Τρίτη 17 Μαΐου 2016

ΑΠ. 907/2015 Απόφαση (Γ’ Πολιτικού Τμήματος) : "Η αναίρεση που ασκείται από τον διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως. Η αναίρεση του μετά από προσεπίκληση ως υποχρέου σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβαίνοντος απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση"


(…) Η αναίρεση που ασκείται από τον διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως. Η αναίρεση του μετά από προσεπίκληση ως υποχρέου σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβαίνοντος απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 ΚΠολΔ) το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων.

Στην προκειμένη περίπτωση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν 1) η από 18/12/2013 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», 2) η από 3-4-2014 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου …. και 3) η από 10-9-2014 αίτηση αναιρέσεως της ……, οι οποίες στρέφονται κατά της 6357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν επειδή είναι συναφείς και έτσι διευκολύνονται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου την ένδικη αγωγή, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη κυριότητα στο επίδικο ακίνητο, 2 δικαίωμα που απέκτησε παραγώγως ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της, η οποία (κληρονομουμένη) είχε τελεσιδίκως με απόφαση του Εφετείου αναγνωρισθεί κυρία του επιδίκου, στα πλαίσια προγενέστερης δίκης μεταξύ αυτής και της δικαιοπαρόχου της επίσης αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης ……. Α.Ε., κατά τη διάρκεια της οποίας στον πρώτο βαθμό απεβίωσε και στη δικονομική της θέση αυτή υπεισήλθε υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα, να υποχρεωθεί η τελευταία, που κατέχει και νέμεται τούτο χωρίς δικαίωμα να της το αποδώσει, διαφορετικά σε περίπτωση αδυναμίας απόδοσης αυτού, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ίδιας να της καταβάλει αποζημίωση ισόποση με την εμπορική του αξία, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της στην απόδοση των ωφελημάτων τα οποία απέκτησε από την αποκλειστική χρήση του επιδίκου, ως κακής πίστεως νομέας και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, και αναιρεσίβλητη …….. Α.Ε. άσκησε κατά της παραπάνω ενάγουσας ανταγωγή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 1010 ΑΚ (ενοικοδόμηση κατά ένα μέρος σε γειτονικό ακίνητο) και εφόσον γίνει δεκτό το αγωγικό αίτημα περί αποδόσεως του επιδίκου, να επιδικασθεί σ' αυτήν η κυριότητα τούτου με την καταβολή αποζημιώσεως. Περαιτέρω η ίδια (……. Α.Ε.), με αυτοτελές δικόγραφo προσεπικάλεσε τον ήδη αναιρεσείοντα και αναιρεσίβλητο, Δήμο ….., δικαιοπάροχο της και πωλητή του επιδίκου, ως δικονομικό εγγυητή της, ενώνοντας στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ζήτησε δε να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη προς υποστήριξη της και σε περίπτωση ήττας της να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του να της καταβάλει ότι υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα με την κύρια αγωγή ήδη αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη.
Ο προσεπικληθείς δικαιοπάροχος άσκησε με ίδιο δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγομένης-αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο 1) δέχθηκε κατά ένα μέρος την κύρια αγωγή ως προς την επικουρική της βάση που στήριζε την αξίωση της ενάγουσας στην καταβολή αποζημιώσεως για την περίπτωση αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να 3 καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, που αντιπροσωπεύουν τόσον αποζημίωση αυτής λόγω αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου, όσον και τα ωφελήματα που απέκτησε αυτή ως κακής πίστεως νομέας 2) δέχθηκε κατ' ουσίαν την παρεμπίπτουσα αγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του προσθέτως παρεμβάντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, Δήμου να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ……. Α.Ε. τα παραπάνω χρηματικά ποσά καθώς και τα δικαστικά έξοδα και 3) απέρριψε κατ' ουσίαν την ανταγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση.

Επί των αντιθέτων εφέσεων που ασκήθηκαν από όλους τους διαδίκους εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της ενάγουσας με την κύρια αγωγή, έγιναν κατ' ουσίαν δεκτές οι εφέσεις της εναγομένης και παρεμπιπτόντως ενάγουσας, καθώς και του παρεμπιπτόντως εναγομένου και προσθέτως παρεμβάντος και εξαφανίσθηκε η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση μόνον κατά το μέρος που αφορούσε το ύψος των επιδικασθέντων για τις προαναφερόμενες αιτίες αποζημιώσεων το ποσόν των οποίων μείωσε. Η τελευταία αυτή απόφαση προσβάλλεται με τις τρεις αναιρέσεις.

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1, 82, 83 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αναίρεση που ασκείται από το διάδικο υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί αυτοτελούς ή μη αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73, 80, 82, 84, 85, 88, 285 και 556 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά τελεσίδικης απόφασης έχει δικαίωμα αυτοτελούς αναίρεσης και ο μετά από προσεπίκληση, ως υπόχρεος σε αποζημίωση προσθέτως παρεμβάς, όχι μόνον όταν ανέλαβε το δικαστικό αγώνα και έθεσε τον υπερ’ού η παρέμβαση διάδικο εκτός δίκης αλλά και όταν δεν ανέλαβε μεν το δικαστικό αγώνα, καταδικάσθηκε όμως από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε αποζημίωση του υπερ’ού παρενέβη, μετά από προσεπίκληση του τελευταίου τούτου, ο οποίος σώρευσε και παρεμπίπτουσα κατά του παρεμβάντος αγωγή αποζημίωσης του, γιατί και στην περίπτωση αυτή, κατά 4 την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης έχει έννομο συμφέρον, ως διάδικος βλαπτόμενος από τις επιβλαβείς γι’ αυτόν διατάξεις της απόφασης, να προσβάλει αυτήν κατά το κεφάλαιο της, το συνεχόμενο αμέσως ή εμμέσως με την καταδίκη του σε αποζημίωση, αφού αυτός τελικά φέρει την ευθύνη από την απώλεια της δίκης. Η αναίρεση όμως απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του, που νίκησε και όχι κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε πρόσθετη παρέμβαση.
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…. Α.Ε.» κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δήμου …, ο οποίος όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση είχε πρωτοδίκως και κατ' έφεση την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ της παραπάνω αναιρεσείουσας, καθώς και η αίτηση αναίρεσης του Δήμου …. κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης (ήδη παραπάνω αναιρεσείουσας εταιρείας) πρέπει να απορριφθούν κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 577 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ως απαράδεκτες.

Επειδή κατά το άρθρο 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος, κατά το άρθρο 1097 ΑΚ ο νομέας από την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητα του το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο και κατά το άρθρο 1098 εδα ΑΚ, αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας αυτού και την απόδοση του πράγματος και μόνον αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 1097 και 1098 ΑΚ, μεταξύ των οποίων είναι και η αδυναμία προς απόδοση του πράγματος, αποζημίωση ίση προς την αξία αυτού (πράγματος). Η αξίωση αυτή του κυρίου για αποζημίωση, λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος γεννιέται από τότε που βεβαιώνεται στην απόφαση του δικαστηρίου ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του 5 διεκδικούμενου πράγματος. Για την έκταση και τον προσδιορισμό της αποζημίωσης αυτής ισχύουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 297 επ ΑΚ. Περαιτέρω ωφελήματα είναι όχι μόνον οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (άρθρο 962 ΑΚ). Επομένως ωφέλημα είναι κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ' άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη την οποία θα υποβαλλόταν αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα.
Εξάλλου κατά το άρθρο 249 ΑΚ, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια. Στην παραγραφή της διάταξης αυτής υπάγονται οι αξιώσεις από τα άρθρα 1096-1100 ΑΚ και μόνον κατ' εξαίρεση η από το άρθρο 1099 ΑΚ αξίωση για αδικοπραξία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Περαιτέρω με το άρθρο 250 αρ. 17 ΚΠολΔ θεσπίζεται εξαίρεση της κατά το άρθρο 249 ΑΚ παραγραφής των αξιώσεων και σύμφωνα με το άρθρο αυτό οι αξιώσεις μισθών, καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά παραγράφονται σε πέντε χρόνια.
Η διάταξη αυτή αναφέρεται με γενικό τρόπο σε καθυστερούμενες προσόδους και σε περιοδικά επαναλαμβανόμενες παροχές και επομένως στην έννοια των όρων αυτών περιλαμβάνονται και οι φυσικοί ή πολιτικοί καρποί και γενικώς τα ωφελήματα, τα οποία περιοδικά απέφερε η χρήση και η εκμετάλλευση του πράγματος ή κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης θα μπορούσε περιοδικά να αποφέρει.
Εξάλλου κατά το άρθρο 1010 ΑΚ αν ο κύριος ακινήτου ανεγείροντας πάνω σ' αυτό οικοδομή, την επεκτείνει καλόπιστα στο γειτονικό γήπεδο και ο κύριος του γηπέδου δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου πριν από την ανέγερση της οικοδομής κατά μεγάλο μέρος, το δικαστήριο μπορεί κατά εύλογη κρίση, να επιδικάσει την κυριότητα του γηπέδου που καταλήφθηκε στον κύριο του ακινήτου που οικοδομήθηκε.
Η επιδίκαση γίνεται έναντι καταβολής της αξίας του γηπέδου κατά το χρόνο της κατάληψης του και αποκατάστασης κάθε άλλης ζημίας ιδίως από την τυχόν μείωση της αξίας του υπολοίπου.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όροι για 6 την επιδίκαση του καταληφθέντος γειτονικού γηπέδου με την επέκταση της οικοδομής είναι 1) ανέγερση οικοδομής νέας, ενιαίας και αυτοτελούς, καθώς και της επεκτάσεως ή προσθήκης σε υπάρχουσα οικοδομή, που αποτελεί αυτοτελές οικοδόμημα 2) κυριότητα του ανεγείροντος την οικοδομή επί του γηπέδου στο οποίο επιχειρεί να οικοδομήσει 3) η οικοδομή αυτή κατά την ανέγερση της να εισέρχεται κατά ένα μέρος στο έδαφος του γειτονικού γηπέδου 4) καλή πίστη του ανεγείροντος την οικοδομή κατά το χρόνο ανεγέρσεως και επεκτάσεως αυτής στο γειτονικό γήπεδο, η οποία υπάρχει όταν αυτός όχι από οποιαδήποτε αμέλεια και επομένως και ελαφρά έχει την πεποίθηση ότι οικοδομεί εντός των ορίων του δικού του κτήματος και δεν αρκεί ότι έχει την πεποίθηση αυτή όχι από βαρειά αμέλεια, και 5) έλλειψη έγκαιρης διαμαρτυρίας δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση κατά το μεγαλύτερο μέρος της οικοδομής.
Εφ' όσον συντρέχουν αυτοί οι όροι, επιδικάζεται μετά από αίτηση εκείνου που ανεγείρει την οικοδομή το καταληφθέν τμήμα του γειτονικού γηπέδου, με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου και η οποία περιλαμβάνει ως αποκαταστατέα ζημία, την αξία κατά το χρόνο της κατάληψης του γηπέδου και κάθε άλλη ζημία. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση επειδή παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση αυτή παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 7 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε, αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το ότι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δε συνιστούν παραδοχές με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα, των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.

Στην προκειμένη 8 περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Με το υπ' αριθμ. 9993/17-2-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος …..» πώλησε και μεταβίβασε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…… ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «….ΑΕ», την κυριότητα τμήματος μείζονος αγροτικής έκτασης που κατείχε στη θέση «Σπηλιές» της κτηματικής του περιφέρειας, εμβαδού 24693,42 τ.μ., ……….. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους (1996), η παραπάνω εταιρία, που προέβη στην αγορά του ακινήτου αυτού για να αναγείρει εγκαταστάσεις αναγκαίες για το δίκτυο φυσικού αερίου που επρόκειτο να κατασκευάσει, επιχείρησε προς τον σκοπό αυτό εκσκαπτικές εργασίες, πλην όμως στις ενέργειες της αυτές αντιτάχθηκε η ………., δικαιοπάροχος της ενάγουσας, η οποία, ισχυρισθείσα ότι τμήμα της έκτασης αυτής, εμβαδού 5.559,40 τ.μ. αποτελούσε τμήμα της όμορης ιδιοκτησίας της, άσκησε εναντίον της και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 26-7-1996 αγωγή της, ζητώντας να αναγνωριστεί κυρία αυτού, ενώ κατόπιν, με αίτηση της προς το Ειρηνοδικείο Αχαρνών ζήτησε να ληφθούν σε βάρος της ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή διασφάλιση του δικαιώματος νομής της επ' αυτού……. Το Ειρηνοδικείο Αχαρνών, με την υπ' αριθμ. 385/1996 απόφασή του, απέρριψε την παραπάνω αίτηση, ενώ έκανε δεκτή τη σε βάρος της ασκηθείσα ανταίτηση της αγοράστριας εταιρίας, απαγορεύοντας της, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, να διαταράσσει καθ' οιονδήποτε τρόπο την νομή της αντιδίκου της στο επίδικο. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής και αφού έλαβε σχετική πολεοδομική άδεια, η παραπάνω εταιρία κατασκεύασε επί του ακινήτου που αγόρασε από τον Δήμο …, δύο κτίρια μετρητικού και ρυθμιστικού σταθμού πίεσης φυσικού αερίου και συναφείς εγκαταστάσεις (ένα βοηθητικό αποθηκευτικό κτίσμα, σωληνώσεις, δεξαμενές κλπ) που αναγκαίως και κατά μεγάλο μέρος επεκτάθηκαν επί του επιδίκου, οι οποίες αποτελούν πλέον σημαντικότατο τμήμα του δικτύου 9 φυσικού αερίου της χώρας. Στη συνέχεια όμως, μετά από πολυετή δικαστικό αγώνα, που μετά το θάνατο της ……. (στις 4-2-1997), συνέχισε η ενάγουσα κόρη της, ως μόνη κληρονόμος αυτής, έγινε αμετάκλητα δεκτή η άνω από 26- 7-1996 αγωγή και συγκεκριμένα μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 473/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε η παραπάνω εταιρία κατά της υπ' αριθμ. 5007/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε απορρίψει την έφεση αυτής κατά της υπ' αριθμ. 4518/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνωρίστηκε αμετακλήτως και με ισχύ δεδικασμένου μεταξύ όλων των και νυν διαδίκων, ότι η επίδικη εδαφική έκταση αποτελούσε τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας της ………. στη συγκεκριμένη περιοχή. Μετά δε το θάνατο της …………, κυρία του ακινήτου κατέστη η ενάγουσα ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, η οποία αποδέχθηκε νόμιμα την κληρονομιά της με την υπ' αριθμ. 33231/25-1-2001 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, την κατάληψη της νομής του επιδίκου αλλά και την επέκταση των εγκαταστάσεων της σε αυτό, η εναγομένη αγοράστρια εταιρία ………..ΑΕ ενήργησε με την πεποίθηση ότι τούτο (επίδικο) αποτελούσε πράγματι τμήμα της ιδιοκτησίας της, καθόσον είχε πεισθεί από τις σχετικές διαβεβαιώσεις του δικαιοπαρόχου της (Δήμου …), ότι το σύνολο της αγροτικής έκτασης που της είχε πωλήσει ήταν ελεύθερο από εμπράγματα δικαιώματα τρίτων, σύμφωνα με όσα αναγράφονται και στο προαναφερθέν συμβόλαιο και επομένως άρχισε να νέμεται καλόπιστα το ακίνητο. Μετά την επίδοση όμως της προαναφερόμενης αναγνωριστικής αγωγής της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας στις 10-9-1996, αυτή έλαβε γνώση της εμπράγματης αξίωσης της τελευταίας, οπότε από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής η ευθύνη της εξομοιώθηκε με εκείνη του κακόπιστου νομέα, αφού, μετά την άνω επίδοση, όφειλε τουλάχιστον αυτή να λάβει υπόψη της το ενδεχόμενο της κατ' ουσίαν παραδοχής της αγωγής, πολύ περισσότερο μάλιστα, καθόσον εναντίον της ασκήθηκαν τέσσερις ακόμη αγωγές αναγνώρισης κυριότητας από άλλους ιδιοκτήτες όμορων προς το επίδικο 10 ακινήτων, επί συνολικής εκτάσεως 14.500 τ.μ. και να μην ενεργεί επί του επιδίκου σε πλαίσια απόλυτης φυσικής εξουσίασης αυτού, σε έκταση τέτοια που πηγάζει μόνο από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας. Συγκεκριμένα, παρόλο που της επιδόθηκε η άνω αγωγή, η εναγομένη ανήγειρε στο επίδικο ακίνητο σημαντικό μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων της που είναι ζωτικής σημασίας για το δίκτυο φυσικού αερίου της χώρας, με την κατασκευή και συντήρηση του οποίου είναι επιφορτισμένη από το νόμο που επέβαλε την δημιουργία της. Ειδικότερα, ανήγειρε σ' αυτό κτίρια μετρητικού και ρυθμιστικού σταθμού πίεσης φυσικού αερίου και τις αναγκαίες για την λειτουργία τους εγκαταστάσεις (σωληνώσεις υπέργειες και υπόγειες, καμινάδες εξαερισμού κλπ), η παύση λειτουργίας των οποίων (στο οποίο αναγκαίως θα οδηγήσει η απόδοση του επιδίκου στην ενάγουσα), θα οδηγούσε στη διακοπή παροχής φυσικού αερίου σε μεγάλο τμήμα της χώρας, με κίνδυνο απώλειας σημαντικών εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και την παύση λειτουργίας του συγκεκριμένου, κοινής ωφελείας, δημοσίου έργου. Ένεκα τούτων, κρίνεται αδύνατη η αυτούσια απόδοση του επίδικου ακινήτου, όπως η ενάγουσα κυρίως αιτείται με την αγωγή της, η οποία κατά τούτο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Εφόσον όμως η απόδοση του επιδίκου κατέστη αδύνατη μετά την επίδοση της προαναφερόμενης από 28-7-1996 αγωγής και από υπαιτιότητα της εναγομένης εταιρίας, η τελευταία ευθύνεται σε αποζημίωση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίζεται ισόποση της αξίας του επιδίκου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Η περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο δεν είναι ούτε βιομηχανική ούτε αστική ζώνη, ενώ οι χώροι υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) βρίσκονται σε απόσταση περί τα 800 μ. απ' αυτό. Δεν έχει άμεση πρόσβαση σε κεντρικούς οδικούς άξονες, απέχει περί το 1 χλμ. από την Αττική Οδό, επί ακινήτων δε στην ίδια περιοχή, που έχουν πωληθεί σε μεγάλες εταιρίες, έχουν ανεγερθεί αποθηκευτικοί χώροι. Βρίσκεται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, διέπεται από το ΠΔ 5/13-12- 1979, σύμφωνα με το οποίο στην περιοχή αυτή επιτρέπεται μόνο η γεωργική χρήση (βοσκότοποι) και η ανέγερση γεωργικής αποθήκης, η αρτιότητα δε των οικοπέδων ορίζεται σε 20.000 τ.μ. επιτρεπομένης της ανέγερσης γεωργικής 11 αποθήκης επιφάνειας 200 τ.μ. Με βάση τα παραπάνω, τα προσκομισθέντα συμβόλαια αγοράς ακινήτων της ευρύτερης περιοχής (η εναγομένη αγόρασε τη μείζονα έκταση από το Δήμο ….. προς 21,70 € το τ.μ. πριν τη διάνοιξη της Αττικής Οδού) και τις δημοσιευθείσες στον ημερήσιο τύπο αγγελίες πωλήσεων τέτοιων ακινήτων (διακρίνοντας ότι το επίδικο δεν βρίσκεται εντός βιομηχανικής περιοχής, ώστε να θεωρηθεί «βιομηχανικό οικόπεδο», των οποίων η ανά τετραγωνικό μέτρο αξία είναι πολλαπλάσια των λοιπών οικοδομήσιμων αγροτεμαχίων της ίδιας ή της ευρύτερης περιοχής), τις προσκομισθείσες ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις που αφορούν στην εκτίμηση της αξίας του επιδίκου, την καθορισθείσα, από τον Νομάρχη Δυτικής Αττικής, τιμή μονάδος για τις θιγόμενες από την διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου ιδιοκτησίες της ευρύτερης περιοχής και τα λοιπά σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά εκτιμώνται με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας για τέτοιου είδους ακίνητα στη συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία υπάρχουν μεγάλες αδιάθετες και μη προσοδοφόρες εκτάσεις, η αξία του επιδίκου εκτιμάται στο συνολικό ποσό των 222.376 ευρώ ……….. Εξάλλου, εφόσον η εναγομένη έκανε ακώλυτη χρήση του επίδικου τμήματος, αντλεί ωφελήματα καθώς εξοικονομεί δαπάνη στην οποία αναγκαίως θα υποβαλλόταν για τη μίσθωση άλλου όμοιου ακινήτου, τα οποία, για τον χρόνο που ακολούθησε την επίδοση της από 26-7-1996 αγωγής της ……, οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα, καθώς έκτοτε έπαυσε να απολαμβάνει της προστασίας του καλόπιστου νομέα (όπως αυτή παρέχεται από την διάταξη του άρθρου 1100 ΑΚ), λαμβάνοντας γνώση το πρώτον ότι δεν έχει δικαίωμα νομής του επιδίκου και καθιστάμενη ούτω (έναντι της ενάγουσας) κακόπιστος νομέας (υπό την έννοια του άρθρου 1098 ΑΚ). Η μισθωτική αξία της περιοχής, είναι ιδιαίτερα μικρή, λόγω της περιορισμένης χρηστικότητας της (προσφέρεται κυρίως για καλλιέργεια ζωοτροφών) και της υπερπροσφοράς σε μη προσοδοφόρες και διαθέσιμες για μίσθωση εκτάσεις. Την περιορισμένη μισθωτική αξία του επιδίκου αποδεικνύει άλλωστε η αδυναμία μίσθωσης μέχρι σήμερα του μη επιδίκου τμήματος της ιδιοκτησίας της ενάγουσας στην συγκεκριμένη θέση, εμβαδού 14.321,90 τ.μ., που παραμένει απρόσοδο και η εκμετάλλευση του έχει 12 παραχωρηθεί σε τρίτους που το χρησιμοποιούν ως βοσκότοπο, καταβάλλοντος ετησίως ένα συμβολικό τίμημα (αξίας μικρότερης των 200 ευρώ)………. Με βάση τα ανωτέρω και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανάγκες της εναγομένης, που καθιστούσαν επιτακτική τη μίσθωση του ακινήτου, εκτιμάται ότι η ετήσια μισθωτική αξία αυτού (όπως και η ανάλογη ενός όμοιου ακίνητου στην περιοχή, που θα αναγκαζόταν να μισθώσει η εναγομένη για την τοποθέτηση των εγκαταστάσεων της) κατά τον πρώτο χρόνο νομής του από την εναγομένη, αρχής γενομένης 11-9-1996, ανερχόταν στο ποσό των 3.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενη σε ποσοστό 5% ανά διετία και τούτο μέχρι τις 10-9-2002, οπότε και λόγω της λειτουργίας της Αττικής Οδού, που αύξησε την μισθωτική αξία των ακινήτων της ευρύτερης περιοχής, η άνω διετής αναπροσαρμογή διπλασιάζεται (10%). Συνεπώς, τα ωφελήματα που αποκόμισε η εναγομένη εταιρία από την χρήση του επιδίκου και σχετίζονται με την εξοικονόμηση δαπανών από τη μίσθωση όμοιου ακινήτου, ανέρχονται μέχρι την άσκηση της αγωγής (10-9-2006), ………. συνολικά δε στο ποσό των 39.895 ευρώ, ……….. Ο περί παραγραφής ισχυρισμός της εκκαλούσας -εναγομένης κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στην εικοσαετή παραγραφή. Περαιτέρω, απορριπτέα τυγχάνει η ανταγωγή της ……ΑΕ, με την οποία ζητεί να της επιδικαστεί έναντι αποζημίωσης το επίδικο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1010 ΑΚ, καθόσον, από τα όσα ανωτέρω γίνονται δεκτά, προκύπτει ότι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας - αντεναγομένης και κατόπιν η ίδια αντέδρασαν άμεσα στην προσπάθεια αυτής να επεκτείνει στο επίδικο τις εγκαταστάσεις που προαναφέρθηκαν, ασκώντας την από 26-7-1996 αγωγή και την από 30-1-1996 αίτηση ασφαλιστικών νομής, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό να την εμποδίσουν, καθώς, με την προαναφερόμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, απαγορεύτηκε σε αυτές κάθε επενέργεια στο επίδικο. Συνεπώς ελλείπουν οι σχετικές προϋποθέσεις εφαρμογής του παραπάνω άρθρου, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, ήτοι η έλλειψη έγκαιρης διαμαρτυρίας από τον κύριο του γειτονικού γηπέδου στο οποίο 13 επεκτάθηκε η οικοδομή και η καλή πίστη αυτού που αναγείρει την οικοδομή κατά το χρόνο της ανέγερσης και επέκτασης αυτής».

Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 1096, 1097, 1098, 1100, 1010, 249 ΑΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ δια της παραλείψεως της εφαρμογής της (ενώ δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 1095, 1099 ΑΚ τα οποία επικαλείται επί πλέον η αναιρεσείουσα εταιρεία) ενόψει του ότι στην απόφαση του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως ή έννοια τους αναλύθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού.

Ειδικότερα το Εφετείο ορθώς δεν εφάρμοσε ως προς την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα εταιρεία ένσταση πενταετούς παραγραφής της αγωγικής αξίωσης για την απόδοση των ωφελημάτων, τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 17, δεχόμενο ότι η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά παρέλευση εικοσαετίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ, ενόψει του ότι κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, η σχετική αξίωση δεν αφορά ωφελήματα για την ενάγουσα, που περιοδικώς απέφερε η χρήση του επιδίκου και τα οποία στερήθηκε, όπως θα συνέβαινε ενδεχομένως στην περίπτωση απώλειας μισθωμάτων λόγω της έλλειψης δυνατότητας εκμίσθωσης αυτού, αλλά ανάγεται στην εξοικονόμηση της δαπάνης της αναιρεσείουσας εταιρείας από τη χρήση του επιδίκου, στην οποία θα υποβαλλόταν από τη μίσθωση άλλου όμοιου με το επίδικο ακινήτου.
Περαιτέρω το Εφετείο δε στέρησε την απόφαση της νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για ην ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων που εφαρμόσετε τις ειδικότερες παραδοχές: Ότι το επίδικο ακίνητο που περιήλθε στην κυριότητα της αναιρεσείουσας (… Α.Ε.) με αιτία την πώληση, ως τμήμα μείζονος ακινήτου, από τον πωλητή ήδη αναιρεσείοντα Δήμο …, για την οποία συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, που μεταγράφηκε νομοτύπως, 14 κρίθηκε αμετακλήτως ότι ανήκει στην κυριότητα της δικαιοπαρόχου της, της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας, ……., με την παραδοχή κατ' ουσίαν της από 26-7-1996 αγωγής αυτής κατά της τελευταίας για την αναγνώριση της κυριότητας της στο επίδικο ακίνητο. Ότι μετά την επίδοση της αγωγής αυτής, οπότε και έλαβε γνώση η αναιρεσείουσα της εμπράγματης αξίωσης της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας κατέστη νομέας κακής πίστης, ευθυνόμενη για το χρόνο μετά την επίδοση αυτής στην απόδοση των ωφελημάτων, τα οποία αποκόμισε ενόψει της χρήσης του επιδίκου και συνίστανται στη δαπάνη που εξοικονόμησε από τη μίσθωση άλλου παρόμοιου με το επίδικο ακινήτου δηλαδή συνίστανται στα μισθώματα που θα κατέβαλε αν μίσθωνε άλλο όμοιο ακίνητο για την ίδια χρήση, τα οποία υπολόγισε με βάση τη μισθωτική αξία του επιδίκου. Ότι είναι αδύνατη η απόδοση του καθ' όσον έχουν ανεγερθεί από την αναιρεσείουσα εταιρεία μετά την επίδοση της ίδιας αγωγής κτίσματα σ' αυτό, που αποτελούν την αναγκαία υποδομή για τη λειτουργία του συστήματος μεταφοράς του φυσικού αερίου, ευθυνόμενη η τελευταία στην αποζημίωση της ενάγουσας, ισόποσης προς την εμπορική του αξία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ότι ενόψει της άμεσης διαμαρτυρίας της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας κατά την έναρξη των οικοδομικών εργασιών στο επίδικο με την άσκηση της προαναφερόμενης αγωγής, αναγνωριστικής της κυριότητας της και της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της νομής της στο επίδικο και της κακής πίστης έκτοτε της αναιρεσείουσας εταιρείας, δε συγχωρείται η επιδίκαση σ' αυτήν του ενοικοδομηθέντος εδάφους, ευθυνόμενη σε αποζημίωση της ενάγουσας ισόποση με την αξία του επιδίκου κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Συνεπώς όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα εταιρεία με τους τρίτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο κατά ένα μέρος και όγδοο λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδοντας στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., της ευθείας παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων και της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της κακής πίστης της ενάγουσας, του χρόνου προσδιορισμού της 15 εμπορικής αξίας του επιδίκου που στηρίζει την γενόμενη κατ' ουσίαν δεκτή επικουρική αγωγική αξίωση αποζημίωσης λόγω της αδυναμίας απόδοσης αυτού και της μισθωτικής αξίας του, που καθόρισε και την επιδικασθείσα αποζημίωση των ωφελημάτων είναι αβάσιμοι.
Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες αιτιάσεις στους πέμπτο και όγδοο λόγους της ίδιας αίτησης αναίρεσης, καθώς και οι αιτιάσεις υπό την επίκληση του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ του τέταρτου λόγου και μέρους του πέμπτου λόγου της αίτησης αναίρεσης του Δήμου .. είναι απαράδεκτες, καθ' όσον με αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά και επειδή αφορούν ελλείψεις στην εκτίμηση των αποδείξεων από το ίδιο δικαστήριο και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας εταιρείας με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της ευθείας παραβίασης των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1094, 1096, 1097, 1098, 1099 1100 ΑΚ, στην οποία υπέπεσε το Εφετείο, επειδή επιδίκασε στην ενάγουσα πλέον της (αποζημίωσης λόγω της αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου και ωφελήματα, ενώ δεν έπρεπε να επιδικάσει (ωφελήματα), αφού δέχθηκε, κατά τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο, ότι συνέτρεχε νόμιμος λόγος νομής και κατοχής του επιδίκου από την αναιρεσείουσα εταιρεία, ως ασκούσα δικαίωμα δημοσίου δικαίου, λόγω της ανέγερσης εντός αυτού κτισμάτων και της ύπαρξης εγκαταστάσεων δύο μετρητικών-ρυθμιστικών σταθμών του Εθνικού συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου και έργων υποδομής για τη λειτουργία του και συνεπώς η ενάγουσα δε δικαιούται πλέον της ισόποσης με την αξία του επιδίκου αποζημίωσης και ωφελήματα αφού αυτά ανήκουν στην ίδια, ως έχουσα νόμιμο έναντι της τελευταίας δικαίωμα νομής και κατοχής.
Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθ' όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ενόψει του ότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν υπάρχει παραδοχή ότι η εναγομένη κατέχει νομίμως το επίδικο με βάση το επικαλούμενο δικαίωμα. 16 Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δε μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νόμιμη κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που έχει ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός στον οποίο αυτός στηρίζεται είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο της έφεσης του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ. Αν δεν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και ο αναιρεσείων ήταν εφεσίβλητος, που έχει νικήσει πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο αυτός στηρίζεται, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως κατά τον τρόπο που αναφέρει το άρθρο 240 ΚΠολΔ ή ότι προτάθηκε για πρώτη φορά στο Εφετείο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ.
Το γεγονός εξάλλου ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο 17 παραβιάζει μεν το νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Έτσι η νομική, ποσοτική και ποιοτική αοριστία της αγωγής, που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας και ελέγχονται αναιρετικώς, η πρώτη από την αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι λοιπές από τους αρ. 14 ή 8 του ίδιου άρθρου για να στηρίξουν επαρκώς τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις αυτές λόγους αναιρέσεως, πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα νομίμως σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ Νομίμως δε θεωρείται ότι έχει προταθεί στην τακτική διαδικασία ο περί αοριστίας ισχυρισμός από τον εναγόμενο εκκαλούντα μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης της παραπάνω αναιρεσείουσας εταιρείας, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε λόγω ποσοτικής αοριστίας την αγωγική αξίωση περί ωφελημάτων, τα οποία όπως προαναφέρθηκε, συνίστανται στη δαπάνη που εξοικονόμησε η εναγομένη-αναιρεσείουσα από τη μίσθωση άλλου παρόμοιου με το επίδικο ακινήτου, αφού δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής το άλλο όμοιο ακίνητο και ο τρόπος υπολογισμού της δαπάνης αυτής για τη μίσθωση του άλλου ακινήτου, ισχυρισμό τον οποίο πρόβαλε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.

Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο της ίδιας αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον α. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της ευθείας παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 321 επ ΚΠολΔ και 281 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, στην οποία υπέπεσε το Εφετείο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για τη μη λήψη υπόψη του δεδικασμένου που απορρέει από την προαναφερθείσα 4518/2004 αμετάκλητη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίσθηκε κυρία του επιδίκου η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ως καταχρηστικώς επικληθέντος από αυτήν, λόγω της συνδρομής μεταγενέστερων περιστατικών που συνέχονται ή 18 συναρτώνται και με προγενέστερα της συζήτησης της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση από την οποία τούτο παρήχθη, ισχυρισμό τον οποίο πρόβαλε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.
Οι λόγοι αυτοί είναι προεχόντως απαράδεκτοι, εφ' όσον δεν προβλήθηκαν στο Εφετείο από την ηττηθείσα εναγομένη με λόγο έφεσης, αλλά όπως ρητά αναφέρεται στο αναιρετήριο προβλήθηκαν με τις προτάσεις της ενώ δε συντρέχει κάποια εξαίρεση από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 562, παρ. 2 ΚΠολΔ Περαιτέρω επειδή, όπως ήδη έχει αναφερθεί, οι διάδικοι άσκησαν αντίθετες εφέσεις κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και υπό την εκδοχή ότι η αναιρεσείουσα αναφέρεται στις προτάσεις τις οποίες ως εφεσίβλητη υπέβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις οποίες είχε τη δυνατότητα να επαναφέρει προταθέντες πρωτοδίκως ισχυρισμούς, οι ίδιοι λόγοι είναι αβάσιμοι, καθ' όσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων αυτών, τέτοιοι ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν.
Παρεκτός του ότι ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος, καθ' όσον από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης της αναιρεσείουσας ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγικής αξίωσης περί των ωφελημάτων, υπό τις προεκτεθείσες ελλείψεις της ιστορικής βάσης αυτής, δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης στο δικαστήριο της ουσίας.
Εξάλλου ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτος τόσον κατά το μέρος που αποδίδεται με αυτόν η πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της διάταξης του άρθρου 321 επ ΚΠολΔ από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθ' όσον ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν παραβιάζονται διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού δικαίου, όπως είναι οι παραπάνω φερόμενες ως παραβιασθείσες περί δεδικασμένου διατάξεις, όσον και κατά το μέρος που αποδίδεται η ίδια πλημμέλεια σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθ' όσον αυτή απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Δήμου … αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της ευθείας παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 250 αρ. 17 και 937 ΑΚ, στην 19 οποία υπέπεσε το Εφετείο δια της παραλείψεως της εφαρμογής τους, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί ότι έχουν παραγραφεί οι αγωγικές αξιώσεις, λόγω συμπλήρωσης πενταετίας όπως ορίζουν αυτές οι διατάξεις.

Οι λόγοι αυτοί είναι προεχόντως απαράδεκτοι, ως αόριστοι, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός περί παραγραφής ισχυρισμός είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα, ως εκκαλούντα, στο δικαστήριο της ουσίας, είτε ότι ο ίδιος ως, εφεσίβλητος επανέφερε στο Εφετείο με τις προτάσεις του τυχόν προταθέντα παραδεκτώς ισχυρισμό περί παραγραφής ή ότι πρόβαλε αυτόν για πρώτη φορά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ στη δευτεροβάθμια δίκη, ενώ καμία από τις προβλεπόμενες περιπτώσεις της κατ' εξαίρεση αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη τέτοιου ισχυρισμού συντρέχει. Παρεκτός του ότι ο ίδιος λόγος ως προς την αποδιδόμενη πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της διάταξης του άρθρου 250 αρ. 17 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν κατά την έρευνα του σχετικού παραπάνω αναιρετικού λόγου της αναιρεσείουσας εταιρείας, ως προς δε την αποδιδόμενη πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης του άρθρου 937 ΑΚ, ως απαράδεκτος, καθ' όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι η εναγομένη απέκτησε με παράνομη πράξη τη νομή του επιδίκου και ότι ευθύνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (άρθρο 1099 ΑΚ), οπότε στην περίπτωση αυτή θα έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ.

Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.5 ΚΠολΔ κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχθηκε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο αναιρετικός αυτός λόγος δημιουργείται μόνον όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, αναφερόμενος σε παραδοχή της καθ' ύλην αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας αυτού του ίδιου.
Επομένως ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Εφετείο, επιλαμβανόμενο έφεσης, που υπάγεται κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του, κρίνει εσφαλμένα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο 20 καθ' ύλην. Περαιτέρω όταν το δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένα όχι τη δική του καθ' ύλην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα αλλά την αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα καθ' ύλην άλλου δικαστηρίου, δε θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως ούτε από τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού το περιεχόμενο του σχετικού ισχυρισμού δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και συνεπώς είτε λήφθηκε είτε δε λήφθηκε υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν αποτελεί αντικείμενο ο έρευνας από τον Άρειο Πάγο.

Επομένως ο έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης του Δήμου … με τον οποίο, κατ' εκτίμηση ,προβάλλονται αιτιάσεις 1) από τον αρ. 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι δηλαδή το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να δικάσει την ένδικη αγωγή η οποία έπρεπε να παραπεμφθεί στο καθ' ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο Αθηνών και 2) από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου ότι δηλαδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είναι απαράδεκτοι.
Παρεκτός του ότι είναι αβάσιμος σε σχέση με την προβαλλόμενη από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση καθ' όσον όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ο φερόμενος ως αγνοηθείς ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε. Περαιτέρω η προβαλλόμενη αιτίαση με τον ίδιο αναιρετικό λόγο από τον αρ. 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ περί της καθ' ύλην αναρμοδιότητας του Εφετείου προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθ' όσον, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης του αναιρεσείοντος Δήμου, τέτοιος ισχυρισμός δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης στο δικαστήριο της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως αόριστος καθ' όσον δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η πλημμέλεια του Εφετείου ως προς την καθ' ύλην αρμοδιότητα του.

Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας εταιρείας αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου σ' αυτόν νομικού σφάλματος, η από τον αρ. 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια συνιστάμενη αφενός στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το 21 πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να δικάσει την ένδικη αγωγή και αφετέρου εσφαλμένα δέχθηκε και τη δική του καθ' ύλην αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης, ενόψει του ότι με την προσβαλλομένη απόφαση του έγινε δεκτό ότι η απόδοση του επιδίκου δεν είναι δυνατή για το λόγο ότι ανεγέρθησαν σ' αυτό και λειτουργούν εγκαταστάσεις απαραίτητες για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος φυσικού αερίου, που είναι έργο μεγίστης εθνικής σπουδαιότητας, δηλαδή ότι το επίδικο, κατά τον αναιρετικό αυτό λόγο, απαλλοτριώθηκε για το σκοπό αυτό και συνεπώς η σχετική αποζημίωση της ενάγουσας από την απώλεια της κυριότητας της καθορίζεται διοικητικώς με απόφαση του Περιφερειάρχη και σε περίπτωση διαφωνίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την εργατική διαδικασία.
Ο λόγος αυτός ως προς την πρώτη αιτίαση, που αφορά στην έλλειψη υλικής αρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς επίσης και όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η αγωγική αξίωση για την αποζημίωση της ενάγουσας λόγω αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου δε θεμελιώνεται όπως και από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει στις ειδικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 περ δ του Ν.2364/1995, 1, 6 παρ. 1 περ α, 7 του Ν.3428/2005, 3 παρ. 1 του Π.Δ/τος 33/2006 και 4 παρ. 1 του Ν.1929/1991, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν.3335/2005, που αφορούν στον περιορισμό της κυριότητας των ακινήτων από τα οποία διέρχεται ο αγωγός φυσικού αερίου χάριν του γενικού συμφέροντος προς εξυπηρέτηση ή εγκατάσταση και λειτουργία του σταθμού αυτού, για τον οποίο περιορισμό καθορίζεται διοικητικώς η αποζημίωση από τον οικείο Περιφερειάρχη με δυνατότητα προσφυγής του κυρίου στα δικαστήρια όταν δεν ικανοποιείται από το ποσόν που διοικητικώς καθορίσθηκε, αλλά στην απώλεια της κυριότητας της επί του επιδίκου στα πλαίσια μεταβίβασης αυτής με αιτία την πώληση από πωλητή μη κύριο.
Επειδή κατά τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπό όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπό όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην 22 έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα» νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελούν πράγματα και άρα δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπό όψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ενστάσεως, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα, πραγματικά ή νομικά, ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, από την εκτίμηση των αποδείξεων, ή από τον νόμο.
Περαιτέρω δε στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης.

Με τον έβδομο λόγο της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά τα υπόλοιπο μέρος αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, που θεμελίωνε την ιστορική βάση της ανταγωγής της, για την επιδίκαση της κυριότητας του επιδίκου κατά το άρθρο 1010 ΑΚ, περί της συνδρομής της καλής πίστης της τελευταίας κατά την επέκταση των οικοδομημάτων που ανήγειρε στο επίδικο, ακίνητο της ενάγουσας, που δικαιολογείται από το γεγονός ότι στην ανέγερση τούτων προέβη μετά την έκδοση απόφασης επί της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας για την προστασία της νομής της, στο επίδικο, με την οποία, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε κατ' ουσίαν.
Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθ' όσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι και αλυσιτελής, μετά την παραδοχή του Εφετείου ότι δε συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση και η άλλη αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 1010 ΑΚ και την αιτούμενη επιδίκαση, της έλλειψης δηλαδή έγκαιρης διαμαρτυρίας της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας κατά τη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών στο ακίνητο της, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε 23 ότι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας αντέδρασε άμεσα στις ενέργειες της εναγομένης με την άσκηση αναγνωριστικής της κυριότητας του επιδίκου αγωγής και αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της νομής της. Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου, είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες. Κατά δε το άρθρο 559 αρ.1β ΚΠολΔ η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δημιουργεί λόγο αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτόν.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, που, για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται σ' αυτόν ο κανόνας δικαίου την ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου τα διδάγματα αυτά αφορούν καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάσθηκαν, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν το δικαστήριο παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Επομένως ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης του Δήμου … από τον αρ. 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα σε σχέση με την εμπορική αξία του επιδίκου ακινήτου, την οποία προσδιόρισε στο ποσόν των 40 ευρώ ανά τ.μ. και να επιδικάσει με βάση την αξία αυτή τη σχετική αποζημίωση της ενάγουσας, κατά το επικουρικό αγωγικό αίτημα, λόγω της αδυναμίας απόδοσης αυτού, εσφαλμένα χρησιμοποίησε ως δίδαγμα κοινής πείρας, την ύπαρξη στην περιοχή που βρίσκεται το επίδικο μεγάλων αδιάθετων και μη προσοδοφόρων εκτάσεων, καθ' όσον οι εκτάσεις 24 αυτές δεν μπορούν να εκτιμηθούν σε τόσο υψηλή αξία, αφού η παραδοχή αυτή δε συνιστά μη προσοδοφόρα έκταση, και είναι αντίθετη με το ίδιο το δίδαγμα που χρησιμοποιεί, ενώ αν ερμήνευε τον κανόνα δικαίου που απορρέει από το δίδαγμα αυτό, θα προσδιόριζε την αξία του στο ποσόν των 5,5 ευρώ ανά τ.μ.
Ο λόγος αυτός, είναι προεχόντως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται ποιόν κανόνα δικαίου την ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου το επικαλούμενο ως δίδαγμα κοινής πείρας αφορά, είναι δε σε κάθε περίπτωση απαράδεκτος, καθ' όσον και υπό την εκδοχή ότι τα προεκτεθέντα συνιστούν δίδαγμα κοινής πείρας η εσφαλμένη χρησιμοποίηση του ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση της βασιμότητας των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και ειδικότερα τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας του επιδίκου.

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική πεποίθηση του, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 παρ.11 περ γ' ΚΠολΔ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, το οποίο επικαλείται ο διάδικος, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνον ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός, καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως.

Επί παραπόνου για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίσθηκαν με επίκληση, πρέπει για το παραδεκτό του λόγου 25 αυτού, να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενο τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να αναφέρεται δηλαδή ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε στο Εφετείο με τις έγγραφες προτάσεις του μέχρι του πέρατος της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση τα αποδεικτικά μέσα, που δεν έλαβε υπόψη το ίδιο δικαστήριο. Περαιτέρω λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 11 γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα του αναιρεσείοντος και όχι έγγραφα που προσκόμισε ο αντίδικος του. Κατ’ εξαίρεση αν ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί στο δικαστήριο της ουσίας το έγγραφο το οποίο είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αντίδικος του και αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του προς απόδειξη δικού του ισχυρισμού ή ανταπόδειξη ισχυρισμού του τελευταίου και έτσι αυτό κατέστη κοινό μέσον αποδείξεως (άρθρο 346 ΚΠολΔ) δημιουργείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως.

Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων Δήμος ……. προβάλλει αιτιάσεις, με το πρώτο μέρος, από τον αρ. 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς τη μισθωτική αξία του επιδίκου ακινήτου, που συναρτάται με την αποζημίωση που επιδίκασε στην ενάγουσα, σε σχέση με την αγωγική αξίωση περί ωφελημάτων, δεν έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της πρώτης αναιρεσίβλητης (αντιδίκου του) και κατά το δεύτερο μέρος, ότι δεν έλαβε υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα από αυτόν έγγραφα.
Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, ως αόριστος, ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις και ειδικότερα ως προς την πρώτη αιτίαση καθ' όσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το έγγραφο αυτό του αντιδίκου του αναιρεσείοντος επικαλέσθηκε και προσκόμισε και ο αναιρεσείων για την απόδειξη δικού του ισχυρισμού ή την ανταπόδειξη ισχυρισμού του τελευταίου και έτσι είχε καταστεί κοινό αποδεικτικό μέσον, ως προς την άλλη δε αιτίαση αφού ούτε τα αποδεικτικά αυτά μέσα εξειδικεύονται ούτε αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του, που κατέθεσε στο δικαστήριο της ουσίας μέχρι του πέρατος της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση τα ίδια αποδεικτικά μέσα.

Επειδή κατά το άρθρο 183 ΚΠολΔ τα έξοδα που προκάλεσε η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκου μέσου, επιβάλλονται σε περίπτωση που απορριφθεί σε βάρος του διαδίκου που άσκησε τούτο, ενώ σε περίπτωση που γίνει δεκτό, σε βάρος του διαδίκου που νικήθηκε, οι διατάξεις δε των άρθρων 176-182 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας.
Επομένως η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, αφού η ρύθμιση των δικαστικών εξόδων ανατέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Εξάλλου η καταδίκη του ηττηθέντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδα δε συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα και των διατάξεων του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του ανθρώπου.

Συνεπώς ο έβδομος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων Δήμος ….. αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της ευθείας παραβίασης των προαναφερομένων διατάξεων και έλλειψης αιτιολογίας επειδή το Εφετείο τον καταδίκασε στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, ποσού 3.000 ευρώ που θεωρεί υπέρογκο, είναι απαράδεκτος, αφού η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί των δικαστικών εξόδων είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και δεν έχει περιορισμό του δικαιώματος του αναιρεσείοντος για δίκαιη δίκη και σεβασμό της περιουσίας του. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20 27 του ίδιου Κώδικα ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δε συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση με τους δύο λόγους της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας ………, υπό την επίκληση του αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το επίδικο είναι αγροτικό ακίνητο και όχι πρόσφορο προς βιομηχανική χρήση, όπως πράγματι χρησιμοποιήθηκε από την αναιρεσίβλητη, και προέκυψε από τις αποδείξεις και με βάση αυτήν την παραδοχή εσφαλμένα προσδιόρισε την εμπορική και μισθωτική του αξία ως αγροτικού ακινήτου, στα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, η οποία συναρτάται άμεσα με την επιδικασθείσα στην αναιρεσείουσα αποζημίωση, ενώ έπρεπε να δεχθεί, αν εκτιμούσε ορθώς τις αποδείξεις (μάρτυρες και έγγραφα) ότι πρόκειται για ακίνητο βιομηχανικής χρήσης και έτσι θα προσδιόριζε διαφορετικά την εμπορική και μισθωτική του αξία και θα επιδίκαζε μεγαλύτερα χρηματικά ποσά ως αποζημίωση στην τελευταία. Οι αιτιάσεις αυτές αναφέρονται αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδείξεων σε σχέση με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας για τα προαναφερόμενα ζητήματα που είναι κατά την αναιρεσείουσα αντίθετο με το αποδεικτικό υλικό, και περαιτέρω αφορούν σε απλά επιχειρήματα αυτής προς στήριξη των απόψεων της σε σχέση με την εμπορική και μισθωτική αξία του επιδίκου ακινήτου, η οποία όμως δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Συνεπώς οι λόγοι της αναίρεσης είναι απαράδεκτοι. Περαιτέρω η αποδιδόμενη κατ' εκτίμηση πλημμέλεια από τον αρ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ με μέρος του πρώτου και δεύτερου λόγου της αίτησης αναίρεσης, της ίδιας αναιρεσείουσας ……., συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη «τους πραγματικούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας περί των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του ενδίκου ακινήτου, της προνομιακής θέσης στην οποία αυτό ευρίσκεται και κυρίως της χρήσης του κατά την άσκηση της αγωγής από την αναιρεσίβλητη εταιρεία, παράγοντες που το χαρακτηρίζουν ως βιομηχανικό ακίνητο και προσδιορίζουν την πραγματική 28 και αληθή μισθωτική και εμπορική του αξία ως βιομηχανικό», είναι απαράδεκτη, καθ' όσον οι φερόμενοι ως αγνοηθέντες ισχυρισμοί δε συνιστούν «πράγμα» υπό την προεκτεθείσα έννοια. Απαράδεκτος ως αόριστος πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος της ίδιας αίτησης αναίρεσης κατά το μέρος του με το οποίο κατ' εκτίμηση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του «τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά έγγραφα της αναιρεσείουσας» αφού σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε δεν εξειδικεύονται τα έγγραφα αυτά, δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο τους, ούτε εκτίθεται στο αναιρετήριο, το παραδεκτόν της προσαγωγής τους στο δικαστήριο της ουσίας.

Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των κατατεθέντων παραβόλων σύμφωνα με το άρθρο 465 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και να καταδικασθεί καθένας των αναιρεσειόντων, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αντιστοίχων αναιρεσιβλήτων, (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό, μειωμένη ως προς τον αναιρεσείοντα Δήμο …. κατά το άρθρο 281 του Ν.3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων».
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 18-12-2013 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…...», με την από 3-4-2014 αίτηση του Δήμου ….. και την από 10- 9-2014 αίτηση της ……., περί αναιρέσεως της 6357/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναίρεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου