Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #405/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #405/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Η δέσμευση του εθνικού δικαστή από το νομολογιακό προηγούμενο και δεδικασμένο των αποφάσεων του ΕΔΔΑ [Τριαντάφυλλος Ζολώτας, Δικηγόρος, Δ.Ν.]


Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν αποτέλεσε η υπ’ αριθμ. 405/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης.[1] Στις 9 Δεκεμβρίου 2008 απορρίφθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η αίτηση αναγνώρισης σωματείου με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ», παρότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στις 11 Οκτωβρίου 2007 είχε κρίνει πως η άρνηση των ελληνικών δικαστηρίων να εγγράψουν το επίδικο σωματείο στο μητρώο[2] προσέβαλε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ).[3] Εύλογο είναι, λοιπόν, το ερώτημα, αν και σε ποια έκταση δεσμεύεται ο έλληνας δικαστής από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η αναζήτηση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στο εσωτερικό ενός κράτους-μέλους της Σύμβασης μπορεί να αναλυθεί σε δύο επιμέρους ερωτήματα: Πρώτον, δεσμεύονται τα εθνικά δικαστήρια από την ερμηνεία που δίνει στις διατάξεις της Σύμβασης το Δικαστήριο του Στρασβούργου; Δεύτερον, ποιές είναι οι συνέπειες μιας απόφασης του ΕΔΔΑ, η οποία διαπιστώνει πως μια συγκεκριμένη πράξη του ελληνικού κράτους προσβάλλει την ΕΣΔΑ;
Ι. Η δεσμευτικότητα του νομολογιακού προηγουμένου των αποφάσεων του ΕΔΔΑ
Το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ που προβλέπει την υποχρεωτική ισχύ και εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ δεσμεύει μόνο τους διαδίκους.[4] Οι εθνικές αρχές των συμβαλλόμενων μερών φαίνεται, όμως, να λαμβάνουν υπόψη τους τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ακόμα και όταν δεν αφορά σε αυτά άμεσα.[5] Πώς εξηγείται αυτή η πρακτική, παρότι το κείμενο της ΕΣΔΑ δεν ορίζει ένα σχετικό καθήκον των κρατών-μελών;
Κατ’ αρχάς το άρθρο 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ αναφέρεται μόνο στο διατακτικό των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Αντίθετα, δεν ορίζει τίποτα σχετικά με τη δεσμευτικότητα της ratio decidendi και γενικότερα της ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης. Η διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 2 επ. ΕΣΔΑ αποτελεί κατά το άρθρο 19 ΕΣΔΑ αρμοδιότητα του ΕΔΔΑ, ενώ το άρθρο 32 ΕΣΔΑ του αναθέτει την εφαρμογή και την ερμηνεία της Σύμβασης.[6] Οι διατάξεις αυτές δεν συνεπάγονται, βέβαια, καθ’ εαυτές τη δέσμευση των εθνικών αρχών από το νομολογιακό προηγούμενο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Το ότι, όμως, η βούληση των συμβαλλόμενων μερών δεν ήταν να εξαντλείται η σημασία των δικαιοδοτικών του κρίσεων στην εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση, προκύπτει από τα άρθρα 37 παρ. 1 εδ. 2 και 37 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με αυτά το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει μια προσφυγή, ακόμα και όταν η διαφορά έχει διευθετηθεί, ή να αποφασίσει την επανεγγραφή μιας προσφυγής στο πινάκιο, εφόσον τούτο αιτιολογείται από τις περιστάσεις.[7]
Ούτε, όμως, το ΕΔΔΑ δέχεται ότι οι συνέπειες των αποφάσεών του περιορίζονται στα στενά όρια του υποκειμενικού δεδικασμένου. Όπως υπογράμμισε στην υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείουκαι επανέλαβε έκτοτε αρκετές φορές, οι αποφάσεις του δεν χρησιμεύουν μόνο στο να επιλύουν τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του, αλλά γενικότερα στο να διευκρινίζουν, να διαφυλάσσουν και να αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο της Σύμβασης, συμβάλλοντας έτσι στον σεβασμό, εκ μέρους των κρατών, των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει.[8] Ερμηνεύοντας, λοιπόν, τους όρους της Σύμβασης ανεξάρτητα από το πως γίνονται κατανοητοί στις εθνικές έννομες τάξεις[9] και ακολουθώντας ταυτόχρονα μια δυναμική-εξελικτική προσέγγιση –κατανοώντας δηλαδή τη Σύμβαση ως «living instrument» που πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των εκάστοτε σύγχρονων συνθηκών–[10] το ΕΔΔΑ ζωοποιεί το κείμενό της, έτσι ώστε το ακριβές περιεχόμενο των υποχρεώσεων που ανέλαβαν τα κράτη-μέλη κατά το άρθρο 1 ΕΣΔΑ να αποκρυσταλλώνεται πρώτα στον συνδυασμό των διατάξεων της Σύμβασης με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.[11] Για να μην εκθέσουν τη χώρα τους στον κίνδυνο μιας καταδίκης από το ΕΔΔΑ και στην ενδεχόμενη καταβολή υψηλής «δίκαιης ικανοποίησης», οι εθνικές αρχές ευθυγραμμίζονται, επομένως, εύλογα με τις αποφάσεις του δικαιοδοτικού οργάνου της Σύμβασης, ακόμα και όταν αυτές έχουν εκδοθεί εναντίον άλλων κρατών-μελών.[12]
Πέρα από τη συστηματική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, τη δέσμευση του εθνικού δικαστή από τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις που δίνει το ΕΔΔΑ, επιβάλλουν τελεολογικές σταθμίσεις.[13] Όπως διακηρύσσουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη στο προοίμιο της ΕΣΔΑ, σκοπός τους είναι η διασφάλιση της συλλογικής εγγύησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου.[14] Ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επιτευχθεί, αν τα 47 κράτη-μέλη ήταν τελείως ελεύθερα ως προς την ερμηνεία της ΕΣΔΑ. Αντίθετα, η δέσμευση των εθνικών αρχών από τις ερμηνευτικές λύσεις του ΕΔΔΑ συμβάλλει ουσιαστικά στην εμπέδωση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όχι μόνο γιατί αλλιώς η επίδραση της – απαραίτητης για μια ουσιαστική διαφύλαξη των κατοχυρωμένων στη Σύμβαση εγγυήσεων – αυτόνομης και δυναμικής-εξελικτικής ερμηνείας της ΕΣΔΑ θα παρέμενε περιορισμένη.[15] Αλλά επιπρόσθετα επειδή η κατά το δοκούν εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης θα οδηγούσε σε ασύμβατα με τη σκοποθεσία της ΕΣΔΑ αποτελέσματα. Αφενός θα αποδυνάμωνε την αυθεντία του ΕΔΔΑ, αφετέρου θα υπέσκαπτε την ασφάλεια δικαίου[16] και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των εθνικών έννομων τάξεων με τις επιταγές της Σύμβασης.[17]
Όπως απορρέει, άλλωστε, από το άρθρο 35 ΕΣΔΑ και τονίζει κατά πάγια νομολογία το ΕΔΔΑ, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσω του μηχανισμού της Σύμβασης είναι απλώς επικουρική.[18] Η επιτυχής λειτουργία της ΕΣΔΑ ως «συνταγματικού οργάνου της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου» προϋποθέτει την προθυμία των συμβαλλόμενων μερών να πραγματώσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν. Σε περίπτωση που δεν εκπληρώνουν τα καθήκοντα που τους αναλογούν πρωταρχικά, τότε το ήδη επιβαρυμένο με μεγάλο φόρτο εργασίας ΕΔΔΑ, θα παραλύσει από το πλήθος των προσφυγών που θα ασκηθούν.[19] Γίνεται, λοιπόν, εύκολα κατανοητό ότι η απόρριψη κάθε είδους δεσμευτικότητας των ερμηνευτικών λύσεων του ΕΔΔΑ θα καθιστούσε την ενιαία και αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου μια χιμαιρική διακήρυξη.