Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Στη χώρα μας, όπως και σε κάθε σύγχρονη δημοκρατία, ο λαός, ως εκλογικό
σώμα, ενεργοποιείται περιοδικά. Με την ψήφο του αναδεικνύει εκπροσώπους στα
αντιπροσωπευτικά σώματα, Βουλή και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή στις δύο βαθμίδες
της τοπικής αυτοδιοίκησης και αποφασίζει, αδιαμεσολάβητα στο δημοψήφισμα, για
κρίσιμα εθνικά θέματα ή για την τύχη ψηφισμένων νομοσχεδίων. Ο αντιπρόσωπος της
δικαστικής αρχής εγγυάται την ομαλή εξέλιξη κάθε εκλογικής διαδικασίας. Υπό την
ιδιότητα του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής, μονογράφει, κατά την εξαγωγή τους
από τον φάκελο, τα ψηφοδέλτια και καθένα από τους σταυρούς προτίμησης που
φέρουν.
Έτσι, επιδιώκεται να διασφαλιστεί η ανόθευτη, δηλαδή η γνήσια, εκδήλωση
της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εάν η θέση της μονογραφής
αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας διαλογής των ψήφων, η παράλειψή της
συνεπάγεται, άνευ ετέρου, τη μη προσμέτρησή τους, κατά περίπτωση, στη δύναμη του
συνδυασμού και των υποψηφίων του ή στη διαμόρφωση της επικρατούσας απάντησης.
Άλλως, περιορίζεται σε κριτήριο διακρίβωσης της γνησιότητας της βούλησης του
ψηφοφόρου, αναπληρούμενο, όταν ελλείπει, από το περιεχόμενο των ειδικών πινάκων
διαλογής και των λοιπών εκλογικών εγγράφων.
ΙΙ. Η λαϊκή κυριαρχία, η πολιτική ισότητα και η ανόθευτη εκδήλωση της
λαϊκής θέλησης
1. Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί το θεμέλιο του δημοκρατικού μας
πολιτεύματος1
. Στοιχεία του και, ταυτόχρονα, συστατικά της ομώνυμης αρχής είναι η
πολιτική ελευθερία και η πολιτική ισότητα2
. Η πρώτη καταλαμβάνει, προνομιακά, τη
διαμόρφωση της λαϊκής θέλησης και η δεύτερη, προεχόντως, την εκδήλωσή της. Η
ισότητα στο εκλέγειν επιβάλλει η προτίμηση των ψηφοφόρων να εκφράζεται με ίσους,
τους ίδιους, όρους, ενώ στο εκλέγεσθαι απαιτεί την επικράτηση όμοιων συνθηκών
κατά τη διαλογή των ψήφων και την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
Η λαϊκή θέληση ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να εκδηλώνεται
ελεύθερα και ανόθευτα. Η σχετική απαίτηση συναντάται πρώτη φορά στην
Καταστατική Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 και κατοχυρώνεται ως
θεμελιώδης εκλογική αρχή στο Σύνταγμα του 19753
. Στην υπέρτερη τυπική ισχύ και
την ευρεία κανονιστική της εμβέλεια υπόκειται όχι μόνο η διαμόρφωση της εκλογικής
βούλησης, τουλάχιστον κατά την περίοδο του εκλογικού αγώνα, αλλά και η διεξαγωγή
της ψηφοφορίας. Τα δύο συστατικά της αρχής του άρθρου 52 Συντ., η ελευθερία και το
ανόθευτο, αντιστοιχούν συστηματικά και ταυτίζονται λειτουργικά, με εκείνα της δημοκρατικής αρχής, την ελευθερία και την ισότητα, αποκαλύπτοντας τη στενή
σύνδεση και αναδεικνύοντας την παραπληρωματικότητά τους.
2. Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της
λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή η θεμελιώδης εκλογική αρχή του άρθρου 52 Συντ., τελεί
υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της πολιτείας. Τέτοιοι είναι όσοι εμπλέκονται
στην εκλογική διαδικασία4
. Σε όλες τις διακριτές φάσεις της, μεταξύ των οποίων από
τις πλέον σημαντικές είναι η διαλογή των ψήφων, και σε κάθε στιγμή ενεργοποίησης
του εκλογικού σώματος, τους ανατίθεται, συνταγματικά, η υποχρέωση να
διασφαλίζουν την ελευθερία και τη γνησιότητα, ακόμη και με τη θέσπιση ποινικών
κυρώσεων.
Το ανόθευτο εντοπίζεται, προνομιακά, στην έκφραση της λαϊκής θέλησης.
Επιτυγχάνεται, όταν τα ψηφοδέλτια και οι σταυροί προτίμησης, που προσμετρώνται
στη δύναμη των συνδυασμών και, αντίστοιχα, των υποψηφίων, έχουν εξαχθεί από την
κάλπη και δεν προστέθηκαν μετά τη διαλογή, εντός ή εκτός του εκλογικού τμήματος.
Εγγυητής της γνησιότητάς τους είναι, καταρχήν, ο κοινός νομοθέτης και, προς τούτο,
εξοπλίζεται με ευρεία περιθώρια επιλογών. Από τις διαθέσιμες οφείλει να προκρίνει
εκείνη που υπηρετεί πληρέστερα τον επιδιωκόμενο συνταγματικά στόχο. Η εμπλοκή
του ολοκληρώνεται πάντως με τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων.
Η εφαρμογή τους αφήνεται στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής5
. Αυτός
διενεργεί μεταξύ άλλων, τη διαλογή των ψήφων, βεβαιώνει δε με την υπογραφή του
την ακρίβεια και την αλήθεια του περιεχομένου των ειδικών πινάκων και των λοιπών
εκλογικών εγγράφων. Επιλέγεται με κλήρωση από ευρύ κατάλογο δημόσιων
λειτουργών και υπαλλήλων6
. Όλοι τους είναι, κατά την έννοια του άρθρου 52 Συντ.,
λειτουργοί της πολιτείας7
. Δηλαδή, εγγυητές της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής
θέλησης και υπόχρεοι να τη διασφαλίζουν.
ΙΙΙ. Η μονογραφή ψηφοδελτίων και σταυρών προτίμησης στις γενικές
βουλευτικές εκλογές8
Στις γενικές βουλευτικές εκλογές κάθε ψηφοφόρος επιλέγει συνδυασμό,
αυτοτελούς πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού περισσότερων, και εκφράζει την
προτίμησή του σε αριθμό υποψηφίων, θέτοντας σταυρό9 παραπλεύρως του ονόματός
τους. Η μονογραφή του ψηφοδελτίου, από τη στιγμή που αντικατέστησε το σφαιρίδιο,
αποτελεί σταθερό γνώρισμα της εκλογικής νομοθεσίας και εγγύηση της γνησιότητάς
του. Σε πρώτη φάση, η θέση της βάρυνε, από κοινού, τον αντιπρόσωπο της δικαστικής
αρχής και ένα μέλος της εφορευτικής επιτροπής10, ενώ, στη συνέχεια, αφέθηκε
αποκλειστικά στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή σε εκείνον που διευθύνει τις
εργασίες της11
. Μονογράφουν, επίσης, κάθε σταυρό προτίμησης και αναγράφουν τον
συνολικό αριθμό τους σε κάθε ψηφοδέλτιο12
.
Η διαλογή των ψήφων αποτελεί σύνθετη διαδικασία13 και εκκινεί με την
ολοκλήρωση της ψηφοφορίας. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που
διευθύνει τις εργασίες της ανασύρει, κάθε φορά από την κάλπη και έως την εξάντλησή
τους, έναν αριθμημένο φάκελο, τον αποσφραγίζει, διαπιστώνει την εγκυρότητα του
ψηφοδελτίου που βρίσκεται εντός αυτού, το επιδεικνύει στα μέλη (της εφορευτικής
επιτροπής) και, εάν παρίστανται, στους υποψηφίους ή τους αντιπροσώπους τους,
διαβάζει το περιεχόμενό του, το αριθμεί, κατά τη σειρά εξαγωγής, το μονογράφει και ο
αριθμός του (ψηφοδελτίου) σημειώνεται στον ειδικό πίνακα συνδυασμών14
. Όταν δεν
εφαρμόζεται το σύστημα των «δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα) και οι υποψήφιοι
σταυροδοτούνται, η διαδικασία συνεχίζεται. Κάθε σταυρός προτίμησης μονογράφεται,
αναγράφεται, ολογράφως, ο συνολικός αριθμός τους σε κάθε ψηφοδέλτιο και το
τελευταίο, αριθμητικά ταυτοποιημένο, σημειώνεται στον ειδικό πίνακα υποψηφίων
απέναντι από το όνομα του προτιμώμενου.
Με το πέρας της διαλογής ψηφοδελτίων και σταυρών οι ειδικοί πίνακες
συνδυασμών και υποψηφίων κλείνουν με πράξη που γράφεται στο τέλος τους και
υπογράφεται από όλους τους παριστάμενους στο εκλογικό τμήμα15
. Το αποτέλεσμα
ανακοινώνεται, αμέσως και χωρίς καθυστέρηση, στον οικείο αντιπεριφερειάρχη16 από
τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της,
πρώτα για τους συνδυασμούς και μετά για τους υποψηφίους. Συντάσσεται, τέλος,
διαβάζεται και υπογράφεται διακριτή πράξη στο βιβλίο πρακτικών της εκλογής, στην
οποία, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων κάθε
συνδυασμού17
. Τα βιβλία και όλα τα εκλογικά έγγραφα, καθώς επίσης τα ψηφοδέλτια,
τακτοποιημένα κατά συνδυασμούς και με τη σειρά αρίθμησής τους, κλείνονται στον σάκο, ο οποίος σφραγίζεται και παραδίδεται στον Πρόεδρο του οικείου
Πρωτοδικείου18
.
Η τύχη του ψηφοδελτίου, όταν απουσιάζει η μονογραφή, δεν καθορίζεται
νομοθετικά. Αντιθέτως, η παράλειψη της θέσης παραπλεύρως των σταυρών
προτίμησης ρυθμίζεται ειδικά στην εκλογική νομοθεσία19
. Όσοι δεν φέρουν
μονογραφή και ο συνολικός αριθμός τους δεν αναγράφεται στο ψηφοδέλτιο, δεν
λαμβάνονται υπόψη κατά την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Δηλαδή, δεν
υπολογίζονται στη δύναμη των υποψηφίων, ακόμη και όταν το ταυτοποιημένο
αριθμητικά ψηφοδέλτιο και οι σταυροί προτίμησης που φέρει έχουν σημειωθεί στον
οικείο ειδικό πίνακα και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Σε κάθε περίπτωση, δεν
επηρεάζεται το κύρος του ψηφοδελτίου. Παραμένει έγκυρο20 και προσμετράται στη
δύναμη του συνδυασμού, αρκεί να έχει μονογραφηθεί ή, έστω, να έχει καταχωρηθεί,
δηλαδή να αποδεικνύεται η γνησιότητά του.