ΕφΛαρ 11/17 : Τράπεζες - Ευθύνη - Μη άμεση εκτέλεση εντολής - ''Κούρεμα καταθέσεων'' - Ζημία. Σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα - Έννοια εμβάσματος. Μη άμεση εκτέλεση εντολής μεταφοράς χρημάτων από τράπεζα της Κύπρου σε κατάστημα της ίδιας στην Ελλάδα, με συνέπεια τη ζημία του εντολέα, καθώς μεσολάβησε στο επίμαχο χρονικό διάστημα της καθυστέρησης, κούρεμα των καταθέσεων - Εξαιτίας λοιπόν, της μη εμπρόθεσμης εκτέλεσης της μεταφοράς αυτής και πίστωσης του λογαριασμού του δικαιούχου πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων - συνδικαιούχων ήδη του λογαριασμού, η οποία με βάση τη σύμβαση ήταν άμεσα εκτελεστέα, η τράπεζα κατέστη υπερήμερη σχετικά με την εκτέλεση αυτής μέσα στον απαιτούμενο χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου η αποστολή των χρημάτων δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό (από 1.11.2013 ο επίμαχος λογαριασμός έπαυσε να προσφέρει την δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων από και προς την Κύπρο) και η εναγομένη τράπεζα οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων ως συνδικαιούχων του λογαριασμού από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης. Η ζημία συνίσταται στο χρηματικό ποσό το οποίο θα πιστώνονταν στον κοινό λογαριασμό των εναγόντων εάν είχε εκτελεστεί άμεσα η εντολή και στους νομίμους τόκους υπερημερίας.
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2017
Πρόεδρος: Κ. Αλεβιζοπούλου, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Β. Πάπαρη
[...] 3. Το άρθρο 1 του Ν 5638/1932, όπως ισχύει μετά το ΝΔ 951/1971 και το άρθρο 2 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ», ρυθμίζουν τα θέματα της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες υπέρ τρίτου και σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, ορίζοντας ταυτόσημα ότι αυτοί για τους οποίους έγινε η κατάθεση γίνονται, αμέσως μετά απ’ αυτήν, δικαιούχοι των χρημάτων που κατατέθηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινά λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα (RE) και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και κατάθεσης, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α' και 827 του ΑΚ), αφετέρου δε να καταβάλει νομίμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής (ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 1402/2012 Nomos, ΑΠ 322/1989 ΕΕΝ 1990, 75, ΑΠ 1547/1986 ΝοΒ 35, 1040, ΣυμπλΒασΝομ 1993, 577, ΕφΛαρ 390/2001 Nomos). Συναφώς, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως και όχι καθαυτή αδικοπραξία, με την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής του, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια (ΕφΛαμ 27/2013 Nomos). Η τράπεζα δικαιούται κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ, να διαθέσει τα κατατεθειμένα σ’ αυτή χρήματα «κατ’ αρέσκεια», χωρίς ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο αρμόδιος υπάλληλος της να υποπίπτει στο αδίκημα της υπεξαίρεσής τους, το οποίο διαπράττει μόνο αυτός που ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα. Επομένως και αν ακόμη η τράπεζα αρνείται ν' αποδώσει στον καταθέτη κατά τον προσήκοντα χρόνο, τα κατατεθειμένα χρήματα, ο καταθέτης δεν έχει εναντίον της την κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ αξίωση για αποζημίωση από την υπεξαίρεση, αλλά μόνο την αγωγή από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης κατ' άρθρα 806, 822 και 830 ΑΚ, δεδομένου ότι η αδικοπραξία από τον τρίτο τελείται σε βάρος της Τράπεζας (ΑΠ 929/2009 Nomos, ΑΠ 1122/2005 ΝοΒ 2006, 196, ΑΠ 830/2003 ΕλλΔνη 45, 176, ΑΠ 1083/1991 Nomos). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατά της τράπεζας αγωγή με την οποία ζητείται από τον καταθέτη το ποσόν της καταθέσεώς του, δεν δύναται να έχει άλλη βάση πλην της εκ της ανωμάλου παρακαταθήκης, όχι δε και εξ αδικοπραξίας, διότι η τράπεζα, ακόμη και αν αυθαίρετα παρακρατεί το ποσόν της καταθέσεώς, δεν αδικοπραγεί κατά τα προεκτεθέντα. Για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ευθύνης δεν απαιτείται να προέβη ο υπαίτιος στην ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον παθόντα, αλλά αρκεί και η γνώση αυτού ότι η επέλευση ζημίας στον άλλον ήταν ενδεχόμενη και παρά ταύτα αυτός δε θέλησε να απόσχει από την πράξη ή την παράλειψη που προκάλεσε την ζημία (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1122/2005, ΕφΘεσ 1599/2004 Nomos). Εξάλλου, η χρηματική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, συνιστά περίπτωση συμβατικής ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρον (ΑΚ 489, βλ. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 489-490, σελ. 694, παρ. 4, ΑΠ 246/1992 ΕλλΔνη 1993, 1311, ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 2003, 254). Σύμφωνα δε με το άρθρο 492 ΑΚ, το πταίσμα ενός συνδανειστή κατά κανόνα δεν βλάπτει τους υπολοίπους. Το πταίσμα του οφειλέτη ενεργεί επίσης υποκειμενικά, παράγει δηλαδή ευθύνη του μόνο προς το συνδανειστή έναντι του οποίου συνέτρεξε, ενώ οι λοιποί δικαιούνται την αρχική παροχή. Όσον αφορά στην αδυναμία παροχής, ενεργεί κατ' αρχήν υποκειμενικά, εξαίρεση όμως πρέπει να υπάρξει επί αντικειμενικής αδυναμίας και επί υποκειμενικής, η οποία όμως επήλθε προς όλους τους δανειστές. Στις μορφές αυτές δεν θα ήταν ορθό να περιορίζεται η ενέργεια σε συγκεκριμένο δανειστή, αφού η εκπλήρωση είναι αδύνατη απέναντι σε όλους. Σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας, ολικής ή μερικής, ο οφειλέτης θα ευθύνεται εις ολόκληρον προς αποζημίωση όλων των δανειστών, δηλαδή η παροχή αντικαθίσταται από υποχρέωση αποζημίωσης. Επί αδυναμίας οφειλόμενης σε υπαιτιότητα ενός δανειστή, απαλλάσσεται ο οφειλέτης έναντι πάντων (βλ. για την αδυναμία Μπαλή, Ενοχ. Δ., παρ. 185, άρθρα 3-4). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν 3601/2007, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την παρ. 1 άρθρου 83 του Ν 3862/2010 και πριν την κατάργησή του με το Ν 4261/2014,στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι «υπηρεσίες πληρωμών», περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων. Εξάλλου, η εντολή του πελάτη προς την τράπεζά του να μεταφέρει το καθορισμένο κεφάλαιο στο δικαιούχο και να του το παραδώσει στο υποκατάστημά της στον τόπο της πληρωμής, εκτελείται με έμβασμα. Ο κλασικότερος ορισμός για την έννοια του εμβάσματος είναι η διατόπια αποστολή χρήματος που καταβάλλεται τοις μετρητοίς σε ορισμένο δικαιούχο μέσω τράπεζας. Ο πελάτης δίνει εντολή στην τράπεζα να παραδώσει ένα προσυμφωνημένο ποσό στο δικαιούχο και το υποκατάστημα στον τόπο πληρωμής.
Σύμφωνα με την πρόταση της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 1.12.2005 σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και την Οδηγία 2007/64/ΕΚ (προς την οποία προσαρμόστηκε η Ελληνική Νομοθεσία με τη θέσπιση του Ν 3862/2010), υπηρεσία εμβασμάτων συντρέχει όταν η τράπεζα αποδέχεται μετρητά, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα που καταθέτει ο χρήστης, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της πράξης πληρωμής και τη μεταφορά χρηματικών ποσών στο δικαιούχο. Συνεπώς, είναι αδιάφορο για την έννοια του εμβάσματος, εάν ο εντολέας καταθέτει ρευστό ή εάν χρεώνεται ο λογαριασμός του. Δηλαδή, ο κοινοτικός νομοθέτης θεωρεί ότι για την εκτέλεση του εμβάσματος από τον πληρωτή μπορεί να λαμβάνονται είτε μετρητά είτε λογιστικό χρήμα είτε ηλεκτρονικό χρήμα (συνδ. άρθρα 2 παρ. 13 και 15), ενώ δικαιούχος μιας διασυνοριακής πίστωσης είναι εκείνος σε λογαριασμό του οποίου κατατίθεται το ποσό της εντολής. Δηλαδή βασικό στοιχείο της έννοιας της μεταφοράς πίστωσης είναι η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου, ανεξάρτητα από το εάν η καταβολή των χρημάτων από τον εντολέα έγινε αυτούσια ή μέσω χρέωσης τραπεζικού του λογαριασμού. Ως διασυνοριακή μεταφορά πίστωσης θεωρείται η πράξη που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του εντολέα μέσω ιδρύματος ή υποκαταστήματος ιδρύματος ευρισκόμενου σε κράτος μέλος με σκοπό να τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου χρηματικό ποσό σε ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα ιδρύματος ευρισκόμενου σε άλλο κράτος μέλος. Ο εντολέας και ο δικαιούχος μπορεί να είναι και το ίδιο πρόσωπο. Είναι αδιάφορο, αν ο εντολέας ή ο δικαιούχος εδρεύουν στην Κοινότητα. Πάντως, είναι απαραίτητο τα εμπλεκόμενα πιστωτικά ιδρύματα ή τα υποκαταστήματά τους να είναι εγκαταστημένα στην Κοινότητα. Ένα ίδρυμα είναι για τους σκοπούς της Οδηγίας εγκαταστημένο στην Κοινότητα, όταν η εντολή μεταφοράς πραγματοποιείται από ένα υποκατάστημα που εδρεύει στην Κοινότητα ενός ιδρύματος με έδρα σε τρίτη χώρα. Η Οδηγία και αντίστοιχα ο Ν 3862/2010 εφαρμόζεται όταν εκτελούν μεταφορές πιστώσεων υποκαταστήματα του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον αυτά εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη της Κοινότητας. Εκτός πεδίου εφαρμογής βρίσκονται οι εθνικές μεταφορές πιστώσεων και οι εντολές πληρωμής που ή η εντολοδόχος τράπεζα ή το ίδρυμα του δικαιούχου δεν εδρεύουν στην Κοινότητα ή στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο. Σχετικά με τους εφαρμοστέους στις συμβάσεις διενέργειας τραπεζικών πληρωμών με έμβασμα κανόνες, κατά την ορθότερη άποψη, πρέπει να εφαρμοστούν μεν κυρίως οι διατάξεις της σύμβασης έργου (βλ. ΑΠ 388/2006 ΝοΒ 2006, 1800, ΧρΙΔ 2006, 630, ΕΕμπΔ 2006, 645 με παρατηρήσεις Χρυσάνθη, ΕφΠειρ 60/2015 Nomos, ΕφΑθ 3979/2006 ΕλλΔνη 2006, 1510, ΕφΑθ 1509/2002 ΕλλΔνη 2003, 263, ΕφΑθ 8670/1996 ΕπισκΕΔ 1999, 138, ΕΤρΑξΧρΔ 2000, 785), με συμπληρωματική όμως εφαρμογή και των διατάξεων για την εντολή (ΑΠ 1082/2013 ΔΕΕ 2014, 250, ΧρΙΔ 2014, 12, ΕφΠειρ 83/2011 Nomos, ΕφΑθ 436/1994 ΕΕμπΔ 1994, 602 επ., ΕφΑθ 9566/1987, ΕΕΝ 1989, 635, Λ. Γεωργακόπουλος, Χρηματιστηριακό και Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 325, 332, Αλ. Τσιμικάλη, Μελέται εκ του δίκαιου των τραπεζών, Αθήναι 1949, σελ. 58, X. Χρυσάνθη, Η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των σύγχρονων τραπεζικών συναλλαγών, σελ. 197, 213, Ν. Ρόκα, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, σελ. 87, Γ. Θεοχαροπούλου, Παρατηρήσεις στην ΕφΛαρ 287/2002 ΕπισκΕΔ 2003, 458 επ.), λόγω της ιδιαίτερης φύσης της σχέσεως πελάτη-τράπεζας, που ενέχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα και αμοιβαία εμπιστοσύνη, με συνέπεια τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις να καθορίζονται καταρχήν από τη σύμβαση έργου, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενων όμως των διατάξεων περί εντολής. Η εντολή μεταφοράς χρημάτων δεν αποτελεί πρόταση για κατάρτιση σύμβασης που να απαιτεί αποδοχή εκ μέρους της τράπεζας, αλλά απλή και υποχρεωτική για την τράπεζα οδηγία του πελάτη (ΑΚ 717), που περιέχει τη δήλωση βουλήσεώς του, με σκοπό την ενεργοποίηση του περιεχομένου της σύμβασης και υλοποιείται με χρέωση του λογαριασμού του πελάτη και αντίστοιχη πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Κατά τα ανωτέρω, το αναλαμβανόμενο από την τράπεζα έργο συνίσταται στη διατόπια μεταφορά κεφαλαίων έναντι προμήθειας. Έτσι, η κύρια συμβατική παροχή της τράπεζας συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς αυτής, η δε αντιπαροχή του εντολέα στην καταβολή αμοιβής για το παρεχόμενο από την τράπεζα έργο. Επιπλέον, λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ τους, τόσο ο εντολέας του εμβάσματος όσο και η τράπεζα βαρύνονται με καθήκοντα αυξημένης επιμέλειας και προστασίας των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου. Πρόκειται για παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως οι αρχές αυτές αποκρυσταλλώνονται στην ΑΚ 288 (βλ. για τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πελάτη γενικά στις τραπεζικές συμβάσεις Σπ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο-Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, σελ. 93 επ.).
Ειδικότερα, ο εντολέας είναι υποχρεωμένος να παρέχει σαφείς και ακριβείς οδηγίες σχετικά με την εντολή και φέρει τον κίνδυνο κάθε ζημίας που αποδίδεται σε ελλιπείς οδηγίες (ΑΚ 723,691). Σκοπός είναι η αποφυγή ενδεχόμενης νόθευσης εντολών και εγγράφων και η μη εμπλοκή της τράπεζας σε αμφισβητούμενες καταστάσεις. Στις υποχρεώσεις της τράπεζας συγκαταλέγονται ο έλεγχος της γνησιότητας και αυθεντικότητας της εντολής, η επιλογή κατάλληλου ανταποκριτή, η παροχή επαρκούς καλύμματος σε αυτόν, καθώς και πλήρων και σαφών οδηγιών και υποστήριξης σχετικά με την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, το έμβασμα σύμφωνα με την ΑΚ 323, είναι σύμβαση άμεσα εκτελεστέα. Πράγματι στην τραπεζική πρακτική το έμβασμα εκτελείται αυθημερόν ή την επόμενη εργάσιμη ημέρα (βλ. και άρθρα 61 παρ. 1, 64 παρ. 1 και 66 παρ. 1 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ). Επομένως, δεν απαιτείται όχληση της τράπεζας κατά την ΑΚ 341 ή προσδιορισμός εύλογης προθεσμίας, δεδομένου ότι έχει συμφωνηθεί σιωπηρώς από την τράπεζα ως ημερομηνία διαβίβασης της εντολής, η ημέρα παραλαβής ή η επόμενη εργάσιμη. Η Οδηγία 2007/64, όπως και η προηγούμενη Οδηγία 97/5, επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών την υποχρέωση έγκαιρης διεκπεραίωσης της εντολής μεταφοράς πίστωσης, καθώς και εκτέλεσης της εντολής με μεταφορά πίστωση ολόκληρου του ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου προς αποφυγή διπλών χρεώσεων (άρθρο 64 παρ. 1). Ειδικότερα, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των πληρωμών στην Κοινότητα, ορίζεται μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης μιας ημέρας για όλες τις εντολές πληρωμής που εκφράζονται σε ευρώ ή στο εθνικό νόμισμα κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ, ώστε το ποσό της εντολής να πιστώνεται στο λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών του δικαιούχου το αργότερο ως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας από τη λήψη της εντολής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πρέπει να ορίζει ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου το αργότερο την ημέρα κατά την οποία πιστώνεται με το ποσό της εντολής ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής του δικαιούχου (βλ. άρθρο 61 παρ. 1). Επίσης, αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε την εντολή πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος της συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρήματα στη διάθεση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, χρονικό σημείο λήψης της εντολής για τους σκοπούς του άρθρου 66 θεωρείται η συμφωνηθείσα ημέρα. Αν η συμφωνηθείσα ημέρα δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών η εντολή πληρωμής που λαμβάνεται θα λογίζεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε μετά τον κατά το άρθρο 61 χρόνο λήψης της εντολής, το ποσό της πράξης πληρωμής να πιστώνεται στο λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου το αργότερο στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Έως την 1.1.2012 ο πληρωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του μπορούν να συμφωνούν διαφορετική προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εργάσιμες ημέρες (άρθρο 66 παρ. 1). Εξάλλου, στην Οδηγία ορίζεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος προς αυτόν για την ορθή εκτέλεση της εντολής, εκτός αν αποδείξει ότι εκτέλεσε προσηκόντως την εντολή και παρέδωσε τα ποσά στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, περίπτωση κατά την οποία ο πάροχος του δικαιούχου είναι υπεύθυνος έναντι του τελευταίου. Ως ορθή εκτέλεση της πληρωμής, νοείται η σύμφωνη με το αποκλειστικά μέσο ταυτοποίησης, εμπρόθεσμη και για ολόκληρο το ποσό εκτέλεση της πληρωμής. Σε περίπτωση ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής γεννάται υποχρέωση, ανάλογα με το ποιος φέρει την ευθύνη, του μεν παρόχου του πληρωτή για διόρθωση της πράξης πληρωμής ή άμεση επιστροφή του ποσού στον πληρωτή, καθώς και των τυχόν επιβληθεισών χρεώσεων και τόκων, του δε παρόχου του δικαιούχου για τη σχετική καταβολή προς το δικαιούχο (βλ. άρθρο 71). Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις αντικειμενική ευθύνη των παροχών υπηρεσιών πληρωμών διευκρινίζεται ότι ισχύει με την επιφύλαξη κάθε άλλης αξίωσης που είναι δυνατόν να εγερθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επομένως, οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 2007/64, αν και εξαιρετικά σημαντικές, δεν αντικαθιστούν αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά προς το γενικότερο νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τα ζητήματα που προκύπτουν κατά την εκτέλεση των τραπεζικών εντολών πληρωμής (βλ. Αιτιολογική Σκέψη αρ. 46 Οδηγίας 2007/64). Επομένους, βάσει των ανωτέρω, παρέπεται ότι αν η τράπεζα κατέστη υπερήμερη σχετικά με την εκτέλεση της εντολής πληρωμής μέσα στον εύλογο χρόνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, μετά την πάροδο του οποίου η αποστολή των χρημάτων (ή η μεταφορά της πίστωσης) δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό, η τράπεζα οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (άρθρα 686 εδ. β' και 34-3 εδ. β' ΑΚ).
Η ευθύνη της τράπεζας κατά τα παραπάνω σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, υπερημερίας ή μη εκπλήρωσης (αδυναμίας παροχής) των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει έναντι του εντολέα της στα πλαίσια μιας εντολής πληρωμής είναι κατ΄ αρχήν ευθύνη ενδοσυμβατική. Η ανώμαλη εξέλιξη των σχετικών ενοχών μπορεί, να οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Η τράπεζα θα ευθύνεται πρωτίστως κατ' ΑΚ 297, 298, 330, 343, 344, 345, 383, 385 και συμπληρωματικά κατ' ΑΚ 686, 689, 690 και 714, 719 που εφαρμόζονται αναλόγως. Υποχρέωσή της είναι να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα της από την πλημμέλεια κατά την εκτέλεση της εντολής πληρωμής ή την υπερημερία της (δευτερογενής υποχρέωση αποζημίωσης κατ' ΑΚ 383) ή να αποδώσει στον εντολέα της νομιμοτόκως, μετά την υπαναχώρησή του από τη σύμβαση, κατ' ΑΚ 383, ό,τι της κατέβαλε για την εκτέλεση της εντολής, δηλαδή το ποσό στο οποίο αφορά η εντολή και τα σχετικά έξοδα. Τα ίδια ισχύουν και για την ανώμαλη εξέλιξη των συμβατικών ενοχών που συνδέουν τις μεσολαβούσες τράπεζες μεταξύ τους. Η ζημία που μπορεί να προκόψει από την πλημμελή ή τη μη εκπλήρωση μια εντολής πληρωμής μπορεί να συνίσταται σε απώλεια κεφαλαίου και τόκων, περαιτέρω (έμμεση) ζημία ή ζημία από την κύμανση των τιμών του συναλλάγματος. Επιπρόσθετα, στις Οδηγίες 97/5 και 2007/64 καθιερώνεται περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης της τράπεζας για αποζημίωση του εντολέα, σε περίπτωση οποιοσδήποτε πλημμέλειας εντοπίζεται στη σφαίρα ευθύνης των μεσολαβουσών τραπεζών. Η αντικειμενική αυτή ευθύνη λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη της τράπεζας κατά την εκτέλεση πράξεων τραπεζικών πληρωμών. [...]
Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 29.5.2012 έγγραφη αίτηση ανοίγματος λογαριασμού υπό προειδοποίηση «International Account 35d» φυσικών προσώπων, ο πρώτος ενάγουν ζήτησε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», υποκατάστημα Ελλάδος της «... LTD», το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων, υπό την προϋπόθεση του ταυτόχρονου ανοίγματος από την "... LTD" στην Κύπρο αντίστοιχου λογαριασμού με την ονομασία «INTERNATIONAL ACCOUNT». Βάσει του αιτήματος αυτού και μετά από συμφωνία της τράπεζας, ανοίχθηκε με δικαιούχο τον πρώτο ενάγοντα, ο με αριθμό GR ... λογαριασμός όψεως στο υποκατάστημα Βόλου της «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» και ταυτόχρονα, με την ίδια σύμβαση, ανοίχθηκε επίσης και στην Κύπρο ο αντίστοιχος συνδεδεμένος με τον ανωτέρω τραπεζικός λογαριασμός, υπό την ονομασία «International Account» (αντίστοιχος λογαριασμός Κύπρου της «... LTD») και με αριθμό CY ...). Η εν λόγω σύμβαση «κατάθεσης» φέρει χαρακτήρα «ανώμαλης παρακαταθήκης» (830 ΑΚ), με εφαρμογή και των περί δανείου διατάξεων. [...]
Εv συνεχεία αποδείχθηκε ότι την 14.3.2013 το πρωί, ο πρώτος ενάγων παρουσιάστηκε στο κατάστημα της τράπεζας στο Βόλο, ήτοι στη ... και υπέβαλε δύο έγγραφες αιτήσεις - εντολές με ημερομηνία 13.3.2013, οι οποίες παραλήφθηκαν από τους υπαλλήλους της τράπεζας την ίδια ημέρα, δηλ. στις 14.3.2013. Με την πρώτη εξ αυτών ζητούσε να υπεισέλθουν ως συνδικαιούχοι οι λοιποί ενάγοντες στον λογαριασμό του στην ... LTD της Κύπρου με τον ως άνω αριθμό CY ... Με τη δεύτερη εξ αυτών ζητούσε την άμεση μεταφορά στον αρχικό συνδεδεμένο λογαριασμό του στην ... με αριθμό GR ... του Βόλου, του ποσού των 685.000 ευρώ που υφίστατο στο λογαριασμό του στην ... LTD της Κύπρου με αριθμό ...., επικαλούμενος λόγους υγείας και επείγουσες οικονομικές του υποχρεώσεις. Για την πρώτη αίτηση ανοίγματος κοινού λογαριασμού, πέραν της προαναφερόμενης επιστολής, υπογράφηκε το σχετικό τραπεζικό έντυπο που τιτλοφορείται «ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ (Αλληλέγγυας και χωριστής ευθύνης)» από όλους τους ενάγοντες με βεβαίωση της υπογραφής τους από τον αρμόδιο υπάλληλο της τράπεζας, καθιστάμενων έτσι και των λοιπών εναγόντων δικαιούχοι του λογαριασμού. Αντιθέτως, για την αίτηση μεταφοράς του ποσού των 685.000 ευρώ δεν έγινε καμία διαδικασία από την πλευρά της τράπεζας. Δηλαδή, αποδείχθηκε ότι, πέραν της από 13.3.2013 εγγράφου εντολής, δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία εισαγωγής εμβάσματος χρημάτων από την Κύπρο, όπως θα έπρεπε, ενόψει του ότι επρόκειτο για μεταφορά χρημάτων από το εξωτερικό στο εσωτερικό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. [...]
Για τη μη εκτέλεση της εντολής δεν ευθύνεται ο πρώτος ενάγων, αλλά η τράπεζα, διότι δεν προσκάλεσε τον πρώτο ενάγοντα και δεν του χορήγησε το αντίστοιχο έντυπο προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία, υποχρέωσή της η οποία πηγάζει από τη σύμβαση, τους ΓΟΣ και το νόμο 3802/2010 κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αλλά και από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288), ενόψει του ότι ο πρώτος ενάγων ήταν πελάτης της τράπεζας και είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους. [...]
Ούτε βεβαίως μπορεί να γίνει δεκτό ότι η τράπεζα δεν παρέλαβε την έγγραφη εντολή, αφού την υπέγραψε διά του υπαλλήλου της και την σφράγισε. Εξάλλου, ενώ για την υπεισέλευση των λοιπών εναγόντων στον λογαριασμό υπογράφηκε το σχετικό έντυπο της τράπεζας στις 14.3.2014, για την εκτέλεση της μεταφοράς δεν έγινε καμία ενέργεια. Περαιτέρω, όπως είναι κοινώς γνωστό, στις 16.3.2013 η ... LTD τέθηκε σε αργία, ενώ στις 25.3.2013 το πρωί, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, επικύρωσαν το παρακάτω σχέδιο διάσωσης της Κύπρου, που προέβλεπε «κούρεμα» καταθέσεων στην Τράπεζα Κύπρου και «λύση» της Λαϊκής Τράπεζας, ήτοι: 1) «Κούρεμα» καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ στην Τράπεζα Κύπρου. 2) Διάλυση της Λαϊκής Τράπεζας, με την διάσπαση αυτής σε «καλή» και «κακή» με την πρώτη να απορροφάται από την Τράπεζα Κύπρου και τη δεύτερη να τίθεται σε εκκαθάριση. Με τον τρόπο αυτό διασώζονται οι καταθέσεις έως και 100.000 ευρώ, ενώ όλα τα ποσά πάνω από αυτό το όριο «παγώνουν». Οι καταθέτες θα αποζημιωθούν από το προϊόν εκκαθάρισης της «κακής» Λαϊκής, σε βάθος αρκετών ετών. Εξάλλου, με την εφαρμογή του νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας περί θέσης της σε καθεστώς εξυγίανσης, εκδόθηκε το 97/26.3.2013 διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου περί μεταβίβασης στην εναγομένη-εφεσίβλητη τράπεζα των υποκαταστημάτων της εν λόγω Τράπεζας «... LTD» στην Ελλάδα και προς τούτο συντάχθηκε η από 26.3.2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, η οποία στις μεταβιβαζόμενες υποχρεώσεις περιλαμβάνει και την ευθύνη συνέχισης των εν λόγω συμβάσεων.
Εξαιτίας της μη εκτέλεσης της κύριας συμβατικής παροχής της, η οποία συνίστατο στην εκτέλεση της μεταφοράς αυτής και στην πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων- συνδικαιούχων ήδη του λογαριασμού με το ποσό των 685.000 ευρώ, η οποία με βάση τη σύμβαση ήταν άμεσα εκτελεστέα, η τράπεζα κατέστη υπερήμερη σχετικά με την εκτέλεση αυτής μέσα στον παραπάνω χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου η αποστολή των χρημάτων (ή η μεταφορά της πίστωσης) δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό (άλλωστε, όπως ομολογείται, από 1.11.2013 ο επίμαχος λογαριασμός έπαυσε να προσφέρει την δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων από και προς την Κύπρο) και η εναγομένη τράπεζα οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα πρώτου ενάγοντος και των λοιπών εναγόντων ως συνδικαιούχων του λογαριασμού από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (άρθρα 686 εδ. β' και 383, 385, 343 εδ. β' ΑΚ). Η ζημία συνίσταται στο χρηματικό ποσό το οποίο θα πιστώνονταν στον κοινό λογαριασμό των εναγόντων εάν είχε εκτελεστεί άμεσα η εντολή και στους νομίμους τόκους υπερημερίας από 15.3.2013.
[...]Δέχεται την έφεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου