Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν αποτέλεσε η υπ’ αριθμ. 405/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης.[1] Στις 9 Δεκεμβρίου 2008 απορρίφθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η αίτηση αναγνώρισης σωματείου με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ», παρότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στις 11 Οκτωβρίου 2007 είχε κρίνει πως η άρνηση των ελληνικών δικαστηρίων να εγγράψουν το επίδικο σωματείο στο μητρώο[2] προσέβαλε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ).[3] Εύλογο είναι, λοιπόν, το ερώτημα, αν και σε ποια έκταση δεσμεύεται ο έλληνας δικαστής από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η αναζήτηση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στο εσωτερικό ενός κράτους-μέλους της Σύμβασης μπορεί να αναλυθεί σε δύο επιμέρους ερωτήματα: Πρώτον, δεσμεύονται τα εθνικά δικαστήρια από την ερμηνεία που δίνει στις διατάξεις της Σύμβασης το Δικαστήριο του Στρασβούργου; Δεύτερον, ποιές είναι οι συνέπειες μιας απόφασης του ΕΔΔΑ, η οποία διαπιστώνει πως μια συγκεκριμένη πράξη του ελληνικού κράτους προσβάλλει την ΕΣΔΑ;
Ι. Η δεσμευτικότητα του νομολογιακού προηγουμένου των αποφάσεων του ΕΔΔΑ
Το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ που προβλέπει την υποχρεωτική ισχύ και εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ δεσμεύει μόνο τους διαδίκους.[4] Οι εθνικές αρχές των συμβαλλόμενων μερών φαίνεται, όμως, να λαμβάνουν υπόψη τους τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ακόμα και όταν δεν αφορά σε αυτά άμεσα.[5] Πώς εξηγείται αυτή η πρακτική, παρότι το κείμενο της ΕΣΔΑ δεν ορίζει ένα σχετικό καθήκον των κρατών-μελών;
Κατ’ αρχάς το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ αναφέρεται μόνο στο διατακτικό των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Αντίθετα, δεν ορίζει τίποτα σχετικά με τη δεσμευτικότητα της ratio decidendi και γενικότερα της ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης. Η διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 2 επ. ΕΣΔΑ αποτελεί κατά το άρθρο 19 ΕΣΔΑ αρμοδιότητα του ΕΔΔΑ, ενώ το άρθρο 32 ΕΣΔΑ του αναθέτει την εφαρμογή και την ερμηνεία της Σύμβασης.[6] Οι διατάξεις αυτές δεν συνεπάγονται, βέβαια, καθ’ εαυτές τη δέσμευση των εθνικών αρχών από το νομολογιακό προηγούμενο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Το ότι, όμως, η βούληση των συμβαλλόμενων μερών δεν ήταν να εξαντλείται η σημασία των δικαιοδοτικών του κρίσεων στην εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση, προκύπτει από τα άρθρα 37 παρ. 1 εδ. 2 και 37 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με αυτά το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει μια προσφυγή, ακόμα και όταν η διαφορά έχει διευθετηθεί, ή να αποφασίσει την επανεγγραφή μιας προσφυγής στο πινάκιο, εφόσον τούτο αιτιολογείται από τις περιστάσεις.[7]
Ούτε, όμως, το ΕΔΔΑ δέχεται ότι οι συνέπειες των αποφάσεών του περιορίζονται στα στενά όρια του υποκειμενικού δεδικασμένου. Όπως υπογράμμισε στην υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείουκαι επανέλαβε έκτοτε αρκετές φορές, οι αποφάσεις του δεν χρησιμεύουν μόνο στο να επιλύουν τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του, αλλά γενικότερα στο να διευκρινίζουν, να διαφυλάσσουν και να αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο της Σύμβασης, συμβάλλοντας έτσι στον σεβασμό, εκ μέρους των κρατών, των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει.[8] Ερμηνεύοντας, λοιπόν, τους όρους της Σύμβασης ανεξάρτητα από το πως γίνονται κατανοητοί στις εθνικές έννομες τάξεις[9] και ακολουθώντας ταυτόχρονα μια δυναμική-εξελικτική προσέγγιση –κατανοώντας δηλαδή τη Σύμβαση ως «living instrument» που πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των εκάστοτε σύγχρονων συνθηκών–[10] το ΕΔΔΑ ζωοποιεί το κείμενό της, έτσι ώστε το ακριβές περιεχόμενο των υποχρεώσεων που ανέλαβαν τα κράτη-μέλη κατά το άρθρο 1 ΕΣΔΑ να αποκρυσταλλώνεται πρώτα στον συνδυασμό των διατάξεων της Σύμβασης με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.[11] Για να μην εκθέσουν τη χώρα τους στον κίνδυνο μιας καταδίκης από το ΕΔΔΑ και στην ενδεχόμενη καταβολή υψηλής «δίκαιης ικανοποίησης», οι εθνικές αρχές ευθυγραμμίζονται, επομένως, εύλογα με τις αποφάσεις του δικαιοδοτικού οργάνου της Σύμβασης, ακόμα και όταν αυτές έχουν εκδοθεί εναντίον άλλων κρατών-μελών.[12]
Πέρα από τη συστηματική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, τη δέσμευση του εθνικού δικαστή από τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις που δίνει το ΕΔΔΑ, επιβάλλουν τελεολογικές σταθμίσεις.[13] Όπως διακηρύσσουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη στο προοίμιο της ΕΣΔΑ, σκοπός τους είναι η διασφάλιση της συλλογικής εγγύησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου.[14] Ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επιτευχθεί, αν τα 47 κράτη-μέλη ήταν τελείως ελεύθερα ως προς την ερμηνεία της ΕΣΔΑ. Αντίθετα, η δέσμευση των εθνικών αρχών από τις ερμηνευτικές λύσεις του ΕΔΔΑ συμβάλλει ουσιαστικά στην εμπέδωση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όχι μόνο γιατί αλλιώς η επίδραση της – απαραίτητης για μια ουσιαστική διαφύλαξη των κατοχυρωμένων στη Σύμβαση εγγυήσεων – αυτόνομης και δυναμικής-εξελικτικής ερμηνείας της ΕΣΔΑ θα παρέμενε περιορισμένη.[15] Αλλά επιπρόσθετα επειδή η κατά το δοκούν εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης θα οδηγούσε σε ασύμβατα με τη σκοποθεσία της ΕΣΔΑ αποτελέσματα. Αφενός θα αποδυνάμωνε την αυθεντία του ΕΔΔΑ, αφετέρου θα υπέσκαπτε την ασφάλεια δικαίου[16] και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των εθνικών έννομων τάξεων με τις επιταγές της Σύμβασης.[17]
Όπως απορρέει, άλλωστε, από το άρθρο 35 ΕΣΔΑ και τονίζει κατά πάγια νομολογία το ΕΔΔΑ, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσω του μηχανισμού της Σύμβασης είναι απλώς επικουρική.[18] Η επιτυχής λειτουργία της ΕΣΔΑ ως «συνταγματικού οργάνου της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου» προϋποθέτει την προθυμία των συμβαλλόμενων μερών να πραγματώσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν. Σε περίπτωση που δεν εκπληρώνουν τα καθήκοντα που τους αναλογούν πρωταρχικά, τότε το ήδη επιβαρυμένο με μεγάλο φόρτο εργασίας ΕΔΔΑ, θα παραλύσει από το πλήθος των προσφυγών που θα ασκηθούν.[19] Γίνεται, λοιπόν, εύκολα κατανοητό ότι η απόρριψη κάθε είδους δεσμευτικότητας των ερμηνευτικών λύσεων του ΕΔΔΑ θα καθιστούσε την ενιαία και αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου μια χιμαιρική διακήρυξη.
Το ότι δεν έχει ορισθεί ρητά το καθήκον των κρατών-μελών να ακολουθούν το ερμηνευτικό δεδομένο της νομολογίας του ΕΔΔΑ ούτε και έχει προβλεφθεί σχετική κύρωση, δεν επάγεται, συνεπώς, ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου είναι νομικά ασήμαντες για τις εθνικές αρχές, όταν έχουν εκδοθεί κατά άλλων κρατών-μελών.[20] Δεν γίνεται, βέβαια, αποδεκτός ο γνωστός στα αγγλοαμερικανικά δικονομικά συστήματα κανόνας του stare decisis, ώστε η απόκλιση από τη νομολογιακή γραμμή του ΕΔΔΑ να παραβιάζει αναπόφευκτα την ΕΣΔΑ.[21] Το αποτέλεσμα των αποφάσεων του ΕΔΔΑ για τα κράτη που δεν ήταν τα ίδια διάδικοι, θα μπορούσε, ωστόσο, να παρομοιασθεί με τη δεσμευτικότητα των κρίσεων των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων[22] και να προσδιορισθεί με την έννοια της αυθεντίας. Δεν εντάσσεται, δηλαδή, σε αυστηρές κατηγορίες, όπως «νομικά απολύτως δεσμευτικό» ή «εντελώς μη δεσμευτικό» και εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, όπως π.χ. τη θεμελίωση και γενικευσιμότητα της απόφασης, την ομοιότητα των πραγματικών περιστατικών της με αυτά της επίδικης υπόθεσης,[23] το κύρος του οργάνου που την εξέδωσε, καθώς και τη σταθερότητα της νομολογίας του.[24] Αν λάβει, λοιπόν, κανείς υπόψη την εκτίμηση της οποίας χαίρει το ΕΔΔΑ, τη συνήθως πειστική τεκμηρίωση των αποφάσεων και κυρίως τη συνέπεια με την οποία ακολουθεί τις προηγούμενες κρίσεις του[25], γίνεται κατανοητό ότι η αυθεντία της νομολογίας του είναι ιδιαιτέρως μεγάλη.[26] Η απόφαση μιας εθνικής αρχής να αποστεί από το ερμηνευτικό δεδομένο του ΕΔΔΑ συνεπάγεται, επομένως, την υποχρέωση της να αντιπαρατεθεί διεξοδικά με την άποψη του ΕΔΔΑ, να καταδείξει την αδυναμία των επιχειρημάτων του και να θεμελιώσει εμπεριστατωμένα την ορθότητα της άποψης που ενστερνίζεται η ίδια, έτσι ώστε να παρακινήσει το Δικαστήριο του Στρασβούργου σε έναν αναστοχασμό των προηγούμενων σταθμίσεών του με σκοπό την πληρέστερη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ενδιάμεση ενέργεια, μεταξύ της πλήρους δεσμευτικότητας του δεδικασμένου και της απλώς προαιρετικής συμμόρφωσης. Αυτό το «νομολογιακό προηγούμενο ευρωπαϊκού τύπου»[27] δεν επιτάσσει μια αυστηρή πειθάρχηση,[28] συνιστά, όμως, έντονα τη συμμόρφωση των εθνικών αρχών στην ερμηνεία που δίνει το ΕΔΔΑ στη Σύμβαση, αν δεν μπορούν να προβάλουν λόγους που επιβάλλουν τεκμηριωμένα τη διαφοροποίηση.[29]
ΙΙ. Συμμόρφωση προς το «ουσιαστικό» δεδικασμένο των αποφάσεων του ΕΔΔΑ
Σε αντίθεση με την ενέργεια του ερμηνευτικού δεδικασμένου ή δεδομένου που επιτρέπει την απόκλιση υπό την προϋπόθεση ότι η επιχειρηματολογία των εθνικών αρχών είναι πειστική,[30] αν κάποιο κράτος παραβιάσει κατά την κρίση του ΕΔΔΑ ορισμένη διάταξη της Σύμβασης, τότε δεν μπορεί να προσβάλει την οριστική αυτή απόφαση[31] με κανένα ένδικο μέσο[32] και πρέπει να σεβασθεί το ουσιαστικό δεδικασμένο που αυτή παρήγαγε.[33] Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης θεώρησε, ωστόσο, πως δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει την κρίση του δικαστηρίου του Στρασβούργου. Ακριβέστερα, αναγνώρισε μεν την κατά το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ υποχρέωση των κρατών-μερών της Σύμβασης να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του δικαιοδοτικού οργάνου της ΕΣΔΑ, αλλά κατά τη γνώμη του η προαναφερθείσα απόφαση του ΕΔΔΑ δεν επέβαλε στα εθνικά δικαστήρια να αναγνωρίσουν το επίδικο σωματείο. Στήριξε την άποψή του στο επιχείρημα ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν αποτελεί αναθεωρητικό ή ακυρωτικό δικαστήριο και επομένως δεν έχει εξουσία να ακυρώσει ή να αναιρέσει την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, με την οποία πραγματώθηκε η προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος ή κρίθηκε εσφαλμένα ότι δεν προσβλήθηκε ατομικό δικαίωμά του. Το δεδικασμένο που πήγαζε από την υπ’ αριθ. 324/2006 απόφαση του Εφετείου Θράκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη δυνάμει της υπ’ αριθ. 58/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου, παρέμεινε, συνεπώς, ακέραιο. Αφού, λοιπόν, δεν θεσπίσθηκε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,[34] δεν προβλέφθηκε δηλαδή η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας, όταν το ΕΔΔΑ διαπιστώσει την παραβίαση κάποιου δικαιώματος που διασφαλίζεται στη Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης έκρινε πως έπρεπε να απορρίψει την αίτηση των επιτυχώς προσφυγόντων στο Στρασβούργο ως απαράδεκτη.
Όπως ορθά επισημαίνει το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν έχουν μια αυτόθροη καταργητική ισχύ.[35] Ποιό είναι, όμως, το ακριβές περιεχόμενο του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ; Η «υποχρέωση συμμόρφωσης» που θεσπίζει απευθύνεται μόνο στα κράτη–μέλη ως υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου ή και στις εσωτερικές εθνικές αρχές; Και αν άμεσοι αποδέκτες του καθήκοντος αυτού είναι και η Διοίκηση και η Δικαιοσύνη των κρατών–μερών της Σύμβασης, εκπλήρωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ;
1. Η υποχρέωση συμμόρφωσης κατά το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ
Το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ καθορίζει απλώς τον δεσμευτικό χαρακτήρα των δικαιοδοτικών κρίσεων του ΕΔΔΑ. Δεν συγκεκριμενοποιεί, όμως, το περιεχόμενο της υποχρέωσης των κρατών-μελών να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Το τι συνεπάγεται η υποχρέωση αυτή, εξαρτάται από το είδος της εκάστοτε απόφασης.[36] Οι καταψηφιστικές αποφάσεις υποχρεώνουν – κατά κύριο λόγο[37] – στην καταβολή αποζημίωσης κατά το άρθρο 41 ΕΣΔΑ.[38] Όσον αφορά στις αναγνωριστικές αποφάσεις, πρέπει να γίνει διάκριση: Σε περίπτωση που το ΕΔΔΑ δεν διαπιστώσει την παραβίαση ορισμένου δικαιώματος, το εγκαλούμενο κράτος δεν οφείλει να προβεί σε κάποια ενέργεια. Αν αντίθετα διαπιστωθεί μια προσβολή της ΕΣΔΑ, τότε το καταδικασθέν κράτος-μέλος δεν μπορεί πλέον να υποστηρίζει πως η συμπεριφορά του είναι σύμφωνη προς τη Σύμβαση.[39] Από το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν προκύπτει, βέβαια, η υποχρέωση προς ορισμένη ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή. Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι κατά το άρθρο 46 παρ. 2 η Επιτροπή Υπουργών επιβλέπει αν το κράτος-μέλος προέβη στις απαραίτητες ενέργειες μετά την καταδίκη του[40] – σε συνδυασμό με την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 2 επ. ΕΣΔΑ (άρθρο 1 ΕΣΔΑ)[41] –, γίνεται κατανοητό πως ακόμα και η απλή διαπίστωση μιας παράβασης του δικαίου της ΕΣΔΑ γεννά ορισμένες υποχρεώσεις.[42]
Το τι ακριβώς απαιτείται, δεν προκύπτει από τη Σύμβαση. Εξάλλου, και το ΕΔΔΑ αποφεύγει (ή τουλάχιστον απέφευγε[43]) συστηματικά να ορίσει συγκεκριμένα μέτρα για την αποκατάσταση της ασυμφωνίας της κρατικής δράσης με το δίκαιο της ΕΣΔΑ. Όπως τόνισε στην υπόθεση Marckx κατά Βελγίου, η απόφασή του έχει κυρίως διαπιστωτικό χαρακτήρα και αφήνει στο κράτος–μέλος την επιλογή των μέσων, με τα οποία θα εκπληρώσει την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 53 (πλέον 46 παρ. 1) ΕΣΔΑ.[44] Επανειλημμένα, άλλωστε, αναγνώρισε πως δεν ανήκει στις αρμοδιότητές του ούτε να διατάξει την αλλαγή της εθνικής νομοθεσίας[45] ούτε να ακυρώσει αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων.[46]
Όταν κάποια διεθνής συνθήκη δεν περιέχει ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τις συνέπειες της προσβολής της, τότε ισχύουν οι γενικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις ενός κράτους-μέλους της ΕΣΔΑ, σε περίπτωση που παραβίασε μία ή περισσότερες διατάξεις της Σύμβασης προκύπτει, επομένως, από τους διεθνώς αναγνωρισμένους κανόνες για την κρατική ευθύνη. Σύμφωνα με αυτούς η διαπίστωση της προσβολής ορισμένης συνθήκης μπορεί να έχει ως συνέπεια για το καταδικασθέν κράτος την υποχρέωση να παύσει την προσβολή, να επανορθώσει την βλάβη που προξένησε και να λάβει μέτρα που θα αποτρέψουν την επανάληψη της παραβίασης.[47]
Η υποχρέωση παύσης της προσβολής επιτάσσει την άρση του γενεσιουργού αιτίου της και προκύπτει από τη θεμελιώδη υποχρέωση παράλειψης συμπεριφοράς αντίθετης στο Διεθνές Δίκαιο. Προϋποθέτει πως η παραβιασθείσα υποχρέωση υφίσταται ακόμη και ενεργεί για το μέλλον (ex nunc). Σε περίπτωση, λοιπόν, που η παραβίαση κάποιας διάταξης της ΕΣΔΑ δεν είναι στιγμιαία, αλλά διαρκεί μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου, τότε κατά τη διατύπωση του ΕΔΔΑ το καταδικασθέν κράτος υπέχει τη νομική υποχρέωση να θέσει τέρμα στην παραβίαση.[48]
Το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης προς παύση της προσβολής πρέπει να χωρισθεί αυστηρά από αυτό της υποχρέωσης προς επανόρθωση. Ενώ η πρώτη δεν επιδρά στις πραγματικές ή νομικές συνέπειες της παραβίασης που έλαβε χώρα, η τελευταία ανατρέχει στο παρελθόν.[49] Το καταδικασθέν κράτος οφείλει να δημιουργήσει εκείνη την πραγματική ή νομική κατάσταση που θα υπήρχε, αν δεν είχε λάβει χώρα η παραβίαση της σύμβασης, να παράσχει δηλαδή «άμεση ή ακέραιη επανόρθωση» («restitutio in integrum»). Κατά το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης: «η επανόρθωση πρέπει να εξαλείψει, κατά το δυνατόν, όλες τις επιπτώσεις της παράνομης πράξης και να επαν-ιδρύσει εκείνη την κατάσταση που, κατά πάσα πιθανότητα, θα υπήρχε, αν η πράξη δεν είχε τελεστεί.»[50] Αν η restitutio in integrum δεν είναι (πλήρως) δυνατή, τότε οφείλεται αποζημίωση. Σε αυτό το πρότυπο είναι προσανατολισμένη και η ΕΣΔΑ, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 46 και 41.
Το άρθρο 41 ΕΣΔΑ περιορίζει την υποχρέωση συμμόρφωσης κατά το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ στο μέτρο του de facto,[51] αλλά και de jure εφικτού.[52] Από τη μια, όμως, αφορά μόνο στο παρελθόν και όχι στο μέλλον,[53] από την άλλη δεν συνιστά μια δικλίδα ασφαλείας, για να αποφύγουν τα κράτη-μέλη την ευθύνη ουσιαστικού σεβασμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση.[54] Αντίθετα, πρέπει να γίνει κατανοητό ως ένας μοχλός πίεσης, ώστε τα κράτη-μέλη να εναρμονίσουν την εσωτερική έννομη τάξη τους με την ΕΣΔΑ.[55] Το ότι το άρθρο 41 ΕΣΔΑ δεν παρέχει στα κράτη-μέλη το δικαίωμα να εξαγοράζουν τις παραβιάσεις των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με την υπογραφή της Σύμβασης, επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τη νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ. Η Ευρεία του Σύνθεση υπογράμμισε στην υπόθεση Scozzari και Giunta κατά Ιταλίας ότι: «μια απόφαση στην οποία το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση δεν επιβάλλει στο υπαίτιο κράτος μόνο τη νομική υποχρέωση να καταβάλει στους θιγόμενους το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάσθηκε μέσω της δίκαιης ικανοποίησης, αλλά και να επιλέξει, υποκείμενο στην εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, τα γενικής και/ή, αν είναι πρόσφορο, ατομικής φύσης μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν στην εγχώρια έννομη τάξη τους, για να τεθεί τέρμα στην παραβίαση που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο και να επανορθωθούν, όσο είναι δυνατόν, οι συνέπειες».[56]
Τρίτον, μπορεί να γεννηθεί μια υποχρέωση του καταδικασθέντος κράτους να αποφύγει την επανάληψη της παραβίασης στο μέλλον.[57] Ως παράδειγμα θα μπορούσαν να αναφερθούν μέτρα που αφορούν στη γνωστοποίηση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στις διοικητικές υπηρεσίες και τις δικαστικές αρχές. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν αποτρέψει, άλλωστε, δυσαρμονίες της εσωτερικής έννομης τάξης τους με την ΕΣΔΑ, βελτιώνοντας τη λειτουργικότητα των αρμόδιων υπηρεσιών μέσω αύξησης της χρηματοδότησης.[58]
2. Είναι η επιταγή του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ άμεσα εφαρμοστή;
Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ και συγκεκριμένα οι υποχρεώσεις που εκπορεύονται από αυτές, δεσμεύουν, όμως, μόνο το ελληνικό κράτος ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου ή και τις εθνικές αρχές; Κατ’ αρχάς ούτε το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ ούτε το ν.δ. 53/1974, με το οποίο κυρώθηκε εκ νέου η Σύμβαση μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος, επιτάσσει ρητά τη δέσμευση των εθνικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, όταν η Ελλάδα είναι διάδικος. Βέβαια, η Σύμβαση και το ν.δ. 53/1974 δεν ορίζουν ούτε πως οι διατάξεις του πρώτου μέρους της ΕΣΔΑ είναι άμεσα εφαρμοστές. Με την ενσωμάτωσή τους, ωστόσο, στο εθνικό δίκαιο και χάριν της επαρκώς σαφούς διατύπωσής τους και του αντικειμένου τους θεωρούνται άμεσα εφαρμοστές και από τα εσωτερικά όργανα των κρατών-μελών.[59] Για να θεμελιωθεί η δέσμευση των εθνικών αρχών στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως άμεσα εφαρμοστή και η διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Αν, αντίθετα, αυτό δεν γίνει δεκτό, τότε οι εθνικές αρχές θα υποχρεούνται να συμμορφώνονται στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, μόνο όταν το επιτάσσουν ειδικές διατάξεις, όπως αυτή του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ.
Ως «διατάξεις αυτοδύναμης εφαρμογής» («self-executing») γίνονται δεκτοί «εκείνοι οι κανόνες της ενταχθείσας στο εσωτερικό δίκαιο συνθήκης, οι οποίοι ως πλήρεις και νομικά άρτιοι δεν χρειάζονται συμπληρωματικές ενέργειες της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας για να εφαρμοσθούν από τα εθνικά δικαστήρια».[60] Το κρίσιμο στην προκείμενη περίπτωση άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ φαίνεται να απευθύνεται όχι στις εθνικές αρχές, αλλά στα Συμβαλλόμενα Μέρη, στων οποίων τη διακριτική ευχέρεια αφήνει το πως θα συμμορφωθούν στις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
Μόνο ασφαλής, όμως, δεν θα ήταν η ενδεχόμενη απόρριψη της άμεσης εφαρμογής της διάταξης, αν στηριζόταν στη μεμονωμένη εξέταση του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ ή στην αποκλειστική εφαρμογή μιας στείρας γραμματικής ερμηνείας. Και τούτο γιατί, όπως τουλάχιστον σήμερα γίνεται αποδεκτό, το γράμμα της διάταξης είναι μόνο μια ένδειξη, δεν δύναται να αποκαλύψει πλήρως το νόημά της.[61] Εξάλλου, και η – κατά τη Σύμβαση της Βιέννης (άρθρα 31, 32) περιορισμένης σημασίας – ιστορική ερμηνεία δεν μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμα ότι μοναδικός αποδέκτης της υποχρέωσης του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ είναι η υπεύθυνη για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας κυβέρνηση του κράτους-μέλους. Όπως και από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης δεν συνάγεται, λοιπόν, η βούληση των συμβαλλόμενων μερών να αποκλείσουν την άμεση εφαρμογή της ή να την απευθύνουν σε ορισμένα μόνο κρατικά όργανα.[62]
Αντίθετα, η συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 1,[63] 13,[64] 52[65] ΕΣΔΑ δείχνει ότι η Σύμβαση προϋποθέτει τη συμμετοχή όλων των κρατικών οργάνων, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος μιας αποτελεσματικότερης προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.[66] Η ΕΣΔΑ δεν δημιούργησε ασφαλώς μια έννομη τάξη ανάλογη αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, κι αυτή ξεχωρίζει από τις συνηθισμένες διεθνείς συνθήκες και δεν μπορεί να προσεγγισθεί και να γίνει κατανοητή με την παραδοσιακή σκευή του Διεθνούς Δικαίου.[67] Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ: «Σε αντίθεση με τις κλασικές διεθνείς συμβάσεις η Σύμβαση δεν περιλαμβάνει μόνο αμοιβαίες δεσμεύσεις μεταξύ συμβαλλόμενων κρατών. Δημιουργεί, πέρα από ένα δίκτυο αμοιβαίων, διμερών υποχρεώσεων, αντικειμενικές υποχρεώσεις, οι οποίες κατά τη διατύπωση του Προοιμίου, επωφελούνται από μια ‘συλλογική εγγύηση’».[68] Κλασικός είναι και ο χαρακτηρισμός της ΕΣΔΑ ως «συνταγματικού οργάνου της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου»,[69] ενώ και η θεωρία της επιδαψιλεύει με διαφορετικές διατυπώσεις την ιδιότητα του «ευρωπαϊκού συντάγματος για τα δικαιώματα του ανθρώπου».[70] Από τις «αντικειμενικές υποχρεώσεις» που δημιούργησε η Σύμβαση ευνοείται άμεσα το υποκείμενο των δικαιωμάτων και ελευθεριών που συμφώνησαν να προασπίσουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη, το οποίο έχει το δικαίωμα κατά το άρθρο 34 ΕΣΔΑ να προσφεύγει ενώπιον του ΕΔΔΑ, αν θεωρεί ότι είναι θύμα παραβίασης των διασφαλίσεων αυτών. Ο ιδιαίτερος αυτός χαρακτήρας της Σύμβασης δεν μπορεί παρά να επηρεάζει την εφαρμογή της στο εσωτερικό των κρατών-μελών, επομένως και των διατάξεων που ορίζουν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.[71]
Ανεξάρτητα πάντως από επιχειρήματα, που ερείδονται στην ξεχωριστή θέση της ΕΣΔΑ στο δίκαιο των διεθνών συμβάσεων, ήδη η συστηματική ερμηνεία των άρθρων 41 και 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ επιβάλλει την άμεση δέσμευση όλων των αρμόδιων κρατικών αρχών από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Το άρθρο 41 ΕΣΔΑ θέτει, βέβαια, την υποχρέωση προς εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης υπό την επιφύλαξη του κατά το εσωτερικό δίκαιο δυνατού και αναγνωρίζει έτσι ότι ενδέχεται να υπάρξουν εμπόδια σε μια restitutio in integrum. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα εσωτερικά όργανα δεν υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, γιατί το άρθρο 41 ΕΣΔΑ δεν ορίζει κάτι για την άμεση εφαρμογή των αποφάσεων. Αντίθετα, αποτελεί μόνο μια εξαιρετική διάταξη, που περιορίζει την υποχρέωση προς αποκατάσταση. Εξάλλου, το άρθρο 41 της Σύμβασης θα προκαλούσε λογική και συστηματική σύγχυση, αν η υποχρέωση επανόρθωσης ως μέρος της υποχρέωσης συμμόρφωσης δεν απευθυνόταν στα αρμόδια εσωτερικά όργανα των κρατών-μελών. Με άλλα λόγια, θα ήταν άτοπο να απευθύνεται η επιταγή του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ αποκλειστικά στα όργανα της νομοθετικής λειτουργίας, καθώς η αποκατάσταση του παθόντος με θέσπιση νόμου είναι γνωστή σε όλες τις έννομες τάξεις των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η συστηματική ενότητα των άρθρων 41 και 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών ήταν η άμεση εφαρμογή της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, γιατί αλλιώς ο περιορισμός του άρθρου 41 ΕΣΔΑ θα στερούνταν κάθε πεδίου εφαρμογής.[72]
Εξάλλου, όπως ήδη τονίσθηκε παραπάνω,[73] σκοπός των κρατών-μελών είναι η κατά το δυνατόν πληρέστερη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η αποτελεσματική διασφάλιση των κατοχυρωμένων στη Σύμβαση δικαιωμάτων δεν μπορεί, βέβαια, να εξασφαλισθεί από μόνη την αναγνώριση της άμεσης εφαρμογής των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Αν αναλογισθεί κανείς ότι στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή γινόταν δεκτός ένας διπλός δυαδισμός, με συνέπεια να απαιτείται η διαμεσολάβηση περαιτέρω τυπικού νόμου ή πράξης της εκτελεστικής εξουσίας για την δραστηριοποίηση των αρμόδιων εθνικών αρχών, δεν θα ήταν σπάνιες σημαντικές καθυστερήσεις στην εναρμόνιση των έννομων τάξεων των κρατών-μελών με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, τότε είναι απαραίτητο να θεωρηθούν ως αποδέκτες της υποχρέωσης συμμόρφωσης κατά το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ όλα τα αρμόδια εσωτερικά όργανα των κρατών-μελών.[74]
Η επιταγή του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν χρειαζόταν, αλλά ούτε και μπορούσε, άλλωστε, να είναι πιο συγκεκριμένη ως προς τους αποδέκτες της. Και τούτο γιατί από τη μια διατάξεις που ρυθμίζουν τις αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων περιέχονται ήδη στο εθνικό δίκαιο, από την άλλη οι σχετικές ρυθμίσεις των εννόμων τάξεων των 47 συμβαλλόμενων μερών είναι ελάχιστα συγκρίσιμες και ιδιαίτερα σύνθετες.[75] Υπάρχουν, συνεπώς, διαφορετικές δυνατότητες για τη διασφάλιση της απαραίτητης συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου όπως το ελληνικό, που βασίζεται στη διάκριση των εξουσιών και του οποίου η δράση οργανώνεται κατά το αποκεντρωτικό σύστημα, αποδέκτης της υποχρέωσης του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ είναι η κατά το εσωτερικό δίκαιο αρμόδια εθνική αρχή. Το ποια είναι αυτή, προκύπτει από τις συνθήκες της εκάστοτε περίστασης και προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την απόφαση του ΕΔΔΑ, δηλαδή από το είδος της ενδοπολιτειακής πράξης που κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου παραβίασε ένα ή περισσότερα από τα κατοχυρωμένα στη Σύμβαση δικαιώματα.[76]
Όχι, όμως, μόνο ως προς τους αποδέκτες του, αλλά και ως προς το περιεχόμενό του δεν μπορεί να θεωρηθεί ασαφές το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ, και συνεπώς μόνο έμμεσα εφαρμοστό. Όπως καταδείχθηκε από τη συστηματική ερμηνεία των άρθρων 46 παρ. 1 και 41 ΕΣΔΑ, πρωταρχική είναι η υποχρέωση αποκατάστασης του θύματος της παραβίασης.[77] Πρέπει, δηλαδή, να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες που θα διαμορφώσουν την κατάσταση που θα υπήρχε, αν δεν είχε λάβει χώρα η παραβίαση της ΕΣΔΑ. Ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης η «συμμόρφωση» ενδέχεται να συνίσταται παραδείγματος χάριν σε μια νομοθετική μεταρρύθμιση, στην επανάληψη μιας δίκης ή στην επιστροφή ενός περιουσιακού αντικειμένου.[78]
Γίνεται, επομένως, κατανοητό ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης είναι πιο συγκεκριμένη από ό,τι αρχικά φαίνεται. Η δέσμευση από άποψη εθνικού δικαίου αποκρυσταλλώνεται σε μια δέσμευση όλων των φορέων της ελληνικής δημόσιας εξουσίας. Καθένας στον οποίο αφορά, πρέπει να φροντίσει, ώστε στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του να επιλέξει το μέτρο εκείνο που θα εξασφαλίσει την πληρέστερη δυνατή συμμόρφωση προς τη δικαιοδοτική κρίση του ΕΔΔΑ.[79]
3. Συμπέρασμα
Αφού λοιπόν η διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ, όπως κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, είναι άμεσα εφαρμοστή, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης δεν έπρεπε να απορρίψει την αίτηση των επιτυχώς προσφυγόντων στο Δικαστήριο του Στρασβούργου επικαλούμενο το άρθρο 321 ΚΠολΔ.
Η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ προκαλεί, βέβαια, δυσχέρειες. Όχι για τους λόγους που επικαλείται το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης παραπέμποντας σε αρεοπαγιτικές αποφάσεις,[80] ότι δηλαδή η αναλογική εφαρμογή της αναφερθείσας διάταξης του ΚΠΔ δεν είναι δυνατή λόγω των διαφορετικών σκοπών που εξυπηρετεί η πολιτική δίκη, σε σχέση με τους σκοπούς της ποινικής δίκης. Και τούτο γιατί στην επίδικη υπόθεση δεν θα επιλυόταν κάποιο ζήτημα σύγκρουσης ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά η αντιπαράθεση της θεμελιώδους ελευθερίας των αιτούντων κατά το άρθρο 12 παρ. 1 Συντ. με το δημόσιο συμφέρον. Αντικείμενο της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας δεν ήταν, επομένως, κάποια τριγωνική ή πολυπολική σχέση που θα δημιουργούσε προβλήματα στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων ή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των νικητών στα εθνικά δικαστήρια διαδίκων.[81]
Ανεπέρειστο είναι, επίσης, το επιχείρημα του Αρείου Πάγου, κατά το οποίο επανάληψη της διαδικασίας προβλέπεται αποκλειστικά στην Ποινική Δικονομία, επειδή σε αντίθεση με τις κρίσεις των πολιτικών δικαστηρίων η καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εάν δεν εξαφανισθεί, εξακολουθεί να επηρεάζει δυσμενώς τη ζωή εκείνου που καταδικάσθηκε, ακόμη και αν έχει εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε.[82] Ότι η προσβολή των δικαιωμάτων του πολίτη είναι βαρύτερη, όταν φέρει τις συνέπειες μιας καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, παρά όταν ηττηθεί από τον αντίδικό του σε μια υπόθεση αστικού δικαίου, θα μπορούσε βέβαια να γίνει δεκτό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ΕΣΔΑ θέτει σε ανώτερη ιεραρχικά τάξη τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη σε σχέση με τα υπόλοιπα που κατοχυρώνει ή ότι απαιτείται η συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, μόνο όταν παραβιασθούν δικαιώματα της πρώτης κατηγορίας.[83]
Κατά το άρθρο 527 παρ. 3 ΚΠΔ η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υποβάλλεται, ωστόσο, στον εισαγγελέα εφετών αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Μόνο αν το κατά περίπτωση αρμόδιο συμβούλιο (Εφετών ή του Αρείου Πάγου) δεχθεί την αίτηση και κρίνει αναγκαία την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, παραπέμπει την υπόθεση, για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο με αυτό που εξέδωσε την ακυρωθείσα απόφαση. Επομένως, αν και το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης δεν θεμελίωσε την απόφασή του σε πειστικά επιχειρήματα, ορθά δεν κατέφυγε σε αναλογική εφαρμογή του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ.
Δυστυχώς, όμως, το δικαστήριο δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες που απορρέουν από τη φύση και τις ιδιορρυθμίες της ειδικής διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο της οποίας παρακάμπτεται ο δεσμευτικός χαρακτήρας της απόφασης.[84] Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔ είναι, βέβαια, δυνατή, μόνο αν η αρχική αίτηση δεν είχε απορριφθεί εν όλω.[85] Δεν αποκλείεται, πάντως, η υποβολή νέας αίτησης σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών (άρθρο 778 ΚΠολΔ). Ως τέτοια δεν γίνεται αποδεκτή η μεταγενέστερη μεταμέλεια του δικαστηρίου ή η εκτίμησή του πως η απόφαση που είχε εκδώσει ήταν εσφαλμένη. Ικανή να κλονίσει τη βάση στην οποία στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης είναι, όμως, η μεταβολή της νομολογίας ως προς το νομικό πρόβλημα που αποτέλεσε αντικείμενο της υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας και ιδιαίτερα ως προς την ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε.[86] Όπως δείχθηκε, όμως, παραπάνω το κανονιστικό περιεχόμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων (πρέπει να) πλάθεται, αφού ληφθεί υπόψη το ερμηνευτικό δεδομένο της νομολογίας του Στρασβούργου. Αν συνυπολογιστεί, άλλωστε, η ισχύς της αυθεντίας του ΕΔΔΑ, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως στα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη απόφαση του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης δεν μεταβλήθηκαν καθόλου οι συνθήκες παρά την έκδοση αποφάσεων, όπως οι «Σιδηρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας»,[87] «Τουρκική Ένωση Ξάνθης και λοιποί κατά Ελλάδας»,[88] «Εμίν και λοιποί κατά Ελλάδας»[89].[90] Παρότι στην Πολιτική Δικονομία δεν έχει θεσπισθεί (ακόμα) αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ, υπήρχε, επομένως, η δυνατότητα συμμόρφωσης στην απόφαση του ΕΔΔΑ «Μπεκήρ-Ουστά και λοιποί κατά Ελλάδας», χωρίς να παραβιασθεί η συστηματική ενότητα και τελολογική ακεραιότητα του ισχύοντος Αστικού Δικονομικού Δικαίου.
Απορρίπτοντας την αίτηση για την εγγραφή του επίδικου σωματείου στο μητρώο, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης δεν παρέβη απλώς τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας ή το δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 Συντ. αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ, όπως αυτό ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το ν.δ. 53/1974. Πολύ περισσότερο δεν σεβάστηκε την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ και 87 παρ. 2 Συντ. σε συνδυασμό με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. και το άρθρο 11 παρ. 1 ΕΣΔΑ, όπως εντάχθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το ν.δ. 53/1974) και τη συνταγματική του υποχρέωση να εγγυάται και να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (25 παρ. 1 εδ. β΄).[91] Η επιφυλακτικότητά του συμβάλλει στην επ’ αόριστον παράταση της παραβίασης του άρθρου 11 παρ. 1 ΕΣΔΑ και συνεπώς στην πιθανή επιβάρυνση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου με μια νέα προσφυγή και την αναπόδραστη, εκ νέου καταδίκη του ελληνικού κράτους. Ας ελπίσουμε ότι τα ανώτερα δικαστήρια που θα ασχοληθούν με το πρόβλημα, θα επιδείξουν μεγαλύτερη ερμηνευτική τόλμη, ώστε να αποτρέψουν και το παράδοξο η απόφαση του ΕΔΔΑ να επιδράσει δυνάμει της αυθεντίας του νομολογιακού προηγουμένου υπέρ άλλων προσώπων, όχι όμως για τους δικαιωθέντες στο Στρασβούργο.[92]
Η παρούσα μελέτη αποτελεί επεξεργασμένη μορφή εισήγησης στο ΙΑ΄ Συμπόσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», που έλαβε χώρα στη Σύρο στις 18-19 Σεπτεμβρίου 2009. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές κ. Ν. Αλιβιζάτο, Γ. Δρόσο, Α. Καϊδατζή, Α. Μανιτάκη, Π. Μαντζούφα, Π. Σούρλα, Γ. Τασόπουλο και Κ. Χρυσόγονο, καθώς και την κα. Ε. Θάνου για τις πολύτιμες παρατηρήσεις που διατύπωσαν.
[1] ΜονΠρΑλεξ 405/2008, αδημ.
[2] ΜονΠρΑλεξ 58/1996, αδημ., ΕφΘρ 324/2003, αδημ., ΑΠ 58/2006, ΕλλΔνη 47 (2006), σ. 520 επ.
[3] ΕΔΔΑ, απόφαση της 11.10.2007 – αριθ. προσφ. 35151/05, υπόθεση Μπεκήρ-Ουστά και λοιποί κατά Ελλάδας. Διαθέσιμη, όπως και όλες οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για τις οποίες δεν γίνεται παραπομπή στην επίσημη συλλογή νομολογίας, στην ιστοσελίδα . Σε ελληνική μετάφραση στην ιστοσελίδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, http://www.nsk.gr/edad/ee520.pdf.
[4] «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι».
[5] Βλ. ενδεικτικά Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Η εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ζητήματα διεθνούς και εθνικού δικαίου, Αθήνα et al. 1996, σ. 36 επ., C. Grabenwarter, Europaisches und nationales Verfassungsrecht, VVDStRL 60 (2001), σ. 290 (321 επ.), R. Gerards, Die Europaische Menschenrechtskonvention im Konstitutionalisierungsprozess einer gemeineuropaischen Grundrechtsordnung, Frankfurt a.M. et al. 2007, σ. 271 επ.
[6] Πρβλ. και το άρθρο 47 παρ. 1 ΕΣΔΑ, κατά το οποίο «[τ]ο Δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση της Επιτροπής των Υπουργών, να εκδίδει γνωμοδοτήσεις για νομικά θέματα που αφορούν στην ερμηνεία της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της».
[7] Πρβλ. και το άρθρο 44 παρ. 4 του Κανονισμού του ΕΔΔΑ.
[8] Απόφαση της 18.1.1978, Series Α 25, παρ. 154. Από τη νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ, απόφαση της 24.7.2003, υπόθεση Karner κατά Αυστρίας, Rep. 2003-ΙΧ, παρ. 26: «the Court’s ‘judgments in fact serve not only to decide those cases brought before the Court but, more generally, to elucidate, safeguard and develop the rules instituted by the Convention, thereby contributing to the observance by the States of the engagements undertaken by them as Contracting Parties.’ (…) Although the primary purpose of the Convention system is to provide individual relief, its mission is also to determine issues on public-policy grounds in the common interest, thereby raising the general standards of protection of human rights and extending human rights jurisprudence throughout the community of Convention States».
[9] Βλ. C. Grabenwarter, Europaische Menschenrechtskonvention – Ein Studienbuch, 3η έκδ., Munchen et al. 2008, κεφ. 5, αριθ. περ. 9 επ., C. Ovey / R. C. A. White, Jacobs & White, The European Convention on Human Rights, 4η έκδ., Oxford 2006, σ. 42 επ.
[10] Βλ. ενδεικτικά H.-J. Cremer, Regeln der Konventionsinterpretation, σε: R. Grote / T. Marauhn (επιμ.), EMRK/GG, Konkordanzkommentar, Tubingen 2006, κεφ. 4 αριθ. περ. 35 επ.
[11] Βλ. Κ. Χρυσόγονο, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην Εθνική Έννομη Τάξη. Οι ελληνικές δυσχέρειες προσαρμογής στην ευρωπαϊκή δημόσια τάξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 401 επ., G. Ress, Wirkung und Beachtung der Urteile und Entscheidungen der Stra?burger Konventionsorgane, EuGRZ 1996, σ. 350, H. Sauer, Die neue Schlagkraft der gemeineuropaischen Grundrechtsjudikatur. Zur Bindung deutscher Gerichte an die Entscheidungen des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte, ZaoRV 65 (2005), σ. 35 (41), H.-J. Papier, Umsetzung und Wirkung der Entscheidungen des Europaischen Gerichtshofes fur Menschenrechte aus der Perspektive der nationalen deutschen Gerichte, EuGRZ 2006, σ. 1.
[12] Βλ. Α. Μανιτάκη, Η διαπλοκή του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας με τον έλεγχο της συμβατικότητας των νόμων ενόψει της ΕΣΔΑ στο παράδειγμα των ενοχικών απαιτήσεων, ΝοΒ 56 (2008), σ. 2541 (2546), Η. Καστανά, Η συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η συμβολή του Έλληνα δικαστή, σε: Ι. Κτιστάκη (επιμ.), Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην ερμηνεία και εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, Αθήνα 2002, σ. 109 (116), Ε. Ποδηματά, Σκέψεις για το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα των αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, ΕλλΔνη 41 (2000), σ. 327 (330-1), G. Ress, Supranationaler Menschenrechtsschutz und der Wandel der Staatlichkeit, ZaoRV 64 (2004), σ. 621 (630),E. Klein, Should the binding effect of the judgements of the European Court of Human Rights be extended?, σε: P. Mahoney / F. Matscher / H. Petzold / L. Wildhaber (επιμ.), Protection des droits de l’homme: la perspective europeenne. Melanges a la memoire de Rolv Ryssdal = Protecting Human Rights: The European perspective. Studies in memory of Rolv Ryssdal, Koln et al. 2000, σ. 705 (706).
[13] Τη χρήση επιχειρημάτων σκοπού κατά την ερμηνεία των διεθνών συνθηκών επιτάσσει το άρθρο 31 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης περί συνθηκών του 1969, το οποίο ορίζει: «Η συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που δίνεται στους όρους που περιλαμβάνει η συνθήκη στο σύνολό της και κάτω από το φως του αντικειμένου και του σκοπού της». Βλ. και άρθρο 33 παρ. 4 της Συνθήκης.
[14] Πρβλ. και τα άρθρα 1 και 52 ΕΣΔΑ, καθώς και τα άρθρα 1 στοιχείο β) και 3 του καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης Κατά πάγια, άλλωστε, νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται η ΕΣΔΑ κατά τρόπο, ώστε τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε αυτή να διασφαλίζονται πρακτικά και αποτελεσματικά και όχι θεωρητικά και πλασματικά. Από τη νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ βλ. ενδεικτικά την απόφαση της 10.2.2009 (Ευρ. Σύνθ.) – αριθ. προσφ. 14939/03, υπόθεση Sergey Zolotukhin κατά Ρωσίας, παρ. 80.
[15] Βλ. U. Heckotter, Die Bedeutung der Europaischen Menschenrechtskonvention und der Rechtsprechung des EGMR fur die deutschen Gerichte, Koln et al. 2007, σ. 76 επ.
[16] Βλ. U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 77, J. Polakiewicz, Die Verpflichtungen der Staaten aus den Urteilen des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte, Berlin et al. 1993, σ. 351 επ.
[17] Βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 402. Βλ. και S. Ha?, Die Urteile des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte. Charakter, Bindungswirkung und Durchsetzung, Frankfurt a.M. et al. 2006, σ. 173, η οποία προτείνει να διαγραφεί από το άρθρο 46 παρ. 1 η φράση «επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι», για να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή των εγγυήσεων της ΕΣΔΑ.
[18] Βλ. αναλυτικά H. Petzold, The Convention and the Principle of Subsidiarity, σε: R. Macdonald / F. Matscher / H. Petzold (επιμ.), The European System for the Protection of Human Rights, Dordrecht et al. 1993, σ. 41 επ., και I. Hoffmann, Der Grundsatz der Subsidiaritat im Rechtsschutzsystem der Europaischen Menschenrechtskonvention, Frankfurt a.M. 2007.
[19] Βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 402 επ.
[20] Βλ. J. Polakiewicz, The Execution of Judgements of the European Court of Human Rights, in: R. Blackburn / J. Polakiewicz (επιμ.), Fundamental Rights in Europe. The ECHR and its Member States, 1950-2000, σ. 55 (72 επ.), G. Ress, The Effects of Judgements and Decisions in Domestic Law, σε: R. Macdonald / F. Matscher / H. Petzold (επιμ.), The European System for the Protection of Human Rights, Dordrecht et al. 1993, σ. 801 (810 επ.).
[21] Βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 396, U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 77 επ.
[22] Βλ. Α. Μανιτάκη, ό.π. (υποσ. 12), σ. 2545.
[23] Πρβλ. Α. Μανιτάκη, ό.π. (υποσ. 12), σ. 2545.
[24] Βλ. U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 82. Πρβλ. και R. Masterman, Section 2(1) of the Human Rights Act 1998: Binding Domestic Courts to Strasbourg, P.L. 2004, WIN, σ. 725 (726 επ.), G. Ress, Die Europaische Menschenrechtskonvention und die Vertragsstaaten: Die Wirkungen der Urteile des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte im innersttaatlichen Recht und vor innerstaatlichen Gerichten, in: I. Maier (επιμ.), Europaischer Menschenrechtsschutz. Schranken und Wirkungen, Heidelberg 1982, σ. 227 (258).
[25] Όπως έχει επανειλημμένα τονίσει το ΕΔΔΑ, μόνο επιτακτικοί λόγοι το οδηγούν να αποκλίνει από τη νομολογία του, π.χ. απόφαση της 27.9.1990, υπόθεση Cossey κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Series Α 184, παρ. 35, (Ευρ. Σύνθ.), απόφαση της 18.1.2001, υπόθεση Chapman κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Rep. 2001-I, παρ. 70, (Ευρ. Σύνθ.), απόφαση της 12.4.2006 – αριθ. προσφ. 58675/00, υπόθεση Martinie κατά Γαλλίας, παρ. 54.
[26] Βλ. L. Helfer, Redesigning the European Court of Human Rights: Embeddedness as a Deep Structural Principle of the European Human Rights Regime, Eur. J. Int’l L. 19 (2008), σ. 125 (137), G. Kleijkamp, Comparing the Application and Interpretation of the United States Constitution and the European Convention on Human Rights, Transnat’l L. & Contemp. Probs. 12 (2002), σ. 307 (315), J. Polakiewicz, The Execution of Judgements, ό.π. (υποσ. 20), σ. 72 επ.
[27] Αυτή τη διατύπωση μεταχειρίζεται η U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 84. Τον όρο «οιονεί erga omnes αποτέλεσμα» χρησιμοποιεί ο G. Ress, Supranationaler Menschenrechtsschutz, ό.π. (υποσ. 12), σ. 630, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας κάνει λόγο για «κανονιστική κατευθυντήρια λειτουργία», BVerwGE 110, σ. 203 (210), ενώ οι J. A. Frowein / M. Ε. Villiger, Constitutional Jurisdiction in the Context of State Powers. Modalities, Contents and Effects of the Decisions on the Constitutionality of Legal Regulations. Report of the European Commission of Human Rights, HRLJ 9 (1988), σ. 23 (40), αναφέρονται σε «έμμεση συνέπεια».
[28] Ο Κ. Μπέης, Η δραστικότητα της ατομικής προσφυγής ενώπιον των οργάνων της ευρΣΔΑ ιδίως κατά το ελληνικό δίκαιο, Δ 28 (1997), σ. 717 (733), υποστηρίζει αντίθετα την ύπαρξη υπηρεσιακού καθήκοντος των εθνικών δικαστηρίων να ακολουθήσουν το ερμηνευτικό δεδικασμένο του ΕΔΔΑ. Πρβλ. και Γ. Μητσόπουλο, Δεδικασμένον και εκτελεστότης αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιδικαζούσης χρηματικήν απαίτησιν, Δ 26 (1995), σ. 852 (856 επ.).
[29] Βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 399, 403 επ., U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 84 επ., πρβλ. O.Kieschke, Die Praxis des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte und ihre Auswirkungen auf das deutsche Strafverfahrensrecht. Eine Bestandsaufnahme am Beispiel ausgewahlter Entscheidungen des EGMR gegen die Bundesrepublik Deutschland, Berlin 2003, σ. 69 επ., S. Muckl, Kooperation oder Konfrontation? – Das Verhaltnis zwischen Bundesverfassungsgericht und Europaischem Gerichtshof fur Menschenrechte, Der Staat 44 (2005), σ. 403 (418 επ.), G. Ress, Die Europaische Menschenrechtskonvention und die Vertragsstaaten, ό.π. (υποσ. 24), σ. 259.
Ο Άγγλος νομοθέτης έχει προβλέψει κατηγορηματικά την υποχρέωση των δικαστηρίων να λαμβάνουν υπόψη τους τη νομολογία του ΕΔΔΑ στο άρθρο 2 παρ. 1 του Human Rights Act 1998, διαθέσιμος στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.opsi.gov.uk/acts/acts1998/19980042.htm. Για μια ανάλυση της έκτασης της δέσμευσης αυτής βλ. J. Wright, Interpreting Section 2 of the Human Rights Act 1998: Towards an Indigenous Jurisprudence of Human Rights, P.L. 2009, σ. 595 επ., με περαιτέρω παραπομπές,R. Masterman, Taking the Strasbourg Jurisprudence into Account: Developing a ‘Municipal Law of Human Rights’ under the Human Rights Act, Int’l & Comp. L.Q. 54 (2005), σ. 907 επ., R. Masterman, Section 2(1) of the Human Rights Act 1998, ό.π. (υποσ. 24), σ. 731 επ., R. Grote, Die Inkorporierung der Europaischen Menschenrechtskonvention in das britische Recht durch den Human Rights Act 1998, ZaoRV 58 (1998), σ. 309 (339).
[30] Αξίζει να σημειωθεί ότι, τουλάχιστον όσον αφορά στο κρίσιμο για την παρούσα μελέτη άρθρο 11 παρ. 1 ΕΣΔΑ, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κατ’ επανάληψη αγνοήσει το νομολογιακό προηγούμενο του ΕΔΔΑ, βλ. Π. Μαντζούφα, Αρμ. 2000, σ. 1037 επ., Δ. Χριστόπουλο, Υπόθεση Σιδηρόπουλου και λοιπών κατά Ελλάδας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΤοΣ 1999, σ. 307 επ.,Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 311 επ.
[31] Κατά το άρθρο 44 παρ. 1 ΕΣΔΑ αμέσως οριστικές είναι μόνο οι αποφάσεις της Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου. Οι αποφάσεις των Τμημάτων γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 42 σε συνδυασμό με το άρθρο 44 παρ. 2 ΕΣΔΑ οριστικές, όταν οι διάδικοι δηλώσουν ότι δεν θα ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης ή αν δεν ζητήθηκε η παραπομπή της υπόθεσης τρεις μήνες μετά την ημερομηνία της απόφασης ή σε περίπτωση που το Συμβούλιο του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης απορρίψει τη σχετική µε την παραπομπή αίτηση. Πρβλ. όμως και τα άρθρα 79 και 80 παρ. 1 του κανονισμού του ΕΔΔΑ.
[32] ΕΔΔΑ, απόφαση της 22.6.1972, υπόθεση Ringeisen κατά Αυστρίας (Άρθρο 50), Series A 15, παρ. 17.
[33] Βλ. Κ. Μπέη, Η δραστικότητα, ό.π. (υποσ. 28), σ. 731. Το ζήτημα, αν υφίσταται η συγκεκριμένη υποχρέωση, ακόμα κι όταν η απόφαση του ΕΔΔΑ είναι αντίθετη σε διάταξη του ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να αναλυθεί στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Παρεμπιπτόντως σημειώνεται μόνο ότι καταφατικά απαντά ο Κ. Χρυσόγονος, ό.π. (υποσ. 11), σ. 177, αποφατικά ο Γ. Σταυρόπουλος, Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο εθνικός δικαστής, σε: Ι. Κτιστάκη (επιμ.), Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην ερμηνεία και εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, Αθήνα 2002, σ. 75 (78).
[34] «Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις εξής περιπτώσεις: (…) 5) Αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε».
[35] Οι αντίθετες προτάσεις του προεδρεύοντος του Ευρωπαϊκού Κινήματος για μια Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μετέπειτα αντιπροσώπου της Γαλλίας στη Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, Pierre–Henri Teitgen, δεν έγιναν δεκτές από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 349, J. Polakiewicz, Die Verpflichtungen der Staaten, ό.π. (υποσ. 16), σ. 11 επ.
[36] Για τη διάκριση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ βλ. Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, ό.π. (υποσ. 5), σ. 44 επ.
[37] Βλ. παρακάτω υποσ. 56.
[38] Βλ. ενδεικτικά Σ. Περράκη, Διαστάσεις της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τ. Α΄: Ηνωμένα Έθνη – Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 172.
[39] Βλ. H.-J. Cremer, Entscheidung und Entscheidungswirkung, σε: R. Grote / T. Marauhn (επιμ.), EMRK/GG, Konkordanzkommentar, Tubingen 2006, κεφ. 32 αριθ. περ. 60, J. A. Frowein / W. Peukert, Europaische MenschenRechtsKonvention, EMRK-Kommentar, 2η έκδ., Kehl et al. 1996, άρθρο 53, αριθ. περ. 2, Ε. Klein, ό.π. (υποσ. 12), σ. 707.
[40] Και ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί κατά το άρθρο 52 ΕΣΔΑ να ζητήσει εξηγήσεις από την Κυβέρνηση κάθε κράτους-μέλους σχετικά με τον τρόπο που το εσωτερικό του δίκαιο εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή οποιασδήποτε διατάξεως της Σύμβασης.
[41] Βλ. H.-J. Cremer, Entscheidung und Entscheidungswirkung, ό.π. (υποσ. 39), αριθ. περ. 62, U.Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 46.
[42] Αναφορικά με την εφαρμογή της διάταξης πρβλ. τους κανόνες που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών στις 10 Ιανουαρίου 2001, HRLJ 24 (2003), σ. 218.
[43] Βλ. για παράδειγμα την απόφαση της 22.6.2005, υπόθεση Broniowski κατά Πολωνίας, Rep. 2004-V. Για τις λεγόμενες «πιλοτικές αποφάσεις» βλ. ενδεικτικά D. Harris / M. O’Boyle / E. Bates / C. Buckley, Harris, O’Boyle & Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, 2η εκδ., [44] ΕΔΔΑ, απόφαση της 13.6.1979, υπόθεση Marckx κατά Βελγίου, Series A 31, παρ. 58. Από τη νεότερη νομολογία του Δικαστηρίου βλ. απόφαση της 24.7.2003 – αριθ. προσφ. 26973/95, υπόθεση Yoyler κατά Τουρκίας, παρ. 124, (Ευρ. Σύνθ.), απόφαση της 18.2.2009 – αριθ. προσφ. 55707/00, υπόθεση Andrejeva κατά Λετονίας, παρ. 110. Από τη θεωρία βλ. Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, ό.π. (υποσ. 5), σ. 43 επ., Η. Καστανά, ό.π. (υποσ. 12), σ. 116, Π. Μαντζούφα, Επίδραση της νομολογίας του ΕυρΔΔΑ στη διαμόρφωση της χρηστής διεξαγωγής της δίκης, σε: Ν. Νίκα (επιμ.), Η πολιτική δίκη υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ. Ακαδημαϊκό Συμπόσιο προς τιμήν του Κωνσταντίνου Κεραμέως, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σ. 151 (169), C. Ovey / R. White, ό.π., (υποσ. 9), σ. 491, A . Peters, Einfuhrung in die Europaische Menschenrechtskonvention. Mit rechtsvergleichenden Bezugen zum deutschen Grundgesetz, Munchen 2003, σ. 253.
Τα μέσα που τελικά θα επιλεγούν, πρέπει, όμως, να είναι ικανά να εκπληρώσουν τη δεσμευτική νομική υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ: ΕΔΔΑ (Ευρ. Σύνθεση), απόφαση της 13.7.2000, υπόθεση Scozzari και Giunta κατά Ιταλίας, Rep. 2000-VIII, παρ. 249. «Furthermore, subject to monitoring by the Committee of Ministers, the respondent State remains free to choose the means by which it will discharge its legal obligation under Article 46 of the Convention, provided that such means are compatible with the conclusions set out in the Court’s judgment». Βλ. τελευταία ΕΔΔΑ, απόφαση της 15.1.2009 – αριθ. προσφ. 33509/04, υπόθεση Burdov κατά Ρωσίας (ΙΙ), παρ. 136. Από τη θεωρία βλ. N. Schmalz, Die Rechtsfolgen eines Versto?es gegen die Europaische Menschenrechtskonvention fur die Bundesrepublik Deutschland, Frankfurt a.M. et al. 2007, σ. 27, C . Walter, Nationale Durchsetzung, σε: R. Grote / T. Marauhn (επιμ.), EMRK/GG, Konkordanzkommentar, Tubingen 2006, κεφ. 31 αριθ. περ. 53.
Για τη δικονομική αυτονομία των κρατών στο πλαίσιο του Κοινοτικού Δικαίου βλ. Π.Μ. Ευστρατίου, Αποτελεσματική εκτέλεση του κοινοτικού δικαίου και αυτονομία του εθνικού διαδικαστικού και δικονομικού δικαίου, Δ 29 (1998), σ. 152 επ.
[45] ΕΔΔΑ, απόφαση της 29.11.1991, υπόθεση Vermeire κατά Βελγίου, Series A 214-C, παρ. 26.
[46] ΕΔΔΑ, απόφαση της 25.4.1983, υπόθεση Pakelli κατά Γερμανίας, Series A 64, παρ. 45.
[47] Πρβλ. τα άρθρα 28 επ. του Προσχεδίου της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για τη Διεθνή Ευθύνη των Κρατών, http://untreaty.un.org/ilc/texts/instruments/english/draft%20articles/9_6_2001.pdf. Από τη θεωρία πρβλ. π.χ. Μ.-Ντ. Μαρούδα, Η διεθνής ευθύνη για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η κρατική και ατομική ευθύνη σε κίνηση, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 371 επ., H.-J. Cremer, Entscheidung und Entscheidungswirkung, ό.π. (υποσ. 39), αριθ. περ. 63.
[48] ΕΔΔΑ, απόφαση της 31.10.1995, υπόθεση Παπαμιχαλόπουλος κατά Ελλάδας (άρθρο 50), Series A 330-B, παρ. 34: «It follows that a judgment in which the Court finds a breach imposes on the respondent State a legal obligation to put an end to the breach (…)». Από τη θεωρία βλ. ενδεικτικά J. Polakiewicz, Die innerstaatliche Durchsetzung der Urteile des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte. Gleichzeitig eine Anmerkung zum Vermeire-Urteil des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte vom 29. November 1991, ZaoRV 52 (1992), σ. 149 (172).
[49] Βλ. Ε. Klein, ό.π. (υποσ. 12), σ. 705 (708).
[50] Factory at Chorzow, Merits, Judgment No. 13, P.C.I.J., Series A, No. 17, 1928, σ. 47. Πρβλ. Μ. Κατσιγιάννη-Παπακωνσταντίνου, Η διεθνής αδικοπραξία ως πηγή διεθνούς κρατικής ευθύνης και οι συνέπειες από την τέλεσή της, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 106 επ.
[51] ΕΔΔΑ, απόφαση της 10.3.1972, υπόθεση De Wilde, Ooms, Versyp («Vagrancy») κατά Βελγίου (άρθρο 50), Series A 14, παρ. 20.
[52] Βλ. B. Schaffarzik, Europaische Menschenrechte unter der Agide des Bundesverfassungsgerichts, DOV 2005, σ. 865, 867.
[53] Βλ. E. Klein, ό.π. (υποσ. 12), σ. 708.
[54] Πρβλ. ΕΔΔΑ (Ευρ. Σύνθ.), απόφαση της 17.2.2004, υπόθεση Maestri κατά Ιταλίας, Rep. 2004-Ι, παρ. 47: «[I]t follows from the Convention, and from Article 1 in particular, that in ratifying the Convention the Contracting States undertake to ensure that their domestic legislation is compatible with it. Consequently, it is for the respondent State to remove any obstacles in its domestic legal system that might prevent the applicant’s situation from being adequately redressed». Από την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ βλ. απόφαση της 20.11.2007 – αριθ. προσφ. 39462/03, υπόθεση Karanovic κατά Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, παρ. 28. Από τη θεωρία βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 350 επ., U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 54, H.-J. Cremer, Zur Bindungswirkung von EGMR-Urteilen – Anmerkung zum Gorgulu-Beschluss des BVerfG vom 14.10.2004, EuGRZ 2004, 741 –, EuGRZ 2004, σ. 683 (692).
[55] Πρβλ. τη γνωμοδότηση του Ν. Αλιβιζάτου, Η δίκαιη ικανοποίηση κατά το άρθρο 50 της ΕΣΔΑ. Με αφορμή την απόφαση της 9.12.1994 του ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση Στραν & Στρ. Ανδρεάδη κατά Ελλάδος, ΔΕΕ 1998, σ. 1169 (1172).
[56] Απόφαση της 13.7.2000, Rep. 2000-VIII, παρ. 249. Βλ. τελευταία απόφαση της 3.3.2009 – αριθ. προσφ. 7435/04, υπόθεση Milisavljevic κατά Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, παρ. 31. Πρβλ. και ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.3.1997, υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδας, Rep. 1997-II = ΕΕΕυρΔ 1998, σ. 408, όπου η Ελληνική Κυβέρνηση πρόβαλε ένσταση μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων βοηθημάτων (άρθρο 35 παρ. 1 ΕΣΔΑ), επειδή οι προσφεύγοντες δεν είχαν ασκήσει αγωγές αποζημίωσης κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, καθώς κατά τη γνώμη του οι αγωγές αυτές δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν το έννομο συμφέρον των προσφευγόντων, να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας φροντιστηρίου αγγλικών. Από τη θεωρία βλ. D. Leeb, Die innerstaatliche Umsetzung der Feststellungsurteile des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte im entschiedenen Fall, Linz 2001, σ. 18 επ., L. Zwaak, The Supervisory Task of the Committee of Ministers, σε: P. van Dijk / F. van Hoof / A. van Rijn / L. Zwaak (επιμ.), Theory and Practice of the European Convention on Human Rights, 4η έκδ., Antwerpen et al. 2006, σ. 291 (298 επ.).
[57] Βλ. S. Ha?, ό.π. (υποσ. 17), σ. 96 επ., H.-J. Cremer, Zur Bindungswirkung von EGMR-Urteilen, ό.π. (υποσ. 54), σ. 690.
[58] Βλ. U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 55 επ.
[59] Βλ. Φ. Βεγλερή, Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Σύνταγμα, Αθήνα-Κομοτηνή 1977, σ. 87 επ.
[60] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο. Τεύχος πρώτο: Σχέσεις διεθνούς και εσωτερικού δικαίου. Τρόποι παραγωγής του διεθνούς δικαίου, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ. 199. Βλ. και Α. Γιόκαρη, Η πρακτική των δικαιοδοτικών στην εφαρμογή του διεθνούς συμβατικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1986, σ. 27 επ.
[61] Βλ. Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων. Εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, 6η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σ. 318 επ., 348 επ.
[62] Βλ. B. Schaffarzik, ό.π. (υποσ. 52), σ. 864.
[63] «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν, εις όλα τα εξαρτώμενα εκ της δικαιοδοσίας των πρόσωπα, τα καθοριζόμενα εις το πρώτον μέρος της παρούσης Συμβάσεως δικαιώματα και ελευθερίας».
[64] «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων του».
[65] «Η Κυβέρνησις παντός Συμβαλλομένου Μέρους θα έχει τηv υποχρέωσιν όπως παράσχη κατόπιv αιτήσεως τoυ Γενικού Γραμματέως τoυ Συμβουλίου της Ευρώπης τας απαιτουμένας εξηγήσεις επί τoυ τρόπου κατά τov oπoίov τo εσωτερικόv αυτού δίκαιον εξασφαλίζει την αποτελεσματικήν εφαρμογήν οιασδήποτε εκ των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως».
[66] ΕΔΔΑ, απόφαση της 18.1.1978, υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Series A 25, παρ. 239.
[67] Βλ. C. Grabenwarter, Europaisches und nationales Verfassungsrecht, ό.π. (υποσ. 5), σ. 344 επ., R. Grote, Entstehungs- und Rezeptionsgeschichte der EMRK, σε: R. Grote / T. Marauhn (επιμ.), EMRK/GG, Konkordanzkommentar, Tubingen 2006, κεφ. 1, αριθ. περ. 54 επ.
[68] ΕΔΔΑ, απόφαση της 18.1.1978, υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Series A 25, παρ. 239, πρβλ. και Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απόφαση της 11.1.1961, υπόθεσηΑυστρίας κατά Ιταλίας, ΥΒ 4 (1961), σ. 139: «τα συμβαλλόμενα κράτη δεν θέλησαν να θεσπίσουν δικαιώματα και υποχρεώσεις αμοιβαία επωφελή για την επιδίωξη των δικών τους εθνικών συμφερόντων, αλλά να μετουσιώσουν σε πραγματικότητα τους σκοπούς και τα ιδανικά του Συμβουλίου της Ευρώπης … και να ιδρύσουν μια κοινή δημόσια τάξη των ελευθέρων δημοκρατιών της Ευρώπης, προκειμένου να διαφυλάξουν την κοινή κληρονομιά τους της πολιτικής παράδοσης των ιδανικών της ελευθερίας και του πρωτείου του δικαίου».
[69] ΕΔΔΑ, απόφαση της 23.3.1995 (Ευρ. Σύνθεση), υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας (προκαταρκτικά ζητήματα), Series Α 310, παρ. 75, πρβλ. P. Haberle, Gemeineuropaisches Verfassungsrecht, EuGRZ 1991, σ. 261 (265).
[70] Βλ. Γ. Πινακίδη, Η συνταγματική υφή της ευρωπαϊκής σύμβασης δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΔτΑ 33 (2007), σ. 71 επ., J. A. Frowein, Der europaische Menschenrechtsschutz als Beginn einer europaischen Verfassungsrechtsprechung, JuS 1986, σ. 845 επ., F. Hoffmeister, Die Europaische Menschenrechtskonvention als Grundrechtsverfassung und ihre Bedeutung in Deutschland, Der Staat 40 (2001), σ. 349 (353 επ.), πρβλ. και I. Pernice, Kompetenzabgrenzung im Europaischen Verfassungsverbund, JZ 2000, σ. 866 επ., R. Uerpmann, Volkerrechtliche Nebenverfassungen, in: A. v. Bogdandy (Hrsg.), Europaisches Verfassungsrecht, σ. 339 (357 επ.), C. Hillgruber, Staat und Religion, DVBl. 1999, σ. 1155 (1176).
[71] Βλ. J. Polakiewicz, Die Verpflichtungen der Staaten, ό.π. (υποσ. 16), σ. 227 επ.
[72] Βλ. G. Ress, Wirkung und Beachtung, ό.π. (υποσ. 11), σ. 352, D. Leeb, ό.π. (υποσ. 55), σ. 66 επ.
[73] Βλ. υποσ. 14.
[74] Βλ. Φ. Βεγλερή, ό.π. (υποσ. 59), σ. 88 επ. Από τη γερμανόφωνη βιβλιογραφία βλ. U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 124 επ., με περαιτέρω παραπομπές, J. Polakiewicz, Die innerstaatliche Durchsetzung der Urteile, ό.π. (υποσ. 48), σ. 176, H. Stocker, Wirkungen der Urteile des Europaischen Gerichtshofs fur Menschenrechte in der Bundesrepublik, NJW 1982, σ. 1905 (1906 επ.).
[75] Βλ. U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 124, B. Schaffarzik, ό.π. (υποσ. 52), σ. 864.
[76] Βλ. U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 125, B. Schaffarzik, ό.π. (υποσ. 52), σ. 865, D. Leeb, ό.π. (υποσ. 56), σ. 71 επ.
[77] Βλ. B. Schaffarzik, ό.π. (υποσ. 52), σ. 865 επ.
[78] Βλ. D. Leeb, ό.π. (υποσ. 56), σ. 71.
[79] Έτσι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στην απόφαση της 14.10.2004 στην υπόθεση Gorgulu, παρ. 45-6, διαθέσιμη και σε αγγλική και γαλλική μετάφραση στη διεύθυνση: http://www.bundesverfassungsgericht.de/entscheidungen/ 2004/10. Το αιτιολογικό της απόφασης έχει μεταφράσει στα ελληνικά η Ε. Τζιράκη, Η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο ρόλος του Εθνικού δικαστή, ΔτΑ 29 (2006), 283 (286 επ.). Από τη θεωρία πρβλ. σχετικά Γ. Σταυρόπουλο, ό.π. (υποσ. 33), σ. 77 επ., U. Heckotter, ό.π. (υποσ. 15), σ. 123 επ., H. Stocker, ό.π. (υποσ. 74), σ. 1908.
[80] ΑΠ 818/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1816/2007 Αρμ 2008, σ. 223, ΑΠ 1845/2005 ΝΟΜΟΣ.
[81] Πρβλ. την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 14.10.2004, ό.π. (υποσ. 79), παρ. 62. Βλ. σχετικά Α. Φίλου, Η (με εξαιρέσεις;) υποχρέωση των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και αρχών σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σκέψεις εξ αφορμής της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 14.10.2004 σχετικά με την ελλιπή εφαρμογή απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τα γερμανικά δικαστήρια στην υπόθεση Gorgulu, ΕΕΕυρΔ 27 (2007), σ. 447 επ.
[82] ΑΠ 1845/2005 ΝΟΜΟΣ.
[83] Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών, (Rec[2000]2E, 19.1.2000: «On the re-examination or reopening of certain cases at domestic level following judgments of the European Court of Human Rights», https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?id=334147. Βλ. σχετικά L. Zwaak, ό.π. [υποσ. 56], σ. 303 επ. Πρβλ και Rec[2004]6E, 12. 5. 2004: «On the improvement of domestic remedies», https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?id=743317) και το ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης («Execution of judgments of the European Court of Human Rights», Resolution 1226 [2000], 28.9.2000, http://assembly.coe.int/Mainf.asp?link=/Documents/AdoptedText/ta00/ERES1226.htm. Βλ. και Doc. 8808, 12.7.2000. http://assembly.coe.int/Mainf.asp?link=/Documents/WorkingDocs/Doc00/EDOC8808.htm) για την επανάληψη της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο, που δεν διακρίνουν μεταξύ πολιτικών και ποινικών υποθέσεων.
Η έκδοσή τους δεν υποδηλώνει ότι κατά το εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών ήταν ή είναι αδύνατη η αποκατάσταση του παθόντος χωρίς τη θέσπιση σχετικών διατάξεων. Απλώς επειδή σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η ερμηνεία του εθνικού δικαίου είναι θέμα των εθνικών δικαστηρίων (βλ. απόφαση της 22.6.1989, Eriksson κατά Σουηδίας, Series A 156, παρ. 62), συνιστάται η ρητή πρόβλεψη της επανάληψης της διαδικασίας κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, έτσι ώστε να αρθεί η οποιαδήποτε ερμηνευτική αμφισβήτηση.
Αξίζει να επαναληφθεί ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη διαθέτουν κατ’ αρχήν διακριτική ευχέρεια ως προς τα μέσα εκπλήρωσης αυτής της υποχρέωσης επίτευξης αποτελέσματος (βλ. υποσ. 44) και ειδικότερα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ΕΣΔΑ δεν γεννά μια υποχρέωση θέσπισης διατάξεων επανάληψης της διαδικασίας μετά από κάθε καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ. (Κατά το ΕΔΔΑ η θέσπιση σχετικής διάταξης αποδεικνύει απλώς μια μεγάλη αφοσίωση στους στόχους της ΕΣΔΑ, χωρίς η έλλειψή της να συνιστά μια παραβίαση της Σύμβασης, απόφαση της 8.7.2003, υπόθεση Lyons και λοιποί κατά ΗνωμένουΒασιλείου, Rep. 2003-ΙΧ: «The Court would observe that the above-mentioned considerations are not intended to detract from the importance of ensuring that domestic procedures are in place which allow a case to be re-visited in the light of a finding that Article 6 of the Convention has been violated. On the contrary, such procedures may be regarded as an important aspect of the execution of its judgments and their availability demonstrates a Contracting State’s commitment to the Convention and to the Court’s case-law».)
Ευκταίο θα ήταν, ωστόσο, ο έλληνας νομοθέτης να είχε ακολουθήσει τη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών και το ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, ώστε να τυποποιήσει τις περιπτώσεις στις οποίες η έκδοση καταδικαστικής απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου θα έπρεπε να οδηγεί στην επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. (Ως το 2006 σχεδόν τα μισά κράτη-μέλη είχαν εισαγάγει στις έννομες τάξεις τους σχετικές διατάξεις, βλ. «Ensuring the continued effectiveness of the European Convention on Human Rights – The implementation of the reform measures adopted by the Committee of Ministers at its 114th Session, 116th Session of the Committee of Ministers», CM[2006]39 final [12.5.2006], ΙV.2, https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?Ref=CM[2006]39&Language=lanEnglish&Ver=final).
Όπως δείχθηκε, πάντως, παραπάνω, η Δικαιοσύνη δεσμεύεται άμεσα από τις δικαιοδοτικές κρίσεις του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας, συνεπώς δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από την αδράνεια του νομοθέτη. Πρβλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 29.11.1991, υπόθεση Vermeire κατά Βελγίου, Series A 214-C, παρ. 26: «An overall revision of the legislation, with the aim of carrying out a thoroughgoing and consistent amendment of the whole of the law on affiliation and inheritance on intestacy, was not necessary at all as an essential preliminary to compliance with the Convention as interpreted by the Court in the Marckx case. The freedom of choice allowed to a State as to the means of fulfilling its obligation under Article 53 (art. 53) cannot allow it to suspend the application of the Convention while waiting for such a reform to be completed, to the extent of compelling the Court to reject in 1991, with respect to a succession which took effect on 22 July 1980, complaints identical to those which it upheld on 13 June 1979». Πρβλ. και την πρόταση του Κ. Μπέη, Η επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, Δ 30 (1999), σ. 971 (980 επ.), για αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 544 αριθ. 8 ΚΠολΔ.
[84] Πρβλ. ενδεικτικά Π. Αρβανιτάκη, Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας, σε: Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2000, Εισαγ. 739-866, αριθ. 1 επ.
[85] Βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π. (υποσ. 84), άρθρ. 758, αριθ. περ. 2, Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία. Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων. Εκούσια Δικαιοδοσία, Αθήνα 1991, άρθρο 758, σ. 322.
[86] Βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π. (υποσ. 84), άρθρ. 778, αριθ. 4 σε συνδυασμό με άρθρ. 758, αριθ. περ. 2, Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, ό.π. (υποσ. 85), άρθρ. 778, σ. 428 επ. σε συνδυασμό με άρθρ. 758, σ. 321 επ.,Β. Μπρακατσούλα, Η εκούσια δικαιοδοσία. Θεωρία – Νομολογία – Πράξη, άρθρ. 778, σ. 190 επ. σε συνδυασμό με άρθρ. 758, σ. 134.
[87] ΕΔΔΑ, απόφαση της 10.7.1998, Rep. 1998-IV.
[88] ΕΔΔΑ, απόφαση της 27.3.2008 – αριθ. προσφ. 26698/05.
[89] ΕΔΔΑ, απόφαση της 27.3.2008 – αριθ. προσφ. 34144/05.
[90] Από την πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ αξίζει να μνημονευθούν οι αποφάσεις της 2.10.2001, υπόθεσηStankov και η Ενωμένη Μακεδονική Οργάνωση Ilinden κατά Βουλγαρίας, Rep. 2001-IX, και της 19.1.2006 – αριθ. προσφ. 59491/00, υπόθεση Ενωμένη Μακεδονική Οργάνωση Ilinden και λοιποί κατά Βουλγαρίας. Δεν μπορεί, άλλωστε, να προβληθεί το επιχείρημα ότι το ερμηνευτικό δεδομένο της νομολογίας του ΕΔΔΑ ήταν ίδιο και πριν από το 1996, μια και, όπως φαίνεται από την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Σιδηρόπουλος, δεν υπήρχε σχετικό προηγούμενο. (Το ΕΔΔΑ είχε παραπέμψει μόνο στην απόφαση της 30.1.1998, υπόθεση Ενωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας και λοιποί κατά Τουρκίας, Rep. 1998-I).
Ενδιαφέρουσα είναι, εξάλλου, και η απόφαση 1530/2000 του Δ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία ακολουθώντας τη νομολογία του ΕΔΔΑ έκρινε παράνομη τη διάλυση της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», ΕλλΔνη 42 (2001), σ. 441 επ.
[91] Πρβλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π. (υποσ. 11), σ. 199 επ.
[92] Πρβλ. B. Schaffarzik, ό.π. (υποσ. 52), σ. 868.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου