Ι. Εισαγωγή
Με
το ν. 4335/2015 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρ. 94 ΚΠολΔ που προβλέπει το
θεσμό της υποχρεωτικής σύμπραξης πληρεξουσίου δικηγόρου στην πολιτική δίκη.
Διευρύνεται σημαντικά το πεδίο νομικών υποθέσεων ως προς τις οποίες είναι
υποχρεωτική η παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο αποκαλούμενος
«φυσικός» διάδικος μπορεί να παρίσταται πλέον μόνος του στις δίκες για τις μικροδιαφορές
(άρθρ. 466) και προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 94 παρ.
2). ΄Ετσι αφ’ ενός μεν περιορίζεται ο κύκλος των υποθέσεων της καθ’ ύλην
αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου στις οποίες ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί
χωρίς δικηγόρο, αφ’ ετέρου δε καταργείται η εξαίρεση των ασφαλιστικών μέτρων ως
περίπτωση επίσης μη υποχρεωτικής έως πρότινος παραστάσεως διαδίκου με δικηγόρο.
Τροποποιείται μία ρύθμιση που ίσχυε από
την εισαγωγή του ΚΠολΔ το 1968 (άρθρο 95). Με τους ν. 3994/2011 και 4055/2012
υπήρξε ήδη ένα πρώτο ρήγμα στη ρύθμιση του άρθρ. 94. Η επέκταση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας
του ειρηνοδικείου από τις 12.000 στις 20.000 οδήγησε στην πρόβλεψη υποχρέωσης
για παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο όταν το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει
τις 12.000 ευρώ (ν. 3994/2011). Επίσης, προβλέφθηκε ότι για την κατάρτιση της έγγραφης
συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται
με πληρεξούσιο δικηγόρο (ν. 4055/2012).
Δεν
τροποποιήθηκε πάντως η διάταξη της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 94 κατά την
οποία στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο
δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το
διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.
Η
ικανότητα προς το δικολογείν είναι ως γνωστόν η ικανότητα αυτοπροσώπου
επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων στη δίκη από τον διάδικο. Είναι προϋπόθεση
για το κύρος αυτών. Ελλείπει αν ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική εκπροσώπηση
του διαδίκου από δικηγόρο, όπως συμβαίνει κατά τα ανωτέρω κατά τον ΚΠολΔ.
Ισχύει όχι μόνο για την προφορική συζήτηση, όπως ενδεχόμενα αφήνει να εννοηθεί
η διάταξη του άρθρ. 94, αλλά κατ’ αρχήν για όλες τις διαδικαστικές πράξεις που
συνέχονται με τη δίκη. Η έλλειψη καθιστά τη διαδικαστική πράξη απαράδεκτη ή μη
έγκυρη ενώ ο αυτοπροσώπως παριστάμενος κατά τη συζήτηση διάδικος λογίζεται ως
μη παριστάμενος και δικάζεται ερήμην (άρθρ. 271, 272)[1].
ΙΙ. Ιστορική αναδρομή
Κατά
τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ ο Σακκέτας είχε εισηγηθεί στη
Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ τη διατήρηση των διατάξεων που ίσχυαν τότε και
καθιέρωναν υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο με ορισμένες προβλεπόμενες στο
νόμο εξαιρέσεις. Το τότε ισχύον απέδιδε ο δικηγορικός κώδικας, όπως είχε
θεσπισθεί με το ν.δ. της 5/20 Μαΐου 1926 και κυρωθεί με το ν.δ. της 13
Νοεμβρίου 1927 και το ν. 4627 – 3/7 Μαΐου 1930[2]. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 35 εδ. 3 η άνευ
δικηγόρου ενέργεια και παράσταση ήταν δυνατή επί ειρηνοδικειακών διαφορών και
ενώπιον «πάσης δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις
ενδίκων, διακοπή παραγραφής κλπ.)»[3].
Το δικαστήριο μπορούσε όμως και στις περιπτώσεις αυτές να υποχρεώσει το διάδικο
σε πρόσληψη δικηγόρου ή δικολάβου για την περαιτέρω υπεράσπιση της υποθέσεως
εάν έκρινε τούτο αναγκαίο[4].
Η ρύθμιση αυτή εισάγεται καίτοι δεν υφίσταται επαρκής αριθμός δικηγόρων σε όλη
τη χώρα ενώ υπήρχε ευρεία διασπορά Ειρηνοδικείων. Σημειώνεται ότι με τη διάταξη
του άρθρ. 35 εδ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων είχε τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρ.
637 εδ.3 ΠολΔ/1834 που επέτρεπε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων κατά τη
διαδικασία ενώπιον του προέδρου των πρωτοδικών. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε
και τα προσωρινά μέτρα (άρθρ. 634- 634 Α ΠολΔ)[5].
Επομένως, βάσει της μεταγενέστερης
διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων δεν επιτρεπόταν στους διαδίκους να εμφανίζονται
αυτοπροσώπως στις δίκες για τα προσωρινά μέτρα. Στην εισήγησή του ο Σακκέτας
πρότεινε την επέκταση της εξαιρέσεως για την αυτοπρόσωπη παράσταση του
διαδίκου, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση της διαδικασίας ενώπιον του προέδρου
των πρωτοδικών[6]. Η
τελική πρότασή του προέβλεπε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο ενώπιον μόνο
των πολυμελών πολιτικών δικαστηρίων. Εξαιρούνταν δηλαδή τα μονομελή πρωτοδικεία
και τα ειρηνοδικεία, συμπεριλαμβανομένων προφανώς και των ασφαλιστικών μέτρων,
όπως επίσης η διαδικασία ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου που δίκαζε κατά
την επ’ αναφορά διαδικασία, δηλαδή την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
(άρθρ. 640 ΠολΔ)[7].
Τελικώς, η Συντακτική Επιτροπή αποφάσισε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο
και επί μονομελών δικαστηρίων πλην του ειρηνοδικείου[8].
Αργότερα η εξαίρεση για την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου αναδιατυπούται. Η
εξαίρεση της παρ. 2β για παραστάσεις «ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου
δικάζοντος κατά την επ΄ αναφορά διαδικασίαν» λαμβάνει κατόπιν προτάσεως του Γ. Ράμμου το περιεχόμενο
ότι οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται «επί λήψεως προσωρινών και συντηρητικών
μέτρων»[9].
Στο τελικό σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής του 1955 υιοθετείται ο όρος «ασφαλιστικά
μέτρα» (άρθρ. 102 παρ. 2 β) στη θέση του όρου προσωρινά και συντηρητικά μέτρα.
Στο
μεταξύ είχε ψηφισθεί ο Κώδικας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που στο άρθρο 39
προέβλεπε το θεσμό της υποχρεωτικής συμπράξεως πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον
δικαστηρίου. Κατά την παρ. 2 επιτρεπόταν κατ’ εξαίρεση η άνευ δικηγόρου
ενέργεια και παράσταση «.α)… β) επί ειρηνοδικειακών διαφορών γ) ενώπιον πάσης
δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις ενδίκων μέσων,
διακοπή παραγραφής κλπ.)». Είχε υιοθετηθεί δηλαδή η διατύπωση του προηγούμενου
Κώδικα περί Δικηγόρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα στο βαθμό που εκδικάζονταν κατά την
αποκληθείσα Προεδρική Δικαιοδοσία[10]
απαιτούσαν τη σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου. Εξαίρεση δε μπορούσε να
δικαιολογηθεί λόγω επείγοντος. Η θέση αυτή αιτιολογήθηκε και με τη σκέψη ότι η
δίκη περί του προφυλακτικού μέτρου είναι εξάρτημα της κύριας δίκης περί του
εξασφαλιστέου δικαιώματος[11].
Η
Αναθεωρητική Επιτροπή για τον ΚΠολΔ κατόπιν προτάσεως του Γεωργίου
Οικονομόπουλου προς το σκοπό και του συντονισμού προς τις σχετικές διατάξεις
του τότε νέου Δικηγορικού Κώδικα διετύπωσε εκ νέου τις εξαιρέσεις από την
υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο. Κατά τη σχετική πρόταση παράσταση δικηγόρου
δεν απαιτείτο «…α) ενώπιον του
Ειρηνοδικείου, β) επί ασφαλιστικών μέτρων και γ) προς αποτροπήν επικειμένου
κινδύνου»[12]. Η θέση
αυτή κατέστη θετικό δίκαιο (άρθρ. 95 παρ. 2/ ΚΠολΔ 1968) και διατηρήθηκε έως το
2011.
Από την ιστορική επισκόπηση προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα :
Από την ιστορική επισκόπηση προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα :
α)
Η Πολιτική Δικονομία επέτρεπε αρχικά, δηλαδή έως τη θέσπιση του Κώδικα
Δικηγόρων, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων σε δίκες προσωρινών δικών.
β)
Οι δικηγορικοί Κώδικες των ετών 1926 και 1954 προέβλεπαν τη δυνατότητα
αυτοπροσώπου παραστάσεως του διαδίκου ενώπιον δικαστικής αρχής προς αποτροπή
επικειμένου κινδύνου. Η έννοια του επικείμενου κινδύνου διευκρινίζεται και στα
δύο κείμενα με παράθεση στο νόμο ενδεικτικών περιπτώσεων όπως είναι η άσκηση
ενδίκων μέσων και η διακοπή παραγραφής. Δεν ήταν δυνατή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση
των διαδίκων σε δίκες ασφαλιστικών μέτρων στο βαθμό που εκδικάζονταν κατά την Προεδρική
Δικαιοδοσία.
γ)
Η Συντακτική Επιτροπή είχε ταχθεί υπέρ της αυτοπροσώπου παραστάσεως των διαδίκων,
μεταξύ άλλων, στα ασφαλιστικά μέτρα.
δ)
Η Αναθεωρητική Επιτροπή προχώρησε στην πρόβλεψη ότι οι διάδικοι μπορούν να
παρίστανται χωρίς δικηγόρο στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και προς αποτροπή
επικειμένου κινδύνου. Διέκρινε δηλαδή με σαφήνεια τις δύο περιπτώσεις. Διακράτησε
τη θέση της Συντακτικής Επιτροπής για τα ασφαλιστικά μέτρα και τη θέση του
Κώδικα περί Δικηγόρων για την αποτροπή επικειμένου κινδύνου.
ΙΙΙ. Οι λόγοι για την αναβάθμιση του ρόλου του δικηγόρου
Οι
εκτενείς αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία έτη και οδήγησαν σε διεύρυνση της
ανάγκης για εκπροσώπηση των διαδίκων από δικαστικό πληρεξούσιο δεν
υπαγορεύθηκαν οπωσδήποτε από την ίδια αιτία. Εικάζεται ότι η αλλαγή που επήλθε
με το ν. 3994/2011 κατά την οποία στις υποθέσεις Ειρηνοδικείου η αυτοπρόσωπη
παράσταση επιτρεπόταν εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερέβαινε το ποσό
των δώδεκα χιλιάδων ευρώ συνέχονται προφανώς με τη σημαντική αύξηση της καθ’
ύλην αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου από τις 12.000, ήδη υψηλό ποσό με βάση τα
ευρωπαϊκά δεδομένα, στις 20.000 ευρώ (άρθ 14 παρ. 1 α)[13].
Συνακόλουθα μεταφέρθηκαν στο ειρηνοδικείο σημαντικές υποθέσεις. Η τροποποίηση
αυτή είχε πάντως ως περαιτέρω, και ενδεχομένως μη ηθελημένη, συνέπεια την
υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο σε όλες τις υπόλοιπες διαφορές αρμοδιότητας
του ειρηνοδικείου, δηλαδή και για τις ανεπίδεκτες χρηματικής αποτιμήσεως, όπως
είναι λχ. υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας ή διαφορές εξαιρετικής αρμοδιότητας
(άρθρ. 15). Το ίδιο ισχύει για τις
υποθέσεις που εκδικάζονταν κατά τη διαδικασία που ήταν εφαρμοστέα ενώπιον των
ειρηνοδικείων όπως για τις εργατικές διαφορές (άρθρ. 666 παρ. 1) και τις
διαφορές των άρθρ. 681 Α , 681 Β, 681 Δ[14].
Έως τότε η γενική διατύπωση ότι οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται άνευ
δικηγόρου ενώπιον του ειρηνοδικείου κάλυπτε όλες τις περιπτώσεις. Η πρακτική
σημασία της νέας ρυθμίσεως αναφάνηκε με το ν. 4055/2012 με τον οποίο για τις
υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας το τεκμήριο της καθ’ ύλης αρμοδιότητος
μετατέθηκε στο ειρηνοδικείο (άρθρ. 740). Δεν κατέστη, καίτοι αυτό αναφέρεται
στην αιτιολογική έκθεση[15],
αναγκαία η τροποποίηση του άρθρ. 94 ΚΠολΔ προκειμένου να διατυπωθεί η θέση ότι
ήταν απαραίτητη η παράσταση με δικηγόρο γιατί ο σκοπός αυτός είχε επιτευχθεί με
την αλλαγή που έγινε στο ίδιο διάστημα σε σχέση με το ποσοτικό όριο των 12.000
ευρώ[16].
Απλώς, για τη συναινετική λύση του γάμου με συμφωνία των συζύγων χωρίς
δικαστική απόφαση προβλέφθηκε ότι τη συμφωνία θα πρέπει να υπογράφει
πληρεξούσιος δικηγόρος (άρθρ. 34 παρ. 1). Ο τρόπος αυτός λύσεως του γάμου δεν
κατέστη τελικά νόμος του κράτους και γι’ αυτό με το ν. 4335/2015 καταργήθηκε η
σχετική διάταξη.
Αντίθετα,
οι αλλαγές που επέφερε ο ν. 4335/2015 στην υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο
υπαγορεύθηκαν από την αλλαγή της δομής της δίκης[17]
που για το λόγο αυτό ήταν και ιδιαιτέρως εκτενείς. Εισάγεται η έγγραφη διαδικασία
με υποχρέωση καταθέσεως προτάσεων εντός προθεσμίας που έχει ως αφετηρία την
άσκηση της αγωγής (άρθρ. 237 παρ. 1). Η ρύθμιση είναι γενική, ισχύουσα
απαρεγκλίτως για όλα τα εισαγωγικά δικαστήρια τακτικής κατά κάποιο τρόπο
διαδικασίας[18].
Προβλέπεται η υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων με εξαίρεση τις μικροδιαφορές (άρθρ.
115 παρ. 3). Το πρότυπο αυτό δίκης προϋποθέτει την αυξημένη ευθύνη διαδίκων και
πληρεξουσίων δικηγόρων, κάτι που αποτυπώνεται ως υποχρέωση επισπεύσεως της
δίκης στη νέα διατύπωση του άρθρ. 116 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περιλαμβάνεται δηλαδή στις
θεμελιώδεις αρχές της δίκης. Η δίκη κατ’ανάγκη κινείται μέσω των πληρεξουσίων
δικηγόρων. Για το λόγο αυτό τα δικόγραφα πρέπει να περιέχουν τις διευθύνσεις
του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των πληρεξουσίων δικηγόρων (άρθρ. 119 παρ. 1 εδ.
2) και ο δικαστικός πληρεξούσιος είναι αντίκλητος έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης
(άρθρ. 143 παρ. 1). Συντρέχει δηλαδή σε εντονότερο βαθμό ένας από τους βασικούς
λόγους που δικαιολογούν το θεσμό της υποχρεωτικής σύμπραξης πληρεξουσίου
δικηγόρου[19]. Η διάρθρωση
της διαδικασίας συνίσταται πλέον στην έγγραφη προβολή ισχυρισμών και στην προσκόμιση
αποδεικτικών εγγράφων εντός συντόμων προθεσμιών και με την ολοκλήρωση της
ασκήσεως της αγωγής. Στις απαιτήσεις αυτές δε μπορεί να ανταποκριθεί ο διάδικος
μόνος του χωρίς τη σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου[20].
Παράλληλα,
εξακολουθούν να ελλείπουν οι προϋποθέσεις για ουσιαστική καθοδήγηση των
διαδίκων από το δικαστήριο κατά τρόπο που θα μπορούσε να εξισορροπήσει την μη
παράσταση του διαδίκου με πληρεξούσιο δικηγόρο. ΄Ηδη η έγγραφη δομή της
διαδικασίας δεν ευνοεί την καθοδήγηση των διαδίκων από το δικαστήριο (βλ. άρθρ.
236). Διάταξη που να υποχρεώνει το δικαστήριο να καθοδηγεί τους διαδίκους με
ελέγξιμο, μέσω των ενδίκων μέσων της εφέσεως και αναιρέσεως, τρόπο δεν
υφίσταται. Η συνάφεια του θέματος καταφαίνεται από την κατάργηση με το ν. 4335/2015,
και προφανώς χωρίς να γίνει κατανοητή η σύνδεση του θέματος με την αντίληψη για τη δίκη, διατάξεων που προέβλεπαν
τον καθοδηγητικό ρόλο του ειρηνοδίκη για τους διαδίκους που παρίστανται χωρίς
δικηγόρο ή δικολάβο. Πρόκειται για τις διατάξεις των άρθρ. 251 και 311
ΚΠολΔ/1971. Η γενική κατάργηση έχει ως αποτέλεσμα να εκλείπει και σε σχέση με
τις μικροδιαφορές η καθοδηγητική προσπάθεια του ειρηνοδίκη, καίτοι οι διάδικοι
επιτρέπεται να παρίστανται αυτοπροσώπως (άρθρ. 94 παρ. 2α). Καταργείται έτσι
μια ρύθμιση που είχε κρίνει ο νομοθέτης του 1925 αναγκαία[21].
Μάλιστα,
ο νομοθέτης προχώρησε και στην κατάργηση διατάξεων που επέτρεπαν σε διαδίκους
να εκπροσωπούνται στη δίκη μικροδιαφορών ή στην εργατική δίκη από άλλα πρόσωπα
πλην δικηγόρου (άρθρ. 472, 665 ΚΠολΔ/1971), καίτοι δεν άλλαξε ως προς τις
διαφορές αυτές ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης.
IV. H νέα ρύθμιση σε σχέση με τα ασφαλιστικά
μέτρα
Η
νέα ρύθμιση περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης του
διαδίκου στο δικαστήριο. Η μεγάλη αλλαγή επέρχεται με την ένταξη και των
υποθέσεων της καθ΄ ύλην αρμοδιότητος ειρηνοδικείου όπως και των ασφαλιστικών
μέτρων στην υποχρέωση παραστάσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η πτυχή αυτή διέλαθε
πλήρως της προσοχής κατά την σχετικώς πλούσια
αντιπαράθεση για τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος 4335/2015. Αυτό ισχύει
και για τις τοποθετήσεις των δικηγορικών συλλόγων. Για τα πρακτικώς σπουδαία
ασφαλιστικά μέτρα της προσημείωσης υποθήκης και συντηρητικής κατασχέσεως καθώς
και της ανάκλησης αυτών απαιτείται παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρ. 683
παρ. 3, 703, 707, 696 επ). Πρόκειται για επαύξηση της δικηγορικής ύλης. Περαιτέρω,
διεκπεραιώνεται και το θέμα για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας ή που
δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αφού πλέον και για τα
ειρηνοδικεία ισχύει η υποχρέωση παραστάσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο. Εξάλλου, η
ρύθμιση είναι σαφής. Μόνο το πεδίο των μικροδιαφορών (άρθρ. 466) εξαιρείται από
την υποχρέωση, όπως προβλεπόταν ρητά ήδη από το 1925. Η πρόβλεψη για υποχρέωση
εκπροσωπήσεως των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο και στις δίκες ασφαλιστικών
μέτρων δεν είναι νέα. Ίσχυε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έως την καθιέρωση του
ΚΠολΔ από το χρόνο θεσπίσεως του Κώδικα περί Δικηγόρων το 1926 δυνάμει του
άρθρ. 35.
Περαιτέρω,
η ρύθμιση του ΚΠολΔ για την υποχρεωτική παράσταση του διαδίκου με πληρεξούσιο
δικηγόρο έχει κριθεί κατ΄ επανάληψιν συνταγματική[22]
ενώ είναι νομικοπολιτικά δικαιολογημένη.
Ισχύουν και για τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της
αιτήσεως για έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρ. 691 Α), οι λόγοι που συνηγορούν
υπέρ της καθιερώσεως του θεσμού. Είναι η πτυχή της προστασίας των μερών. Η
παράσταση των διαδίκων μπορεί να αποβεί πολλάκις επιζήμια στα συμφέροντα τους
λόγω της ελλείψεως των απαιτούμενων γνώσεων προς προβολή των δικαίων τους ή
προς υπεράσπιση αυτών[23].
Περαιτέρω, και στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων η ευθύνη διεξαγωγής της δίκης
εναποτίθεται στους διαδίκους. Εφαρμόζεται και εν προκειμένω η αρχή της
συζητήσεως[24], ενώ
η σχετική ελευθερία του δικαστηρίου ως προς τη λήψη του κατάλληλου ασφαλιστικού
μέτρου (άρθρ. 692 παρ. 1)[25]
δεν είναι στην εδώ συζητούμενη ενότητα κρίσιμη. Ακόμη η ταχεία και απρόσκοπτη
εξέλιξη της διαδικασίας, ο έλεγχος του δικαστηρίου[26],
η διασφάλιση της πραγματικής ισότητος των διαδίκων[27]
με άρση της ενδεχόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας των διαδίκων και
η αποτροπή καταθέσεως προφανώς αβασίμων αιτήσεων επιβάλλουν την παράσταση του
διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο[28].
Δε μπορεί επίσης να αμφισβητηθεί η ανάγκη παραστάσεως των διαδίκων με
πληρεξούσιο δικηγόρο στις μη γνήσιες υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν δηλαδή
μια υπόθεση χωρίς να αφορά τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου εκδικάζεται κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[29].
Παραμένει επίκαιρη η θέση του Αποστολόπουλου ότι τα ασφαλιστικά μέτρα ως
«εξάρτημα της κύριας δίκης περί του εξασφαλιστέου δικαιώματος[30]»
επιβάλλεται να εκδικάζονται με παράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου. Έως την έκδοση
τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, η έννομη σχέση των διαδίκων θα διέπεται από
την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αν ήθελε γίνει δεκτή η αίτηση[31]
ή θα παραμένει ως προϋπήρχε αν ήθελε απορριφθεί. Υφίστανται περαιτέρω τα διασφαλιστικά
μέτρα όπως η προσημείωση υποθήκης ή η συντηρητική κατάσχεση και δικαστική
μεσεγγύηση που είναι από πλευράς εννόμων συνεπειών ιδιαιτέρως σημαντικά και
απαιτούν την εκπροσώπηση με νομική παράσταση. Επιβεβαιωτική είναι και η
περίπτωση της προσωρινής διαταγής (άρθρ. 691α). Υπό το καθεστώς του
ν. 4055/2012 κατά το οποίο ανακοπή και αναστολή των άρθρων 933 και 632 αφ΄ ενός
και 632 παρ. 3 και 938 αφ΄ ετέρου εκδικάζονταν την ίδια ημέρα και μετά την
πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος λόγω αδυναμίας τηρήσεως της προβλεπόμενης
προθεσμίας εκδικάσεως των εξήντα ημερών η προσωρινή διαταγή απέβαινε ιδιαιτέρως
καθοριστική, για τα συμφέροντα των διαδίκων. Για το λόγο αυτό άλλωστε υπήρξε
ειδική πρόβλεψη στο ν. 4335/2015 για την επίσπευση της εκδικάσεως των αιτήσεων
αναστολής με κύρωση την αυτοδίκαιη παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής[32].
Η ίδια εξέλιξη καταγράφεται με την προσωρινή διαταγή σε σχέση με αιτήσεις
ασφαλιστικών μέτρων. Προς αποφυγή δημιουργίας μονίμων καταστάσεων ο νομοθέτης
προέβλεψε ρυθμίσεις για τη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων σε
συγκεκριμένο χρόνο αν ήθελε γίνει δεκτό το αίτημα προσωρινής διαταγής (άρθρ.
691 παρ. 4 όπως είχε διαμορφωθεί με τους ν. 3227/2005, 3994/2011, 4055/2012,
4172/2013 και ήδη ως άρθρ. 691 Α με το ν. 4335/2015)[33].
V. Η έννοια της «αποτροπής του επικείμενου κινδύνου».
Η
προϊστορία της ρυθμίσεως είναι σαφής. Η εισαγωγή της εξαιρέσεως από την
υποχρέωση παραστάσεως του διαδίκου με δικηγόρο είχε συνδεθεί με παράθεση
παραδειγμάτων όπως ήταν η άσκηση ενδίκων μέσων και η διακοπή της παραγραφής[34]
(υπό ΙΙ). Η νομολογία προσέθεσε την περίπτωση της προσαγωγής των αποδείξεων
στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και της υποβολής παρατηρήσεων[35].
Η διάταξη είχε από την αρχή γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι ο διάδικος
αδυνατούσε να ανεύρει δικηγόρο. Για το λόγο αυτό είχε κριθεί στο παρελθόν ότι
το δικόγραφο της εφέσεως ήταν άκυρο γιατί υπογραφόταν από τον ίδιο το διάδικο
ενώ δεν είχε επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε να τρέχει κατ΄ αυτού η
προθεσμία και να επίκειται κίνδυνος αποκλεισμός του ενδίκου μέσου. Από την άλλη
πλευρά κρίθηκε νόμιμη η υπογραφή δικογράφου εφέσεως από τον ίδιο το διάδικο
προς αποτροπή της παρελεύσεως της προθεσμίας «αφού λόγω της επιτάξεως των
ατμοπλοίων, ένεκα της επιστρατεύσεως, η συγκοινωνία ην δυσχερής μετά των νήσων»[36].
Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύθηκε η ρύθμιση διαχρονικά από τη θεωρία[37].
Έτσι εξηγείται και η περιορισμένη πρακτική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρ. 94
παρ. 2γ και ήδη με το ν. 4335/2015 παρ. 2β. Εδώ και δεκαετίες είναι διασφαλισμένη
η παροχή νομικής υποστήριξης σε όλη την επικράτεια, κατάσταση στην οποία
συνέβαλε και ο στο μεταξύ καταργηθείς θεσμός της ασκήσεως του λειτουργήματος
του δικηγόρου στην περιφέρεια του Συλλόγου του οποίου είναι μέλος (άρθρ. 44
Κώδικας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) όπως και η παγιωμένη στενή ερμηνευτική
προσέγγιση της εξαιρέσεως για την αποτροπή επικειμένου κινδύνου. Είναι
χαρακτηριστικό ότι με τον ίδιο τρόπο είχε ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρ. 91
ΠολΔ πριν από την κατάργησή της. Επέτρεπε την εκπροσώπηση του διαδικου και με
τον σύζυγο, τους συγγενείς, αδελφούς, κηδεστές, ομοδίκους. Πράξη δικαστική που
δεν είχε ενεργηθεί από τα πρόσωπα αυτά ήταν άκυρη και μόνο «εν αναποφεύκτω
ανάγκη» ήταν επιτρεπτή παρέκκλιση[38].
Στην
πραγματικότητα πρόκειται για μια προσέγγιση όπως αυτή που υιοθετείται στις
διατάξεις των άρθρ. 63 παρ. 2 , 67 παρ. 1 εδ. 2 και 17 παρ. 4 εδ. 2 ΠτωχΚ. Μόνο
σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδρανείας του συνδίκου νομιμοποιείται κατ΄
εξαίρεση ο οφειλέτης στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της
πτωχευτικής περιουσίας[39].
Βεβαίως,
όπως προκύπτει από την παρ. 3 του άρθρ. 94 που προβλέπει το δικαίωμα του
δικαστή να υποχρεώσει ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις το διάδικο σε
πρόσληψη δικηγόρου αυτοπρόσωπη παράσταση είναι δυνατή και για τη συζήτηση της
υποθέσεως. Δεν αναφέρεται δηλαδή μόνο στην επιχείρηση συγκεκριμένων
διαδικαστικών πράξεων όπως υποδηλώνουν τα παραδείγματα της ασκήσεως ενδίκων
μέσων, διακοπής της παραγραφής, προσαγωγής αποδείξεων στον υπάλληλο του
πλειστηριασμού, ασκήσεως της ανακοπής του άρθρ. 933. Όπως, η διαπίστωση αυτή
δεν αναιρεί τη βασική παραδοχή από την οποία εξαρτάται η αυτοπρόσωπη παράσταση
του διαδίκου, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατή ή ευχερής η εκπροσώπηση από πληρεξούσιο
δικηγόρο.
Επομένως,
δεν είναι δυνατή η αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στη δίκη ασφαλιστικών
μέτρων με επίκληση της αποτροπής επικείμενου κινδύνου ως αιτίας που δικαιολογεί
τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου κατ΄άρθρ. 682 ΚΠολΔ[40].
Μια τέτοια προσέγγιση θα αντιστρατευόταν την ιστορική διάσταση και τη βούληση
του νομοθέτη που περιόρισε τις τρεις εξαιρέσεις από την υποχρέωση αυτοπρόσωπης
παράστασης του διαδίκου σε δύο. Αν η κατάργηση της δυνατότητας παραστάσεως του
διαδίκου στα ασφαλιστικά μέτρα επιβίωνε μέσω της περιπτώσεως για την αποτροπή
επικειμένου κινδύνου θα καταστρατηγείτο η ρύθμιση του νόμου. Δεν είναι τυχαίο
ότι ο Γεώργιος Ράμμος υπογράμμισε ότι ο διάδικος μπορεί να έχει ικανότητα προς
το δικολογείν όταν η δίκη διεξάγεται ενώπιον του Ειρηνοδικείου κατ’ εφαρμογήν
των διατάξεων του αυτου άρθρου 94 παρ. 2 α και γ[41].
Δεν αναφέρθηκε δηλαδή στην εφαρμογή των περιπτώσεων β και γ[42].
Συμπέρασμα :
Με
το ν. 4335/2015 επήλθε ουσιώδης μεταβολή στο περιεχόμενο του άρθρου 94 ΚΠολΔ.
Περιορίζεται το εύρος των υποθέσεων για τις οποίες οι διάδικοι μπορούν να
παρίστανται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο και να επιχειρούν τις σχετικές
διαδικαστικές πράξεις. Ο περιορισμός αφορά και τα ασφαλιστικά μέτρα. Η εξαίρεση
για την αποτροπή του επικείμενου κινδύνου κατ’ αρθρ. 94 έχει ένα ιστορικά
διαμορφωμένο περιεχόμενο και δεν ταυτίζεται με την προϋπόθεση που τίθεται στο
άρθρο 682 για τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου.
[1] Βλ.
Γ. Ράμμο, Ενχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, τ. 1, 1978 παρ. 117. Βλ. και
άρθρ. 286 δ ΚΠολΔ για τη βίαιη διακοπή της δίκης αν ο δικαστικός πληρεξούσιος
αποβιώσει, απολυθεί, εκπέσει ή παραιτηθεί από το λειτούργημά του.
[2]
ΣχΠολΔ, Ι 104. Αρχικώς η Πολιτική Δικονομία δεν προέβλεπε το θεσμό της
υποχρεωτικής παραστάσεως του διαδίκου με πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρ. 91). Είχε
το δικαίωμα να επιχειρεί ο διάδικος όλες τις δικαστικές πράξεις. Η ρύθμιση
καταργήθηκε με το άρθρο 60 του ν. ΓΠΟΓ/1911 «περί δικηγόρων». Βλ. για την
ιστορική διαμόρφωση του θεσμού της δικαστικής πληρεξουσιότητος και Τσικρικά, Δ
28, 879 (885).
[3] Η
ρύθμιση απέδιδε το άρθρο 36 του ν. ΓΠΟΓ/1911 «περί δικηγόρων».
[4] Βλ.
Κιτσικόπουλο, ΠολΔ, άρθρ. 91 αριθμ. 39.
[5] Βλ. ΓνΑντΑΠ (Ρωμανός)
Δικαστική 6 (1934), 214. Ευκλείδη – Παπαδόπουλο, Ερμηνεία της Πολιτικής
Δικονομίας, § 279, υποσ. 3α.
[6]
ΣχΠολΔ ό.π., σελ. 104-105.
[7] ΣχΠολΔ Ι 246-247
[8]
ΣχΠολΔ Ι 346-347.
[9]
ΣχΠολΔ ΙΧ 36
[10] Βλ. και άρθρ. 3 παρ. 2
ΕισΝΚΠολΔ. Επίσης Ράμμο, Πολιτική Δικονομία, τ. τρίτο § 12 σελ. 57.
[11] Βλ. Αποστολόπουλο, Ο
Πρόεδρος Πρωτοδικών, εκδ. έκτη, 1966, σελ. 17 και 334. Ράμμο, ό.π. σελ. 59,
Ρωμανού, ό.π.
[12] Βλ.
ΠρΑν 56.
[13] Η
διαφορετικά εκτενής αιτιολογική έκθεση του ν. 3934/2011 δεν εμπεριέχει σκέψεις
για τη νέα ρύθμιση.
[14] ΑΠ
1405/2009 ΕλλΔνη 2010, 66.
[15] Βλ.
ΑιτΕκθ. Κεφ. Α, Τροποποιήσεις του Αστικού Κώδικα άρθρ. 4 και 5 που
προαναγγέλλει χωρίς όμως να επακολουθήσει τροποποίηση του άρθρ. 94 παρ. 1
προκειμένου να είναι υποχρεωτική η παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο σε
κληρονομικής φύσεως υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας.
[16] Βλ.
όμως ΕιρΑθ 181/2011, ΕΠολΔ 2012,747 επ. και ΕιρΠατρ 58/2013 ΕλλΔνη 2013,
561-562 με σύμφωνες παρατηρήσεις Κρητικού. Βλ. αντίθετα ΕιρΧαλκ 821/2012 ΕΠολΔ
2012.746.
[17] Βλ.
πρόσφατα Γ. Ορφανίδη, Η τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη, στον τόμο : Η
πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή, Επιστημονικό Συμπόσιο προς τιμήν του Καθηγητή
Ν. Νίκα 2016 σελ. 15 επ.
[18] Βλ.
και Μπέη Δ 21 671 (672) που είχε υποστηρίξει στο παρελθόν την άποψη ότι η
ενιαία και απλή διαδικασία στα μονομελή δικαστήρια δεν επιτρέπει το διαχωρισμό
του θέματος σε ειρηνοδικεία και μονομελή πρωτοδικεία. Κατά την άποψη του η
υποχρεωτική παράσταση δικηγόρων στα μονομελή πρωτοδικεία παρουσίαζε
αξιοπρόσεκτο πρόβλημα αντισυνταγματικότητας στη βάση ότι αυτό δεν προβλεπόταν
για τα ειρηνοδικεία σύμφωνα με το μέχρι πρότινος νομοθετικό καθεστώς.
[19] Βλ.
για τους σκοπούς που εξυπηρετεί ο θεσμός της υποχρεωτικής σύμπραξης
πληρεξουσίου δικηγόρου Δ. Βαρβιτσιώτη Δ 17, 344 επ. R. Stürner, ΝοΒ
1988, 891 επ.
[20]
Υπήρξε ωστόσο, και μια, ενδεχόμενα μη συνειδητή, οπισθοδρόμηση με βάση τον ν.
4335/2015. Για την σπουδαία από πλευράς συνεπειών και προϋποθέσεων αναγγελία
(άρθρ. 972) στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο θα πρέπει να απαιτείται
σύμπραξη δικηγόρου. Στην αναγγελία κατά νόμο πρέπει να περιγράφεται η απαίτηση
του δανειστή που αναγγέλλεται. Με τη νέα διατύπωση του άρθρ. 972 παρ. 2
εκφράζεται εντούτοις η θέση ότι η αναγγελία μπορεί να υπογραφεί μόνο από τον
αναγγελλόμενο δανειστή («… αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε την
αναγγελία»). Βεβαίως, προς την κατεύθυνση αυτή είχε κρίνει η ΟλΑΠ 10/2010
ΕλλΔνη 2010, 381 επομ. Βλ. επίσης Σταματόπουλο ΕΠολΔ 2008, 317 επομ. Βλ. όμως
ήδη Κιτσικόπουλο, ΠολΔ, άρθρ. 91 αριθ. 30. Επίσης Γ. Ορφανίδη Αδυναμίες του
νομοθετικού πλαισίου αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού στην ελληνική
έννομη τάξη στο τόμο: H λειτουργία της ναυτιλιακής επιχείρησης σε περιόδους
οικονομικής αστάθειας, 8ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2015, σελ. 409 (461 επομ.).
[21] Βλ.
άρθρ. 28 ν.δ. 9/16 Νοεμβρίου 1925 «περί εκδικάσεως των μικροδιαφορών και της
εκτελέσεως των επ’ αυτών εκδιδομένων αποφάσεων».
[22] ΑΠ
1368/2008 ΕλλΔνη 2011, 454-455 (για το άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Επίσης ΑΠ 939/2001
ΕλλΔνη 2001, 912-913. 898/2002, ΕλλΔνη 2002, 1643.
[23] Έτσι Ρωμανός, ό.π. , σελ.
214.
[24] Βλ.
Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη) ΚΠολΔ άρθρ. 691 αρ.1. Βλ. για το θέμα πάντως και
Μπέη Πολιτική Δικονομία άρθρ. 691,1.
[25] Βλ.
για την κατανόηση της διατάξεως αυτής Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη) ΚΠολΔ άρθρ.
692 αρ.1
[26] ΑΠ 173/1990 ΕΕΝ 1990,
677-678.
[27] Βλ. Κεραμέα, Αστικό
Δικονομικό Δίκαιο Ι 1983 αριθ. 25 ΙΙΙ.
[28] Βλ.
ΑΠ 604/1989 Δ 21, 670-671 «ευρύτερο δημόσιο συμφέρον» με παρατηρήσεις Μπέη,
κατά τον οποίο μάλιστα η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του διαδίκου ενώπιον των
πολυμελών δικαστηρίων συνιστά καταχρηστική άσκηση της αξίωσης για δικαστική
ακρόαση και προστασία. ΑΠ 550/2003, ΕλλΔνη 2004, 1435. ΕφΑθ 3732/1990 ΕλλΔνη
2000,481- 482. 49/2006 ΕπιθΕργΔικ 2006, 936 . 1701/2009 ΕλλΔνη 2009, 1438-1438.
Η θεώρηση ότι η υποχρεωτική σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου υπαγορεύεται εξίσου
από το δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση της
γερμανικής Πολιτικής Δικονομίας (Βλ. Hahn, Die gessammten Materialien zur
Civilprozessordnung, 1881 σελ. 185). Αντιθέτως, περισσότερο το ιδιωτικό συμφέρον προβάλλουν οι
προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ (ΣχΠολΔ Ι 102). Λόγω ακριβώς της
εξυπηρετήσεως και του δημοσίου συμφέροντος θεωρείται συνταγματική η πρόβλεψη του
θεσμού με υποχρεωτικό τρόπο (βλ. Stein-Jonas-Leipold ZPO § 78 αρ. 5).
[29] ΟλΑΠ 754/1986 ΝοΒ 35, 380 επομ. 21-22/2002 ΝοΒ 51, 672 επομ.
[30] Ό.π.
[31] Βλ. και άρθρ. 106 παρ. 1
ν. 4172/2013
[32]
Μεταβατικές διατάξεις, άρθρ. 1 άρθρου ενάτου § 5.
[33] Για
τη δίκη αναστολής στο ΣτΕ ΕπΑνΣτΕ 372/2009 και 385/2009 ΕλλΔνη 2009, 1133 και
1154.
[34] Βλ.
και ΠολΠρΘεσ 2418/1985 Αρμ 1985, 1075 (1076).
[35]
Κιτσικόπουλος, ΠολΔ, άρθρ. 91 αριθ. 30.
[36] Βλ.
τις περιπτώσεις στον Κιτσικόπουλο, ΠολΔ, άρθρ. 91 υπό παρόμοιο νομικό καθεστώς
αριθ. 42, 44, 45, 47 (μειοψ.) 48 («…. πολλοί δικηγόροι…») 49 «…. προκειμένου η
κοινοποίησις της ανακοπής να γένηται εν Αθήναις…»), 50 («…. και επί τη
απαραδέκτω δε υποθέσει ότι πάντες οι εν Χίω δικηγόροι αρνούνται να υπογράψωσι
το δικόγραφον της εφέσεως…..»), 51 («… δια την προς ανεύρεσιν δικηγόρου
βραδύτητα …»).
[37] Βλ.
Ράμμο, Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, 1961, τ. τρίτος, Ειδική
διαδικασία, σελ. 59. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρ. 94 ΙΙΙ 4 Κεραμέα, Αστικό
Δικονομικό Δίκαιο, 1986, αριθ. 53 Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τ. πρώτο § 25 ΙΙ 5.
[38] Βλ. Οικονομίδη – Λειβαδά
ΠολΔ, παρ. 57 σημ.3.
[39] Βλ.
την άξια αναγνώσεως υπ΄αριθ. 1393/1975 ΝοΒ 23, 661 (662) απόφαση του Εφετείου
Αθηνών σε σχέση με άσκηση ανακοπής του άρθρ. 933 από τον πτωχό εν αδρανεία του
συνδίκου. Επίσης Κ. Ρόκα, Πτωχευτικόν Δίκαιο, 1973, § 33ΙΙ 1 Περάκη Πτωχευτικό
Δίκαιο, 2010, § 30 ΙΧ 2.
[40] Βλ. Κεραμέα / Κονδύλη /
Νίκα (-Κράνη) , ΚΠολΔ άρθρ. 682 αριθ. 1.
[41] Βλ. Εγχειρίδιον Αστικού
δικονομικού δικαίου τ. 3, 1982 παρ. 552 Ι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου