ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των Διοικ. Δικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης. Ακυρότητα παραίτησης δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή. Θάνατος δικηγόρου - Άσκηση της αξίωσης για την αμοιβή του θανόντος δικηγόρου από κληρονόμo του - Λύση της σύμβασης εντολής με το θάνατο - Αμεταβίβαστο το δικαίωμα λήψης αμοιβής. Δεκτή η έφεση. Απορρίπτει την αγωγή.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1994/2017
Πρόεδρος: Μαργαρίτα Νικάκη
Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ........../6.11.2015 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ............/19.11.2015, έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά της .........../2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. Κ.Πολ.Δ, ως είχαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και που εφαρμόζονται όμως στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης που έγινε στις 11.12.2015 (βλ. τη με αριθ. ........../11.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Β. Σ.), με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.11.2015 (άρθρα 495 επ., 499, 511, 513 παρ. 1β' 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 681 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου, επιπρόσθετα, και του ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ.).
Με τη με αριθ. Κατάθεσης ............/11.10.2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι ο αποβιώσας την 20η.3.2013 σύζυγός της Α. – Μ. Λ., δικηγόρος Θεσσαλονίκηςμέχρι και την 31.12.2012, οπότε και παραιτήθηκε προς συνταξιοδότηση, είχε αναλάβει από το έτος 2005 και εντεύθεν, σε εκτέλεση εντολής της εναγομένης, τη διεκπεραίωση των αναφερομένων δικαστικών της υποθέσεων ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων (άσκηση προσφυγών), για τις οποίες δικαιούταν να λάβει ως αμοιβή, βάσει των προβλεπομένων από τον προισχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ελαχίστων ορίων αμοιβών, το συνολικό ποσό των 291.030,48 ευρώ. Ότι, ειδικότερα, σχετικά με το θέμα της αμοιβής είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ανωτέρω (εντολέως και εντολοδόχου δικηγόρου) ότι η εναγομένη θα κατέβαλε στον σύζυγό της, πριν τη διενέργεια κάθε αναγκαίας διαδικαστικής πράξης, τα έξοδα άσκησης και εκδίκασης αυτής, ήτοι τα σχετικά παράβολα, ένσημα και την ελάχιστη προεισπραττόμενη από τον δικηγορικό σύλλογο αμοιβή (διπλότυπα παραστάσεων) και, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των υποθέσεων, αν δηλαδή γίνονταν δεκτές οι προσφυγές και ακυρώνονταν ολικά ή μερικά με τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι προσβαλλόμενες με τις προσφυγές πράξεις της φορολογούσας αρχής, τότε η εναγομένη θα του κατέβαλε την ελάχιστη νόμιμη, βάσει του Κώδικα περί Δικηγόρων, αμοιβή Ότι επί των προσφυγών εκδόθηκαν, αρχικά μεν από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης οι αναφερόμενες αποφάσεις, που παρέπεμψαν τις υποθέσεις προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου (μετά τις σχετικές τροποποιήσεις του ΚωΔιοικΔικ) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, οι αναφερόμενες αποφάσεις του τελευταίου Δικαστηρίου, με τις οποίες έγιναν τελεσίδικα δεκτές όλες οι ασκηθείσες προσφυγές και ακυρώθηκαν όλα τα προσβληθέντα φύλλα ελέγχου της φορολογούσας Αρχής. Ότι, πάντως, κατά την εκδίκαση των προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 22.1.2013, παραστάθηκε ως δικηγόρος της εναγομένης ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Χ. Α., συνεργάτης του συζύγου της, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά υποβληθέντα προς το Δικαστήριο υπομνήματα, λόγω της εν τω μεταξύ παραιτήσεως του συζύγου της από την ενεργό δικηγορία. Ότι, επομένως, από την τελεσίδικη επιτυχή κατάληξη των υποθέσεων και την επίδοση των αποφάσεων που έλαβε χώρα στις 24.9.2013, επήλθε η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε η αξίωση του συζύγου της προς λήψη της δικηγορικής αμοιβής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο της αξίωσής του αυτής, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου των δικών, κυρίως μεν βάσει των διατάξεων του προισχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων, το άνω ποσό των 291.030,48 ευρώ, άλλως, δε, ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 213.376,42 ευρώ βάσει των διατάξεων του νυν ισχύος Κώδικα περί Δικηγόρων και, τέλος, με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή των προαναφερομένων ποσών βάσει των διατάξεων περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον από την αποφυγή καταβολής των ελάχιστων νομίμων αμοιβών, που θα κατέβαλε προς οποιονδήποτε τρίτο δικηγόρο - εντολοδόχο, κατέστη (η εναγομένη) αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του αποβιώσαντος. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη 10649/2015 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, ως προς όλες τις βάσεις της, ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για τους σ' αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνε! δεκτή η αγωγή Οι λόγοι τούτοι της έφεσης είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και από ουσιαστική άποψη. Κατά μεν το άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ/τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", που έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εντολής και του χρόνου εκτέλεσης αυτής" (βλ, και ΑΠ 441/2016 ΤΝΠ Νόμος), "ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον, κατά δε το άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου κώδικα "τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελάχιστων ορίων" Σύμφωνα δε με το εδ. β' της τελευταίας αυτής διάταξης, που είχε προστεθεί με το άρθρο 5 παρ. 3 ν.δ/τος 4272/1962 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 ν. 1093/1980 "πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, οι οποίες αποσκοπούν, όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου, ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ’ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση. Και, αν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του κώδικα περί δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρή και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθρο 92 παρ. 3, 4 και 5 κώδικα περί δικηγόρων). Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψής της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους κατά το άρθρο 454 Α.Κ., παραίτηση κατά το άρθρο 156 Α.Κ ή άλλη συμφωνία) και θεωρείται, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ., ως μη γενομένη (Ολ.ΑΠ 10/2012, ΑΠ 441/2016 ό.π.). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από τον νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι έχει συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη (ΑΠ 523/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2011), Ως κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν, μετέπειτα, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο εντολή (ΑΠ 289/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 377/2014 Δικογρ 2015, 221). Επιτρέπεται, όμως, συμφωνία, μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, η οποία εξαρτά τον χρόνο καταβολής της ανωτέρω αμοιβής από οποιαδήποτε αναβλητική αίρεση (ΑΠ 289/2015 ό.π.). Η αναβλητική αίρεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτήθηκε με τη σύμβαση η υποχρέωση του εντολέα προς πληρωμή της αμοιβής, δηλαδή το απαιτητό αυτής, δεν μεταβάλλει τη σύμβαση του δικηγόρου με τον εντολέα σε σύμβαση εργολαβίας (ΑΠ 1126/1987 ΕΕΝ 1988, 600). Βάσει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αγωγή, που είναι κατ' αρχάς επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα από τον νόμο απαιτούμενο για την πληρότητα του περιεχομένου της στοιχεία - απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης (βλ. σχετικά τις ΑΠ 441/2016, ΑΠ 523/2016, ΑΠ 170/2016 σε ΤΝΠ Νόμος)- είναι παραδεκτή και βάσιμη νομικά κατά την κύρια θεμελίωση της, με επιφύλαξη ως προς όσα κατωτέρω αναφέρονται, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1. 92 παρ. 1, 98, 99, 100,103, 107 παρ. 1 του εφαρμοστέου εν προκειμένω Κώδικα περί Δικηγόρων, ήτοι του ν.δ/ τος 3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 201, 361, 346, 713 επ., 1710 επ. ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ., καθώς, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφό της, η ένδικη σύμβαση εντολής καταρτίστηκε και εκτελέστηκε πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ ο νέος Κώδικας Δικηγόρων, με τη δημοσίευσή του, στις 27.9.2013 (ΦΕΚ Α' 208), στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (βλ. και άρθρο 166 παρ. 3 αυτού). Το επί μέρους, όμως, αγωγικό κονδύλιο περί επιδίκασης αμοιβής ποσού 72.757,62 ευρώ για τη σύνταξη υπομνήματος (προτάσεων) κατά τη συζήτηση, στις 22.1.2013, των προσφυγών ενώπιον του (δικάζοντος σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπό στοιχ, γ΄ κονδύλιο της αγωγής), είναι αβάσιμο κατά νόμο και απορριπτέο. Τούτο, δε, καθόσον κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 100 επ. ν:δ/τος 3026/1954, της οποίας γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και, ειδικότερα, διατύπωση από τον δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ίδιου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβής". Με το άρθρο τούτο ορίζεται, ως επιπρόσθετη προϋπόθεση, για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψης της προβλεπομένης αμοιβής, η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161), χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 παρ 1, 3 του ίδιου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς, τουλάχιστον με πρόστιμο, ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφτηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται (ΟλΑΠ 9/2008, ΑΠ 2193/2014 ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, και αληθούς υποτιθεμένου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι συντάκτης των εγγράφων υπομνημάτων ήταν ο αποβιώσας σύζυγός της, εφόσον δεν υπήρξε ολοκληρωμένη ενέργεια αυτού και, ειδικότερα, τόσο η διατύπωση του περιεχομένου των υπομνημάτων όσο και η υπογραφή τους από τον ίδιο, δεν διατηρούσε αυτός νόμιμη αξίωση σε βάρος της εναγομένης για καταβολή της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων αμοιβής και, επομένως, τέτοια αξίωση δεν έχει ούτε η ενάγουσα. Πέραν τούτων, ο αποβιώσας δια της παραιτήσεώς του (την 31.12.2012) και της κατά τα άρθρα 29, 32 και 33 του Κώδικα Δικηγόρων διαγραφής του από το μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου και ασχέτως της έκδοσης του σχετικού β.δ/τος (το οποίο απλώς βεβαιώνει την αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε) είχε απωλέσει το δικαίωμα προς άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (άρθρο 27 ΚώδΔικηγ, βλ. και ΣτΕ 612/2015 σε ΤΝΠ Νόμος), επόμενα δε και το δικαίωμά του προς απόληψη αμοιβής για οποιαδήποτε (μετά την παραίτηση) εργασία του, εξώδικη ή δικαστική. Τέλος, η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση, τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα για τον ακόλουθο λόγο.