Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

ΕιρΑθ 5286/17 : Πώληση αυτοκινήτου - Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας - Εκπομπή ρύπων. Αδικοπραξία - Αποζημίωση.


ΕιρΑθ 5286/17 : Πώληση αυτοκινήτου - Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας - Εκπομπή ρύπων. Αδικοπραξία - Αποζημίωση. Ευθύνη της κατασκευάστριας αυτοκινητοβιομηχανίας αναφορικά με την εκπομπή ρύπων αυτοκινήτων. Προστασία καταναλωτή. Εξαπάτηση της ενάγουσας αγοράστριας του επίδικου αυτοκινήτου - Αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη βάσει των διατάξεων του Ν.2251/94 , καθότι έλειπε από το όχημα η συνομολογημένη ιδιότητα, ενώ πρέπει να αποκατασταθεί και η ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. [Δες και την υπ' αρ. 5285/17 ΕιρΑθ.]


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 5286/2017

Πρόεδρος: Β. Δελλαπόρτα, Ειρηνοδίκης Αθηνών

Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 και επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και πρέπει να προξενείται από την απάτη (ΑΠ 325/2009, 491/2008). Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις συνεπώς η απάτη αντιμετωπίζεται με το δίκαιο του Αστικού Κώδικα υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας ελαττωματικότητας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία δημιουργεί υποχρέωση του προς αποζημίωση του απατηθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ., ανεξαρτήτως αν η απάτη αυτή αποτελεί και ποινικό αδίκημα. Δεν ενδιαφέρει, αν τα παραπλανητικά γεγονότα αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης ή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αλλά αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 282/2010, 373/2008, 441/2004, 898/2000). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαιτίως (ΑΠ Ολ 967/1973). Προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν κατά τα διδάγματα της κοινή πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1756/2011 Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α', 6 παρ. 1, 5 και 6, 7 παρ. 1 και 2 του Ν 2251/1994, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ειδικότερα: 1) κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' του Ν 2251/1994 "καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους”. Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας σ' αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85/577/ΕΟΚ για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων και 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή 2) Κατά την ίδια, ως άνω, διάταξη, εδ. β', προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητός του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. 3) Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα.... Περαιτέρω, η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του Ν 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών - μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθ. 14 § 5 Ν 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθ. 6 Ν 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία, στην οποία περιλαμβάνεται η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή καθώς και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§ 6), που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης, πριν τις 10.7.2007, δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (άρθ. 1 § 4 εδάφιο β' Ν 2251/1994), όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό (ήδη όμως με το Ν 3587/2007 άρθρο 7 παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 6 του προηγούμενου νομοθετήματος και ορίζεται πλέον ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου). Η ειδική, ως άνω, ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Αντίστοιχα, προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το άρθ. 6 § 5 εδ. α' του Ν 2251/1994 ως ελαττωματικό το προϊόν εκείνο, που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεώς του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού. Αντίθετα για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος.
Η συμπεριφορά είναι παράνομη, όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντάγματος 1975, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή δημιουργείται, για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων, αποτελεί και εκείνη του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ’ αρχήν και υπαίτια (άρθ. 330 εδ. β' ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παράγραφο 1 του άρθ. 7 του Ν 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ’ αριθμό 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (άρθ. 1 § 4 εδ. β' Ν 2251/1994), υποχρεούται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις §§ 2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων. Συνάγεται έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών.... Ενόψει όλων αυτών, το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις, καθώς και ποιου προσώπου, από εκείνα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία διάθεσης, οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται έτσι δεκτό με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται. Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 891/2013, ΑΠ 1505/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ, ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του για παράδοση πράγματος με τις συνομολογημένες ιδιότητες και απαλλαγμένου από πραγματικά ελαττώματα, όταν το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Η ίδια, ως άνω, διάταξη, μάλιστα, ορίζει εν συνεχεία ενδεικτικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση. Τέτοιο μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πωληθέντος πράγματος στη σύμβαση υφίσταται, μεταξύ άλλων, όταν το πωληθέν δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ... (περ. 1), όταν δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας (περ. 3), καθώς και όταν δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.

Στην υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι στις 28.11.2011 συνήψε με την δεύτερη εναγομένη εταιρεία «………….» μία έγκυρη σύμβαση πώλησης δυνάμει της οποίας αγόρασε ένα αυτοκίνητο μάρκας …….., μοντέλου ….., με κινητήρα πετρελαίου, έναντι τιμήματος δεκατριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (€ 13.399,43). Ότι για την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, η ενάγουσα προκατέβαλε το ποσό των € 3.400, ενώ για την αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού των € 10.000 συνήψε την 29.11.2011 με την ………. σύμβαση χορήγησης έντοκου δανείου αγοράς οχήματος. Ότι το κεφάλαιο του ανωτέρω δανείου επιμηκύνθηκε στις € 10.648,08 με επιτόκιο 9 %. Ότι δεν υφίσταται καμία ληξιπρόθεσμη οφειλή της ενάγουσας προς την τράπεζα, ενώ το ανεξόφλητο κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των € 2.584,66. Ότι για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της από το ανωτέρω δάνειο, η τράπεζα έχει συστήσει ενέχυρο επί του οχήματος της, η κυριότητα του οποίου παραμένει στην δεύτερη εναγομένη μέχρι την αποπληρωμή του. Ότι ένεκα αυτού, η ενάγουσα είναι νομέας και κάτοχος του οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας …… . Οτι στις 18.09.2015 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των Η.Π.Α. εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία κατηγορούσε την γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία ….. για παραβίαση του Ομοσπονδιακού Νόμου των Η.Π.Α. περί προστασίας του περιβάλλοντος και δη για εσκεμμένη παραποίηση από εκείνη των αποτελεσμάτων των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (ΝΟχ) από τα οχήματά της. Ότι η ανωτέρω εταιρεία και πρώτη εναγόμενη φέρεται να είχε αναπτύξει ένα λογισμικό ώστε οι τιμές των ρύπων που εκπέμπουν τα οχήματα με κινητήρα ντίζελ., με υπερτροφοδοτούμενο άμεσο ψεκασμό (TDI) να είναι σύννομες και ότι στην πραγματικότητα, οι εκπομπές οξειδίων του αζώτου ανέρχονταν έως και 40 φορές πάνω από το όριο. Ότι εξαιτίας αυτού, η ενάγουσα απευθύνθηκε στην δεύτερη εναγομένη, προκειμένου να μάθει εάν και κατά πόσο επηρεάζεται το αυτοκίνητό της από το ανωτέρω λογισμικό και ότι εις απάντηση αυτού του ερωτήματος της, στις 15/10/2015 η δεύτερη εναγομένη απάντησε στην ενάγουσα ότι το αυτοκίνητό της επηρεάζεται από αυτό. Ότι εκ των ανωτέρω προέκυπτε ότι το όχημα της ενάγουσας είναι προβληματικό και ότι οι πραγματικές τιμές εκπομπών οξειδίων του αζώτου απέχουν παρασάγγας από τις συμφωνηθείσες και δη τουλάχιστον 40 φορές οι πρώτες σε σχέση με τις δεύτερες. Ότι οι δύο πρώτες των εναγόμενων διαβεβαίωσαν απατηλώς την ενάγουσα ότι το αυτοκίνητό της πληρούσε απόλυτα τα αυστηρά όρια εκπομπών ρύπων που ορίζει το πρότυπο Euro 5 της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήτοι ότι είχε εκπομπές πολύ λιγότερες από 0,18 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο, ενώ αυτό δεν συνέβαινε. Ότι αντί αυτού οι εκπομπές του ανέρχονταν σε 0,62 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο. Ότι η απόκλιση αυτή θέτει το αυτοκίνητο της εναγούσης εκτός ορίων εκπομπών Euro 5 και ότι εξαιτίας αυτής της απόκλισης το όχημά της δεν θα έπρεπε να είχε λάβει έγκριση Τύπου, ήτοι να ταξινομηθεί και να πωληθεί στην Ελλάδα ως καινούριο. Ότι όλες οι εναγόμενες έχουν παραβιάσει το άρθρο 7 του Ν 2251/1994 για την Προστασία του Καταναλωτή, λόγω του ότι το όχημα της εναγούσης δεν συμμορφώνεται με τα όρια που θέτουν οι Κανονισμοί 715/2007 και 692/2008 για την υγεία των προσώπων εντός της Ε.Ε. Ότι ένεκα των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητά μετά από νομότυπο περιορισμό των αγωγικών κονδυλίων (άρθρο 223 ΚΠολΔ), με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και - με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων να καταβάλλουν σε εκείνη, ως αποζημίωση λόγω τέλεσης απάτης το ποσό των € 18.755,19 εντόκως μέχρι την έκδοσης αποφάσεως και από όλες τις εναγόμενες το ποσό των €1.200 ως αποζημίωση για ηθική βλάβη νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Άλλως και επικουρικώς, σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό το αίτημα της για την καταβολή του ποσού των €18.755,19, η αντίδικος ζητά να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης και της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλλουν σε εκείνη εις ολόκληρον € 5.000, ως αποζημίωση λόγω της μείωσης της αξίας του οχήματος της, εντόκως μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως και από όλες τις εναγόμενες το ποσό των € 1.200 ως αποζημίωση ηθική βλάβη νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αρθρ. 14 παρ. 1,25 παρ. 2 και 37 ΚΠολΔ, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και ως προς την πρώτη εναγομένη που έχει την έδρα της στην αλλοδαπή, η οποία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το παρόν δικαστήριο είναι αναρμόδιο κατά τόπο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της ιδίας καθότι ότι η έδρα της βρίσκεται στη Γερμανία, πλην όμως, ο ισχυρισμός της αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος δεδομένου όπ το παρόν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την υπό κρίση διαφορά κατά της πρώτης εναγομένης, καθόσον το εφαρμοστέο δίκαιο εν προκειμένω καθορίζεται μεταξύ άλλων και από τον Κανονισμό 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπου στο άρθρο 4 παρ. 1 του κανονισμού όπου ορίζεται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός αφενός, κι αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ορίζεται ότι Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός), περαιτέρω δε, η πρώτη εναγόμενη συνδέεται στην υπό κρίση περίπτωση με την τρίτη, εδρεύουσα στην Αθήνα, με σχέση απλής ομοδικίας σύμφωνα με το άρθρο 74 περ. 1 ΚΠολΔ και, επομένως, τα δικαστήρια της περιφέρειας της Αθήνας που έχουν τοπική αρμοδιότητα να δικάσουν την αγωγή κατά της τρίτης εναγομένης κατ' άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, έχουν σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 ΚΠολΔ τοπική αρμοδιότητα να δικάσουν και την αγωγή κατά της απλής ομοδίκου της πρώτης εναγόμενης. Ακόμη, είναι επαρκώς ορισμένη παρά των περί του αντιθέτου ισχυρισμών, δεδομένου ότι φέρει τα κατά το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α' του ΚΠολΔ, στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 ΚΠολΔ, περιέχει δηλαδή σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από την ενάγουσα κατά των εναγόμενων, σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ, ήτοι, η ζημία της ενάγουσας, η ζημιογόνος συμπεριφορά των εναγόμενων, δηλαδή πράξη ή παράλειψη αυτών παράνομη και υπαίτια και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με τη ζημία Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθ. 147, 149, 914, 926, 932, 297, 298, 299, 330, 481 επ. και 346, ΑΚ, 6 παρ. 1, 2 εδ. α, 3,4, 5 εδ. α, 6, 7,8 και 14 παρ. 5 εδ. α Ν2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» και 176 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι νομίμως ζητείται η αναγνώριση της οφειλής τόκων, κατά το μέρος που το αίτημα μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, διότι δεν εκλείπουν με την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό τα αποτελέσματα της ως οχλήσεως δημιουργικής υπερημερίας του οφειλέτη (Ολ ΑΠ 13/1994 πλειοψ. Ελ. Δννη 35.1259). Πρέπει επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, εφόσον, μετά τον ως άνω παραδεκτό περιορισμό του συνολικού αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται πλέον καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Άπασες οι εναγόμενες εταιρείες αμυνόμενες κατά της αγωγής και με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενες ότι δεν υπήρχε απολύτως καμία έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας στο επίδικο όχημα και συνεπώς τα ασκούμενα σχετικά δικαιώματα της ενάγουσας για αποζημίωση δεν υφίστανται. Επίσης, πρόβαλαν παραδεκτώς ένσταση καταχρηστικής άσκησης της κρινομένης αγωγής, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, ισχυριζόμενες ότι, αφενός εν προκειμένω, δεν υφίσταται αδικοπραξία, κι αφετέρου μετά την πρόσκληση από πλευράς της τρίτης εναγομένης προς την ενάγουσα να αναπρογραμματίσει τον εγκέφαλο του κινητήρα του αυτοκινήτου της, εκλείπει ο λόγος άσκησης της αγωγής. Οι ισχυρισμοί αυτοί θα ερευνηθούν περαιτέρω ομού με την υπό κρίση αγωγή. Επίσης η τρίτη εναγομένη προέβαλε ένσταση παραγραφής, ισχυριζομένη ότι σύμφωνα με τα άρθρα 277 και 544 ΑΚ, η συμβατική αξίωση της εναγούσης έχει παραγραφεί, καθόσον από την παράδοση του οχήματος στις 28-11-2011 μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής την 01-12-2015 έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Η ένσταση αυτή της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως αλυσιτελής αφού ερείδεται σε εσφαλμένη νομική προϋπόθεση και δη υπολαμβάνει ότι η αγωγή ερείδεται στις προαναφερθείσες απ’ αυτήν (εναγομένη) διατάξεις περί συμβάσεως πωλήσεως ενώ το αληθές είναι οτι η κρινομένη κυρία νομική βάση της αγωγής ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας (αρθρ. 914 επ. ΑΚ) και συνεπώς η αντίστοιχη αξίωση υπόκειται σε πενταετή παραγραφή κατ’ αρθρ. 937 ΑΚ (ΑΠ 1756/2011 Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ακόμη, η πρώτη εναγομένη πρόβαλε την ένσταση οικείου πταίσματος της ενάγουσας κατά ποσοστό 99%, ισχυριζόμενη ότι η τελευταία εκλήθη εγγράφως την 8-9-2016 για την δωρεάν εφαρμογή της αναβάθμισης του λογισμικού στο όχημα της ώστε να περιορίσει ή να αποτρέψει οποιαδήποτε ζημία στο όχημα της, πλην όμως αρνείται αδικαιολόγητα να προσέλθει. Η τελευταία αυτή ένσταση, η οποία επιχειρείται να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης της παρ. 1 εδ. α' απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) υποχρέωση, κατ' αρχήν, προς αποζημίωση, β) συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας του και γ) αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος προς-την επέλευση ή την έκταση της ζημίας εν προκειμένω δε ελλείπει παντελώς από τους ισχυρισμούς της εναγόμενης που προέβαλε την εν λόγω ένσταση τα στοιχεία της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πράξεων ή παραλείψεων της ενάγουσας και της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας στο όχημα της.
Από την εκτίμηση και αξιολόγηση της χωρίς όρκο εξέτασης της ενάγουσας και της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα ανταπόδειξης, που δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως αυτού του δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις επί μέρους ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τους ισχυρισμούς τους, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα (άρθρ. 336 § 4 ΚΠολΔ), καθώς και από τις νομοτύπως ληφθείσες κατ’ άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ, α) με επιμέλεια της τρίτης εναγόμενης, υπ’ αριθμόν …/24-2-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβoλαιoγράφoυ Αθηνών ………. και β) με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης υπ’ αριθμόν …./2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο, (απορριπτομένου στο σημείο αυτό, του ισχυρισμού της ενάγουσας περί ακυρότητας της κλήτευσης για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, δεδομένου ότι η κλήτευση φέρει όλα τα κατά νόμον στοιχεία και μεταξύ άλλων, τον ακριβή τόπο και χρόνο της εξέτασης του μάρτυρα και ειδικότερα ως τόπος αναφέρεται το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Αμβούργο και ως χρόνος η 24η Φεβρουαρίου 2017 και ώρες 11:00 και 12:00, η δε έλλειψη του προσδιορισμού της ως τοπική ώρα Ελλάδος ή τοπική ώρα Γερμανίας, ουδεμία ακυρότητα επιφέρει στην επίμαχη κλήτευση, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 336 ΚΠολΔ, το δικαστήριο κρίνει ότι κατά συνήθη πρακτική οι συναλλαγές που γίνονται στην αλλοδαπή πραγματοποιούνται πάντοτε σε τοπική της αλλοδαπής ώρα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά), αποδείχθηκαν, λοιπόν, κατά τη κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα στις 28/11/2011 συνήψε με την εταιρεία ……….. - δεύτερη εναγομένη, έγκυρη σύμβαση πώλησης με αντικείμενο ένα αυτοκίνητο μάρκας ….., πετρελαιοκίνητο ντίζελ, τύπου …. έναντι τιμήματος ποσού 13.399,43 ευρώ. Για την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, εκείνη προκατέβαλε το ποσό των 3.400,00 ευρώ, ενώ για την αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού των 10.000,00 ευρώ συνήψε την 29/11/2011 με την …………. σύμβαση χορήγησης έντοκου δανείου αγοράς οχήματος. Το κεφαλαίο του ανωτέρου χρηματικού δανείου (δάνεισμα) συμφωνήθηκε στις 10.648,08 ευρώ ενώ το επιτόκιο στο 9%.Η δανειοδότρια τράπεζα για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της από το ανωτέρω δάνειο, έχει συστήσει πλασματικό ενέχυρο επί του αυτοκινήτου ενώ η κυριότητά του, μέχρι την οριστική αποπληρωμή του παραμένει στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία (σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας). Συνεπεία όλων των ανωτέρω η ενάγουσα κατέστη νομέας και κάτοχος του ιδιωτικού επιβατικού αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας …. μάρκας … τύπου …. και με αριθμό πλαισίου ………. . Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από τις εναγόμενες. Η ανωτέρω έγκυρη σύμβαση υφίσταται ενεργός μέχρι σήμερα αφού δεν έχει ακυρωθεί για κάποιον λόγο, ούτε κάποιο από τα δύο μέρη έχει υπαναχωρήσει μέχρι σήμερα από αυτήν. Στη σύμβαση πώλησης αυτή συνομολογήθηκε ότι το ως άνω όχημα θα φέρει εκτός των άλλων συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, ειδικότερα δη σύμφωνα με τις προδιαγραφές των ρύπων του τύπου ….., πετρελαιοκινητήρα που είναι τοποθετημένος στο όχημα της ενάγουσας, το τελευταίο εξασφαλίζει την πιστοποίηση Euro 5, αναφορικά με τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (Νοχ), ήτοι ότι είχε εκπομπές (Νοχ) μικρότερες από 0,18 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο. Το τελευταίο αυτό συνάγεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε συνδυασμό με τον με αριθμό 692/2008 Κανονισμό για την εφαρμογή και τροποποίηση του πρώτου. Ειδικότερα, ορίζεται ότι από το Σεπτέμβριο του 2009, όλα τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα της ελληνικής αγοράς με βενζινοκινητήρα ή πετρελαιοκινητήρα, για να λάβουν έγκριση Τύπου, θα πρέπει να τηρούν τα νέα, αυστηρότερα όρια εκπομπών ρύπων, που ορίζει το πρότυπο Euro 5 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι από τον Ιανουάριο του 2011 και ύστερα, όλα τα αυτοκίνητα θα πρέπει να είναι Euro 5 κατά τον πίνακα που υπάρχει ως παράρτημα στον ως άνω Κανονισμό και ειδικότερα: Σύμφωνα με το νέο πρότυπο Euro 5, που θα ισχύσει για τις εγκρίσεις Τύπου επιβατικών αυτοκινήτων από την 1η Σεπτεμβρίου του 2009, τα ανώτατα όρια εκπομπών, ρύπων ορίζονται ως εξής: Κινητήρες πετρελαίου: Μονοξείδιο του άνθρακα (CO) 05 γρμ/χλμ, Αιωρούμενα σωματίδια (ΡΜ): 0,005 γρμ/χλμ Οξείδια του αζώτου (ΝΟχ): 0,18 γρμ/χλμ Συνδυασμένες εκπομπές υδρογονανθράκων και οξειδίων του αζώτου (HC+NOx): 0,23 γρμ/χλμ.. Το αυτοκίνητο, λοιπόν, της ενάγουσας κατά την εισαγωγή του στη χώρα μας ταξινομήθηκε με βάση τα ανωτέρω λεχθέντα σύμφωνα με το πρότυπο Euro 5 άρα πληρούσε κατά την κατασκευάστρια εταιρεία τα αυστηρά όρια εκπομπών ρύπων που ορίζει το πρότυπο αυτό. Πλήν όμως, στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των Η.Π.Α (US Environmental Protection Agency Ε.Ρ.Α.) εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, με την οποία κατηγορούσε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία ………… , ότι είχε σκόπιμα εξαπατήσει το αγοραστικό κοινό των Η.Π.Α. και είχε παραβεί τον Ομοσπονδιακό Νόμο των Η.Π.Α. περί προστασίας του περιβάλλοντος (Clean Air Act). Η κίνηση της εν λόγω διαδικασίας ήρθε σαν αποτέλεσμα των επίσημων ευρημάτων του Διεθνούς Συμβουλίου Καθαρών Μεταφορών (International Council on Clean Transportation LOOT.), το οποίο διεξήγαγε έρευνες με τις οποίες αποκαλύφθηκε παραποίηση από την ………… των αποτελεσμάτων εκπομπών οξειδίων του αζώτου (ΝΟχ) από τα οχήματα της. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με επίκληση σε μετάφραση έγγραφο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος των Η.Π.Α, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από τις εναγόμενες εταιρείες, η κατασκευάστρια εταιρεία ………. , κατασκεύασε και εγκατέστησε συσκευές αλλοίωσης σε ορισμένα μοντέλα ελαφρών οχημάτων χρονολογίας από 2009 έως 2015 με πετρελαιοκινητήρα. Ότι συγκεκριμένα η ….. κατασκεύασε και εγκατέστησε λογισμικό στην μονάδα ηλεκτρονικού ελέγχου των εν λόγω οχημάτων, η οποία αισθάνεται πότε το όχημα υποβάλλεται σε δοκιμές ελέγχου για συμμόρφωση με τα πρότυπα εκπομπών όπως τα ορίζει η ως άνω Υπηρεσία ή βάσει διαφόρων δεδομένων που λαμβάνει, συμπεριλαμβανομένης της θέσης του τιμονιού, της ταχύτητας του οχήματος, της διάρκειας λειτουργίας του κινητήρα και της βαρομετρικής πίεσης και παραγάγει αποτελέσματα συμμόρφωσης σύμφωνα με τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών ρύπων ενώ σε κάθε άλλη στιγμή κατά τη συνήθη λειτουργία του οχήματος το λογισμικό αυτό τρέχει μία διαφορετική «οδική βαθμονόμηση» και συνεπεία τούτου οι εκπομπές ΝΟχ αυξάνονται κατά μία συνιστώσα 10 έως 40 φορές πάνω από τα επίπεδα συμμόρφωσης της Υπηρεσίας αυτής. Τα πραγματικά περιστατικά αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες, όμως οι τελευταίες ισχυρίστηκαν ότι η ανωτέρω ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος των Η.Π.Α δεν αναφέρεται σε παραβίαση νόμου Ευρωπαϊκής ή Ελληνικής νομοθεσίας αλλά σε παραβίαση νόμου των Η. Π.A και αφορούσε σε οχήματα διαφορετικού μοντέλου και κυβισμού από το επίδικο όχημα της ενάγουσας. Πλην όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι δεδομένου : α) ενδεικτικά, από την επισκόπηση δημοσιευμάτων που προσκομίζονται με επίκληση προκύπτει ότι η αρμόδια Επίτροπος της Κομισιόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, …………….. , δήλωσε ότι η …………… παραβίασε τους κοινοτικούς κανόνες περί προστασίας του καταναλωτή, ότι η Αρχή Ανταγωνισμού στην Ιταλία επέβαλε πρόστιμο στην ……………, ότι το Λουξεμβούργο κινείται δικαστικά κατά της ………… για το σκάνδαλο εκπομπών αερίων, ακόμη σωρεία σχετικών αναφορών στον διεθνή και ελληνικό τύπο και στο διαδίκτυο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «…………», το οποίο προσκομίζεται με επίκληση, ο διευθύνων σύμβουλος της ………….. «έδωσε την λεπτομερέστερη μέχρι σήμερα εξήγηση για τις αιτίες του σκανδάλου. Η Εταιρεία γνώριζε τα προβλήματα από το 2005, αλλά αντί να το αντιμετωπίσει όπως όφειλε, διέπραττε το ένα λάθος μετά το άλλο», λαμβανομένης δε υπόψιν της διάταξης 336 ΚΠολΔ, δεν καταλείπεται αμφιβολία στο δικαστήριο αναφορικά με τα πραγματικά αυτά περιστατικά, β) σε σχετικό ερώτημα της ενάγουσας απευθυνόμενο προς την τρίτη εναγόμενη, η οποία τυγχάνει επίσημη εισαγωγέας στην χώρα μας των οχημάτων ……….. , έλαβε την από 15-10-2015 επιστολή της τελευταίας, με το εξής περιεχόμενο: «Κατόπιν σχετικής ενημέρωσης από τη ………., θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι ο πετρελαιοκινητήρας τύπου …. που είναι τοποθετημένος στο αυτοκίνητό σας επηρεάζεται από λογισμικό που σχετίζεται με την βελτιστοποίηση των τιμών οξειδίων του αζώτου (ΝΟχ) κατά την τυποποιημένη διαδικασία δοκιμής σε εργαστήριο. Λυπούμαστε για το γεγονός αυτό και, με βάση την ανωτέρω ενημέρωση από την ………., το αυτοκίνητό σας είναι τεχνικά ασφαλές και κατάλληλο για χρήση και καταβάλλεται κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιλυθούν οι παραπάνω αποκλίσεις το συντομότερο δυνατό. Η ……….. θα καλύψει τη δαπάνη όλων των αναγκαίων μέτρων και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη σας...», φέροντας κάτωθι την υπογραφή του αναπληρωτή διευθυντή πωλήσεων της. Συνεπώς, με τα πραγματικά αυτά περιστατικά καθίσταται σαφές, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι το περιγραφόμενο όχημα της ενάγουσας αφενός εντάσσεται στον κύκλο των οχημάτων με το «πειραγμένο» λογισμικό και αφετέρου ως λογική συνέπεια σε συνθήκες συνήθους λειτουργίας του, οι εκπομπές ρύπων ΝΟχ αυξάνονται, αφού επηρεάζεται από το λογισμικό που σχετίζεται με την βελτιστοποίηση των τιμών ΝΟχ κατά την τυποποιημένη διαδικασία δοκιμής σε εργαστήριο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το όχημα της ενάγουσας ήταν αποτέλεσμα των τεχνικών παρεμβάσεων της κατασκευάστριας εταιρείας του- πρώτης εναγόμενης η οποία μέσω των εδώ εναγόμενων εταιρειών, ήτοι της πωλήτριας-εμπορικού διανομέα και της επισήμου εισαγωγέα, είχε διαφημίσει με κάθε δυνατό τρόπο, όπως διαφημιστικά φυλλάδια, προσπέκτους αυτοκινήτου, δηλώσεις πωλητών, ότι το αυτοκίνητο το οποίο αγόρασε εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια τα όρια εκπομπών που έθετε το πρότυπο euro 5 σύμφωνα με τους ανωτέρω αναφερομένους, Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα απέκτησε ένα αυτοκίνητο το οποίο δεν πληρεί τους όρους που θέτει τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η ελληνική έννομη τάξη, το οποίο δεν συμμορφώνεται με το πρότυπο euro 5 και δεν θα έπρεπε να είχε λάβει έγκριση Τύπου από τις εγχώριες αρχές για να κυκλοφορεί ως καινούργιο στην ελληνική επικράτεια. Την τελευταία αυτή σκέψη αμφισβητούν οι εναγόμενες, ισχυριζόμενες ότι αν το όχημα της όπως και άλλα όμοια δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα που θέτει ο Κανονισμός 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Euro 5, τότε σίγουρα η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών (German Federal Motor Transport Authority - KB A), η οποία είναι η αρμόδια αρχή για τα πωληθέντα εντός της Ε.Ε. οχήματα ……… , είτε θα είχε βεβαιώσει σχετικώς την εν λόγω μη συμμόρφωση, είτε θα είχε προβεί στην ανάκληση της ανωτέρω πιστοποίησης, ενέργειες που ουδόλως έχουν συμβεί μέχρι σήμερα. Πλην όμως και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 13 του εν λόγω Κανονισμού το οποίο ορίζει: «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται όταν παραβιάζονται από τους κατασκευαστές οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των κυρώσεων. ...2.Οι τύποι παραβιάσεων που τιμωρούνται περιλαμβάνουν: α) την υποβολή ψευδών δηλώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών έγκρισης ή των διαδικασιών που οδηγούν σε ανάκληση, β) την παραποίηση των αποτελεσμάτων των δοκιμών για την έγκριση τύπου ή τη συμμόρφωση εν χρήσει, γ) την απόκρυψη στοιχείων ή τεχνικών προδιαγραφών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάκληση ή την απόσυρση της έγκρισης τύπου, δ)...ε)....», σαφώς συνάγεται ότι αφενός αρμόδια για την ανάκληση της πιστοποίησης για το Euro 5, είναι κρατικά ελληνικά όργανα, όπως εξάλλου προκύπτει και από την Υ.Α. 5299/406/2012 (Β’ 2840/23-10-2012) σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης έγκρισης τύπου στα οχήματα που κυκλοφορούν στη χώρα μας και όχι η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και αφετέρου ακόμη κι αν δεν έχει συμβεί η ανάκληση αυτή μέχρι σήμερα δεν αποκλείεται να συμβεί στο μέλλον, δεδομένης της παραποίησης των τεχνικών χαρακτηριστικών του οχήματος από την κατασκευάστρια εταιρεία του -πρώτη εναγομένη. Στη συνέχεια οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι όσα αναφέρει η ενάγουσα για τις υπερβολικές εκπομπές ρύπων του οχήματος της είναι αοριστίες και γενικεύσεις αφού δεν εξειδικεύει με σαφήνεια ποια Αρχή προέβη στην μέτρηση των εκπεμπόμενων ρύπων που επικαλείται και τα ευρήματα της μέτρησης αυτής. Όμως, ατυχώς προβάλλονται από τις εναγόμενες και ο ισχυρισμός αυτός δεδομένου ότι η τρίτη εναγόμενη εταιρεία-εισαγωγέας του επίδικου οχήματος απέστειλε στην ενάγουσα την από 12-5-2016 επιστολή της με το εξής περιεχόμενο: «Σε συνέχεια των πληροφοριών που λάβαμε από την κατασκευάστρια εταιρεία …………. , σας ενημερώνουμε ότι ειδικά τεχνικά μέτρα που θα ληφθούν για τους κινητήρες ντίζελ ……. και …. τύπου … που επηρεάζονται από το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για τη βελτίωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (ΝΟχ) κατά την εκτέλεση δοκιμών, έχουν ήδη παρουσιασθεί από τη … στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών (German Federal Motor Transport Authority) και έχουν εγκριθεί από την εν λόγω Αρχή. Σε συνέχεια των πληροφοριών που λάβαμε από την κατασκευάστρια εταιρεία ……., σας ενημερώνουμε όπ άδικά τεχνικά μέτρα που θα ληφθούν για τους κινητήρες ντίζελ …. και …….. τύπου … που επηρεάζονται από το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για τη βελτίωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (ΝΟχ) κατά την εκτέλεση δοκιμών, έχουν ήδη παρουσιασθεί από τη….. στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών (German Federal Motor Transport Authority) και έχουν εγκριθεί από την εν λόγω Αρχή». Τέλος, η τρίτη εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα την από 08-09-2016 συστημένη επιστολή με την οποία την ενημέρωνε ότι: « Οπως σας έχουμε ήδη ενημερώσω με σχετική επιστολή μας, ο κινητήρας του αυτοκινήτου σας επηρεάζεται από λογισμικό που σχετίζεται με βελτιώσεις των τιμών οξειδίων του αζώτου (ΝΟχ) κατά τη δοκιμή στο εργαστήριο (NEFZ/Νέος Ευρωπαϊκός Κύκλος Οδήγησης) σε σχέση με την πραγματική κυκλοφορία στον δρόμο. Γι' αυτό το λόγο απαιτείται ο αναπρογραμματισμός του εγκεφάλου κινητήρα (αναβάθμιση λογισμικού)….», οι οποίες προσκομίζονται με επίκληση και από την επισκόπηση των οποίων αβίαστα προκύπτει ότι η τρίτη εναγόμενη αναγνωρίζοντας ότι το όχημα της ενάγουσας έχει εγκατεστημένο και επηρεάζεται από το παράνομο λογισμικό, την καλεί να προβεί σε αναβάθμιση του λογισμικού αυτού. Συνεπώς, καθίσταται σαφές, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι στο επίδικο όχημα έχει εγκατασταθεί από την πρώτη εναγομένη- κατασκευάστρια εταιρεία το λογισμικό αυτό που σχετίζεται με την συμμόρφωση σε εργαστηριακές συνθήκες του οχήματος σε εκπομπές του οξειδίου του αζώτου, ενώ αντίθετα σε συνθήκες οδήγησης στο δρόμο να εμφανίζονται υψηλότερες και να εκφεύγουν του πλαισίου ου οποίου θέτει ο ως άνω αναφερόμενος με αριθμό 715 Κανονισμός 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προκειμένου τα οχήματα να λάβουν πιστοποίηση για το πρότυπο Euro 5. Συνεπώς, το αυτοκίνητο της ενάγουσας κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης πώλησης με την δευτέρα εναγομένη και κατά την παράδοση του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει το πρότυπο Euro 5 σχετικά με τις εκπομπές αερίων ρύπων, άρα εξέλιπε από το αυτοκίνητο μία συνομολογημένη κατά τη σύμβαση πώλησης ιδιότητα, για την οποία την διαβεβαίωνε η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία δια των εκπροσώπων της ότι το αυτοκίνητο που διαπραγματευόταν να αγοράσει και τελικά απέκτησε πράγματι είχε, ότι δηλαδή το εν λόγω αυτοκίνητο το οποίο απέκτησε η ενάγουσα από την δεύτερη εναγόμενη στις 28/11/2011 μάρκας …… , πετρελαιοκίνητο ντίζελ, τύπου ….. ανήκει στα «προβληματικά» αυτοκίνητα της εταιρείας, όπου οι πραγματικές πμές εκπομπών οξειδίων του αζώτου υπερβαίνουν τις συμφωνηθείσες. Εξάλλου, ένας συνετός αγοραστής, όπως δεν αποδείχθηκε ότι δεν είναι η ενάγουσα, ευλόγως προσδοκούσε στην ιδιότητα αυτή, δεδομένου ότι η απόκλιση αυτή θέτει το αυτοκίνητο της εκτός ορίων εκπομπών κατά το πρότυπο Euro 5, η έλλειψη δε της συνομολογημένης ιδιότητας αυτή θα εμπόδιζε το αυτοκίνητο να κυκλοφορήσει στη χώρα μας αφού δεν θα εδύνατο να λάβει την απαιτούμενη έγκριση τύπου, σύμφωνα με ανωτέρω αναλυτικώς λεχθέντα. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα δημοσιεύματα, τις παραδοχές της πρώτης εναγομένης αλλά και τη γνωμοδότηση του κ. Καθηγητή …………….. , ένας συγκεκριμένος τύπος πετρελαιοκινητήρα (με τον οποίον ήταν εφοδιασμένο και το αυτοκίνητο της εναγούσης) εξέπεμπε σε συνθήκες κανονικής οδήγησης έως και 40 φορές επιπλέον οξείδια του αζώτου, από τις τιμές που εμφάνιζε σε συνθήκες εργαστηρίου. Υπερέβαινε δηλαδή κατά πολύ τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών αερίων ρύπων που έθετε το πρότυπο Euro 5 γεγονός που τα καθιστούσε «παράνομα», αφού δεν συμμορφώνονταν στις τιμές που έθετε ο συγκεκριμένος Κανονισμός. Επιπλέον, ο κοινοτικός νομοθέτης, στο άρθρο 5 παρ. 2 (σε συνδυασμό με το άρθρο 3 αρ. 10) του Κανονισμού 715/2007 απαγορεύει ρητώς τη χρήση συστημάτων αναστολής, που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών. Δηλαδή, με τη συγκεκριμένη διάταξη θέλησε να απαγορεύσω ακριβώς αυτό το οποίο διέπραξε η πρώτη εναγόμενη, ήτοι την παραποίηση των στοιχείων αναφορικά με τις εκπομπές ενός οχήματος κατά τη διαδικασία ελέγχου (βλ. και προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως απόφαση Πρωτοδικείου του Χίλντεσχαϊμ = Landgericht Hildesheim, 3 Ο 139/16). Το παραπάνω γεγονός εξηγεί και την επιτακτική ανάγκη από πλευράς πρώτης εναγομένης, να διενεργήσει μία αναβάθμιση στο λογισμικό, με σκοπό να απομακρύνει το προβληματικό λογισμικό, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος ανάκλησης της άδειας του οχήματος επί τη βάσει διατάξεων τόσο κοινοτικής όσο και εθνικής προέλευσης (βλ. και προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως απόφαση Πρωτοδικείου του Χάγκεν = Landgericht Hagen, 3 0 66-16). Η ίδια η πρώτη εναγομένη παραδέχθηκε, ότι είχε αναπτύξει ένα λογισμικό, το οποίο αναγνώριζε, πότε το όχημα βρίσκεται σε συνθήκες εργαστηρίου (και “τρέχει” πάνω σε ράμπες) και πότε το όχημα βρίσκεται σε συνθήκες κανονικής οδήγησης στο δρόμο. Όταν το αυτοκίνητο βρίσκεται σε συνθήκες εργαστηρίου το παράνομο λογισμικό επεμβαίνει στις λειτουργίες του κινητήρα και χειραγωγεί τις εκπομπές κατά τέτοιον τρόπο προκειμένου αυτές να είναι σύννομες με τα εκάστοτε όρια εκπομπών που έθετε ο νομοθέτης. Όταν το αυτοκίνητο βρίσκεται σε συνθήκες δρόμου, το παράνομο λογισμικό επεμβαίνει με αντίστροφο τρόπο και έτσι οι εκπομπές σε ΝΟχ εκτινάσσονταν σε έως και 40 φορές πάνω από τις καταμετρημένες σε συνθήκες εργαστηρίου τιμές, προκειμένου το όχημα να εμφανίζει χαμηλότερη κατανάλωση και υψηλότερη απόδοση (δύναμη) (βλ. Γνωμοδότηση Αν. Καθηγητή Μετσοβίου Πολυτεχνείου, κ. ……… , που προσάγεται μετ’ επικλήσεως). Η ενάγουσα δεν απέκτησε αυτό που νομίμως δικαιούτο από τη σύμβαση πώλησης ήτοι ένα τεχνικώς άρτιο όχημα, το οποίο να ανταποκρίνεται στις νομοθετικές διατάξεις, ως ανωτέρω αναλύεται. Επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός, ότι το αυτοκίνητο της εναγούσης τηρεί τα πρότυπα που θέτει ο Κανονισμός 715/2007. Το αυτοκίνητό της, από τη σπγμή που φύγει από το εργαστήριο και κινηθεί κανονικά σε δρόμο, εκπέμπει έως και 40 φορές παραπάνω αέριους ρύπους. Αλλωστε και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας εάν ήθελε υποτεθεί, ότι το αυτοκίνητο της εναγούσης είναι καθ’ όλα σύννομο, δεν θα υπήρχε λόγος να την καλέσουν για να αναβαθμίσουν το λογισμικό του αυτοκινήτου της, με δαπάνες της πρώτης εναγόμενης. Προφανώς όμως έπραξαν τούτο, γιατί ήταν υποχρεωμένες να καταστήσουν το αυτοκίνητο της εναγούσης αλλά και τα άλλα αυτοκίνητα με παρόμοιο πρόβλημα, συμμορφούμενο με τα πρότυπα Euro 5, τα οποία επιτάσσει ο κοινοτικός νομοθέτης να ακολουθούνται από όλα τα αυτοκίνητα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι από τις προπεριγραφείσες πρακτικές της πρώτης εναγομένης η ενάγουσα εξαπατήθηκε και οδηγήθηκε στη σύναψη μίας σύμβασης, την οποία σε καμία περίπτωση δεν θα είχε υπογράψει, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση δανειζόμενη μάλιστα, προκειμένου να ανταπεξέλθει οικονομικά στο κόστος αποπληρωμής με αποτέλεσμα δηλαδή να οδηγηθεί, μεταξύ άλλων, να αγοράσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο της εν λόγω εταιρείας, την οποία προτίμησε έναντι άλλων ανταγωνιστριών εταιρειών, πιστεύοντας ότι το απόκτημά της πληρούσε ορισμένες προδιαγραφές, που τελικά δεν υπήρχαν και λόγω της εξαπάτησης που υπέστη να καταβάλει υψηλότερο τίμημα της αξίας του αυτοκινήτου που τελικά παρέλαβε. Περαιτέρω όμως, ως προς τη δεύτερη και Τρίτη των εναγομένων δεν απεδείχθη δική τους ευθύνη ως προς την διαπραχθείσα σε βάρος, της εναγούσης απάτη. Ειδικότερα, δεν υφίσταται αδικοπρακτική συμπεριφορά των εταιρειών αυτών σε βάρος της εναγούσης κι ως εκ τούτου δεν έχουν καμία υπαιτιότητα. Τούτο διότι οι εταιρείες αυτές ούτε γνώριζαν κάτι για την εν λόγω μη συμμόρφωση όταν η τρίτη εναγόμενη διέθεσε το εν λόγω όχημα στην δεύτερη εναγομένη, αλλά ούτε και αργότερα, καθότι η πρώτη εναγόμενη δήλωσε στην Τρίτη ότι το όχημα της εναγούσης διαθέτει την πιστοποίηση Euro 5 και συναφώς ότι συμμορφώνεται με την Κοινοτική Νομοθεσία, η δε τελευταία αφενός δεν είχε κάποιο λόγο να αμφισβητήσει το ως άνω γεγονός, αφετέρου δεν διέθετε τα απαραίτητα τεχνικά μέσα προκειμένου να ελέγξει την ακρίβειά του. Ούτε όμως σε ότι αφορά το θέμα του επίμαχου λογισμικού, οι δύο τελευταίες των εναγομένων είχαν οποιαδήποτε γνώση όταν η τρίτη διέθεσε το εν λόγω όχημα στην δεύτερη εναγομένη, αλλά ούτε και αργότερα, παρά το πληροφορήθηκαν αρκετό χρόνο μετά και δη τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν το εν λόγω ζήτημα έγινε παγκοσμίως γνωστό στο ευρύ κοινό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Την απουσία γνώσης ως προς το εν λόγω ζήτημα που σχετίζεται με το λογισμικό βεβαιώνει και ο Προϊστάμενος Τεχνικής Υποστήριξης της τρίτης εναγόμενης Εταιρεία κ. ………….. στην υπ' αριθ. …/24.01.2017 ένορκη βεβαίωσή του. Πράγματι, από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες εταιρείες δια των εκπροσώπων τους, τελούσαν σε γνώση της ύπαρξης της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας στο αυτοκίνητο της ενάγουσας, ώστε να επιδιώκουν την απόκρυψη ή την αποσιώπηση της, δεδομένου ότι αντίκειται στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής από τη μία μεν πλευρά οι εναγόμενες εταιρείες να προβαίνουν σε δημοσιεύσεις στον τύπο και σε άλλες δημόσιες και κατ’ ιδίαν δηλώσεις, ότι τάχα το αυτοκίνητο της ενάγουσας φέρει την πιστοποίηση που απαιτείται σύμφωνα με το πρότυπο euro 5 όπως εκτενώς ανωτέρω αναλύεται και από την άλλη πλευρά να αποσιωπούν δολίως και αθέμιτα όλα τα ανωτέρω από την ενάγουσα ως υποψήφια αγοράστρια.
Κατά συνέπεια, εξαιτίας της απουσίας οποιαδήποτε υπαιτιότητας της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη σ’ αυτές και κατ’ επέκταση δεν έχουν υποχρέωση για αποζημίωση της ενάγουσας και πρέπει η αγωγή ν’ απορριφθεί ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων ως ουσία αβάσιμη, και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική τους δαπάνη κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη, η οποία κρίθηκε υπαίτια της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα κατά τα προπεριγραφέντα, δεν υπήρξε αντισυμβαλλομένη της τελευταίας δεν μπορεί να ακυρωθεί η δήλωση βούλησης αυτής (άρθρ. 149 ΑΚ) και να λάβει την αποζημίωση που αιτείται σύμφωνα με την κύρια βάση της αγωγής και η αποζημίωση που πρέπει να λάβει για τη ζημία που υπέστη ισούται με τη διαφορά της αξίας του αυτοκινήτου εάν ανταποκρινόταν στις ανωτέρω προδιαγραφές σε σχέση μ’ εκείνη του οχήματος που τελικά έλαβε, σύμφωνα με την επικουρική αξίωση της αγωγής και τούτο διότι μετά την αποκάλυψη των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που βαρύνουν την πρώτη εναγόμενη, πέραν του κινδύνου να ανακληθεί η πιστοποίηση του Euro 5 και να προκληθούν προβλήματα ως προς την κυκλοφορία του αυτοκινήτου της, πέραν της προφανούς περιβαλλοντικής επιβάρυνσης από τη λειτουργία του για τέσσερα έτη, (2011 - 2015), το όχημα υπέστη πλήγμα και στη μεταπρατική του αξία, καθόσον οι υποψήφιοι μελλοντικοί αγοραστές, μετά τον «θόρυβο» που έγινε θα είναι δύσπιστοι κι επιφυλακτικοί ως προς την αγορά του και θα προτιμούν παρόμοια οχήματα ανταγωνιστριών εταιρειών. Η πληγείσα δε από τις ανωτέρω πρακτικές αξιοπιστία της πρώτης εναγομένης δεν «θεραπεύεται» από την εκ των υστέρων, μετά από χρήση τεσσάρων ετών, πρόσκληση και προσφορά προς την εξαπατηθείσα ενάγουσα αναβάθμισης του κινητήρα του οχήματός της, απορριπτομένης της προβληθείσας από την πρώτη ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής αυτής. Κατά συνέπεια η ενάγουσα υπέστη ζημία που ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο, κατά τη κρίση του δικαστηρίου, είναι το υπερβάλλον του τμήματος που κατέβαλε σε σχέση με την πραγματική αξία του αυτοκινήτου που αγόρασε, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, είχε τις ανωτέρω ελλείψεις. Κατά συνέπεια, στο ως άνω ποσό ανέρχεται η συνολική θετική ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα και οφείλει να αποκαταστήσει η πρώτη εναγόμενη, ευθυνόμενη ως κατασκευάστρια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων του Ν 2251/1994, όπως αναφέρονται στην υπό στοιχείο Β μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 298 και 914 επ. του ΑΚ, διότι προμήθευσε στην ενάγουσα έναντι ανταλλάγματος, το όχημα από το οποίο έλειπε επίμαχη η συνομολογημένη ιδιότητα. Τέλος, λόγω της παραπάνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας, εκτιμώμενων των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε η σε βάρος της αδικοπραξία, του είδους και του βαθμού της ζημίας που υπέστη, της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη έκτοτε και της κοινωνικοοικονομικής θέσεως των μερών, πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.200 ευρώ. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά την επικουρική αυτής αξίωση, ως προς την πρώτη εναγόμενη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (4.000 + 1.200,00) = 5.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης προς αυτήν της αγωγής. 
[...](Δέχεται εν μέρει την αγωγή.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου