Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Συνέντευξη στο ZDF για το νομικό καθεστώς της μεταφοράς λαθρομεταναστών

Συνέντευξη στο Γερμανικό κανάλι ZDF για το αυξανόμενο θέμα των προσφύγων και της προσπάθειας διαφυγής λαθραία μέσω του θαλάσσιου δικτύου και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Πάτρα στο λιμάνι της.
 


δείτε την εκπομπή του ZDF εδώ : www.zdf.de

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς παρατηρείται έξαρση της ακραίας πολιτικής, θρησκευτικής και άλλων ειδών βίας, ιδιαίτερα της οργανωμένης. Σε στόχο των εγκληματικών ομάδων αναδεικνύονται, κατά κύριο λόγο, ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού, όπως παιδιά, γυναίκες, πρόσφυγες, ΛΟΑΤ, ΑΜΕΑ, των οποίων τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα, στην ελεύθερη έκφραση και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας παραβιάζονται καθημερινά. Συνεπώς, ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά και της προσαρμογής εν γένει του Ποινικού Κώδικα, στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος εντός ενός διεθνοποιημένου περιβάλλοντος, όπου μεταλλάσσονται διαρκώς τα μέσα τέλεσης των ειδεχθών αυτών αδικημάτων. Και παρότι είναι προφανές ότι μόνος ο ποινικός κολασμός αυτών των πράξεων δεν επαρκεί για τη ριζική εξάλειψη του φαινομένου, η υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων όλων αυτών που υφίστανται τη βία, καθώς και η προάσπιση της δημοκρατίας, επιβάλλουν την αυστηρή τιμωρία εγκληματικών πράξεων που τελούνται από οργανωμένες ομάδες.
Υπό το φως των παραπάνω, η στοιχειοθέτηση και συστηματική δίωξη του εγκλήματος της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα) αναδεικνύεται σε κρίσιμη συνθήκη για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Πιο συγκεκριμένα, έχει προβληθεί η άποψη ότι η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, την ύπαρξη του οικονομικού οφέλους ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση. Η νομική κατοχύρωση του παραπάνω ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα έχει ως συνέπεια την τροποποίηση του ισχύοντος άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, έχει χαρακτηρισθεί ως νομικά υποχρεωτική, με την έννοια της προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας στη -δεσμευτική για την Ελλάδα- Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος (Παλέρμο 2000)[1].
Ωστόσο, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης που διατυπώνει η Σύμβαση του Παλέρμο αφορά αποκλειστικά «τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής», δηλαδή την «προαγωγή της συνεργασίας για την πιο αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλή­ματος»[2]. Συνεπώς, η Σύμβαση επιβάλλει μεν την τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις στόχος των οποίων είναι ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους, ουδόλως όμως αποκλείει την εξίσου αυστηρή τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες δρουν με διαφορετικά κίνητρα. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οφείλουμε επομένως να αναρωτηθούμε, ανατρέχοντας και στα δεδομένα του συγκριτικού δικαίου, αν τελικά κρίνεται σκόπιμο δικαιοπολιτικά να εξαιρούνται πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλων ειδών κίνητρα διάπραξης εγκλημάτων από οργανωμένη ομάδα ατόμων.
            Στην ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του οικονομικού οφέλους. Ο γαλλικός Ποινικός Κώδικας τιμωρεί και τη σύσταση εγκληματικής συμμορίας (association des malfaiteurs, άρ. 450-1[3]) και τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (bande organisée, άρ. 132-71[4]) χωρίς καμία αναφορά στο οικονομικό κριτήριο. Στην Αγγλία, το πρώτο άρθρο του Criminal Law Act του 1977 ορίζει την έννοια του conspiracy (έννοια που παραδοσιακά στις χώρες του common lawκαλύπτει την αντίστοιχη έννοια της εγκληματικής οργάνωσης στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις) κατά παρόμοιο τρόπο[5]. Η γερμανική προσέγγιση του ζητήματος, στην οποία προφανώς έχει στηριχθεί και ο συντάκτης των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, διακρίνει μεν μεταξύ εγκληματικής (kriminelle Vereinigungen, §129 StGB[6]) και τρομοκρατικής ομάδας (terroristische Vereinigungen, §129a StGB[7]), αλλά φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την πολιτική διάστασή του θέματος (βλ. άρ. 9Grundgesetz[8]), ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο οικονομικό στοιχείο. Παρόμοια είναι και η προσέγγιση του Ισπανού ποινικού νομοθέτη, ο οποίος εξετάζει περισσότερο τη φύση παρά το (ενδεχομένως οικονομικό) κίνητρο της δράσης της ομάδας τιμωρώντας τόσο τη σύσταση συμμορίας (άρ. 515, το οποίο έχει ενταχθεί στο Κεφάλαιο περί εγκλημάτων που διαπράττονται κατά την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που εγγυάται το Σύνταγμα[9]) όσο και τη σύσταση εγκληματικών οργανώσεων και ομάδων (άρ. 575 bis επ.[10]). Ο αυστριακός Ποινικός Κώδικας με τη σειρά του, διακρίνει ανάμεσα σε εγκληματική ομάδα (kriminelle Vereinigung, § 278 StGB[11]) και εγκληματική οργάνωση (kriminelle Organisation, § 278a StGB[12]), χωρίς ωστόσο και αυτός να αναφέρεται στο οικονομικό κίνητρο.
            Δύο χώρες, η Ιταλία και το Βέλγιο, έχουν εισαγάγει στη νομοθεσία τους το οικονομικό όφελος ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ακολουθώντας την προσέγγιση των σχετικών διεθνών[13] αλλά και ενωσιακών[14] κειμένων. Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δράση της μαφίας, έχει προσθέσει ένα άρθρο στον Ποινικό της Κώδικα, όπου περιγράφει τη «μαφιόζικου τύπου οργάνωση» (associazione è ditipomafioso) ως μια κατ’ουσίαν εγκληματική οικονομική επιχείρηση, η οποία χρησιμοποιεί ειδικά μέσα για την εξυπηρέτηση των στόχων της (άρ. 416 bis[15]). Επίσης, το Βέλγιο στο άρθρο 324 bis του Ποινικού Κώδικα ορίζει ως εγκληματική οργάνωση την ομάδα η οποία, πέρα από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, στον προσπορισμό οικονομικού οφέλους[16]. Σε κάθε περίπτωση πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι, και στα δύο αυτά κράτη, η σύσταση ομάδας ή οργάνωσης με διαφορετικά κίνητρα τιμωρείται με βάση άλλες διατάξεις (άρ. 416 παρ. 1-5 ιταλικού ΠΚ και άρ. 322 βελγικού ΠΚ), οι οποίες προβλέπουν εξίσου αυστηρές ποινές.
Συμπερασματικά, η ύπαρξη οικονομικού κινήτρου δεν θεωρείται απαραίτητο στοιχείο ποινικού χαρακτηρισμού μιας ομάδας ως εγκληματικής οργάνωσης σύμφωνα με όσα προβλέπει η ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα δεν θα πρέπει να περιοριστεί η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης με την εισαγωγή του στοιχείου του προσπορισμού οικονομικού οφέλους, γιατί αυτό θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την ουσιαστική ατιμωρησία ατόμων που συμμετέχουν σε ομάδες οι οποίες διαπράττουν εγκλήματα από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή άλλης κατάστασης.
Συνεπώς, προτείνουμε είτε το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα να παραμείνει ως έχει, είτε να προστεθεί ένα νέο άρθρο που θα στοχεύει ειδικά στην αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος ενσωματώνοντας τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που περιλαμβάνει η Συνθήκη του Παλέρμο. Σκόπιμη, επίσης, κρίνεται η αυστηροποίηση των ποινών που προβλέπει το άρθρο 187 παρ. 5 του Ποινικού Κώδικα περί σύστασης συμμορίας[17].
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η ποινική νομοθεσία πρέπει να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να επιδεικνύει σχετική ευελιξία, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί κενά νόμου και να αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά φαινόμενα που πλήττουν θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.
Νομική Επιτροπή ΙΜΔΑ
Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 2014


[1] Το άρθρο 2 της Συνθήκης του Παλέρμο (2000) [Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν.3875/2010(Α’ 158)] προβλέπει συγκεκριμένα τα εξής: «Για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής: (α) Οργανωμένη εγκληματική ομάδα” νοείται δο­μημένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων που υπάρχει για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί με κοινό σκοπό τέλεσης ενός ή περισσότερων σοβαρών εγκλημάτων ή εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, προκειμένου να ποριστεί αμέσως ή εμμέσως οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος».
[2]Όπ. π., άρθρο 1.
[3] «Constitue une association de malfaiteurs tout groupement formé ou entente établie en vue de la préparation, caractérisée par un ou plusieurs faits matériels, d’un ou plusieurs crimes ou d’un ou plusieurs délits punis d’au moins cinq ans d’emprisonnement.»
[4] « Constitue une bande organisée au sens de la loi tout groupement formé ou toute entente établie en vue de la préparation, caractérisée par un ou plusieurs faits matériels, d’une ou de plusieurs infractions.»
[5] «(1)Subject to the following provisions of this Part of this Act, if a person agrees with any other person or persons that a course of conduct shall be pursued which, if the agreement is carried out in accordance with their intentions, either—
(a)will necessarily amount to or involve the commission of any offence or offences by one or more of the parties to the agreement, or
(b)would do so but for the existence of facts which render the commission of the offence or any of the offences impossible,
he is guilty of conspiracy to commit the offence or offences in question.»
[6] «Wer eine Vereinigung gründet, deren Zwecke oder deren Tätigkeit darauf gerichtet sind, Straftaten zu begehen, oder wer sich an einer solchen Vereinigung als Mitglied beteiligt, für sie um Mitglieder oder Unterstützer wirbt oder sie unterstützt, wird mit Freiheitsstrafe bis zu fünf Jahren oder mit Geldstrafe bestraft.»
[7] «Wer eine Vereinigung gründet, deren Zwecke oder deren Tätigkeit darauf gerichtet sind,
1. Mord (§ 211) oder Totschlag (§ 212) oder Völkermord (§ 6 des Völkerstrafgesetzbuches) oder Verbrechen gegen die Menschlichkeit (§ 7 des Völkerstrafgesetzbuches) oder Kriegsverbrechen (§§ 8, 9, 10, 11 oder § 12 des Völkerstrafgesetzbuches) oder
2. Straftaten gegen die persönliche Freiheit in den Fällen des § 239a oder des § 239b
3. (weggefallen)
zu begehen, oder wer sich an einer solchen Vereinigung als Mitglied beteiligt, wird mit Freiheitsstrafe von einem Jahr bis zu zehn Jahren bestraft.”»
[8] «Αlle Deutschen haben das Recht, Vereine und Gesellschaften zu bilden.
Vereinigungen, deren Zwecke oder deren Tätigkeit den Strafgesetzen zuwiderlaufen oder die sich gegen die verfassungsmäßige Ordnung oder gegen den Gedanken der Völkerverständigung richten, sind verboten.»
[9] « Son punibles las asociaciones ilícitas, teniendo tal consideración:
1.º Las que tengan por objeto cometer algún delito o, después de constituidas, promuevan su comisión, así como las que tengan por objeto cometer o promover la comisión de faltas de forma organizada, coordinada y reiterada.Apartado 1.º del artículo 515 redactado por el número catorce del artículo primero de la L.O. 11/2003, de 29 de septiembre, de medidas concretas en materia de seguridad ciudadana, violencia doméstica e integración social de los extranjeros («B.O.E.» 30 septiembre).Vigencia: 1 octubre 2003
2.º ...
Apartado 2.º del artículo 515 suprimido por el apartado centésimo trigésimo sexto del artículo único de la L.O. 5/2010, de 22 de junio, por la que se modifica la L.O. 10/1995, de 23 de noviembre, del Código Penal («B.O.E.» 23 junio).Vigencia: 23 diciembre 2010
3.º Las que, aun teniendo por objeto un fin lícito, empleen medios violentos o de alteración o control de la personalidad para su consecución.
4.º Las organizaciones de carácter paramilitar.
5.º Las que promuevan la discriminación, el odio o la violencia contra personas, grupos o asociaciones por razón de su ideología, religión o creencias, la pertenencia de sus miembros o de alguno de ellos a una etnia, raza o nación, su sexo, orientación sexual, situación familiar, enfermedad o minusvalía, o inciten a ello. »
[10] « A los efectos de este Código se entiende por organización criminal la agrupación formada por más de dos personas con carácter estable o por tiempo indefinido, que de manera concertada y coordinada se repartan diversas tareas o funciones con el fin de cometer delitos, así como de llevar a cabo la perpetración reiterada de faltas. »
[11] «Eine kriminelle Vereinigung ist ein auf längere Zeit angelegter Zusammenschluss von mehr als zwei Personen, der darauf ausgerichtet ist, dass von einem oder mehreren Mitgliedern der Vereinigung ein oder mehrere Verbrechen, andere erhebliche Gewalttaten gegen Leib und Leben, nicht nur geringfügige Sachbeschädigungen, Diebstähle oder Betrügereien, Vergehen nach den §§ 104a, 165, 177b, 233 bis 239, 241a bis 241c, 241e, 241f, 304 oder 307, in § 278d Abs. 1 genannte andere Vergehen oder Vergehen nach den §§ 114 Abs. 1 oder 116 des Fremdenpolizeigesetzes ausgeführt werden.»
[12] «Wer eine auf längere Zeit angelegte unternehmensähnliche Verbindung einer größeren Zahl von Personen gründet oder sich an einer solchen Verbindung als Mitglied beteiligt (§ 278 Abs. 3),
1. die, wenn auch nicht ausschließlich, auf die wiederkehrende und geplante Begehung schwerwiegender strafbarer Handlungen, die das Leben, die körperliche Unversehrtheit, die Freiheit oder das Vermögen bedrohen, oder schwerwiegender strafbarer Handlungen im Bereich der sexuellen Ausbeutung von Menschen, der Schlepperei oder des unerlaubten Verkehrs mit Kampfmitteln, Kernmaterial und radioaktiven Stoffen, gefährlichen Abfällen, Falschgeld oder Suchtmitteln ausgerichtet ist,
2. die dadurch eine Bereicherung in großem Umfang anstrebt und
3. die andere zu korrumpieren oder einzuschüchtern oder sich auf besondere Weise gegen Strafverfolgungsmaßnahmen abzuschirmen sucht,
ist mit Freiheitsstrafe von sechs Monaten bis zu fünf Jahren zu bestrafen. § 278 Abs. 4 gilt entsprechend.»
[13] Βλ. άρθρο 2 της Συνθήκης του Παλέρμο (2000).
[14] Με την Απόφαση του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τη σύναψη, εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωµένου εγκλήµατος (2004/579/EΚ), ολοκληρώθηκε η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Συνθήκη του Παλέρμο. Βλ. επίσης άρθρο πρώτο της Κοινής Δράσης της 21ης Δεκεμβρίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (98/733/ΔΕΥ): «Για τους σκοπούς της παρούσας κοινής δράσης, ως “εγκληματική οργάνωση” νοείται η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις που επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, εφόσον οι εν λόγω αξιόποινες πράξεις αποτελούν αυτοσκοπό ή μέσον για τον προσπορισμό περιουσιακών οφελημάτων και, ενδεχομένως, για τον αθέμιτο επηρεασμό της λειτουργίας δημόσιων αρχών.». Παρεμφερής είναι και ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης που περιλαμβάνεται στο άρθρο πρώτο της Aπόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος : «Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου, ως “εγκληματική οργάνωση” νοείται η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό να προσπορισθούν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.».
[15]«L’associazione è ditipomafiosoquandocolorochenefannopartesiavvalgonodellaforzadiintimidazionedelvincoloassociativoedellacondizionediassoggettamentoediomertà chenederivapercommetteredelitti, peracquisireinmododirettooindirettolagestioneocomunqueilcontrollodiattività economiche, diconcessioni, diautorizzazioni, appaltieservizipubblicioperrealizzareprofittiovantaggiingiustipersé operaltri.»
[16] « Constitue une organisation criminelle l’association structurée de plus de deux personnes, établie dans le temps, en vue de commettre de façon concertée, des crimes et délits punissables d’un emprisonnement de trois ans ou d’une peine plus grave, pour obtenir, directement ou indirectement, des avantages patrimoniaux, (...). »
[17] «Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας".
πηγή :  http://www.mfhr.gr/

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

«Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (ΕΔΔΑ) ΣΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ: ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ» (Σωτήριος Ε. Κύρκος , Μ.Α., LLM (London),Υπ. Διδάκτωρ, Τμ. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών/ Πάντειο Πανεπιστήμιο -Aντεισαγγελέας Αεροδικείου Αθηνών)

Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ:
Η άσκηση δικαιοδοτικού έργου στον χώρο των ενόπλων δυνάμεων, αποτελεί μια αποστολή η οποία, όπως είναι αναμενόμενο, δεν μπορεί να παραμείνει ανεπηρέαστη από τις εγγενείς ιδιαιτερότητες του χώρου αυτού. Η ανάγκη διασφάλισης ενός υψηλού βαθμού πειθαρχίας, όρος αναγκαίος για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής λειτουργικής αποτελεσματικότητας και επιχειρησιακής ετοιμότητας έχει αξιοποιηθεί συχνά ως νομιμοποιητική βάση τόσο για την ίδρυση και λειτουργία αυτοτελών δικαιοδοτικών οργάνων, με ιδιάζουσα σύνθεση και κανόνες λειτουργίας, όσο και για την υιοθέτηση ενός πλέγματος ρυθμίσεων, ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες συχνά συνιστούν απόκλιση, σε ελάσσονα ή μείζονα βαθμό, από τα διεθνώς καθιερωμένα πλαίσια προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Στο μέτρο δε που οι παραπάνω ιδιαιτερότητες και αποκλίσεις δεν αφορούν μόνο τα πρόσωπα που τυγχάνουν ενταγμένα στην ιεραρχική διάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων αλλά επεκτείνονται και σε πρόσωπα τα οποία δεν τελούν σε οποιαδήποτε σχέση ειδικής εξουσίασης προς το κράτος και μάλιστα στον καιρό της ειρήνης, αναπόφευκτα φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη ελέγχου της συμβατότητας των σχετικών θεσμικών μορφωμάτων τόσο με τα εθνικά όσο και με τα διεθνή νομοθετικά κείμενα που αφορούν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης, θα επιδιωχθεί πάντως ναποδοθεί μια όσο το δυνατόν εναργέστερη εικόνα των πορισμάτων της νομολογίας της υπερεθνικής έννομης τάξης στην οποία είναι ενταγμένη η χώρα μας μετά την επικύρωση των σχετικών κειμένων, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του δικαιοδοτικού οργάνου που τυγχάνει αρμόδιο για τον έλεγχο συμμόρφωσης των συμβαλλομένων κρατών προς τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ).
 
Β) Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ:
Η επικρατούσα προσέγγιση, τουλάχιστον στην πλειοψηφία των χωρών που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ, συνίσταται στο να θεωρούνται οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις (ε.δ.) ως «πολίτες εν στολή». Τούτο συνεπάγεται την παραδοχή ότι, στο μέτρο που αυτό τυγχάνει συμβατό με ορισμένες ιδιαιτερότητες της στρατιωτικής ζωής, τα μέλη των ε.δ. πρέπει ναπολαμβάνουν τα αυτά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα με τους λοιπούς πολίτες. Πρόκειται για pροσέγγιση που, όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, ευνοεί την ενσωμάτωση των ε.δ. στην υπόλοιπη κοινωνία σε αντίθεση με την αντίστροφη αντίληψη που ευνοεί την απομόνωση του χώρου των ε.δ. από την πολιτική και κοινωνική ζωή. Η ανάγκη όμως, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών των ε.δ. στο σύγχρονο πλαίσιο, αποκτά ιδιάζουσα σημασία για τους παρακάτω πρόσθετους λόγους: Ο πρώτος αφορά την ραγδαία μεταβαλλόμενη φύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στη σύγχρονη εποχή, οι ε.δ. είναι πιθανότερο να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις υποστήριξης - διατήρησης της ειρήνης, παρά σε συμβατικές ένοπλες συρράξεις. Έτσι, οι υπηρετούντες σαυτές συχνά καλούνται να συμβάλουν στην οικοδόμηση πολιτικών θεσμών σε κοινωνίες που έχουν κατακερματισθεί από τις συγκρούσεις και να εγκαθιδρύσουν μια κουλτούρα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή δράσης τους. Τα μέλη μιας δύναμης που είναι εξοικειωμένα με ένα καθεστώς σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός του περιβάλλοντός του ασφαλώς βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση και παρέχει πληρέστερα εχέγγυα ως προς την επίτευξη της αποστολής του. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που μέλη των ε.δ. δεν εμπλέκονται σε πολεμική δραστηριότητα αλλά ασκούν καθήκοντα παρατηρητού ή αστυνομικού χαρακτήρα, είναι προφανές ότι η ανάγκη επιβολής περιορισμών στα δικαιώματά του για λόγους διατήρησης της στρατιωτικής πειθαρχίας αποδυναμώνεται ουσιαστικά.
Τον Απρίλιο του 2006, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με την υπαρ. 1742/06 Σύστασή της, επιβεβαίωσε τη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα μέλη των ε.δ. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο της Σύστασης «…Σε μια εποχή που οι ε.δ. πολλών χωρών-μελών δρουν από κοινού στα ίδια θέατρα επιχειρήσεων, η Συνέλευση συνιστά την προαγωγή κοινών αρχών που πρέπει να διέπουν τις συνθήκες υπό τις οποίες τα μέλη των ε.δ. καλούνται να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα μέλη των ε.δ. να σεβαστούν το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο κατά τις επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχουν , αν ο σεβασμός αυτός δεν υφίσταται εγγυημένα εντός των τάξεων των ε.δ. Τυγχάνει ,επομένως, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας η καταβολή προσπαθειών εκ μέρους του Συμβουλίου της Ευρώπης να χαραχθούν κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός των ε.δ., συνοδευόμενες από πολιτικές των κρατών-μελών που προάγουν την ενημέρωση και επαγρύπνηση μεταξύ του προσωπικού των ε.δ. τους».

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Κατάργηση δίκης - Προθεσμία καταθέσεως δικογράφου (παρατηρήσεις Π. Λαζαράτου στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ. 63)

Π. Λαζαράτου, Περί του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32§3 του πδ 18/1989 – Πρόσθετο σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ. 63
Με αφορμή την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ Ολ 3175/2014 (που εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 2451/2012 7μ), ο καθηγητής Πάνος Λαζαράτος αναλύει, στο πλαίσιο διεξοδικών παρατηρήσεων, τη δικονομική ρύθμιση του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32 παρ. 3 του πδ 18/1989, σχετικά με τη συνέχιση της ακυρωτικής δίκης όταν η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα και ο αιτών προβάλλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, σχετικό ισχυρισμό και ζητεί τη συνέχιση της δίκης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 31 παρ.1 Ν.3772/2009 (ΦΕΚ Α΄ 112), «…με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».
Πρόκειται για την πρώτη συστηματική ερμηνεία της διάταξης και την ανάδειξη των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της. Ειδικότερα, εξετάζεται ο τρόπος άσκησης του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος της αίτησης συνέχισης της δίκης τόσο κατά την αρχική (εδ. α΄ της διάταξης) όσο και κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο (εδ. δ΄ της διάταξης) (Ι) και επισημαίνονται τα ερμηνευτικά ζητήματα που παραμένουν ανοικτά (ΙΙ), ιδίως δε το ερώτημα του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ζητούμενης αναβολής κατά το εδάφιο δ΄, τον οποίο δέχεται ο συγγραφέας επί τη βάσει άκρως τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας, ανεξαρτήτως του αν το αιτών έχει καταθέσει και/ή επιδώσει υπόμνημα συνέχισης πριν την αρχική συζήτηση (ΙΙΙ-V). Εντοπίζονται οι προϋποθέσεις της κατ’ εξαίρεση απόρριψης του αιτήματος αναβολής (VI) και η σημασία της προβολής πρόσθετων λόγων με κατάθεση υπομνήματος πριν από τη συζήτηση (VII). Τέλος, όσον αφορά το πρόβλημα που απασχόλησε το Δικαστήριο και ανάγεται στην ερμηνεία του α΄ εδαφίου της διάταξης, δηλαδή τις συνέπειες της εκπρόθεσμης κατάθεσης του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος, ο συγγραφέας καταλήγει –συμφωνώντας με τη δικανική κρίση– στον απόλυτο και μη ιάσιμο χαρακτήρα της δικονομικής ακυρότητας που επιφέρει η μη τήρηση της προθεσμίας κατάθεσης των 6 πλήρων ημερών πριν από την πρώτη συζήτηση, σε αντιδιαστολή προς τη σχετική και, συνεπώς, ιάσιμη ακυρότητα της εκπρόθεσμης επίδοσης του δικογράφου. Περαιτέρω αντικρούει την «τελολογική συστολή» του άρθρου 32 παρ. 3 που επιχείρησε η μειοψηφία, δεχόμενη, προκειμένου να αποφύγει την κατάργηση της δίκης, ότι το αίτημα συνέχισης δεν πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο, ακόμη και αν είναι εκπρόθεσμο, εφόσον δεν προβάλλονται με το υπόμνημα νέοι λόγοι και δεν αντιλέγει στη συνέχιση η διάδικος Διοίκηση (VIII).
Η συλλογιστική της απόφασης και η ανάλυση και ο σχολιασμός της αποτελούν αναμφίβολα υπόδειγμα δογματικής συνέπειας και δικονομικής ορθοδοξίας, είναι δε σύμφωνες προς το σύστημα του ελληνικού δικονομικού δικαίου. Οι απόψεις όμως που διατυπώθηκαν τόσο στο πλαίσιο της παραπεμπτικής ΣτΕ 2451/2014 (πλειοψηφία) όσο και της απόφασης της Ολομέλειας (μειοψηφία) φέρνουν στο προσκήνιο το γενικότερο ζήτημα της αυστηρής ερμηνείας των δικονομικών διατάξεων, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιεικείς λύσεις, κυρίως δε σε επιμήκυνση του χρόνου των δικαστικών διενέξεων και τελικά στην αποδυνάμωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Κατ’ επανάληψη τονίζει ο Jean Rivero, ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα: «…la justice est faite pour le justiciable et … sa valeur se mesure en termes de vie quotidienne. Ce n’est pas le développement du Droit qui nous intéresse, c’est la protection efficace qu’ en tire le particulier» [D. 1962, σ. 240], ενώ προσάπτει στο Conseil d’Etat ότι ενίοτε «δίδει το προβάδισμα στη δικονομική αισθητική έναντι της μέριμνας για τον διάδικο» [G. Cohen Jonathan, Hommage à J. Rivero, Droits fondamentaux, n° 1, juillet-décembre 2001, σ. 5 (8)].

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

"Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Google Spain (c-131/12): Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο" [του Ιωάννη Δ. Ιγγλεζάκη, Επ. Καθηγητή ΑΠΘ, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης]

Ι. Εισαγωγή 
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας του Διαδικτύου, μέσω του οποίου, όμως, διακινούνται καθημερινά πλήθος προσωπικές πληροφορίες, συχνά χωρίς κανένα έλεγχο και δίχως τη συναίνεση των προσώπων στα οποία αφορούν, με αποτέλεσμα να καθίσταται διάτρητη η προστασία της ιδιωτικότητάς τους. Πέραν τούτου, η τεχνολογία παρέχει σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες για διαμοιρασμό των πληροφοριών που δημοσιεύονται επιγραμμικά και ως εκ τούτου, η δυνατότητα διαγραφής των προσωπικών δεδομένων που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο και, συνακόλουθα, της διαγραφής του ψηφιακού παρελθόντος του ατόμου, φαντάζει σχεδόν αδύνατη1 . Για το λόγο αυτό λέγεται ότι ζούμε σε μια εποχή «απόλυτης ψηφιακής μνήμης»2 , όπου όχι μόνο το Κράτος – «μεγάλος αδελφός» χρησιμοποιεί την τεχνολογία με σκοπό την επιτήρηση για λόγους δημόσιας ασφάλειας, αλλά και ιδιώτες – «μικροί αδελφοί» δημοσιοποιούν προσωπικά δεδομένα που αφορούν άλλους χρήστες, λ.χ., σε υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης3 . Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι καταγράφονται οι αναζητήσεις πληροφοριών σε μηχανές αναζήτησης4 , τα δεδομένα θέσης και κίνησης5 , το «ξεφύλλισμα ιστοσελίδων6 , οι αλληλεπιδράσεις των χρηστών των κοινωνικών δικτύων, δηλ. οι ενημερώσεις κατάστασης, οι φωτογραφίες, τα μηνύματα, ακόμα και οι προτιμήσεις που εκφράζονται σε διαδικτυακό περιεχόμενο με τη χρήση του πλήκτρου «Μου αρέσει!» («Like Button”) στον ιστοχώρο κοινωνικής δικτύωσης Facebook7 , ενώ οι προσωπικές πληροφορίες που δημοσιοποιούν οι χρήστες, λ.χ., σε υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, διατηρούνται, ακόμα και αν κάποιος επιλέξει να τις διαγράψει8 . Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε αλλαγή παραδείγματος, καθώς από τη φυσιολογική κατάσταση της λήθης που επέρχεται με την πάροδο του χρόνου, έχουμε περάσει σε μια κατάσταση πλήρους ψηφιακής μνήμης9 . Τούτο έχει δε ως συνέπεια να εκτίθεται σε αυξημένους κινδύνους το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων των ατόμων, στο Διαδίκτυο10 . 

ΙΙ. Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη, με βάση την Πρόταση Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων της ΕΕ 

Ενόψει των παραπάνω αναφερθέντων, η εισαγωγή ενός δικαιώματος διαγραφής του ψηφιακού παρελθόντος του ατόμου αποτελεί την πιο πρόσφορη λύση στο πρόβλημα της συνεχούς διαθεσιμότητας των πληροφοριών, στην εποχή της πλήρους ή αβάσταχτης ψηφιακής μνήμης11 . Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στην Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)12. 
Σύμφωνα με το άρθρο 17 της Πρότασης Κανονισμού, το πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, δικαιούται να ζητήσει τη διαγραφή και τη μη περαιτέρω διάδοση των δεδομένων για ορισμένους λόγους, ιδίως διότι το εν λόγω πρόσωπο αποσύρει τη συγκατάθεση για επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που το αφορούν. Το δικαίωμα αυτό, της ψηφιακής λήθης, σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιείται στη γαλλική γλώσσα (droit à l'oubli numérique) 13, όταν κατοχυρωθεί νομικά, θα δώσει τη δυνατότητα στους χρήστες του Διαδικτύου να ζητούν τη διαγραφή δεδομένων που τους αφορούν και τα οποία δημοσίευσαν οι ίδιοι ή άλλοι χρήστες. Με την κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού θα ενισχυθεί, ασφαλώς, η πληροφοριακή αυτοδιάθεση των προσώπων σε σχέση με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν και τα οποία δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο. Και τούτο, διότι με την εισαγωγή του θα ενισχύσει τον έλεγχο των προσώπων στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που τους αφορούν14 . 
Βεβαίως, το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, σε περίπτωση συγκρούσεως με άλλα συνταγματικά δικαιώματα και έννομα συμφέροντα, ιδίως όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία των ΜΜΕ. Ωστόσο, πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το νέο αυτό δικαίωμα θα επιφέρει αποτρεπτικά αποτελέσματα στην ελευθερία της έκφρασης στο Διαδίκτυο και ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας θα απολέσουν το ουδέτερο καθεστώς που τους διέπει15 . Η λειτουργία των μηχανών αναζήτησης επηρεάζεται, επίσης, από το νεοφυές αυτό δικαίωμα. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω υπηρεσίες επιτρέπουν την ανεύρεση πληροφοριών μέσα στον κυκεώνα των δεδομένων που κατακλύζουν τον Παγκόσμιο Ιστό (World Wide Web) και με τον τρόπο αυτό διευκολύνουν την αναζήτηση και μετάδοση πληροφοριών στο Διαδίκτυο, κάθε, δε, περιορισμός στη λειτουργία τους μπορεί να νοηθεί ως περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης16.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

"Η Επιδίκαση της Δικαστικής Δαπάνης των Διαδίκων από τα Δικαστήρια" (Πρακτική εφαρμογή – προβλήματα – προτάσεις) [του Γεωργίου Μικρούδη, Εφέτη Αθηνών, Δ.Ν.]

Το άρθρο 176 ΚΠολΔ προβλέπει ότι ο διάδικος, που ηττήθηκε στη δίκη, καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί προφανώς στην πλήρη αποζημίωση του διαδίκου, που θα ήταν ημιτελής αν δεν συμπεριελάμβανε και το κόστος προσφυγής στο Δικαστήριο, αλλά και στην αποθάρρυνση του κακόπιστου οφειλέτη, αφού πέραν της οφειλής του, θα κληθεί να καλύψει και τα δικαστικά έξοδα του δανειστή του.  Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στην περίπτωση που γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή, εξαιρουμένων τυχόν παρεπομένων αιτημάτων (π.χ. προσωρινής εκτελεστότητας, προσωποκρατήσεως, τοκοφορίας από δήλη ημέρα).


Ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης αποτιμάται χρηματικώς, γινόταν  βάσει των άρθρων 100 επ. του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ.  3026/1954) και ήδη από 17-9-2013 με τα άρθρα 63 επ. του Νέου Κώδικα (Ν. 4194/2013). Στη δικαστηριακή πρακτική, σε περίπτωση καταψηφιστικής αγωγής, όταν δεν παρατίθεται ειδικός κατάλογος εξόδων και δεν υπάρχουν ειδικές αποκλίσεις (π.χ. πραγματογνωμοσύνες), τα έξοδα που αποδίδονται, υπολογίζονται, χάριν ευκολίας, σε περίπου 4% για τον ενάγοντα επί του αιτηθέντος (και επιδικασθέντος) ποσού, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Δικηγόρων (2% για τη σύνταξη αγωγής + 1% για σύνταξη προτάσεων + 1% για αναλογία δικ. Ενσήμου και λοιπά έξοδα), ενώ για τον εναγόμενο σε 2% περίπου (για σύνταξη προτάσεων) [[1]]. Σε περίπτωση δε ευδοκιμήσεως αναγνωριστικής αγωγής τα έξοδα υπολογίζονται σε ποσοστό 3% περίπου για τον ενάγοντα (2% για τη σύνταξη αγωγής + 1% για σύνταξη προτάσεων), συν επιπλέον ποσό ανάλογα και με τον αριθμό των επιδόσεων, ενώ για τον εναγόμενο παραμένει σε  2% περίπου.
Πολυπλοκότερος είναι ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση που η αγωγή γίνει εν μέρει δεκτή. Ως γνωστόν η σχετική ρύθμιση περιλαμβάνεται στο άρθρο 178 ΚΠολΔ. Το άρθρο αυτό, κατά την παλαιότερη (έως το έτος 2.000) διατύπωσή του προέβλεπε ότι «σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο συμψηφίζει τα έξοδα ή τα κατανέμει ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός». Σύμφωνα με την τότε κρατούσα άποψη([2]) το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να διατάξει τον ολικό συμψηφισμό των εξόδων ακόμη κι αν η νίκη ή η ήττα ήταν ανισομερής. Έτσι το δικαστήριο, ακόμη κι αν η αγωγή γινόταν δεκτή κατά αξιόλογο μέρος της, μπορούσε να συμψηφίσει πλήρως τη δικαστική δαπάνη.
Από πρακτικής πάντως απόψεως τα δικαστήρια επέλεγαν συχνά μια άλλη, ευκολότερη, οδό πλήρους συμψηφισμού, την οποία επέτρεπε τότε το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δηλαδή λόγω της «εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης». Η συχνότατη ωστόσο εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως από τα δικαστήρια και ο συχνότατος συμψηφισμός της δικαστικής δαπάνης (ιδίως σε υποθέσεις εργατικών – αυτοκινητικών διαφορών ([3]), οδήγησε το Νομοθέτη (Ν. 2915/2001) στη μεταρρύθμιση της παραπάνω διατάξεως, ώστε ο συμψηφισμός να επιτρέπεται μόνο όταν «η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής».  Τροποποίησε ωστόσο και την παράγραφο 1 του άρθρου 178 ΚΠολΔ, ώστε «σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει ανάλογα  με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός». Απάλειψε δηλαδή ο Νομοθέτης τη δυνατότητα ολικού συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, ανεξαρτήτως του μεγέθους της νίκης και ήττας των διάδικων, ώστε η επιδίκασή της να είναι αποκλειστική συνάρτηση της επιτυχούς ή μη εκβάσεως της δίκης.
Ποια ήταν  όμως η πρακτική εφαρμογή  του νέου άρθρου 178 παρ. 1 ΚΠολΔ από τα δικαστήρια στο διάστημα των δώδεκα και πλέον ετών που μεσολάβησαν. Χάριν κατανοήσεως παραθέτουμε ορισμένα, όχι και τόσο φανταστικά, παραδείγματα, μαζί με την αξιολογική μας κρίση.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

"Διορθωτικές παρεμβάσεις του δικαστή με contra legem ερμηνεία δικονομικών διατάξεων [με αφορμή το άρθρο 36 παρ. 5 του Ν 4129/2013 και την απόφαση ΕλΣυν 4222/2013 [VI Τμήμα], ΘΠΔΔ 12/2013, σ. 1141 (Ε. Πρεβεδούρου/Σ. Κυβέλος)

«Διορθωτικές» παρεμβάσεις του δικαστή με contra legem ερμηνεία δικονομικών διατάξεων [με αφορμή το άρθρο 36 παρ. 5 του Ν 4129/2013 και την απόφαση ΕλΣυν 4922/2013 (VI Τμήμα)]

Εισαγωγή :
1. Με τη σχολιαζόμενη απόφαση εξετάσθηκε το ζήτημα των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται, υπό την ισχύ του άρθρου 36 παρ. 5 του Ν 4129/2013, Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, η άσκηση αίτησης ανάκλησης κατά πράξεων Κλιμακίων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αφορούν τον προληπτικό έλεγχο1 των συμβάσεων που συνάπτουν οι ΟΤΑ και τα νομικά τους πρόσωπα. Ο προβληματισμός αυτός ανέκυψε κατόπιν της τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 35 παρ. 5 του Ν 4129/2013, η οποία ρυθμίζει τον προσυμβατικό έλεγχο των συμβάσεων που συνάπτονται από το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς2, από τον Ν 4146/2013, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 36 παρ. 5 του Ν 4129/2013 παραπέμπει στο άρθρο 35 παρ. 5 του ιδίου νόμου, ως προς τη ρύθ- μιση διαδικαστικών ζητημάτων της αίτησης ανάκλησης (όρων, προθεσμιών και διαδικασίας άσκησης). Παρα- τίθενται, κατ’αρχάς, οι κρίσιμες διατάξεις, στην αρχική και στην τελική μορφή τους, μετά την τροποποίησή τους με τον Ν 4146/2013 (αρ. περ. 2-4). Οι ισχύουσες ρυθμίσεις εξετάζονται, στη συνέχεια, υπό το πρίσμα της ερμηνείας που υιοθέτησε η σχολιαζόμενη απόφαση ΕλΣυν 4922/2013 (αρ. περ. 5-11) . Ι. Η αρχική μορφή του άρθρου 35 παρ. 5 του Ν 4129/2013, όσον αφορά τον προσυμβατικό έλεγχο δημοσίων συμβάσεων
2. Tο άρθρο 35 «Έλεγχος Δημοσίων Συμβάσεων» του Ν 4129/20133, στην αρχική του μορφή, είχε ως εξής: "................................"

διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο εδώ : www.prevedourou.gr

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

ΑΠ 447/2015 Ε' Τμήμα (Συμβούλιο) : "Η υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας δεν εμποδίζει την γνωμοδότηση υπέρ ή κατά της εκδόσεως αλλοδαπού από τα αρμόδια δικαστικά όργανα"


Έκδοση - Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (ν. 4165/1961 - άρθρα 3 παρ. 1 και 2, 14)
Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Γεωργίας (ν. 2813/2000) - ΚΠΔ άρθρο 438 εδ. γ’.

Δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση στην Δημοκρατία της Γεωργίας του εκζητουμένου, υψηλού αξιωματούχου της προηγούμενης κυβέρνησης της Γεωργίας, προκειμένου να εκτίσει ποινή για υπέρβαση δημόσιας εξουσίας και να διωχθεί για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης, διότι σε περίπτωση εκδόσεώς του, υπάρχει κίνδυνος να επιδεινωθεί η θέση του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και να  διωχθεί και για άλλες πράξεις, διαφορετικές από αυτές για τις οποίες εκζητείται.
Πρόσφυγες και πρόσωπα που έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας: Η θεσπιζόμενη στο άρθρο 5 παρ. 2 ΠΔ/τος 114/2010 απαγόρευση εκδόσεως μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αιτήσεως χορηγήσεως διεθνούς προστασίας ή πολιτικού ασύλου αναφέρεται στην κατ’ άρθρον 452 παρ. 1 ΚΠΔ έκδοση του εκζητουμένου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης μετά την αμετάκλητη γνωμοδότηση υπέρ της εκδόσεως από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και δεν εμποδίζει την γνωμοδότηση υπέρ ή κατά της εκδόσεως από το τελευταίο αυτό ούτε οδηγεί σε αναβολή της διαδικασίας εκδόσεως.
διαβάστε όλη την απόφαση εδώ : www.hcba.gr

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΠΠρΠατρών 244/2015 : "Αδικοπραξία - Τράπεζα Κύπρου - Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - Σύμβαση αγοράς Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) - Παραπλανητικές οδηγίες υπαλλήλων τράπεζας - Πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση - Απάτη - Δικαιοπραξία αντίθετη στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη - Ακυρότητα δικαιοπραξίας - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης".

Κρίθηκε ότι, προκειμένου η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία να αντλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια από τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) και να εξισορροπήσει την κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια, παρείχε, μέσω των υπαλλήλων αυτής στον ενάγοντα πελάτη της και εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη του προς αυτήν και τους προστηθέντες της, μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική ενημέρωση σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απʼ αυτόν Μ.Α.Ε.Κ., υπερτονίζοντας τα πλεονεκτήματά τους και αποσιωπώντας την επακριβή φύση και τους προειρημένους κινδύνους αυτών, που η γνώση εκ μέρους του ενάγοντος ως υποψήφιου συντηρητικού επενδυτή ήταν ωστόσο απαραίτητη για τον ανεπίληπτο σχηματισμό της αποφάσεώς του να επενδύσει στα Μ.Α.Ε.Κ. Η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία παρήγαγε επομένως με δόλο, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των υπαλλήλων αυτής, την οποία προκάλεσαν επί τη βάσει των προηγηθέντων τα όργανά της, στον ενάγοντα μακροχρόνιο και συντηρητικό πελάτη αυτής την πεπλανημένη αντίληψη ότι τα Μ.Α.Ε.Κ. αποτελούσαν ασφαλές επενδυτικό προϊόν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση και είχαν υψηλότερο σταθερό επιτόκιο σε σχέση μʼ αυτήν, παριστώντας στον ενάγοντα ανύπαρκτα περιστατικά ως υπαρκτά, ότι δηλαδή είχαν πενταετή διάρκεια, σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, και αποσιωπώντας σʼ αυτόν την παραπάνω φύση τους ως χρεωγράφων και δη διαπραγματευόμενων στο Χ.Α. άυλων ομολογιών μειωμένης εξασφαλίσεως και τους συνοδεύοντες αυτές προδιαληφθέντες σημαντικούς κινδύνους, που ο ενάγων αγνοούσε, αλλά η εκ μέρους της εναγομένης αποκάλυψή τους επιβαλλόταν από το απορρέον εκ της αντικειμενικής καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της διαμορφωθείσας ανάμεσα στους διαδίκους προμνημονευθείσας μακροχρόνιας σχέσεως εμπιστοσύνης καθήκον της εναγομένης προς διαφώτιση του ενάγοντος, όπερ είχε ως απότοκο να αχθεί αυτός σε δήλωση βουλήσεως προτάσεως προς την εναγομένη να συμμετάσχει στην έκδοση απʼ αυτήν των Μ.Α.Ε.Κ., αγοράζοντας αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ 100.000 τέτοια αξιόγραφα, στην αγορά των οποίων δε θα προέβαινε αλλιώς. Η προειρημένη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία στον ενάγοντα 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. τυγχάνει συνεπώς ακυρώσιμη ένεκα της προεκτεθείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του και όχι άκυρη ως ανήθικη, διότι η αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη δεν εξικνείται ενόψει των προειρημένων σε τέτοιο βαθμό, ώστε η προσβαλλόμενη σύμβαση να καθίσταται αυτοδικαίως άκυρη. Επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
  
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 244/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αθηνά Μπεσσή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ειρήνη Σιγούρου, Πρωτοδίκη, Κωνσταντίνο Ρήγα, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα την 21η Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:
Του ενάγοντος: ..., κατοίκου Πατρών, επί της οδού ...,  ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ΑΓ.
Της εναγομένης: Τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», νομίμως εκπροσωπουμένης, εδρεύουσας στη Λευκωσία της Κύπρου και νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας αρ. 192 των Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Μ Φ και Χ Χ.
(...)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα. (Συγχρόνως μία σύντομη προσέγγιση των θεωριών της έννοιας του εννόμου αγαθού) [του Χρήστου Α. Βασματζίδη, Δικηγόρου, Μετ. Διπλ. Δημοσίου Δικαίου]

1. Ρατσισμός, εννοιολογικές διακρίσεις -Νομοθετικό πλαίσιο
       Με τον όρο «ρατσισμός» (φυλετισμός), (ετυμολογικά από τη «ράτσα», ιταλική razza, που στα ελληνικά σημαίνει φυλή), εννοούμε τις θεωρίες εκείνες που υποστηρίζουν την «ιδιαιτερότητα» και ιδίως την «ανωτερότητα» βιολογική ή  και πνευματική μιας φυλής και αποσκοπούν στη διατήρηση της καθαρότητάς της και στην επιβολή της υπεροχής επί των άλλων φυλών, καθώς επίσης και τις «πρακτικές», ακόμη και θεσμοποιημένες, με τις οποίες μεθοδεύεται η εφαρμογή των εν λόγω θεωριών.

       Η Γενική Διάσκεψη της UNESCO σε διακήρυξή της, την 27η.11.1978 «περί φυλής και φυλετικής προκατάληψης», τονίζει (άρθρο 2) ότι : «κάθε θεωρία που είτε ενέχει τον ισχυρισμό ότι φυλετικές ή εθνικές ομάδες είναι ανώτερες ή κατώτερες, αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι ορισμένες θα είχαν δικαίωμα να εξουσιάσουν ή να παραμερίσουν κάποιες άλλες που θεωρούνται κατώτερες, είτε βασίζει αξιολογικές κρίσεις σε φυλετικές διαφορές, δεν έχει επιστημονική θεμελίωση και αντίκειται στις ηθικές και δεοντολογικές αρχές της ανθρωπότητας»[1]
       Αυτός λοιπόν ο κλασικός βιολογικός ή ψευδο-επιστημονικός ρατσισμός, στη σημερινή συγκυρία δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως μηχανισμός ιδεολογικής υποστήριξης  των ρατσιστικών στάσεων και συμπεριφορών. Ο σύγχρονος όμως ευρωπαϊκός ρατσισμός δεν έχει ως κύρια αναφορά την φυλετική ανωτερότητα ή κατωτερότητα. Ο νέος αυτός ρατσισμός στρέφεται κατά των ξένων μεταναστών, οι μετακινήσεις των οποίων παρουσιάζουν μία διαφορετική φυσιογνωμία από εκείνη των πρώτων δεκαετιών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
       Κατά τον Χ. Ανθόπουλο, σύμφωνα με μία ευρέως διαδεδομένη άποψη στην επιστημονική κοινότητα, η κυριαρχούσα μορφή του νέου ευρωπαϊκού ρατσισμού είναι ο «πολιτισμικός» ρατσισμός, που βασίζεται στη διεκδίκηση της ανωτερότητας- διαφορετικότητας του συστήματος των αξιών, του πολιτισμού, του τρόπου ζωής μιας εθνικής ομάδας απέναντι στις αξίες, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής άλλων ομάδων. 
       Εκτός από αυτή τη βασική μορφή ρατσισμού, διακρίνεται επίσης και ο «ανταγωνιστικός ρατσισμός», που στρέφεται κυρίως κατά των ξένων μεταναστών και γεννιέται από την προάσπιση του θεωρούμενου ως αποκλειστικού ή προνομιακού δικαιώματος των αυτόχθονων πολιτών στην πρόσβαση στους κοινωνικούς πόρους. Στην προσέγγιση αυτή οι ξένοι μετανάστες αντιμετωπίζονται ως ανεπιθύμητοι ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας που ευθύνονται για την αύξηση της ανεργίας μεταξύ των αυτοχθόνων ή για την επιδείνωση των όρων εργασίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
       Τέλος  η πιο διαδεδομένη μορφή του σύγχρονου ευρωπαϊκού ρατσισμού είναι ο «φοβικός» ρατσισμός, ένας ρατσισμός που τροφοδοτείται από συναισθήματα συλλογικής αγωνίας συνδεδεμένα με κοινωνικές απειλές, όπως η αύξηση της εγκληματικότητας, η διακίνηση και το εμπόριο ναρκωτικών, ο φόβος σεξουαλικών επιθέσεων, που επίσης στον «κοινό νου» συνδέονται με τους ξένους μετανάστες.
       Αυτοί οι τρεις τύποι ρατσισμού συνθέτουν το φαινόμενο του «νέου» ρατσισμού ή νεορατσισμού που ορθά χαρακτηρίζεται ως ένας «ρατσισμός χωρίς φυλές», για να επισημανθεί η διαφορά του από τον κλασικό βιολογικό ρατσισμό[2].
       Για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στις διάφορες μορφές του το ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι κατ’ αρχήν ξεκάθαρο στην προσήλωσή του σε αρχές ριζικά ασυμβίβαστες με τον ρατσισμό.
       Κατά πρώτο λόγο με το άρθρο 2 παρ. 1 αναγορεύει σε πρωταρχικό καθήκον των οργάνων του κράτους την  προστασία και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, της οποίας φορέας είναι εξ’ ορισμού κάθε άνθρωπος,  ενώ με το άρθρο 5 παρ. 1 αναγνωρίζει πανηγυρικά στον καθένα ένα θεμελιώδες δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα τη προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, στο πλαίσιο που ορίζουν το Σύνταγμα, τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Σχετικές φυσικά είναι και οι διατάξεις,  της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, που  εγγυάται στον καθένα απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, χωρίς διάκριση, εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, η διάταξη του άρ. 13, που προστατεύει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, του άρ. 14 που εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης της γνώμης αλλά και του άρ. 4 παρ. 1, 2 που καθιερώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου. Επίσης η διάταξη του άρ. 25 παρ. 1 ορίζει ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή τους».
       Οι συγκεκριμένες διατάξεις, αποτελούν ένα γενικότατο μεν, αλλά πλήρες και συνεκτικό κανονιστικό βάθρο πάνω στο οποίο η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε να είχε οικοδομήσει ένα αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταπολέμησης των φαινομένων ρατσιστικής προσβολής της.[3]

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

ΜΠρΘεσ 3717/2015: Αντισυνταγματικές οι συνέπειες μη καταβολής προείσπραξης από τον δικηγόρο

ΜΠρΘεσ 3717/2015: Αντισυνταγματικές οι συνέπειες μη καταβολής προείσπραξης από τον δικηγόρο [ΕλλΔνη 2/2015]
Αρθρο 61 ν. 4194/2013
"Προκαταβολή εισφορών  - κρατήσεων"
1.«Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητα τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, το στάδιο της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης ή δικαστικής μεσολάβησης ή της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή έκδοσης δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας - Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (Α` 109), όπου ισχύει.»
*** Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω  με το άρθρο 7 παρ.8 α`  Ν.4205/2013,ΦΕΚ Α 242/6.11.2013.

Δείτε την απόφαση εδώ : www.sakkoulas.gr