Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΔιατΕισΕφΠατρών 56/2020: Διάταξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών απορριπτική έγκλησης - Προσφυγή - Νομική φύση - Προθεσμία άσκησης - Πρόσωπο που την ασκεί - Εντολή προς πληρεξούσιο δικηγόρο



Άσκηση προσφυγής κατά διατάξεως Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών απορριπτικής εγκλήσεως. Φέρει τον χαρακτήρα οιονεί ένδικου μέσου και εφαρμόζονται επ’ αυτής αναλογικά οι περί ενδίκων μέσων διατάξειςτόσο εκείνες που αφορούν τον σkoπό και τη διαδικασίαόσο και εκείνες που αφορούν τα αποτελέσματά τουςΔεκαπενθήμερη αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής. Ασκείται από τον ίδιο τον προσφεύγοντα αυτοπροσώπως ή από τον πληρεξούσιο συνήγορό του, ο οποίος υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να έχει εξουσιοδοτηθεί νομίμως κατά τις οικείς διατάξεις του νέου ΚΠΔ. Η ειδική εντολή δύναται να χορηγηθεί και δι’ απλής εγγράφου δηλώσεως, βεβαιουμένης της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέως υφ’ οιασδήποτε δημόσιαςδημοτικής ή κοινοτικής αρχής ή δικηγόρουΓια το κύρος της πληρεξουσιότηταςπρέπει στο σχετικό έγγραφο να εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση για την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα και να προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

Αριθμός Δ/ξης 56/2020

ΔΙΑΤΑΞΗ

Ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών

Αφού λάβαμε υπόψη:

1). Την με αριθμ. βιβλίου ./2020 και ημερομηνία 9-9-2020 προσφυγή της νοσηλεύτριας του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών υπό την επωνυμία «.»κατοίκου Πατρών (οδός .), κατά της υπαριθμ. 315/21-8-2020 Διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών, δια της οποίας κατόπιν της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, απορρίφθηκε, κατ' άρθρο 51 του ΚΠΔ, η από 23-1-2019 κατατεθείσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών, «έγκληση» της ως άνω προσφεύγουσας κατά των: 1) κατοίκου Πατρών (οδός ), Προϊσταμένης των Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, υπό την επωνυμία «.», 2) κατοίκου Πατρών (Νοσοκομείο «.»), Διευθύνουσας του άνω Νοσοκομείου και 3) κατοίκου Πατρών (Νοσοκομείο «.»), Τομεάρχου των Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων του άνω Νοσοκομείου.

 

2) Τα στοιχεία της δικογραφίας (με ΑΒΜ: Π9-327) που σχηματίσθηκε κατόπιν διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης, εκθέτουμε τα ακόλουθα:

 

Στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, στο σχετικό χωρίο για την προσφυγή κατά απορριπτικής της έγκλησης, εισαγγελικής διάταξης, αναφέρονται τα εξής: «Στο πέμπτο κεφάλαιο του Τμήματος αυτού του ΣχΚΠΔ ρυθμίζονται τα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στην υποβολή, στη διαχείριση της έγκλησης και τις δικονομικές δυνατότητες αντίδρασης του εγκαλούντος. Ειδικότερα σε σχέση με το δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος το Σχέδιο επαναφέρει την παλαιότερη ρύθμιση που προέβλεπε την έναρξη της προθεσμίας προσφυγής από την επίδοση της σχετικής διάταξης του εισαγγελέα, αφού μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξασφαλιστεί πληρέστερα η γνώση της απορριπτικής διάταξης και να διαφυλαχθεί η άσκηση των δικαιωμάτων του εγκαλούντος στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης. Η προηγούμενη ρύθμιση κατέτεινε μεν στη μείωση των σχετικών προσφυγών, πλην όμως αυτή επιτυγχανόταν με τη στέρηση δικαιωμάτων, αφού με τον τρόπο αυτόν δεν εξασφαλιζόταν δικαιοκρατικά η γνώση της απορριπτικής διάταξης, στο βαθμό που δεν υφίστατο πραγματική ενημέρωση για την έκδοση της διάταξης και άρα σαφές σημείο αφετηρίας της προθεσμίας. Παράλληλα η Επιτροπή μείωσε και το προβλεπόμενο παράβολο υπέρ του δημοσίου, ώστε να μην καθίσταται απαγορευτική η άσκηση ενός δικαιώματος εξαιτίας οικονομικής αδυναμίας, αλλά κυρίως για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του νέου ΚΠΔ («Έγκληση του παθόντος»):

«1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4 (η παρ. 1 αντ/κε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν. 4637/18.11.2019).

2. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξη του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.

3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξη του που επιδίδεται στον εγκαλούντα (η παρ. 3 αντ/κε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν. 4637/18.11.2019). 4. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1 και 6, 44,45,47, 48, 49 και 50 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση».

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του ιδίου Κώδικα, στο οποίο προβλέπεται το «Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος επί απόρριψης της έγκλησης»:

«1. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα "με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου", να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474 ΚΠΔ [η φράση "με τις παρ. 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου" αντ/κε ως άνω με το άρθρο 96 περ. δ' Ν. 4623/2019, ΦΕΚ Α 134/9.8.2019 (επανάληψη ρύθμισης άρθρου δεύτερου παρ. 3 περ. δ' της από 27.6.2019 ΠΝΠ, ΦΕΚ Α 106/27.6.2019)].

2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 (το τελευταίο εδάφιο της § 2 προστέθηκε με το αρ. 7 § 7 Ν. 4637/18.11.2019).

3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό».

 

Κατά το άρθρο 474 του νέου ΚΠΔ, με τίτλο «Έκθεση και λόγοι άσκησης του ενδίκου μέσου»: «1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα), ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του (άρθρο 466 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται.. 2. Το ένδικο μέσο μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω, πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης. 3. Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στον διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. 4. Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο».

 

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγονται, ως προς το ζήτημα της προσφυγής του άρθρου 52 ΚΠΔ, τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΕφΑθ 4719/20 : ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ. ΘΕΤΟ ΤΕΚΝΟ. ΔΙΑΘΗΚΗ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ. Αγωγή αναγνωριστική του ενάγοντος, ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του θετού πατέρα του και της ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης, βάσει της οποίας η εναγόμενη αποδέχθηκε την κληρονομιά, την οποία και κατέχει. Εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης υιοθεσίας ενηλίκου. Αναίρεση και παραπομπή στο παρόν Δικαστήριο. Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου.

 


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

8° ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 4719/2020

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Θεοδώρα Τσαμαδιά, Εφέτη και Δημήτριο Τ. Οικονόμου, Εφέτη Εισηγητή και από την Γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Δεκεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος εκκάλόυντος ενάγοντας: Ρ. Α. (R. L.) του Φ. (F.), κατοίκου Ρώμης Ιταλίας, ... αρ. ..., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΝΦ.

Της καθής η κλήση εφεσίβλητης εναγόμενης: Ε. συζύγου Ν. Κ. , το γένος Σ. και Α. Τ., κατοίκου .... Αττικής, οδός ... αρ. ..., την οποία εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΑΓ.

Στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 10.12.2009 και με αριθ. καταθ. ................../2009 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας,

Επ’ αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 5904/2010 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον τού Δικαστηρίου τούτου ο εκκαλών ενάγων με την από 31.3.2011 έφεσή του, που πήρε αριθ. κατάθ. ..../2011, επί της οποίας εκδόθηκε η 1511/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Κατά της παραπάνω δευτεροβάθμιας απόφασης ο εναγόμενος άσκησε την από 21.11.2012 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 818/2014 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στη Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως. Ακολούθως εκδόθηκε η 9/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ως άνω 1511/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκηση στο ίδιο Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση). Ακολούθως η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 27.10.2016 και με γεν. αριθ. κατάθ. ..../2016 κλήση του ενάγοντος, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος στις 28.9.2017 και μετά από αναβολή στις 3.5.2018, οπότε συζητήθηκε. Στη συνέχεια, λόγω αδυναμίας έκδοσης απόφασης, εισήχθη προς ανασυζήτηση η υπόθεση, με την .../2019 και με αρ. έκθ. κατ. Γ.Α.Κ. .../16 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ., για τη σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αύξαντα αριθμό ... και συζητήθηκε, αφού ακούστηκαν οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που είχαν. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και κατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε, είχε όμως προκαταθέσει προτάσεις μαζί με μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 του ΚΠολΔ «Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διάδικου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου...». Κατά την ορθότερη γνώμη η ως άνω επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί, όπως και αυτή του αρθρ. 254 ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση. Και ναι μεν στο αρθρ. 307 δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει κανένας δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις. Και τούτο γιατί οι δύο περί επαναλήψεως διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς το λόγο της επαναλήψεως, ο οποίος μάλιστα στην περίπτωση του άρθρου 307 δεν οφείλεται σε καμιά περίπτωση σε υπαιτιότητα διαδίκου. Έτσι δεν υφίσταται στην τελευταία περίπτωση δικαιολογητικός λόγος να έχει, αν δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση δικαζόμενος ερήμην. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση προτάσεων, ενώ ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία (ΕφΠειρ 261/2014 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 143/2013 Τ.Ν,Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑαρ 502/2013 Τ.Ν,Π, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 720/2012 ΕλλΔνη 2013.1093, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013,1503, ΕφΘεσ 383/2012 Τ.Ν,Π, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 151/2012 ΕΠολΔ 2012.737, ΕφΑθ 961/2009 ΕλλΔνη 2010.1058 με σημ, I, Κατρά, ΕφΑθ 7196/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑαρ 519/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2008,151, ΕφΑθ 1849/2001 ΕλλΔνη 2003.208, ΕφΑθ 3365/1995 ΕλλΔνη 37.1161, Μακρίδου στην Κεραμεως-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ, άρθ. 307). Επομένως νόμιμα εισάγεται για ανασυζήτηση η από 31.3.2011 έφεση, που πήρε αριθ. κατάθ. ..../2011 τσυ ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος κατά της 5904/2010 · οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την .../2019 και με αρ. έκθ. κατ. Γ.Α.Κ. .../16 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, του Δικαστηρίου αυτσύ, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ., επειδή δεν εκδόθηκε απόφαση μετά την παρέλευση πλέον των οχτώ μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την ανωτέρω δικάσιμο και ο εισηγητής δικαστής επέστρέψε τη δικογραφία.

Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν1 από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πρτν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ιδ. Κώδ., «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ «αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. (ΑΠ 975/2000 ΕλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ, 2001.46). Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1145/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804, ΑΠ 659/88 ΕλΔνη 30.310, ΑΠ 1279/83 Δ 15.421, ΑΠ 1042/75 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/94 ΕλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλΔνη 44.1563). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ' αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 548/2008 ΝΟΜΟΣ, 805 και 806/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δίκη 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δίκη 35.804). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ 145). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.662), δυνάμενο και να την απορρίψει ως εκπρόθεσμη, εφόσον ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος αφορούσε την ουσία του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος (ΕφΠειρ 658/1989 ΕλΔνη 31.1490).

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Covid_19 : Όλα τα νέα μέτρα

 


  • Από την Τρίτη 3-11-2020 το πρωί 6 πμ και για ένα μήνα τίθεται σε ισχύ ένα πρόγραμμα βάσει του οποίου η επικράτεια χωρίζεται, πλέον, σε δύο ζώνες αντί για τέσσερις: Επιτήρησης και Αυξημένου Κινδύνου.
  • Στη ζώνη Επιτήρησης εντάσσονται όλοι οι νομοί που μέχρι τώρα παρουσίαζαν σχετικά λίγα κρούσματα, αυτοί δηλαδή που μέχρι σήμερα είναι στο «πράσινο» και το «κίτρινο». 
    Περιορισμός της κυκλοφορίας από τις 12:00 το βράδυ έως τις 5:00 το πρωί.
    Εφαρμογή τηλεργασίας 50% σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Και πλήρης τηλεκπαίδευση στα πανεπιστήμια.
    Όχι συναθροίσεις, πάντα αποστάσεις και προσωπική υγιεινή.

    Στη ζώνη Αυξημένου Κινδύνου εντάσσονται οι περιοχές που μέχρι σήμερα βρίσκονται όχι μόνο στο «κόκκινο», αλλά και στο «πορτοκαλί». Δηλαδή όλη η Βόρεια Ελλάδα αλλά και η Αττική, από την επόμενη εβδομάδα. Ειδικά εκεί, στις προηγούμενες ρυθμίσεις προστίθενται και οι ακόλουθες:
    Το ίδιο θα ισχύει και για τους χώρους ψυχαγωγίας, πολιτισμού και άθλησης: Μπαρ, καφέ, κινηματογράφοι, μουσεία και θέατρα, όπως και κλειστά γυμναστήρια.
    Σε αντίθεση με την άνοιξη, ωστόσο, δεν απαγορεύονται οι μετακινήσεις εκτός νομού.

  • Αναστέλλεται η λειτουργία όλων των χώρων εστίασης, πλην της κατ’ οίκον διανομής φαγητού και της παραλαβής από το κατάστημα.
  • Εκεί θα ισχύουν τα γνωστά μέτρα, κάποια από τα οποία διευρύνονται. Και είναι τα εξής: Χρήση μάσκας παντού, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους.
  • Οι νέοι κανόνες, που θα ισχύσουν από τις 6:00 το πρωί της Τρίτης, επικεντρώνονται στις δύο εστίες που, διαπιστωμένα, ευνοούν τη μετάδοση του ιού: Στη διασκέδαση και την κινητικότητα των πολιτών. Ενώ διατηρούν σε ολόκληρη την επικράτεια τη λειτουργία της βιομηχανίας, του λιανεμπορίου και των σχολείων. Και παραμένουν ανοιχτές υπηρεσίες, όπως τα ξενοδοχεία και τα κομμωτήρια. Γιατί εκεί τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρόβλημα ελέγχεται.

Επεκτείνουμε και ενισχύσουμε το «δίχτυ ασφαλείας» για εργαζόμενους και επιχειρήσεις

Σε συνέχεια των κυβερνητικών ανακοινώσεων για τον νέο Χάρτη Υγειονομικής Ασφάλειας και Προστασίας, επεκτείνουμε και ενισχύσουμε το «δίχτυ ασφαλείας» για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα:

  1. Οι εργαζόμενοι επιχειρήσεων-εργοδοτών, ανά την επικράτεια, που πλήττονται σύμφωνα με τη διευρυμένη λίστα ΚΑΔ Απριλίου, δύνανται να τεθούν σε προσωρινή αναστολή σύμβασης εργασίας.
  • Συνεπώς είναι δικαιούχοι αποζημίωσης ειδικού σκοπού, αναλογικά με το διάστημα που τίθενται σε αναστολή, υπολογιζόμενης επί ποσού 534 ευρώ μηνιαίως.
  • Για το ανωτέρω χρονικό διάστημα καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αναλογικά και οι πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές, υπολογιζόμενες επί του ονομαστικού μισθού.