Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

"ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ" [του Αναστάσιου Τριανταφύλλου, Δικηγόρου, Επ. Καθηγητή Δ.Π.Θ.]


[Εισήγηση στο 7o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ: Όψεις και όρια, Πάτρα 15 & 16 Απριλίου 2016]

Ο συνήγορος υπεράσπισης αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πλέον σημαίνοντα πρόσωπα στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ο κώδικας ποινικής δικονομίας παρέχει στον εκάστοτε διάδικο της ποινικής δίκης συγκεκριμένα δικαιώματα, τα οποία ο ίδιος δύναται να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Δικαιώματα όμως και υποχρεώσεις προβλέπονται όχι μόνο για τους διάδικους της ποινικής δίκης αλλά και για τους εξεταζόμενους μάρτυρες που αποτελούν αναμφίβολα ένα από τα πλέον σημαντικά αποδεικτικά μέσα. Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι η ενασχόληση με συγκεκριμένες διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας αλλά και άλλων ειδικών ποινικών νόμων, οι οποίες αφορούν την εμμάρτυρη απόδειξη στην ποινική δίκη και οι οποίες εγείρουν ορισμένους προβληματισμούς, οι οποίοι μπορούν να επιλυθούν με την ουσιαστική συνδρομή του συνηγόρου υπεράσπισης και ειδικότερα είτε με την συμμετοχή του συνηγόρου των διαδίκων κατά την προδικαστική κατάθεση ενός μάρτυρα είτε με το προτεινόμενο δικαίωμα ενός μάρτυρα να διορίζει ή να αιτείται τον διορισμό νομικού συμπαραστάτη.
Είναι γνωστό ότι ο κώδικας ποινικής δικονομίας περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις, η εφαρμογή των οποίων αποσκοπεί στην εμφάνιση των μαρτύρων σε κάθε διαδικαστικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας και ειδικά για το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας στην ικανοποίηση του βασικού υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου όπως εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας και όπως αιτείται και πετυχαίνει την εξέταση μαρτύρων, την κατάθεση των οποίων θεωρεί χρήσιμη για την ανάδειξη και αποδοχή των υπερασπιστικών του θέσεων. Συγχρόνως, ικανοποιεί την ανάγκη του δικαστηρίου όπως εμφανισθούν και εξετασθούν ενώπιον του ως μάρτυρες τα πρόσωπα εκείνα, η κατάθεση των οποίων θα συμβάλλει στην εκπλήρωση του έργου του για ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.
Για το στάδιο, όμως, της προδικασίας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η διάταξη του άρθρου 241 ΚΠΔ είναι σαφής. Η ανάκριση ενεργείται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα (ουχί δημοσίως). Ο μυστικός λοιπόν χαρακτήρας της ανάκρισης έχει την έννοια ότι κατά τη διενέργειά της δεν δύνανται να παρίστανται παρά μόνο τα υπό του νόμου οριζόμενα πρόσωπα, καθώς επίσης ότι το περιεχόμενό της δεν επιτρέπεται να ανακοινώνεται σε τρίτους. Η εν λόγω, όμως, αρχή έχει και εξαιρέσεις. Ο δικονομικός νομοθέτης επέλεξε για το στάδιο της προδικασίας τη δυνατότητα παράστασης των διαδίκων κατά την ενέργεια ανακριτικών πράξεων, όταν αυτές δεν δύναται να επαναληφθούν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 97 ΚΠΔ.
Συγχρόνως, η διάταξη του άρθρου 97 ΚΠΔ εισάγει μία ρητή εξαίρεση ορίζοντας ότι απαγορεύεται η παράσταση των διαδίκων κατά την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων. Συνεπώς, η κατ΄ αντιδικία εξέταση των μαρτύρων στο στάδιο της προδικασίας θεωρείται από τον νομοθέτη μη αναγκαία, αφού η εν λόγω διαδικαστική πράξη θα επαναληφθεί ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, όταν ο κατηγορούμενος (όπως και ο πολιτικώς ενάγων) θα έχει τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί με τον μάρτυρα, να αξιολογήσει την αξιοπιστία της κατάθεσης και να ασκήσει εν γένει όλα τα παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα. Η ούτως λαμβανομένη ανέλεγκτη μαρτυρική κατάθεση αποτελεί έγγραφο της σχηματιζόμενης δικογραφίας και αξιολογείται κατά το στάδιο της προδικασίας μαζί το λοιπό αποδεικτικό υλικό από τα αρμόδια διαδικαστικά όργανα. Έτσι λοιπόν και σε αντίθεση με άλλες ανακριτικές πράξεις, ο κατηγορούμενος δεν έχει το δικαίωμα κατά το στάδιο της προδικασίας να παρίσταται κατά την εξέταση των ουσιωδών για την υπόθεση μαρτύρων, καθότι κατά το ισχύον δικονομικό σύστημα, φυσικός χώρος για την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων θεωρείται το ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, εκεί όπου πρωταγωνιστεί το στοιχείο της αντιδικίας.
Εξαίρεση, όμως, και σε αυτόν τον κανόνα προέβλεψε ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 219 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία αναμφίβολα διασφαλίζει την άσκηση των προβλεπομένων για την εξέταση μαρτύρων δικαιωμάτων, αφού μεταθέτει την αντιδικία σε ένα προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο, έχοντας ως κριτήριο την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο δικαστήριο. Στο πλαίσιο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, οι διάδικοι υποβάλλουν ερωτήσεις και παρατηρήσεις, συμμετέχοντας ενεργά στη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη, ενώ και ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εκφράσει αργότερα παράπονο για αξιοποίηση μίας ή περισσοτέρων ανέλεγκτων μαρτυρικών καταθέσεων. Ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης είναι σημαντικός. Το εν λόγω άρθρο ρητά ορίζει την παρουσία του δικηγόρου στην εν λόγω διαδικαστική πράξη.
Οι ίδιες θετικές παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν και για τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 328 και 354 ΚΠΔ, οι οποίες επίσης προωθούν την κατ΄ αντιδικία και εκτός του χώρου του δικαστηρίου εξέταση των μαρτύρων. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 328 ΚΠΔ ρυθμίζει την κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι αφενός δεν εξετάστηκαν στην προδικασία και αφετέρου έχουν πρόβλημα εμφάνισης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Οι διάδικοι δικαιούνται να είναι παρόντες κατά την εξέταση του μάρτυρα ή να εκπροσωπηθούν από συνήγορο, ο οποίος συμμετέχει ενεργά στην συγκεκριμένη διαδικασία. Αντίστοιχα το άρθρο 354 ΚΠΔ ρυθμίζει την κατά το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο εξέταση μαρτύρων, που δεν εξετάστηκαν στην προδικασία, με την έκδοση σχετικής προπαρασκευαστικής απόφασης. Ο μάρτυρας εξετάζεται από μέλος του δικαστηρίου στον χώρο που αυτός διαμένει και η κατάθεσή του διαβάζεται στο ακροατήριο. Κατά την εξέτασή του παρευρίσκονται και οι συνήγοροι των διαδίκων, οι οποίοι δικαιούνται να απευθύνουν σε αυτόν ερωτήσεις.
Από τις ανωτέρω λοιπόν διατάξεις καθίσταται σαφές ότι στην προδικασία ή στην προπαρασκευαστική διαδικασία ή στην επ΄ ακροατηρίου διαδικασία υπάρχει η δυνατότητα παράστασης των συνηγόρων των διαδίκων κατά την εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι αδυνατούν κατά κανόνα να εξεταστούν στο ακροατήριο. 
Το πρόβλημα, βέβαια, με τις εν λόγω διατάξεις είναι η περιορισμένη στην πράξη εφαρμογή τους ή μάλλον η μη εφαρμογή τους. Παρά ταύτα μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μία διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της κατ΄ αντιπαράσταση και κατ΄ αντιδικία εξέτασης άλλων ουσιωδών μαρτύρων εκτός ακροατηρίου, η εμφάνιση των οποίων στο δικαστήριο δεν θεωρείται πιθανώς ανέφικτη-αδύνατη, αλλά πολύ περισσότερο απαγορεύεται ή περιορίζεται σύμφωνα με ισχύουσες δικονομικές διατάξεις. Η συμμετοχή του συνηγόρου σε μία τέτοια διαδικασία θα είναι αναμφίβολα σημαντική, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα λειτουργεί και θα πρέπει να λειτουργεί εξισορροπητικά σε μία αναπόφευκτη πολλές φορές σύγκρουση δικαιωμάτων μεταξύ σημαντικών παραγόντων της εξελισσόμενης ποινικής δίκης.
Περαιτέρω ο δικαιολογητικός λόγος μίας τέτοιας διεύρυνσης δεν μπορεί παρά να είναι παρόμοιος με εκείνον που οδήγησε τον νομοθέτη στη θέσπιση του άρθρου 219 παρ. 2 ΚΠΔ και συγκεκριμένα η ανάγκη-υποχρέωση κλήτευσης των διαδίκων και των συνηγόρων τους όπως παραστούν κατά την προδικαστική εξέταση κάποιου μάρτυρα, ο οποίος για συγκεκριμένο λόγο δεν βαρύνεται με το καθήκον εμφάνισης ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οδηγούμαστε σε μία κατ΄ αντιδικία προδικασία, αφού η κύρια διαδικασία παραμένει το κεντρικό διαδικαστικό στάδιο της ποινικής δίκης.

Το επόμενο ζήτημα που λογικά ανακύπτει είναι ο προσδιορισμός των διατάξεων εκείνων, στις οποίες με νομοθετική αλλαγή θα καθοριστεί και θα συγκεκριμενοποιηθεί ο προαναφερόμενος εξισορροπητικός ρόλος του συνηγόρου και το πλαίσιο συμμετοχής του σε μία τέτοια διαδικαστική πράξη.
Ξεκινώντας λοιπόν από το γεγονός ότι σε αρκετές διατάξεις προβλέπεται η μη υποχρεωτική εμφάνιση ή η απαγόρευση εμφάνισης ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, θα πρέπει εξ  αρχής να σημειωθεί ότι η συμμετοχή τουλάχιστον του συνηγόρου του κατηγορουμένου κατά την εξέτασή του μάρτυρα σε προγενέστερο διαδικαστικό στάδιο είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το άρθρο 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, η νομολογία του οποίου θέτει ορισμένα βασικά κριτήρια για τη διασφάλιση του συνολικού δίκαιου χαρακτήρα της δίκης Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι το εξεταζόμενο δικαίωμα παράστασης του συνηγόρου κατά την προδικαστική εξέταση ενός μάρτυρα με αδυναμία ή απαγόρευση εμφάνισης στο δικαστήριο, πρέπει να επεκτείνεται και στον τυχόν διορισμένο συνήγορο του πολιτικώς ενάγοντα, αφού η προτεινόμενη εξαίρεση του οριζόμενου στο άρθρο 97 ΚΠΔ κανόνα δεν μπορεί παρά να αφορά το σύνολο των διαδίκων.
Με βάση λοιπόν τις ανωτέρω παραδοχές και συνεκτιμώντας τα δικαιώματα της υπεράσπισης, του θύματος και του μάρτυρα, καθώς και το δημόσιο συμφέρον για αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, κρίνεται αναγκαία η διευρυμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 219 παρ. 2 ΚΠΔ και ειδικότερα η ενεργή παρουσία του συνηγόρου σε ορισμένες περιπτώσεις μαρτύρων που εκ του νόμου δεν βαρύνονται με το καθήκον εμφάνισης ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου. Ειδικότερα :

Σημαντική και ιδιαίτερη περίπτωση εξαίρεσης καθήκοντος εμφάνισης ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου ορίζεται στο άρθρο 226Α ΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας», το οποίο εισήχθη με τον ν. 3627/2007, όπως αυτό ισχύει σήμερα. Ειδικότερα για ιδιαίτερους κοινωνικούς και ψυχολογικούς λόγους και με σκοπό την εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα κατάθεσης, προσδιορίζεται αρχικά ένας ειδικός τρόπος εξέτασης κατά το στάδιο της προδικασίας των ανήλικων μαρτύρων που αποτελούν θύματα συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων που λεπτομερώς αναφέρονται στη διάταξη της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου.  Ορίζεται λοιπόν ότι κατά την εξέταση του ανηλίκου θύματος από ανακριτικό υπάλληλο, τακτικό ανακριτή (ή και εισαγγελέα) διορίζεται και παρίσταται ως πραγματογνώμων παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και ότι είναι δυνατή η παρουσία του νομίμου εκπροσώπου του, εκτός εάν αυτό απαγορευθεί για σπουδαίο λόγο. Επίσης ορίζεται ότι η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατό. Ειδικά για την εμφάνισή του στο ακροατήριο ορίζεται ότι αυτή δεν είναι δυνατή, εκτός εάν κατά το στάδιο αυτό έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, οπότε υφίσταται η δυνατότητα αυτοπρόσωπης εμφάνισής του. Επίσης, στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 226Α ΚΠΔ ρητά ορίζεται ότι η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου που είχε ληφθεί κατά το στάδιο της προδικασίας αναγιγνώσκεται πάντα στο ακροατήριο.
Με δεδομένο λοιπόν ότι ως κανόνας θεσπίζεται η μη εμφάνιση του ανήλικου-θύματος στο ακροατήριο και συνεπώς η μη εξέτασή του, στην παρ. 5 του συγκεκριμένου άρθρου αναφέρεται ότι ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, εάν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή κρίνεται ότι πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Σε περίπτωση αποδοχής του σχετικού αιτήματος, ορίζεται η εξέτασή του στο χώρο του και χωρίς την παρουσία των διαδίκων. Η εξέταση γίνεται από ανακριτικό υπάλληλο που διορίζεται από τον δικαστή που την διέταξε, ο οποίος οφείλει να του υποβάλλει συγκεκριμένες και εκ των προτέρων προσδιορισμένες ερωτήσεις, ενώ συγχρόνως διορίζεται με την απόφαση ως πραγματογνώμων κάποιος παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος, ακολουθείται δηλαδή ο τρόπος εξέτασης που προσδιορίζεται για το στάδιο της προδικασίας.
Συμπερασματικά λοιπόν το άρθρο 226Α ΚΠΔ καθορίζει ειδικό τρόπο εξέτασης του ανηλίκου θύματος συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων κατά το στάδιο της προδικασίας. Ταυτόχρονα εισάγει και εξαίρεση του βασικού καθήκοντος εμφάνισης του μάρτυρα στο ακροατήριο, καθότι ορίζει την μη εμφάνιση και εξέτασή του (εκτός εάν το θύμα έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του και επιθυμεί να παραστεί), την ανάγνωση της προδικαστικής του κατάθεσης και παρέχει την δυνατότητα όπως διαταχθεί κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας η εκτός δικαστηρίου εξέτασή του στις περιπτώσεις μη εξέτασής του κατά το στάδιο της προδικασίας ή ανάγκης συμπληρωματικής του εξέτασης
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφής η μη παράσταση των διαδίκων ή συνηγόρων τους κατά την εξέταση του ανηλίκου είτε κατά το στάδιο της προδικασίας είτε μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η απαγόρευση αυτή ως προς το στάδιο της προδικασίας προκύπτει από τη γενική διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώ για το μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο στάδιο από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 226Α ΚΠΔ, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι η εξέταση γίνεται «χωρίς την παρουσία διαδίκων». Δεν πρέπει ακόμη να παραβλεφθεί ότι το άρθρο 226Α ΚΠΔ δεν αποκλείει μόνο την παρουσία του κατηγορούμενου ή του εκπροσώπου-συνηγόρου του κατά την εξέταση του ανήλικου μάρτυρα αλλά και τον διορισμό τεχνικού συμβούλου, συνεπώς μπορούμε να ομιλούμε για έναν ολοκληρωτικό περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του. Ο κατηγορούμενος θα αναμένει απλά την κατάθεση του ανέλεγκτου ανήλικου μάρτυρα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να θεωρηθεί αυτή ως απόλυτα αρκετή για την τελική καταδίκη του.
Είναι γεγονός ότι ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα που κλήθηκε να ρυθμίσει ο νομοθέτης με το ν. 3625/2007, αποτελεί ο τρόπος εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων κατά την ποινική διαδικασία. Το συμφέρον των ανηλίκων, η αποφυγή νέας θυματοποίησής τους, η ευάλωτη θέση τους και ταυτόχρονα ο ειδικός τρόπος, με τον οποίον πρέπει να αντιμετωπίζονται, προκειμένου να διασφαλισθεί η χωρίς την πρόκληση νέων ψυχικών τραυμάτων λήψη αξιόπιστων καταθέσεων, οδήγησαν τον νομοθέτη στην επιλογή του δραστικού περιορισμού των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ώστε η ανάγνωση της κατάθεσης, η οποία δόθηκε στην προδικασία και μάλιστα χωρίς την παρουσία της υπεράσπισης και την υποβολή ερωτήσεων από αυτήν, να αποτελεί τον κανόνα. Ακόμη δε και μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο επιτρέπεται –με βάση την υπό εξέταση διάταξη- υπό προϋποθέσεις και χωρίς την παρουσία των διαδίκων η εξέταση των ανήλικων θυμάτων μόνο κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της κύριας διαδικασίας.
Πρώτη λοιπόν και βασική παρατήρηση αποτελεί η αντίθεση της συγκεκριμένης πρόβλεψης στην αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας, στην αρχή της αμεσότητας και της κατ΄ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης.
Δεύτερη παρατήρηση αποτελεί το ότι ο έλληνας νομοθέτης πρέπει να αναζητήσει και να καθιερώσει έναν διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων, ώστε με αυτόν να επιτυγχάνεται όχι μόνο η προστασία της ψυχολογικής τους κατάστασης, αλλά και η δυνατότητα του κατηγορουμένου να συμμετέχει στην εξέτασή τους με την παρουσία του πληρεξουσίου συνηγόρου του. Οι ανήλικοι αποτελούν αναμφίβολα ειδική κατηγορία μαρτύρων και υφίστανται ιδιαίτεροι λόγοι που δικαιολογούν την απουσία τους από το ακροατήριο. Παρά ταύτα, η υπεράσπιση πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις στο ανήλικο θύμα είτε κατά το στάδιο της προδικασίας είτε μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, καθότι η στήριξη της τελικής κρίσης σε καταθέσεις ανέλεγκτων μαρτύρων περιάγει αναμφίβολα τον κατηγορούμενο σε δυσμενή θέση. Εξάλλου, η συμμετοχή του κατηγορούμενου μέσω του συνηγόρου του στην εξέταση του ανήλικου μάρτυρα προστατεύει όχι μόνο τον ίδιο τον κατηγορούμενο αλλά και τον δίκαιο χαρακτήρα της διεξαγόμενης ποινικής δίκης, καθότι η παρουσία και ενεργή συμμετοχή της υπεράσπισης αφενός παρέχει σε αυτήν τη δυνατότητα να αμφισβητήσει στη συνέχεια την αξιοπιστία του και αφετέρου αποτελεί σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια του δικαστηρίου να διαγνώσει την ουσιαστική αλήθεια.
Ο έλληνας νομοθέτης με την εισαγωγή της διάταξης του άρθρου 226Α στον κώδικα ποινικής δικονομίας και ειδικά με την υποχρεωτική παρουσία ειδικών επιστημόνων αλλά και την προβλεπόμενη μαγνητοσκόπηση της μαρτυρικής κατάθεσης του ανηλίκου, επιχείρησε να αντισταθμίσει την απώλεια του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Τα εν λόγω, όμως, δικονομικά μέτρα δεν είναι ισοδύναμα και κατ΄ επέκταση δεν είναι ικανά για να θεωρηθεί η διεξαγόμενη ποινική δίκη στο σύνολό της ως δίκαιη και η κατάθεση του ανήλικου μάρτυρα ως αξιόπιστη. Εν τούτοις, λόγω της κατά κανόνα πρακτικής αδυναμίας για καταγραφή της κατάθεσης του ανηλίκου σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, κρίνεται αναγκαία η δυνατότητα παράστασης των διαδίκων μέσω των συνηγόρων τους κατά την εξέτασή του, ώστε μεταξύ άλλων να μπορούν να υποβάλλουν ερωτήσεις μέσω του αρμοδίου για τη διενέργεια της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ανακριτικού ή δικαστικού οργάνου.
Συνεπώς και ως προς τον προβλεπόμενο ειδικό τρόπο εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων θεωρείται αναγκαία η τροποποίηση του άρθρου 226Α ΚΠΔ και η ανάδειξη του συνηγόρου υπεράσπισης ως σημαντικού εξισορροπητικού παράγοντα σε αυτήν την διαδικαστική πράξη. Ειδικότερα και με δεδομένη την υποχρέωση διασφάλισης των δικαιωμάτων τόσο του ανήλικου θύματος όσο και του κατηγορουμένου, κρίνεται επιβεβλημένη η σύμφωνα με τις παρ. 1, 2 και 3 εδ. α΄ του άρθρο 226Α ΚΠΔ προδικαστική εξέταση του ανήλικου θύματος, με την παρουσία, όμως, και του συνηγόρου του κατηγορουμένου (διοριζόμενου από τον ίδιο ή αυτεπαγγέλτως) εκτός του ειδικά σχεδιασμένου και προσαρμοσμένου για τον σκοπό αυτόν χώρου, με τη δυνατότητα, όμως, παρακολούθησης της εξέτασης και υποβολής ερωτήσεων μέσω ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, στο οποίο θα καταχωρείται υποχρεωτικά η διενεργούμενη αυτή ανακριτική πράξη, η εξέταση δηλαδή του ανήλικου μάρτυρα. Με δεδομένη πλέον την παρασχεθείσα στον κατηγορούμενο δυνατότητα εξέτασης του ανήλικου μάρτυρα κατά το στάδιο της προδικασίας μέσω του συνηγόρου του, δεν είναι υποχρεωτική η κλήτευση και εμφάνισή του κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, όταν και αρκεί η ανάγνωση και η ηλεκτρονική προβολή της κατά τα ανωτέρω ληφθείσας προδικαστικής κατάθεσης. Η αποδεικτική, όμως, αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να είναι απόλυτη, καθότι μπορεί να προκληθούν σημαντικές δυσχέρειες στη διάγνωση της αλήθειας. Συνεπώς, σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά το στάδιο της αποδεικτικής και όχι της προπαρασκευαστικής διαδικασίας (όπως σήμερα ορίζεται) πρέπει να παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να διατάξει με την έκδοση σχετικής προπαρασκευαστικής απόφασης -είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του εισαγγελέα ή των διαδίκων- την εκ νέου εξέταση του ανηλίκου θύματος σε κατάλληλα προς τούτο διαμορφωμένο χώρο με την παρουσία του συνόλου των μελών της σύνθεσης, του διοριζόμενου προς τούτο ειδικού επιστήμονα και των συνηγόρων των διαδίκων, σύμφωνα δηλαδή με όσα ανωτέρω ελέχθησαν για το στάδιο της προδικασίας.

Με τον ν. 4198/2013 προστέθηκε μετά το άρθρο 226Α του κώδικα ποινικής δικονομίας το άρθρο 226Β, που ρυθμίζει τον ειδικό τρόπο εξέτασης ως μαρτύρων των θυμάτων των αξιόποινων πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α και 351 ΠΚ και ειδικότερα της εμπορίας ανθρώπων και της σωματεμπορίας. Από μία απλή ανάγνωση του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι οι διατάξεις του είναι όμοιες με εκείνες του άρθρου 226Α ΚΠΔ. Είναι λοιπόν προφανές ότι η θέση που υποστηρίζεται ανωτέρω (σε σχέση με το άρθρο 226Α ΚΠΔ) ως προς τον τρόπο εξέτασης των συγκεκριμένων προσώπων κατά το στάδιο της προδικασίας και τον ιδιαίτερο ρόλο του συνηγόρου σε μία τέτοια προδικαστική εξέταση, διατυπώνεται πλήρως και στο σημείο αυτό αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226Β ΚΠΔ.

Περαιτέρω, με το νόμο 3500/2006 ο νομοθέτης αντιμετώπισε περιστατικά άσκησης διαφόρων μορφών βίας (σωματικής, ψυχολογικής, λεκτικής και σεξουαλικής) σε βάρος ενός ευρύτερου κύκλου προσώπων, τα οποία εντάσσονται στην έννοια της οικογένειας. Στην παρ. 2 του άρθρου 19 ορίζεται ότι «οι ανήλικοι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο». Η συγκεκριμένη ρύθμιση αποσκοπεί αναμφίβολα στη διασφάλιση της ψυχικής υγείας των ανήλικων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, για τα οποία κρίνεται ότι με την εμφάνισή τους στο ακροατήριο αφενός θα διαταραχθεί περαιτέρω η ψυχική τους ισορροπία και αφετέρου θα δημιουργηθούν προβλήματα στη διάγνωση της αλήθειας, με αποτέλεσμα να ορίζεται ως κανόνας η μη εμφάνισή τους ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου.
Η εν λόγω λοιπόν διάταξη έχει ουσιαστικές διαφορές με την αντίστοιχη –καθότι και αυτή αναφέρεται σε ανήλικους μάρτυρες- διάταξη του άρθρου 226Α ΚΠΔ. Η πλέον σημαντική διαφορά έγκειται στην έλλειψη ειδικής ρύθμισης ως προς τον τρόπο εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων, σε αντίθεση με το άρθρο 226Α ΚΠΔ, στις διατάξεις του οποίου προβλέπεται ο προαναφερθείς ειδικός τρόπος εξέτασης των εν λόγω προσώπων, ορισμένα στοιχεία του οποίου μόνο ως θετικά μπορεί να θεωρηθούν. Επιπρόσθετα, στο νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας προβλέπεται η δυνατότητα εμφάνισης του ανηλίκου θύματος στο δικαστήριο, εάν η εξέτασή του κρίνεται αναγκαία για τη διάγνωση της αλήθειας, ενώ αντίθετα στο άρθρο 226 Α ΚΠΔ προβλέπεται η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ανηλίκου στην ακροαματική διαδικασία υπό τον όρο ότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του. Και στις δύο διατάξεις ορίζεται ότι η προδικαστική κατάθεση του θύματος αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, σε περίπτωση, όμως, μη ύπαρξης τέτοιας κατάθεσης, δυνατότητα εξέτασης προβλέπεται μόνο στο άρθρο 226Α ΚΠΔ για το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας. Συμπερασματικά λοιπόν πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ αμφότερες διατάξεις αφορούν την εξέταση ανήλικων θυμάτων, μόνο εκείνη του άρθρου 226Α ΚΠΔ ρυθμίζει ειδικό τρόπο εξέτασης για τα στάδια της προδικασίας και της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται εκ των πραγμάτων και για λόγους συστημικούς αναγκαία μία συνολική και ενιαία ρύθμιση του εν λόγω ζητήματος.
Με βάση λοιπόν τον ν. 3500/2006, το ανήλικο θύμα ενδοοικογενειακής βίας θα εξεταστεί από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους κατά το στάδιο της προδικασίας και δεν θα κληθεί κατά κανόνα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Στον χώρο αυτόν απλώς θα αναγνωσθεί η προηγούμενη κατάθεσή του. Ο ρόλος της υπεράσπισης είναι αναμφίβολα δύσκολος και ο ρόλος του κατηγορουμένου ακόμη πιο δύσκολος. Η προβλεπόμενη στη διάταξη δυνατότητα κλήτευσης και εμφάνισης του ανήλικου θύματος ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, μπορεί να ικανοποιεί το αναγνωριζόμενο δικαίωμα του κατηγορούμενου να εξετάζει τον μάρτυρα και την ανάγκη για ασφαλή διάγνωση της αλήθειας, ενδέχεται, όμως, σοβαρά ν΄ αποτελέσει για το ανήλικο θύμα μία επίπονη δοκιμασία, μέσω της οποίας ο εκ νέου τραυματισμός της ψυχικής του υγείας είναι πολύ πιθανός.
Πώς μπορεί λοιπόν να αντιμετωπισθεί το εν λόγω ζήτημα ; Θεωρώ ότι η πρόταση που διατυπώθηκε ανωτέρω ως προς τα ανήλικα θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας, πρέπει να είναι κοινή και για εκείνα των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας. Με ποιόν τρόπο μπορεί να συμβάλει ο συνήγορος υπεράσπισης σε αυτή τη διαδικασία ; Αφενός προασπίζοντας τα συμφέροντα του εντολέα του και αφετέρου αποκλείοντας την επιβλαβή για το ανήλικο θύμα παρουσία του κατηγορούμενου κατά το στάδιο της προδικαστικής του κατάθεσης. Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η τυχόν εσφαλμένη ή ανάρμοστη συμπεριφορά του συνηγόρου ; Με την παρουσία του σε διαφορετικό χώρο, με την παρακολούθηση και συμμετοχή του στην διαδικασία μέσω οπτικοακουστικών μέσων και με την υποβολή ερωτημάτων όχι στον ανήλικο αλλά μέσω του διενεργούντος την εξέταση ανακριτικού υπαλλήλου.

Στις εξεταζόμενες ειδικές περιπτώσεις ενεργούς συμμετοχής του συνηγόρου, ζήτημα αποτελεί εάν συμπεριλαμβάνονται και οι προστατευόμενοι μάρτυρες, τα πρόσωπα δηλαδή εκείνα που έλαβαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο γνώση για τη διάπραξη ενός σοβαρού εγκλήματος και συγκρατούνται από την καταγγελία του στις αρχές λόγω του φόβου ή του κινδύνου αντεκδίκησης από την πλευρά του δράστη. Για τα συγκεκριμένα πρόσωπα καθίσταται επιτακτική η ανάγκη προστασίας, προκειμένου αυτά, με την ιδιότητα του μάρτυρα, να συνεισφέρουν με την κατάθεσή τους στην αποκάλυψη σοβαρών εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Βασική διάταξη αποτελεί το άρθρο 9 του ν. 2928/2001, στο οποίο ρυθμίζεται το ζήτημα της προστασίας των μαρτύρων και το οποίο, όπως ισχύει σήμερα, εφαρμόζεται όχι μόνο επί εγκληματικών οργανώσεων και τρομοκρατίας αλλά και επί σωρεία άλλων εγκλημάτων, όπως επίσης και στους επονομαζόμενους μάρτυρες του δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 45Β ΚΠΔ) και στους ιδιώτες που ενεργούν συγκαλυμμένη έρευνα κατά το άρθρο 253Β ΚΠΔ.
Σύμφωνα λοιπόν με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001, τα σχετικά μέτρα προστασίας λαμβάνονται τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία.
Στα δικονομικά μέτρα προστασίας συγκαταλέγεται η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσης και η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, της κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας του μάρτυρα. Ειδικά για τη διαδικασία στο ακροατήριο προβλέπεται ότι ο μάρτυρας, τα στοιχεία του οποίου έχουν παραμείνει μυστικά μέχρι το στάδιο του ακροατηρίου, καλείται με το διαφορετικό όνομα, που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του, καθώς επίσης ότι το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα για την αποκάλυψη ή μη του ονόματός του.
Με σκοπό λοιπόν την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, προβλέπεται στο νόμο η δυνατότητα αποκάλυψης των στοιχείων του μάρτυρα στο ακροατήριο. Η αποκάλυψη, βέβαια, ή μη των στοιχείων του μάρτυρα δεν είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, καθότι εναπόκειται στην κρίση του η αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Ως πρόσθετη εγγύηση ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 η μη δυνατότητα καταδίκης του κατηγορούμενου με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο την κατάθεση μάρτυρα, τα στοιχεία της ταυτότητας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν στο δικαστήριο, διάταξη, η οποία παραπέμπει σε εκείνη του άρθρου 211Α ΚΠΔ. Αντίθετα, για το στάδιο της προδικασίας δεν προβλέπεται η δυνατότητα αποκάλυψης των στοιχείων του προστατευόμενου μάρτυρα και πολύ περισσότερο η συμμετοχή του κατηγορούμενου στην προδικαστική του κατάθεση. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι η διενέργεια σοβαρών διαδικαστικών-δικονομικών πράξεων στηρίζεται στο περιεχόμενο μίας κατάθεσης ενός άγνωστου ή εξαφανισμένου προσώπου, χωρίς να παρέχεται στον κατηγορούμενο καμία δυνατότητα να ελέγξει τουλάχιστον τον βαθμό αξιοπιστίας του.
Περαιτέρω, στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται με επικουρικό μάλλον χαρακτήρα και η δυνατότητα μη εμφάνισης ενός προστατευόμενου μάρτυρα στο ακροατήριο, τα στοιχεία του οποίου έχουν παραμείνει μυστικά. Αυτό  προκύπτει και από την διάταξη του δ΄ εδαφίου της παρ. 4, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι «σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του κώδικα ποινικής δικονομίας», δηλαδή να αναθέσει σε κάποιο από τα μέλη του ή σε άλλον δικαστή την εξέταση του υπό προστασία μάρτυρα στον τόπο διαμονής του με την παρουσία μάλιστα και του συνηγόρου του κατηγορούμενου (άρθρο 354 σε συνδ. με άρθρο 328 ΚΠΔ), οπότε η σχετική κατάθεση αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, πρέπει να αναφερθεί ότι ο προστατευόμενος μάρτυρας αφενός έχει την ικανότητα προς μαρτυρία και αφετέρου μπορεί να κληθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου προκειμένου να καταθέσει ως μάρτυρας. Ειδικά για το στάδιο της προδικασίας η προβλεπόμενη δυνατότητα κατάθεσης με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης των στοιχείων τους και η μεταβολή των στοιχείων της ταυτότητάς του αποκλείει από τον κατηγορούμενο τη δυνατότητα ελέγχου της αξιοπιστίας του άγνωστου αυτού προσώπου. Αντίθετα, διευκολύνει τις διωκτικές αρχές στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων με σκοπό τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού.
Για τον λόγο αυτό και ειδικά για το στάδιο της προδικασίας είναι απαραίτητη η θέσπιση-προσθήκη στο ν. 2928/2001 διάταξης ανάλογης εκείνης του άρθρου 219 παρ. 2 ΚΠΔ, στην οποία να ορίζεται η υποχρεωτική κλήτευση των συνηγόρων των διαδίκων προκειμένου να παραστούν -έστω και σε διαφορετικό χώρο αλλά με δυνατότητα παρακολούθησης και υποβολής ερωτήσεων μέσω οπτικοακουστικών μέσων- κατά την εξέταση του συγκεκριμένου μάρτυρα, τα πραγματικά στοιχεία του οποίου παραμένουν μυστικά για λόγους προστασίας. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται ο έλεγχος της αξιοπιστίας του προστατευόμενου μάρτυρα, η κατάθεση του οποίου αναμφίβολα επηρεάζει τη διαδικαστική εξέλιξη της υπόθεσης.
Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας δεν απαγορεύεται ρητά η εμφάνιση στο δικαστήριο του προστατευόμενου μάρτυρα, τα πραγματικά στοιχεία του οποίου είχαν αποκρυβεί, επειδή, όμως, οι υπό εξέταση διατάξεις στοχεύουν στην εξασφάλιση της μυστικής του ταυτότητας, ο μάρτυρας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Στο στάδιο αυτό παρέχονται στον κατηγορούμενο συγκεκριμένα δικαιώματα και απαγορεύεται η καταδίκη του να στηρίζεται μόνο στην κατάθεση του μάρτυρα εκείνου, τα στοιχεία του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν. Για τον λόγο, όμως, ότι η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στη δικαιολογημένη περαιτέρω προστασία του μάρτυρα και κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, υφίσταται η δυνατότητα λήψης δικονομικών μέτρων προστασίας (όπως κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων) ή εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 354 ΚΠΔ μετά την έκδοση σχετικής απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία, ως γνωστόν, προβλέπει την παρουσία και την ενεργή συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης.
Η απόλυτα λοιπόν δικαιολογημένη ανάγκη προστασίας ενός μάρτυρα δεν κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας και να ερευνά την αξιοπιστία της κατάθεσής τους, όταν προς τον σκοπό αυτό υφίστανται συγκεκριμένα αντισταθμιστικά μέτρα και ειδικότερα η χρήση ηλεκτρονικών οπτικοακουστικών μέσων και η παρουσία και συμμετοχή του συνηγόρου του κατηγορούμενου κατά την εξέταση του μάρτυρα στον ίδιο χώρο ή σε διαφορετικό χώρο μέσω των ούτως ή άλλως προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής μετάδοσης. Συνεπώς, η συμμετοχή και σε αυτή την διαδικασία του συνηγόρου υπεράσπισης  μπορεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά και κυρίως εξασφαλιστικά, καθότι η παρουσία του θα διασφαλίσει την εκπλήρωση βασικών στόχων της διεξαγόμενης ποινικής διαδικασίας.

Είναι σαφές ότι η προτεινόμενη διεύρυνση της προβλεπόμενης στα άρθρα 219, 328 και 354 ΚΠΔ εξαίρεσης του βασικού κανόνα της μη συμμετοχής των διαδίκων και των συνηγόρων τους στην προδικαστική εξέταση ή καλύτερα στην εκτός ακροαματικής διαδικασίας εξέταση ενός μάρτυρα, μπορεί υπό όρους να συμπεριλάβει και άλλες εκτός των προαναφερομένων περιπτώσεις, όπως αυτές των άρθρων 215 και 216 ΚΠΔ. Ο δικαιολογητικός ρόλος μόνο ως παρόμοιος εκείνου της θέσπισης των υφισταμένων διατάξεων μπορεί να θεωρηθεί. Η προτεινόμενη λοιπόν παρουσία του συνηγόρου σε αυτές τις διαδικαστικές πράξεις της προδικασίας αποσκοπεί στην διαφύλαξη των συμφερόντων και των δικαιωμάτων του εντολέα του, τον οποίον ο νόμος θέλει απόντα από την συγκεκριμένη διαδικασία.

Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο ανακύπτει και αποτελεί επίσης αντικείμενο της παρούσας μελέτης, είναι εάν η συμμετοχή ενός συνηγόρου μπορεί και πρέπει να διαφυλάττει όχι μόνο τα συμφέροντα και τις ανάγκες ενός προσώπου που έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, του υπόπτου ή και του πολιτικώς ενάγοντα κατά την προδικαστική εξέταση συγκεκριμένων μαρτύρων, αλλά εάν είναι αναγκαία η σταδιακή θέσπιση ή η τροποποίηση διατάξεων με σκοπό την υπεράσπιση και την προστασία συγκεκριμένων τουλάχιστον μαρτύρων, μέσω διορισμού νομικού συμπαραστάτη, ο οποίος θα συμμετέχει εντός προκαθορισμένου πλαισίου δράσης.
Επί του συγκεκριμένου ζητήματος πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα :
α.  Σύμφωνα με το άρθρο 108Α ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει σήμερα μετά την τελευταία του τροποποίηση με το ν. 3875/2010 και το οποίο φέρει τον τίτλο : Δικαιώματα ανήλικου θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας «Ο ανήλικος-θύμα των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Απαρ. 4, 323Β εδάφιο α`, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5και 6 και 88 του ν. 3386/2005 έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 101, 104 και 105 και αν ακόμη δεν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων. Επίσης, έχει το δικαίωμα ενημέρωσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών για την προσωρινή ή οριστική απόλυση του υπαιτίου, καθώς και για τις άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης».
Η συγκεκριμένη διάταξη προστέθηκε στον ΚΠΔ με το νόμο 3625/2007 και σύμφωνα με αυτήν παρέχονται στο ανήλικο θύμα συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων τα αναφερόμενα στα άρθρα 101, 104 και 105 ΚΠΔ δικαιώματα, ακόμα και εάν δεν έχει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος. Η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει, είναι ότι η υπό εξέταση διάταξη δεν περιλαμβάνει τα ανήλικα θύματα εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, ενώ η δεύτερη παρατήρηση αφορά την ταύτιση των αναφερομένων στη διάταξη εγκλημάτων με εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 226Α ΚΠΔ. Και οι δύο δικαιολογούνται από το γεγονός ότι και οι δύο διατάξεις προστέθηκαν στον κώδικα ποινικής δικονομίας με το ν. 3625/2007 και έκτοτε έχουν δεχθεί αντίστοιχες τροποποιήσεις. Η τρίτη παρατήρηση αφορά τον ακριβή προσδιορισμό των δικαιωμάτων που παρέχονται από την εν λόγω διάταξη στα συγκεκριμένα ανήλικα θύματα. Ειδικότερα για το στάδιο της ανάκρισης και λόγω της αναφοράς στο άρθρο 101 ΚΠΔ, το ανήλικο θύμα έχει το παρεχόμενο στον κατηγορούμενο δικαίωμα να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της δικογραφίας, να λάβει αντίγραφα αυτών, καθώς επίσης να μελετήσει την δικογραφία μετά το τέλος της ανάκρισης. Αντίθετα, δεν προβλέπεται για το συγκεκριμένο διαδικαστικό στάδιο η δυνατότητα διορισμού και παράστασης με συνήγορο, καθότι τέτοιο δικαίωμα δεν ορίζεται στο άρθρο 101 ΚΠΔ.
Περαιτέρω, στο στάδιο της προανάκρισης και της αστυνομικής προανάκρισης το εν λόγω θύμα έχει τα αναφερόμενα στα άρθρα 104 και 105 ΚΠΔ δικαιώματα του κατηγορούμενου, μεταξύ των οποίων τα προαναφερθέντα και προβλεπόμενα στο άρθρο 101 ΚΠΔ δικαιώματα, όπως επίσης και το δικαίωμα να παρίσταται και να εκπροσωπείται από συνήγορο, καθότι στο άρθρο 104 ΚΠΔ ρητά αναφέρεται το άρθρο 100 ΚΠΔ  που ορίζει το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο. Με άλλα λόγια από μία απλή ανάγνωση των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι το ανήλικο θύμα των αναφερομένων στο άρθρο 108Α ΚΠΔ αξιόποινων πράξεων, που δεν έχει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος αλλά εξετάζεται προδικαστικά ως μάρτυρας με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 226Α ΚΠΔ, έχει το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο σε κάθε εξέτασή του, όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προανάκρισης, όχι, όμως, και σε εκείνο της κυρίας ανάκρισης !!!
Η διάταξη του άρθρου 108Α ΚΠΔ χορηγεί αναμφίβολα αυξημένα ίσως και υπερβολικά δικαιώματα στα ανήλικα θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας, τα οποία δεν έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος. Για παράδειγμα είναι μάλλον υπερβολικό το παρεχόμενο σε αυτά δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της δικογραφίας και μάλιστα σε μη προσδιορισμένο στο νόμο χρονικό σημείο ήτοι και πριν την κλήση σε απολογία του κατηγορουμένου. Με δεδομένο, όμως, ότι η ανάλυση όλων των επιμέρους δικαιωμάτων του μη διαδίκου ανήλικου θύματος δεν αποτελεί αντικείμενο της εισήγησης, γίνεται αναφορά μόνο στο ζήτημα της δυνατότητας ή μη νομικής συμπαράστασης σε ανήλικα θύματα, τα οποία δεν έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
β. Ως προελέχθη, το άρθρο 108Α ΚΠΔ παραπέμπει στα άρθρα 101, 104 και 105 ΚΠΔ και όχι στο άρθρο 96 ΚΠΔ (διορισμός και αριθμός δικηγόρων των διαδίκων) και πολύ περισσότερο στο άρθρο 100 ΚΠΔ, που ρυθμίζει το ζήτημα της παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο. Συνεπώς, από την μη αναφορά του άρθρου 100 ΚΠΔ στο άρθρο 108Α ΚΠΔ, φαίνεται να μην αναγνωρίζεται μέσα στον κώδικα ποινικής δικονομίας το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, ενώ αντίθετα φαίνεται να παρέχεται το δικαίωμα αυτό κατά το στάδιο της τακτικής ή της αστυνομικής προανάκρισης.
Ερώτημα ανακύπτει ως προς το εάν το εξεταζόμενο εδώ δικαίωμα παρέχεται συνολικά μέσα από διατάξεις του ν. 3226/2004, στο άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου ορίζεται ότι «Δικαιούχοι νομικής βοήθειας ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές αξιώσεις τους είναι και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β εδάφιο α`, 324, 339, 342, 348Α, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του Ν. 3386/2005, καθώς και τα ανήλικα θύματα των πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 336, 338, 343, 345, 346, 347, 348, 348Β, 348Γ και 349 του Ποινικού Κώδικα.» Σημειούται ότι και η συγκεκριμένη παράγραφος προστέθηκε με το νόμο 3625/2007, με τον ίδιο δηλαδή νόμο που προστέθηκαν στον ΚΠΔ τα άρθρα 108Α και 226Α. (Εναρμόνιση με άρθρο 20 Οδηγίας 2011/93/ΕΕ ).
Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 3, 6 και 7 του εν λόγω νόμου προκύπτει ότι η προβλεπόμενη νομική βοήθεια και ο διορισμός συνηγόρου υπηρεσίας προϋποθέτει ότι το ανήλικο θύμα έχει την ιδιότητα είτε του κατηγορούμενου είτε του πολιτικώς ενάγοντα, αποτελεί δηλαδή διάδικο σε συγκεκριμένη ποινική διαδικασία. Συνεπώς, ο διορισμός συνηγόρου προκειμένου να ασκήσει για λογαριασμό του ανήλικου θύματος τα προβλεπόμενα στα άρθρα 101, 104 και 105 ΚΠΔ δικαιώματα, όταν αυτό δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και κυρίως η παράσταση συνηγόρου κατά την προδικαστική του κατάθεση φαίνεται να μην προκύπτει ως αναγνωρισμένο δικαίωμα από τις σχετικές διατάξεις  του ν. 3226/2004.

γ. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι από την γραμματική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων ανακύπτουν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομική αρωγή θυμάτων συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων που δεν είναι διάδικοι σε μία ποινική διαδικασία και συγκεκριμένα η δυνατότητα παράστασης και ουσιαστικής συνδρομής συνηγόρου είναι αναγκαία για πολλούς λόγους, όπως η αποφυγή εκφοβισμού, εκδίκησης και γενικότερα θυματοποίησης. Με τις παρεχόμενες από τον διορισμένο προς τούτο συνήγορο νομικές υπηρεσίες θα εξασφαλίζεται εξατομικευμένα η ανάγκη των θυμάτων για στήριξη, αποκατάσταση και προστασία, καθώς και η νομική τους ενημέρωση, η καθοδήγησή τους και η υποστήριξή τους προκειμένου να συμμετέχουν αυτά συνειδητά και αποτελεσματικά στην ποινική διαδικασία αλλά και στο πλαίσιο της διακρίβωσης και καταστολής της εγκληματικής πράξης που υπέστησαν. Σε γενικές λοιπόν γραμμές μπορεί κάποιος βάσιμα να υποστηρίξει ότι -σε πρώτο επίπεδο- νομικής προστασίας και στήριξης χρήζουν οι μάρτυρες εκείνοι, οι οποίοι δύναται να διακινδυνεύσουν από τρίτα πρόσωπα λόγω της κατάθεσής τους, εκείνοι που μπορούν να αυτοενοχοποιηθούν μέσω της δικής τους κατάθεσης, εκείνοι, οι οποίοι καλούνται να καταθέσουν σε βάρος συγγενικών τους προσώπων, αλλά και εκείνοι οι οποίοι φοβούνται ότι θα τύχουν ανάρμοστης μεταχείρισης από τις διωκτικές αρχές.
Θα πρέπει λοιπόν να παρέχεται ευθέως μέσα από το νόμο και σε ειδικές κατηγορίες μαρτύρων είτε η δυνατότητα να διορίζουν οι ίδιοι συγκεκριμένο νομικό παραστάτη, ο οποίος δεν θα συνδέεται με την εξεταζόμενη υπόθεση και τους διαδίκους είτε το δικαίωμα υποβολής αιτήματος διορισμού νομικού παραστάτη προς τις αρμόδιες εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές τουλάχιστον στις περιπτώσεις των μαρτύρων εκείνων που έχουν ανάγκη νομικής προστασίας και συμπαράστασης, που βρίσκονται αντιμέτωποι με ιδιαίτερα δύσκολες καταστάσεις λόγω ηλικίας, ψυχικής κατάστασης ή αντικειμενικού κινδύνου αντεκδίκησης και υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν και να ασκήσουν ή απλώς να ασκήσουν μόνα τους τα προβλεπόμενα στο νόμο δικονομικά τους δικαιώματα, όπως αυτό συμβαίνει στα ανήλικα θύματα ή σε άλλες περιπτώσεις ευάλωτων μαρτύρων. Θα πρέπει λοιπόν να παρέχεται στον διορισμένο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο νομικό συμπαραστάτη το δικαίωμα να συμμετέχει κατά την εξέταση ή την κατ΄ αντιπαράσταση εξέταση των συγκεκριμένων μαρτύρων στην προδικασία, να προβάλλει αντιρρήσεις κατά την υποβολή ορισμένων ερωτήσεων, η απάντηση των οποίων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αυτοενοχοποίηση του μάρτυρα ή συγγενικών του προσώπων, να συμβουλεύει και να ενημερώνει τον μάρτυρα ως προς το προβλεπόμενο στο νόμο δικαίωμα σιωπής, να τον κατευθύνει στην υποβολή παρατηρήσεων ή ακόμη και αιτημάτων, καθώς και να συμβάλλει με την παρουσία του στην αποφυγή λαθών και παρανοήσεων από την πλευρά του μάρτυρα, την νομική αρωγή του οποίου έχει αναλάβει.
Συνεπώς και ως προς τα ανήλικα θύματα προσβολής της προσωπικής και της γενετήσιας ελευθερίας τους, η θέσπιση της έστω και προβληματικής κατά τα ανωτέρω διάταξης του άρθρου 108Α ΚΠΔ αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τον σκοπό αυτό, καθότι προβιβάζει τον συγκεκριμένο μάρτυρα σε διάδικο της ποινικής δίκης, θεωρείται, όμως, αναγκαία τουλάχιστον η προσθήκη του άρθρου 100 ΚΠΔ στην συγκεκριμένη διάταξη, που ως ανωτέρω ελέχθη ρυθμίζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται με συνήγορο και να αιτείται από τον ανακριτή τον διορισμό συνηγόρου. Με τον τρόπο αυτό θα προβλέπεται μέσα από τον ίδιο τον κώδικα ποινικής δικονομίας ο διορισμός, η παράσταση και η συμμετοχή του συνηγόρου ως ένα δικαίωμα που παρέχεται και αναγνωρίζεται στο ανήλικο θύμα προσβολής της προσωπικής και της γενετήσιας ελευθερίας του, το οποίο δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και εξετάζεται ως μάρτυρας σε οιοδήποτε στάδιο της προδικασίας.
δ. Το επόμενο και τελευταίο ζήτημα που κατά λογική ακολουθία ανακύπτει, αφορά στην επέκταση ή μη του συγκεκριμένου δικαιώματος και σε άλλους μάρτυρες, εκτός δηλαδή εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 108Α ΚΠΔ και ταυτίζονται, ως προελέχθη, με τα αναφερόμενα στο άρθρο 226Α ΚΠΔ πρόσωπα. Επί του εν λόγω ζητήματος πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα διορισμού και παράστασης συνηγόρου πρέπει να αναγνωρίζεται συνολικά σε όλα τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των επονομαζόμενων «ευάλωτων μαρτύρων». Έτσι για παράδειγμα πρέπει να γίνει δεκτό ότι την ανάγκη νομικής ενημέρωσης, υποστήριξης και συμπαράστασης έχουν και τα αναφερόμενα στο άρθρο 226Β ΚΠΔ πρόσωπα ήτοι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας. Στο σημείο αυτό απλώς αναφέρεται ότι, ενώ το άρθρο 226Β ΚΠΔ, το οποίο ορίζει ίδιο τρόπο εξέτασης με αυτόν του 226Α ΚΠΔ και αφορά άλλη κατηγορία ευάλωτων μαρτύρων, προστέθηκε με τον ν. 4198/2013, παρά ταύτα δεν επήλθαν αντίστοιχες αλλαγές-προσθήκες στο άρθρο 108Α ΚΠΔ αλλά και στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.
Συνεπώς, εάν γίνει δεκτό αφενός ότι ορθώς έχουν αναγνωρισθεί από τον νομοθέτη τα προβλεπόμενα στο άρθρο 108Α ΚΠΔ δικαιώματα για ένα ανήλικο θύμα συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων που δεν έχει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και αφετέρου ότι στην συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να προστεθεί δίπλα στα άρθρα 101, 104 και 105 ΚΠΔ και το άρθρο 100 ΚΠΔ που αφορά την παράσταση με συνήγορο κατά την εξέταση ή την κατ΄ αντιπαράσταση εξέταση, τότε πρέπει να γίνει δεκτή και η παροχή των εν λόγω δικαιωμάτων και στα αναφερόμενα στη διάταξη 226Β ΚΠΔ πρόσωπα ήτοι στα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή σωματεμπορίας. Συγχρόνως, για λόγους συστημικούς αλλά και αντίστοιχα κοινωνικούς πρέπει να αναγνωριστεί σχετικό δικαίωμα για τα ανήλικα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Περαιτέρω το δικαίωμα νομικής συμπαράστασης πρέπει να επεκταθεί και στους προστατευόμενους μάρτυρες του άρθρου 9 του ν. 2928/2001, στα πρόσωπα δηλαδή εκείνα, τα οποία διακατέχονται κατά κανόνα από φόβο αντεκδίκησης ή εκφοβισμού από το περιβάλλον του δράστη και για τα οποία προβλέπονται μεταξύ άλλων και δικονομικά μέτρα προστασίας, όπως η κατάθεση με χρήση οπτικοακουστικών μέσων και η μη αναγραφή των πραγματικών τους στοιχείων στην έκθεση κατάθεσης. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 εφαρμόζεται όχι μόνο επί εγκληματικών οργανώσεων και τρομοκρατίας αλλά και για τα εγκλήματα της εμπορίας δούλων (323 ΠΚ), του σεξουαλικού τουρισμού (323Β ΠΚ), εγκλημάτων που προβλέπονται στον ν. 4251/2014 (αλλοδαποί), στον ν. 4139/2013 (ναρκωτικά), στο ν. 2725/1999 (εγκλήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις) καθώς και για τους επονομαζόμενους μάρτυρες του δημοσίου συμφέροντος (άρθρα 45Β και 235Α ΚΠΔ).
Συμπερασματικά λοιπόν θεωρείται αναγκαία η νομοθετική αναγνώριση του δικαιώματος νομικής συμπαράστασης και σε πρόσωπα, τα οποία είτε αποτελούν θύματα συγκεκριμένων εγκληματικών συμπεριφορών, δεν αποκτούν, όμως, την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντα αλλά εξετάζονται ως μάρτυρες στην ποινική διαδικασία είτε ανήκουν στην κατηγορία των επονομαζόμενων προστατευόμενων μαρτύρων. Με αυτό αλλά και τα λοιπά προβλεπόμενα δικονομικά μέτρα προστασίας θα οδηγηθούμε σε μία σταδιακά αυξανόμενη νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μαρτύρων. Ίσως κάποια στιγμή γίνει δογματικά πλήρως αποδεκτό ότι κάθε μάρτυρας αποτελεί υποκείμενο της ποινικής διαδικασίας και ίσως τότε αντικείμενο αντίστοιχης επιστημονικής συζήτησης αποτελεί το θέμα της περαιτέρω επέκτασης του προτεινόμενου εδώ δικαιώματος πλήρους νομικής συμπαράστασης στην ποινική διαδικασία σε κάθε μάρτυρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου