Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Πώληση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Πώληση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

ΜονΠρΗλείας 23/18 : Μεταβίβαση επιχείρησης - Όρος περί μη ανταγωνισμού. Πώληση πρατηρίου καυσίμων - Μεταβίβαση της επιχείρησης και συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος περί μη ανταγωνισμού - Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί ως παρεπόμενη συμφωνία στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του ενός των συμβαλλομένων υπέρ του άλλου.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 23/2018

Πρόεδρος: Αικ. Τσουρούτη (Πρόεδρος Πρωτοδικών)

[…Η επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα. Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού προσώπου) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναγνωρίζουν την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της επιχείρησης ως συνόλου, αφού προβλέπεται η «μεταβίβαση», «εκποίηση», «πώληση», «επιδίκαση» και «αναγκαστική διαχείριση» επιχείρησης (βλ. άρθρα 479, 1624 εδ. 6 ΑΚ, 483, 1034 επ. ΚΠολΔ, 18 ν.δ. 3562/1956, 46α Ν. 1892/1990, 4 § 2 Ν. 4112/1929, 22 Ν. 2239/1994 κ.ά). Αποτελεί, επομένως, η επιχείρηση ως σύνολο αντικείμενο δικαιώματος, που είναι: α) περιουσιακό, αφού έχει καθεαυτό χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο, αφού, όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει, επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται διά της μεταβιβάσεως καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθίαν, το άυλο αγαθό της επιχείρησης ως σύνολο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πωλήσεως, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κ.λπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κ.λπ.), κατά τρόπον ώστε ο αποκτών διά της πωλήσεως να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επιμέρους δικαιωμάτων. Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επιμέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για τη μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού παρά την εκποίηση διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα (ΟλΑΠ 7/2009 Δ 2009, 634· ΑΠ 737/2011 ΝοΒ 2012, 537· ΕφΑθ 658/2012 ΕλλΔνη 2013, 753· ΠΠρΑθ 3704/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στους συγγραφείς).

Περαιτέρω, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί ως παρεπόμενη συμφωνία στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του ενός των συμβαλλομένων υπέρ του άλλου. Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού συνιστά υποχρέωση προς παράλειψη ή ανοχή κατά το άρθρο 287 ΑΚ, με την κατά κανόνα έννοια της μη άσκησης από τον υποσχεθέντα οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση πελατείας από τον δέκτη της υπόσχεσης ή τη δημιουργία νέας, ενέχει δε θεμιτό περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας του, αρκεί αυτός να μην είναι υπέρμετρος (ΕφΑθ 925/2010 ΕλλΔνη 2011, 814· Α. Βαλτούδης, Πώληση επιχείρησης – προσυμβατική, συμβατική και από αδικαιολόγητο πλουτισμό ευθύνη, 2005, σελ. 52-53). Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 513, 173, 200 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι η σχετική απαγόρευση υφίσταται, ακόμα και αν δεν έχει ρητά συνομολογηθεί από τους συμβαλλομένους (βλ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, άρθρ. 288 αρ. 64· Μαρίνο, Πώληση επιχείρησης και απαγόρευση άσκησης ανταγωνισμού, ΧρΙΔ 2001, 98· Α. Βαλτούδη, ό.π.). Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι ο πωλητής υποχρεούται να μην ανταγωνίζεται τον αγοραστή εντός του συγκεκριμένου πεδίου δράσης της πωληθείσας επιχείρησης, είτε άμεσα με την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης (έστω και με παρένθετο πρόσωπο) είτε και έμμεσα με την κτήση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών, την κτήση μιας θέσης διευθυντικού στελέχους κ.ο.κ. (Α. Βαλτούδης, ό.π., σελ. 55-56, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς).

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

ΕιρΑθ 5286/17 : Πώληση αυτοκινήτου - Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας - Εκπομπή ρύπων. Αδικοπραξία - Αποζημίωση.


ΕιρΑθ 5286/17 : Πώληση αυτοκινήτου - Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας - Εκπομπή ρύπων. Αδικοπραξία - Αποζημίωση. Ευθύνη της κατασκευάστριας αυτοκινητοβιομηχανίας αναφορικά με την εκπομπή ρύπων αυτοκινήτων. Προστασία καταναλωτή. Εξαπάτηση της ενάγουσας αγοράστριας του επίδικου αυτοκινήτου - Αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη βάσει των διατάξεων του Ν.2251/94 , καθότι έλειπε από το όχημα η συνομολογημένη ιδιότητα, ενώ πρέπει να αποκατασταθεί και η ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. [Δες και την υπ' αρ. 5285/17 ΕιρΑθ.]


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 5286/2017

Πρόεδρος: Β. Δελλαπόρτα, Ειρηνοδίκης Αθηνών

Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 και επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και πρέπει να προξενείται από την απάτη (ΑΠ 325/2009, 491/2008). Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις συνεπώς η απάτη αντιμετωπίζεται με το δίκαιο του Αστικού Κώδικα υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας ελαττωματικότητας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία δημιουργεί υποχρέωση του προς αποζημίωση του απατηθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ., ανεξαρτήτως αν η απάτη αυτή αποτελεί και ποινικό αδίκημα. Δεν ενδιαφέρει, αν τα παραπλανητικά γεγονότα αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης ή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αλλά αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 282/2010, 373/2008, 441/2004, 898/2000). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαιτίως (ΑΠ Ολ 967/1973). Προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν κατά τα διδάγματα της κοινή πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1756/2011 Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α', 6 παρ. 1, 5 και 6, 7 παρ. 1 και 2 του Ν 2251/1994, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ειδικότερα: 1) κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' του Ν 2251/1994 "καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους”. Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας σ' αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85/577/ΕΟΚ για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων και 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή 2) Κατά την ίδια, ως άνω, διάταξη, εδ. β', προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητός του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. 3) Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα.... Περαιτέρω, η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του Ν 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών - μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθ. 14 § 5 Ν 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθ. 6 Ν 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία, στην οποία περιλαμβάνεται η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή καθώς και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§ 6), που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης, πριν τις 10.7.2007, δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (άρθ. 1 § 4 εδάφιο β' Ν 2251/1994), όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό (ήδη όμως με το Ν 3587/2007 άρθρο 7 παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 6 του προηγούμενου νομοθετήματος και ορίζεται πλέον ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου). Η ειδική, ως άνω, ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Αντίστοιχα, προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το άρθ. 6 § 5 εδ. α' του Ν 2251/1994 ως ελαττωματικό το προϊόν εκείνο, που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεώς του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού. Αντίθετα για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος.
Η συμπεριφορά είναι παράνομη, όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντάγματος 1975, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή δημιουργείται, για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων, αποτελεί και εκείνη του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ’ αρχήν και υπαίτια (άρθ. 330 εδ. β' ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παράγραφο 1 του άρθ. 7 του Ν 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ’ αριθμό 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (άρθ. 1 § 4 εδ. β' Ν 2251/1994), υποχρεούται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις §§ 2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων. Συνάγεται έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών.... Ενόψει όλων αυτών, το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις, καθώς και ποιου προσώπου, από εκείνα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία διάθεσης, οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται έτσι δεκτό με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται. Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 891/2013, ΑΠ 1505/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ, ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του για παράδοση πράγματος με τις συνομολογημένες ιδιότητες και απαλλαγμένου από πραγματικά ελαττώματα, όταν το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Η ίδια, ως άνω, διάταξη, μάλιστα, ορίζει εν συνεχεία ενδεικτικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση. Τέτοιο μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πωληθέντος πράγματος στη σύμβαση υφίσταται, μεταξύ άλλων, όταν το πωληθέν δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ... (περ. 1), όταν δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας (περ. 3), καθώς και όταν δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.