Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΕ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ [ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Αντιπρόεδρος ΣτΕ]


Μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής υπήρξε η θεμελίωση του περιβαλλοντικού Συντάγματος.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ο Γ. Παπαδημητρίου αναφέρθηκε στην ενηλικίωση της προστασίας του περιβάλλοντος, που συντελέσθηκε κυρίως με τη νομολογία του ΣτΕ. Όπως έγραψε στο ιστορικό άρθρο του για το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, πλούσιους καρπούς αντλούμε ασφαλώς από τις επάλληλες κανονιστικές ζώνες που περιβάλλουν το άρθρο 24 του Συντάγματος. Προέχουσα σημασία έχει ιδίως η αξιοποίηση του άρθρου 2 παρ. 1 για τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, το άρθρο 5 παρ. 1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τέλος το άρθρο 25 παρ. 1 και 4, που αφενός υπογραμμίζει την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται εν γένει τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου και αφετέρου αξιώνει από όλους τους πολίτες να εκπληρώνουν το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Το E΄ Τμήμα στη δεκαετία αυτή έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της προστατευτικής για το περιβάλλον νομολογίας. Στην επόμενη δεκαετία η νομολογία αυτή καθιερώθηκε, με σημαντικό χαρακτηριστικό την προσαρμογή του ελληνικού δικαίου για το περιβάλλον με το κοινοτικό και την ανάδειξη της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, που έχει ως συνιστώσες το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Η παγκόσμια οικονομική, και όχι μόνο, κρίση που εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση στη χώρα μας από το 2009, οδήγησε στη δημιουργία μιας νομολογίας που δίνει αφορμή στις ακόλουθες σκέψεις.
Στον τομέα της χωροταξίας
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η νομολογία για τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, όχι μόνο ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας της χωροταξίας για την βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και επειδή ο χωροταξικός σχεδιασμός καθυστέρησε υπερβολικά στη χώρα μας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών προβλημάτων ιδίως κατά την περιβαλλοντική δανειοδότηση δραστηριοτήτων.
Το 2003 εγκρίθηκαν τα περιφερειακά χωροταξικά, τα όποια ήδη χρειάζονται αναθεώρηση. Το 2008 εγκρίθηκε το ΓΧΣΧΑΑ και από το 2011 και μετά εγκρίθηκαν τα χωροταξικά των ΑΠΕ, της βιομηχανίας, των υδατοκαλλιεργειών και του τουρισμού.
Το ΓΠΣΧΑΑ δεν προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως, είναι άλλωστε αμφίβολο αν διαθέτει κανονιστική πυκνότητα τέτοια που να ελέγχεται ακυρωτικά. Προσβλήθηκαν όλα τα ειδικά σχέδια. Με τις πρώτες αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και ελέγχονται ακυρωτικά δεδομένου ότι επάγονται ευθέως έννομες συνέπειες και ειδικότερα, διότι αναπτύσσουν νομική δεσμευτικότητα τόσο οι γενικές κατευθύνσεις που περιέχονται στα ειδικά χωροταξικά σχέδια, αν και καταλείπουν ευρύτατη ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, όσο και οι ειδικότερες ρυθμίσεις τους, κατά τρόπον ώστε να μην ανατρέπονται οι βασικές επιλογές και η συνολική ισορροπία των σχεδίων αυτών. Η κατά τα ως άνω νομική δεσμευτικότητα αναπτύσσεται κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους σχεδίων χρήσεων γης, αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων1.
Με τις αποφάσεις που αφορούν το χωροταξικό των ΑΠΕ αντιμετωπίσθηκε το θέμα κατά πόσον προ της εκπονήσεως του εγκριθέντος διά της προσβαλλομένης αποφάσεως χωροταξικού πλαισίου, έπρεπε να είχαν εγκριθεί ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού για τις ορεινές, παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Ο σχετικός λόγος απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 2742/1999 και της εν γένει χωροταξικής νομοθεσίας, ούτε, συνάγεται από τις συνταγματικές διατάξεις περί χωροταξικού σχεδιασμού, ή από τις διατάξεις των άρθρων 101 παρ. 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, στις οποίες προβλέπεται η λήψη μέτρων ενίσχυσης της περιφερειακής ανάπτυξης και, ιδίως, της ανάπτυξης των ορεινών, νησιωτικών και άλλων μειονεκτικών ή απομονωμένων περιοχών της χώρας, στην προκειμένη δε περίπτωση αφενός οι προβλέψεις του ειδικού πλαισίου για τις ανανεώσιμες πηγές δεν έρχονται σε αντίθεση προς τις γενικές κατευθύνσεις του εθνικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη των ορεινών, παράκτιων και νησιωτικών περιοχών της χώρας, και αφετέρου κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκπονήσεως του επίδικου πλαισίου ελήφθησαν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ορεινών και νησιωτικών περιοχών της χώρας, και στο τελικώς εγκριθέν πλαίσιο ενσωματώθηκαν, όροι και περιορισμοί για την προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος των νησιωτικών περιοχών, ιδίων με την πρόβλεψη ειδικών, για τις περιοχές αυτές, κριτηρίων χωροθετήσεως, όπως και για την προστασία των λοιπών περιοχών που αποτελούν ευαίσθητα οικοσυστήματα, χρήζοντα αυξημένης προστασίας, όπως είναι, ιδίως, οι ακτές και οι ορεινοί όγκοι της ηπειρωτικής χώρας. 
Όπως έχει επανειλημμένως κριθεί, κατά την έννοια των άρθρων 24 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, σημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος είναι τα ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία χαρακτηρίζονται από την ενότητα και τη λιτή συμμετρία του τοπίου τους, από το εκτεταμένο ανάπτυγμα ακτών σε σχέση προς την έκτασή τους, και τη στενή αλληλεξάρτηση των ανθρωπογενών συστημάτων (δημογραφικού, πολιτιστικού, κοινωνικοοικονομικού κ.λπ.) και του φυσικού περιβάλλοντος, με συνέπεια να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε εξωγενείς παρεμβάσεις. Ειδικότερη εκδήλωση της συνταγματικής αυτής μέριμνας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 4 του Συντάγματος που αναφέρεται στις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών. Ουσιώδης όρος για την προστασία των μικρών νησιών, είναι τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία, δεδομένου ότι τα νησιά είναι δεκτικά μόνον ήπιας ανάπτυξης, πρέπει να προβλέπουν και να διατάσσουν στο χώρο των νησιών μόνο εκείνες τις μορφές ανάπτυξης που είναι συμβατές με την αρχή της διατήρησης αμείωτου του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου τους. Κύριος, εξάλλου, παράγων για τον καθορισμό των ορίων της φέρουσας ικανότητας των μικρών νησιών είναι το ενεργειακό τους σύστημα, από το οποίο εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η βιώσιμη ανάπτυξή τους. Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται η εφαρμογή μεθόδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας φιλικών προς το περιβάλλον, όπως είναι, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για την ανάπτυξη των οποίων τα μικρά νησιά αποτελούν το κατεξοχήν προσφερόμενο πεδίο εφαρμογής τους, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα του νησιωτικού χώρου. Περαιτέρω, εντός του ως άνω πλαισίου, δικαιολογημένη παρίσταται κατ’ αρχήν η εισαγωγή διαφορετικών ρυθμίσεων για τα νησιά εν σχέση προς τις λοιπές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, οι οποίες, εφόσον δεν υπάγονται σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς, επιτρεπτώς, κατ’ αρχήν, υφίστανται εντονότερη παραγωγική και εν γένει αναπτυξιακή δραστηριότητα από εκείνη στην οποία υπόκειται ο νησιωτικός χώρος. 

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των ΔιοικΔικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης


ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των Διοικ. Δικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης. Ακυρότητα παραίτησης δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή.  Θάνατος δικηγόρου - Άσκηση της αξίωσης για την αμοιβή του θανόντος δικηγόρου από κληρονόμo του - Λύση της σύμβασης εντολής με το θάνατο - Αμεταβίβαστο το δικαίωμα λήψης αμοιβής. Δεκτή η έφεση. Απορρίπτει την αγωγή.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1994/2017

Πρόεδρος: Μαργαρίτα Νικάκη

Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ........../6.11.2015 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ............/19.11.2015, έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά της .........../2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. Κ.Πολ.Δ, ως είχαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και που εφαρμόζονται όμως στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης που έγινε στις 11.12.2015 (βλ. τη με αριθ. ........../11.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Β. Σ.), με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.11.2015 (άρθρα 495 επ., 499, 511, 513 παρ. 1β' 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 681 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου, επιπρόσθετα, και του ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ.).
Με τη με αριθ. Κατάθεσης ............/11.10.2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι ο αποβιώσας την 20η.3.2013 σύζυγός της Α. – Μ. Λ., δικηγόρος Θεσσαλονίκηςμέχρι και την 31.12.2012, οπότε και παραιτήθηκε προς συνταξιοδότηση, είχε αναλάβει από το έτος 2005 και εντεύθεν, σε εκτέλεση εντολής της εναγομένης, τη διεκπεραίωση των αναφερομένων δικαστικών της υποθέσεων ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων (άσκηση προσφυγών), για τις οποίες δικαιούταν να λάβει ως αμοιβή, βάσει των προβλεπομένων από τον προισχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ελαχίστων ορίων αμοιβών, το συνολικό ποσό των 291.030,48 ευρώ. Ότι, ειδικότερα, σχετικά με το θέμα της αμοιβής είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ανωτέρω (εντολέως και εντολοδόχου δικηγόρου) ότι η εναγομένη θα κατέβαλε στον σύζυγό της, πριν τη διενέργεια κάθε αναγκαίας διαδικαστικής πράξης, τα έξοδα άσκησης και εκδίκασης αυτής, ήτοι τα σχετικά παράβολα, ένσημα και την ελάχιστη προεισπραττόμενη από τον δικηγορικό σύλλογο αμοιβή (διπλότυπα παραστάσεων) και, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των υποθέσεων, αν δηλαδή γίνονταν δεκτές οι προσφυγές και ακυρώνονταν ολικά ή μερικά με τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι προσβαλλόμενες με τις προσφυγές πράξεις της φορολογούσας αρχής, τότε η εναγομένη θα του κατέβαλε την ελάχιστη νόμιμη, βάσει του Κώδικα περί Δικηγόρων, αμοιβή Ότι επί των προσφυγών εκδόθηκαν, αρχικά μεν από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης οι αναφερόμενες αποφάσεις, που παρέπεμψαν τις υποθέσεις προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου (μετά τις σχετικές τροποποιήσεις του ΚωΔιοικΔικ) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, οι αναφερόμενες αποφάσεις του τελευταίου Δικαστηρίου, με τις οποίες έγιναν τελεσίδικα δεκτές όλες οι ασκηθείσες προσφυγές και ακυρώθηκαν όλα τα προσβληθέντα φύλλα ελέγχου της φορολογούσας Αρχής. Ότι, πάντως, κατά την εκδίκαση των προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 22.1.2013, παραστάθηκε ως δικηγόρος της εναγομένης ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Χ. Α., συνεργάτης του συζύγου της, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά υποβληθέντα προς το Δικαστήριο υπομνήματα, λόγω της εν τω μεταξύ παραιτήσεως του συζύγου της από την ενεργό δικηγορία. Ότι, επομένως, από την τελεσίδικη επιτυχή κατάληξη των υποθέσεων και την επίδοση των αποφάσεων που έλαβε χώρα στις 24.9.2013, επήλθε η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε η αξίωση του συζύγου της προς λήψη της δικηγορικής αμοιβής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο της αξίωσής του αυτής, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου των δικών, κυρίως μεν βάσει των διατάξεων του προισχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων, το άνω ποσό των 291.030,48 ευρώ, άλλως, δε, ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 213.376,42 ευρώ βάσει των διατάξεων του νυν ισχύος Κώδικα περί Δικηγόρων και, τέλος, με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή των προαναφερομένων ποσών βάσει των διατάξεων περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον από την αποφυγή καταβολής των ελάχιστων νομίμων αμοιβών, που θα κατέβαλε προς οποιονδήποτε τρίτο δικηγόρο - εντολοδόχο, κατέστη (η εναγομένη) αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του αποβιώσαντος. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη 10649/2015 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, ως προς όλες τις βάσεις της, ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για τους σ' αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνε! δεκτή η αγωγή Οι λόγοι τούτοι της έφεσης είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και από ουσιαστική άποψη. Κατά μεν το άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ/τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", που έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εντολής και του χρόνου εκτέλεσης αυτής" (βλ, και ΑΠ 441/2016 ΤΝΠ Νόμος), "ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον, κατά δε το άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου κώδικα "τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελάχιστων ορίων" Σύμφωνα δε με το εδ. β' της τελευταίας αυτής διάταξης, που είχε προστεθεί με το άρθρο 5 παρ. 3 ν.δ/τος 4272/1962 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 ν. 1093/1980 "πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, οι οποίες αποσκοπούν, όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου, ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ’ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση. Και, αν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του κώδικα περί δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρή και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθρο 92 παρ. 3, 4 και 5 κώδικα περί δικηγόρων). Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψής της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους κατά το άρθρο 454 Α.Κ., παραίτηση κατά το άρθρο 156 Α.Κ ή άλλη συμφωνία) και θεωρείται, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ., ως μη γενομένη (Ολ.ΑΠ 10/2012, ΑΠ 441/2016 ό.π.). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από τον νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι έχει συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη (ΑΠ 523/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2011), Ως κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν, μετέπειτα, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο εντολή (ΑΠ 289/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 377/2014 Δικογρ 2015, 221). Επιτρέπεται, όμως, συμφωνία, μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, η οποία εξαρτά τον χρόνο καταβολής της ανωτέρω αμοιβής από οποιαδήποτε αναβλητική αίρεση (ΑΠ 289/2015 ό.π.). Η αναβλητική αίρεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτήθηκε με τη σύμβαση η υποχρέωση του εντολέα προς πληρωμή της αμοιβής, δηλαδή το απαιτητό αυτής, δεν μεταβάλλει τη σύμβαση του δικηγόρου με τον εντολέα σε σύμβαση εργολαβίας (ΑΠ 1126/1987 ΕΕΝ 1988, 600). Βάσει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αγωγή, που είναι κατ' αρχάς επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα από τον νόμο απαιτούμενο για την πληρότητα του περιεχομένου της στοιχεία - απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης (βλ. σχετικά τις ΑΠ 441/2016, ΑΠ 523/2016, ΑΠ 170/2016 σε ΤΝΠ Νόμος)- είναι παραδεκτή και βάσιμη νομικά κατά την κύρια θεμελίωση της, με επιφύλαξη ως προς όσα κατωτέρω αναφέρονται, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1. 92 παρ. 1, 98, 99, 100,103, 107 παρ. 1 του εφαρμοστέου εν προκειμένω Κώδικα περί Δικηγόρων, ήτοι του ν.δ/ τος 3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 201, 361, 346, 713 επ., 1710 επ. ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ., καθώς, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφό της, η ένδικη σύμβαση εντολής καταρτίστηκε και εκτελέστηκε πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ ο νέος Κώδικας Δικηγόρων, με τη δημοσίευσή του, στις 27.9.2013 (ΦΕΚ Α' 208), στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (βλ. και άρθρο 166 παρ. 3 αυτού). Το επί μέρους, όμως, αγωγικό κονδύλιο περί επιδίκασης αμοιβής ποσού 72.757,62 ευρώ για τη σύνταξη υπομνήματος (προτάσεων) κατά τη συζήτηση, στις 22.1.2013, των προσφυγών ενώπιον του (δικάζοντος σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπό στοιχ, γ΄ κονδύλιο της αγωγής), είναι αβάσιμο κατά νόμο και απορριπτέο. Τούτο, δε, καθόσον κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 100 επ. ν:δ/τος 3026/1954, της οποίας γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και, ειδικότερα, διατύπωση από τον δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ίδιου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβής". Με το άρθρο τούτο ορίζεται, ως επιπρόσθετη προϋπόθεση, για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψης της προβλεπομένης αμοιβής, η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161), χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 παρ 1, 3 του ίδιου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς, τουλάχιστον με πρόστιμο, ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφτηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται (ΟλΑΠ 9/2008, ΑΠ 2193/2014 ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, και αληθούς υποτιθεμένου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι συντάκτης των εγγράφων υπομνημάτων ήταν ο αποβιώσας σύζυγός της, εφόσον δεν υπήρξε ολοκληρωμένη ενέργεια αυτού και, ειδικότερα, τόσο η διατύπωση του περιεχομένου των υπομνημάτων όσο και η υπογραφή τους από τον ίδιο, δεν διατηρούσε αυτός νόμιμη αξίωση σε βάρος της εναγομένης για καταβολή της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων αμοιβής και, επομένως, τέτοια αξίωση δεν έχει ούτε η ενάγουσα. Πέραν τούτων, ο αποβιώσας δια της παραιτήσεώς του (την 31.12.2012) και της κατά τα άρθρα 29, 32 και 33 του Κώδικα Δικηγόρων διαγραφής του από το μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου και ασχέτως της έκδοσης του σχετικού β.δ/τος (το οποίο απλώς βεβαιώνει την αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε) είχε απωλέσει το δικαίωμα προς άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (άρθρο 27 ΚώδΔικηγ, βλ. και ΣτΕ 612/2015 σε ΤΝΠ Νόμος), επόμενα δε και το δικαίωμά του προς απόληψη αμοιβής για οποιαδήποτε (μετά την παραίτηση) εργασία του, εξώδικη ή δικαστική. Τέλος, η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση, τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα για τον ακόλουθο λόγο.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Εντοπισμός δικαστικώς προσβλητής διοικητικής πράξης σε πολιτική ομιλία: Conseil d’Etat, 15 mars 2017, Association Bail à part, tremplin pour le logement [n° 391654] [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


(Βλσυναφώς ανάλυση σε Cl. Blanchon, L'illégalité d'une décision «révélée» par un discours politique, AJDA 2018, σ. 53)
1.H απόφαση Conseil d’Etat, 15 mars 2017, Association Bail à part, tremplin pour le logement αποτελεί άλλη μια περίπτωση ευρείας ερμηνείας της έννοιας της προσβλητής με αίτηση ακύρωσης πράξης (acte faisant grief).Υιοθετώντας και πάλι ρεαλιστική προσέγγιση, ο δικαστής εξετάζει πράξεις που, κατά την ομολογία της δημόσιας εισηγήτριας (rapporteur public), θα είχαν προκαλέσει κατάπληξη στους «πατέρες της αίτησης ακύρωσης» αν μπορούσαν να ελέγξουν τη σύγχρονη νομολογία [1]. Εν προκειμένω, ο δικαστής εντοπίζει σε πολιτική ομιλία του πρωθυπουργού, ακριβέστερα σε συνέντευξη τύπου, «διοικητική απόφαση»,  δηλαδή όχι απλώς πράξη που προέρχεται από διοικητική αρχή και μπορεί να θίξει τον αποδέκτη παράγοντας όχι απαραιτήτως έννομα αλλά οικονομικής φύσης αποτελέσματα, όπως συμβαίνει με τις ηπίου δικαίου πράξεις των ρυθμιστικών αρχών,   αλλά πράξη που εμπεριέχει ρύθμιση, δηλαδή μεταβάλλει τον εξωτερικό νομικό κόσμο [2]. Ακριβέστερα, το Conseil d'Etat επελήφθη σε πρώτο και τελευταίο βαθμό [3] ομιλίας του πρωθυπουργού της 29ης Αυγούστου 2014 από την οποία προκύπτει, κατά την αιτούσα ένωση (Association «Bail à part»), η απόφαση να εφαρμοστεί ο νόμος περί καθορισμού των μισθωμάτων [4] μόνο στο Παρίσι και πειραματικά. Αμφισβητείται η νομιμότητα της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής του νόμου, ο οποίος προβλέφθηκε αρχικά για να καλύψει όλη την επικράτεια και χωρίς μεταβατική διάταξη. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού, όπως διατυπώθηκε στην ομιλία του, ήταν σαφής : «Έχουμε στο εξής αρκετή απόσταση για να εκτιμήσουμε τις δυσκολίες της εφαρμογής του νόμου [...]. Επομένως, θα εφαρμοστεί πειραματικά μόνο στο Παρίσι. Θα επεκταθεί στους άλλους οικισμούς μόνον αφού πραγματοποιηθεί απολογισμός της εφαρμογής του». Μετά την κριτική που άσκησε η δήμαρχος της Lille, η Martine Aubry, ο πρωθυπουργός άλλαξε την αρχική του θέση και δέχθηκε να επεκτείνει την εφαρμογή του νόμου και στον ως άνω οικισμό, με ομιλία που εκφώνησε λίγες μέρες αργότερα (στις 31 Αυγούστου 2014). Μία ένωση ενδιαφερομένων προσέφυγε στο Conseil d'Etat κατά των δύο αυτών πολιτικών ομιλιών, προβάλλοντας την κανονιστικότητά τους (normativité) και, συνακολούθως, τον παράνομο χαρακτήρα τους.
2. Το δικαστήριο αντιμετώπισε δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, αν στην πολιτική ομιλία του πρωθυπουργού μπορεί να εντοπιστεί «πραγματική διοικητική απόφαση», δεκτική αίτησης ακύρωσης, και, δεύτερον, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η απόφαση αυτή είναι νόμιμη.
I – Ο εντοπισμός «απόφασης» σε πολιτική ομιλία
3.Η αναγνώριση πραγματικής απόφασης, δηλαδή διοικητικής πράξης και μάλιστα βλαπτικής (acte faisant grief), σε πολιτική ομιλία, σημαίνει ότι ο δικαστής αδιαφορεί για το υπόστρωμα της πράξης (instrumentum), υπό την προϋπόθεση ότι, λόγω των αποτελεσμάτων της, μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία της δικαστικά προσβλητής πράξης. Η «πραγματιστική» αυτή νομολογία είναι καλοδεχούμενη, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οριοθετείται αυστηρά, ώστε να αποτραπεί η ανεπιθύμητη ανάμιξη του νομικού στοιχείου στο πολιτικό, η αμφισβήτηση της διάκρισης των εξουσιών και, ακόμη περισσότερο, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας όπως την κατοχυρώνει το Σύνταγμα.
A. Η αδιαφορία του δικαστή για το υπόστρωμα της πράξης και η έμφαση στις συνέπειές της
4.Η αναγνώριση ότι μια πολιτική ομιλία εμπεριέχει διοικητική πράξη με κανονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή ενέχουσα ρύθμιση που μεταβάλλει τον εξωτερικό νομικό κόσμο, σημαίνει πλήρη αποδέσμευση του δικαστή από τον τύπο της πράξης και εστίαση της προσοχής του στο περιεχόμενο και, ειδικότερα, στα αποτελέσματά της. Προφανώς η αναγνώριση του κανονιστικού/ρυθμιστικού χαρακτήρα πράξεων που ακολουθούν την παραδοσιακή διαδικασία έκδοσης, περιβάλλονται τον έγγραφο τύπο και δημοσιεύονται ή κοινοποιούνται αποτελεί τον κανόνα, πλην όμως η έλλειψη των κλασικών αυτών τύπων μπορεί στο εξής να αντισταθμιστεί από τη διαπίστωση ότι οι πράξεις αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, παρά την εκ πρώτης όψεως έλλειψη κανονιστικότητας (normativité), εντάσσονται στην κατηγορία των διοικητικών πράξεων. Το κλειδί του παραδεκτού έγκειται στο νομικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Διακρίνεται έτσι η απλή δήλωση πρόθεσης από τις αποφάσεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα.
5. Εν προκειμένω, το άμεσο έννομο αποτέλεσμα που παράγει η ομιλία του πρωθυπουργού συνίσταται στη μη εφαρμογή, σε τοπικό επίπεδο, των διατάξεων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των μισθωμάτων όπως αυτός προβλέπεται στον νόμο, ιδίως η μη ίδρυση παρατηρητηρίων που θα έπρεπε να συσταθούν από τους νομάρχες υπό την άμεση εποπτεία των υπουργών. Μολονότι η δημόσια εισηγήτρια, η Laurence Marion, πρότεινε το ενδεχόμενο διάκρισης μεταξύ των «θετικών» ομιλιών (που καταλήγουν σε συγκεκριμένη εφαρμογή ενός νόμου) και των «αρνητικών» ομιλιών (που καταλήγουν σε μη εφαρμογή), υποστηρίζοντας ότι μόνον οι πρώτες παράγουν κανονιστικότητα, το Conseil d'Etat δεν την ακολούθησε συναφώς (σκέψη 4). Έκρινε ότι οι επίδικες δηλώσεις αποκαλύπτουν την απόφαση les déclarations litigieuses révèlent la décision») να μην τεθεί σε εφαρμογή η νομοθετική διάταξη περί καθορισμού των μισθωμάτων όπως τον προβλέπει ο νομοθέτης, και μάλιστα με λίαν επιτακτική διατύπωση.
6.Η επιλογή του όρου «αποκάλυψε» είναι χαρακτηριστική για την αντίληψη του Conseil d'Etat. Κατά τον δικαστή, η απόφαση υφίσταται ήδη πριν από την ανακοίνωσή της με την πολιτική ομιλία, η οποία είναι απλώς το εργαλείο, το υπόστρωμα που επιτρέπει την αποτύπωσή της. Παρά την έλλειψη του αναγκαίου τύπου, δηλαδή του νομοτύπου υποστρώματος, η βούληση του οργάνου είναι αποκρυσταλλωμένη και μπορεί, κατά συνέπεια, να ελεγχθεί από τον ακυρωτικό δικαστή. Ο Benjamin Defoort, στη διατριβή του με τίτλο «La décision administrative», ορίζει τη διοικητική πράξη ως την «επιτακτική γνωστοποίηση μονομερούς βούλησης που διαμόρφωσε η διοίκηση» (la signification impérative d'une volonté unilatérale arrêtée par l'administration[5]. Ο οριστικός χαρακτήρας της τοποθέτησης αυτής σηματοδοτεί την αφετηρία της παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται η έκδοση άλλων πράξεων που θα αποτυπώσουν τη βούληση της Διοίκησης. Η διοικητική απόφαση εντοπίζεται στην επιτακτική (προφορική) δήλωση της πρόθεσης του πρωθυπουργού να περιορίσει το τοπικό και χρονικό πεδίο εφαρμογής του νόμου.
7.Η ως άνω πραγματιστική αναγνώριση αποφάσεων που δεν έχουν τυποποιηθεί, δεν έχουν αποκτήσει, δηλαδή, τον τύπο που απαιτεί ο νόμος, δεν είναι καινούριο φαινόμενο στο διοικητικό δίκαιο, όπως προκύπτει από το άρθρο του προέδρου Massot του 1996 [6]. Το Conseil d’Etat δέχεται ότι «υπάρχει απόφαση δεκτική ακυρωτικής προσβολής όταν η διοίκηση άρχισε να τροποποιεί τον εξωτερικό νομικό κόσμο χωρίς να αναμένει την έκδοση τυπικής πράξης, είτε διότι η πράξη αυτή δεν προβλέπεται από κανένα κείμενο, είτε διότι η διοίκηση εσφαλμένως υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται να εκδώσει άλλη πράξη, είτε, τέλος, διότι την εξαγγέλλει, αλλά έχει προκαταλάβει την επέμβασή της». Έτσι, η απλή δημόσια ανακοίνωση της μεταφοράς της Εcole Νationale d’Αdministration στο Στρασβούργο χαρακτηρίσθηκε από τον δικαστή ως «πραγματική βλαπτική απόφαση (une véritable décisionfaisant grief), εφόσον ο πρωθυπουργός δεν εξήρτησε την υλοποίησή της από άλλη απόφαση της κυβέρνησης». Στην περίπτωση, όμως, εκείνη όμως υπήρχε ήδη απόφαση της διυπουργικής επιτροπής για τη χωροταξία (Comité interministériel pour l'aménagement du territoire [CIAT]), περί μεταφοράς εκτός Παρισίων 45 οργανισμών με διαφορετικά καταστατικά (services de l'Etat, établissements publicssociétés de droit privé), μεταξύ των οποίων και η γνωστή Ecole nationale d'administration [7]. Το ίδιο συνέβη και  με την απόφαση του προέδρου της Δημοκρατίας να στολίζεται με άνθη ο τάφος του στρατάρχη Petain κατά τον εορτασμό της 11ηςΝοεμβρίου [8], καθώς και με την απόφαση να κινηθεί κυβερνητική εκστρατεία ενημέρωσης σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή πληθωρισμού [9]. Η έκφραση «décision révélée» χρησιμοποιήθηκε ρητώς για πρώτη φορά το 1997, για ένα ανακοινωθέν διαφόρων υπουργών που «αποκάλυψε» την απόφασή τους να εξουσιοδοτήσουν την Agence nationale de gestion des déchets radioactifs [ANDRA] να ξεκινήσει διαδικασίες γεωλογικής αναγνώρισης [10]. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η προσέγγιση του δικαστή είναι πολύ προσεκτική και μετρημένη: έτσι, με την απόφαση CE 5 octobre 2015, Comité d’entreprise du siège de l’Ifremer et autres, to Conseil d’Etat απέρριψε αιτήσεις συνδικαλιστικών ενώσεων και οργάνων κατά της ανακοίνωσης (annonce) του πρωθυπουργού, ο οποίος, σε ομιλία που εκφώνησε τον Δεκέμβριο του 2014, επιβεβαίωσε, ένα χρόνο αργότερα, την ανακοινωθείσα τον Δεκέμβριο του 2013 «απόφαση» του προκατόχου του, να μεταφερθεί η έδρα του Ifremer, ενός δημοσίου ιδρύματος βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (epic), στη Βρέστη. Το Conseil d’Etat έκρινε ότι οι ανακοινώσεις αυτές, που στερούνται, αφεαυτών, άμεσου νομικού αποτελέσματος, δεν αποκαλύπτουν την ύπαρξη απόφασης δεκτικής δικαστικής προσβολής με αίτηση ακύρωσης και, ως εκ τούτου, απέρριψε το σχετικό ένδικο βοήθημα. Τούτο διότι πρόκειται για σχέδιο το οποίο θα υλοποιηθεί με μεταγενέστερες αποφάσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι ο rapporteur public πρότεινε να κριθεί η αίτηση ακύρωσης παραδεκτή και βάσιμη και να ακυρωθεί η «ανακοίνωση» του πρωθυπουργού λόγω αναρμοδιότητας, εφόσον η σχετική απόφαση μεταφοράς της έδρας ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος, έστω και αν το αρμόδιο όργανο εκδώσει στη συνέχεια απόφαση με το ίδιο περιεχόμενο, τούτο δε για παιδαγωγικούς λόγους [11]. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δημόσιες δηλώσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των αιτήσεων έκδοσης Ιταλών υπηκόων που κατηγορούνται για τρομοκρατικές ενέργειες εξέφραζαν απλή πρόθεση και στερούνταν εννόμων αποτελεσμάτων [12].

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Άρειος Πάγος 1425/2017 : "Η ευθύνη για τα σχόλια των χρηστών δεν ανήκει στον διαχειριστή της ιστοσελίδας"


Βασιλης Σωτηροπουλος, Δικηγορος [https://elawyer.blogspot.gr]

"Με ιδιαίτερη υπερηφάνεια παρουσιάζω σήμερα την απόφαση του Αρείου Πάγου, ο οποίος ανέτρεψε την αντίθετη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το οποίο ο διαχειριστής ιστοσελίδας έχει αντικειμενική ευθύνη για τα σχόλια που αναρτούν οι αναγνώστες. Το Εφετείο είχε ακολουθήσει την θέση που είχε λάβει πιο πριν στην ίδια υπόθεση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, καθώς και το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (στα ασφαλιστικά μέτρα).

Από τον πρώτο βαθμό, ως δικηγόρος υποστήριζα επίμονα ότι ο διαχειριστής της ιστοσελίδας δεν νοείται να έχει προληπτική ευθύνη για τα σχόλια των χρηστών, καθώς ως προς το πεδίο φιλοξενίας σχολιασμού είναι "φορέας παροχής υπηρεσίας Κοινωνίας της Πληροφορίας" και όχι ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης ώστε να ευθύνεται αντικειμενικά για όλο το περιεχόμενο που φιλοξενεί σαν να το είχε επιλέξει. Τα κατώτερα δικαστήρια απέρριψαν αυτό τον ισχυρισμό και υποχρέωσαν τον διαχειριστή της ιστοσελίδας να πληρώσει αποζημιώσεις για τα σχόλια των χρηστών.

Τελικά όμως ο Άρειος Πάγος έκρινε δεκτούς τους δύο λόγους αναίρεσης, ότι δηλαδή δεν εφαρμόζεται ο Νόμος Περί Τύπου ως προς την φιλοξενία σχολίων ώστε να ευθύνεται γι΄αυτά ο ιδιοκτήτης του ιστοτόπου, καθώς και ότι ο ιδιοκτήτης του ιστοτόπου είναι "φορέας παροχής υπηρεσίας κοινωνίας της πληροφορίας", ο οποίος σύμφωνα με το π.δ. 131/2003 δεν ευθύνεται προληπτικά για τις πληροφορίες που αναρτούν οι ενδιαφερόμενοι αλλά μόνο εφόσον του επισημανθεί ότι υπάρχουν παράνομες πληροφορίες και δεν τις αποσύρει ταχέως.

Παρατίθεται όλη η απόφαση 1425/2017, όπως έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου".

Απόφαση 1425 / 2017    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1425/2017 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Σ. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σωτηρόπουλο, που ανακάλεσε την από 10-11-2016 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. 
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Δ. Κ. του Ι., κατοίκου ...), 2) Κ. Λ. του Α., κατοίκου ...) και 3) Μ. Μ. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν Γ. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-3-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. 
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 201/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 3289/2013 του Εφετείου Αθηνών. 
Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-6-2014 αίτησή του, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών με αριθμό κατάθεσης 404/2014 και στο Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμό κατάθεσης ...2014.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Κοντός ανέγνωσε την από 2-1-2015 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου, με την οποία εισηγήθηκε: α) την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως κατά το μέρος που στρέφεται κατά της συμπροσβαλλόμενης 201/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) την αναίρεση της προσβαλλόμενης 3289/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών κατά παραδοχή των πρώτου και δευτέρου (κύριων) λόγων αναιρέσεως, την απόρριψη δε του τρίτου (επικουρικού) λόγου αναιρέσεως. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 553 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων οι οποίες δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη την δίκη ή μόνον την δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι σε περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνον η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (Ολ.Α.Π.40/1996). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, καθ’ ο μέρος απευθύνεται κατά της υπ’ αριθμ.201/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση, η οποία απερρίφθης ως κατ’ ουσίαν με την προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 3289/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

ΕφΛαρ 11/17 : Τράπεζες - Ευθύνη - Μη άμεση εκτέλεση εντολής - ''Κούρεμα καταθέσεων'' - Ζημία. Σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα - Έννοια εμβάσματος


ΕφΛαρ 11/17 : Τράπεζες - Ευθύνη - Μη άμεση εκτέλεση εντολής - ''Κούρεμα καταθέσεων'' - Ζημία. Σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα - Έννοια εμβάσματος. Μη άμεση εκτέλεση εντολής μεταφοράς χρημάτων από τράπεζα της Κύπρου σε κατάστημα της ίδιας στην Ελλάδα, με συνέπεια τη ζημία του εντολέα, καθώς μεσολάβησε στο επίμαχο χρονικό διάστημα της καθυστέρησης, κούρεμα των καταθέσεων - Εξαιτίας λοιπόν, της μη εμπρόθεσμης εκτέλεσης της μεταφοράς αυτής και πίστωσης του λογαριασμού του δικαιούχου πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων - συνδικαιούχων ήδη του λογαριασμού, η οποία με βάση τη σύμβαση ήταν άμεσα εκτελεστέα, η τράπεζα κατέστη υπερήμερη σχετικά με την εκτέλεση αυτής μέσα στον απαιτούμενο χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου η αποστολή των χρημάτων δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό (από 1.11.2013 ο επίμαχος λογαριασμός έπαυσε να προσφέρει την δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων από και προς την Κύπρο) και η εναγομένη τράπεζα οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων ως συνδικαιούχων του λογαριασμού από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.  Η ζημία συνίσταται στο χρηματικό ποσό το οποίο θα πιστώνονταν στον κοινό λογαριασμό των εναγόντων εάν είχε εκτελεστεί άμεσα η εντολή και στους νομίμους τόκους υπερημερίας.



ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2017

Πρόεδρος: Κ. Αλεβιζοπούλου, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Β. Πάπαρη

[...] 3. Το άρθρο 1 του Ν 5638/1932, όπως ισχύει μετά το ΝΔ 951/1971 και το άρθρο 2 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ», ρυθμίζουν τα θέματα της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες υπέρ τρίτου και σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, ορίζοντας ταυτόσημα ότι αυτοί για τους οποίους έγινε η κατάθεση γίνονται, αμέσως μετά απ’ αυτήν, δικαιούχοι των χρημάτων που κατατέθηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινά λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα (RE) και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και κατάθεσης, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α' και 827 του ΑΚ), αφετέρου δε να καταβάλει νομίμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής (ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 1402/2012 Nomos, ΑΠ 322/1989 ΕΕΝ 1990, 75, ΑΠ 1547/1986 ΝοΒ 35, 1040, ΣυμπλΒασΝομ 1993, 577, ΕφΛαρ 390/2001 Nomos). Συναφώς, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως και όχι καθαυτή αδικοπραξία, με την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής του, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια (ΕφΛαμ 27/2013 Nomos). Η τράπεζα δικαιούται κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ, να διαθέσει τα κατατεθειμένα σ’ αυτή χρήματα «κατ’ αρέσκεια», χωρίς ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο αρμόδιος υπάλληλος της να υποπίπτει στο αδίκημα της υπεξαίρεσής τους, το οποίο διαπράττει μόνο αυτός που ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα. Επομένως και αν ακόμη η τράπεζα αρνείται ν' αποδώσει στον καταθέτη κατά τον προσήκοντα χρόνο, τα κατατεθειμένα χρήματα, ο καταθέτης δεν έχει εναντίον της την κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ αξίωση για αποζημίωση από την υπεξαίρεση, αλλά μόνο την αγωγή από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης κατ' άρθρα 806, 822 και 830 ΑΚ, δεδομένου ότι η αδικοπραξία από τον τρίτο τελείται σε βάρος της Τράπεζας (ΑΠ 929/2009 Nomos, ΑΠ 1122/2005 ΝοΒ 2006, 196, ΑΠ 830/2003 ΕλλΔνη 45, 176, ΑΠ 1083/1991 Nomos). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατά της τράπεζας αγωγή με την οποία ζητείται από τον καταθέτη το ποσόν της καταθέσεώς του, δεν δύναται να έχει άλλη βάση πλην της εκ της ανωμάλου παρακαταθήκης, όχι δε και εξ αδικοπραξίας, διότι η τράπεζα, ακόμη και αν αυθαίρετα παρακρατεί το ποσόν της καταθέσεώς, δεν αδικοπραγεί κατά τα προεκτεθέντα. Για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ευθύνης δεν απαιτείται να προέβη ο υπαίτιος στην ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον παθόντα, αλλά αρκεί και η γνώση αυτού ότι η επέλευση ζημίας στον άλλον ήταν ενδεχόμενη και παρά ταύτα αυτός δε θέλησε να απόσχει από την πράξη ή την παράλειψη που προκάλεσε την ζημία (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1122/2005, ΕφΘεσ 1599/2004 Nomos). Εξάλλου, η χρηματική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, συνιστά περίπτωση συμβατικής ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρον (ΑΚ 489, βλ. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 489-490, σελ. 694, παρ. 4, ΑΠ 246/1992 ΕλλΔνη 1993, 1311, ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 2003, 254). Σύμφωνα δε με το άρθρο 492 ΑΚ, το πταίσμα ενός συνδανειστή κατά κανόνα δεν βλάπτει τους υπολοίπους. Το πταίσμα του οφειλέτη ενεργεί επίσης υποκειμενικά, παράγει δηλαδή ευθύνη του μόνο προς το συνδανειστή έναντι του οποίου συνέτρεξε, ενώ οι λοιποί δικαιούνται την αρχική παροχή. Όσον αφορά στην αδυναμία παροχής, ενεργεί κατ' αρχήν υποκειμενικά, εξαίρεση όμως πρέπει να υπάρξει επί αντικειμενικής αδυναμίας και επί υποκειμενικής, η οποία όμως επήλθε προς όλους τους δανειστές. Στις μορφές αυτές δεν θα ήταν ορθό να περιορίζεται η ενέργεια σε συγκεκριμένο δανειστή, αφού η εκπλήρωση είναι αδύνατη απέναντι σε όλους. Σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας, ολικής ή μερικής, ο οφειλέτης θα ευθύνεται εις ολόκληρον προς αποζημίωση όλων των δανειστών, δηλαδή η παροχή αντικαθίσταται από υποχρέωση αποζημίωσης. Επί αδυναμίας οφειλόμενης σε υπαιτιότητα ενός δανειστή, απαλλάσσεται ο οφειλέτης έναντι πάντων (βλ. για την αδυναμία Μπαλή, Ενοχ. Δ., παρ. 185, άρθρα 3-4). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν 3601/2007, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την παρ. 1 άρθρου 83 του Ν 3862/2010 και πριν την κατάργησή του με το Ν 4261/2014,στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι «υπηρεσίες πληρωμών», περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων. Εξάλλου, η εντολή του πελάτη προς την τράπεζά του να μεταφέρει το καθορισμένο κεφάλαιο στο δικαιούχο και να του το παραδώσει στο υποκατάστημά της στον τόπο της πληρωμής, εκτελείται με έμβασμα. Ο κλασικότερος ορισμός για την έννοια του εμβάσματος είναι η διατόπια αποστολή χρήματος που καταβάλλεται τοις μετρητοίς σε ορισμένο δικαιούχο μέσω τράπεζας. Ο πελάτης δίνει εντολή στην τράπεζα να παραδώσει ένα προσυμφωνημένο ποσό στο δικαιούχο και το υποκατάστημα στον τόπο πληρωμής.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Εγκύκλιος Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου & Δωδεκανήσου 9/2018 – Συναινετική λύση γάμου


ΘΕΜΑΣυναινετικό διαζύγιο (Ν. 4509/2017, άρθρο 22)
Σχετ. 1H υπ’ αριθμ. 5/ΤΑΔΚ 156/6-2-2018 Eγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών
Σχετ. 2Σχέδιο πληρεξουσίου
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
          με τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 4509/2017 (ΦΕΚ 201 Α/22-12-2017) αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1438 και 1441 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες το συναινετικό διαζύγιο απαγγελλόταν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, και εφεξής ορίζεται ότι η συναινετική λύση του γάμου χωρεί μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καθορίζεται λεπτομερώς η διαδικασία που ακολουθείται.
          Βάση για την έναρξη της νέας διαδικασίας αποτελεί η έγγραφη συμφωνία των συζύγων περί λύσεως του γάμου τους. Η συμφωνία συνάπτεται εγγράφως είτε μεταξύ των συζύγων με την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και επικυρώνεται το γνήσιο της επί του εγγράφου υπογραφής των συζύγων (όχι των δικηγόρων) από την Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει την συμβολαιογραφική πράξη της λύσεως του γάμου τους, είτε μόνον από τους δικηγόρους τους, εφόσον ο κάθε σύζυγος έχει προηγουμένως χορηγήσει στον δικηγόρο του ειδική πληρεξουσιότητα για τον σκοπό αυτό με συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο περιέχονται οι όροι της κοινής τους συμφωνίας (συναποστέλλεται σχετικό σχέδιο). Το ειδικό αυτό πληρεξούσιο ισχύει μόνο για ένα μήνα.
          Τα πρόσωπα, τα οποία είναι ικανά να συνάψουν γάμο (άρθρα 1350 επ. ΑΚ), έχουν και την ικανότητα να συνάψουν συμφωνία για τη λύση του. Οι ανήλικοι και οι τελούντες σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση μπορούν να συνάπτουν συμφωνία λύσεως του γάμου τους χωρίς άδεια του δικαστηρίου ή συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 594 ΚΠολΔ.
          Η συμφωνία των συζύγων δεν εξαρτάται από όρους ή προθεσμίες ή αιρέσεις. Αν τυχόν περιληφθούν στο κείμενο της έγγραφης συμφωνίας την καθιστούν ανύπαρκτη, διότι θεωρείται ότι αίρουν την συναίνεση.
          Σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων, ουσιαστική προϋπόθεση του συναινετικού διαζυγίου αποτελεί η συμφωνία για την επιμέλεια αυτών, την επικοινωνία με αυτά και την διατροφή τους. Η συμφωνία αυτή δύναται είτε να εμπεριέχεται στην συμφωνία των συζύγων για την λύση του γάμου τους, είτε σε άλλη έγγραφη συμφωνία, η οποία συνάπτεται, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 1441 ΑΚ, δηλ. είτε από τους συζύγους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, είτε από τους εφοδιασμένους με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο δικηγόρους τους. Η ως άνω συμφωνία ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον –με δυνατότητα σύναψης νέας με την ίδια διαδικασία–, εκτός κι αν τα ανήλικα τέκνα ενηλικιώνονται προ της παρόδου της διετίας, οπότε ισχύει μέχρι της ενηλικιώσεώς τους. Στην συγκεκριμένη διάταξη γίνεται ρητή πρόβλεψη μόνο για τα ανήλικα τέκνα. Θέματα διατροφής π.χ. ενηλίκων αλλά αναπήρων τέκνων ή σπουδαστών ή του/της πρώην συζύγου ρυθμίζονται από τις λοιπές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1442 έως 1446 και 1485 επ.).
          Η συναφθείσα, κατά τ’ ανωτέρω, έγγραφη κοινή συμφωνία των συζύγων για α) την λύση του γάμου τους και β) τη ρύθμιση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, της επικοινωνίας τους με αυτά και την διατροφή τους υποβάλλεται στο συμβολαιογράφο, που θα καταρτίσει την συμβολαιογραφική πράξη της λύσεως του γάμου τους είτε από τους συζύγους με θεωρημένο επ’ αυτής το γνήσιο της υπογραφής τους από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου, οι οποίοι παρίστανται, μετά των δικηγόρων τους, είτε διά των εφοδιασμένων με το ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο δικηγόρων τους, όπως προαναφέρθηκε.
          Για την κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης της συναινετικής λύσης του γάμου απαιτούνται:

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

ΔΕφΑθ 4489/17 : Φορολογία - Αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 1 Ν 4174/2014. Αναδρομική εφαρμογή της ευνοϊκότερης διάταξης του άρθρου 58 παρ. 1 του Ν. 4174/14, με αποτέλεσμα τη μείωση του καταλογισθέντος πρόσθετου φόρου.


ΔΕφΑθ 4489/17 : Φορολογία  - Αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 1 Ν 4174/2014. Αναδρομική εφαρμογή της ευνοϊκότερης διάταξης του άρθρου 58 παρ. 1 του Ν. 4174/14, με αποτέλεσμα τη μείωση του καταλογισθέντος πρόσθετου φόρου.  Η εφαρμογή του άρθρου 53 (αναφορικά με την επιβολή τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου) και συναφώς και του άρθρου 57 (αναφορικά με την επιβολή προστίμου λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου), δεν βρίσκει έδαφος παρά μόνον μετά την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου βάσει του οποίου πραγματοποιείται η είσπραξη του φόρου (όπως η εκδιδόμενη οριστική δικαστική απόφαση). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι : α) το ποσοστό του προσθέτου φόρου ανακρίβειας που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 1γ’ του άρθρου 58 του ΚΦΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από το Ν. 4337/2015 και ανέρχεται στο 50% της διαφοράς του κύριου φόρου που προκύπτει, αφού η τελευταία υπερβαίνει το 50% του φόρου που οφειλόταν με βάση τη δήλωση που υπέβαλε η προσφεύγουσα, είναι ευμενέστερη σε σχέση με όλες τις ρυθμίσεις που προηγήθηκαν αναφορικά με τα ποσοστά επιβολής του πρόσθετου φόρου και β) η ανωτέρω ρύθμιση οφείλεται στη μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη σχετικά με το ότι ο σκοπός επιβολής του πρόσθετου φόρου μπορεί να επιτευχθεί και με ηπιότερα μέσα, κρίνει ότι η ως άνω διάταξη πρέπει να εφαρμοστεί αναδρομικά, καταλαμβάνουσα και την ένδικη παράβαση. Πρέπει λοιπόν, να γίνουν εν μέρει δεκτές οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές και να μεταρρυθμιστούν ανάλογα οι προοβαλλόμενες πράξεις.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΝΗΜΑ 6ο – ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 4489/2017

Πρόεδρος: Μ. Τσομπανίκου, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ
Eισηγήτρια: Α. Στεφοπούλου, Εφέτης ΔΔ


[...][8]
22. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το ποσό που πρέπει να φορολογηθεί κατά το κρινόμενο οικονομικό έτος ως εισόδημα της προσφεύγουσας από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων, κατ’ άρθρο 48 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, πρέπει να προσδιοριστεί, κατά μερική παραδοχή των σχετικών λόγων των προσφυγών, σε 321.191,09 ευρώ (ήτοι, ποσό εμβασμάτων 1.688.345,93 ευρώ, μείον προοδευτικό υπόλοιπο διαθέσιμου κεφαλαίου από χρήση σε χρήση 939.047,85 ευρώ, μείον ποσό που ήδη αναγνωρίζεται με την παρούσα 428.107,01 ευρώ), και το συνολικό φορολογητέο εισόδημά της σε 360,497,84 (ήτοι 321.191,09 συν λοιπά εισοδήματα 40.744,81 ευρώ μείον απαλλασσόμενα 1.438 ευρώ). Ακολούθως, η φορολογητέα βάση για την επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 365.798,20 ευρώ.
23. Επειδή, η προσφεύγουσα υπέβαλε ανακριβή δήλωση φόρου εισοδήματος οικον. έτους 2011 (χρήση 2010) και επιβλήθηκε σε βάρος της, με την πρώτη πράξη προσδιορισμού του φόρου (1790/2014), πρόσθετος φόρος ποσού 229.146,27 ευρώ, για τη διαπιστωθείσα κατά τον αρχικό έλεγχο διαφορά κύριου φόρου εισοδήματος ύψους 301.508,25 ευρώ, και με τη δεύτερη (1131/2015) συναφή πράξη, επιπλέον πρόσθετος φόρος 33.079,75 ευρώ για τη διαπιστωθείσα κατά τον νέο έλεγχο διαφορά κύριου φόρου εισοδήματος ύψους 32.431,13 ευρώ Ο πιο πάνω πρόσθετος φόρος υπολογίστηκε σε ποσοστό 76% της προκύπτουσας διαφοράς κύριου φόρου με την πρώτη αναφερόμενη πράξη (δηλ. 2% για κάθε έναν από τους 38 μήνες καθυστέρησης, μέχρι την έκδοση της πράξης αυτής), και σε ποσοστά 102% δηλαδή 2% για κάθε έναν από τους 51 μήνες καθυστέρησης, μέχρι την έκδοση της δεύτερης πράξης). Ακολούθως, ενόψει του ότι προέκυψε κατά τον αρχικό έλεγχο διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης του Ν 3986/2011 ύψους 27.981,29 ευρώ, και κατά τον νέο έλεγχο, διαφορά εισφοράς 2.882,77 ευρώ, επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας της δήλωσης, ο οποίος ανήλθε σε 20.146,53 ευρώ, με την πρώτη εκδοθείσα πράξη επιβολής της (1791/2014) υπολογιζόμενος σε ποσοστό 72% (δηλ. 2% για κάθε έναν από τους 36 μήνες καθυστέρησης, μέχρι την έκδοση της πράξης αυτής), και σε 2.825,11 ευρώ, με την επακολουθήσασα νέα πράξη (1132/2015), υπολογιζόμενος σε ποσοστό 98% (δηλαδή 2% για κάθε έναν από τους 49 μήνες καθυστέρησης). Ήδη με τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές της η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ευνοϊκότερης κύρωσης, να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της, το άρθρο 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
24. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (2460/1981, 1525/1955), ο κύριος σκοπός των διατάξεων των φορολογικών νόμων, με τις οποίες επιβάλλεται πρόσθετος φόρος ή προσαύξηση σε βάρος του παραλείποντος την υποβολή της φορολογικής δήλωσης ή του υποβάλλοντος ανακριβή δήλωση, είναι ο, επ’ απειλή οικονομικής κύρωσης, εξαναγκασμός σε ταχεία και ακριβή συμμόρφωση προς τη σχετική υποχρέωσή του. Όταν, όμως, ο νομοθέτης, μεταβάλλοντας αντιλήψεις, κρίνει ότι ο σκοπός αυτός δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, τότε ελέγχεται όχι μόνον ως άσκοπη και αδικαιολόγητη, αλλά και ως αντίθετη κατ’ αρχήν προς τη νεότερη νομοθετική βούληση η επιβολή των παλαιότερων αυστηρότερων κυρώσεων, οι οποίες υπερβάλλουν το μέτρο, το οποίο ήδη κρίνεται από τον νομοθέτη ως αναγκαίο. Στις περιπτώσεις αυτές, ειδικώς, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα περί μη αναδρομικότητας του νόμου, υπάρχει τεκμήριο αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών υποθέσεων, τεκμήριο το οποίο μόνο με σαφή αντίθετη διάταξη δύναταί να ανατραπεί . Εξάλλου, με την 2031/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης, ως προς την επιβολή κυρώσεων, διάταξης, έχει συνταγματική βάση, ως απορρέουσα από την αρχή της αναλογικότητας, ενώ τέλος, με την 459/2013 απόφαση της Ολομέλειας του ίδιου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η πιο πάνω αρχή δεν έχει εν πάση περιπτώσει έδαφος εφαρμογής όταν η μεταγενέστερη ηπιότερη νομοθετική ρύθμιση υπαγορεύθηκε όχι από μεταβολή «επί το επιείκέστερον» των σχετικών αξιολογήσεων του νομοθέτη, αλλά από άλλους λόγους (βλ. ΣτΕ 2402/2016 παραπ. στην 7μελή σύνθεση, η οποία όμως δεν επιλήφθηκε του θέματος αυτού με τη 1102/2017 απόφασή της, λόγω αναίρεσης της παραπεμπτικής για άλλο θέμα).

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

"Νέες ρυθμίσεις για τη δέσμευση και δήμευση περιουσιακών στοιχείων (ν. 4478/2017)" [Ιωάννης Ν. Ανδρουλάκης Δικηγόρος, Επίκουρος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ ]


Mε το Πρώτο Μέρος του (ασυνήθιστα μακροσκελούς και πολυπλόκαμου) ν. 4478/2017 καλύφθηκαν ορισμένες αισθητές από καιρό νομοθετικές εκκρεμότητες στο πεδίο του ποινικού μας δικαίου που αφορά στην νομιμοποίηση, δέσμευση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Πρόκειται αφενός για την κύρωση του πλέον σύγχρονου διεθνούς συμβατικού οργάνου με δεσμευτικό χαρακτήρα στο υπό συζήτηση πεδίο, ήτοι της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 16ης Μαΐου 2005 «για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» (της λεγόμενης «Σύμβασης της Βαρσοβίας»), και αφετέρου για την ενσωμάτωση μιας σειράς ενωσιακών κειμένων (των Α-Π 2003/577/ΔΕΥ, 2005/212/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ και της Οδηγίας 2014/ 42/ΕΕ) που αφορούν στις διασυνοριακές, αλλά και στις εγχώριες δεσμεύσεις και δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων. 

Η επιλογή της κύρωσης και ενσωμάτωσης των ανωτέρω συμβατικών και ενωσιακών κειμένων μέσω του ίδιου νομοθετήματος κρίνεται ως επιτυχής, αφού ρυθμίζουν απολύτως συναφή ζητήματα. Η προσαρμογή της νομοθεσίας μας προς αυτά τα κείμενα σηματοδοτεί εν πολλοίς την ένταξη της χώρας μας σε έναν ενιαίο ενωσιακό χώρο άμεσης αναγνώρισης και εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά και την διευκόλυνση της εκτέλεσης αντίστοιχων αποφάσεων μεταξύ της Ελλάδας και των λοιπών κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, τροποποιήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο για την λήψη και εφαρμογή των σχετικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο, με στόχο την διεύρυνση των δυνατοτήτων δέσμευσης και δήμευσης των οργάνων και προϊόντων του εγκλήματος, αλλά και την αποτελεσματικότερη προστασία των εμπλεκόμενων προσώπων. 

Η κυρωθείσα Σύμβαση αντικατέστησε ουσιαστικά την πρώτη σχετική Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 που κυρώθηκε στη χώρα μας με τον ν. 2655/1998, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις που μεσολάβησαν κατά την δεκαπενταετία 1990-2005. Ωστόσο, οι προσαρμοστικές διατάξεις του ν. 4478/2017 είναι μάλλον περιορισμένες, με δεδομένες τις ήδη υφιστάμενες, εκτεταμένες ρυθμίσεις του ν. 3691/2008. Σημασία δόθηκε κατά κύριο λόγο στην ανανέωση του καθεστώτος που ίσχυε αναφορικά με τη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από άλλα κράτη μέρη, προκειμένου η εν λόγω διαδικασία να καταστεί πιο ευέλικτη και αποτελεσματική. Παρά την ανανέωση αυτή επελέγη, πάντως, ορθά να μη καταργηθούν ταυτόχρονα οι διατάξεις του ν. 2655/1998, ο οποίος θα συνεχίσει να εφαρμόζεται στις σχέσεις της Ελλάδας και των κρατών που είναι μέρη μόνο στην παλαιότερη Σύμβαση. 

Στις σχέσεις της Ελλάδας με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν πλέον τα άρθρα 10-30 του ν. 4478/2017, με τα οποία ενσωματώνονται οι Α-Π 2003/ 577/ΔΕΥ και 2006/783/ΔΕΥ. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η εισαγωγή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης και η αναλυτική ρύθμιση της σχετικής διαδικασίας στα ζητήματα α) δέσμευσης αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό την εξασφάλισή τους και τη μεταφορά τους από το κράτος στο οποίο βρίσκονται στο κράτος ενώπιον των δικαστικών αρχών του οποίου πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, β) δέσμευ- σης περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την εν συνεχεία δήμευσή τους, και γ) δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν προϊόν ή όργανο εγκληματικής δραστηριότητας. 

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

ΕιρΑθ 5286/17 : Πώληση αυτοκινήτου - Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας - Εκπομπή ρύπων. Αδικοπραξία - Αποζημίωση.


ΕιρΑθ 5286/17 : Πώληση αυτοκινήτου - Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας - Εκπομπή ρύπων. Αδικοπραξία - Αποζημίωση. Ευθύνη της κατασκευάστριας αυτοκινητοβιομηχανίας αναφορικά με την εκπομπή ρύπων αυτοκινήτων. Προστασία καταναλωτή. Εξαπάτηση της ενάγουσας αγοράστριας του επίδικου αυτοκινήτου - Αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη βάσει των διατάξεων του Ν.2251/94 , καθότι έλειπε από το όχημα η συνομολογημένη ιδιότητα, ενώ πρέπει να αποκατασταθεί και η ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. [Δες και την υπ' αρ. 5285/17 ΕιρΑθ.]


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 5286/2017

Πρόεδρος: Β. Δελλαπόρτα, Ειρηνοδίκης Αθηνών

Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 και επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και πρέπει να προξενείται από την απάτη (ΑΠ 325/2009, 491/2008). Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις συνεπώς η απάτη αντιμετωπίζεται με το δίκαιο του Αστικού Κώδικα υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας ελαττωματικότητας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία δημιουργεί υποχρέωση του προς αποζημίωση του απατηθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ., ανεξαρτήτως αν η απάτη αυτή αποτελεί και ποινικό αδίκημα. Δεν ενδιαφέρει, αν τα παραπλανητικά γεγονότα αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης ή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αλλά αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 282/2010, 373/2008, 441/2004, 898/2000). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαιτίως (ΑΠ Ολ 967/1973). Προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν κατά τα διδάγματα της κοινή πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1756/2011 Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α', 6 παρ. 1, 5 και 6, 7 παρ. 1 και 2 του Ν 2251/1994, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ειδικότερα: 1) κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' του Ν 2251/1994 "καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους”. Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας σ' αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85/577/ΕΟΚ για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων και 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή 2) Κατά την ίδια, ως άνω, διάταξη, εδ. β', προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητός του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. 3) Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα.... Περαιτέρω, η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του Ν 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών - μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθ. 14 § 5 Ν 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθ. 6 Ν 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία, στην οποία περιλαμβάνεται η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή καθώς και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§ 6), που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης, πριν τις 10.7.2007, δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (άρθ. 1 § 4 εδάφιο β' Ν 2251/1994), όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό (ήδη όμως με το Ν 3587/2007 άρθρο 7 παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 6 του προηγούμενου νομοθετήματος και ορίζεται πλέον ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου). Η ειδική, ως άνω, ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Αντίστοιχα, προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το άρθ. 6 § 5 εδ. α' του Ν 2251/1994 ως ελαττωματικό το προϊόν εκείνο, που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεώς του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού. Αντίθετα για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος.
Η συμπεριφορά είναι παράνομη, όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντάγματος 1975, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή δημιουργείται, για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων, αποτελεί και εκείνη του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ’ αρχήν και υπαίτια (άρθ. 330 εδ. β' ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παράγραφο 1 του άρθ. 7 του Ν 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ’ αριθμό 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (άρθ. 1 § 4 εδ. β' Ν 2251/1994), υποχρεούται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις §§ 2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων. Συνάγεται έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών.... Ενόψει όλων αυτών, το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις, καθώς και ποιου προσώπου, από εκείνα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία διάθεσης, οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται έτσι δεκτό με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται. Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 891/2013, ΑΠ 1505/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ, ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του για παράδοση πράγματος με τις συνομολογημένες ιδιότητες και απαλλαγμένου από πραγματικά ελαττώματα, όταν το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Η ίδια, ως άνω, διάταξη, μάλιστα, ορίζει εν συνεχεία ενδεικτικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση. Τέτοιο μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πωληθέντος πράγματος στη σύμβαση υφίσταται, μεταξύ άλλων, όταν το πωληθέν δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ... (περ. 1), όταν δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας (περ. 3), καθώς και όταν δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.