Ι. Εισαγωγικά περί τιμωρητικότητας του κοινού
Η διερεύνηση της έννοιας της τιμωρητικότητας του κοινού σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο, ενώ διαθέτει μακρά παράδοση στη διεθνή βιβλιογραφία, στην Ελλάδα είναι σχετικά πρόσφατη, δεδομένου ότι έως τώρα έχει διενεργηθεί μία έρευνα[1] στην περιοχή της πρωτευούσης με επιστημονικά υπευθύνους την Καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Χρ. Ζαραφωνίτου και τον Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν.Κουράκη και άλλη μία στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής από τη γράφουσα.[2]Η Καθηγήτρια Χρ. Ζαραφωνίτου είναι εκείνη η οποία και καθιέρωσε στην ελληνική τον όρο τιμωρητικότητα. Ο όρος συμπεριελήφθη πρώτη φορά στο άρθρο «Οι (ανα)παραστάσεις του κοινού για το εγκληματικό φαινόμενο», στο Αφιέρωμα στη μνήμη Η.Δασκαλάκη (1991).[3]
Ως τιμωρητικός αναφέρεται αυτός που έχει την τάση προς εκδίκηση, τιμωρία με αντίθετό του, τον «συγγνωμονικό».[4] Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, πως ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η τιμωρία προέρχεται από το θυμό και την οργή που προκλήθηκαν από την πράξη («δια θυμόν δε και οργήν τα τιμωρητικά», Αριστλ. Ρητ. 1368b, 12).[5]
Η κοινωνική αντίδραση απέναντι στο έγκλημα και ειδικότερα η επιβολή ποινικών κυρώσεων (τιμωρία του δράστη), ενταγμένη στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου και σύμφωνη με τις αρχές του νομικού μας πολιτισμού και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, καθίσταται κοινωνικά αποδεκτή και αναγκαία ως προς τη συμβολή της στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Η ένταση της αντίδρασης, όμως, πάνω από ένα «όριο» είναι που καθορίζει τη μετάβασή της σε ένα άλλο επίπεδο· αυτό της τιμωρητικότητας. Βασική αρχή, προκειμένου να βρεθεί το σημείο τομής ή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τιμωρίας και τιμωρητικότητας είναι η απαγόρευση της υπερβολής, η οποία αναλύεται περαιτέρω σε δύο άλλες αρχές: την αρχή της αναγκαιότητας και την αρχή της αναλογικότητας.[6] Υπό αυτό το πρίσμα, η τιμωρητικότητα του κοινού υποδηλώνει την υπέρβαση του κανόνα και την απαίτηση για συνεχή αύξηση και αυστηροποίηση των μέτρων αναφορικά με την αντιμετώπιση του εγκλήματος, ακυρώνοντας τη σπουδαιότητα της αναγκαίας, κατάλληλης και ελάχιστης ποινής που αποτελεί κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού στο πλαίσιο της οριοθέτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο M.Killias διακρίνει την τιμωρητικότητα σε «υποκειμενική» και «αντικειμενική», με την πρώτη να αφορά το μικροκοινωνιολογικό επίπεδο και τη δεύτερη το μακροκοινωνιολογικό.[7]Η «υποκειμενική» τιμωρητικότητα αφορά «την εκφρασμένη επιθυμία[…] οι ποινές και απαντήσεις στο έγκλημα, κυρίως από την πλευρά της αστυνομίας να γίνουν αυστηρότερες»[8] και η «αντικειμενική» αναφέρεται «στην αυστηρότητα των ποινών που μια κοινωνία επιβάλλει στους καταδικασθέντες».[9] Κατʼ αναλογία με την ανωτέρω διάκριση, η τιμωρητικότητα μπορεί να διαχωριστεί σε «επίσημη» και «άτυπη». Η επίσημη τιμωρητικότητα αφορά το σύνολο των τιμωρητικών θεσμοθετημένων μέτρων (θεσμικό πλαίσιο) για την αντιμετώπιση της παρέκκλισης και του εγκλήματος και η άτυπη τιμωρητικότητα τις τιμωρητικές στάσεις των πολιτών απέναντι στην αντιμετώπιση της παρέκκλισης και του εγκλήματος.
Μεταξύ της επίσημης και της άτυπης τιμωρητικότητας διαπιστώνεται αλληλεπίδραση και διαρκής ανατροφοδότηση συμβολικού και νομιμοποιητικού χαρακτήρα. Και οι δύο μορφές, επίσης, προϋποθέτουν έναν ορισμό του εγκλήματος, ο οποίος, ιδίως στην περίπτωση της επίσημης τιμωρητικότητας, ταυτίζεται με το νομικό ορισμό.[10] Κατʼ ουσίαν, η επίσημη τιμωρητικότητα προσδιορίζεται από τον ποινικό νόμο, την προβλεπόμενη κύρωση και τις δικαστικές αποφάσεις και η άτυπη βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση μαζί τους. Από την άλλη πλευρά, η επίσημη τιμωρητικότητα επηρεάζει την άτυπη σε σημαντικό βαθμό, ειδικότερα π.χ. ως προς τις εναλλακτικές μορφές αντιμετώπισης του εγκλήματος, τις οποίες δυσκολεύονται να εμπιστευτούν οι πολίτες, όταν το κράτος δεν τις υιοθετεί εμπράκτως στην επίσημη ατζέντα του, και, συνεπώς, οι στάσεις απέναντί τους παραμένουν επιφυλακτικές. Γενικότερα, οι ʽποινικές παραδόσειςʼ μιας χώρας συναρτώνται με τις στάσεις απέναντι στην τιμωρία.[11]
Η προσπάθεια της ερευνητικής αποτύπωσης των στάσεων των πολιτών απέναντι στην τιμωρία είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι επιτελούν συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες και ενέχουν σημαντική πολιτική και πολιτισμική σημασία. Για να χαρακτηρισθεί μια πράξη ως έγκλημα, σύμφωνα με τη δεύτερη (ψυχοκοινωνική) προϋπόθεση που θέτει ο Pinatel, θα πρέπει να θεωρείται από την πλειονότητα των κοινωνών ως τέτοιο και, συνεπώς, σύμφωνα με τον Ιάκ.Φαρσεδάκη, «σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαία η διεξαγωγή ερευνών στάσεων του πληθυσμού».[12] Οι στάσεις, επομένως, διαθέτουν κοινωνική βαρύτητα, όπως οι θεσμοθετημένοι τρόποι που επιλέγει η κοινωνία σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για να αντιμετωπίσει το έγκλημα και να τιμωρήσει τους δράστες. Αξίζει να αναφέρει κανείς τον οιονεί ορισμό του πολίτη από τον Αριστοτέλη ως εκείνου που μετέχει στην εξουσία και στην απονομή δικαιοσύνης.[13] Οι στάσεις απέναντι στην τιμωρία αλλά και η συμμετοχή των πολιτών στην αντιμετώπιση του εγκλήματος συνιστούν συνθήκη που ορίζει τόσο τη σχέση τους με την πολιτική όσο και τη σχέση τους με το δίκαιο.[14] Με αυτό τον τρόπο το δίκαιο και η πολιτική αποτελούν έννοιες που συνδέονται όχι μόνο με την επίσημη τιμωρητικότητα αλλά και με την άτυπη, καθιστώντας τον πολίτη ως τον «σημαντικό άλλο» στην οργάνωση των απαντήσεων απέναντι στο έγκλημα.