποία μπορεί να εντοπίσει η UPC Telekabel. Τον Ιούνιο του 2011 ο επίμαχος ιστότοπος διέκοψε τη λειτουργία του κατόπιν παρεμβάσεως των γερμανικών αστυνομικών αρχών εις βάρος των διαχειριστών του. Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2011, το Oberlandesgericht Wien (Αυστρία), δικάζον σε δεύτερο βαθμό, μεταρρύθμισε εν μέρει τη διάταξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένως, προσδιόρισε τα μέτρα τα οποία πρέπει να εφαρμόσει η UPC Telekabel για να προβεί στον αποκλεισμό του επίμαχου ιστότοπου και, συνακολούθως, να εκτελέσει τη διάταξη. Στη συνέχεια, έκρινε ότι, παρέχοντας στους πελάτες της πρόσβαση σε περιεχόμενο που διατίθεται παρανόμως, η UPC Telekabel πρέπει να θεωρηθεί ως διαμεσολαβητής του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την προσβολή συγγενικού προς το δικαίωμα του δημιουργού δικαίωμα, οπότε η Constantin Film και η Wega δικαιούνταν να ζητήσουν την έκδοση διατάξεως κατά της εταιρίας αυτής. Εντούτοις, όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού, το Oberlandesgericht Wien έκρινε ότι στην UPC Telekabel μπορούσε να επιβληθεί μόνον, υπό μορφή υποχρεώσεως επιτεύξεως αποτελέσματος, η απαγόρευση προσβάσεως των πελατών της στον επίμαχο ιστότοπο, αλλά η UPC Telekabel έπρεπε να έχει την ελεύθερη επιλογή των προς εφαρμογή μέσων. Η UPC Telekabel άσκησε αίτηση αναιρέσεως («Revision») ενώπιον του Oberster Gerichtshof. Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η UPC Telekabel προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι υπηρεσίες της χρησιμοποιούνται για την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού ή συγγενικού δικαιώματος κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29, διότι δεν διατηρεί καμία εμπορική σχέση με τους διαχειριστές του επίμαχου ιστότοπου και δεν αποδείχθηκε ότι οι πελάτες της ενήργησαν παρανόμως. Εν πάση περιπτώσει, η UPC Telekabel υποστηρίζει ότι τα διάφορα μέτρα αποκλεισμού τα οποία δύνανται να τεθούν σε εφαρμογή μπορούν όλα να καταστρατηγηθούν τεχνικώς και ορισμένα είναι εξαιρετικώς δαπανηρά.

Το αυστριακό Δικαστήριο υπέβαλε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ:

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

«Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση με τη γνώση της κατηγορίας και τον εύλογο χρόνο»


Νομολογία
Α. ΕΥΛΟΓΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Η διαπίστωση από το ΕΔΔΑ παραβίασης του δικαιώματος εκδίκασης εντός λογικής προθεσμίας δεν θεμελιώνει λόγο επανάληψης της διαδικασίας.

● ΑΠ 1808/2010 (σε συμβ), Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠοινΧρ 2011 σελ. 694
Απόσπασμα
Με το ενδέκατο άρθρο του Ν. 2865/2000, σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που ανέλαβε η Ελλάδα με το άρθρο 46 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), προστέθηκε πέμπτη περίπτωση στην παράγραφο 1 του άρθρου 525 του ΚΠΔ, το οποίο προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασμένου. Έτσι πλέον, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα και αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όμως, η επανάληψη της διαδικασίας σε αυτή την περίπτωση, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος επηρέασε και δη αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, η δε επανόρθωση της βλάβης εκείνου (του αιτούντος) μπορεί να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 415/ 2009, 159/ 2005, 642/ 2004, 1638/ 2002). Εξάλλου, το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι "παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικαστεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος το οποίον θα αποφασίσει... επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης....". Στην κρινόμενη από 3-8-2009 αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ο αιτών Β. Κ. του Α. εκθέτει ότι με την 3327/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάστηκε για αγορά, διαμετακόμιση ναρκωτικών ουσιών, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύθυνση και εποπτεία της τέλεσης των άνω πράξεων και απόπειρα εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια ναρκωτικών ουσιών κατ` επάγγελμα, κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις από τις οποίες μαρτυρείται ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος.

Η απόφαση αυτή ως προς την ενοχή του έγινε αμετάκλητη καθόσον ως προς αυτή (ενοχή) απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του δυνάμει της 375/ 2010 απόφασης του Αρείου Πάγου. Ο αιτών παράλληλα προσέφυγε στο ΕΔΔΑ παραπονούμενος για παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, κατ` άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επί της προσφυγής του αυτής εκδόθηκε η 54781/ 16-04-2009 απόφαση (Κ. κατά Ελλάδος) του ΕΔΔΑ, η οποία διεπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άνω άρθρου της ΕΣΔΑ, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της σε βάρος του ποινικής διαδικασίας. Η αίτηση του όμως αυτή, που αναφέρεται στην υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα διότι, ούτε ο αιτών επικαλείται ούτε και προκύπτει ότι η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσης του, την οποία βεβαίως δεσμευτικά διαπίστωσε το ΕΔΔΑ, είχε αρνητική επίδραση στην κρίση των ποινικών δικαστών, που τον κατεδίκασαν για τις άνω κακουργηματικές πράξεις που αυτός διέπραξε. Εξάλλου, η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας είναι ήδη γεγονός τετελεσμένο και δεν μπορεί να αναιρεθεί αναδρομικά και ως εκ τούτου η επανόρθωση της βλάβης του αιτούντος από τη γενόμενη υπέρβαση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 415/ 2009, 1638/ 2002). Περαιτέρω, το αίτημα αναστολής εκτελέσεως των ποινών είναι απορριπτέο, καθόσον ο Αρειος Πάγος στερείται κατά το άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ τέτοιας αρμοδιότητος. Άλλωστε, κατά την αίτηση ζητείται η αναστολή εκτελέσως μέχρι τη συζήτηση της από 29-01-2009 αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος κατά της άνω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία όμως ήδη και δη την 17-11-2009 συνεζητήθη και επ` αυτής εκδόθηκε η άνω 375/ 2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Το αίτημα αυτό δεν βρίσκει νομικό έρεισμα ούτε στη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠΔ αφού, απορριπτόμενης της αιτήσεως αυτής επαναλήψεως της διαδικασίας είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΑΠ 415/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ

Περίληψη
Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Πλημμέλημα. Ποινική δικονομία. Επανάληψη της διαδικασίας προς συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα και αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Προϋπόθεση της επανάληψης της διαδικασίας να επηρέασε αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου. Υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Δεν είχε αρνητική επίδραση στην κρίση των ποινικών δικαστηρίων. Αποτελεί γεγονός τετελεσμένο και δεν μπορεί να αρθεί αναδρομικά. Παραβίαση του άρ. 10 παρ. 1, 2 της ΕΣΔΑ, ήτοι μη ύπαρξη σχέσης αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας - καταδικασθείσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Δεκτή η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Παραγραφή. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

ΑΠ 159/2005, Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠοινΔνη 2005 σελ. 839, ΠοινΛογ 2005 σελ. 237

Περίληψη
Ποινική δικονομία. Επανάληψη διαδικασίας. Αμετάκλητη καταδίκη για απάτη σε βάρος Τράπεζας και δήμευση επιδίκων επιταγών. Προσφυγή στο ΕΔΔΑ μετά την καταδίκη για παραβίαση διατάξεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (διάρκεια της διαδικασίας, άρνηση των ελληνικών αρχών να διατάξουν την προσαγωγή των πρωτοτύπων εγγράφων που χρησίμευσαν ως βάση για την καταδίκη). Υποβολή αρχικής αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας με την οποία ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση ως προς το σκέλος της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, κάνοντας δεκτό ότι αυτή δεν είχε επίδραση στην κρίση του Δικαστηρίου, αλλά διέταξε έρευνα όσον αφορά στη δεύτερη παραβίαση, που εντόπισε το ΕΔΔΑ. Μή εφικτή η προσαγωγή των επιταγών οι οποίες δημεύθηκαν και καταστράφηκαν αφού είχαν προσκομισθεί κατά τη διάρκεια της δίκης. Κρίνεται βάσιμη η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ως προς το τελευταίο μέρος, για το οποίο το Δικαστήριο με την προγενέστερη απόφασή του δεν είχε αποφανθεί οριστικά και διατάσσεται η επανάληψη της διαδικασίας.

● 642/2004, ΠοινΧρ 2005 σελ. 224, ΠοινΛογ 2004 σελ. 731 Περίληψη

Ποινική Δικονομία. Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Απόρριψη αυτής. Για την παραδοχή της πρέπει η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υποθέσεως του αιτούντος να επηρεάζει αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, η δε προκληθείσα βλάβη να δύναται να θεραπευτεί με την επανάληψη της διαδικασίας. Αναβολή εκδίκασης της αιτήσεως ως προς το αίτημα προσαγωγής των πρωτοτύπων εγγράφων θεμελιωτικών της καταδίκης και διενέργεια συμπληρωματικής έρευνας για την ύπαρξη δυνατότητα εξέτασης των εγγράφων αυτών.

ΑΠ 717/2004, ΠοινΛογ 2004 σελ. 826 Περίληψη

Ποινική δικονομία. Επανάληψη διαδικασίας μετά τη διαπίστωση παράβασης της ΕΣΔΑ από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης η αρνητική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου της διαπιστωθείσας από το ΕΣΔΑ παραβίασης του δικαιώματος και η δυνατότητα επανόρθωσης της βλάβης με την επανάληψη της διαδικασίας. Υπέρβαση λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσης. Απόρριψη αίτησης επανάληψης της διαδικασίας λόγω μή επίκλησης της επίδρασης της υπέρβασης λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσης στην κρίση του δικαστηρίου. Απόρριψη αίτησης επανάληψης της διαδικασίας λόγω μή ύπαρξης δυνατότητας επανόρθωσης της βλάβης του αιτούντος με την επανάληψη της διαδικασίας.

ΑΠ 1638/2002 (σε συμβ), ΠοινΛογ 2002 σελ. 1852 Περίληψη

Επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του κατηγορουμένου εφόσον υπάρχει η διαπίστωση από το ΕΔΔΑ παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε. Η παράβαση, όμως, θα πρέπει να επηρέασε αρνητικά την κρίση του δικαστηρίου, και η επανόρθωση της βλάβης του αιτούντος να μπορεί να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας. Απόρριψη παρούσας αίτησης για υπερβολική διάρκεια της δίκης, γιατί ο αιτών δεν επικαλείται ούτε προκύπτει ότι η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσής του είχε αρνητική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου, άλλωστε η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας είναι τετελεσμένο γεγονός και είναι αδύνατη η επίτευξη επανόρθωσης της βλάβης. Αδύνατη η αναγνώριση ελαφρυντικού γιατί δεν σχετίζεται με την παραβίαση της λογικής προθεσμίας της δίκης που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ.

Αντίθετη εισαγγελική πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Κανιαδάκη :