ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο - Εισηγητή και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα,
για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Π. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ΒΠ, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 19397/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ά. σύζυγο Γ. Μ., 2) Γ. Μ. του Δ., κάτοικοι ...., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΚΣ, 3)Α. Μ. του Κ., 4)Α. Κ. του Ι., 5)Ε. Μ. του Ι. και 6)Μ. Μ. του Κ., κάτοικοι ... που παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο.Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Αυγούστου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 932/2015.Αφού άκουσεΤους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως (4-5-2015), προκύπτει ότι το δικαστήριο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπάγγελτα μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μια μόνο φορά για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανωτέρας βίας. Η αναβολή χορηγείται με αίτημα του διαδίκου για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορό του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος.
Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη.Εξάλλου η κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλ. την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτιών κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλ. να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, με τη διάταξη δε του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο, κατά τα άνω, με το Ν.Δ. 53/1974, υπερισχύει δε των ελληνικών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης και ορίζεται, ότι "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε ...., είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης προσβάσεως στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακροάσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπομένους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναιρέσεως, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ’ ΚΠοινΔ, όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικατ. από την παρ. 2 του άρθρου 11, του Ν. 3904/23.12.2010.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ’ του ΚΠοινΔ, (όπως η περ. δ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010), σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, ακόμη προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "α) ... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)". Κατά τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 του ΚΠοινΔ: "Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα από το νόμο να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Σύμφωνα µε το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. γ’ της ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα "όπως αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του" (και, σύμφωνα µε το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. δ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπισθεί τον εαυτό του µε τη βοήθεια συνηγόρου της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του"). Οι διεθνείς αυτές συμβάσεις, κυρωθείσες µε νόμο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και κατά το άρθρο 28 παρ. 1, εδ. α’ του Συντάγματος υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως νόμου.
Πρακτική συνέπεια του ως άνω δικαιώματος επιλογής συνηγόρου είναι, ότι ο κατηγορούμενος δικαιούται να ζητήσει να αναβληθεί η υπόθεσή του, με την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 349 ΚΠοινΔ, δηλαδή να υποβάλει αίτημα αναβολής με την επίκληση λόγων υγείας του συνηγόρου της επιλογής του και δη για σοβαρούς λόγους υγείας του τελευταίου, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος. Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος, (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18-4-2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), αναγνωρίζεται η αρχή της αναλογικότητας, κατά το οποίο "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι: α) αναγκαίοι υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλος πρόσφορος τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη σχετική ρύθμιση σκοπού και β) να τελούν σε αρμόζουσα αναλογία με αυτόν, έτσι ώστε οι επιπτώσεις που προκαλούνται στο θιγόμενο στα δικαιώματα του να μην είναι δυσανάλογα επαχθείς, η σχέση δε μεταξύ μέσου και σκοπού πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να αποτρέπονται υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες στο θιγόμενο. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 986/2014).Τέλος από τις άνω διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1δ’ ΚΠοινΔ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγουμένη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου.
Τέτοιο δικαίωμα του κατηγορουμένου είναι και το παραδεκτώς υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής της δίκης για την εμφάνιση του συνηγόρου της επιλογής του. Το αίτημα όμως του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης πρέπει να υποβάλλεται παραδεκτώς και να είναι ορισμένο, είναι δε ορισμένο, μόνον όταν αναφέρεται ποίος είναι ο συνήγορος της επιλογής του και ποίος ο λόγος της ανωτέρας βίας που εμποδίζει την εμφάνισή του, ώστε να κριθεί αν ο συνήγορος αυτός είναι υπαρκτό πρόσωπο, εάν όντως δύναται να παραστεί κατά τον νόμο ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου και αν όντως υφίσταται κώλυμα που τον εμποδίζει να εμφανισθεί. Αν το δικαστήριο, απορρίψει το αίτημα αυτό, παρ’ ότι υποβλήθηκε παραδεκτώς και είναι ορισμένο, χωρίς στην παρεμπίπτουσα απόφασή του να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στη συνέχεια δε προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ιδρύονται λόγοι αναιρέσεως τόσο για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παραβιάσεως και του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, το οποίο ρυθμίζεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όσο και για έλλειψη αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠοινΔ), ενώ αν δεν απαντήσει στο ορισμένο αίτημα θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ). Το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την κατ’ ουσίαν συνδρομή λόγου που εμποδίζει την αυτοπρόσωπη εµφάνιση του συνηγόρου της επιλογής του, διότι αν απορρίψει το αίτηµα του κατηγορουµένου να τον εκπροσωπήσει συγκεκριµένος δικηγόρος, παρ’ ότι δέχεται ότι συντρέχουν οι όροι του άρθρου 349 ΚΠοινΔ, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 αρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠοινΔ. Η αποδοχή δηλαδή από το δικαστήριο της ουσίας αιτήματος αναβολής εκ λόγου αναγομένου στο πρόσωπο του συνηγόρου υπερασπίσεως, προϋποθέτει την επίκληση της συνδρομής των όρων του άρθρου 349 ΚΠοινΔ και την κατ’ ουσίαν έρευνα της συνδρομής τούτων (όρων του άρθρου 349 ΚΠοινΔ), διότι η άποψη κατά την οποία, αν το δικαστήριο απαιτήσει επίκληση και εν συνεχεία απόδειξη τέτοιου λόγου κωλύματος για να απορρίψει το αίτηµα του κατηγορουµένου να τον εκπροσωπήσει συγκεκριµένος δικηγόρος, επέρχεται άνευ ετέρου απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠοινΔ, και η άποψη ότι το αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό, χωρίς έρευνα, μόνο επειδή η υπόθεση είναι πρωτοείσακτη και δεν κινδυνεύει να υποπέσει το αδίκημα σε παραγραφή, διότι άλλως παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητος, δεν ευρίσκει έρεισμα στον Σύνταγμα και στον νόμο.Συνεπώς οι άνω όροι του άρθρου 349 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, εν σχέσει με την ασθένεια του δικηγόρου είναι αναγκαίοι, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλος πρόσφορος τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τη σχετική ρύθμιση σκοπού και τελούν σε αρμόζουσα αναλογία με αυτόν, έτσι ώστε οι επιπτώσεις που προκαλούνται στα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν είναι δυσανάλογα επαχθείς, η δε σχέση μεταξύ μέσου και σκοπού είναι εύλογη, διότι τυχόν παραδοχή της απόψεως ότι η αναβολή είναι υποχρεωτική με μόνη την επίκληση ασθενείας του συνηγόρου και χωρίς κρίση περί της αληθείας του ισχυρισμού και με μόνη τη διαπίστωση ότι η υπόθεση είναι πρωτοείσακτη και ότι δεν κινδυνεύει να υποπέσει το αδίκημα σε παραγραφή, οδηγεί στο άτοπο, η εκδίκαση της υποθέσεως να επαφίεται στην βούληση του προβάλλοντος τους σχετικούς ισχυρισμούς κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθ. 19397/2015 απόφασή του, κατεδίκασε τον αναιρεσείοντα, σε ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία (3) έτη, για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση. Από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την εκφώνηση της υποθέσεως και του ονόματος του κατηγορουμένου, που βρέθηκε παρών, ο τελευταίος έλαβε το λόγο και ζήτησε την αναβολή της υποθέσεως, επικαλούμενος λόγους υγείας του συνηγόρου του και απουσίας των μαρτύρων υπερασπίσεως, δηλώνοντας, κατά λέξη, τα εξής: "Ο δικηγόρος μου Ε. Γ. είναι ασθενής, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι αρρώστησε χθες το βράδυ και έχει διάρροια και ιλίγγους και δεν μπορεί να με εκπροσωπήσει. Επίσης, δεν έχω ειδοποιήσει να έλθουν οι μάρτυρες μου για να πουν αυτά που ξέρουν για μένα". Όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά ο αναιρεσείων δεν παρέδωσε προς ανάγνωση στο Δικαστήριο αποδεικτικό του ισχυρισμού του έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ή άλλο έγγραφο, ούτε προέτεινε μάρτυρα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από απορριπτική εισαγγελική πρόταση, απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής, με την εξής αιτιολογία: "Ο κατηγορούμενος υπέβαλε προς το Δικαστήριο το αίτημα αναβολής της υπόθεσης λόγω επικαλουμένων προβλημάτων υγείας του συνηγόρου του και λόγω του ότι δεν ειδοποίησε μάρτυρες υπεράσπισης. Όμως από κανένα στοιχείο δεν προκύπτουν οι επικαλούμενοι λόγοι υγείας του συνηγόρου του, ενώ το γεγονός ότι δεν ειδοποίησε ο κατηγορούμενος μάρτυρες υπεράσπισης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο αναβολής. Κατόπιν αυτών το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο".Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίον ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι δεν έτυχε δικαίας δίκης, διότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το αίτημά του περί αναβολής λόγω ασθενείας του δικηγόρου του, στηρίζεται προεχόντως σε εσφαλμένη προϋπόθεση διότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να ερευνήσει το αίτημά του, αλλά το ερεύνησε και απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατ’ ουσίαν το σχετικό αίτημα, ως αναπόδεικτο και η σχετική κρίση του περί τα πράγματα δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και επομένως ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται από την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης και την εν συνεχεία κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, καθόσον εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου αν θα αναβάλει ή όχι τη δίκη, μη υποχρεουμένου να αναβάλει, εφόσον δεν πείσθηκε περί της συνδρομής του λόγου ασθενείας του συνηγόρου του κατηγορουμένου, αφού δεν προσκομίσθηκε προς επίρρωση του αιτήματος του αυτού το υπό του νόμου απαιτούμενο έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ούτε κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο από τον κατηγορούμενο, ενώ ήταν δική του επιλογή η μη προσέλευση των προταθησομένων υπ’ αυτού μαρτύρων υπερασπίσεως και επομένως δεν παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ούτε το δικαίωμα αυτού για δίκαιη δίκη. Δεν παραβιάσθηκε δε το δικαίωμα αυτού για δίκαιη δίκη, αφού η επικαλουμένη από αυτόν μειωμένη μόρφωσή του δεν δικαιολογεί την εκτίμησή του ότι το Δικαστήριο της ουσίας μετά βεβαιότητας θα εδέχετο το αίτημά του περί αναβολής, εν όψει του ότι η υπόθεση ήταν πρωτοείσακτη και δεν υφίστατο κίνδυνος παραγραφής εκ της αναβολής, ακόμη περισσότερο αφού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, είχε την συνδρομή δικηγόρου ως συνηγόρου. Ειδικότερα ως προς την παράλειψη ειδοποιήσεως των μαρτύρων υπερασπίσεως να προσέλθουν στο ακροατήριο, κατά την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. β’ του ΚΠοινΔ, που αναφέρεται στην διαδικασία της εκκλήτου δίκης: "Εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως". Από την παραπάνω διάταξη και κατ’ αντιδιαστολή προς την διαδικασία της πρωτοβάθμιας δίκης, όπου επιτρέπεται και διακοπή της συνεδριάσεως κατά το άρθρο 353 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, προκειμένου να βρεθούν και προσέλθουν με βιαία προσαγωγή κατά τη διάρκεια αυτής οι κλητευθέντες ουσιώδεις μάρτυρες, συνάγεται ότι στην δίκη ενώπιον του κατ’ έφεση δικάζοντος δικαστηρίου δεν επιτρέπεται βιαία προσαγωγή μη κλητευθέντων μαρτύρων, ούτε διακοπή της δίκης προκειμένου να κληθούν και προσέλθουν για να εξετασθούν μη κλητευθέντες από τον εισαγγελέα μάρτυρες, των οποίων η εξέταση είναι επιτρεπτή μόνον εάν ευρίσκονται στο ακροατήριο και αν κρίνει το δικαστήριο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση του εισαγγελέως ή των διαδίκων, ότι πρέπει να εξετασθούν.Συνεπώς από την επιλογή του κατηγορουμένου να μη προσαγάγει ο ίδιος μάρτυρες υπερασπίσεως στο ακροατήριο του άνω Δικαστηρίου και τον εκ του λόγου τούτου αποκλεισμό της δυνατότητος να εξετασθούν αυτοί, δεν παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ούτε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, καθ’ όσον η επικαλουμένη από αυτόν μειωμένη μόρφωσή του δεν δικαιολογεί την παράλειψή του αυτή, αφού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, είχε την συνδρομή δικηγόρου ως συνηγόρου. Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με αρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠοινΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 3 της ΕΣΔΑ. Ούτε άλλωστε παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου, καθ’ όσον το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τα ανωτέρω, απάντησε στο αίτημά του και δεν ιδρύθηκε ούτε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και ως προς το σκέλος αυτό, είναι αβάσιμος.Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 του ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ιδίου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προηγηθείσα απόφαση για την ενοχή του. Υποχρέωση επαναλήψεως των περιστατικών αυτών στην περί της ποινής απόφαση δεν υφίσταται. Η τελευταία αποκτά την κατά νόμο αιτιολογία με την απλή επανάληψη του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 79 ΠΚ και την διά μέσου αυτών, σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με την απόφαση επί της ενοχής, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του το Δικαστήριο της ουσίας για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του , για δε την εκτίμηση των στοιχείων αυτών έλαβε υπόψη του και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άνω άρθρου τα οποία ειδικά και εμπεριστατωμένα μνημονεύει στην απόφασή του (βλάβη που προξένησε κάθε έγκλημα, τον κίνδυνο που προήλθε εξ αιτίας του, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του κάθε εγκλήματος, τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεση τους, την ένταση του δόλου του, την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση κάθε εγκλήματος, την αφορμή που τα προκάλεσαν και το σκοπό που επιδίωξε, το χαρακτήρα του και το βαθμό της αναπτύξεως του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον πρότερο βίο του, τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια των πράξεων και μετά τις πράξεις, τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και των μελών της οικογενείας του).
Επί πλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν απαιτούντο.Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται ειδικότερα η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στην δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν νομίμως, με κοινό συνήγορο (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Αυγούστου 2015 (υπ’ αριθ. 6108/1- 9-2015) αίτηση - δήλωση αναιρέσεως του Ν. Π. του Γ. και της Κ., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ’ αριθ. 19397/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και β) Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου