Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Αμοιβή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Αμοιβή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Μον. Πρωτ. Λαμ. 186/2018 : "Αν δεν έχει προηγηθεί διαπραγμάτευση με τους χρήστες περί καθορισμού αμοιβής, κρίνεται απαράδεκτη η αναζήτηση προσωρινής αμοιβής μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων"


Από τα άρθρα 46 έως 53, 55 και 56 Ν. 2121/1993, σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της απαγόρευσης της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ... η οποία (αρχή) απέναντι στους χρήστες υλοποιείται με την απαγόρευση εξαναγκασμού αυτών προς καθορισμό μη δικαίων τιμών, συνάγεται ότι, η προσφυγή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης στο Μονομελές Πρωτοδικείο για τον προσωρινό καθορισμό της εύλογης αμοιβής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να γίνει αφού προηγηθούν, χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών, οι διαπραγματεύσεις με τους χρήστες, οι οποίες βεβαίως επιβάλλεται να γίνουν πριν από οποιαδήποτε χρήση, έτσι, ώστε να αποφεύγονται οι αυθαιρεσίες και οι καταχρηστικές διακρίσεις από τους οργανισμούς, σε βάρος των χρηστών, χωρίς να εξαναγκάζονται σε καθορισμό μη δικαίων τιμών, με την παροχή σ' αυτούς της δυνατότητας διαπραγμάτευσης του ύψους της οφειλόμενης αμοιβής, με βάση τα συγκεκριμένα προσωπικά τους στοιχεία (μέγεθος ή είδος επιχείρησης, είδος εκτελούμενης μουσικής, διάρκεια αυτής κ.ά.) και να αποφασίσουν ακόμη και για την περίπτωση να μην προβούν στη συγκεκριμένη χρήση.
Επομένως, σε κάθε περίπτωση προσφυγής στο Δικαστήριο για προσδιορισμό της αμοιβής εφ' όσον αυτή αφορά χρήση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί πρόκειται για οριστικό προσδιορισμό, ο οποίος γίνεται από το αρμόδιο τακτικό δικαστήριο, αποκλεισμένης της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

ΑΠΟΦΑΣΗ 186/2018 
(Αριθμός Κατάθεσης αίτησης 242/Ασφ/75/2018) 
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ 
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Σοφία - Αλεξάνδρα Ζήκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε κατόπιν νόμιμης κλήρωσης.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Απριλίου 2018, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει τις αιτήσεις με αριθμούς κατάθεσης 242/Ασφ/75/6-3- 2018 και αντικείμενο τον προσωρινό καθορισμό αμοιβής και την προσωρινή επιδίκαση αμοιβής, μεταξύ :
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1. Αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΔΙΟΝΥΣΟΣ - Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Ελλήνων Ηθοποιών ΣΥΝ.ΠΕ», έδρα στην Αθήνα, Στουρνάρα 35, με ΑΦΜ 096191760, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2. αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας με την επωνυμία «GΕΑ - GRAMMO. ΕΡΑΤΩ, ΑΠΟΛΛΩΝ, Ενιαίος Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης και Είσπραξης του Συγγενικού Δικαιώματος των Παραγωγών Υλικών Φορέων Ήχου και των Ερμηνευτών/Εκτελεστών Καλλιτεχνών» και τον διακριτικό τίτλο «GEA GRAMMO, ΕΡΑΤΩ, ΑΠΟΛΛΩΝ», έδρα στο Δήμο Αθηναίων Αττικής, Λαζ. Σώχου αρ. 4, ΑΦΜ 997495285, και εκπροσωπείται νόμιμα, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους ΝΤ (AM ΔΣ Αθηνών .........).
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «... Ο.Ε.», έδρα στο δήμο Λαμιέων, ....., ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου .....που βρίσκεται στη Λαμία, .... για την οποία δεν εμφανίστηκε νόμιμος εκπρόσωπος ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την παραπάνω δικάσιμο, η πληρεξούσια δικηγόρος των αιτούντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτοί.
Από τη με αριθμό 6679Γ77-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας ΕΠ, που προσκομίζουν οι αιτούντες, προκύπτει ότι επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου για την παραπάνω δικάσιμο με κλήση προς συζήτηση στην εν λόγω δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ' ης η αίτηση εταιρία. Επομένως, εφόσον για την τελευταία δεν εμφανίστηκε νόμιμος εκπρόσωπος της ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη δικάσιμο αυτή, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε νόμιμα η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο έκθεμα, πρέπει να δικαστεί ερήμην, η διαδικασία ωστόσο πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 687 § 1, 690 § 1, και 691 § 1 ΚΠολΔ).
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου που περιλαμβάνει τα άρθρα 46 έως 53 του ν. 2121/1993 «Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα», καθιερώθηκε η προστασία των συγγενικών προς την πνευματική ιδιοκτησία δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων σε εργασίες («εισφορές» κατά την ορολογία του νόμου), που σχετίζονται με την πνευματική ιδιοκτησία ή έχουν κάποιες ομοιότητες με αυτή, δεν μπορούν βεβαίως να αναχθούν σε αυτοτελή πνευματικά έργα, διότι δεν εμφανίζουν τα κρίσιμα στοιχεία της πνευματικής δημιουργίας, συμβάλλουν όμως, και μάλιστα πολλές φορές καθοριστικά, στή δημόσια εκτέλεση, στην αναπαραγωγή και γενικά στη διάδοση των έργων αυτών.
Ο καθορισμός των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων προκύπτει από τους κανόνες που αναγνωρίζουν τα σχετικά δικαιώματα. Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 § 1, 47 § 1 και 48 § 1 του ίδιου νόμου, εισφορές παρέχουν κυρίως οι καλλιτέχνες που ερμηνεύουν ή εκτελούν τα έργα και οι παραγωγοί υλικών φορέων ήχου και εικόνας. Οι εισφορές των προσώπων αυτών χρήζουν προστασίας, ώστε να μη γίνονται αντικείμενο οικειοποίησης και εκμετάλλευσης από τρίτους, η δε προστασία αυτή θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 49 του ως άνω νόμου (ΕφΘεσ 259/2010, ΕφΘεσ 2178/2008, ΤΝΠ Νόμος).
Κατά το άρθρο 49 παρ. 1, 3 και 5 αυτού "1. Όταν υλικός φορέας ήχου που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο ... ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, το ύψος της εύλογης αμοιβής και οι όροι της πληρωμής καθορίζονται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο. 2 ... 3. Οι εισπραττόμενες αμοιβές κατανέμονται εξ ημισείας μεταξύ ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και παραγωγών των υλικών φορέων. Η κατανομή των εισπραττόμενων αμοιβών μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και μεταξύ των παραγωγών γίνεται κατά τις μεταξύ τους συμφωνίες που περιέχονται στον κανονισμό του κάθε οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. 4.... 5. Όταν υλικός φορέας εικόνας ή ήχου και εικόνας που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ... ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές των οποίων η ερμηνεία έχει εγγραφεί στους υλικούς αυτούς φορείς. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται η παράγραφος 1 εδάφια β\ γ\ δ' και ε\ καθώς και οι παράγραφοι 2 και 4 του παρόντος άρθρου".
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 55 παρ. 1 περ. α και 56 παρ. 1 και 2 του ιδίου ως άνω νόμου, που σύμφωνα με το άρθρο 58 αυτού εφαρμόζονται αναλόγως στη διαχείριση και την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων, κατά μεν το πρώτο οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν μεταξύ των άλλων την αρμοδιότητα να καταρτίζουν συμβάσεις με τους χρήστες για τους όρους εκμετάλλευσης των έργων, καθώς και για την οφειλόμενη αμοιβή, κατά δε το δεύτερο:

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των ΔιοικΔικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης


ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των Διοικ. Δικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης. Ακυρότητα παραίτησης δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή.  Θάνατος δικηγόρου - Άσκηση της αξίωσης για την αμοιβή του θανόντος δικηγόρου από κληρονόμo του - Λύση της σύμβασης εντολής με το θάνατο - Αμεταβίβαστο το δικαίωμα λήψης αμοιβής. Δεκτή η έφεση. Απορρίπτει την αγωγή.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1994/2017

Πρόεδρος: Μαργαρίτα Νικάκη

Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ........../6.11.2015 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ............/19.11.2015, έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά της .........../2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. Κ.Πολ.Δ, ως είχαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και που εφαρμόζονται όμως στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης που έγινε στις 11.12.2015 (βλ. τη με αριθ. ........../11.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Β. Σ.), με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.11.2015 (άρθρα 495 επ., 499, 511, 513 παρ. 1β' 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 681 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου, επιπρόσθετα, και του ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ.).
Με τη με αριθ. Κατάθεσης ............/11.10.2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι ο αποβιώσας την 20η.3.2013 σύζυγός της Α. – Μ. Λ., δικηγόρος Θεσσαλονίκηςμέχρι και την 31.12.2012, οπότε και παραιτήθηκε προς συνταξιοδότηση, είχε αναλάβει από το έτος 2005 και εντεύθεν, σε εκτέλεση εντολής της εναγομένης, τη διεκπεραίωση των αναφερομένων δικαστικών της υποθέσεων ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων (άσκηση προσφυγών), για τις οποίες δικαιούταν να λάβει ως αμοιβή, βάσει των προβλεπομένων από τον προισχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ελαχίστων ορίων αμοιβών, το συνολικό ποσό των 291.030,48 ευρώ. Ότι, ειδικότερα, σχετικά με το θέμα της αμοιβής είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ανωτέρω (εντολέως και εντολοδόχου δικηγόρου) ότι η εναγομένη θα κατέβαλε στον σύζυγό της, πριν τη διενέργεια κάθε αναγκαίας διαδικαστικής πράξης, τα έξοδα άσκησης και εκδίκασης αυτής, ήτοι τα σχετικά παράβολα, ένσημα και την ελάχιστη προεισπραττόμενη από τον δικηγορικό σύλλογο αμοιβή (διπλότυπα παραστάσεων) και, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των υποθέσεων, αν δηλαδή γίνονταν δεκτές οι προσφυγές και ακυρώνονταν ολικά ή μερικά με τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι προσβαλλόμενες με τις προσφυγές πράξεις της φορολογούσας αρχής, τότε η εναγομένη θα του κατέβαλε την ελάχιστη νόμιμη, βάσει του Κώδικα περί Δικηγόρων, αμοιβή Ότι επί των προσφυγών εκδόθηκαν, αρχικά μεν από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης οι αναφερόμενες αποφάσεις, που παρέπεμψαν τις υποθέσεις προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου (μετά τις σχετικές τροποποιήσεις του ΚωΔιοικΔικ) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, οι αναφερόμενες αποφάσεις του τελευταίου Δικαστηρίου, με τις οποίες έγιναν τελεσίδικα δεκτές όλες οι ασκηθείσες προσφυγές και ακυρώθηκαν όλα τα προσβληθέντα φύλλα ελέγχου της φορολογούσας Αρχής. Ότι, πάντως, κατά την εκδίκαση των προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 22.1.2013, παραστάθηκε ως δικηγόρος της εναγομένης ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Χ. Α., συνεργάτης του συζύγου της, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά υποβληθέντα προς το Δικαστήριο υπομνήματα, λόγω της εν τω μεταξύ παραιτήσεως του συζύγου της από την ενεργό δικηγορία. Ότι, επομένως, από την τελεσίδικη επιτυχή κατάληξη των υποθέσεων και την επίδοση των αποφάσεων που έλαβε χώρα στις 24.9.2013, επήλθε η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε η αξίωση του συζύγου της προς λήψη της δικηγορικής αμοιβής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο της αξίωσής του αυτής, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου των δικών, κυρίως μεν βάσει των διατάξεων του προισχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων, το άνω ποσό των 291.030,48 ευρώ, άλλως, δε, ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 213.376,42 ευρώ βάσει των διατάξεων του νυν ισχύος Κώδικα περί Δικηγόρων και, τέλος, με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή των προαναφερομένων ποσών βάσει των διατάξεων περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον από την αποφυγή καταβολής των ελάχιστων νομίμων αμοιβών, που θα κατέβαλε προς οποιονδήποτε τρίτο δικηγόρο - εντολοδόχο, κατέστη (η εναγομένη) αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του αποβιώσαντος. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη 10649/2015 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, ως προς όλες τις βάσεις της, ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για τους σ' αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνε! δεκτή η αγωγή Οι λόγοι τούτοι της έφεσης είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και από ουσιαστική άποψη. Κατά μεν το άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ/τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", που έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εντολής και του χρόνου εκτέλεσης αυτής" (βλ, και ΑΠ 441/2016 ΤΝΠ Νόμος), "ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον, κατά δε το άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου κώδικα "τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελάχιστων ορίων" Σύμφωνα δε με το εδ. β' της τελευταίας αυτής διάταξης, που είχε προστεθεί με το άρθρο 5 παρ. 3 ν.δ/τος 4272/1962 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 ν. 1093/1980 "πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, οι οποίες αποσκοπούν, όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου, ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ’ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση. Και, αν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του κώδικα περί δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρή και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθρο 92 παρ. 3, 4 και 5 κώδικα περί δικηγόρων). Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψής της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους κατά το άρθρο 454 Α.Κ., παραίτηση κατά το άρθρο 156 Α.Κ ή άλλη συμφωνία) και θεωρείται, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ., ως μη γενομένη (Ολ.ΑΠ 10/2012, ΑΠ 441/2016 ό.π.). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από τον νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι έχει συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη (ΑΠ 523/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2011), Ως κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν, μετέπειτα, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο εντολή (ΑΠ 289/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 377/2014 Δικογρ 2015, 221). Επιτρέπεται, όμως, συμφωνία, μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, η οποία εξαρτά τον χρόνο καταβολής της ανωτέρω αμοιβής από οποιαδήποτε αναβλητική αίρεση (ΑΠ 289/2015 ό.π.). Η αναβλητική αίρεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτήθηκε με τη σύμβαση η υποχρέωση του εντολέα προς πληρωμή της αμοιβής, δηλαδή το απαιτητό αυτής, δεν μεταβάλλει τη σύμβαση του δικηγόρου με τον εντολέα σε σύμβαση εργολαβίας (ΑΠ 1126/1987 ΕΕΝ 1988, 600). Βάσει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αγωγή, που είναι κατ' αρχάς επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα από τον νόμο απαιτούμενο για την πληρότητα του περιεχομένου της στοιχεία - απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης (βλ. σχετικά τις ΑΠ 441/2016, ΑΠ 523/2016, ΑΠ 170/2016 σε ΤΝΠ Νόμος)- είναι παραδεκτή και βάσιμη νομικά κατά την κύρια θεμελίωση της, με επιφύλαξη ως προς όσα κατωτέρω αναφέρονται, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1. 92 παρ. 1, 98, 99, 100,103, 107 παρ. 1 του εφαρμοστέου εν προκειμένω Κώδικα περί Δικηγόρων, ήτοι του ν.δ/ τος 3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 201, 361, 346, 713 επ., 1710 επ. ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ., καθώς, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφό της, η ένδικη σύμβαση εντολής καταρτίστηκε και εκτελέστηκε πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ ο νέος Κώδικας Δικηγόρων, με τη δημοσίευσή του, στις 27.9.2013 (ΦΕΚ Α' 208), στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (βλ. και άρθρο 166 παρ. 3 αυτού). Το επί μέρους, όμως, αγωγικό κονδύλιο περί επιδίκασης αμοιβής ποσού 72.757,62 ευρώ για τη σύνταξη υπομνήματος (προτάσεων) κατά τη συζήτηση, στις 22.1.2013, των προσφυγών ενώπιον του (δικάζοντος σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπό στοιχ, γ΄ κονδύλιο της αγωγής), είναι αβάσιμο κατά νόμο και απορριπτέο. Τούτο, δε, καθόσον κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 100 επ. ν:δ/τος 3026/1954, της οποίας γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και, ειδικότερα, διατύπωση από τον δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ίδιου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβής". Με το άρθρο τούτο ορίζεται, ως επιπρόσθετη προϋπόθεση, για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψης της προβλεπομένης αμοιβής, η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161), χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 παρ 1, 3 του ίδιου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς, τουλάχιστον με πρόστιμο, ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφτηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται (ΟλΑΠ 9/2008, ΑΠ 2193/2014 ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, και αληθούς υποτιθεμένου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι συντάκτης των εγγράφων υπομνημάτων ήταν ο αποβιώσας σύζυγός της, εφόσον δεν υπήρξε ολοκληρωμένη ενέργεια αυτού και, ειδικότερα, τόσο η διατύπωση του περιεχομένου των υπομνημάτων όσο και η υπογραφή τους από τον ίδιο, δεν διατηρούσε αυτός νόμιμη αξίωση σε βάρος της εναγομένης για καταβολή της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων αμοιβής και, επομένως, τέτοια αξίωση δεν έχει ούτε η ενάγουσα. Πέραν τούτων, ο αποβιώσας δια της παραιτήσεώς του (την 31.12.2012) και της κατά τα άρθρα 29, 32 και 33 του Κώδικα Δικηγόρων διαγραφής του από το μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου και ασχέτως της έκδοσης του σχετικού β.δ/τος (το οποίο απλώς βεβαιώνει την αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε) είχε απωλέσει το δικαίωμα προς άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (άρθρο 27 ΚώδΔικηγ, βλ. και ΣτΕ 612/2015 σε ΤΝΠ Νόμος), επόμενα δε και το δικαίωμά του προς απόληψη αμοιβής για οποιαδήποτε (μετά την παραίτηση) εργασία του, εξώδικη ή δικαστική. Τέλος, η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση, τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα για τον ακόλουθο λόγο.