Τρίτη 31 Μαΐου 2016

"Η μονογραφή των ψηφοδελτίων και των σταυρών προτίμησης από τον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής. Κριτήριο της γνησιότητάς τους ή ουσιώδης τύπος της διαδικασίας διαλογής;" [Θανάσης Γ. Ξηρός, ΔΝ-Δικηγόρος Διδάσκων ΕΑΠ ]



Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Στη χώρα μας, όπως και σε κάθε σύγχρονη δημοκρατία, ο λαός, ως εκλογικό σώμα, ενεργοποιείται περιοδικά. Με την ψήφο του αναδεικνύει εκπροσώπους στα αντιπροσωπευτικά σώματα, Βουλή και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή στις δύο βαθμίδες της τοπικής αυτοδιοίκησης και αποφασίζει, αδιαμεσολάβητα στο δημοψήφισμα, για κρίσιμα εθνικά θέματα ή για την τύχη ψηφισμένων νομοσχεδίων. Ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής εγγυάται την ομαλή εξέλιξη κάθε εκλογικής διαδικασίας. Υπό την ιδιότητα του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής, μονογράφει, κατά την εξαγωγή τους από τον φάκελο, τα ψηφοδέλτια και καθένα από τους σταυρούς προτίμησης που φέρουν. Έτσι, επιδιώκεται να διασφαλιστεί η ανόθευτη, δηλαδή η γνήσια, εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εάν η θέση της μονογραφής αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας διαλογής των ψήφων, η παράλειψή της συνεπάγεται, άνευ ετέρου, τη μη προσμέτρησή τους, κατά περίπτωση, στη δύναμη του συνδυασμού και των υποψηφίων του ή στη διαμόρφωση της επικρατούσας απάντησης. Άλλως, περιορίζεται σε κριτήριο διακρίβωσης της γνησιότητας της βούλησης του ψηφοφόρου, αναπληρούμενο, όταν ελλείπει, από το περιεχόμενο των ειδικών πινάκων διαλογής και των λοιπών εκλογικών εγγράφων.


ΙΙ. Η λαϊκή κυριαρχία, η πολιτική ισότητα και η ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης

1. Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί το θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος1 . Στοιχεία του και, ταυτόχρονα, συστατικά της ομώνυμης αρχής είναι η πολιτική ελευθερία και η πολιτική ισότητα2 . Η πρώτη καταλαμβάνει, προνομιακά, τη διαμόρφωση της λαϊκής θέλησης και η δεύτερη, προεχόντως, την εκδήλωσή της. Η ισότητα στο εκλέγειν επιβάλλει η προτίμηση των ψηφοφόρων να εκφράζεται με ίσους, τους ίδιους, όρους, ενώ στο εκλέγεσθαι απαιτεί την επικράτηση όμοιων συνθηκών κατά τη διαλογή των ψήφων και την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Η λαϊκή θέληση ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να εκδηλώνεται ελεύθερα και ανόθευτα. Η σχετική απαίτηση συναντάται πρώτη φορά στην Καταστατική Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 και κατοχυρώνεται ως θεμελιώδης εκλογική αρχή στο Σύνταγμα του 19753 . Στην υπέρτερη τυπική ισχύ και την ευρεία κανονιστική της εμβέλεια υπόκειται όχι μόνο η διαμόρφωση της εκλογικής βούλησης, τουλάχιστον κατά την περίοδο του εκλογικού αγώνα, αλλά και η διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Τα δύο συστατικά της αρχής του άρθρου 52 Συντ., η ελευθερία και το ανόθευτο, αντιστοιχούν συστηματικά και ταυτίζονται λειτουργικά, με εκείνα της  δημοκρατικής αρχής, την ελευθερία και την ισότητα, αποκαλύπτοντας τη στενή σύνδεση και αναδεικνύοντας την παραπληρωματικότητά τους. 

2. Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή η θεμελιώδης εκλογική αρχή του άρθρου 52 Συντ., τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της πολιτείας. Τέτοιοι είναι όσοι εμπλέκονται στην εκλογική διαδικασία4 . Σε όλες τις διακριτές φάσεις της, μεταξύ των οποίων από τις πλέον σημαντικές είναι η διαλογή των ψήφων, και σε κάθε στιγμή ενεργοποίησης του εκλογικού σώματος, τους ανατίθεται, συνταγματικά, η υποχρέωση να διασφαλίζουν την ελευθερία και τη γνησιότητα, ακόμη και με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων. Το ανόθευτο εντοπίζεται, προνομιακά, στην έκφραση της λαϊκής θέλησης. Επιτυγχάνεται, όταν τα ψηφοδέλτια και οι σταυροί προτίμησης, που προσμετρώνται στη δύναμη των συνδυασμών και, αντίστοιχα, των υποψηφίων, έχουν εξαχθεί από την κάλπη και δεν προστέθηκαν μετά τη διαλογή, εντός ή εκτός του εκλογικού τμήματος. Εγγυητής της γνησιότητάς τους είναι, καταρχήν, ο κοινός νομοθέτης και, προς τούτο, εξοπλίζεται με ευρεία περιθώρια επιλογών. Από τις διαθέσιμες οφείλει να προκρίνει εκείνη που υπηρετεί πληρέστερα τον επιδιωκόμενο συνταγματικά στόχο. Η εμπλοκή του ολοκληρώνεται πάντως με τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων. Η εφαρμογή τους αφήνεται στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής5 . Αυτός διενεργεί μεταξύ άλλων, τη διαλογή των ψήφων, βεβαιώνει δε με την υπογραφή του την ακρίβεια και την αλήθεια του περιεχομένου των ειδικών πινάκων και των λοιπών εκλογικών εγγράφων. Επιλέγεται με κλήρωση από ευρύ κατάλογο δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων6 . Όλοι τους είναι, κατά την έννοια του άρθρου 52 Συντ., λειτουργοί της πολιτείας7 . Δηλαδή, εγγυητές της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης και υπόχρεοι να τη διασφαλίζουν. 

 ΙΙΙ. Η μονογραφή ψηφοδελτίων και σταυρών προτίμησης στις γενικές βουλευτικές εκλογές8 Στις γενικές βουλευτικές εκλογές κάθε ψηφοφόρος επιλέγει συνδυασμό, αυτοτελούς πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού περισσότερων, και εκφράζει την προτίμησή του σε αριθμό υποψηφίων, θέτοντας σταυρό9 παραπλεύρως του ονόματός τους. Η μονογραφή του ψηφοδελτίου, από τη στιγμή που αντικατέστησε το σφαιρίδιο, αποτελεί σταθερό γνώρισμα της εκλογικής νομοθεσίας και εγγύηση της γνησιότητάς του. Σε πρώτη φάση, η θέση της βάρυνε, από κοινού, τον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής και ένα μέλος της εφορευτικής επιτροπής10, ενώ, στη συνέχεια, αφέθηκε αποκλειστικά στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή σε εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της11 . Μονογράφουν, επίσης, κάθε σταυρό προτίμησης και αναγράφουν τον συνολικό αριθμό τους σε κάθε ψηφοδέλτιο12 . 

Η διαλογή των ψήφων αποτελεί σύνθετη διαδικασία13 και εκκινεί με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της ανασύρει, κάθε φορά από την κάλπη και έως την εξάντλησή τους, έναν αριθμημένο φάκελο, τον αποσφραγίζει, διαπιστώνει την εγκυρότητα του ψηφοδελτίου που βρίσκεται εντός αυτού, το επιδεικνύει στα μέλη (της εφορευτικής επιτροπής) και, εάν παρίστανται, στους υποψηφίους ή τους αντιπροσώπους τους, διαβάζει το περιεχόμενό του, το αριθμεί, κατά τη σειρά εξαγωγής, το μονογράφει και ο αριθμός του (ψηφοδελτίου) σημειώνεται στον ειδικό πίνακα συνδυασμών14 . Όταν δεν εφαρμόζεται το σύστημα των «δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα) και οι υποψήφιοι σταυροδοτούνται, η διαδικασία συνεχίζεται. Κάθε σταυρός προτίμησης μονογράφεται, αναγράφεται, ολογράφως, ο συνολικός αριθμός τους σε κάθε ψηφοδέλτιο και το τελευταίο, αριθμητικά ταυτοποιημένο, σημειώνεται στον ειδικό πίνακα υποψηφίων απέναντι από το όνομα του προτιμώμενου. 

Με το πέρας της διαλογής ψηφοδελτίων και σταυρών οι ειδικοί πίνακες συνδυασμών και υποψηφίων κλείνουν με πράξη που γράφεται στο τέλος τους και υπογράφεται από όλους τους παριστάμενους στο εκλογικό τμήμα15 . Το αποτέλεσμα ανακοινώνεται, αμέσως και χωρίς καθυστέρηση, στον οικείο αντιπεριφερειάρχη16 από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της, πρώτα για τους συνδυασμούς και μετά για τους υποψηφίους. Συντάσσεται, τέλος, διαβάζεται και υπογράφεται διακριτή πράξη στο βιβλίο πρακτικών της εκλογής, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων κάθε συνδυασμού17 . Τα βιβλία και όλα τα εκλογικά έγγραφα, καθώς επίσης τα ψηφοδέλτια, τακτοποιημένα κατά συνδυασμούς και με τη σειρά αρίθμησής τους, κλείνονται στον  σάκο, ο οποίος σφραγίζεται και παραδίδεται στον Πρόεδρο του οικείου Πρωτοδικείου18 . 

Η τύχη του ψηφοδελτίου, όταν απουσιάζει η μονογραφή, δεν καθορίζεται νομοθετικά. Αντιθέτως, η παράλειψη της θέσης παραπλεύρως των σταυρών προτίμησης ρυθμίζεται ειδικά στην εκλογική νομοθεσία19 . Όσοι δεν φέρουν μονογραφή και ο συνολικός αριθμός τους δεν αναγράφεται στο ψηφοδέλτιο, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Δηλαδή, δεν υπολογίζονται στη δύναμη των υποψηφίων, ακόμη και όταν το ταυτοποιημένο αριθμητικά ψηφοδέλτιο και οι σταυροί προτίμησης που φέρει έχουν σημειωθεί στον οικείο ειδικό πίνακα και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Σε κάθε περίπτωση, δεν επηρεάζεται το κύρος του ψηφοδελτίου. Παραμένει έγκυρο20 και προσμετράται στη δύναμη του συνδυασμού, αρκεί να έχει μονογραφηθεί ή, έστω, να έχει καταχωρηθεί, δηλαδή να αποδεικνύεται η γνησιότητά του. 

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΠΠρΑθ 875/2016 : "Κοινοτικό Σήμα – Κανονισμός 207/2009 – Αγωγή περί άρσης της προσβολής του σήματος και παράλειψης αυτής στο μέλλον"


ΠΠρΑθ 875/2016: Κοινοτικό Σήμα – Κανονισμός 207/2009 – Αγωγή περί άρσης της προσβολής του σήματος και παράλειψης αυτής στο μέλλον - Κίνδυνος σύγχυσης. Εφαρμογή του κανόνα της διπλής ταυτότητας σημάτων και προϊόντων/υπηρεσιών (double identity), επί της οποίας δεν απαιτείται η συνδρομή κινδύνου σύγχυσης. Δεκτή εν μέρει η αγωγή.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 875/2016
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τις Δικαστές Ιωάννα Μάμαλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευγνωσία Κελεσίδου, Πρωτοδίκη, Καλλιόπη Σμπυρούνια, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη γραμματέα Αικατερίνη Αλεξοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 07 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «Northern & Shell Worldwide Limited», η οποία έχει την έδρα της στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΕΜ.

Των εναγομένων : 1) ..., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του ΕΡ και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «MEDIA POWER ΕΠΕ» και δ.τ. «ΤΗΕ WEB POWER», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-06-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης 67913/2298/2015, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.    

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Στο άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2010 (ΦΕΚ Α 165/25.07.2011, διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί και δε λάβει μέρος σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγόμενου. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δέκτη, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Η ισχύς του ως άνω αναφερόμενου ν. 3994/2011, ο οποίος τροποποίησε εκτεταμένως τον ΚΠολΔ, άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 77 αυτού, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από την 25.07.2011 (ΦΕΚ Α' 165/25.07.2011). Από δε τη διατύπωση της ως άνω αντικατασταθείσας διάταξης του άρθρου 271 ΚΠολΔ, συνάγονται τα ακόλουθα: αχ ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή δεν παρασταθεί σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και, εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολειπόμενο διάδικο ερήμην (διαφορετικά, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση)- στη συνέχεια, το δικαστήριο, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής (βλ. ΕφΠειρ 444/1987, ΠειρΝ 1987, 106), και εφόσον δεν συντρέχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρει από την (πραγματική ή πλασματική) ερημοδικία του εναγόμενου, δικαστική εκ μέρους του ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη μόνο για τα ερείδοντα τους πραγματικούς αγωγικούς ισχυρισμούς πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, με αυτόθροη συνέπεια την κατ ανάλογο μέρος αποδοχή της αγωγής ως ουσία βάσιμης [πρβλ. Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ 1, 2000, άρθρο 271 (υπό τη μορφή που είχε προ της εφαρμογής του ν. 2915/2001), παρ. 1 και 5, σελ. 561-562].

Από την υπ' αριθμόν 8420 Δ /24.07.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για. τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Η τελευταία, κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η πρώτη εναγόμενη πρέπει να δικαστεί ερήμην, (βλ. άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ιδίου Νόμου). Σημειώνεται δε, ότι η ερημοδικία της δεύτερης των εναγόμενων αξιολογείται αυτοτελώς και αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα μόνο ως προς τη συγκεκριμένη διάδικο, αφού αυτή τελεί με τον παρασταθέντα πρώτο εναγόμενο σε σχέση παθητικής απλής ομοδικίας, καθώς αμφότεροι ενάγονται από την ενάγουσα προς άρση και παράλειψη στο μέλλον πρακτικής προσβολής δικαιώματος επί σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων, καθώς και πρακτικής αθεμίτου ανταγωνισμού (βλ. τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη που προηγήθηκε).

II. Σύμφωνα με το άρθρο 125 παρ. 3 εδ. α' και β’ του Ν. 4072/2012 «Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς την άδεια του α. σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί, β. σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης». Ταυτότητα σήματος αποτελεί η πιστή, κατά τα κύρια σημεία, αντιγραφή του, ενώ, ομοιότητα σήματος αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση του προς άλλο προγενέστερο σήμα συμπεριλαμβανομένου του κοινοτικού, η οποία, σε συνάρτηση με την όλη οπτική και ηχητική εντύπωση που προκαλεί και ασχέτως από επί μέρους ομοιότητες ή διαφορές των δύο σημάτων, μπορεί να προκαλέσει στον κοινό καταναλωτή σύγχυση ως προς την προέλευση των διακρινομένων από αυτά προϊόντων από ορισμένη επιχείρηση. Ομοιότητα, δε, προϊόντων συντρέχει  όταν αυτά προορίζονται για  σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς και απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών (βλ. ΣτΕ425/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ• ΔΕφΑΘ 541/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απαγόρευση προσβολής προγενέστερου σήματος διαβαθμίζεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που επίσης ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο (ταύτιση σημάτων και προϊόντων). Στο δεύτερο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία είτε το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα όμοια με εκείνα που διακρίνει το τελευταίο, είτε το μεταγενέστερο σήμα ομοιάζει με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που ταυτίζονται με εκείνα που διακρίνει επίσης το τελευταίο (ταυτότητα  σημάτων και  ομοιότητα προϊόντων ή ταυτότητα προϊόντων και ομοιότητα σημάτων). Στην πρώτη περίπτωση της ταυτότητας σημάτων και προϊόντων η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι απόλυτη, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης κινδύνου σύγχυσης, ο οποίος θεωρείται κατ' αμάχητο τεκμήριο ότι συντρέχει, αφού το σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του, πού είναι να διακρίνει στην αγορά την προέλευση του προϊόντος από ορισμένη επιχείρηση. Στη δεύτερη περίπτωση η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι σχετική και απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης των σημάτων (βλ. ΑΠ 62/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κίνδυνος σύγχυσης υπό στενή έννοια συντρέχει όταν το συναλλακτικό κοινό λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης από την οποία προέρχονται τα προϊόντα. Και αν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο, όταν η παραπάνω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (βλ. ΑΠ 1604/2003 ΧρΙΔ 2004.371• ΕφΑΘ 840/2012 ΔΕΕ 2012.457- ΕφΑΘ 873/2010 ΔΕΕ 2010.551-ΕφΑΘ 4008/2006 ΔΕΕ 2007.183• ΕφΑΘ 866/2004 ΕλλΔνη 2005.596). Επιπρόσθετα, ως παράμετροι κρισιολόγησης του κατά τα ανωτέρω κινδύνου σύγχυσης γίνονται δεκτές οι εξής τρεις: α) η ομοιότητα των σημείων. Αυτή αναλύεται σε οπτική, ακουστική ή εννοιολογική και αρκεί η αποδοχή μίας εκ των τριών αυτών κατευθύνσεων για την κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης, κατόπιν συνολικής εκτίμησης, όμως, όλων των σχετικών παραγόντων της οικείας υπόθεσης, με καθοριστική σημασία να προσλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, η γενική εντύπωση που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 06.10.2005 στην υπόθεση C-120/04, MedionΧρΙΔ 2006, σελ. 741 επ., σκέψη 26 ΔΕΚ, απόφαση της 22.06.2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Moda, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40, και Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, Αθήνα 2007, σελ. & 178 έως 181, παρ. 381, 382, 384 και 3JB7). β) Η ομοιότητα των ι προϊόντων ή υπηρεσιών, η οποία και προσδιορίζει την κανονιστική εμβέλεια του σήματος στις συναλλαγές. Για τη σχετική αξιολογική εκτίμηση βαρύνουσα σημασία προσλαμβάνει η φύση και ο προορισμός των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, χαρακτηριστικά στα οποία οι καταναλωτές αποδίδουν τη μεγαλύτερη σημασία. Υπό το πρίσμα αυτό, παρόμοια είναι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες όταν προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς, απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών και διανέμονται στα ίδια κανάλια διανομής (βλ. ΣτΕ 914/2001, ΕΕμπΔ 2002, 439 και ΔΕφΑΘ 3407/2002, ΕΕμπΔ 2003, 917). Εντούτοις, η ένταξη ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας στην ίδια κλάση δεν έχει αποφασιστική σημασία για την κατάφαση της ομοιότητας των συγκρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως και αντίστροφα, η υπαγωγή δύο εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε διαφορετικές κλάσεις δεν οδηγεί αναγκαστικά στη^ άρνηση της ομοιότητας (και τούτο, επειδή η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς, βλ. σχετικά ΠΕΚ, απόφαση της 13.12.2004 στην υπόθεση Τ-8/03, Emilio Pucci, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40 και Μαρίνο, ό.π., σελ. 190, παρ. 403 και 404). γ) Η διακριτική δύναμη του σήματος που προσβάλλεται, η οποία εκτιμάται υπό μία σφαιρική προσέγγιση σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του και με την αντίληψη των καταναλωτών των συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι, όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική ισχύς τού προσβαλλόμενου σήματος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση τουπαραποιητικού ή απομιμητικού αυτού στις συναλλαγές (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 22.Q6.2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Modaό.π., σκέψεις 38 και 39, και Μαρίνο, ό.π., σελ. 191, παρ. 405 και 406). Σε κάθε περίπτωση, για την κρίση αν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης λαμβάνεται υπόψη η δημιουργούμενη εντύπωση σε σημαντικό τμήμα των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, με συνεπακόλουθο η παραπλάνηση ενός μικρού τμήματος των καταναλωτών να μην αρκεί για την κατάφαση αυτού (βλ. Ρόκα, Σήματα - ερμηνεία του ν. 4072/2012, Αθήνα 2013, σελ. 53, παρ. 16). Ο κίνδυνος σύγχυσης, εξάλλου, περικλείει και τον κίνδυνο συσχέτισης (νοητικής σύνδεσης) μεταξύ δύο σημείων, ο οποίος αφορά την περίπτωση κατά την οποία μολονότι τα δύο σημεία, συγκρινόμενα αυτοτελώς μεταξύ τους, δεν επιφέρουν κίνδυνο σύγχυσης, δημιουργείται πάντως από αυτά η εντύπωση είτε ότι τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες που φέρουν το σήμα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, είτε από διαφορετικές μεν, που έχουν όμως σχέση συνεργασίας (βλ. Ρόκα, ό.π. σελ. 55, παρ. 27). Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια κοινοτική νομολογία, η έννοια του , μέσου  καταναλωτή  της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων, η αντίληψη του οποίου αναδεικνύεται σε κύρια παράμετρο της στάθμισης περί συνδρομής κινδύνου σύγχυσης ή μη από την παραποίηση ή απομίμηση προϊόντων, συγκεκριμενοποιείται στον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 20.03.20U3 στην υπόθεση O291/0U, LTJ Diffusion SA, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 52• ΔΕΚ, απόφαση της 08.04.2004 στην υπόθεση C-53/01, Linde, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 41• ΓΔΕΕ, απόφαση της 09.03.2012 στην υπόθεση Τ-32/10, Ella Valley Vineyards, ΤΝΠ Νόμος, σκέψη 25 και Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, ό.π., σελ. 1J85, παρ. 395).

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ανακοίνωση του Τομέα Ασφάλισης Νομικών για την καταβολή των εισφορών του 2015 στην κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία


ΑΘΗΝΑ, 24/5/2016 
ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ (ΕΤΑΑ) 
ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ – ΤΕΑΔ ΔΙΕΥΘΥΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ 
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΕΤΟΥΣ 2015 ΣΕ ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΕΩΣ 31/12/2016) 
Με τη με αρ.398/2/18-5-2016 απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΤΑΑ αποδέχτηκε ομόφωνα τη με αρ.122/2016 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ την οποία έκανε αποδεκτή ο Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 
Κατόπιν τούτων όσοι ασφαλισμένοι είχαν υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία έως 16/10/2016 (πριν την ισχύ της διάταξης του άρθρου 21 του Ν.4337/17-10-15) και ήταν ασφαλιστικά ενήμεροι κατά την άνω ημερομηνία, έχουν δικαίωμα να καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2015 (και του 2016) με τα ποσά που ισχύουν για την επιλεγείσα (κατώτερη) ασφαλιστική κατηγορία. Παρέλκει δε προς τούτο εξέταση εκκρεμών ενστάσεων- προσφυγών ενώπιον της Δ.Ε. του ΤΑΝ ή η υποβολή τέτοιων στο μέλλον. 
Αν έχουν ήδη καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές του 2015 υπέρτερες της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας του ν.4331/15, η υπερβάλλουσα διαφορά συμψηφίζεται με μελλοντικές ασφαλιστικές εισφορές. 
Θα ληφθούν υπόψη οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν με την ημερομηνία της ηλεκτρονικής καταχώρησης. 
1η ασφαλιστική κατηγορία - Άνω πενταετίας: ΤΑΝ: 1664,04 € 
                                                                    ΤΕΑΔ : 499,20 € 
                                                                    ΟΑΕΔ: 120,00 € 

1η ασφαλιστική κατηγορία - Κάτω πενταετίας: ΤΑΝ: 832,08 € 
                                                                      ΤΕΑΔ : 249,60 € 
                                                                      ΟΑΕΔ: 120,00 € 

ΑΠΟ ΤΟ ΕΤΑΑ/ΤΑΝ

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Νεότερες εξελίξεις ως προς την reformatio in peius στην ενδικοφανή προσφυγή (Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 236/2016) [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ / Σωτήριος Κ. Κυβέλος, Δ.Ν., Δικηγόρος ]


1. Το ζήτημα της reformatio in peius στην ενδικοφανή προσφυγή

Η χειροτέρευση της θέσης του ασκήσαντος ενδικοφανή προσφυγή είναι, κατ’αρχήν, δυνατή εάν την επιτρέπει ρητά ο νόμος, εάν ο νόμος παρέχει στο όργανο που επιλαμβάνεται της προσφυγής αρμοδιότητες απόφανσης που καλύπτουν και την επιδείνωση της θέσης του προσφεύγοντος ή εάν, ταυτόχρονα με τον διοικούμενο, ασκεί ενδικοφανή προσφυγή και η Διοίκηση, κατά τα διαλαμβανόμενα στις εκάστοτε εφαρμοστέες διατάξεις1. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και σε περίπτωση μεταβολής επί τα χείρω του νομικού καθεστώτος που διέπει τη σχετική πράξη, δεδομένου ότι η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής στηρίζεται στο νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσής της και όχι στο καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής και προσβαλλόμενης με την ενδικοφανή προσφυγή πράξης2.

Στις λοιπές περιπτώσεις, υφίσταται έντονη διχογνωμία ως προς το αν και υπό ποίες προϋποθέσεις είναι επιτρεπτή η χειροτέρευση της θέσης του αποδέκτη διοικητικής πράξης ο οποίος άσκησε την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή και έχουν διατυπωθεί συναφώς οι ακόλουθες απόψεις: α) Κατά την πρώτη άποψη, η δυνατότητα χειροτέρευσης θεμελιώνεται στην αρχή της νομιμότητας, υπό την έννοια ότι η χειροτέρευση δεν είναι ανεπίτρεπτη, σε περίπτωση παράνομης πράξης, ούτως ώστε να μην διατηρείται στην έννομη τάξη μία τέτοια πράξη3. Στo πνεύμα αυτό υποστηρίζεται ότι είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος, αρκεί να έχουν τηρηθεί «όλες οι εγγυήσεις δικαιοκρατικής διαμόρφωσης της διαδικασίας λήψης διοικητικής απόφασης», όπως κλήση σε προηγούμενη ακρόαση, αιτι- ολογία, πρόσβαση στα διοικητικά στοιχεία κ.λπ.4. β) Κατά τη δεύτερη άποψη, η οποία αποτυπώνεται στην περιορισμένη επί του ζητήματος νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η χειροτέρευση δεν είναι συμβατή με την αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του διοικουμένου και, συνεπώς, παρότι η Διοίκηση είναι ελεύθερη να ανακαλεί τις παράνομες ευμενείς πράξεις της, σύμφωνα με τις γενικές αρχές περί ανάκλησης, η δυνατότητα αυτή, κατά το στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας, δεν γίνεται αποδεκτή5.

2. Οι ειδικότερες θέσεις της νομολογίας

Η πρώτη αναφορά στην εφαρμογή της γενικής αρχής της non reformatio in peius απαντά στις αποφάσεις ΣτΕ 927/1940 και 19/19626. Με την απόφαση ΣτΕ 19/1962 κρίθηκε ότι «η ένστασις αυτή συνιστά τυπικήν προσφυγήν, εφ΄ης, μηδεμιάς διατάξεως οριζούσης το αντίθετον, κρατεί η γενική αρχή της, επί ποινή ακυρότητος, μη χειροτερεύσεως της θέσεως του ασκήσαντος αυτή, η δε αρμόδια αρχή, επιλαμβανομένη της εξετάσεως της ενστάσεως ταύτης, δεν έχει εξουσίαν να επιβάλη μέτρα αυστηρότερα και πλέον εκτεταμένα, αλλ΄ οφείλει να περιορισθεί εις απόρριψιν της ενστάσεως επί ταύτη τη αιτιολογία, ήτοι της αδυναμίας χειροτερεύσεως της θέσεως του ασκήσαντος την ένστασιν». Όπως συνάγεται από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, ο οιονεί δι- καιοδοτικός ρόλος του δευτεροβάθμιου διοικητικού οργάνου που επιλαμβάνεται της ενδικοφανούς προσφυγής αποκλείει, πλην ρητής διαφορετικής νομοθετικής πρόβλεψης, τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του προσφεύγοντος, ο οποίος ακολούθησε τη διαδικασία αυτή προκειμένου να επιτύχει ευνοϊκό- τερο αποτέλεσμα σε σχέση με την αρχική πράξη7.

Εάν ήταν αποδεκτή η χειροτέρευση, η αποτρεπτική λειτουργία που θα είχε για τον ιδιώτη μία τέτοια δυνατότητα «ήθελεν αποβεί αντίθετος, όχι μόνον προς το πνεύμα της καθιερώσεως της ενδικοφανούς προσφυγής ως μέσου προστασίας, αλλά και προς αυτήν την ελευθέραν άσκησιν της αιτήσεως ακυρώσεως»8. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η εφαρμογή από τα δικαστήρια της γενικής αρχής του τιμωρητικού - πειθαρχικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η χειροτέρευση σε περιπτώσεις επιβολής διοικητικών ποινών ή πειθαρχικών ποινών, εφόσον δεν υπάρχει ρητή περί του αντιθέτου διάταξη νόμου9.

3. Η θεωρητική συζήτηση

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την όλη συζήτηση σχετικά με τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου που ασκεί ενδικοφανή προσφυγή παρουσιάζει η άποψη του καθηγητή Π. Λαζαράτου, κατά τον οποίο, στην περίπτωση της ενδικοφανούς προσφυγής εφαρμόζονται αναλογικώς οι κανόνες περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων (νόμιμων ή παράνομων), παραδοχή που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η reformatio in peius είναι κατά βάση επιτρεπτή επί παρανόμων πράξεων10. Άλλη μερίδα της θεωρίας τάσσεται υπέρ της χειροτέρευσης και, επομένως, της διασφάλισης της αρχής της νομιμό- τητας, για λόγους που σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με νομικές πλημμέλειες της αρχικής πράξης και όχι για διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών καταστάσεων11. Επίσης, ο Ηλ. Κυριακόπουλος, με κριτήριο το αρμόδιο για την εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής όργανο, θεωρεί ότι, όταν αυτή εξε- τάζεται από ad hoc συσταθέν όργανο, κείμενο εκτός διοικητικής ιεραρχίας, αποκλείεται η χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος, αφού η διαδικασία της επανεξέτασης κινείται με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου. Τέλος, για λόγους διασφάλισης της αρχής της νομιμότητας, υποστηρίζεται ότι, στην περίπτωση πράξεων μη δημιουργικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, η χειροτέρευση δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί, αφού δεν τίθεται ζήτημα διατήρησης ορισμένης διοικητικής απόφασης από την οποία να απορρέουν άξια προστασίας δικαιώματα 12.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

"ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ" [του Αναστάσιου Τριανταφύλλου, Δικηγόρου, Επ. Καθηγητή Δ.Π.Θ.]


[Εισήγηση στο 7o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ: Όψεις και όρια, Πάτρα 15 & 16 Απριλίου 2016]

Ο συνήγορος υπεράσπισης αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πλέον σημαίνοντα πρόσωπα στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ο κώδικας ποινικής δικονομίας παρέχει στον εκάστοτε διάδικο της ποινικής δίκης συγκεκριμένα δικαιώματα, τα οποία ο ίδιος δύναται να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Δικαιώματα όμως και υποχρεώσεις προβλέπονται όχι μόνο για τους διάδικους της ποινικής δίκης αλλά και για τους εξεταζόμενους μάρτυρες που αποτελούν αναμφίβολα ένα από τα πλέον σημαντικά αποδεικτικά μέσα. Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι η ενασχόληση με συγκεκριμένες διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας αλλά και άλλων ειδικών ποινικών νόμων, οι οποίες αφορούν την εμμάρτυρη απόδειξη στην ποινική δίκη και οι οποίες εγείρουν ορισμένους προβληματισμούς, οι οποίοι μπορούν να επιλυθούν με την ουσιαστική συνδρομή του συνηγόρου υπεράσπισης και ειδικότερα είτε με την συμμετοχή του συνηγόρου των διαδίκων κατά την προδικαστική κατάθεση ενός μάρτυρα είτε με το προτεινόμενο δικαίωμα ενός μάρτυρα να διορίζει ή να αιτείται τον διορισμό νομικού συμπαραστάτη.
Είναι γνωστό ότι ο κώδικας ποινικής δικονομίας περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις, η εφαρμογή των οποίων αποσκοπεί στην εμφάνιση των μαρτύρων σε κάθε διαδικαστικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας και ειδικά για το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας στην ικανοποίηση του βασικού υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου όπως εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας και όπως αιτείται και πετυχαίνει την εξέταση μαρτύρων, την κατάθεση των οποίων θεωρεί χρήσιμη για την ανάδειξη και αποδοχή των υπερασπιστικών του θέσεων. Συγχρόνως, ικανοποιεί την ανάγκη του δικαστηρίου όπως εμφανισθούν και εξετασθούν ενώπιον του ως μάρτυρες τα πρόσωπα εκείνα, η κατάθεση των οποίων θα συμβάλλει στην εκπλήρωση του έργου του για ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.
Για το στάδιο, όμως, της προδικασίας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η διάταξη του άρθρου 241 ΚΠΔ είναι σαφής. Η ανάκριση ενεργείται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα (ουχί δημοσίως). Ο μυστικός λοιπόν χαρακτήρας της ανάκρισης έχει την έννοια ότι κατά τη διενέργειά της δεν δύνανται να παρίστανται παρά μόνο τα υπό του νόμου οριζόμενα πρόσωπα, καθώς επίσης ότι το περιεχόμενό της δεν επιτρέπεται να ανακοινώνεται σε τρίτους. Η εν λόγω, όμως, αρχή έχει και εξαιρέσεις. Ο δικονομικός νομοθέτης επέλεξε για το στάδιο της προδικασίας τη δυνατότητα παράστασης των διαδίκων κατά την ενέργεια ανακριτικών πράξεων, όταν αυτές δεν δύναται να επαναληφθούν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 97 ΚΠΔ.
Συγχρόνως, η διάταξη του άρθρου 97 ΚΠΔ εισάγει μία ρητή εξαίρεση ορίζοντας ότι απαγορεύεται η παράσταση των διαδίκων κατά την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων. Συνεπώς, η κατ΄ αντιδικία εξέταση των μαρτύρων στο στάδιο της προδικασίας θεωρείται από τον νομοθέτη μη αναγκαία, αφού η εν λόγω διαδικαστική πράξη θα επαναληφθεί ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, όταν ο κατηγορούμενος (όπως και ο πολιτικώς ενάγων) θα έχει τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί με τον μάρτυρα, να αξιολογήσει την αξιοπιστία της κατάθεσης και να ασκήσει εν γένει όλα τα παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα. Η ούτως λαμβανομένη ανέλεγκτη μαρτυρική κατάθεση αποτελεί έγγραφο της σχηματιζόμενης δικογραφίας και αξιολογείται κατά το στάδιο της προδικασίας μαζί το λοιπό αποδεικτικό υλικό από τα αρμόδια διαδικαστικά όργανα. Έτσι λοιπόν και σε αντίθεση με άλλες ανακριτικές πράξεις, ο κατηγορούμενος δεν έχει το δικαίωμα κατά το στάδιο της προδικασίας να παρίσταται κατά την εξέταση των ουσιωδών για την υπόθεση μαρτύρων, καθότι κατά το ισχύον δικονομικό σύστημα, φυσικός χώρος για την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων θεωρείται το ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, εκεί όπου πρωταγωνιστεί το στοιχείο της αντιδικίας.
Εξαίρεση, όμως, και σε αυτόν τον κανόνα προέβλεψε ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 219 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία αναμφίβολα διασφαλίζει την άσκηση των προβλεπομένων για την εξέταση μαρτύρων δικαιωμάτων, αφού μεταθέτει την αντιδικία σε ένα προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο, έχοντας ως κριτήριο την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο δικαστήριο. Στο πλαίσιο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, οι διάδικοι υποβάλλουν ερωτήσεις και παρατηρήσεις, συμμετέχοντας ενεργά στη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη, ενώ και ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εκφράσει αργότερα παράπονο για αξιοποίηση μίας ή περισσοτέρων ανέλεγκτων μαρτυρικών καταθέσεων. Ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης είναι σημαντικός. Το εν λόγω άρθρο ρητά ορίζει την παρουσία του δικηγόρου στην εν λόγω διαδικαστική πράξη.
Οι ίδιες θετικές παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν και για τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 328 και 354 ΚΠΔ, οι οποίες επίσης προωθούν την κατ΄ αντιδικία και εκτός του χώρου του δικαστηρίου εξέταση των μαρτύρων. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 328 ΚΠΔ ρυθμίζει την κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι αφενός δεν εξετάστηκαν στην προδικασία και αφετέρου έχουν πρόβλημα εμφάνισης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Οι διάδικοι δικαιούνται να είναι παρόντες κατά την εξέταση του μάρτυρα ή να εκπροσωπηθούν από συνήγορο, ο οποίος συμμετέχει ενεργά στην συγκεκριμένη διαδικασία. Αντίστοιχα το άρθρο 354 ΚΠΔ ρυθμίζει την κατά το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο εξέταση μαρτύρων, που δεν εξετάστηκαν στην προδικασία, με την έκδοση σχετικής προπαρασκευαστικής απόφασης. Ο μάρτυρας εξετάζεται από μέλος του δικαστηρίου στον χώρο που αυτός διαμένει και η κατάθεσή του διαβάζεται στο ακροατήριο. Κατά την εξέτασή του παρευρίσκονται και οι συνήγοροι των διαδίκων, οι οποίοι δικαιούνται να απευθύνουν σε αυτόν ερωτήσεις.
Από τις ανωτέρω λοιπόν διατάξεις καθίσταται σαφές ότι στην προδικασία ή στην προπαρασκευαστική διαδικασία ή στην επ΄ ακροατηρίου διαδικασία υπάρχει η δυνατότητα παράστασης των συνηγόρων των διαδίκων κατά την εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι αδυνατούν κατά κανόνα να εξεταστούν στο ακροατήριο. 

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

"Ζητήματα ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων" [του Δημητρίου Κράνη, Αρεοπαγίτη]


(Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση τόμο προς τιμήν της ομότιμης Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ελίζας Αλεξανδρίδου -ΝοΒ 2015.1431-1442.)


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
    Ι. Εισαγωγή.
    ΙΙ. Χαρακτηριστικά της ανταγωγής και της ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
    ΙΙΙ. Προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης και συζήτησης της ανταίτησης.
          α. Εκκρεμοδικία κύριας αίτησης, β. Δικαιοδοσία, γ. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα, δ. Διάδικοι, ε. Σύνθετες δίκες, στ. Διαδικαστικά ζητήματα και συναφείς ρυθμίσεις.
    IV. Οι συνέπειες της ανταίτησης.

Ι. Εισαγωγή.
                 1. Ο ΚΠολΔ δεν περιέχει διατάξεις για την ανταίτηση στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και γενικότερα η ρύθμιση της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων με τις διατάξεις των άρθρ. 686 -703 δεν είναι εξαντλητική. Συμπληρωματικά έτσι καλούνται σε εφαρμογή οι συμβατές με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων διατάξεις του ΚΠολΔ για την κύρια διαγνωστική δίκη, αφού διαγνωστική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας είναι και η ίδια η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[1]. Βέβαια η δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει διαφορετικό αντικείμενο από αυτό της κύριας διαγνωστικής δίκης, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται με την τακτική ή με ειδική διαδικασία του τέταρτου βιβλίου του ΚΠολΔ διάγνωση του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος, ενώ αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία δικαιώματος του αιτούντος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, με τα οποία διαπλάσσονται προσωρινά οι ουσιαστικές έννομες σχέσεις των διαδίκων, και μόνον παρεμπιπτόντως πιθανολογείται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος[2]. Όμως η διαφορά ως προς το αντικείμενο της δίκης δεν αναιρεί το διαγνωστικό χαρακτήρα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία χαρακτηρίζεται στο άρθρ. 682§1 ΚΠολΔ ως ειδική για να επισημανθεί ακριβώς η διαφορά αυτή, γι’ αυτό και κατά τα λοιπά συμπληρώνεται από τις ρυθμίσεις των άρθρ. 1-590 ΚΠολΔ, έστω και αν δεν υπάρχει εδώ διάταξη όμοια προς αυτή του άρθρ. 591§1 ΚΠολΔ (ΣχΠολΔ V 237)[3]. Επομένως οι βασικές ρυθμίσεις της ανταγωγής, που περιέχονται στα άρθρ. 34 και 268 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να ρυθμισθεί στη διαδικασία αυτή η άσκηση ανταίτησης[4] .
                 2. Η αρχή της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας, που επιτυγχάνεται με τη συγκέντρωση των δικών με στόχο την καθολική επίλυση των διαφορών μεταξύ των διαδίκων, αποτελεί το νομοθετικό λόγο καθιέρωσης της ανταγωγής[5] και δικαιολογεί κατ’ επέκταση και την άσκηση ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ωστόσο η άσκηση ανταγωγής και επομένως και ανταίτησης αποτελεί κατά το άρθρ. 268§1 ΚΠολΔ απλή ευχέρεια και όχι υποχρέωση του εναγομένου[6] ή του καθ’ ου η αίτηση, αφού αναντίρρητο είναι ότι το σύστημα διάθεσης, που ισχύει κατά το άρθρ. 106 ΚΠολΔ στην πολιτική δίκη, καταλαμβάνει και την ανταγωγή[7], άρα και την ανταίτηση[8], που μάλιστα μπορούν να ασκηθούν και επικουρικά, δηλαδή υπό την αίρεση παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής ή της αίτησης (ενδοδιαδικαστική αίρεση)[9]. Ευνόητο είναι ότι η ανταγωγή ή η ανταίτηση μπορούν κατά το άρθρ. 219§1 ΚΠολΔ να περιέχουν και επικουρικές βάσεις ή αιτήματα[10], ενώ απαράδεκτες είναι αν εξαρτώνται από γεγονός άσχετο προς την εξέλιξη της διαδικασίας (εξωδιαδικαστική αίρεση) ή αν πρόκειται για επικουρική εναγωγή ως προς τα πρόσωπα[11].
                 3. Η άσκηση της ανταγωγής οδηγεί στη συνεκδίκασή της με την εκκρεμή αγωγή, δηλαδή κύριο αποτέλεσμα της ανταγωγής, ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός της, είναι η αυτοδίκαιη συνεκδίκασή της με την αγωγή (effectus simultanei proccesus). Προκειμένου να είναι δυνατή η συνεκδίκαση αυτή, ορίζει το άρθρ. 34 ΚΠολΔ ότι ανταγωγές μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο όπου εκκρεμεί η αγωγή, εφόσον υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ίδιου ή κατώτερου δικαστηρίου. Ισχύει  έτσι η δωσιδικία της ανταγωγής (forum reconventionis) που συνιστά απόκλιση από τις γενικές ρυθμίσεις της κατά τόπον, αλλά και της καθ’ ύλην αρμοδιότητας (effectus prorogationis). Μάλιστα η δωσιδικία αυτή θεμελιώνεται ακόμη και αν η ανταγωγή υπάγεται ως κύρια αγωγή σε αποκλειστική δωσιδικία[12]. Ωστόσο η κοινή διαδικαστική εξέλιξη αγωγής και ανταγωγής δεν είναι δεδομένη, αφού μπορεί να διακοπεί με απόφαση του δικαστηρίου στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, των άρθρ. 222§2, 272§3 και 308§2 ΚΠολΔ ή αν το δικαστήριο διατάξει κατά το άρθρ. 247§2 ΚΠολΔ τη χωριστή συζήτηση αγωγής και ανταγωγής. Αντίθετα οι διάδικοι δεν δικαιούνται να επισπεύσουν τη συζήτηση είτε μόνον της αγωγής είτε μόνον της ανταγωγής και μόνον έμμεσα μπορούν να διακόψουν την κοινή διαδικαστική τους πορεία, παραιτούμενοι από την αγωγή ή την ανταγωγή[13]. Ανάλογα ισχύουν και ως προς την ανταίτηση στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[14].

ΙΙ. Χαρακτηριστικά της ανταγωγής και της ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
                 4. Η ανταγωγή έχει αυτοτέλεια έναντι της αγωγής[15], αφού μ’ αυτή εισάγεται για να συνεκδικασθεί με την εκκρεμή αγωγή ξεχωριστή αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας του εναγομένου κατά του ενάγοντος, το αντικείμενο της οποίας δεν είναι αναγκαίο να είναι συναφές με τις αγωγικές αξιώσεις, δηλαδή η συνάφεια δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της ανταγωγής[16]. Κατά την έννοια αυτή η ανταγωγή δεν έχει εξ ορισμού παρεπόμενο (παρακολουθηματικό) χαρακτήρα έναντι της αγωγής[17], τουλάχιστον όταν δεν είναι ως προς το αντικείμενο συναφής μ’ αυτή ή δεν ασκήθηκε επικουρικά και ούτε αποτελεί απλό μέσο υπεράσπισης κατά της αγωγής, όπως αντίθετα είναι η αρνητική  απάντηση ή οι ενστάσεις κατ’ αυτής. Δηλαδή δεν συγκαταλέγεται στα μέσα επίθεσης ή άμυνας κατά την έννοια του υπό κατάργηση ήδη με το ν. 4335/2015 άρθρ. 269 ΚΠολΔ, που στόχο έχουν με τη μορφή πραγματικών ισχυρισμών μόνον να ματαιώσουν την παροχή έννομης προστασίας στον αντίδικο, αλλά αποτελεί μέσο αντεπίθεσης (αντιπερισπασμού), με τη μορφή αυτοτελούς (αυθύπαρκτης) αγωγής, η οποία, ωστόσο,  ενδέχεται να λειτουργεί και ως μέσο άμυνας κατά της αγωγής, αν είναι συναφής προς αυτή[18]. Με τη  μορφή αυτή η ανταγωγή χαρακτηρίζεται ως ιδιόρρυθμη παρεμπίπτουσα αγωγή, στην οποία δεν ισχύει πάντως η ρύθμιση του άρθρ. 283§2 ΚΠολΔ, αφού αποκλείεται από τις αντίθετες ρυθμίσεις του άρθρ. 268§4 ΚΠολΔ[19] και ήδη υπό την ισχύ του ν. 4335/2015 του άρθρ. 238§1 ΚΠολΔ.  
                 5. Όμοια με τα χαρακτηριστικά της ανταγωγής είναι και τα βασικά χαρακτηριστικά της ανταίτησης που ασκείται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή έχει και αυτή αυτοτέλεια έναντι της κύριας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υπό την έννοια ότι σε κοινή μ’ αυτή διαδικασία εισάγονται για να κριθούν, με την αυτή κατ’ αρχήν απόφαση, ξεχωριστά αιτήματα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας για το αυτό ή διαφορετικά ασφαλιστέα δικαιώματα ή γενικότερα έννομες σχέσεις, αφού και η ανταίτηση δεν είναι αναγκαίο να είναι συναφής με την κύρια αίτηση, αλλά μπορεί να αφορά και διαφορετικό ασφαλιστέο δικαίωμα από το δικαίωμα της κύριας αίτησης ή άλλο ασφαλιστικό μέτρο[20]. Με τη μορφή αυτή η ανταίτηση αποτελεί πρωταρχικά μέσο αντεπίθεσης ή και άμυνας κατά της αίτησης, αν είναι συναφής προς αυτή.

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

ΑΠ. 907/2015 Απόφαση (Γ’ Πολιτικού Τμήματος) : "Η αναίρεση που ασκείται από τον διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως. Η αναίρεση του μετά από προσεπίκληση ως υποχρέου σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβαίνοντος απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση"


(…) Η αναίρεση που ασκείται από τον διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως. Η αναίρεση του μετά από προσεπίκληση ως υποχρέου σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβαίνοντος απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 ΚΠολΔ) το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων.

Στην προκειμένη περίπτωση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν 1) η από 18/12/2013 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», 2) η από 3-4-2014 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου …. και 3) η από 10-9-2014 αίτηση αναιρέσεως της ……, οι οποίες στρέφονται κατά της 6357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν επειδή είναι συναφείς και έτσι διευκολύνονται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου την ένδικη αγωγή, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη κυριότητα στο επίδικο ακίνητο, 2 δικαίωμα που απέκτησε παραγώγως ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της, η οποία (κληρονομουμένη) είχε τελεσιδίκως με απόφαση του Εφετείου αναγνωρισθεί κυρία του επιδίκου, στα πλαίσια προγενέστερης δίκης μεταξύ αυτής και της δικαιοπαρόχου της επίσης αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης ……. Α.Ε., κατά τη διάρκεια της οποίας στον πρώτο βαθμό απεβίωσε και στη δικονομική της θέση αυτή υπεισήλθε υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα, να υποχρεωθεί η τελευταία, που κατέχει και νέμεται τούτο χωρίς δικαίωμα να της το αποδώσει, διαφορετικά σε περίπτωση αδυναμίας απόδοσης αυτού, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ίδιας να της καταβάλει αποζημίωση ισόποση με την εμπορική του αξία, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της στην απόδοση των ωφελημάτων τα οποία απέκτησε από την αποκλειστική χρήση του επιδίκου, ως κακής πίστεως νομέας και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, και αναιρεσίβλητη …….. Α.Ε. άσκησε κατά της παραπάνω ενάγουσας ανταγωγή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 1010 ΑΚ (ενοικοδόμηση κατά ένα μέρος σε γειτονικό ακίνητο) και εφόσον γίνει δεκτό το αγωγικό αίτημα περί αποδόσεως του επιδίκου, να επιδικασθεί σ' αυτήν η κυριότητα τούτου με την καταβολή αποζημιώσεως. Περαιτέρω η ίδια (……. Α.Ε.), με αυτοτελές δικόγραφo προσεπικάλεσε τον ήδη αναιρεσείοντα και αναιρεσίβλητο, Δήμο ….., δικαιοπάροχο της και πωλητή του επιδίκου, ως δικονομικό εγγυητή της, ενώνοντας στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ζήτησε δε να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη προς υποστήριξη της και σε περίπτωση ήττας της να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του να της καταβάλει ότι υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα με την κύρια αγωγή ήδη αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη.
Ο προσεπικληθείς δικαιοπάροχος άσκησε με ίδιο δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγομένης-αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο 1) δέχθηκε κατά ένα μέρος την κύρια αγωγή ως προς την επικουρική της βάση που στήριζε την αξίωση της ενάγουσας στην καταβολή αποζημιώσεως για την περίπτωση αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να 3 καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, που αντιπροσωπεύουν τόσον αποζημίωση αυτής λόγω αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου, όσον και τα ωφελήματα που απέκτησε αυτή ως κακής πίστεως νομέας 2) δέχθηκε κατ' ουσίαν την παρεμπίπτουσα αγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του προσθέτως παρεμβάντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, Δήμου να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ……. Α.Ε. τα παραπάνω χρηματικά ποσά καθώς και τα δικαστικά έξοδα και 3) απέρριψε κατ' ουσίαν την ανταγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση.

Επί των αντιθέτων εφέσεων που ασκήθηκαν από όλους τους διαδίκους εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της ενάγουσας με την κύρια αγωγή, έγιναν κατ' ουσίαν δεκτές οι εφέσεις της εναγομένης και παρεμπιπτόντως ενάγουσας, καθώς και του παρεμπιπτόντως εναγομένου και προσθέτως παρεμβάντος και εξαφανίσθηκε η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση μόνον κατά το μέρος που αφορούσε το ύψος των επιδικασθέντων για τις προαναφερόμενες αιτίες αποζημιώσεων το ποσόν των οποίων μείωσε. Η τελευταία αυτή απόφαση προσβάλλεται με τις τρεις αναιρέσεις.

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1, 82, 83 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αναίρεση που ασκείται από το διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73, 80, 82, 84, 85, 88, 285 και 556 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά τελεσίδικης απόφασης έχει δικαίωμα αυτοτελούς αναίρεσης και ο μετά από προσεπίκληση, ως υπόχρεος σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβάς, όχι μόνον όταν ανέλαβε το δικαστικό αγώνα και έθεσε τον υπερ’ού η παρέμβαση διάδικο εκτός δίκης αλλά και όταν δεν ανέλαβε μεν το δικαστικό αγώνα, καταδικάσθηκε όμως από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε αποζημίωση του υπερ’ού παρενέβη, μετά από προσεπίκληση του τελευταίου τούτου, ο οποίος σώρευσε και παρεμπίπτουσα κατά του παρεμβάντος αγωγή αποζημίωσης του, γιατί και στην περίπτωση αυτή, κατά 4 την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης έχει έννομο συμφέρον, ως διάδικος βλαπτόμενος από τις επιβλαβείς γι’ αυτόν διατάξεις της απόφασης, να προσβάλει αυτήν κατά το κεφάλαιο της, το συνεχόμενο αμέσως ή εμμέσως με την καταδίκη του σε αποζημίωση, αφού αυτός τελικά φέρει την ευθύνη από την απώλεια της δίκης. Η αναίρεση όμως απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση.
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…. Α.Ε.» κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δήμου …, ο οποίος όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση είχε πρωτοδίκως και κατ' έφεση την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ της παραπάνω αναιρεσείουσας, καθώς και η αίτηση αναίρεσης του Δήμου …. κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης (ήδη παραπάνω αναιρεσείουσας εταιρείας) πρέπει να απορριφθούν κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 577 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ως απαράδεκτες.

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Η δέσμευση του εθνικού δικαστή από το νομολογιακό προηγούμενο και δεδικασμένο των αποφάσεων του ΕΔΔΑ [Τριαντάφυλλος Ζολώτας, Δικηγόρος, Δ.Ν.]


Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν αποτέλεσε η υπ’ αριθμ. 405/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης.[1] Στις 9 Δεκεμβρίου 2008 απορρίφθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η αίτηση αναγνώρισης σωματείου με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ», παρότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στις 11 Οκτωβρίου 2007 είχε κρίνει πως η άρνηση των ελληνικών δικαστηρίων να εγγράψουν το επίδικο σωματείο στο μητρώο[2] προσέβαλε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ).[3] Εύλογο είναι, λοιπόν, το ερώτημα, αν και σε ποια έκταση δεσμεύεται ο έλληνας δικαστής από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η αναζήτηση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στο εσωτερικό ενός κράτους-μέλους της Σύμβασης μπορεί να αναλυθεί σε δύο επιμέρους ερωτήματα: Πρώτον, δεσμεύονται τα εθνικά δικαστήρια από την ερμηνεία που δίνει στις διατάξεις της Σύμβασης το Δικαστήριο του Στρασβούργου; Δεύτερον, ποιές είναι οι συνέπειες μιας απόφασης του ΕΔΔΑ, η οποία διαπιστώνει πως μια συγκεκριμένη πράξη του ελληνικού κράτους προσβάλλει την ΕΣΔΑ;
Ι. Η δεσμευτικότητα του νομολογιακού προηγουμένου των αποφάσεων του ΕΔΔΑ
Το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ που προβλέπει την υποχρεωτική ισχύ και εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ δεσμεύει μόνο τους διαδίκους.[4] Οι εθνικές αρχές των συμβαλλόμενων μερών φαίνεται, όμως, να λαμβάνουν υπόψη τους τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ακόμα και όταν δεν αφορά σε αυτά άμεσα.[5] Πώς εξηγείται αυτή η πρακτική, παρότι το κείμενο της ΕΣΔΑ δεν ορίζει ένα σχετικό καθήκον των κρατών-μελών;
Κατ’ αρχάς το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ αναφέρεται μόνο στο διατακτικό των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Αντίθετα, δεν ορίζει τίποτα σχετικά με τη δεσμευτικότητα της ratio decidendi και γενικότερα της ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης. Η διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 2 επ. ΕΣΔΑ αποτελεί κατά το άρθρο 19 ΕΣΔΑ αρμοδιότητα του ΕΔΔΑ, ενώ το άρθρο 32 ΕΣΔΑ του αναθέτει την εφαρμογή και την ερμηνεία της Σύμβασης.[6] Οι διατάξεις αυτές δεν συνεπάγονται, βέβαια, καθ’ εαυτές τη δέσμευση των εθνικών αρχών από το νομολογιακό προηγούμενο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Το ότι, όμως, η βούληση των συμβαλλόμενων μερών δεν ήταν να εξαντλείται η σημασία των δικαιοδοτικών του κρίσεων στην εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση, προκύπτει από τα άρθρα 37 παρ. 1 εδ. 2 και 37 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με αυτά το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει μια προσφυγή, ακόμα και όταν η διαφορά έχει διευθετηθεί, ή να αποφασίσει την επανεγγραφή μιας προσφυγής στο πινάκιο, εφόσον τούτο αιτιολογείται από τις περιστάσεις.[7]
Ούτε, όμως, το ΕΔΔΑ δέχεται ότι οι συνέπειες των αποφάσεών του περιορίζονται στα στενά όρια του υποκειμενικού δεδικασμένου. Όπως υπογράμμισε στην υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείουκαι επανέλαβε έκτοτε αρκετές φορές, οι αποφάσεις του δεν χρησιμεύουν μόνο στο να επιλύουν τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του, αλλά γενικότερα στο να διευκρινίζουν, να διαφυλάσσουν και να αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο της Σύμβασης, συμβάλλοντας έτσι στον σεβασμό, εκ μέρους των κρατών, των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει.[8] Ερμηνεύοντας, λοιπόν, τους όρους της Σύμβασης ανεξάρτητα από το πως γίνονται κατανοητοί στις εθνικές έννομες τάξεις[9] και ακολουθώντας ταυτόχρονα μια δυναμική-εξελικτική προσέγγιση –κατανοώντας δηλαδή τη Σύμβαση ως «living instrument» που πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των εκάστοτε σύγχρονων συνθηκών–[10] το ΕΔΔΑ ζωοποιεί το κείμενό της, έτσι ώστε το ακριβές περιεχόμενο των υποχρεώσεων που ανέλαβαν τα κράτη-μέλη κατά το άρθρο 1 ΕΣΔΑ να αποκρυσταλλώνεται πρώτα στον συνδυασμό των διατάξεων της Σύμβασης με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.[11] Για να μην εκθέσουν τη χώρα τους στον κίνδυνο μιας καταδίκης από το ΕΔΔΑ και στην ενδεχόμενη καταβολή υψηλής «δίκαιης ικανοποίησης», οι εθνικές αρχές ευθυγραμμίζονται, επομένως, εύλογα με τις αποφάσεις του δικαιοδοτικού οργάνου της Σύμβασης, ακόμα και όταν αυτές έχουν εκδοθεί εναντίον άλλων κρατών-μελών.[12]
Πέρα από τη συστηματική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, τη δέσμευση του εθνικού δικαστή από τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις που δίνει το ΕΔΔΑ, επιβάλλουν τελεολογικές σταθμίσεις.[13] Όπως διακηρύσσουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη στο προοίμιο της ΕΣΔΑ, σκοπός τους είναι η διασφάλιση της συλλογικής εγγύησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου.[14] Ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επιτευχθεί, αν τα 47 κράτη-μέλη ήταν τελείως ελεύθερα ως προς την ερμηνεία της ΕΣΔΑ. Αντίθετα, η δέσμευση των εθνικών αρχών από τις ερμηνευτικές λύσεις του ΕΔΔΑ συμβάλλει ουσιαστικά στην εμπέδωση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όχι μόνο γιατί αλλιώς η επίδραση της – απαραίτητης για μια ουσιαστική διαφύλαξη των κατοχυρωμένων στη Σύμβαση εγγυήσεων – αυτόνομης και δυναμικής-εξελικτικής ερμηνείας της ΕΣΔΑ θα παρέμενε περιορισμένη.[15] Αλλά επιπρόσθετα επειδή η κατά το δοκούν εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης θα οδηγούσε σε ασύμβατα με τη σκοποθεσία της ΕΣΔΑ αποτελέσματα. Αφενός θα αποδυνάμωνε την αυθεντία του ΕΔΔΑ, αφετέρου θα υπέσκαπτε την ασφάλεια δικαίου[16] και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των εθνικών έννομων τάξεων με τις επιταγές της Σύμβασης.[17]
Όπως απορρέει, άλλωστε, από το άρθρο 35 ΕΣΔΑ και τονίζει κατά πάγια νομολογία το ΕΔΔΑ, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσω του μηχανισμού της Σύμβασης είναι απλώς επικουρική.[18] Η επιτυχής λειτουργία της ΕΣΔΑ ως «συνταγματικού οργάνου της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου» προϋποθέτει την προθυμία των συμβαλλόμενων μερών να πραγματώσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν. Σε περίπτωση που δεν εκπληρώνουν τα καθήκοντα που τους αναλογούν πρωταρχικά, τότε το ήδη επιβαρυμένο με μεγάλο φόρτο εργασίας ΕΔΔΑ, θα παραλύσει από το πλήθος των προσφυγών που θα ασκηθούν.[19] Γίνεται, λοιπόν, εύκολα κατανοητό ότι η απόρριψη κάθε είδους δεσμευτικότητας των ερμηνευτικών λύσεων του ΕΔΔΑ θα καθιστούσε την ενιαία και αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου μια χιμαιρική διακήρυξη.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

AΠ 181/2016 : "Το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την κατ’ ουσίαν συνδρομή λόγου που εμποδίζει την αυτοπρόσωπη εµφάνιση του συνηγόρου της επιλογής του, διότι αν απορρίψει το αίτηµα του κατηγορουµένου να τον εκπροσωπήσει συγκεκριµένος δικηγόρος, παρ’ ότι δέχεται ότι συντρέχουν οι όροι του άρθρου 349 ΚΠοινΔ, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 αρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠοινΔ."


Αριθμός 181/2016 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο - Εισηγητή και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, 
για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Π. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ΒΠ, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 19397/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. 
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ά. σύζυγο Γ. Μ., 2) Γ. Μ. του Δ., κάτοικοι ...., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΚΣ, 3)Α. Μ. του Κ., 4)Α. Κ. του Ι., 5)Ε. Μ. του Ι. και 6)Μ. Μ. του Κ., κάτοικοι ... που παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο.Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Αυγούστου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 932/2015.Αφού άκουσεΤους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης..

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως (4-5-2015), προκύπτει ότι το δικαστήριο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπάγγελτα μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μια μόνο φορά για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανωτέρας βίας. Η αναβολή χορηγείται με αίτημα του διαδίκου για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορό του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος. 
Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη.Εξάλλου η κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλ. την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. 
Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτιών κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλ. να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, με τη διάταξη δε του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο, κατά τα άνω, με το Ν.Δ. 53/1974, υπερισχύει δε των ελληνικών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης και ορίζεται, ότι "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε ...., είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης προσβάσεως στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακροάσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπομένους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναιρέσεως, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ’ ΚΠοινΔ, όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικατ. από την παρ. 2 του άρθρου 11, του Ν. 3904/23.12.2010.