Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

"Ζητήματα ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων" [του Δημητρίου Κράνη, Αρεοπαγίτη]


(Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση τόμο προς τιμήν της ομότιμης Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ελίζας Αλεξανδρίδου -ΝοΒ 2015.1431-1442.)


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
    Ι. Εισαγωγή.
    ΙΙ. Χαρακτηριστικά της ανταγωγής και της ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
    ΙΙΙ. Προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης και συζήτησης της ανταίτησης.
          α. Εκκρεμοδικία κύριας αίτησης, β. Δικαιοδοσία, γ. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα, δ. Διάδικοι, ε. Σύνθετες δίκες, στ. Διαδικαστικά ζητήματα και συναφείς ρυθμίσεις.
    IV. Οι συνέπειες της ανταίτησης.

Ι. Εισαγωγή.
                 1. Ο ΚΠολΔ δεν περιέχει διατάξεις για την ανταίτηση στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και γενικότερα η ρύθμιση της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων με τις διατάξεις των άρθρ. 686 -703 δεν είναι εξαντλητική. Συμπληρωματικά έτσι καλούνται σε εφαρμογή οι συμβατές με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων διατάξεις του ΚΠολΔ για την κύρια διαγνωστική δίκη, αφού διαγνωστική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας είναι και η ίδια η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[1]. Βέβαια η δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει διαφορετικό αντικείμενο από αυτό της κύριας διαγνωστικής δίκης, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται με την τακτική ή με ειδική διαδικασία του τέταρτου βιβλίου του ΚΠολΔ διάγνωση του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος, ενώ αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία δικαιώματος του αιτούντος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, με τα οποία διαπλάσσονται προσωρινά οι ουσιαστικές έννομες σχέσεις των διαδίκων, και μόνον παρεμπιπτόντως πιθανολογείται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος[2]. Όμως η διαφορά ως προς το αντικείμενο της δίκης δεν αναιρεί το διαγνωστικό χαρακτήρα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία χαρακτηρίζεται στο άρθρ. 682§1 ΚΠολΔ ως ειδική για να επισημανθεί ακριβώς η διαφορά αυτή, γι’ αυτό και κατά τα λοιπά συμπληρώνεται από τις ρυθμίσεις των άρθρ. 1-590 ΚΠολΔ, έστω και αν δεν υπάρχει εδώ διάταξη όμοια προς αυτή του άρθρ. 591§1 ΚΠολΔ (ΣχΠολΔ V 237)[3]. Επομένως οι βασικές ρυθμίσεις της ανταγωγής, που περιέχονται στα άρθρ. 34 και 268 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να ρυθμισθεί στη διαδικασία αυτή η άσκηση ανταίτησης[4] .
                 2. Η αρχή της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας, που επιτυγχάνεται με τη συγκέντρωση των δικών με στόχο την καθολική επίλυση των διαφορών μεταξύ των διαδίκων, αποτελεί το νομοθετικό λόγο καθιέρωσης της ανταγωγής[5] και δικαιολογεί κατ’ επέκταση και την άσκηση ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ωστόσο η άσκηση ανταγωγής και επομένως και ανταίτησης αποτελεί κατά το άρθρ. 268§1 ΚΠολΔ απλή ευχέρεια και όχι υποχρέωση του εναγομένου[6] ή του καθ’ ου η αίτηση, αφού αναντίρρητο είναι ότι το σύστημα διάθεσης, που ισχύει κατά το άρθρ. 106 ΚΠολΔ στην πολιτική δίκη, καταλαμβάνει και την ανταγωγή[7], άρα και την ανταίτηση[8], που μάλιστα μπορούν να ασκηθούν και επικουρικά, δηλαδή υπό την αίρεση παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής ή της αίτησης (ενδοδιαδικαστική αίρεση)[9]. Ευνόητο είναι ότι η ανταγωγή ή η ανταίτηση μπορούν κατά το άρθρ. 219§1 ΚΠολΔ να περιέχουν και επικουρικές βάσεις ή αιτήματα[10], ενώ απαράδεκτες είναι αν εξαρτώνται από γεγονός άσχετο προς την εξέλιξη της διαδικασίας (εξωδιαδικαστική αίρεση) ή αν πρόκειται για επικουρική εναγωγή ως προς τα πρόσωπα[11].
                 3. Η άσκηση της ανταγωγής οδηγεί στη συνεκδίκασή της με την εκκρεμή αγωγή, δηλαδή κύριο αποτέλεσμα της ανταγωγής, ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός της, είναι η αυτοδίκαιη συνεκδίκασή της με την αγωγή (effectus simultanei proccesus). Προκειμένου να είναι δυνατή η συνεκδίκαση αυτή, ορίζει το άρθρ. 34 ΚΠολΔ ότι ανταγωγές μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο όπου εκκρεμεί η αγωγή, εφόσον υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ίδιου ή κατώτερου δικαστηρίου. Ισχύει  έτσι η δωσιδικία της ανταγωγής (forum reconventionis) που συνιστά απόκλιση από τις γενικές ρυθμίσεις της κατά τόπον, αλλά και της καθ’ ύλην αρμοδιότητας (effectus prorogationis). Μάλιστα η δωσιδικία αυτή θεμελιώνεται ακόμη και αν η ανταγωγή υπάγεται ως κύρια αγωγή σε αποκλειστική δωσιδικία[12]. Ωστόσο η κοινή διαδικαστική εξέλιξη αγωγής και ανταγωγής δεν είναι δεδομένη, αφού μπορεί να διακοπεί με απόφαση του δικαστηρίου στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, των άρθρ. 222§2, 272§3 και 308§2 ΚΠολΔ ή αν το δικαστήριο διατάξει κατά το άρθρ. 247§2 ΚΠολΔ τη χωριστή συζήτηση αγωγής και ανταγωγής. Αντίθετα οι διάδικοι δεν δικαιούνται να επισπεύσουν τη συζήτηση είτε μόνον της αγωγής είτε μόνον της ανταγωγής και μόνον έμμεσα μπορούν να διακόψουν την κοινή διαδικαστική τους πορεία, παραιτούμενοι από την αγωγή ή την ανταγωγή[13]. Ανάλογα ισχύουν και ως προς την ανταίτηση στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[14].

ΙΙ. Χαρακτηριστικά της ανταγωγής και της ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
                 4. Η ανταγωγή έχει αυτοτέλεια έναντι της αγωγής[15], αφού μ’ αυτή εισάγεται για να συνεκδικασθεί με την εκκρεμή αγωγή ξεχωριστή αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας του εναγομένου κατά του ενάγοντος, το αντικείμενο της οποίας δεν είναι αναγκαίο να είναι συναφές με τις αγωγικές αξιώσεις, δηλαδή η συνάφεια δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της ανταγωγής[16]. Κατά την έννοια αυτή η ανταγωγή δεν έχει εξ ορισμού παρεπόμενο (παρακολουθηματικό) χαρακτήρα έναντι της αγωγής[17], τουλάχιστον όταν δεν είναι ως προς το αντικείμενο συναφής μ’ αυτή ή δεν ασκήθηκε επικουρικά και ούτε αποτελεί απλό μέσο υπεράσπισης κατά της αγωγής, όπως αντίθετα είναι η αρνητική  απάντηση ή οι ενστάσεις κατ’ αυτής. Δηλαδή δεν συγκαταλέγεται στα μέσα επίθεσης ή άμυνας κατά την έννοια του υπό κατάργηση ήδη με το ν. 4335/2015 άρθρ. 269 ΚΠολΔ, που στόχο έχουν με τη μορφή πραγματικών ισχυρισμών μόνον να ματαιώσουν την παροχή έννομης προστασίας στον αντίδικο, αλλά αποτελεί μέσο αντεπίθεσης (αντιπερισπασμού), με τη μορφή αυτοτελούς (αυθύπαρκτης) αγωγής, η οποία, ωστόσο,  ενδέχεται να λειτουργεί και ως μέσο άμυνας κατά της αγωγής, αν είναι συναφής προς αυτή[18]. Με τη  μορφή αυτή η ανταγωγή χαρακτηρίζεται ως ιδιόρρυθμη παρεμπίπτουσα αγωγή, στην οποία δεν ισχύει πάντως η ρύθμιση του άρθρ. 283§2 ΚΠολΔ, αφού αποκλείεται από τις αντίθετες ρυθμίσεις του άρθρ. 268§4 ΚΠολΔ[19] και ήδη υπό την ισχύ του ν. 4335/2015 του άρθρ. 238§1 ΚΠολΔ.  
                 5. Όμοια με τα χαρακτηριστικά της ανταγωγής είναι και τα βασικά χαρακτηριστικά της ανταίτησης που ασκείται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή έχει και αυτή αυτοτέλεια έναντι της κύριας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υπό την έννοια ότι σε κοινή μ’ αυτή διαδικασία εισάγονται για να κριθούν, με την αυτή κατ’ αρχήν απόφαση, ξεχωριστά αιτήματα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας για το αυτό ή διαφορετικά ασφαλιστέα δικαιώματα ή γενικότερα έννομες σχέσεις, αφού και η ανταίτηση δεν είναι αναγκαίο να είναι συναφής με την κύρια αίτηση, αλλά μπορεί να αφορά και διαφορετικό ασφαλιστέο δικαίωμα από το δικαίωμα της κύριας αίτησης ή άλλο ασφαλιστικό μέτρο[20]. Με τη μορφή αυτή η ανταίτηση αποτελεί πρωταρχικά μέσο αντεπίθεσης ή και άμυνας κατά της αίτησης, αν είναι συναφής προς αυτή.


ΙΙΙ. Προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης και συζήτησης της ανταίτησης.
       
 α. Εκκρεμοδικία κύριας αίτησης.
                 6. Βασική προϋπόθεση για την άσκηση ανταίτησης είναι η εκκρεμοδικία αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του καθ’ ου η ανταίτηση κατά του ανταιτούντος, που υποβλήθηκε κατά το άρθρ. 686§1 ΚΠολΔ. Σε αντίθεση, όμως, με την κύρια αίτηση δεν απαιτείται για την άσκηση ανταίτησης η τήρηση προδικασίας και μπορεί αυτή, ανεξάρτητα από το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, να υποβληθεί και προφορικά κατά τη συζήτηση της αίτησης (άρθρ. 268§4 ΚΠολΔ αναλόγως)[21], αφού στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, οπότε καταχωρίζεται στα πρακτικά, αν τηρούνται, αλλιώς στα πρόχειρα πρακτικά που τηρεί ο δικαστής[22]. Αν η ανταίτηση δεν αναπτυχθεί προφορικά στο ακροατήριο, αλλά περιέχεται μόνο στο έγγραφο σημείωμα, που κατατίθεται μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, είναι απαράδεκτη[23].
      
  β. Δικαιοδοσία.
                 7. Απαράδεκτη, επίσης, είναι η ανταίτηση, αν το ουσιαστικό δικαίωμα, για το οποίο ζητείται μ’ αυτή η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεν υπάγεται για την οριστική δικαστική προστασία του στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά σ’ αυτή των διοικητικών δικαστηρίων[24]. Αν αντίθετα η ανταίτηση αφορά σε δικαίωμα υπαγόμενο στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όμως δεν αφορά σε τέτοιο δικαίωμα η κύρια αίτηση ή γενικότερα αυτή είναι για οποιονδήποτε τυπικό λόγο απαράδεκτη, τότε αν η ανταίτηση ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο, διατηρείται η δωσιδικία της και αυτή εκδικάζεται παρόλη την απόρριψη ως απαράδεκτης της κύριας αίτησης[25], εκτός αν ασκήθηκε υπό την αίρεση της παραδοχής ή της απόρριψης της κύριας αίτησης[26], αλλιώς, αν δηλαδή ασκήθηκε με τις προτάσεις ή προφορικά στο ακροατήριο, απορρίπτεται και αυτή ως απαράδεκτη για έλλειψη πλέον προδικασίας (άρθρ. 111§2 (ΚΠολΔ)[27].
     
   γ. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα.
                 8. Γενική καθ’ ύλην αρμοδιότητα να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα έχει κατά τη διάταξη του άρθρ. 683§1 ΚΠολΔ το μονομελές πρωτοδικείο (τεκμήριο αρμοδιότητας), ενώ το ειρηνοδικείο έχει κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου στερητική για το μονομελές πρωτοδικείο καθ’ ύλην αρμοδιότητα μόνον αν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, καθώς και στις υποθέσεις προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής (άρθρ. 733 ΚΠολΔ). Αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής σε πολυμελές δικαστήριο (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο), είναι και αυτό αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα (συντρέχουσα αρμοδιότητα), μόνον όμως κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης (άρθρ. 684 και 686§5 ΚΠολΔ)[28]. Τα όρια της υλικής αρμοδιότητας, που διαγράφει ο νόμος ως προς την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων, οριοθετούν αντίστοιχα και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα ως προς την ανταίτηση, η οποία μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση, μόνον αν υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ίδιου ή κατώτερου δικαστηρίου (άρθρ. 34 ΚΠολΔ αναλόγως). Έτσι, αν η  κύρια αίτηση είναι αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου ή συζητείται μαζί με την κύρια υπόθεση σε πολυμελές δικαστήριο, είναι παραδεκτή η άσκηση ανταίτησης στο ίδιο δικαστήριο, ενώ αντίθετα είναι απαράδεκτη αν αυτή μεν είναι αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, η δε κύρια αίτηση εκκρεμεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο για εκείνη ειρηνοδικείο, εκτός αν ο ανταιτών περιορίσει ακολούθως την ανταίτησή του, ώστε να εμπίπτει πλέον στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Διαφορετικά αν η ανταίτηση ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο, παραπέμπεται από το ειρηνοδικείο, στο οποίο αναρμοδίως εισήχθη, στο αρμόδιο γι’ αυτή μονομελές πρωτοδικείο, ενώ αν ασκήθηκε με τις προτάσεις ή προφορικά στο ακροατήριο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη προδικασίας. Αν το ειρηνοδικείο, στο οποίο ασκήθηκαν η αίτηση και η ανταίτηση, είναι αναρμόδιο όχι μόνο για την ανταίτηση, αλλά και για την αίτηση, παραπέμπονται από κοινού στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, ενώ αν ασκήθηκαν και εκκρεμούν στο μονομελές πρωτοδικείο, μολονότι αρμόδιο και για τις δυο είναι το ειρηνοδικείο, μπορούν είτε να παραπεμφθούν από κοινού στο αρμόδιο ειρηνοδικείο είτε να κρατηθούν και να εκδικασθούν από το καθ’ ύλην ανώτερο μονομελές πρωτοδικείο (άρθρ. 46 και 47 ΚΠολΔ). Ενδέχεται, ακόμη, το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια αίτηση, να είναι αναρμόδιο για εκείνη, αρμόδιο όμως για την ανταίτηση. Αυτό μπορεί να συμβεί αν η αίτηση, για την οποία αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο, ασκήθηκε στο ειρηνοδικείο, το οποίο είναι όμως αρμόδιο για την ανταίτηση, οπότε παραπέμπονται από κοινού στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, ενώ αν η αίτηση είναι αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου και έχει ασκηθεί στο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο είναι όμως καθ’ ύλην αρμόδιο για την ανταίτηση, πρέπει το μονομελές πρωτοδικείο να κρατήσει και να δικάσει ως ανώτερο δικαστήριο τόσο την αίτηση όσο και την ανταίτηση, υποχρεωτικά μεν αν είναι μεταξύ τους συναφείς (δωσιδικία της συνάφειας, άρθρ. 31§3 ΚΠολΔ), σε κάθε δε περίπτωση επειδή η λύση αυτή εξυπηρετεί την οικονομία της όλης δίκης, διαφορετικά, δηλαδή αν δεν θεμελιώνεται η δωσιδικία της συνάφειας και παραπέμψει την αίτηση στο αρμόδιο ειρηνοδικείο, θα πρέπει πλέον να απορρίψει για έλλειψη προδικασίας την ανταίτηση, αν αυτή ασκήθηκε μόνο με τις προτάσεις ή προφορικά. Τέλος, αν η αίτηση και η ανταίτηση ασκήθηκαν σε καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο όμως είναι ως προς την αίτηση κατά τόπον αναρμόδιο, γίνεται παραπομπή από κοινού τόσο της αίτησης όσο και της ανταίτησης στο ισόβαθμο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο[29].
      
  δ. Διάδικοι.
                 9. Ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομιμοποιείται να ασκήσει μόνον ο καθ’ ου η αίτηση κατά του αιτούντος (άρθρ. 268§1 ΚΠολΔ αναλόγως), δηλαδή απαιτείται πλήρης ταύτιση μεταξύ των διαδίκων της αίτησης και της ανταίτησης, των οποίων απλώς αντιστρέφεται η διαδικαστική θέση[30]. Έτσι είναι απαράδεκτη η ανταίτηση από έναν των καθ’ ων η αίτηση κατά ομοδίκου του, καθώς και αυτή που ασκεί ο καθ’ ου η αίτηση ως νόμιμος αντιπρόσωπος άλλου, ενώ η αίτηση στρέφεται ατομικά κατ’ αυτού. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ανταίτηση ασκείται από τον καθ’ ου η αίτηση για παροχή ατομικά σ’ αυτόν τον ίδιο προσωρινής δικαστικής προστασίας, εφόσον ο αιτών, κατά του οποίου στρέφεται η ανταίτηση, άσκησε την αίτηση ως νόμιμος αντιπρόσωπος άλλου ή εφόσον η αίτηση δεν απευθύνθηκε από τον αιτούντα ατομικά κατά του ανταιτούντος, αλλά κατά προσώπου νόμιμα αντιπροσωπευόμενου από αυτόν. Τέτοια είναι, μεταξύ άλλων, η ανταίτηση την οποία σε δίκη επιδίκασης προσωρινής διατροφής σε ανήλικο τέκνο ασκεί ο καθ’ ου η αίτηση πατέρας κατά της αιτούσας για λογαριασμό του τέκνου μητέρας, αξιώνοντας την ανάθεση προσωρινά σ’ αυτόν της επιμέλειας του τέκνου ή τη ρύθμιση προσωρινά του δικαιώματός του επικοινωνίας με το τέκνο, αφού στις μεν δίκες επιμέλειας ή επικοινωνίας γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους διάδικοι δεν είναι τα ανήλικα τέκνα, αλλά οι γονείς τους, στις δε δίκες για  επιδίκαση διατροφής σε ανήλικα τέκνα διάδικοι είναι τα τέκνα αυτά και όχι ο γονέας που απλώς τα αντιπροσωπεύει στη σχετική δίκη[31]. Ωστόσο η ανταίτηση που απαράδεκτα, κατά τ’ ανωτέρω, ασκείται από τον καθ’ ου η αίτηση κατά προσώπου με το οποίο δεν τελεί σε σχέση αντιδικίας στο πλαίσιο της αίτησης ή ασκείται για λογαριασμό μη διαδίκου ή χωρίς ο ανταιτών να είναι πράγματι ο καθ’ ου η αίτηση, μπορεί, εφόσον ασκήθηκε με δικόγραφο, να εκτιμηθεί ως αυτοτελής αίτηση και να μην απορριφθεί τελικά ως απαράδεκτη, αλλά να συνεκδικασθεί κατά το άρθρ. 246 ΚΠολΔ με την αρχική αίτηση. Η δυνατότητα αυτή, πάντως, δεν υπάρχει, αν η ανταίτηση ασκήθηκε με τις προτάσεις ή προφορικά, αφού τότε λείπει η τήρηση της αναγκαίας προδικασίας[32].
                 10. Σε περίπτωση αναγκαίας ομοδικίας (άρθρ. 76 ΚΠολΔ), που είναι δυνατόν να υπάρξει και στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, η απαραίτητη για την άσκηση παραδεκτής ανταίτησης ταυτότητα των διαδίκων, την οποία επιτάσσει ο νόμος, σημαίνει ότι η ανταίτηση πρέπει να ασκηθεί από όλους των καθ’ ων η αίτηση, αν η αναγκαία ομοδικία είναι παθητική και να στραφεί εναντίον όλων των αιτούντων, αν η αναγκαία ομοδικία είναι ενεργητική ή και ενεργητική (άρθρ. 268§2 ΚΠολΔ αναλόγως)[33]. Τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει όταν η ομοδικία είναι απλή  (άρθρ. 74 ΚΠολΔ), οπότε η ανταίτηση παραδεκτά ασκείται από οποιονδήποτε των καθ’ ων η αίτηση εναντίον οποιουδήποτε των αιτούντων, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση περισσότερων της μιας ανταιτήσεων ή κοινής ανταίτησης από όλους τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον όλων ή και όλων των αιτούντων. Η διαφορά στη ρύθμιση δικαιολογείται από την ανεξάρτητη δικονομική θέση κάθε απλού ομοδίκου και την υποκειμενική ενέργεια των πράξεων που αυτός ενεργεί (άρθρ. 75§1 ΚΠολΔ). Οι περισσότερες ανταιτήσεις επί απλής ομοδικίας συνεκδικάζονται, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, κατά το άρθρ. 247§2 ΚΠολΔ, ότι ενδείκνυται η χωριστή συζήτησή τους[34].
      
  ε. Σύνθετες δίκες.
                 11. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι δυνατή τόσο η κύρια όσο και πρόσθετη παρέμβαση (άρθρ. 79-85, αναλόγως). Έτσι κύρια παρέμβαση ασκεί ο τρίτος, που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθής δικαιούχος του ασφαλιστέου δικαιώματος και αντιποιείται την προσωρινή δικαστική προστασία που ζητεί ο αιτών[35], ενώ πρόσθετη παρέμβαση ασκεί ο τρίτος που έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ συγκεκριμένου διαδίκου[36]. Ο κυρίως παρεμβαίνων αντιδικεί κατά των αρχικών διαδίκων[37] και συνεπώς αυτοί δικαιούνται να ασκήσουν εναντίον του ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων και μάλιστα από κοινού ή και χωριστά[38], αφού, κατά την ορθότερη γνώμη, οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση δεν είναι μεταξύ τους αναγκαίοι ομόδικοι[39]. Αντίθετα ανταίτηση του κυρίως παρεμβαίνοντος κατά του αιτούντος αποκλείεται από την ίδια τη φύση και τη λειτουργία της κύριας παρέμβασης. Ο προσθέτως παρεμβαίνων μετέχει μεν στην εκκρεμή διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όμως δεν δικαιούται να διαθέσει το αντικείμενο της δίκης ούτε να το διευρύνει ή να το τροποποιήσει με πράξεις ή δηλώσεις του (άρθρ. 82 ΚΠολΔ αναλόγως), αφού τελεί σε σχέση τυπικής μόνον αντιδικίας με τον καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να ασκεί κατά οποιουδήποτε των διαδίκων ανταίτηση για ασφαλιστέο δικαίωμα όχι μόνον δικό του, αλλά ούτε του υπέρ ου η παρέμβαση, ενώ για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτη και ανταίτηση οποιουδήποτε των διαδίκων στρεφόμενη εναντίον του για οποιοδήποτε δικαίωμα. Η άσκηση ανταίτησης από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα ή εναντίον του είναι πάντως δυνατή αν αυτός υπεισέλθει κατά το άρθρ. 85 ΚΠολΔ στη θέση του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και συμμετάσχει πλέον στη δίκη ως κύριος διάδικος[40]. Κύριος διάδικος είναι συνεπέστερο να γίνει δεκτό ότι γίνεται και ο προσθέτως παρεμβαίνων στην περίπτωση που η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη θα εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις του προς τον αντίδικό του, δηλαδή στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρ. 83 ΚΠολΔ), αφού τότε αποτελεί αναγκαίο ομόδικο του υπέρ ου η παρέμβαση[41]. Συνακόλουθα δυνατή είναι υπό την εκδοχή αυτή η άσκηση απ’ αυτόν ή εναντίον του ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία όμως θα πρέπει να ασκηθεί από κοινού με τον υπέρ ου η παρέμβαση ή να στραφεί εναντίον και αυτού λόγω της μεταξύ τους αναγκαίας ομοδικίας (άρθρ. 268§2 ΚΠολΔ αναλόγως)[42]. Αντίθετα η άσκηση από ή εναντίον του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος ανταίτησης πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτη και απορριπτέα[43], αν γίνει δεκτή η άποψη ότι αυτός με την άσκηση της παρέμβασής του δεν γίνεται κύριος διάδικος,, αλλά μόνον κατά πλάσμα του νόμου θεωρείται αναγκαίος ομόδικος του υπέρ ου η παρέμβαση και μόνο σε περιορισμένη έκταση εξομοιώνεται διαδικαστικά μ’ αυτόν, στερούμενος κατά τα λοιπά διαδικαστικών ευχερειών που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο κύριου διαδίκου, όπως αυτές που διευρύνουν το αντικείμενο της δίκης[44].
                 12. Με ανάλογη εφαρμογή των άρθρ. 89-90 ΚΠολΔ είναι δυνατή και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η άσκηση προσεπίκλησης και μπορούν να προσεπικληθούν τόσο οι αναγκαίοι ομόδικοι και ο αληθής κύριος ή νομέας όσο και ο δικονομικός εγγυητής[45], αφού ειδικότερα η ευθύνη του τελευταίου ενεργοποιείται και στο πλαίσιο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων[46]. Βέβαια η απαίτηση αποζημίωσης κατά του δικονομικού εγγυητή δεν είναι μεταξύ των απαιτήσεων του άρθρ. 728 ΚΠολΔ, ώστε να μπορεί να επιδικασθεί προσωρινά. Το γεγονός όμως αυτό δεν καθιστά χωρίς συμφέρον την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, αφού παρέχει τη δυνατότητα στον προσεπικα­λούντα να σωρεύσει στο δικόγραφο της προσεπίκλησης παρεμπίπτουσα αίτηση για λήψη άλλης μορφής ασφαλιστικών μέτρων, με τα οποία θα εξασφαλίζεται και δεν θα επιδικάζεται προσωρινά η απαίτησή του κατά του δικονομικού εγγυητή[47]. Ο προσεπικαλούμενος αναγκαίος ομόδικος ή αληθής κύριος ή νομέας γίνεται με μόνη την προσεπίκληση κύριος διάδικος[48] και συνεπώς παραδεκτά ασκείται κοινή από αυτόν και τους λοιπούς ομοδίκους του ή εναντίον αυτού και των λοιπών ομοδίκων του ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων[49]. Αντίθετα, κατά τη μάλλον κρατούσα στη θεωρία και νομολογία γνώμη, ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής δεν γίνεται κύριος διάδικος στην εκκρεμή δίκη μεταξύ προσεπικαλούντος και του αντιδίκου του[50] και συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο της δίκης αυτής η άσκηση απ’ αυτόν ή εναντίον του ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων[51], ακόμη και αν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλούντος, αφού αυτή θα αποτελεί απλή και όχι αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση[52]. Αν όμως ο προσεπικαλούμενος υπεισέλθει κατά το άρθρ. 277 αριθ. 3 ή 4 ΚΠολΔ στη θέση του προσεπικαλούντος και αναλάβει αντί γι’ αυτόν τη δίκη, είναι πλέον δυνατή η άσκηση απ’ αυτόν ή εναντίον του ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Εξ άλλου στην έννομη σχέση της δίκης, που δημιουργείται μεταξύ προσεπικαλούντος και προσεπικαλούμενου, ο τελευταίος είναι κύριος διάδικος και άρα είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο της δίκης αυτής η άσκηση απ’ αυτόν κατά του προσεπικαλούντος ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων[53].
       
 στ. Διαδικαστικά ζητήματα και συναφείς ρυθμίσεις.
                 13. Η ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων υπάγεται στους αυτούς με την κύρια αίτηση διαδικαστικούς κανόνες στο πλαίσιο της κοινής, κατ’ αρχήν, διαδικαστικής πορείας τους. Ισχύουν έτσι, μεταξύ άλλων, οι ρυθμίσεις των άρθρ. 690, 691§1 ΚΠολΔ, όπως και η υποχρέωση κλήσης του καθ’ ου η ανταίτηση να παραστεί στη συζήτησή της, αν η ανταίτηση ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο (άρθρ. 686§2 ΚΠολΔ). Αν η κλήση παραλειφθεί, καλύπτεται η παράλειψη, αν εμφανισθεί στη συζήτηση της υπόθεσης ο αιτών και καθ’ ου η ανταίτηση και αναπτυχθεί αυτή και προφορικά, αφού η ανταίτηση μπορεί να υποβληθεί και προφορικά στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Αντίθετα η συζήτηση της ανταίτησης είναι απαράδεκτη, αν δεν εμφανισθεί ο καθ’ ου και δεν έχει ειδικά κληθεί να παραστεί στη συζήτησή της, εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει να συζητήσει την ανταίτηση χωρίς κλήση του, με βάση την παρεχόμενη σ’ αυτό από το άρθρ. 687§1 ΚΠολΔ ευχέρεια, η οποία αποτελεί απόκλιση από τη συν­ταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ακρόασης των διαδίκων προκειμένου να διαφυλαχθεί το επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της παροχής αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας[54]. Διαφορετικά δεν αρκεί μόνη η επίσπευση της συζήτησης της αίτησης από τον αιτούντα ή ενδεχομένως από τον ανταιτούντα, αλλά πρέπει για να μπορεί να συζητηθεί μαζί με την αίτηση και η ανταίτηση να έχει ο καθ’ ου η ανταίτηση ειδικά κληθεί προς συζήτησή της κατά τη δικάσιμο της αίτησης. Εφόσον έγινε τέτοια κλήση, αλλά ο καθ’ ου η ανταίτηση δεν εμφανίσθηκε, αυτή συζητείται ερήμην του, με την προϋπόθεση  βέβαια ότι ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο (άρθρ. 272§3 ΚΠολΔ αναλόγως), αφού κλήση προς συζήτηση ανταίτησης, που πρόκειται να ασκηθεί προφορικά στο ακροατήριο του δικαστηρίου, δεν νοείται.
                 14. Με δεδομένο ότι κατά το άρθρ. 699 ΚΠολΔ οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, η διάταξη του άρθρ. 525§2 ΚΠολΔ, που αποκλείει την άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη  δευτεροβάθμια δίκη[55], έχει στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πρακτική εφαρμογή μόνο στις υποθέσεις προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής, στις οποίες είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή ή άσκηση έφεσης κατά της ειρηνοδικειακής απόφασης (άρθρ. 734§3 ΚΠολΔ). Αποκλείεται έτσι στις υποθέσεις αυτές η άσκηση ανταίτησης για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, έστω και αν πρόκειται για έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, που επισύρει και στις υποθέσεις αυτές την εφαρμογή του άρθρ. 528 ΚΠολΔ[56]. Κατά την ίδια έννοια αποκλείεται στις ίδιες υποθέσεις η άσκηση ανταίτησης στο πλαίσιο κύριας παρέμβασης που ασκήθηκε για πρώτη φορά στη δίκη στο εφετείο.
                 15. Η υποχρέωση άσκησης αγωγής για την κύρια υπόθεση μέσα στις προθεσμίες που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρ. 693, 715§5 και 729§5 ΚΠολΔ, αφορά και τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάχθηκαν κατά παραδοχή ανταίτησης, με συνέπεια αν παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες αυτές να αίρονται αυτοδικαίως τα αντίστοιχα ασφαλιστικά μέτρα και να αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος η σχετική απόφαση ως προς το κεφάλαιο της ανταίτησης. Η αμφισβήτηση που υπήρξε ως προς τη δυνατότητα υποβολής ακολούθως νέας αίτησης ή αναλόγως ανταίτησης μετά την άπρακτη πάροδο των παραπάνω προθεσμιών[57] αντιμετωπίσθηκε νομοθετικά υπέρ της δυνατότητας αυτής με την προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην παρ. 2 του άρθρ. 693 ΚΠολΔ (άρθρ. 49 του ν. 3994/2011) και η ίδια λύση προσήκει και μετά το ν. 4335/2015, με τον οποίο καταργείται ως αυτονόητη η ρύθμιση του εδαφίου αυτού.
                 16. Η υποβολή δικογράφου ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να συνδυάζεται και με αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής ως προς την οποία ισχύουν γενικώς οι διατάξεις του άρθρ. 691 και ήδη 691 Α ΚΠολΔ. Αν το αίτημα γίνει δεκτό και εκδοθεί προσωρινή διαταγή η συζήτηση της ανταίτησης πρέπει να οριστεί υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, αλλιώς προσωρινή διαταγή δεν επιτρέπεται να εκδοθεί. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν τηρηθεί η προθεσμία των τριάντα ημερών και ορισθεί να συζητηθεί η ανταίτηση σε απώτερο χρόνο, η προσωρινή διαταγή, που παρόλα αυτά εκδόθηκε, είναι ανίσχυρη[58]. Αν έχει ήδη εκδοθεί προσωρινή διαταγή ως προς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων[59], η τήρηση της παραπάνω προθεσμίας είναι κατ’ αρχήν εξασφαλισμένη, αφού η συζήτηση της αίτησης πρέπει κανονικά να έχει οριστεί μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοση της αντίστοιχης προσωρινής διαταγής και στο χρόνο αυτό πρέπει ασφαλώς να οριστεί και η συζήτηση της ανταίτησης με σκοπό τη συνεκδίκασή τους, δηλαδή η συζήτηση της ανταίτησης στην περίπτωση αυτή ορίζεται κατ’ ανάγκη σε χρόνο συντομότερο οπωσδήποτε των τριάντα ημερών από την έκδοση της σχετικής με την ανταίτηση προσωρινής διαταγής. Αντίθετα πρόβλημα φαίνεται να δημιουργείται αν δεν έχει χορηγηθεί προσωρινή διαταγή ως προς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και γι’ αυτό η συζήτησή της ορίστηκε ελεύθερα σε χρόνο απώτερο ήδη των τριάντα ημερών από το χρόνο στον οποίο πρέπει να οριστεί η συζήτηση της ανταίτησης, ώστε να μην απέχει αυτή περισσότερο των τριάντα ημερών από το χρόνο έκδοσης προσωρινής διαταγής για την ανταίτηση. Το ενδεχόμενο αυτό δεν εμποδίζει, ωστόσο, την έκδοση προσωρινής διαταγής για την ανταίτηση και απλώς δημιουργείται στην περίπτωση αυτή υποχρέωση για το δικαστή που χορηγεί την προσωρινή διαταγή να επαναπροσδιορίσει τη συζήτηση της κύριας αίτησης σε δικάσιμο που να μην απέχει πλέον των τριάντα ημερών από την έκδοση της προσωρινής διαταγής[60].
                 17. Αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής μπορεί να υποβληθεί και κατά τη συζήτηση προφορικής ανταίτησης σε σχέση με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν μέχρι να εκδοθεί απόφαση για την ανταίτηση, η προσωρινή όμως διαταγή δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή, κατά την ισχύουσες ακόμη ρυθμίσεις του άρθρ. 691§4 ΚΠολΔ, να εκδοθεί πριν από το πέρας της κατ’ ουσίαν συζήτησης της ανταίτησης. Κατά τις ίδιες ρυθμίσεις, που παραμένουν σε ισχύ μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, αν η συζήτηση της ανταίτησης αναβληθεί για οποιονδήποτε λόγο ή ματαιωθεί, παύει αυτοδικαίως η ισχύς προσωρινής διαταγής που έχει  ήδη εκδοθεί και δεν μπορεί το δικαστήριο να παρατείνει την ισχύ της[61], αλλά, όπως εν τέλει ορίσθηκε[62], την χορήγηση προσωρινής διαταγής ή την παράτασή της σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης[63] μπορεί να αποφασίσει το δικαστήριο μόνο μετά την ολοκλήρωση της κατ’ ουσίαν συζήτησης της υπόθεσης επί της αίτησης ή της ανταίτησης[64], οπότε, όμως, υποχρεούται να εκδώσει την απόφασή του μέσα σε είκοσι (20) ημέρες[65]. Οι ρυθμίσεις όμως αυτές δεν διατηρούνται υπό το άρθρ. 691 Α ΚΠολΔ που προστέθηκε με το ν. 4335/2015 και αντίθετα ορίζεται με την παρ. 2 του άρθρου αυτού ότι σε περίπτωση που αναβληθεί η συζήτηση της αίτησης και άρα και της ανταίτησης, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση και κατ’ επέκταση και την ανταίτηση.

IV. Οι συνέπειες της ανταίτησης.
                 18. Οι συνέπειες από την άσκηση ανταίτησης είναι γενικώς οι ίδιες μ’ αυτές της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι κύρια δικονομική συνέπεια είναι η δημιουργία εκκρεμοδικίας ως προς το διαπλαστικό δικονομικό δικαίωμα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, που αποτελεί και το αντικείμενο της σχετικής δίκης. Η εκκρεμοδικία που προκαλεί η άσκηση ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων, επέρχεται από την υποβολή του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου[66] ή από την υποβολή της ανταίτησης προφορικά στο ακροατήριο του δικαστηρίου και εκδηλώνεται τόσο θετικά, υπό την έννοια του άρθρ. 221§(α) ΚΠολΔ, όσο και αρνητικά, υπό την έννοια του άρθρ. 222 ΚΠολΔ. Εμποδίζεται, επομένως, η εκδίκαση δεύτερης αίτησης ή ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων που ενεργούν με την ίδια ιδιότητα, έστω και αν δεν έχουν την αυτή θέση αντιδικίας, όταν πρόκειται και στις δύο δίκες για το αυτό ασφαλιστέο δικαίωμα ή ρυθμιστέα σχέση και υπάρχει επιπλέον ταυτότητα των περιστατικών επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, καθώς και ταυτότητα του είδους της ζητούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας[67].  Αντίθετα μόνη η αναστολή της δίκης επί της κύριας αίτησης δεν συμπαρασύρει σε αναστολή και τη συνεκδικαζόμενη μ’ αυτή ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων[68].
                 19. Η άσκηση αίτησης ή ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν ισοδυναμεί με την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση, γι’ αυτό και δεν προκαλεί ουσιαστικές συνέπειες που συναρτώνται άμεσα με την άσκηση αγωγής, όπως αυτές των άρθρ. 261, 1049, 1096, 1097, 1102 του ΑΚ[69]. Ωστόσο, η επίδοση δικογράφου ανταίτησης ή η προφορική υποβολή της ενδέχεται να συνιστά κατά περίπτωση όχληση, οπότε προκαλούνται αντίστοιχες ουσιαστικές συνέπειες, όπως υπερημερία του οφειλέτη  (άρθρ. 340, 343 ΑΚ)[70].  






[1] Γέσιου-Φαλτσή, Ζητήματα ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου και αντικαταστάσεως με εγγυοδοσία - Ζητήματα δωσιδικίας και συνάφειας (γνμδ), ΕλλΔνη 1997.1737-1749 (1738)· Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ2 (2007) §34 σ. 699/698.
[2] ΑΠ 75/2014· Παναγόπουλος, Δέσμευση και επανάληψη στα ασφαλιστικά μέτρα (1985) 72-87· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), εισαγωγή στα άρθρ. 682-738 αριθ. 17· Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ2 (2007), §34 σ. 696-700· βλ. όμως και τις επιφυλάξεις  Απαλαγάκη, Προσημείωση υποθήκης (2005) σ. 14-15.
[3] ΜονΠρΘεσ 27021/1998, Αρμ 1999.417· Ηλιακόπουλος, Δ 1988.106· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας    (-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 682 αριθ. 11.
[4] ΑΠ 1284/2003, ΕλλΔνη 2004.477· ΠολΠρΑθ 2224/1992, Δ 1993.393.
[5] Μητσόπουλος, ΠολΔικον (1972) §15 σ. 233· Μπέης, ΠολΔικον IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1141· Κεραμεύς, ΑστΔικονΔ (1986) αριθ. 90 σ. 241· Νίκας, Η ανταγωγή στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 1990.720-735 (731)· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §1 σ. 1-2· Καλαβρός, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 131.
[6] Μπέης, ΠολΔικον IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1148· Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη (1991) §4 σ. 211.
[7] Υποστηρίζεται, πάντως, ότι η αρχή της οικονομίας της δίκης προσλαμβάνει για τους διαδίκους χαρακτήρα δικονομικής υποχρέωσης, στο πλαίσιο της επιταγής για καλόπιστη διεξαγωγή της δίκης [Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη (1989) §5 σ. 125].
[8] Η ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει κατά το άρθρ. 692§1 ΚΠολΔ άλλα από τα ζητούμενα ασφαλιστικά μέτρα, επιλέγοντας κάθε φορά τα καταλληλότερα (ΕφΑθ 7995/1981, ΝοΒ 1982.260), εφόσον, πάντως, αυτά βρίσκονται μέσα στον κύκλο της ίδιας κατηγορίας ασφαλιστικών μέτρων με τα ζητούμενα (ΜονΠρΧαλκ 654/1991, ΕλλΔνη 1992.1629·  ΜονΠρΑθ 3601/2008, ΕλλΔνη 2008.1111· ΜονΠρΠειρ. 1050/2014· Κράνης, Λειτουργικές δομές των ασφαλιστικών μέτρων, ΕλλΔνη 2003.1225-1247=Δ 2003.679-707 αριθ. 15), συνιστά μερική μόνον αποδέσμευση από το σύστημα της διάθεσης, αφού αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, έστω και διαφορετικών από τα ζητούμενα, είναι κατά το άρθρ. 682§1 ΚΠολΔ η υποβολή προηγουμένως σχετικής αίτησης.
[9] Μπέης, ΠολΔικον IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1148· Κεραμεύς, ΑστΔικονΔ (1986) αριθ. 90 σ. 242· Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη (1989) §4 σ. 89-90· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας    (-Μακρίδου), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 219 αριθ. 15· ΕφΑθ 408/1994, ΕλλΔνη 1994.1633· 11727/1995, ΕλλΔνη 1996.1417· 6657/2000, ΕλλΔνη 2002.173· βλ. ειδικότερα ως προς την ανταίτηση ΜονΠρΑθ 15280/1980, ΕλλΔνη 1981.173· 9808/1987, ΕλλΔνη 1988.381· ΜονΠρΘεσ 2196/2005, Αρμ 2005.1946· ΜονΠρΘεσ 9578/2009.  
[10] ΑΠ 160/1994, ΝοΒ 1995.42· Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη (1989) §4 σ. 87.
[11] ΑΠ 1607/2000, ΕλλΔνη 2001.669· Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη (1989) §4 σ. 91· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §5 σ. 200-208· Καλαβρός, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 172-175· βλ. ως προς την αγωγή ΕφΑθ 2908/1996, ΕλλΔνη 1996.1611· 5746/1998, ΕλλΔνη 1998.1643· Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην (1970/1998) §6 σ. 50-51.
[12] Μητσόπουλος, ΠολΔικον (1972) §15 σ. 235· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §3 σ. 126-131· βλ. όμως και τις επιφυλάξεις Μπέη, ΠολΔικον Iα (1973) άρθρ. 34 σ. 230.  
[13] Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §8 σ. 352-357· ΠολΠρΑθ 2224/1992, Δ 1993.393.
[14] Η εφαρμογή, πάντως των άρθρ. 247§2 και 308§2 ΚΠολΔ είναι, κατ’ αρχήν, ασυμβίβαστη με τον επείγοντα χαρακτήρα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.
[15] ΟλΑΠ 1/1989, Δ 1990.977· ΑΠ 434/1998, ΕλλΔνη 1998.1289· Νίκας, Η ανταγωγή στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 1990.720-735 (723)· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §2 σ. 30-38.
[16] Μπέης, ΠολΔικον IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1142· Σαχπεκίδου, Προβλήματα της ενστάσεως συμψηφισμού στο εσωτερικό και δικονομικό διεθνές δίκαιο, ΕλλΔνη 1988.854 – 880(858)· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §5 σ. 310-317· ΕφΔωδ 179/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[17] Βλ. όμως ΑΠ 940/1972, ΝοΒ 1973.466· 1272/1997, ΕλλΔνη 1999.74.
[18] ΑΠ 784/1975, ΝοΒ 1976.153· 660/1976, ΝοΒ 1977.32· Μπέης, ΠολΔικον IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1142· Μητσόπουλος, Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου (1983) σ. 337 σημ. 36· Κεραμεύς, ΑστΔικονΔ (1986) αριθ. 90 σ.241· Νίκας, Η ανταγωγή στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 1990.720-735 (721-725)· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 268 αριθ. 1 · Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §2 σ. 21-30· Καλαβρός, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 133-138· αντιθ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου Ι (1978) §182 σ. 463· βλ. και ΟλΑΠ 960/1985, ΝοΒ 1985.1404, που κατέταξε την ανταγωγή στα μέσα επίθεσης και άμυνας προκειμένου τελικά να αποφανθεί ότι μπορεί να ασκηθεί και στη δεύτερη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά το άρθρ. 599§1 ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε· βλ. έτσι και Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ποδηματά), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 599 αριθ. 6.
[19] Μπέης ΠολΔικον IIα (1974) άρθρ. 283·  Καλαβρός, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 139-140· αντίθ. Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §2 σ. 65-73, ο οποίος αρνείται στην ανταγωγή τον χαρακτήρα της ιδιόρρυθμης παρεμπίπτουσας αγωγής, με τη σκέψη ότι σε αντίθεση με την παρεμπίπτουσα αγωγή, που αποβλέπει στην προσαρμογή του αντικειμένου της δίκης σε μεταγενέστερες εξελίξεις, μπορεί η διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης μέσω της ανταγωγής να στηρίζεται και σε προϋφιστάμενους λόγους.  
[20] ΑΠ 1284/2003, ΕλλΔνη 2004.477· ΜονΠρΗρ 1186/1970, ΝοΒ 1970.1490· ΜονΠρΘεσ 10288/2010· Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 686 αριθ. 12.
[21] ΠολΠρΠειρ 1154/1986, ΕΝΔ 1987.17· ­ΜονΠρΠειρ 1634/1973, Δ 1974.48· ΜονΠρΑθ 17130/1993, ΕλλΔνη 1993.1543· 31965/1995, ΑρχΝ 1997.690· ΜονΠρΑγρ 500/2001, ΑρχΝ 2002.476· ΜονΠρΘεσ 9578/2009· η άσκηση προφορικής ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καθίσταται ήδη προβληματική στο πλαίσιο των τροποποιήσεων που επιφέρει από 1.1.2016 στον ΚΠολΔ ο ν. 4335/2015, αφού κατά τα τροποποιούμενα άρθρα 238 και 268 ΚΠολΔ δεν προβλέπεται πλέον η άσκηση προφορικής ανταγωγής, ακόμη και στις περιπτώσεις που η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως στις μικροδιαφορές.
[22] ΕφΘεσ 64/1991, ΕλλΔνη 1993.1362· ­ΜονΠρΘεσπρ 91/1987, Δ 1987.550· ­ΜονΠρΚω 480/1994, Αρμ 1995.809· ΜονΠρΑθ 9862/1997, ΕΕμπΔ 1997.783· ΜονΠρΣαμ 129/1998, ΑρχΝ 1999.410· ΜονΠρΘεσ 17314/2009· Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα4 (1985) σ. 33· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 686 αριθ. 12.
[23] ­ΜονΠρΠειρ 3451/1978, Δ 1979.449· ΜονΠρΛαρ 817/1983, ΝοΒ 1983.1626· ΜονΠρΑθ 19119/ 1984, ΝοΒ 1985.147· ΜονΠρΘεσ 10288/2010.
[24] Βλ. ομοίως ως προς την ανταγωγή Μητσόπουλο, ΠολΔικον (1972) §15 σ. 234· Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 34 αριθ. 1· Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §3 σ. 89-96· Καλαβρό, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 143.
[25] Βλ. ομοίως ως προς την ανταγωγή Μητσόπουλο, ΠολΔικον (1972) §15 σ. 234· Μπέη, ΠολΔικον Iα (1973) άρθρ. 34 σ. 231· Καλαβρό, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 168· αντιθ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου Ι (1978) §97 σ. 211, § 182 σ. 475· ΕφΘεσ 1148/1983, ΝοΒ 1983.1392· 3509/1990, Αρμ 1991.485· ΜονΠρΘεσ 22857/1995, Αρμ 1996.227.  
[26] Πρβλ. ως προς την ανταγωγή ΑΠ 618/1992, ΕλλΔνη 1993.1283· Καλαβρό, ΠολΔικον, ΓενΜ3 (2012) §36 σ. 169.
[27] Βλ. ομοίως ως προς την ανταγωγή Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 34 αριθ. 2· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §11 σ. 416-422.
[28] ΕφΚρ 805/1991, Δ 1993.719· ΕφΠατ 779/2009, ΑχΝομ 2008.418· ΠολΠρΑθ 315/1986, Δ 1987.359· 103/2014, ΝοΒ 2014.1415· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 684 αριθ. 1-3.
[29] Βλ. όμοιες λύσεις ως προς την ανταγωγή ΑΠ 1272/1997, ΕλλΔνη 1999.74· ΕφΑθ 3537/1979, ΝοΒ 1979.1330· 2940/1986, Δ 1987.78· ΠολΠρΑθ 2224/1992, Δ 1993.393· ΜονΠρΑθ 2703/1983, ΕλλΔνη 1984.1059· Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου Ι (1978) §182 σ. 472· Μπέης, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1153-1154· Γεωργίου, Δικονομική μεταχείρισης αγωγής και ανταγωγής εάν το δικαστήριον, εις όπερ εκκρεμούν, είναι καθ’ ύλην ή τόπον αναρμόδιον, ΕλλΔνη 1984.1002-1005· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000),  άρθρ. 34  αριθ. 4· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §3 σ. 117-127· Καλαβρός, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 144-148· πρβλ. όμως Μανιώτη, Η αρχή τηρήσεως της προδικασίας κατά τον ΚΠολΔ (1994) σ. 52, 54/55, καθώς και τις επιφυλάξεις Αρβανιτάκη υπό τις ΠολΠρΘεσ 1525/1990, Αρμ 1990.571 και ΜονΠρΘεσ 22857/1995, Αρμ 1996.227.  
[30] Η άσκηση ανταγωγής από τρίτο ή κατά τρίτου (τριτανταγωγής/Drittwiderklage) δεν γίνεται στην Ελλάδα νομολογιακά δεκτή, όπως αντίθετα γίνεται δεκτή στη Γερμανία (BGH 17.10.1963, NJW 1964.44· BGH 5.7.1990, NJW-RR 1990.1265), ωστόσο απασχολεί ήδη την ελληνική δικονομική θεωρία και υποστηρίζεται τόσο η αρνητική θέση [Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 178-186] όσο και η καταφατική, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι ο τρίτος, αντενάγων ή αντεναγόμενος, καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμοδικίας που προκαλεί η άσκηση της αγωγής και κατ’ επέκταση από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της μέλλουσας να εκδοθεί απόφασης [Κολοτούρος, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου ασκουμένη, Δ 2003.327-352 (327-344, 352)· Καλαβρός, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 159-167].
[31] Βλ. ως προς την ανταγωγή ΕφΑθ 11697/1989, ΕλλΔνη 1992.157· 3292/1991, ΕλλΔνη 1992.905· 7636/1991, Δ 1992.669·  852/1995, ΕλλΔνη 1996.1613· Μπέη, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ.  1153· Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 145-146, 149-151·  Καλαβρό, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 151.       
[32] ΜονΠρΑθ 17310/1993, ΕλλΔνη 1993.1543· πρβλ. ως προς την ανταγωγή ΕφΑθ 852/1995, ΕλλΔνη 1996.1613· Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 146/147.   
[33] Υποστηρίζεται ότι προκειμένου να καλυφθεί το απαράδεκτο από την άσκηση ανταγωγής όχι από όλους ή εναντίον όλων των αναγκαίων ομοδίκων επιβάλλεται οι λοιποί ομόδικοι να προσεπικληθούν με διαταγή του δικαστηρίου κατά το άρθρ. 90 ΚΠολΔ [Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ (1995) σ. 34· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 155-156· πρβλ. και ΟλΑΠ 23/1993, ΕλλΔνη 1994.340· 1408/1984, ΕλλΔνη 1985.198, που θεωρούν επί αγωγής ως καθήκον τη σχετική ευχέρεια]. Η λύση, όμως, αυτή, που συνεπάγεται την αναβολή ή την επανάληψη της συζήτησης για να γίνει η προσεπίκληση, είναι αντίθετη προς τον επείγοντα χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων και γι’ αυτό, κατ’ αρχήν, ανεφάρμοστη. 
[34] Βλ. ως προς την ανταγωγή Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην (1970/1998) §35 σ. 196· Μητσόπουλος, ΠολΔικον (1972) §15 σ. 234· Μπέης, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1152· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Μακρίδου), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 268 αριθ. 3· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 154-160· Καλαβρός, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 152.
[35] Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα4 (1985) σ. 28· Μπέης, ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 686 σ. 76·  ΜονΠρΑθ 2752/1982, Δ 1983.52.
[36] ΜονΠρΠειρ 3033/1988, ΕΝΔ 1989.304· ΜονΠρΑθ 5214/1996, ΝοΒ 1997.1147· 14438/1997, ΕΕργΔ 1997.796· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 686 αριθ. 13.
[37] Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (1999) σ.28· Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ2 (2007), §26 σ. 499.
[38] Βλ. ως προς την ανταγωγή Ράμμο, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου Ι (1978) §182 σ. 472/ 473· Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 161-167· Κολοτούρο, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου, Δ 2003.327-352 (346)· Καλαβρό, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 153· ΑΠ 48/1986, ΕλλΔνη 1986.484 (486 o.d.), ενώ κατά τον Μπέη, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1152 ανταγωγή δικαιούται να ασκήσει μόνον ο εναγόμενος κατά του κυρίως παρεμβαίνοντος, οφείλει όμως να τη στρέψει και κατά του ενάγοντος.
[39] ΑΠ 1609/1980, ΝοΒ 1981.901· 1610/1980, Δ 1981.174· 651/2004· ΕφΑθ 7732/1979, Δ 1980.339· 2026/ 1988, ΕλλΔνη 1994.122· Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην (1970/1998) §36 σ. 45· Κολοτούρος, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου, Δ 2003.327-352 (345)· πρβλ. και ΑΠ 932/1984, ΕλλΔνη 1985.394· 1423/1988, ΕλλΔνη 1999.806· 807/2005· αντιθ. Μπέης, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 271 σ. 1182-1183
[40] Βλ. ως προς την ανταγωγή Μπέης, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1152/1153· Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 82 αριθ. 2· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 167-171· Κολοτούρος, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου, Δ 2003.327-352 (348)· Καλαβρός, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 154-155.
[41] Μπέης, ΠολΔικον  Iα (1973) άρθρ. 83 σ. 453-454· Κεραμεύς, ΑστΔικονΔ (1986) αριθ. 104 σ. 271· ΑΠ 290/1978, ΝοΒ 1979.72· 507/1978, ΝοΒ 1979.376· 417/1988, ΝοΒ 1988.910· ΕφΑθ 434/1980, ΝοΒ 1980.852· 4735/1980, ΝοΒ 1980.1569· 235/1985, Δ 1985.639.
[42] Βλ. ως προς την ανταγωγή Μπέη, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1152· Καλαβρό, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 155-156.
[43] Βλ. ως προς την ανταγωγή Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα (1985) σ. 117· Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 83 αριθ. 5.   
[44] Γέσιου-Φαλτσή, Η αυτοτελής πρόσθετος παρέμβασις, Τόμος εις μνήμη Καραβά (1972) 599 (581,  585, 588)· Κουσούλης, Μορφές παρέμβασης στον ΚΠολΔ, Δ 1987.295-313 (299)· ΕφΑθ 9560/1991, ΝοΒ 1991.1407· 2809/2008, ΕλλΔνη 2011.183· 1250/2009, ΕλλΔνη 2012.790· την άσκηση από ή εναντίον του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος ανταγωγής ανεξάρτητα από τη νομική φύση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης αρνείται γενικώς ο Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 171-174, ενώ τη δέχεται ο Κολοτούρος, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου ασκουμένη, Δ 2003.327-352 (347), μολονότι θεωρεί και αυτός τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα κατά πλάσμα μόνον του νόμου αναγκαίο ομόδικο του υπέρ ου η παρέμβαση. 
[45] ΜονΠρΙωαν 419/1984, ΕλλΔνη 1985.328.
[46] ΜονΠρΘεσ 1950/1978, Δ 1978.801· ΜονΠρΑθ 14447/1997, ΕλλΔνη 1998.212· αντίθ. Γεωργίου, Προσεπίκλης, η νομική φύση και η λειτουργία της στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ΕλλΔνη 1996.975-988 (987-988)· ΜονΠρΠειρ 793/2004, ΝοΒ 2004.1256.
[47] ΜονΠρΑθ 15513/1996, Αρμ 1997.549· 14447/1997, ΕλλΔνη 1998.212· ΜονΠρΚεφ 34/2013· πρβλ. και ΜονΠρΘεσ 1950/1978, Δ 1978.801· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 686 αριθ. 14· αντίθ. ΜονΠρΠατρ 650/1979, ΕΣυγκΔ 1980.49.
[48] Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην (1970/1998) §28 σ. 150/151· η ίδια, Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα (1985) σ. 128, 130, 138, 139· Μπέης, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 275 σ. 1198, άρθρ. 276 σ. 1199· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 86 αριθ. 3 άρθρ. 87 αριθ. 1· Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ (1995) σ. 43, ο οποίος πάντως (σ. 54-57) θεωρεί τον προσεπικληθέντα αληθή κύριο ή νομέα διάδικο μεν με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης όχι όμως καθεαυτό κύριο διάδικο, αλλά με εξουσίες, ωστόσο, κύριου διαδίκου· ΕφΑθ 2020/1983, ΝοΒ 1983.1010.
[49] Βλ. ομοίως ως προς την ανταγωγή Μπέη, ΠολΔικον  IIα (1974) άρθρ. 268 σ. 1152·  Πανταζόπουλο, Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ (1995) σ. 44· Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 176-177· Κολοτούρο, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου ασκουμένη, Δ 2003.327-352 (350)·  Καλαβρό, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 158.   
[50] ΑΠ 1961/1986, ΕλλΔνη 1988.282· ΕφΑθ 3287/1979, ΝοΒ 1980.107· 9679/1979, ΝοΒ 1980.821· 2179/1998, ΕλλΔνη 1998. 1681· Κεραμεύς, ΑστΔικονΔ (1986) αριθ. 107 σ. 277· Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (1999) σ. 73· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 89 αριθ. 5· Κολοτούρος, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου ασκουμένη, Δ 2003.327-352 (349/350)· αντιθ. Μπέης, ΠολΔικον  Iα (1973) άρθρ. 88 σ. 461· Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά  τον ΚΠολΔ (1995) σ. 79-114· ΕφΘεσ 412/1990,  ΕλλΔνη 1990.1325.
[51] Βλ. ως προς την ανταγωγή Πανταζόπουλο, Η προσεπίκληση κατά  τον ΚΠολΔ (1995) σ. 145· Κουτσούκο, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (1999) σ. 295· Καλαβρό, ΠολΔικον,  ΓενΜ3 (2012) §36 αριθ. 158.  
[52] Βλ. ομοίως ως προς την ανταγωγή ΑΠ 1741/2012, ΧρΙΔ 2013.367· πρβλ. και ΑΠ 1315/1993, ΕλλΔνη 1994.1593· Κολοτούρο, Ανταγωγή υπό τρίτου ή κατά τρίτου ασκουμένη, Δ 2003.327-352 (350-351).
[53] Βλ. ως προς την ανταγωγή Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §4 σ. 177-178.
[54] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 687 αριθ. 1.
[55] ΑΠ 48/1986, ΕλλΔνη 1986.483· 255/1987, ΕλλΔνη 1988.1359· 218/2000, ΕλλΔνη 2000.1344· ΕφΑθ  12636/1989, ΕλλΔνη 1992.846· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §5 σ. 288.  
[56] Βλ. ως προς την ανταγωγή ΕφΑθ 580/1983, ΕλλΔνη 1983.682· 12636/1989, ΕλλΔνη 1992.846· ΕφΘεσ 52/2012, ΕλλΔνη 2013.1036·  Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Μαργαρίτης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 525 αριθ. 3· Διαμαντόπουλος, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §5 σ. 291 και ως προς την εφαρμογή του άρθρ. 528 ΚΠολΔ στη διαδικασία  των  ασφαλιστικών μέτρων ΠολΠρΡοδ 232/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρΘεσ 20319/ 2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[57] ΜονΠρΑθ 1108/2007, Δ 2007.967· 2572/2008, ΕΠολΔ 2009.354· βλ. και Μπαμπινιώτη, ΕΠολΔ 2009.355-359.
[58] Βλ. Κράνη, Η προβληματική της χορήγησης προσωρινής διαταγής μετά τις ρυθμίσεις του άρθρ. 105§§1 και 2 του ν. 4172/2013, ΕΠολΔ 2015.684-691 αριθ. 7.
[59] Το αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής ως προς την ανταίτηση ενδέχεται να συζητηθεί χωριστά ή από κοινού με τυχόν αντίστοιχο αίτημα ως προς την κύρια αίτηση.
[60] Βλ. Κράνη, Η προβληματική της χορήγησης προσωρινής διαταγής μετά τις ρυθμίσεις του άρθρ. 105§§1 και 2 του ν. 4172/2013, ΕΠολΔ 2015.684-691 αριθ. 8(στ)· αντίθετα ΜονΠρΘεσ 6249/2014, ΕλλΔνη 2014.1056, κατά την οποία είναι μη νόμιμη στην περίπτωση αυτή η αίτηση για χορήγηση προσωρινής διαταγής, εφόσον δεν διαλαμβάνει περιστατικά που να δικαιολογούν την υποβολή της σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων.
[61] Ωστόσο, η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής διαταγής δεν πρέπει να αποκλεισθεί, αν η αναβολή ή η ματαίωση της συζήτησης της αίτησης ή της ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων οφείλονται σε λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση εκείνου υπέρ του οποίο  χορηγήθηκε η προσωρινή διαταγή.
[62] Άρθρ. 691§4εδ(δ) ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 105§1 του ν. 4172/2013.
[63] Σε περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης της αίτησης ή της ανταίτησης των ασφαλιστικών μέτρων ρητά αποκλείεται η χορήγηση νέας προσωρινής διαταγής (άρθρ 691§4εδ(στ) ΚΠολΔ.
[64] Επομένως, είναι απαράδεκτο αυτοτελώς  υποβαλλόμενο μετά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης ασφαλιστικών μέτρων αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής, εκτός αν η ανάγκη για τη χορήγησή της προκύψει ακολούθως εξ αιτίας μεταγενέστερων γεγονότων
[65] Η υπέρβαση, πάντως, της προθεσμίας των 20 ημερών δεν ανισχυροποιεί την προσωρινή διαταγή, διότι, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση για το ν. 4172/2013, δεν είναι δίκαιο να θεσπίζεται κύρωση για το λόγο αυτό σε βάρος διαδίκου, που δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.
[66] Επίδοση του δικογράφου της ανταίτησης δεν είναι αναγκαία, αφού η υποβολή της ολοκληρώνεται με μόνη την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου.
[67] Μπέης, ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 686 σ. 68· Νίκας,Η ένσταση  εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη (1991) §3 σ. 103-106· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 686 αριθ. 6· ΜονΠρΘεσ 27021/1998, Αρμ 1999.417.
[68] Βλ. ως προς την ανταγωγή Νίκα,Η ένσταση  εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη (1991) §6 σ. 281· Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §7 σ. 338.
[69] Πρβλ. ΑΠ 575/1989, ΝοΒ 1991.54· 1074/1994, ΕΕΝ 1995.636· ΕφΑθ 633/1979, ΕλλΔνη 1979.692· 3127/1987, ΕλλΔνη 1988.156· 982/1997, ΕλλΔνη 1998.870· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 686 αριθ. 11· αντίθ. Μπέης ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 686 σ. 74-75· Πίψου, Ζητήματα από τη διακοπή της παραγραφής με την άσκηση αγωγής ή την επιχείρηση άλλων, εισαγωγικών δίκης, διαδικαστικών πράξεων, Αρμ 1992.313-332 (323-328).
[70] Πρβλ. ΕφΑθ 4386/1985, ΕλλΔνη 1985.956· 2340/1986, ΕλλΔνη 1986.1142· ΜονΠΚιλκ 110/1991, Αρμ 1991.449· βλ. ως προς την ανταγωγή Διαμαντόπουλο, Η ανταγωγή κατά τον  ΚΠολΔ (2003) §7 σ. 350.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου