Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Στη χώρα μας, όπως και σε κάθε σύγχρονη δημοκρατία, ο λαός, ως εκλογικό
σώμα, ενεργοποιείται περιοδικά. Με την ψήφο του αναδεικνύει εκπροσώπους στα
αντιπροσωπευτικά σώματα, Βουλή και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή στις δύο βαθμίδες
της τοπικής αυτοδιοίκησης και αποφασίζει, αδιαμεσολάβητα στο δημοψήφισμα, για
κρίσιμα εθνικά θέματα ή για την τύχη ψηφισμένων νομοσχεδίων. Ο αντιπρόσωπος της
δικαστικής αρχής εγγυάται την ομαλή εξέλιξη κάθε εκλογικής διαδικασίας. Υπό την
ιδιότητα του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής, μονογράφει, κατά την εξαγωγή τους
από τον φάκελο, τα ψηφοδέλτια και καθένα από τους σταυρούς προτίμησης που
φέρουν.
Έτσι, επιδιώκεται να διασφαλιστεί η ανόθευτη, δηλαδή η γνήσια, εκδήλωση
της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εάν η θέση της μονογραφής
αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας διαλογής των ψήφων, η παράλειψή της
συνεπάγεται, άνευ ετέρου, τη μη προσμέτρησή τους, κατά περίπτωση, στη δύναμη του
συνδυασμού και των υποψηφίων του ή στη διαμόρφωση της επικρατούσας απάντησης.
Άλλως, περιορίζεται σε κριτήριο διακρίβωσης της γνησιότητας της βούλησης του
ψηφοφόρου, αναπληρούμενο, όταν ελλείπει, από το περιεχόμενο των ειδικών πινάκων
διαλογής και των λοιπών εκλογικών εγγράφων.
ΙΙ. Η λαϊκή κυριαρχία, η πολιτική ισότητα και η ανόθευτη εκδήλωση της
λαϊκής θέλησης
1. Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί το θεμέλιο του δημοκρατικού μας
πολιτεύματος1
. Στοιχεία του και, ταυτόχρονα, συστατικά της ομώνυμης αρχής είναι η
πολιτική ελευθερία και η πολιτική ισότητα2
. Η πρώτη καταλαμβάνει, προνομιακά, τη
διαμόρφωση της λαϊκής θέλησης και η δεύτερη, προεχόντως, την εκδήλωσή της. Η
ισότητα στο εκλέγειν επιβάλλει η προτίμηση των ψηφοφόρων να εκφράζεται με ίσους,
τους ίδιους, όρους, ενώ στο εκλέγεσθαι απαιτεί την επικράτηση όμοιων συνθηκών
κατά τη διαλογή των ψήφων και την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
Η λαϊκή θέληση ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να εκδηλώνεται
ελεύθερα και ανόθευτα. Η σχετική απαίτηση συναντάται πρώτη φορά στην
Καταστατική Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 και κατοχυρώνεται ως
θεμελιώδης εκλογική αρχή στο Σύνταγμα του 19753
. Στην υπέρτερη τυπική ισχύ και
την ευρεία κανονιστική της εμβέλεια υπόκειται όχι μόνο η διαμόρφωση της εκλογικής
βούλησης, τουλάχιστον κατά την περίοδο του εκλογικού αγώνα, αλλά και η διεξαγωγή
της ψηφοφορίας. Τα δύο συστατικά της αρχής του άρθρου 52 Συντ., η ελευθερία και το
ανόθευτο, αντιστοιχούν συστηματικά και ταυτίζονται λειτουργικά, με εκείνα της δημοκρατικής αρχής, την ελευθερία και την ισότητα, αποκαλύπτοντας τη στενή
σύνδεση και αναδεικνύοντας την παραπληρωματικότητά τους.
2. Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της
λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή η θεμελιώδης εκλογική αρχή του άρθρου 52 Συντ., τελεί
υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της πολιτείας. Τέτοιοι είναι όσοι εμπλέκονται
στην εκλογική διαδικασία4
. Σε όλες τις διακριτές φάσεις της, μεταξύ των οποίων από
τις πλέον σημαντικές είναι η διαλογή των ψήφων, και σε κάθε στιγμή ενεργοποίησης
του εκλογικού σώματος, τους ανατίθεται, συνταγματικά, η υποχρέωση να
διασφαλίζουν την ελευθερία και τη γνησιότητα, ακόμη και με τη θέσπιση ποινικών
κυρώσεων.
Το ανόθευτο εντοπίζεται, προνομιακά, στην έκφραση της λαϊκής θέλησης.
Επιτυγχάνεται, όταν τα ψηφοδέλτια και οι σταυροί προτίμησης, που προσμετρώνται
στη δύναμη των συνδυασμών και, αντίστοιχα, των υποψηφίων, έχουν εξαχθεί από την
κάλπη και δεν προστέθηκαν μετά τη διαλογή, εντός ή εκτός του εκλογικού τμήματος.
Εγγυητής της γνησιότητάς τους είναι, καταρχήν, ο κοινός νομοθέτης και, προς τούτο,
εξοπλίζεται με ευρεία περιθώρια επιλογών. Από τις διαθέσιμες οφείλει να προκρίνει
εκείνη που υπηρετεί πληρέστερα τον επιδιωκόμενο συνταγματικά στόχο. Η εμπλοκή
του ολοκληρώνεται πάντως με τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων.
Η εφαρμογή τους αφήνεται στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής5
. Αυτός
διενεργεί μεταξύ άλλων, τη διαλογή των ψήφων, βεβαιώνει δε με την υπογραφή του
την ακρίβεια και την αλήθεια του περιεχομένου των ειδικών πινάκων και των λοιπών
εκλογικών εγγράφων. Επιλέγεται με κλήρωση από ευρύ κατάλογο δημόσιων
λειτουργών και υπαλλήλων6
. Όλοι τους είναι, κατά την έννοια του άρθρου 52 Συντ.,
λειτουργοί της πολιτείας7
. Δηλαδή, εγγυητές της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής
θέλησης και υπόχρεοι να τη διασφαλίζουν.
ΙΙΙ. Η μονογραφή ψηφοδελτίων και σταυρών προτίμησης στις γενικές
βουλευτικές εκλογές8
Στις γενικές βουλευτικές εκλογές κάθε ψηφοφόρος επιλέγει συνδυασμό,
αυτοτελούς πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού περισσότερων, και εκφράζει την
προτίμησή του σε αριθμό υποψηφίων, θέτοντας σταυρό9 παραπλεύρως του ονόματός
τους. Η μονογραφή του ψηφοδελτίου, από τη στιγμή που αντικατέστησε το σφαιρίδιο,
αποτελεί σταθερό γνώρισμα της εκλογικής νομοθεσίας και εγγύηση της γνησιότητάς
του. Σε πρώτη φάση, η θέση της βάρυνε, από κοινού, τον αντιπρόσωπο της δικαστικής
αρχής και ένα μέλος της εφορευτικής επιτροπής10, ενώ, στη συνέχεια, αφέθηκε
αποκλειστικά στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή σε εκείνον που διευθύνει τις
εργασίες της11
. Μονογράφουν, επίσης, κάθε σταυρό προτίμησης και αναγράφουν τον
συνολικό αριθμό τους σε κάθε ψηφοδέλτιο12
.
Η διαλογή των ψήφων αποτελεί σύνθετη διαδικασία13 και εκκινεί με την
ολοκλήρωση της ψηφοφορίας. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που
διευθύνει τις εργασίες της ανασύρει, κάθε φορά από την κάλπη και έως την εξάντλησή
τους, έναν αριθμημένο φάκελο, τον αποσφραγίζει, διαπιστώνει την εγκυρότητα του
ψηφοδελτίου που βρίσκεται εντός αυτού, το επιδεικνύει στα μέλη (της εφορευτικής
επιτροπής) και, εάν παρίστανται, στους υποψηφίους ή τους αντιπροσώπους τους,
διαβάζει το περιεχόμενό του, το αριθμεί, κατά τη σειρά εξαγωγής, το μονογράφει και ο
αριθμός του (ψηφοδελτίου) σημειώνεται στον ειδικό πίνακα συνδυασμών14
. Όταν δεν
εφαρμόζεται το σύστημα των «δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα) και οι υποψήφιοι
σταυροδοτούνται, η διαδικασία συνεχίζεται. Κάθε σταυρός προτίμησης μονογράφεται,
αναγράφεται, ολογράφως, ο συνολικός αριθμός τους σε κάθε ψηφοδέλτιο και το
τελευταίο, αριθμητικά ταυτοποιημένο, σημειώνεται στον ειδικό πίνακα υποψηφίων
απέναντι από το όνομα του προτιμώμενου.
Με το πέρας της διαλογής ψηφοδελτίων και σταυρών οι ειδικοί πίνακες
συνδυασμών και υποψηφίων κλείνουν με πράξη που γράφεται στο τέλος τους και
υπογράφεται από όλους τους παριστάμενους στο εκλογικό τμήμα15
. Το αποτέλεσμα
ανακοινώνεται, αμέσως και χωρίς καθυστέρηση, στον οικείο αντιπεριφερειάρχη16 από
τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της,
πρώτα για τους συνδυασμούς και μετά για τους υποψηφίους. Συντάσσεται, τέλος,
διαβάζεται και υπογράφεται διακριτή πράξη στο βιβλίο πρακτικών της εκλογής, στην
οποία, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων κάθε
συνδυασμού17
. Τα βιβλία και όλα τα εκλογικά έγγραφα, καθώς επίσης τα ψηφοδέλτια,
τακτοποιημένα κατά συνδυασμούς και με τη σειρά αρίθμησής τους, κλείνονται στον σάκο, ο οποίος σφραγίζεται και παραδίδεται στον Πρόεδρο του οικείου
Πρωτοδικείου18
.
Η τύχη του ψηφοδελτίου, όταν απουσιάζει η μονογραφή, δεν καθορίζεται
νομοθετικά. Αντιθέτως, η παράλειψη της θέσης παραπλεύρως των σταυρών
προτίμησης ρυθμίζεται ειδικά στην εκλογική νομοθεσία19
. Όσοι δεν φέρουν
μονογραφή και ο συνολικός αριθμός τους δεν αναγράφεται στο ψηφοδέλτιο, δεν
λαμβάνονται υπόψη κατά την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Δηλαδή, δεν
υπολογίζονται στη δύναμη των υποψηφίων, ακόμη και όταν το ταυτοποιημένο
αριθμητικά ψηφοδέλτιο και οι σταυροί προτίμησης που φέρει έχουν σημειωθεί στον
οικείο ειδικό πίνακα και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Σε κάθε περίπτωση, δεν
επηρεάζεται το κύρος του ψηφοδελτίου. Παραμένει έγκυρο20 και προσμετράται στη
δύναμη του συνδυασμού, αρκεί να έχει μονογραφηθεί ή, έστω, να έχει καταχωρηθεί,
δηλαδή να αποδεικνύεται η γνησιότητά του.
IV. Η μονογραφή ψηφοδελτίων και σταυρών προτίμησης στις
αυτοδιοικητικές εκλογές
Η διαλογή των ψήφων για την ανάδειξη του επιτυχόντος και των επιλαχόντων
συνδυασμών, αλλά και για την κατανομή των εδρών στο οικείο συμβούλιο στους
Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δύο βαθμίδων, οργανώνεται, παγίως, με
ρητή και ευθεία παραπομπή στην, εκάστοτε, ισχύουσα νομοθεσία για την εκλογή
βουλευτών21
. Η επιλογή εξασφαλίζει, καταρχήν, την ενιαία αντιμετώπιση ζητημάτων
σχετικών με την έκφραση της λαϊκής θέλησης. Επιτυγχάνεται, επίσης, σημαντική
εξοικονόμηση του οικείου Κώδικα, ο οποίος περιέχει από τη φύση του πολυάριθμες
διατάξεις. Μεταξύ αυτών, συναντώνται, συχνά, και ρυθμίσεις για την εκλογή των
αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για ειδικούς ορισμούς που διέπουν, αποκλειστικά, τη θεματικά οριοθετημένη ύλη, αποκλειομένης, ελλείψει νομοθετικού
κενού, της ανάλογης εφαρμογής της εκλογικής νομοθεσίας22
.
Η αντικατάσταση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων από τις Περιφέρειες
συντελέστηκε με τον ν. 3852/201023
. Περιλαμβάνει, ωσάν να συγκροτούσε τον πρώτο
Κώδικα της νέας αυτοδιοικητικής αρχιτεκτονικής, διατάξεις για τα βασικά ζητήματα
οργάνωσης και των δύο βαθμίδων. Επαναλαμβάνοντας, επί λέξει, τον γνωστό ορισμό
του προϊσχύσαντος δικαίου, προβλέπει πάντως ότι για όσα αφορούν την εκλογική
διαδικασία και δεν αντιμετωπίζονται με ειδικούς ορισμούς, εφαρμόζεται αναλόγως η
εκλογική νομοθεσία24
. Τέτοιο είναι, κατ’ εξοχήν, η διαλογή των ψήφων. Έτσι, η
διαδικασία ακολουθεί, κατά γράμμα, εκείνη των γενικών βουλευτικών εκλογών. Τη
συνθέτουν, κατά σειρά, η αποσφράγιση κάθε φακέλου, η διαπίστωση της εγκυρότητας
του ψηφοδελτίου, η αρίθμηση και η μονογραφή του, η μονογραφή κάθε σταυρού
προτίμησης, η αναγραφή του συνολικού αριθμού τους, η συμπλήρωση και το κλείσιμο
των ειδικών πινάκων διαλογής και των λοιπών εκλογικών εγγράφων.
Βέβαια, στις αυτοδιοικητικές εκλογές επιτυχών θεωρείται ο συνδυασμός που
θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων. Η
εξασφάλισή της από την πρώτη Κυριακή αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής και στην
πράξη, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, αδύνατη. Γι’
αυτό, η ανάδειξη των αρχών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ολοκληρώνεται,
συνήθως, σε δύο γύρους, με την επαναληπτική ψηφοφορία να διεξάγεται μία εβδομάδα
μετά μεταξύ των δύο πρώτων σε εκλογική δύναμη. Επειδή οι ψηφοφόροι περιορίζονται
και η προτίμησή τους εξαντλείται στην επιλογή συνδυασμού, προκρίνοντας μεταξύ των
δύο επικρατέστερων, και όχι υποψηφίων, δεν εκφράζουν την εκλογική τους βούληση με σταυροδότηση. Την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας ακολουθεί και πάλι το άνοιγμα
της κάλπης, η αρίθμηση των φακέλων και η διαλογή των ψηφοδελτίων.
Στον ν. 3852/2010 περιλαμβάνονται και διατάξεις που διέπουν το
περιεχόμενο των ψηφοδελτίων25, τους σταυρούς προτίμησης26 και την ακυρότητά
τους27
. Για τα εν λόγω ζητήματα δεν χωρεί ανάλογη εφαρμογή της εκλογικής
νομοθεσίας, ακόμη και στην περίπτωση που το εύρος της ρυθμιζομένης ύλης
υπολείπεται εκείνης των γενικών βουλευτικών εκλογών. Έτσι, η τύχη όσων σταυρών
προτίμησης δεν φέρουν μονογραφή ή δεν αναγράφεται ο συνολικός αριθμός τους, εάν
δεν θεσπιστεί ειδικός ορισμός, θα εξακολουθήσει να καθορίζεται δικαστικά.
V. Η μονογραφή των ψηφοδελτίων στη νομολογία
1. Ο έλεγχος του κύρους των γενικών βουλευτικών εκλογών, κατά των
οποίων υποβλήθηκε ένσταση, μεταξύ άλλων για παράβαση της νομοθεσίας σχετικά με
τη διενέργειά τους, ανατίθεται σε δικαστικό σχηματισμό. Αρμόδιο, καθόλη τη
μεταπολεμική περίοδο και έως τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, υπήρξε το
Εκλογοδικείο και, στη συνέχεια, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Με ένσταση
προσβάλλονται, επίσης, οι αποφάσεις ανακήρυξης επιτυχόντων και επιλαχόντων
συνδυασμών ή υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές, για λόγους που αφορούν την
παραβίαση του νόμου κατά τη διεξαγωγή τους ή την εξαγωγή του αποτελέσματος. Των
διαφορών επιλαμβάνονται τα οικεία τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα Πρωτοδικεία
για τους Δήμους και τα Εφετεία για τις Περιφέρειες. Οι αποφάσεις τους ελέγχονται
αναιρετικά από το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας28.
Η υποχρέωση μονογραφής των ψηφοδελτίων κατά την εξαγωγή τους από τον
φάκελο κατοχυρώνεται ρητά στην εκλογική νομοθεσία και η ρύθμισή της εφαρμόζεται ανάλογα για τη διαλογή των ψήφων στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η παράλειψη
συνιστά παραβίαση του νόμου κατά τη διεξαγωγή των εκλογών ή/και την εξαγωγή του
αποτελέσματός τους. Στοιχειοθετεί, λοιπόν, λόγο για την άσκηση ένστασης και την
αμφισβήτηση του κύρους της εκλογής.
2. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις
εργασίες της υποχρεούνταν, καθόλη τη διάρκεια ισχύος του Συντάγματος του 1952, να
μονογράφουν τα ψηφοδέλτια του εκλογικού τους τμήματος. Ωστόσο, το
Εκλογοδικείο30 τρεις μόλις φορές απασχόλησε διαφορά με αντικείμενο την απουσία
μονογραφής31
. Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στο γεγονός ότι με την υποβολή
ένστασης από υποψηφίους ή και πολίτες το ενδιαφέρον εντοπίζεται, προνομιακά, στους
σταυρούς προτίμησης. Η, εκ των υστέρων, αναγνώρισή τους ως εγκύρων ή/και η
ακύρωσή τους δεν επηρεάζει, κατά κανόνα, τη σειρά κατάταξης, ενώ δεν μεταβάλλει
ουσιωδώς την εκλογική δύναμη των συνδυασμών και, πολύ περισσότερο, δεν
ανατρέπει την κατανομή των εδρών τους στη Βουλή.
Μετά την υπαγωγή των εκλογικών διαφορών στην αρμοδιότητα του
Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, οι αποφάσεις του υπήρξαν περισσότερες,
αξιοποίησαν δε και με τις αναγκαίες ασφαλώς προσαρμογές τη νομολογία του
Εκλογοδικείου για τους σταυρούς προτίμησης. Έτσι, έγινε δεκτό ότι η μονογραφή δεν
επιτρέπει την, εκ των υστέρων μετά τη διαλογή, προσθήκη ψηφοδελτίου32. Η
παράλειψή της δεν αποτελεί διακριτικό γνώρισμα, ούτε επιφέρει, καθαυτή, την ακυρότητα
33, αρκεί να μην αμφισβητείται ευθέως η ταυτότητα ή η γνησιότητά του34
,
και μπορεί να αναπληρωθεί από τον οικείο ειδικό πίνακα διαλογής35 ή τα λοιπά
εκλογικά έγγραφα36
. Εξάλλου, το σημείο, όπου τίθεται η μονογραφή, δεν επηρεάζει το
κύρος του ψηφοδελτίου και δεν αποτελεί πλημμέλεια η θέση της στην εμπρός ή στην
πίσω όψη του.
Οι κριθείσες διαφορές εντοπίστηκαν, σχεδόν αποκλειστικά, σε περιορισμένο
αριθμό ψηφοδελτίων σε περισσότερα εκλογικά τμήματα της βασικής εκλογικής
περιφέρειας. Τη μοναδική φορά που ζητήθηκε η ακύρωση του συνόλου τους στο ίδιο
εκλογικό τμήμα, ελλείψει αρίθμησης, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αβάσιμος37
. Και
τούτο, επειδή έφεραν όλα μονογραφή, είχαν αναγραφεί στο υπογεγραμμένο πρακτικό
της εφορευτικής επιτροπής38, καταχωρήθηκαν στους πίνακες διαλογής κατά τη σειρά
εξαγωγής και το περιεχόμενο των τελευταίων συνέπιπτε με τα στοιχεία των
ψηφοδελτίων. Αν και οι πίνακες δεν είχαν υπογραφεί από την εφορευτική επιτροπή,
δεν προσβλήθηκαν στην ένσταση και, γι’ αυτό, η παράλειψη δεν επηρέασε την
εγκυρότητά τους.
3. Η διαλογή των ψηφοδελτίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές οργανώνεται με
ανάλογη εφαρμογή της νομοθεσίας για την εκλογή των βουλευτών. Οι δύο διαδικασίες
ταυτίζονται, λοιπόν, πλήρως. Γι’ αυτό, η διαπλασθείσα νομολογία του Εκλογοδικείου
και, στη συνέχεια, του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, συνεπεία τόσο της κοινής
νομικής βάσης όσο και της θέσης των δύο δικαστικών σχηματισμών στην πυραμίδα της
δικαιοσύνης, καθόρισε, δεσμευτικά, την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας39
.
Έτσι, έγινε δεκτό ότι η παράλειψη της μονογραφής δεν επιφέρει την
ακυρότητα του ψηφοδελτίου, ενώ την απουσία της, όπως και της αρίθμησης, μπορεί να
θεραπεύσουν ο πίνακας διαλογής και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα40. Εάν, λοιπόν, από
το περιεχόμενό τους προκύπτει ότι το ψηφοδέλτιο έχει εξαχθεί από την κάλπη και η
γνησιότητά του δεν αμφισβητείται, εκφράζει την αληθή βούληση του ψηφοφόρου και
προσμετράται στη δύναμη του συνδυασμού. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν έχει
μονογραφηθεί ούτε το ψηφοδέλτιο ούτε ο κάθε σταυρός προτίμησης που φέρει41
.
VΙ. Η μονογραφή των σταυρών προτίμησης στη νομολογία
1. Η νομολογία είναι, αντιθέτως, πλούσια σε διαφορές που ανακύπτουν, όταν
απουσιάζει η μονογραφή από τους σταυρούς προτίμησης και δεν αναγράφεται σε κάθε
ψηφοδέλτιο ο συνολικός αριθμός τους. Τούτο εξηγείται ευχερώς και συνδέεται
άρρηκτα με το επίδικο διακύβευμα. Η δικαστική κρίση ενδέχεται να ανατρέψει τη σειρά
κατάταξης των υποψηφίων και να καθορίσει, εντέλει, την τύχη τους. Δηλαδή, να τους
διατηρήσει εκτός Βουλής και του οικείου συμβουλίου ή να καταλήξει στην εκλογή
τους.
Διαφορές με αυτό το περιεχόμενο απασχόλησαν τόσο το Εκλογοδικείο όσο
και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Σε πρώτη φάση το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε
στην αναγνώριση της εγκυρότητας ή στη διαπίστωση της ακυρότητας του σταυρού
προτίμησης. Η διαπλασθείσα νομολογία καθόρισε, εν πολλοίς, τη μεταγενέστερη
επιλογή του κοινού νομοθέτη να μην λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της
εκλογικής δύναμης των υποψηφίων, αποκλειστικά πάντως στις γενικές βουλευτικές
εκλογές. Μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 1907/1990, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε,
προνομιακά, στη συνταγματικότητα της προσμέτρησης του ψηφοδελτίου στη δύναμη του
συνδυασμού.
2. Το Εκλογοδικείο δέχθηκε ότι η έλλειψη μονογραφής σε σταυρό
προτίμησης δεν συνεπάγεται την ακυρότητά του, εάν ψηφοδέλτιο και σταυροί έχουν
καταχωρηθεί στα εκλογικά έγγραφα υπέρ συνδυασμού και, αντίστοιχα, υποψηφίου42
, αφού η καταχώρηση επιτρέπει τον έλεγχο της ορθότητας του εκλογικού
αποτελέσματος43
. Νομίμως δεν καταχωρείται σταυρός που στερείται μονογραφής
44
,
αφού τεκμαίρεται ότι τέθηκε εκ των υστέρων45
, όταν δε στο ίδιο ψηφοδέλτιο
συνυπάρχουν σταυροί με μονογραφή, ο αριθμός των οποίων αναγράφεται ως σύνολο,
και χωρίς αυτήν, οι μη μονογραφημένοι και μη αναγραφόμενοι στο σύνολό τους δεν
προσμετρώνται στον υποψήφιο46
. Την τελευταία φορά που επιλήφθηκε εκλογικών
διαφορών, στην αναμέτρηση της 17ης Νοεμβρίου 1974, αναγνώρισε στην ίδια απόφασή
του47 τόσο τον σκοπό που υπηρετεί η υποχρέωση μονογραφής και αναγραφής του
συνολικού αριθμού των σταυρών σε κάθε ψηφοδέλτιο, όσο και την τύχη τους, όταν
παραλείπονται. Δέχθηκε ότι ο νομοθέτης επιδιώκει, προδήλως, να αποκλείσει τη
δυνατότητα και να μην επιτρέψει προσθήκες μετά την έκφραση της προτίμησης του
εκλογέα και παρά τη θέλησή του, ενώ η παράλειψη συνεπάγεται την ακυρότητα του
σταυρού και όχι του ψηφοδελτίου48
.
Η νομολογία του Εκλογοδικείου κατεύθυνε την κρίση του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του υπήρξαν πολλές και επαναλαμβάνουν, «μονότονα»,
την ίδια ακριβώς σκέψη. Το ψηφοδέλτιο που δεν μονογράφονται οι σταυροί
προτίμησης49 και δεν αναγράφει το συνολικό αριθμό τους50 παραμένει έγκυρο, αφού
την παράλειψη αναπληρώνουν τα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Εάν, λοιπόν, έχει
καταχωρηθεί σε αυτά, συνάγεται η γνησιότητά του51 και διασφαλίζεται ότι ο σταυρός
προτίμησης δεν έχει προστεθεί εκ των υστέρων52
. Εξάλλου, η απουσία μονογραφής και
η μη καταχώρηση επιφέρουν την ακυρότητα
53
. Αντιθέτως, δεν επιδρά στο κύρος η
θέση μονογραφής όχι ακριβώς δίπλα στον σταυρό ή απέναντί του, αρκεί να προκύπτει ότι τον αφορά54, ενώ την απουσία της παραπλεύρως του συνολικού αριθμού των
σταυρών αναπληρώνει η μονογραφή καθενός και το αντίστροφο55
.
Η προσμέτρηση ψηφοδελτίου στην εκλογική δύναμη του συνδυασμού, όταν
οι σταυροί προτίμησης που φέρει δεν έχουν μονογραφηθεί και δεν αναγράφεται ο
συνολικός αριθμός τους, δεν αντίκειται στα άρθρα 1 παρ. 2 και 52 Συντ.56
. Η κρίση θα
αποκτήσει, εντέλει, το 1990 νομοθετική περιωπή. Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι τη
μοναδική φορά που αμφισβητήθηκε το κύρος του συνόλου των σταυρών προτίμησης
ενός εκλογικού τμήματος, επειδή δεν έφεραν μονογραφή και δεν αναγράφηκαν στον
οικείο πίνακα διαλογής, θα κριθούν, εντέλει, έγκυροι, γιατί κανένας από αυτούς δεν
είχε μονογραφηθεί57
.
3. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν καθορίζεται νομοθετικά η τύχη των
σταυρών προτίμησης, όταν δεν έχουν μονογραφηθεί και δεν αναγράφεται στο
ψηφοδέλτιο ο συνολικός αριθμός τους. Η ρύθμιση της εκλογικής νομοθεσίας δεν τις
καταλαμβάνει, όπως γίνεται δεκτό και στη νομολογία58. Έτσι, η εγκυρότητά τους
κρίνεται, εντέλει, από το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τον
αναιρετικό έλεγχο αποφάσεων των, κατά περίπτωση, αρμόδιων τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων. Η ετυμηγορία του δεν ήταν πάντως δυνατόν να αποστεί εκείνης του
Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου59, εντοπίζεται δε αποκλειστικά
στην πρώτη ψηφοφορία, καθώς η επαναληπτική διεξάγεται μεταξύ δύο συνδυασμών, περιορίζεται στην ανάδειξη του επιτυχόντος και δεν εκφράζεται προτίμηση στο
πρόσωπο υποψηφίων.
Η παράλειψη μονογραφής σε κάθε σταυρό προτίμησης και αναγραφής του
συνολικού αριθμού τους, συνδυασμένα ή αυτοτελώς, δεν συνεπάγεται, από μόνη της,
την ακυρότητά τους. Όπως συμβαίνει και με τα ψηφοδέλτια στις αυτοδιοικητικές
εκλογές, το κύρος τους κρίνεται από το περιεχόμενο του πίνακα διαλογής και των
λοιπών εκλογικών εγγράφων. Εάν έχει καταχωρηθεί, ο σταυρός προσμετράται στη
δύναμη του υποψηφίου, αφού η γνησιότητά του είναι διασφαλισμένη60. Σε διαφορετική
περίπτωση, δηλαδή εάν δεν έχει υπάρξει καταχώριση, η παράλειψη της μονογραφής
τον καθιστά, άνευ ετέρου, άκυρο61
.
VΙΙ. Η μονογραφή: Κριτήριο της γνησιότητας ψηφοδελτίων και σταυρών
προτίμησης
1. Η αρίθμηση και η μονογραφή του ψηφοδελτίου, η θέση μονογραφής
παραπλεύρως κάθε σταυρού προτίμησης και η αναγραφή του συνολικού αριθμού τους,
καθώς επίσης η σημείωση του, ταυτοποιημένου πλέον αριθμητικά, ψηφοδελτίου στους
ειδικούς πίνακες συνδυασμών και υποψηφίων, συνθέτουν τον τύπο της ακολουθητέας
διαδικασίας διαλογής στις γενικές βουλευτικές εκλογές και, με ανάλογη εφαρμογή,
στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών (εκλογών)
62. Στην επαναληπτική ψηφοφορία το
τοπικό εκλογικό σώμα δεν εκφράζεται υπέρ υποψηφίων, αλλά καλείται να επιλέξει,
αποκλειστικά, μεταξύ δύο συνδυασμών. Ο τύπος, μοιραία, απλουστεύεται, επιμέρους
συστατικά του εξαιρούνται και περιλαμβάνει, κατά σειρά, την αρίθμηση κάθε
ψηφοδελτίου, τη μονογραφή του και τη σημείωση του αριθμού του στον οικείο ειδικό
πίνακα.
Η ταυτοποίηση και η μονογραφή διασφαλίζουν τη γνησιότητα του
ψηφοδελτίου, αφού προσφέρουν, αντικειμενικά, την απόδειξη ότι έχει εξαχθεί από τον φάκελο κατά τη διαλογή εντός του εκλογικού τμήματος. Εξάλλου, οι σταυροί
προτίμησης είναι γνήσιοι, όταν μονογραφούνται και ο συνολικός τους αριθμός
αναγράφεται σε κάθε ψηφοδέλτιο. Η μονογραφή αποτελεί, λοιπόν, βασικό συστατικό
του ακολουθητέου τύπου και κριτήριο για να διακριβωθεί η ανόθευτη εκδήλωση της
λαϊκής θέλησης, όπως επιτάσσει το άρθρο 52 Συντ. Η παράλειψή της θα επέτρεπε,
κατά μια άποψη63
, τη μη προσμέτρηση του ψηφοδελτίου ή του σταυρού προτίμησης με
τα παραπάνω χαρακτηριστικά στην εκλογική δύναμη συνδυασμού και, αντίστοιχα,
υποψηφίου.
Η επικράτηση αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης θα αποδεικνύονταν όμως
στην πράξη υπέρμετρα επαχθής και αδικαιολόγητα αυστηρή, αφού στην κατάληξή της
αποκλείει την προσμέτρηση στην εκλογική δύναμη εκφρασμένης λαϊκής θέλησης.
Τέτοια έννομη συνέπεια θα χωρούσε επιτρεπτά, μόνον όταν το μη μονογραφημένο
ψηφοδέλτιο και ο μη μονογραφημένος σταυρός προτίμησης προστέθηκαν μετά τη
διαλογή εντός ή εκτός του εκλογικού τμήματος. Τούτο πρέπει να θεωρείται, άνευ
ετέρου, πρόδηλο, εφόσον δεν έχουν, επιπλέον, καταχωρηθεί στον οικείο πίνακα και
στα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Η καταχώρηση συνιστά, λοιπόν, ισοδύναμο συστατικό
του τύπου της ακολουθητέας διαδικασίας διαλογής των ψήφων και επάλληλο κριτήριο
για τη διακρίβωση της γνησιότητάς τους. Από τη φύση του και την επιτελούμενη
λειτουργία αναπληρώνει, όπως δέχεται παγίως η νομολογία64
, ισότιμα την παράλειψη
μονογραφής.
2. Τα δύο επάλληλα κριτήρια και ισοδύναμα συστατικά του ακολουθητέου
τύπου στη διαδικασία διαλογής, μονογραφή και καταχώρηση, ενεργούν
συμπληρωματικά, όταν η παράλειψη εντοπίζεται σε περιορισμένο ή πάντως μικρό
αριθμό ψηφοδελτίων, διασκορπισμένων σε περισσότερα εκλογικά τμήματα της ίδιας
βασικής εκλογικής περιφέρειας και σε ψηφοδέλτια ή σταυρούς προτίμησης στον ίδιο
Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στη δεύτερη περίπτωση αποκλειστικά κατά την
ψηφοφορία της πρώτης Κυριακής65. Δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί νομολογιακά η παράλειψη μονογραφής στο σύνολο των ψηφοδελτίων του ίδιου εκλογικού τμήματος.
Άλλωστε, πραγματικό με αυτό το περιεχόμενο αποδεικνύεται στην πράξη ακραία
εξαιρετικό.
Διερωτάται κανείς, εύλογα, κατά πόσον η μη μονογραφή του συνόλου των
ψηφοδελτίων στο ίδιο εκλογικό τμήμα σε γενικές βουλευτικές εκλογές μπορεί να
αναπληρωθεί, επιτρεπτά, από την καταχώρηση στους ειδικούς πίνακες διαλογής και
στα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Κάθε απόπειρα για την, εκ των υστέρων, αλλοίωση της
εκφρασμένης λαϊκής θέλησης, εφόσον επιχειρούνταν, δύσκολα θα ευδοκιμούσε, αφού
προϋποθέτει και απαιτεί τη συνδυασμένη και συντονισμένη προσπάθεια περισσοτέρων
παραγόντων της διαδικασίας υπό την ασφυκτική μάλιστα πίεση του χρόνου για να
μεταβάλουν το περιεχόμενο διακριτών και διαδοχικών στη συμπλήρωσή τους
εγγράφων. Για την ταυτότητα του νομικού και του πραγματικού λόγου, η διαπίστωση
πρέπει να καταλάβει και τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Στην επαναληπτική τους ψηφοφορία η απλούστευση της ακολουθητέας
διαδικασίας διαλογής δεν αποδεικνύεται ικανή για να αποτρέψει με την ίδια
αποτελεσματικότητα κάθε απόπειρα, εκ των υστέρων, νόθευσης της λαϊκής θέλησης.
Όταν το αποτέλεσμά της ανατρέπει, απρόβλεπτα και αιφνίδια, την άνετη διαφορά του
πρώτου γύρου, ο επιτυχών συνδυασμός επικρατεί «βραχεία κεφαλή» και οι συνθήκες
εντός του εκλογικού τμήματος, κατά και μετά τη διαλογή
66, επιτρέπουν ή, πολύ
περισσότερο, διευκολύνουν, την αλλοίωση, η εμπιστοσύνη στις καταχωρήσεις του
οικείου ειδικού πίνακα ή άλλου εκλογικού εγγράφου, προκειμένου να αναπληρωθεί η
παράλειψη της μονογραφής, θα αποδειχθεί, εντέλει, στην πράξη τουλάχιστον
επισφαλής. Εν προκειμένω, οι παραδοχές της νομολογίας τίθενται, κυριολεκτικά, σε
υπαρξιακή δοκιμασία, τα πραγματικά δεδομένα επιβάλλεται να εξεταστούν σε ριζικά
διαφορετική βάση και ο δικαστικός έλεγχος θα μπορούσε, εύλογα, να διατάξει ακόμη
και την επανάληψη της ψηφοφορίας67
.
VΙΙΙ. Η μονογραφή: Ουσιώδης τύπος της διαδικασίας διαλογής
1. Προκειμένου να διασφαλίσει τη γνήσια εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως
έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, όταν εντοπίζεται στην επιλογή υποψηφίων στις
γενικές βουλευτικές εκλογές, ο κοινός νομοθέτης οργανώνει με αναλυτικούς ορισμούς
τόσο τη θέση στο ψηφοδέλτιο των σταυρών προτίμησης68 όσο και τη διαλογή τους69
. Η
καταμέτρηση ακολουθεί καθορισμένη διαδικασία, στην οποία η μονογραφή του
προέδρου της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνου που διευθύνει τις εργασίες της και η μη
αναγραφή, ολογράφως, του συνολικού αριθμού τους σε κάθε ψηφοδέλτιο συνιστούν
ουσιώδη τύπο της70. Η παράλειψή τους δεν επιτρέπει να προσμετρηθεί σταυρός
προτίμησης με αυτά τα χαρακτηριστικά στην εκλογική δύναμη υποψηφίου.
Πρόκειται για νομολογιακά διατυπωμένο κανόνα, ο οποίος τυποποιήθηκε και
απέκτησε νομοθετική περιωπή71
. Έτσι, σταυροί προτίμησης, όταν δεν μονογράφονται
και δεν αναγράφεται ο συνολικός αριθμός τους, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την
εξαγωγή του αποτελέσματος της ψηφοφορίας. Δηλαδή, η παράβαση του ουσιώδους
τύπου της διαδικασίας διαλογής απαγορεύει τον υπολογισμό τους και τους καθιστά εξ
αποτελέσματος άκυρους. Η «κύρωση» επιβάλλεται ex lege, ακόμη και στην περίπτωση
που ο σταυρός έχει σημειωθεί, με αναφορά στην αριθμητική ταυτότητα του
ψηφοδελτίου, στον οικείο ειδικό πίνακα. Αντιθέτως, το κύρος του ψηφοδελτίου δεν
θίγεται, παραμένει έγκυρο και αθροίζεται στον συνδυασμό, αρκεί να έχει ταυτοποιηθεί
και μονογραφηθεί ή, έστω, καταχωρηθεί.
2. Ο εκλογικός δικαστής και ο κοινός νομοθέτης το 1990, απαιτώντας τη
μονογραφή κάθε σταυρού προτίμησης και την αναγραφή του συνολικού αριθμού τους
στο ψηφοδέλτιο, απέβλεψαν να διασφαλίσουν την ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής
θέλησης και να αποτρέψουν την προσθήκη τους μετά τη διαλογή εντός ή εκτός του εκλογικού τμήματος. Η νομοθετική ρύθμιση, όπως διατυπώθηκε, απαιτεί, σωρευτικά72
,
τη συνδρομή και των δύο παραλείψεων, προκειμένου σταυρός με αυτά τα
χαρακτηριστικά να μην καταμετράται. Η έννομη συνέπεια, δηλαδή ο μη
συνυπολογισμός του στην εκλογική δύναμη υποψηφίου, επέρχεται ανεξαρτήτως
καταχώρησης στον οικείο ειδικό πίνακα και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα.
Την ορθότητα της εν λόγω προσέγγισης αναγνωρίζει το Ανώτατο Ειδικό
Δικαστήριο. Επικαλούμενο το γράμμα της διάταξης, τον επιδιωκόμενο σκοπό και την
πρόθεση του νομοθέτη, όπως αναδείχθηκε από τα πρακτικά επεξεργασίας της στη
Βουλή, δέχεται ότι «απαιτείται για την εγκυρότητα του σταυρού προτιμήσεως να
συντρέχουν και οι δύο προϋποθέσεις συμπλεκτικώς»73
. Βέβαια, σε άλλες αποφάσεις
του, κυρίως μεταγενέστερες, η διατύπωση στη μείζονα πρόταση του δικανικού
συλλογισμού θα διαφοροποιηθεί74
. Τούτο όμως δεν πρέπει να θεωρηθεί αρκετό, ιδίως
εάν ακολουθήσει κανείς τη σκέψη στην πλήρη ανάπτυξή της, για να δικαιολογήσει τη
διαζευκτική συνδρομή τους.
3. Η παράλειψη της μονογραφής και της αναγραφής, όταν συρρέουν, δεν
επιτρέπουν να ληφθεί υπόψη σταυρός προτίμησης με αυτά τα χαρακτηριστικά. Η
συνδρομή τους επιβάλλει, κατά τρόπο απόλυτο, τη μη προσμέτρησή του στην εκλογική
δύναμη υποψηφίου. Τούτο συμβαίνει ακόμη και στην περίπτωση που από τους
ειδικούς πίνακες και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα προκύπτει ότι είχε τεθεί από τον
ψηφοφόρο και δεν προστέθηκε μετά τη διαλογή εντός ή εκτός του εκλογικού
τμήματος. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται απόκλιση από τον πάγιο νομολογιακό
κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του αντιπροσώπου
της δικαστικής αρχής ή εκείνου που διευθύνει τις εργασίες της εφορευτικής επιτροπής
να μονογράψει αναπληρώνονται με τη καταχώρηση στον οικείο πίνακα και τα λοιπά
έγγραφα της εκλογικής διαδικασίας.
Ο κοινός νομοθέτης με τη συγκεκριμένη επιλογή του επιβάλλει να τεθούν
εκτός καταμέτρησης σταυροί προτίμησης. Η παράλειψη της μονογραφής τους και της
αναγραφής του συνολικού αριθμού τους μπορεί να είναι τυχαία και ακούσια. Δεν
αποκλείεται όμως να συντελείται εκούσια και μεθοδευμένα. Και υπό τις δύο εκδοχές,
θεωρείται, καταρχήν, ότι νοθεύει τη λαϊκή θέληση75 και, γι’ αυτό, δεν πρέπει ο
επίμαχος σταυρός να λαμβάνεται υπόψη. Δεν ασκεί ουδεμία επίδραση η ενδεχόμενη
σημείωσή του στον οικείο πίνακα και τα λοιπά έγγραφα της εκλογικής διαδικασίας.
Ακόμη και εάν η ρύθμιση είναι, πράγματι, σύμφωνη με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 52
Συντ.76
, υπονομεύει, δίχως προφανή λόγο και μάλιστα στον σκληρό του πυρήνα, το
σύστημα των επάλληλων κριτηρίων για τη διακρίβωση της γνήσιας έκφρασης της
λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι, η αποδεικτική αξία της καταχώρησης υποχωρεί έναντι της
διττής παράλειψης και η μεταξύ τους ισοτιμία ανατρέπεται, χάριν της εγκυρότητας του
ψηφοδελτίου. Γι’ αυτό, η νομοθετική επιλογή χρήζει επανεξέτασης.
ΙΧ. Συμπεράσματα
Για τη διασφάλιση της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, όπως
επιτάσσει η ομώνυμη θεμελιώδης εκλογική αρχή του άρθρου 52 Συντ., ο κοινός
νομοθέτης, ενεργώντας ως λειτουργός της πολιτείας, οργανώνει αναλυτικά τη
διαδικασία διαλογής των ψήφων στις γενικές βουλευτικές εκλογές. Οι σχετικοί ορισμοί
εφαρμόζονται, με τις αναγκαίες κατά περίπτωση προσαρμογές, και στις λοιπές στιγμές
ενεργοποίησης του εκλογικού σώματος. Ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής και
πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της,
θέτοντας τη μονογραφή του στα ψηφοδέλτια και τους σταυρούς προτίμησης, εγγυώνται
ότι έχουν εξαχθεί από τον φάκελο και δεν προστέθηκαν, εκ των υστέρων, μετά τη
διαλογή εντός ή και εκτός του εκλογικού τμήματος.
Η παράλειψη της σχετικής υποχρέωσης δεν επιφέρει, άνευ ετέρου, τη μη
προσμέτρησή τους στην εκλογική δύναμη συνδυασμού και, αντίστοιχα, υποψηφίου,
αφού η έλλειψη μπορεί να αναπληρωθεί από την καταχώρησή τους στον οικείο πίνακα
διαλογής και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Έτσι, η μονογραφή αποτελεί, κατά κανόνα, κριτήριο διακρίβωσης της γνησιότητας της εκφρασμένης λαϊκής θέλησης. Εξαίρεση,
νομοθετικά κατοχυρωμένη, χωρεί αποκλειστικά για τους σταυρούς προτίμησης στις
γενικές βουλευτικές εκλογές. Όταν δεν μονογράφονται ή δεν αναγράφεται στο
ψηφοδέλτιο ο συνολικός τους αριθμός, ακόμη και εάν έχουν καταχωρηθεί, δεν
λαμβάνονται υπόψη και δεν προσμετρώνται στη δύναμη του υποψηφίου. Στην
περίπτωση αυτή, η μονογραφή συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας διαλογής.
---------------------------------------------------------------------------------
* Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Λ. Σκαλίδη. Η επεξεργασία του άρθρου ολοκληρώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2015.
1 Άρθρο 1 παρ. 2 Συντ. Για τη λαϊκή κυριαρχία, βλ., αντί πολλών, Αλ. Σβώλου, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Αθήναι 1928, στην επανέκδοση Κλασική Νομική Βιβλιοθήκη -46, Αθήνα- Κομοτηνή 2008, σ. 13 επ.· Χρ. Σγουρίτσα, Συνταγματικόν Δίκαιον, Τόμος Α΄, Έκδοσις Τρίτη, Αθήναι 1965, σ. 183 επ.· Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, Θεσσαλονίκη-Αθήναι 1965, στην επανέκδοση, Κλασική Νομική Βιβλιοθήκη -21, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 78 επ.· Γ. Κασιμάτη, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, Οι λειτουργίες του κράτους. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, τεύχος α΄, Αθήνα- Κομοτηνή 1980, σ. 80 επ.· Ευάγ. Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 371 επ. και Αθ. Ράικου, Συνταγματικό Δίκαιο, Γενική Πολιτειολογία-Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο και Οργανωτικό Μέρος, Ι, 4η Έκδοση, Αθήνα 2011, σ. 430 επ.
2 Για την ελευθερία και την ισότητα ως συστατικά της δημοκρατικής αρχής, βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ. 240 επ.
3 Άρθρο 52 Συντ. Βλ., αντί άλλων, Γ. Κασιμάτη, όπ.π., σ. 175 επ.· Μ. Πικραμένου, Η αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, ιδίως σ. 21 επ. και 66 επ.· Κ. Χρυσόγονου, Εκλογικό σύστημα και Σύνταγμα, Αθήνα-Κομοτηνή 1996, σ. 280 επ. και του ιδίου, όπ.π., σ. 417 επ. 3
4 Βλ. Μ. Πικραμένου, όπ.π., σ. 83 επ.
5 Ενεργώντας ως πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής. Σε περίπτωση απουσίας, για οποιονδήποτε λόγο, ή κωλύματος αλλά και απουσίας του αναπληρωτή του, την εκλογή διεξάγουν τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής με πρόεδρο τον μεγαλύτερο σε ηλικία [άρθρο 60 παρ. 2 του π.δ. 26/2012 (Α΄ 57)].
6 Άρθρο 68 παρ. 3 του π.δ. 26/2012.
7 Λειτουργός της πολιτείας, κατά την έννοια του άρθρου 52 Συντ., πρέπει να θεωρείται, για την ταυτότητα του νομικού και του πραγματικού λόγου, και εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της εφορευτικής επιτροπής. Προέρχεται από τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους του οικείου εκλογικού διαμερίσματος που φέρονται στους καταλόγους του ως κάτοικοι της περιοχής (άρθρο 58 παρ. 43 του π.δ. 26/2012). Το ενδεχόμενο ενεργοποίησης της, έτσι και αλλιώς εξαιρετικής, ρύθμισης αποδεικνύεται στην πράξη μάλλον απίθανο, αφού ο κατάλογος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, από τους οποίους κληρώνονται οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής, είναι μεγάλος και οι αναπληρωματικοί τους υπερκαλύπτουν τις δημιουργούμενες ανάγκες.
8 Εκφεύγει του ενδιαφέροντος της μελέτης και δεν εξετάζεται η μονογραφή στα λευκά ψηφοδέλτια, τα οποία διανέμονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 74 του π.δ. 26/2012, στα εκλογικά τμήματα, όταν εξαντληθούν τα έντυπα. Για τη ρύθμιση και την εφαρμογή της, βλ. Θ. Ξηρού, Τα ιδιόχειρα λευκά ψηφοδέλτια στην εκλογική νομοθεσία, στον τόμο: του ιδίου, Ζητήματα εκλογικού δικαίου, Αθήνα- Κομοτηνή 2007, σ. 53 επ.
9 Η σταυροδότηση δεν αποτελεί μέσο για την έκφραση της εκλογικής βούλησης, όταν εφαρμόζεται, κατ’ εξαίρεση, το «σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα). Τούτο συμβαίνει, όταν οι γενικές βουλευτικές εκλογές διενεργούνται εντός δέκα οκτώ μηνών από τις προηγούμενες (άρθρο 72 παρ. 11 του π.δ. 26/2012).
10 Άρθρα 97 παρ. 3 του ν. 3824/1929 (Α΄ 27), 101 παρ. 3 του π.δ. της 10ης -12ης Ιανουαρίου 1935 (Α΄ 12) και 112 παρ. 3 του β.δ. της 9ης Αυγούστου 1951 (Α΄ 222).
11 Άρθρα 118 παρ. 3 του β.δ. της 15ης -16ης Οκτωβρίου 1952 (Α΄ 306), 120 παρ. 3 του β.δ. της 13ης -14ης Ιανουαρίου 1956 (Α΄ 21), 122 παρ. 3 του β.δ. της 10ης -12ης Απριλίου 1958 (Α΄ 51) και του β.δ. 531/1961 (Α΄ 130), 84 παρ. 3 του β.δ. 592/1963 (Α΄ 163), καθώς επίσης των π.δ. 650/1974 (Α΄ 281), 895/1981 (Α΄ 227), 164/1984 (Α΄ 55) 152/1985 (Α΄ 55), 265/1989 (Α΄ 126), 353/1993 (Α΄ 152) και 55/1999 (Α΄ 58), τέλος δε 91 παρ. 1 των π.δ. 351/2003 (Α΄ 316) και 96/2007 (Α΄ 116).
12 Η υποχρέωση εισάγεται με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 1907/1990 (Α΄ 163) και επαναλαμβάνεται σε όλες τις επόμενες κωδικοποιήσεις της εκλογικής νομοθεσίας.
13 Οργανώνεται με αναλυτικούς ορισμούς στην εκλογική νομοθεσία και η ισχύουσα ρύθμιση περιλαμβάνεται στο άρθρο 91 του π.δ. 26/2012.
14 Η ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθείται για τη διαλογή των ψήφων στις δύο μορφές του δημοψηφίσματος με τη θέσπιση αναλυτικών ρυθμίσεων, προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας [άρθρα 17 και 18 του ν. 4023/2011 (Α΄ 220)], αλλά και στις εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τούτη τη φορά με παραπομπή στις διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας [άρθρα 4 παρ. 3 και 5 παρ. 3 του ν. 4255/2014 (Α΄ 89)].
15 Δηλαδή, τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της, τα μέλη της και, εφόσον παρίστανται, τους υποψηφίους ή τους αντιπροσώπους τους (άρθρο 93 παρ. 1 του π.δ. 26/2012).
16 Άρθρο 91 παρ. 2 του π.δ. 26/2012.
17 Άρθρο 93 παρ. 2 περίπτ. θ) του π.δ. 26/2012. 6
18 Άρθρο 94 παρ. 1 του π.δ. 26/2012.
19 Με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 1907/1990, αποτελώντας τη νέα παρ. 10 του άρθρου 65 στα π.δ. 353/1993 και 55/1999, καθώς επίσης την παρ. 10 του άρθρου 72 στα π.δ. 351/2003, 96/2007 και 26/2012.
20 Άλλωστε, οι λόγοι που καθιστούν το ψηφοδέλτιο άκυρο ορίζονται, περιοριστικά, στην εκλογική νομοθεσία (άρθρο 76 του π.δ. 26/2012). Η παράλειψη μονογραφής του δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών.
21 Άρθρα 70 του π.δ. 410/1995 (Α΄ 231) και, αντίστοιχα, 49 του ν. 3463/2006 (Α΄ 114).
22 Στα άρθρα 64 του π.δ. 410/1995, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 2539/1997 (Α΄ 244), και 44 του ν. 3463/2006 για την πρώτη βαθμίδα, καθώς επίσης 29 του π.δ. 30/1996 (Α΄ 21) για τη δεύτερη βαθμίδα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχε περιληφθεί διάταξη υπό τον γενικό τίτλο: «Περιεχόμενο των ψηφοδελτίων». Βέβαια, δεν αντιμετωπίζει στο σύνολό τους τα ζητήματα που καταλαμβάνει το ομότιτλο άρθρο 72 της ισχύουσας εκλογικής νομοθεσίας, αφού δεν καθορίζεται η τύχη των σταυρών προτίμησης, όταν δεν φέρουν μονογραφή και δεν αναγράφεται ο συνολικός αριθμός τους. Ωστόσο, δεν εφαρμόζεται ανάλογα, όπως γίνεται δεκτό (βλ. παρακάτω VI, 3 και τη σημ. 58), η παρ. 10 του άρθρου 72 του π.δ. 26/2012.
23 Α΄ 87.
24 Άρθρα 29 παρ. 1 και 134 παρ. 1 του ν. 3852/2010 για τους Δήμους και, αντίστοιχα, τις Περιφέρειες, τα οποία παραπέμπουν στα άρθρα 91 και 93 του π.δ. 26/2012.
25 Άρθρα 26 και 129 παρ. 1 επ. του ν. 3852/2010 για τους Δήμους και, αντίστοιχα, τις Περιφέρειες. 26 Άρθρα 27 και 129 παρ. 4 επ. του ν. 3852/2010 για τους Δήμους και, αντίστοιχα, τις Περιφέρειες. 27 Άρθρα 28 και 130 του ν. 3852/2010. Υιοθετώντας την επιλογή της εκλογικής νομοθεσίας, ορίζεται, κατά τρόπο περιοριστικό, η περιπτωσιολογία ακυρότητας του ψηφοδελτίου, δίχως να περιλαμβάνεται η μη μονογραφή του από τον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής.
28 Άρθρα 45-50 και 147-152 του ν. 3852/2010 για τους Δήμους και, αντίστοιχα, τις Περιφέρειες.
29 Με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και προβλέφθηκε ότι αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται, όταν δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία αυτού ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
30 Για την αναφερόμενη στη συνέχεια νομολογία του τα έτη 1953, 1956, 1958, 1962, 1964 και 1975, δηλαδή για το σύνολο των εκλογικών αναμετρήσεων που έλεγχε το κύρος των γενικών βουλευτικών εκλογών, βλ. Ν. Σακελλαρίου-Αθ. Ράντου, ΤοΣ 4 (1978), σ. 60 επ.
31 Το Εκλογοδικείο αποφάνθηκε, εν πρώτοις, ότι ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της υποχρεούται να μονογράψει, μόνον όταν υπάρχουν στο ψηφοδέλτιο εγγραφές (βλ. την απόφαση 18/1953), κρίση τουλάχιστον αμφιλεγόμενη, αφού η υποχρέωση επιβάλλεται νομοθετικά και δεν συνδέονταν με την ύπαρξη εγγραφών. Εξάλλου, δέχθηκε, αναδεικνύοντας τη νομοθετική ratio για την κατοχύρωση της υποχρέωσης, ότι με τη μονογραφή του ψηφοδελτίου και τη θέση της παραπλεύρως κάθε σταυρού προτίμησης επιδιώκεται η αποφυγή της, εκ των υστέρων, προσθήκης τους, η οποία διασφαλίζεται πάντως από τα εκλογικά έγγραφα [βλ. την απόφαση 78/1962 σε Αλ. Βαμβέτσου, Το κύρος των βουλευτικών εκλογών, Νέον Δίκαιον 18 (1962), σ. 465]. Κρίθηκε, τέλος, ότι η μη αρίθμηση και η μη μονογραφή δεν «επιφέρουν ακυρότητα», εφόσον «υπό του ενισταμένου δεν αμφισβητείται η γνησιότητα της εκλογής» (βλ. την απόφαση 48/1975 σε Ν. Σακελλαρίου-Αθ. Ράντου, όπ.π, σ. 62).
32 Βλ. την απόφαση 38/1985.
33 Βλ. τις αποφάσεις 52 και 53/1978, καθώς επίσης 28, 40, 54 και 67/1995.
34 Βλ. τις αποφάσεις 1/1998, 25/1999, 8 και 26/2001, καθώς επίσης 25/2013.
35 Βλ. την απόφαση 47/1978.
36 Βλ. τις αποφάσεις 38 και 85/1985, 32, 33, 39 και 88/1991, 28, 40 και 67/1995, 25 και 26/1999, καθώς επίσης 9 και 24/2001.
37 Βλ. την απόφαση 21/1994.
38 Όπως και οι σταυροί κάθε υποψηφίου.
39 Για τη νομολογία του Γ΄ Τμήματος στις αυτοδιοικητικές εκλογές των ετών 2002 και 2006, βλ. Μ. Πικραμένου-Δ. Μαυροπόδη (επεξεργασία-επιμέλεια), Η εκλογική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομαρχιακές-Δημοτικές-Κοινοτικές εκλογές 2002, Πρόλογος: Γ. Σταυρόπουλου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006 και Σ. Κωνσταντίνου-Γ. Φλίγγου (επεξεργασία-επιμέλεια), Η εκλογική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ΙΙ, Νομαρχιακές-Δημοτικές-Κοινοτικές εκλογές 2006, Εισαγωγικό σημείωμα: Γ. Σταυρόπουλου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2010.
40 Βλ. την απόφαση 243/2004.
41 Αμφότερα προσμετρώνται στην εκλογική δύναμη του συνδυασμού και των υποψηφίων, αρκεί να έχουν καταχωρηθεί στους οικείους πίνακες διαλογής. Βλ. την απόφαση 106/2012.
42 Βλ. τις αποφάσεις 72, 76 και 78/1962 σε Αλ. Βαμβέτσου, όπ.π. (σημ. 31), σ. 465 και Ν. Σακελλαρίου- Αθ. Ράντου, όπ.π. (σημ. 30), σ. 161.
43 Βλ. τις αποφάσεις 21 και 36/1956.
44 Βλ. την απόφαση 9/1958.
45 Βλ. τις αποφάσεις 21 και 28/1956.
46 Βλ. την απόφαση 97/1962.
47 Βλ. την απόφαση 40/1975.
48 Κρίση, η οποία είκοσι πέντε χρόνια αργότερα θα περιβληθεί τον τύπο της νομοθετικής ρύθμισης. Βλ. παραπάνω ΙΙΙ.
49 Η απουσία μονογραφής δεν συνεπάγεται, καθαυτή, την ακυρότητά του. Βλ. την απόφαση 37/1978.
50 Η αναγραφή του συνολικού αριθμού των σταυρών προτίμησης αναπληρώνει, επίσης, την παράλειψη της μονογραφής τους. Βλ. την απόφαση 41/1978.
51 Βλ. τις αποφάσεις 47/1978, 38/1985, 15/1990, 88/1991, 54 και 67/1995, 84/1997 και 1/1998.
52 Βλ. την απόφαση 24/2001.
53 Βλ., αντί άλλων, τις αποφάσεις 50/1985 και 15/1990.
54 Βλ. την απόφαση 28/1995.
55 Βλ. την απόφαση 54/1995.
56 Βλ. τις αποφάσεις 40/1995, 1/1998, καθώς επίσης 8, 9, 24 και 26/2001.
57 Βλ. την απόφαση 31/1978.
58 Βλ. τις αποφάσεις 7/1992, 1560 και 1729/2000, 2863 και 3522/2003, 12, 90 και 91/2004, καθώς επίσης 1678 (Επταμελής σύνθεση) και 1795/2007. Πρόκειται για ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία, όπως επισημαίνεται στις περισσότερες από τις παραπάνω αποφάσεις, ενισχύεται από την αντιπαραβολή του άρθρου που οργανώνει τη διαλογή των ψήφων στις γενικές βουλευτικές εκλογές με το άρθρο που ορίζει πότε είναι άκυρο ψηφοδέλτιο στις αυτοδιοικητικές εκλογές, «το οποίο, αφ’ ενός μεν στις περιπτώσεις ακυρότητας των σταυρών προτίμησης κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, τις οποίες απαριθμεί, δεν περιλαμβάνει την ακυρότητα για την μη μονογραφή του σταυρού προτίμησης και τη μη αναγραφή του συνολικού αριθμού των σταυρών προτίμησης που έχουν σημειωθεί στο ψηφοδέλτιο, αφ’ ετέρου δε δεν παραπέμπει στα άρθρα 65 και 66 του π.δ. 55/1999» . 59 Το αποδεικνύει η συχνή επίκληση και η πυκνή παραπομπή σε αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου των τελευταίων, ιδίως, ετών.
60 Βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις 7/1992, αλλά και 3522/2003, 12, 90, 91, 92 και 243/2004, 1678 (Επταμελής σύνθεση) και 1795/2007, καθώς επίσης 2130/2012.
61 Τότε δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί, εάν από την παράλειψη συνάγεται νόθευση της γνησιότητας της εκλογής, αφού έτσι θα οδηγούμαστε «στην πλήρη αποδυνάμωση του ουσιώδους τύπου που θέσπισε ρητώς ο νομοθέτης». Βλ. τις αποφάσεις 640/2000, 3522/2003, 1707/2007 και 2130/2012.
62 Οι εγγραφές στο βιβλίο πρακτικών και στο, αντίστοιχο, τηλεγράφημα περιορίζονται στην εκλογική δύναμη κάθε συνδυασμού και κάθε υποψηφίου.
63 Βλ. Αθ. Ράϊκου, Δικονομικόν εκλογικόν δίκαιον, Έκδοσις Ενδεκάτη, Αθήναι 1982, σ. 487.
64 Βλ. παραπάνω V, 2-3 και VI, 2-3
65 Τα τελευταία χρόνια τον αναιρετικό έλεγχο απασχόλησε μία μόνο φορά η παράλειψη μονογραφής ψηφοδελτίων κατά την επαναληπτική ψηφοφορία στις αυτοδιοικητικές εκλογές και η διαφορά περιορίστηκε σε έξι ψηφοδέλτια του ίδιου εκλογικού τμήματος. Η απόφαση 3029/2003 υιοθέτησε την πάγια νομολογία, δεχόμενη την αναπλήρωση της ελλείπουσας μονογραφής από την καταχώρηση στον οικείο πίνακα διαλογής.
66 Όπως είναι λ.χ. η απουσία αντιπροσώπων των συνδυασμών ή η πρόωρη, δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση της διαλογής, αποχώρηση των μελών της εφορευτικής επιτροπής.
67 Η επανάληψη πρέπει να θεωρείται η πιθανότερη εξέλιξη, όταν η λαϊκή ετυμηγορία στο συγκεκριμένο εκλογικό τμήμα καθορίζει τον επιτυχόντα συνδυασμό.
68 Άρθρο 72 παρ. 7 του π.δ. 26/2012.
69 Άρθρο 91 παρ. 1 του π.δ. 26/2012.
70 Το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφασή του 92/2004 έκρινε ότι με τις παραπάνω ρυθμίσεις ο νομοθέτης «θεσπίζει ουσιώδη τύπο σχετικά με την καταμέτρηση του σταυρού προτίμησης, η μη τήρηση του οποίου οδηγεί, κατά τη ρητή διατύπωση του (τότε) άρθρου 65 παρ. 10, στον μη υπολογισμό του σταυρού προτίμησης».
71 Αποτελώντας την παρ. 10 του άρθρου 72 του π.δ. 26/2012.
72 Αυτό επιβάλλει η χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» κατά την παράθεση των δύο προϋποθέσεων.
73 Βλ. την απόφαση 55/1995.
74 Αναφέροντας ότι «είναι άκυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη σταυρός προτίμησης αν λείπει έστω και ένας από τους αναφερόμενους στη διάταξη όρους, δηλαδή ή αν δεν έχει τεθεί δίπλα από τον σταυρό μονογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου ή αν δεν έχει αναγραφεί στο ψηφοδέλτιο αριθμός σταυρών». Βλ. τις αποφάσεις 40/1995, με μειοψηφία του Αεροπαγίτη Δ. Κονδύλη, καθώς επίσης 81, 84 και 85/1997, 1/1998, 8, 9, 24, 25 και 26/2001.
75 Τούτο δέχεται η μειοψηφία στην απόφαση 40/1995. 76 Όπως παγίως έχει νομολογηθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Βλ. αμέσως παραπάνω τις σημ. 73 και 74.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου