Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

ΣυμβΕφΠατρών 101/2016: Έφεση - Παραπεμπτικό βούλευμα - Απιστία - Εντολή.-


Στην έκθεση άσκησης της έφεσης πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι έφεσης ή αναίρεσης, και δεν αρκεί η επίκληση του περιεχομένου των διατάξεων, διαφορετικά το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Στο έγκλημα της απιστίας, για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσίας αντιπροσώπευσης του εντολέα, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Η λήψη μία μεταχρονολογημένης επιταγής από τον εντολέα, έστω και με τη γνώση της εγγενούς διακινδύνευσης να μη διαθέτει ο εκδότης κεφάλαια προς πληρωμή, συνιστά μια προβλεπτή διακινδύνευση για την περιουσία που δεν επιφέρει αναγκαία ζημία. Να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορούμενου για την πράξη της απιστίας με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.


Αριθμός: 101/2016
(Αριθ. Ειδ. Βιβλίου: 101/2016)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Καραγιάννη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Γιαννακού - Εισηγήτρια και Βασιλική Κατσούλα, Εφέτες.
Συνεδρίασε στο γραφείο των διασκέψεων στις 8 Ιουνίου 2016 με παρουσία και του Γραμματέως Δημητρίου Παπαπάνου.

Το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την ποινική υπόθεση στην οποία ο Αντεισαγγελέας Εφετών Πατρών Γεώργιος Μπισμπίκης, έχει υποβάλει την πρόταση του με αριθμό 71/2016 που έχει ως εξής:

«Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 317§1α και 481 §1 ΚΠΔ, την υπ' αριθμ.1/2016 έφεση του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδ. ... κατά του υπ' αρ.../3-3/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, με το οποίο ο εκκαλών παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικαστεί για το έγκλημα της απιστίας με βλάβη της περιουσιακής ζημίας άλλου, που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι για παράβαση των Αρθρων 14, 27 παρ. 1, 51, 52, 390 εδ. β'-α' ΠΚ, και εκθέτω τα ακόλουθα:

     Κατά μεν τη διάταξη του αρθρου 463 εδα' ΚΠΔ «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα», κατά δε την τοιαύτη του Αρθρου477 ΚΠΔ, όπως αντικ. με άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 3904/2010, «έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους και στον εισαγγελέα στις περιπτώσεις των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος», ενώ κατ' αυτήν του αρθρου 478 ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3904/2011, «το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο και μόνο για τους λόγους: α. της απόλυτης ακυρότητας και β. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης». Οι λόγοι απόλυτης ακυρότητας εκτίθενται στην διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ (βλ σχετ. το Αρθρο), ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη την οποία έχει πραγματικά, και εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε (βλ. Ολ.ΑΠ 1/2002 ΠΧ Ν.Β 689) Τέλος, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ στην έκθεση, η οποία συντάσσεται από τον αρμόδιο γραμματέα για την δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου από τον δικαιούμενο, πρέττει να αναφέρονται όλοι οι λόγοι εφέσεως ή αναιρέσεως, διότι αν δεν περιέχεται κάποιος λόγος ή όλοι είναι αόριστοι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Δεν αρκεί δε η επίκληση του περιεχομένου των διατάξεων, και εν προκειμένω του άρθρου 478 Κ.Π.Δ,, όπως λ.χ. «ότι έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα ή εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν δεν εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση ή δεν προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια που προσάπτεται στην απόφαση ή το βούλευμα (βλ. Ο.Λ.ΑΠ 644/85 ΠΧ ΛΕ 899 και Α.Π 1018/2000Ποιν.Δικ. 2000,1204)». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 390 του Π.Κ. (όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 36 παρ. 2 του ν. 2172/1993 «όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση». Από τη διάταξη αυτή, που προβλέπει το έγκλημα της απιστίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν η επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση ή επιμέλεια, με βάση τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, υποκειμενικός δε δόλος και δη άμεσος, δηλαδή πρέπει ο δράστης αφενός μεν να γνωρίζει ότι έχει την επιμέλεια ή τη διαχείριση ξένης περιουσίας, αφετέρου δε να προβλέπει τουλάχιστον ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του την πρόκληση ζημίας στην ξένη περιουσία και να αποδέχεται τη ζημία αυτή. Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού (βλ. ΑΠ 970 /2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 3/2011, ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με την ανωτέρω έφεση του, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως αφού η επίδοση του βουλεύματος προς αυτές έλαβε χώρα την 8-3-2016 και η έφεση του ασκήθηκε την 17-3-2016 ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου Ηλείας, προσβάλλει το προαναφερόμενο βούλευμα δυνάμει του οποίου παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, για να δικαστεί αναφορικά με το ότι στον Πύργο Ηλείας, κατά το χρονικό διάστημα από 7-4-2009 έως και 26-5-2009, εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου είχε την διαχείριση, προκαλούντος περιουσιακή ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ. 

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

"Χρειαζόμαστε πραγματικά ένα Συνταγματικό Δικαστήριο; Μια πάντα επίκαιρη συζήτηση" [Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης, Πάρεδρος Σ.τ.Ε.]

  


       1.  «Όταν … διάταξις νόμου αντίκειται εις το Σύνταγμα, ως μεταβάλλουσα δι’ απλού νομοθετήματος θεμελιώδη διάταξιν αυτού … δικαιούται το δικαστήριον να μη εφαρμόζη αυτήν εν τω θέματι περί ου δικάζει». Αυτή η κρίσιμη σκέψη της ΑΠ 23/1897 αποτελεί τη γενέθλια σκέψη του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη πατρίδα μας, τουλάχιστον σε επίπεδο ανωτάτου δικαστηρίου. Είναι σημαντικό ότι η αρμοδιότητα του ελέγχου της αντισυνταγματικότητας αναγνωρίστηκε από την ίδια τη νομολογία, την αναγνώρισε ο ίδιος ο δικαστής υπέρ του εαυτού του και δεν προηγήθηκε ο συντακτικός ή ο αναθεωρητικός νομοθέτης.
            Από την περίοδο εκείνη το σύστημα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας παίρνει τα βασικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή τον διάχυτο (και όχι συγκεντρωτικό), τον παρεμπίπτοντα (και όχι ευθύ) και τον συγκεκριμένο (και όχι αφηρημένο) χαρακτήρα του. Κυρίως δε, η διάταξη που κρίνεται αντισυνταγματική δεν ακυρώνεται. Απλώς δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση.
            Ακολούθησε το Σύνταγμα του 1927, με την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 5, κατά την οποία: «Η αληθής έννοια της διατάξεως είναι ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μη εφαρμόζουν νόμον, ούτινος το περιεχόμενον αντίκειται προς το Σύνταγμα» (το άρθρο 5 αναφερόταν στην απονομή της δικαιοσύνης από ανεξάρτητα δικαστήρια που υπόκεινται μόνο στους νόμους). Στην ερμηνευτική αυτή δήλωση στηρίχθηκε η πρώτη απόφαση του Σ.τ.Ε., η 1/1929, με την οποία κρίθηκε αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική διάταξη περί ιδρύσεως υπηρεσιακού συμβουλίου που δεν πληρούσε τους όρους που έθετε το άρθρο 114 του τότε ισχύοντος Συντάγματος.
            Το Σύνταγμα του 1975 είναι διεξοδικότερο ως προς το ζήτημα που μας απασχολεί, αφού όχι μόνο στο άρθρο 93 παρ. 4 επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος του 1927, αλλά περιέχει και τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές κατά την άσκηση του έργου τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος (διάταξη που συμπληρώνει την προηγούμενη). Επίσης, μέσω της αναθέσεως στο Α.Ε.Δ. της άρσης της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου, όταν υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, ο έλεγχος συνταγματικότητας οργανώνεται πληρέστερα και από δικονομικής πλευράς. Οπότε, από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975 είναι δυνατή η κήρυξη ως ανίσχυρης erga omnes διατάξεως νόμου που κρίνεται αντίθετη προς το Σύνταγμα με απόφαση του Α.Ε.Δ. και για τούτο η σχετική απόφαση δημοσιεύεται στην ΕτΚ. Στην καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, οργάνωση του ελέγχου συνετέλεσε η αναθεώρηση του 2001: Με τη νέα διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100, όταν ένα τμήμα ανωτάτου δικαστηρίου κρίνει ότι διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στην οικεία Ολομέλεια προς οριστική κρίση. Τέλος, σε επίπεδο νόμου (άρθρο 1 του ν. 2479/1997, Α’ 67), προβλέπεται η δυνατότητα παρεμβάσεως τρίτων προσώπων στις ενώπιον του Α.Ε.Δ. και των Ολομελειών των ανωτάτων δικαστηρίων δίκες στις οποίες τίθεται ζήτημα συμφωνίας διατάξεως νόμου προς το Σύνταγμα.
            Εν τω μεταξύ, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στα τέλη του ΧΙΧ αι. και τα πρώτα χρόνια του ΧΧ αι. η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα όπου ασκείται δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Στη δεκαετία του 1920 ιδρύεται το πρώτο Συνταγματικό Δικαστήριο, το Αυστριακό, υπό την επίδραση, όπως ξέρουμε, των ιδεών του Κέλσεν, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν πλέον επικρατεί η αντίληψη ότι ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας αποτελεί στοιχείο του κράτους δικαίου, Συνταγματικά Δικαστήρια ιδρύονται σιγά – σιγά σε πολλές χώρες. Το ίδιο κύμα ιδρύσεως Συνταγματικών Δικαστηρίων, ως στοιχείο εμπέδωσης του κράτους δικαίου, παρατηρείται, υπό την ώθηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη.
            Έτσι, η Ελλάδα ενώ στα τέλη του ΧΙΧ αι. ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου ασκείτο διάχυτος, συγκεκριμένος και παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας των νόμων, αποτελώντας, κατά τη διατύπωση του Α. Καϊδατζή, «παρέκκλιση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα», έναν αιώνα μετά, στα τέλη του ΧΧ αι., έχει χάσει τη μοναδικότητά της αυτή, παραμένοντας πλέον από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες όπου ο έλεγχος αυτός δεν ασκείται από Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά διατηρεί τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
            2.         Σε προτάσεις αναθεωρήσεως του Συντάγματος, από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, αλλά και σε κείμενα και παρεμβάσεις πολιτικών και ακαδημαϊκών, υποστηρίζεται η ιδέα δημιουργίας και στην Ελλάδα Συνταγματικού Δικαστηρίου.
            Βασικό επιχείρημα που προβάλλεται υπέρ της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται από το ισχύον σύστημα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων, οφειλόμενη στο ότι μπορεί να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις των δικαστηρίων, στο ότι ο νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός πολλά χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής του και στο ότι, από τη στιγμή που τεθεί το ζήτημα της ασυμφωνίας μιας νομοθετικής διάταξης προς το Σύνταγμα, απαιτείται πολύς χρόνος μέχρι την οριστική επίλυση του θέματος. Υποστηρίζεται ότι το ισχύον σύστημα λειτουργούσε ικανοποιητικά στο παρελθόν όταν η νομοθετική δραστηριότητα δεν ήταν ούτε τόσο λεπτομερής, ούτε τόσο συχνή όσο σήμερα. Με την ταχύτητα που εξελίσσεται η σύγχρονη ζωή, δεν μπορούμε να αναμένουμε να λυθεί οριστικά το όποιο ζήτημα συνταγματικότητας μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος και αφού εκδοθούν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις, που θα επιτείνουν τη σύγχυση και την ανασφάλεια. Επιβάλλεται άμεση εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων σχετικά με τη συνταγματικότητα των νόμων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στη σύντομη επίλυση θα συντελέσει το Συνταγματικό Δικαστήριο.
            Υπάρχει, όμως, και διαφορετική προσέγγιση, που δεν εστιάζει τόσο στο ζήτημα της (αν)ασφάλειας δικαίου και της ταχύτητας. Σύμφωνα με αυτή, το σύστημά μας είναι μόνο κατ’ όνομα διάχυτου ελέγχου. Στην πράξη και στη δικονομία έχουν αναπτυχθεί ισχυροί μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου, ιδίως στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης, όπου η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως, το τεκμήριο του ακυρωτικού ελέγχου υπέρ του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και η συνταγματική κατοχύρωση της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κάμπτουν ως ένα σημείο τον διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας και του προσδίδουν στοιχεία συγκεντρωτικού. Με την αντίληψη αυτή, περισσότερο από κάθε άλλη, συνδυάζεται κριτική στη νομολογία. Οπότε, σύμφωνα με τον Ε. Βενιζέλο, «το συνταγματικά κρίσιμο ζήτημα [είναι] … ο τρόπος συγκρότησης του αρμοδίου δικαστηρίου και η σχέση του με τα πολιτικά όργανα του κράτους. Δηλαδή, η θεσμική ισορροπία πολιτικής εξουσίας και δικαστικής εξουσίας». Εδώ αναδεικνύεται ανάγλυφα μια μορφή δυσπιστίας απέναντι στον τακτικό δικαστή, τον επαγγελματία δικαστή, ο οποίος, όπως υπονοείται, δεν έχει την αναγκαία πολιτική ευαισθησία στην προσέγγιση και κατανόηση του κειμένου του νόμου. Για τούτο αναζητείται ένα άλλο όργανο, το Συνταγματικό Δικαστήριο, που θα αναλάβει την ιδιαίτερη αυτή αρμοδιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας, που εξ ορισμού έχει και πολιτικές διαστάσεις, εφ’ όσον ο νόμος αποκρυσταλλώνει την πολιτική ισορροπία που έχει επιτευχθεί στο Κοινοβούλιο. Συμπληρωματικά προβάλλεται, ως επιπλέον επιχείρημα υπέρ του Συνταγματικού Δικαστηρίου, πως όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν πλέον τέτοιου τύπου δικαιοδοσίες.
            Σε πρόσφατες προσεγγίσεις, πέραν των όσων αναφέρθηκαν, επισημαίνεται ιδιαιτέρως το ζήτημα του ελέγχου ζητημάτων λειτουργίας των θεσμών, που με τα κρατούντα δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, αλλά και το ζήτημα του πληρέστερου ελέγχου της εφαρμογής των συνταγματικών κανόνων σε τομείς όπου αυτός είναι ασθενικός (π.χ. interna corporis). Για την επίλυση των εν λόγω αμφισβητήσεων προτείνεται η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Είναι αμφίβολο, βέβαια, αν μπορεί να ιδρυθεί ένα δικαστήριο αρμόδιο αποκλειστικά για τις διαφορές αυτές, χωρίς, δηλαδή, να έχει αρμοδιότητα και για την εξέταση της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας του νόμου.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Νομοθετικές ρυθμίσεις για την έκδοση ατόμων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσικής Ομοσπονδίας [του Γεώργιου Παπαγεωργίου, Εφέτη]


1.      Ο θεσμός της έκδοσης


Η χαρακτηριστικότερη μορφή διεθνούς συνεργασίας στο χώρο του ποινικού δικαίου είναι ο θεσμός της εκδόσεως. Η διαδικασία εκδόσεως καλείται να διεθνοποιήσει τον εσωτερικό χαρακτήρα των αξιόποινων πράξεων του εκζητούμενου , αφού θεσμοθετεί τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών του εκζητουμένου κράτους ως συμπλήρωμα του μηχανισμού ποινικής καταστολής του εκζητούντος κράτους, δηλαδή ως μέσο επανεργοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών του τελευταίου που κατατείνουν στην αποκατάσταση των προσβληθέντων εννόμων αγαθών εντός των κυριαρχικών ορίων δικαιοδοσίας του . Η έκδοση αποτελεί πράξη διακρατική και για το λόγο αυτό τις περισσότερες φορές η συμβατική σχέση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών συνιστά προαπαιτούμενο για την επίτευξη της. Προϋπόθεση για την πραγμάτωση της εκδόσεως είναι η υποβολή της αίτησης εκδόσεως που υποβάλλει το εκζητούν κράτος κράτος στο κράτος που έχει καταφύγει ο εκζητούμενος . Η εν λόγω αίτηση είναι έγγραφη, υποβάλλεται κατά κανόνα μέσω της διπλωματικής οδού, και με αυτήν επιδιώκεται η επίτευξη τριών στόχων . Πρώτον η γνωστοποίηση εκ μέρους του αιτούντος κράτους της υπάρξεως στο έδαφος του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ενός ατόμου που κατηγορείται ή καταδικάσθηκε για μία ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις. Δεύτερον, η εκδήλωση της βουλήσεως του εκζητούντος κράτους να παραδοθεί το άτομο αυτό στις αρμόδιες αρχές του και να υπαχθεί με τον τρόπο αυτό στην ποινική του δικαιοδοσία. Τρίτον , η σαφής και ρητή έκθεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες εκκρεμεί ποινική δίωξη ή αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση στο εκζητούν κράτος , όπως αυτές προκύπτουν από τα συνοδευτικά της αιτήσεως έγγραφα, αφού βάσει των εν λόγω πράξεων ενεργοποιείται η διαδικασία που προβλέπεται στην εσωτερική έννομη τάξη του εκζητούμενου κράτους για να αποφασισθεί η αποδοχή ή η απόρριψη του σχετικού αιτήματος.

2.Νομοθετικό πλαίσιο
Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωση τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Κατά το άρθρο 436 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), οι όροι και η διαδικασία έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών, αν δεν υπάρχει σύμβαση, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Τόσο η Ελλάδα όσο και η άλλοτε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) είναι συμβαλλόμενα μέρη στην από 13.12.1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως (ΕΣΕ) .Στην Ελλάδα η ανωτέρω σύμβαση κυρώθηκε με το νόμο 4165/1961 και ισχύει από την 27.8.1961 για δε την ΕΣΣΔ υπογράφηκε στις 7.11.1006, κυρώθηκε στις 10.12.1999 και τέθηκε σε ισχύ από 9.3.2000. Στο άρθρο 2 παρ. 1 της ΕΣΕ ορίζεται ότι η έκδοση διενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται, από τους νόμους τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση όσον και του κράτους από το οποίο αυτή ζητείται, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή με αυστηρότερη ποινή. Σε περίπτωση που έλαβε χώρα καταδίκη σε ποινή ή έχει επιβληθεί μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους, η απαγγελθείσα κύρωση πρέπει να είναι διαρκείας τεσσάρων μηνών κατ' ελάχιστον όριο. Περαιτέρω, στο άρθρο 12 της ΕΣΕ ορίζεται ότι η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση πρέπει, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών άλλο μέσο, να διατυπωθεί εγγράφως και να υποβληθεί δια της διπλωματικής οδού και για την υποστήριξή της να προσαχθούν: α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής απόφασης είτε εντάλματος σύλληψης ή άλλης πράξης, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και χρόνου διάπραξής τους, του κατά νόμο χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων που προβλέπουν την πράξη ή, εφ' όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτό, δήλωση περί του εφαρμοστέου δικαίου. Τέλος, στην αίτηση πρέπει να γίνεται όσο το δυνατό ακριβέστερος προσδιορισμός του προσώπου που καταζητείται και να περιλαμβάνεται κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και εθνικότητα αυτού.Μεταξύ της Ελλάδας και της άλλοτε Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ισχύει και η από 21/5/1981 Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1242/1982 και εξακολουθεί να ισχύει τις επόμενες πενταετείς περιόδους από την ημερομηνία θέσεως της σε ισχύ και έχει εφαρμογή και ως προς τη Ρωσική Ομοσπονδία (ΡΟ), αφού δεν καταγγέλθηκε, ούτε από αυτή μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ ( ΑΠ 827/1998, ΑΠ 1418/1998, ΑΠ 155/2000, ΑΠ 2015/2001, ΑΠ 293/2004, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 255/2009). Στα άρθρα 37 και 42 αυτής ορίζονται τα τα εξής: 1) Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται μετά από αίτηση και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως να εκδίδουν αμοιβαίως πρόσωπα που ευρίσκονται στο έδαφος τους, για άσκηση ποινικής διώξεως ή εκτέλεση ποινής. Η έκδοση πραγματοποιείται για πράξεις που, σύμφωνα με τη νομοθεσία και των συμβαλλομένων μερών, αποτελούν εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας άνω του ενός έτους ή άλλη βαρύτερη ποινή (άρθρο 37 παρ. 1, και 2 εδ. α), 2) Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να περιλαμβάνει α) την ονομασία του οργάνου από το οποίο προέρχεται η αίτηση, β) το κείμενο του νόμου του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, που χαρακτηρίζει την πράξη ως έγκλημα, γ) το ονοματεπώνυμο του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση, πληροφορίες για την υπηκοότητα του, τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του και άλλες πληροφορίες για το πρόσωπο του, όπως και, αν είναι δυνατό, περιγραφή της εξωτερικής του εμφανίσεως, φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, δ) εκτίμηση του μεγέθους της ζημίας, εφόσον το έγκλημα προκάλεσε υλική ζημία (άρθρο 42 παρ. 1), 3) Στην αίτηση εκδόσεως για άσκηση ποινικής διώξεως επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως που διατάσσει προσωρινή κράτηση και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την εγκληματική πράξη (άρθρο 42 παρ. 2), 4) Το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση, δεν υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση εκδόσεως τις αποδείξεις ενοχής του εκζητουμένου (42 παρ. 3). Κατά το άρθρο 38 της παραπάνω Διμερούς Σύμβασης (Ν. 1242/1982), έκδοση δεν λαμβάνει χώρα αν: 1) το πρόσωπο για το οποίο έγινε η αίτηση εκδόσεως είναι υπήκοος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το ποίο απευθύνεται η αίτηση ή πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί από το κράτος αυτό το δικαίωμα του ασύλου, 2) η έκδοση δεν επιτρέπεται από την νομοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, 3) το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση διώκεται, κατά την νομοθεσία και των δύο Συμβαλλομένων Μερών, μόνο κατ' έγκληση, 4) κατά τη στιγμή της αιτήσεως η ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση ή η απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω παραγραφής ή για άλλη νόμιμη αιτία . Τέλος κατά το άρθρο 438 του ΚΠΔ το οποίο, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο 38 παρ. 2 της ως άνω Διμερούς Συμβάσεως, έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, "η έκδοση απαγορεύεται: α) αν εκείνος για τον οποίο ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέστηκε η πράξη, β) ..., γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό ... ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει την δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο, και ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση". 

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Νομολογία Ελληνικών Δικαστηρίων: έκδοση αλλοδαπών


ΑΠ 447/2015 Ε' Τμήμα (Συμβούλιο)

Έκδοση - Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (ν. 4165/1961 - άρθρα 3 παρ. 1 και 2, 14) - Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Γεωργίας (ν. 2813/2000) - ΚΠΔ άρθρο 438 εδ. γ’. Δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση στην Δημοκρατία της Γεωργίας του εκζητουμένου, υψηλού αξιωματούχου της προηγούμενης κυβέρνησης της Γεωργίας, προκειμένου να εκτίσει ποινή για υπέρβαση δημόσιας εξουσίας και να διωχθεί για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης, διότι σε περίπτωση εκδόσεώς του, υπάρχει κίνδυνος να επιδεινωθεί η θέση του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και να  διωχθεί και για άλλες πράξεις, διαφορετικές από αυτές για τις οποίες εκζητείται.

Πρόσφυγες και πρόσωπα που έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας: Η θεσπιζόμενη στο άρθρο 5 παρ. 2 ΠΔ/τος 114/2010 απαγόρευση εκδόσεως μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αιτήσεως χορηγήσεως διεθνούς προστασίας ή πολιτικού ασύλου αναφέρεται στην κατ’ άρθρον 452 παρ. 1 ΚΠΔ έκδοση του εκζητουμένου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης μετά την αμετάκλητη γνωμοδότηση υπέρ της εκδόσεως από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και δεν εμποδίζει την γνωμοδότηση υπέρ ή κατά της εκδόσεως από το τελευταίο αυτό ούτε οδηγεί σε αναβολή της διαδικασίας εκδόσεως.
ΑΠ 1311/2011 (Ζ΄ Ποινικό Τμήμα σε Συμβούλιο )
Αίτημα έκδοσης πολίτη Αλβανίας από τις αρχές της χώρας του για να εκτίσει ποινή στην οποία καταδικάστηκε για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου – Κατάθεση αίτησης ασύλου μετά τη σύλληψή του ενόψει του αιτήματος έκδοσης – Ενόψει της περιοριστικής απαρίθμησης των περιπτώσεων απαγόρευσης έκδοσης του εκζητουμένου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠΔ και σε συνδυασμό με τις περιέχουσες ανάλογες εξαιρέσεις από την έκδοση υποχρεωτικού ή δυνητικού χαρακτήρα διατάξεις των άρθρων 3 έως 11 της ως Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης και με τις απαγορεύουσες την έκδοση σχετικές διατάξεις του άρθρου 32 της Σύμβασης Δικαστικής Αρωγής σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας δεν αποτελεί λόγο απαγόρευσης της έκδοσης η προβαλλόμενη από τον εκζητούμενο διακινδύνευση της ακεραιότητας της ζωής του από τρίτα (συγγενείς της πρώην συζύγου του), άσχετα προς το εκζητούν κράτος, πρόσωπα – Η αναβολή της έκδοσης στην περίπτωση της δίωξης ή της καταδίκης του εκζητούμενου για άλλη πράξη στην Ελλάδα δεν έχει την έννοια ότι αναβάλλεται η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και
του Αρείου Πάγου για να αποφανθούν για την έκδοση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αλλά ότι αναβάλλεται μόνον η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο οποίος είναι κατά το άρθρο 452 ΚΠΔ ο μόνος αρμόδιος να διατάξει την έκδοση, δηλαδή την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου ή να την επιτρέψει υπό όρους αφού φυσικά έχει
προηγηθεί αμετάκλητη γνωμοδότηση των ως άνω δικαστικών συμβουλίων που επιτρέπει την έκδοση
(Δημοσιευμένη σε Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών 2012, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα)

ΣτΕ 1654/2008 
Υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας οι αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης περί έκδοσης, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικής αρχής κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 – Λόγοι ακύρωσης που στρέφονται κατά πράξης διοικητικής αρχής που στηρίζεται σε πράξη ή
γνωμοδότηση δικαστικού οργάνου είναι απαράδεκτοι, εκτός εάν αναφέρονται σε ελαττώματα της πράξης ή της γνωμοδότηση της δικαστικής αρχής που τις καθιστούν ανυπόστατες, ερευνώνται δε μόνο λόγοι ακύρωσης που αναφέρονται σε ίδια και αυτοτελή ελαττώματα της διοικητική πράξης –
Στα όργανα της δικαστικής εξουσίας ανήκει και η έρευνα της συνδρομής τυχόν κωλυμάτων της έκδοσης κατά τις διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΣτΕ 2190/2002, επταμελής)
(Δημοσιευμένη σε Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών 2008, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα)

ΑΠ 1042/2007 
Αίτημα έκδοσης της κυβέρνησης του Πακιστάν – Ο εκζητούμενος, πολίτης του
Πακιστάν, κατηγορείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του για παραβίαση του Διατάγματος του 2002 που προβλέπει και τιμωρεί «την πρόληψη και τον έλεγχο της εμπορίας ανθρώπων» και του Διατάγματος του 1979 «περί μετανάστευσης» – Απορρίπτεται κατά πλειοψηφία το αίτημα της έκδοσης γιατί το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο εκζητούμενος στη χώρα καταγωγής του θεμελιώνει το προβλεπόμενο στο ελληνικό ποινικό δίκαιο έγκλημα της «απατηλής διέγερσης σε μετανάστευση» που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα το όριο των δύο ετών που ορίζει το άρθρο 437 στοιχείο α΄ ΚΠΔ ως ελάχιστο όριο για το επιτρεπτό της έκδοσης αλλοδαπού – Αντίθετη άποψη της μειοψηφίας: η αποδιδόμενη στον εκζητούμενο πράξη δυνάμει του ποινικού δικαίου του Πακιστάν θεμελιώνει και κατά το ελληνικό ποινικό δίκαιο μια μόνον αξιόποινη πράξη, που αποτελεί πλημμέλημα και προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 55 του Ν. 2910/2001 και 88 του Ν. 3386/2005.
(Δημοσιευμένη σε Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών 2008, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα)

ΣτΕ 2681/2005 
Έκδοση στην Αλβανία αλλοδαπού, για τον οποίο διαπιστώθηκε μετά την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου και του Υπουργού Δικαιοσύνης υπέρ της έκδοσής του ότι είναι Έλληνας από γέννηση – Οι αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, με τις οποίες διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού, αποτελούν εκτελεστές πράξεις διοικητικής αρχής, υπό την έννοια των άρθρων 95
παρ. 1 περίπτωση α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 – Κατέστη ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφαση αφού μετά την έκδοση της πόφασης έκδοσης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διαπιστώθηκε ότι ο εκζητούμενος είναι έλληνας από γέννηση: συνεπώς η έκδοσή του παραβιάζει τον περιεχόμενο στο άρθρο 438 περ. α΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κανόνα,
σύμφωνα με τον οποίον απαγορεύεται η έκδοση ημεδαπού – Άποψη μειοψηφίας: απαραδέκτως στρέφεται κατά της προσβαλλομένης υπουργικής απόφασης ο ισχυρισμός περί της ελληνικής ιθαγένειας το εκζητούμενου γιατί αφορά στο, κρίσιμο για την έκδοση, ζήτημα της ιθαγένειάς του, το οποίο, ως συναπτόμενο με τη διάταξη του άρθρου 438 περ. α΄ ΚΠΔ (αρνητική) προϋπόθεση εκδόσεως, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστικών συμβουλίων και όχι στην αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, η διακριτική ευχέρεια του οποίου, στην περίπτωση της αμετάκλητης γνωμοδότησης των δικαστικών οργάνων υπέρ της έκδοσης, δεν περιλαμβάνει και τη
δυνατότητα επανελέγχου της συνδρομής των κατά το άρθρο 438 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης.
(Δημοσιευμένη σε Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών 2007, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα)


Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Νομολογιακές διευκρινίσεις ως προς την έννοια της δεκτικής δικαστικής προσβολής διοικητικής πράξης (CE 9 novembre 2015 M. A.B., n° 380983 και n° 383712)

Προκαταρκτικές σκέψεις.-
1.To ζήτημα των δεκτικών δικαστικής προσβολής πράξεων επανέρχεται συστηματικά στη νομολογία του Conseil d’Etat, η οποία εμπλουτίζεται διαρκώς με νέες πτυχές ήδη γνωστών κατηγοριών. Στο πεδίο των κανονιστικών πράξεων, διευκρινίζονται περαιτέρω οι προϋποθέσεις δικαστικής προσβολής των εγκυκλίων, με την παγίωση και τον εμπλουτισμό της νομολογίας Duvignières και τον σύνδεσμο μεταξύ παραδεκτού και βασίμου της αίτησης ακύρωσης και την ανάλυση των προβαλλομένων λόγων ακύρωσης. Στο πλαίσιο της κατηγορίας των μέτρων εσωτερικής τάξης, η rapporteur public, με την ευκαιρία δύο αιτήσεων αναίρεσης του ίδιου κρατουμένου, επιχειρεί, με παιδαγωγικό τρόπο, τη συστηματοποίηση των κριτηρίων διάκρισης μεταξύ των μέτρων που είναι δεκτικά δικαστικής προσβολής και εκείνων που δεν είναι. Τέλος, ο χαρακτηρισμός διοικητικών πράξεων ως πράξεων που δεν έχουν τον χαρακτήρα απόφασης και, κατά συνέπεια, δεν προσβάλλονται παραδεκτώς και οι πλημμέλειές τους δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα των αποφάσεων που στηρίζονται σ’αυτές, επιτρέπει τον εντοπισμό του βασικού κριτηρίου της δεκτικής δικαστικής προσβολής διοικητικής πράξης, με ανάδειξη της σημασίας του στοιχείου της «κανονιστικότητας» (normativité) ή της «ατομικής ρύθμισης» που αυτή πρέπει να περιέχει.
2. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί η σημασία που αποκτά για τη θεωρία της διοικητικής πράξης ο περίφημος Code des relations entre le public et l’administration (CRPA), που δημοσιεύθηκε στη Journal officiel της 25ης Οκτωβρίου και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016 (οrdonnance n° 2015-1341 du 23 octobre 2015 relative aux dispositions législatives du code des relations entre le public et l’administration). Πρόκειται για το πιο φιλόδοξο εγχείρημα ορισμού και κωδικοποίησης των διαφόρων πτυχών της διοικητικής διαδικασίας. Όπως επισημαίνει στην έξοχη ανάλυσή του ο F. Melleray, Les apports du CRPA à la théorie de l’acte administratif unilateral, AJDA 44/2015, σ. 2491, παρά το γεγονός ότι, σε αντιδιαστολή προς τον γερμανικό Verwaltungsverfahrensgesetz (βλ. άρθρο 35), ο γαλλικός κώδικας δεν περιλαμβάνει ορισμό της μονομερούς διοικητικής πράξης (acte administratif unilatéral), καθιερώνει, πάντως, μέσω της κατηγοριοποίησης των διαφόρων ειδών διοικητικών πράξεων ενόψει καθορισμού του νομικού καθεστώτος τους, τη διάκριση μεταξύ μονομερούς διοικητικής πράξης (acte administratif unilatéral) διοικητικής απόφασης (décision administrative). Εγκαταλείποντας την προσέγγιση πολλών προέδρων του Conseil d’Etat (M. Rougevin-BavilleR. Denoix de Saint Marc και D. Labetoulle) αλλά και έγκριτων θεωρητικών (J. MoreauD. TruchetY. GaudemetP. Delvolvé), o κώδικας δέχεται ότι επιβάλλεται η διάκριση των μονομερών διοικητικών πράξεων σε αυτές που έχουν τον χαρακτήρα απόφασης (décisoires) και αποκαλούνται και αποφάσεις (décisions) και σε αυτές που δεν αποτελούν αποφάσεις (non décisoires) (βιβλίο ΙΙ, άρθρο L 200-1: «Pour l’application du présent livre, on entend par actes les actes administratifs unilatéraux décisoires et non décisoires. Les actes administratifs unilatéraux décisoires comprennent les actes réglementaires, les actes individuels et les autres actes décisoires non réglementaires. Ils peuvent être également désignés sous le terme de décisions, ou selon le cas, sous les expressions de décisions réglementaires, de décisions individuelles et de décisions ni réglementaires ni individuelles»). Επιβεβαιώνεται, ως φαίνεται, η ανάλυση του καθηγητή R. Chapus, ο οποίος τόνιζε ότι «η διοικητική πράξη και η απόφαση δεν πρέπει να συγχέονται: η απόφαση αποτελεί έννοια είδους και η πράξη έννοια γένους» (Droit administratif général, t. 1, Montchrestien, 15e éd., 2001, n° 669). Eπομένως, μια διοικητική πράξη που δεν έχει τον χαρακτήρα απόφασης αποτελεί μονομερή διοικητική πράξη. Με άλλα λόγια, η μονομερής διοικητική πράξη δεν ορίζεται από τον κανονιστικό της χαρακτήρα (caractère normatif), δηλαδή δεν χρειάζεται να μεταβάλει την έννομη τάξη και να παρέχει δικαιώματα ή να γεννά υποχρεώσεις για τους τρίτους χωρίς τη συναίνεσή τους με μόνη τη βούληση του εκδότη της. Η πράξη που μεταβάλλει τον εξωτερικό νομικό κόσμο είναι η διοικητική απόφαση, η οποία αποτελεί ακριβώς μια κατηγορία διοικητικής πράξης.
3. Περαιτέρω, από τη μελέτη του CRPA συνάγεται ότι δεν γίνεται μνεία των όρων «εκτελεστή απόφαση» (décision exécutoire) ή «βλαπτική πράξη» (acte faisant grief). Η απουσία της πρώτης έννοιας, παρά το γεγονός ότι το Conseil d’Etat εντόπισε στον εκτελεστό χαρακτήρα των διοικητικών αποφάσεων «τον θεμελιώδη κανόνα του δημοσίου δικαίου» (CE, ass., 2 juill. 1982, n° 25288, Huglo et autres, Lebon, σ. 257, AJDA 1982, σ. 657, concl. J. Biancarelli), είναι καλοδεχούμενη, διότι η επικίνδυνη πολυσημία της έννοιας («dangereuse polysémie», κατά τον καθηγητή B. Seiller, Rép. Cont. adm.,  Acte administratif [I – Identification], nos 289 επ.) προκάλεσε εννοιολογική σύγχυση μεταξύ του προνομίου της αυτεπαγγέλτου ενεργείας (privilège du préalable), της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης (CE, sect., 9 juill. 1997, n° 163099, Agence nationale pour la participation des employeurs à l’effort de construction [ANPEEC], Lebon, σ. 299, AJDA 1997, σ. 701, concl. J. Arrighi de Casanova) ή της έναρξης της ισχύος της πράξης (βλ. συναφώς άρθρο L. 2131-1 του CGCT και άρθρο L. 222-1 του CRPA). H απουσία της έννοιας της «βλαπτικής πράξης» («acte faisant grief») οφείλεται στο γεγονός ότι ο κώδικας είναι αφιερωμένος στη διοικητική διαδικασία («procédure non contentieuse») και αποσκοπεί στον απεγκλωβισμό από την αποκλειστικώς δικονομική αντίληψη της «διοικητικής πράξης». Ωστόσο, η έννοια της «acte faisant grief» επανέρχεται εμμέσως, μέσω των όρων της «απόφασης» και της «διοικητικής απόφασης» (décision administrative), στις διατάξεις του βιβλίου IV του κώδικα σχετικά με τη «ρύθμιση των διαφορών με τη διοίκηση». Για παράδειγμα το άρθρο L. 411-2 ορίζει ότι «κάθε διοικητική απόφαση (décision administrative) μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής η οποία διακόπτει την προθεσμία αυτή» και το άρθρο L. 431-1 ορίζει ότι «με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων άλλων δικαστηρίων, τα ένδικα βοηθήματα κατά των διοικητικών αποφάσεων ασκούνται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων του κοινού δικαίου, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο code de justice administrative». Επομένως, όπως εύστοχα επισημαίνει ο  F. Melleray, Les apports du CRPA à la théorie de l’acte administratif unilateral, AJDA 44/2015, σ. 2492, ο όρος décision καλύπτει τον όρο acte faisant grief. Όμως ο όρος αυτός δεν έχει την ίδια έννοια στα βιβλία II και IV του κώδικα, επομένως, μια μη βλαπτική πράξη (acte ne faisant pas grief) μπορεί να αποτελεί απόφαση (decision). Αποδοχή της αντίθετης άποψης θα κατέληγε στη σύγχυση μεταξύ ενδικασιμότητας (δυνατότητας δικαστικής προσβολής, justiciabilité) και κανονιστικότητας (normativité), ή στο να θεωρηθεί ότι όλες οι μη βλαπτικές πράξεις (μη δεκτικές δικαστικής προσβολής) στερούνται κανονιστικότητας, δηλαδή δεν περιέχουν ρύθμιση, πράγμα που προδήλως δεν ισχύει για ορισμένες από αυτές, όπως για τα περίφημα μέτρα εσωτερικής τάξης. Πράγματι, τα μέτρα αυτά αποτελούν αποφάσεις, εφόσον περιέχουν ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων, δηλαδή έχουν κανονιστικότητα, έστω και αν ορισμένα από αυτά, λόγω των ήσσονος σημασίας συνεπειών τους για τη νομική κατάσταση του αποδέκτη δεν είναι δεκτικά δικαστικής προσβολής (όπως εύστοχα διατυπώνουν οι P.-L. Frier/J. Petit, Droit administratif, Montchrestien, 10e éd., 2015, nos 519 και 520, όσον αφορά τα μέτρα εσωτερικής τάξης, «leur caractère normateur est incontestable», πλην όμως «elles ne sont pas considérées comme normatrices»).

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Brexit και υποθέσεις διασυνοριακών ζημιών αυτοκινήτου [του Γιάννη Παπαδόπουλου, Δικηγόρου, Διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Ασφαλιστικής Εταιρίας “Ευρωπαϊκή Ένωσις-Ασφάλειαι Μινέτα”]


Το αποτέλεσμα του πολύ πρόσφατου δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και η απόφαση για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από σαράντα τρία χρόνια προκαλεί τεκτονικές δονήσεις στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται κάποια στιγμή, μετά την εκλογή του καινούργιου Πρωθυπουργού του, να υποβάλει την αίτηση που προβλέπει το άρθρο 50 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ξεκινήσουν επίσημα οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρησή του από την Ένωση.
Το Ευρωπαϊκό δίκαιο, κατά την μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ, εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε ώστε να περιλαμβάνει σημαντικές και σύνθετες ρυθμίσεις που αφορούν στον τρόπο διαχείρισης των ζημιών αυτοκινήτων, ιδίως σε επίπεδο διασυνοριακών υποθέσεων.
Οι ευρωπαϊκές οδηγίες για την ασφάλιση ζημιών από την λειτουργία αυτοκινήτου, η πολύ γνωστή «Σύμβαση των Βρυξελλών», που έχει πλέον μετεξελιχθεί στον Κανονισμό 1215/12 ΕΕ και φυσικά ο κανονισμός «Ρώμη ΙΙ» μαζί με μια σειρά άλλων νομοθετικών ρυθμίσεων αλλά και αποφάσεων του Δικαστηρίου τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης έχουν δημιουργήσει ένα πολύπλευρο πλέγμα κανόνων που ρυθμίζουν την διαδικασία διαχείρισης, δικαστικής και μη, μιας ζημίας αυτοκινήτου κυρίως όταν το θύμα και ο ασφαλιστής έχουν διαφορετική διαμονή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρχικά, η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) C 463/06, FBTO Schadeverzekeringen NV κατά Jack Odenbreit επιβεβαίωσε την δυνατότητα, που παρείχε πάντα η Σύμβαση των Βρυξελλών στο θύμα τροχαίου ατυχήματος, να ασκήσει την αγωγή αποζημίωσής του, όχι μόνο στην χώρα που επήλθε το ζημιογόνο γεγονός ή στην χώρα που εδρεύει ο ασφαλιστής του ζημιογόνου οχήματος, αλλά, κυρίως, και στην χώρα που έχει αυτό την συνήθη διαμονή του.
Στην συνέχεια, με το άρθρο 4 παρ 2 του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ επήλθε μεταβολή στο εφαρμοστέο δίκαιο καθώς, εάν το θύμα και ο θύτης είναι της ίδιας κοινής διαμονής σε χώρα άλλη πλην αυτής που επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, δεν εφαρμόζεται το δίκαιο της lex loci delicti comissi (κατά την ΑΚ 26 το Ελληνικό, επί ατυχήματος στην Ελλάδα) αλλά το δίκαιο της χώρας όπου έχουν την κοινή τους διαμονή.
Η 4η οδηγία της ΕΕ για την ασφάλιση ζημιών αυτοκινήτων προβλέπει επίσης τον διορισμό «αντιπροσώπου ζημιών» σε κάθε χώρα της Ένωσης για κάθε ασφαλιστή που δραστηριοποιείται στον κλάδο αυτοκινήτων. Μάλιστα, το ΔΕΕ με την απόφαση του C-306/12 στην υπόθεση Spedition Welter GmbH v Avanssur SA, έκρινε ότι ο αντιπρόσωπος αυτός είναι και εκ του νόμου αντίκλητος και μπορεί να επιδοθεί, έγκυρα, σε αυτόν αγωγή και κάθε άλλο δικόγραφο του θύματος που ζητεί να επιληφθούν τα δικαστήρια του τόπου της διαμονής επί τροχαίου ατυχήματος στην Ελλάδα.
Ήδη, με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (Πορτογαλία) στις 2 Νοεμβρίου 2015 στη υπόθεση Alberto José Vieira de Azevedo κ.λπ. κατά CED Portugal Unipessoal, Lda, Instituto de Seguros de Portugal — Fundo de Garantia Automóvel στην υπόθεση C-558/15, ερωτάται το ΔΕΕ εάν αυτός ο ανταποκριτής ζημιάς έχει ευρύτερο ρόλο στην αποζημίωση του θύματος και ιδιαίτερα εάν «Παρέχεται η δυνατότητα από την αιτιολογική σκέψη 16α και το άρθρο 4 της τέταρτης οδηγίας ασφαλίσεως αυτοκινήτων (οδηγία 2000/26/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Μαΐου 2000, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14/ΕΚ (2) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005), λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των παραγράφων 4, 5 και 8 του εν λόγω άρθρου 4 για άσκηση αγωγής κατά του αντιπροσώπου ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία δεν ασκεί δραστηριότητες στη χώρα όπου ασκείται αγωγή αποζημιώσεως λόγω τροχαίου ατυχήματος, βάσει της υποχρεωτικήςασφαλίσεως της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινούμενων οχημάτων που συνήφθη σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Αποχή Δικηγόρων : ΣτΕ 1466/2016 : "Επειδή, οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ερειδόμενες κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 89 παρ. 1, 90 περ. γ΄ και δ΄ του Κώδικα Δικηγόρων, συνιστούν νόμιμο μέσο δράσης των συλλόγων και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικές διατάξεις. Υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλονται από τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες (άρθρο 26 του Συντάγματος), η οποία δεν νοείται να παραλύει σε ένα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, οι οποίοι συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργοί της (άρθρο 2 Κώδικα Δικηγόρων)"


Αριθμός 1466/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2016, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α. – Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ε. Κουσιουρής, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Σ. Βιτάλη, Α. – Μ. Παπαδημητρίου, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Χρ. Παπανικολάου, Α. Σκούφαλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Ι. Σύμπλης, καθώς και ο Πάρεδρος Α. Σκούφαλος, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 7 Απριλίου 2016 αίτηση:
του Αντωνίου Ξενάκη του Στεφάνου, κατοίκου Κορωπίου Αττικής (Κύπρου 75), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 25492),
κατά των: 1) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», και 2) συντονιστικού οργάνου των δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος με την επωνυμία «Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος», που εδρεύουν στην Αθήνα (Ακαδημίας 60), τα οποία παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Βασίλειο Αλεξανδρή (Α.Μ. 9981), ως Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, β) Φίλιππο Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310) και γ) Αλέξανδρο Λεοντόπουλο – Βαμβέτσο (Α.Μ. 20252), που τους διόρισε με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 7 Απριλίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η από 31.3.2016 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», 2) η από 29.3.2016 απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους των καθ” ων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, ο αιτών ζητεί να ακυρωθούν α) η από 29.3.2016 απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος περί πανελλαδικής αποχής των δικηγόρων έως 15.4.2016, β) η από 31.3.2016 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.) περί αποχής των δικηγόρων Αθηνών έως την ίδια ημερομηνία. Με την από 25.4.2016 αίτηση συνέχισης της δίκης κατά το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 προσβάλλει την από 14.4.2016 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και την από 15.4.2016 απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. περί αποχής έως 25.4.2016. Με την από 5.5.2016 αίτηση συνέχισης της δίκης προσβάλλει την από 23.4.2016 απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και την από 25.4.2016 απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. περί αποχής έως 7.5.2016. Τέλος, με την από 9.5.2016 αίτηση συνέχισης της δίκης προσβάλλει την από 6.5.2016 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και την από 6.5.2016 απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. περί αποχής έως 14.5.2016……

5. Επειδή, ο αιτών, δικηγόρος Αθηνών, ασκεί την αίτηση με έννομο συμφέρον.

6. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει τα εξής: Άρθρο 5 παρ. 1 «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη»· άρθρο 20 παρ. 1 «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει»· άρθρο 26 παρ. 3 «Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Εξάλλου, το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) ορίζει ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. …».

7. Επειδή, ο ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Α΄ 208) ορίζει τα εξής: Άρθρο 1 «1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. 2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή»· άρθρο 2 «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της»· άρθρο 3 «1. Ο δικηγόρος ασκεί ελεύθερο επάγγελμα στο οποίο προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν. 2. Για τις υπηρεσίες του αμείβεται από τον εντολέα του είτε ανά υπόθεση είτε με πάγια αμοιβή ή με μισθό. 3. Η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος δεν συνιστά εμπορική δραστηριότητα»· άρθρο 4 «Τη δικηγορική ιδιότητα αποκτά εκείνος: α) … δ) ο οποίος έχει εγγραφεί στο μητρώο ενός από τους Δικηγορικούς Συλλόγους του Κράτους. …»· άρθρο 61 «1. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 περ. α΄ του ν. 4205/2013, Α΄ 242) Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων … και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης … υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, … οι οποίες προορίζονται για: αα) … 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 περ. β΄ του ν. 4205/2013) Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι όταν παρέχουν υπηρεσίες στους εαυτούς τους, καθώς και όταν εκπροσωπούν: α) … 4. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 περ. γ΄ του ν. 4205/2013) Ο δικηγόρος, για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων, καθώς και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων … και για κάθε στάδιο της δίκης, οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. … 5. Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού υποχρεούται να καταβάλει το ποσό που όφειλε να προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, σε περίπτωση δε υποτροπής και με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες … Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου [και] εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. 6. Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται, επί ποινή πειθαρχικού ελέγχου, να αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν, χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας»· άρθρο 87 «Οι δικηγόροι που είναι διορισμένοι στην Περιφέρεια κάθε Πρωτοδικείου και ασκούν νόμιμα το λειτούργημά τους σε οποιοδήποτε Δικαστήριο αποτελούν το Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο είναι υποχρεωτικά μέλη»· άρθρο 89 «1. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σωματειακής μορφής. 2. …»· άρθρο 90 «Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: α) … γ) Η φροντίδα και μέριμνα για τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. δ) Η μέριμνα για το σεβασμό και την τιμή που οφείλει να απολαμβάνει ο δικηγόρος από τη δικαστική και κάθε άλλη αρχή και εξουσία κατά την άσκηση του λειτουργήματός του ε) …»· άρθρο 133 «1. Συντονιστικό όργανο των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας αποτελεί η «Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος». 2. Η Ολομέλεια είναι το ανώτατο αντιπροσωπευτικό όργανο των δικηγόρων της χώρας. 3. Η ανεξαρτησία και η αυτοτέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, όπως το άρθρο 89 του Κώδικα ορίζει, δεν θίγονται από τη λειτουργία, τις προτάσεις και αποφάσεις της Ολομέλειας των Προέδρων. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας συνιστούν κατευθυντήριες γραμμές στη λήψη αποφάσεων από τα όργανα των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και αξιοποιούνται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους και την πραγμάτωση των σκοπών τους. 4. Αυτοδικαίως, με την εκλογή τους τα μέλη της Ολομέλειας αποτελούν οι Πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας … 5 …»· άρθρο 134 «1. Έργο της Ολομέλειας αποτελεί ο συντονισμός της δραστηριότητας των Δικηγορικών Συλλόγων και η εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος συνολικά. Στο έργο της Ολομέλειας εμπίπτουν ιδίως: α) Η μελέτη των προβλημάτων που αφορούν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και η προώθηση λύσεων. β) …»· άρθρο 137 «1. Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων συγκροτεί, στην πρώτη συνεδρίασή της, Συντονιστική Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και από δέκα Προέδρους Δικηγορικών Συλλόγων της περιφέρειας, οι οποίοι εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία. … 5. Έργο της Συντονιστικής Επιτροπής είναι πέραν των όσων προβλέπονται στον Κώδικα και η αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων και αυτών που αναθέτει σε αυτήν η Ολομέλεια. 6. Οι διατάξεις για τη λειτουργία της Ολομέλειας των Προέδρων ισχύουν αναλογικά και για τη Συντονιστική Επιτροπή αυτής»· άρθρο 140 «1. Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή πράξη, ενέργεια ή παράλειψη του δικηγόρου, στο πλαίσιο του λειτουργήματός του ή και έξω από αυτό, εφόσον αυτή: α) … γ) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διατάξεις κωδίκων δεοντολογίας, εσωτερικών κανονισμών του οικείου δικηγορικού συλλόγου, αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των Γενικών Συνελεύσεων αυτού. δ) …».

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

ΜΠρΠατρών 231/2016 : Σύγκρουση πλοίων - Εις ολόκληρον ευθύνη περισσότερων προσώπων - Δυσμενείς καιρικές συνθήκες - Ένσταση ανωτέρας βίας - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Ανακοίνωση δίκης - Παρεμπίπτουσα αγωγή - Σύμβαση ασφάλισης - Κάλυψη ασφαλιστικής περίπτωσης -.


Κρίθηκε ότι το ατύχημα και οι εξ αυτού υλικές ζημιές στο σκάφος του ενάγοντος οφείλονται κατʼ αιτιώδη συνάφεια αποκλειστικά σε αμέλεια των εναγομένων ιδιοκτητών των δύο ζημιογόνων σκαφών οι οποίοι, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν να καταβάλουν ως κάθε μέσος συνετός ιδιοκτήτης σκάφους ελλιμενισμένου σε μαρίνα στη θέση τους, αν και επρόκειτο για την περίοδο του χειμώνα όπου συχνά εμφανίζονται δυσμενή καιρικά φαινόμενα και ειδικά στην συγκεκριμένη ημερομηνία όπου επικρατούσε κακοκαιρία, δεν έλαβαν υπόψη τις επικρατούσες κακές καιρικές συνθήκες στην περιοχή και δεν προσπάθησαν να εξασφαλίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το σταθερό ελλιμενισμό των σκαφών τους εντός της μαρίνας ώστε σε περίπτωση έξαρσης της κακοκαιρίας να μην καταστεί δυνατό να αποδεσμευτούν αυτά και να κινηθούν ανεξέλεγκτα με κίνδυνο να συγκρουστούν με άλλα σκάφη. Έτσι, δεν έδεσαν όπως έπραξε ο ενάγων την πλώρη των σκαφών τους με δύο κάβους (ρεμέντζο), αλλά με ένα, ούτε έδεσαν την πρύμνη τους με ισχυρούς κάβους ανάλογους με το μέγεθος και την κατάσταση των σκαφών τους. Αποτέλεσμα της ανωτέρω συμπεριφοράς τους, ήταν να μην μπορέσουν οι κάβοι που είχαν τοποθετήσει να συγκρατήσουν τα σκάφη τους από τους σφοδρούς ανέμους και τον κυματισμό που προκλήθηκε στη μαρίνα και να κοπούν, ακολούθως δε τα σκάφη τους να κινηθούν ανεξέλεγκτα πλάγια προς το σκάφος του ενάγοντος και να το χτυπήσουν. Οι ανωτέρω συνθήκες, ουδόλως αποδείχθηκε ότι αποτέλεσαν συνθήκες ανωτέρας βίας, δηλαδή καιρικά φαινόμενα τα οποία ήταν αδύνατον να προβλεφθούν, ούτε να αποτραπούν οι δυσμενείς τους συνέπειες με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, απορριπτόμενης ως ουσία αβάσιμης της ένστασης ανωτέρας βίας των εναγομένων και της βάσει αυτής αιτούμενης απαλλαγής τους από την αδικοπρακτική τους ευθύνη έναντι του ενάγοντος. Ακολούθως, επειδή η ανωτέρω πράξη των εναγομένων συνιστά αδικοπραξία που τελέστηκε από περισσότερους και δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποια συγκεκριμένη επιμέρους πράξη κάθε εναγομένου προκάλεσε τη ζημία στο σκάφος του ενάγοντος και ποιο το ποσοστό συμβολής της στην πρόκληση της ζημιάς, πρέπει οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να τον αποζημιώσουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας. Τέλος, όσον αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή της τρίτης εναγομένης προς την ασφαλιστική εταιρία, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη της κύριας αγωγής και ο σύζυγος της δεύτερος εναγόμενος, ως ιδιοκτήτες του δεύτερου ζημιογόνου σκάφους κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, το είχαν ασφαλισμένο σ' αυτήν με έγκυρη και ισχυρή σύμβαση ασφάλισης. Κρίθηκε ότι η σύμβαση ασφάλισης καλύπτει την ανωτέρω ασφαλιστική περίπτωση του επίδικου ατυχήματος και η παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να πληρώσει στην τρίτη εναγομένη της κύριας αγωγής κάθε ποσό που αυτή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα.


Αριθμός 231/2016
(Γεν. Ειδ. 2539/2012, Γεν. Ειδ. 2505/2014 και Γεν. Ειδ. 730/2015)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Μιχαήλ Τσέφα, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Κωνσταντίνο Καλλάη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 1η Δεκεμβρίου 2015, για να δικάσει τις παρακάτω υποθέσεις μεταξύ:
Αʼ ΑΓΩΓΗ
Του ενάγοντος: ..., κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΓΠ.
Των εναγομένων: 1] ..., κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΓΜ, 2] ...., κατοίκου Γ. Πατρών, ο οποίος δεν παραστάθηκε και 3] ..., κατοίκου ομοίως, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΝΠ.

Βʼ ΑΙΤΗΣΗ-ΚΛΗΣΗ
Του αιτούντος-καλούντος: ..., κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΓΠ.

Της καθ' ής η αίτηση-κλήση: ..., κατοίκου Γ. Πατρών, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΝΠ.

Γʼ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ - ΑΝΑΓΩΓΗ

Της ανακοινώνουσας τη δίκη - προσεπικαλούσας - ενάγουσας: ..., κατοίκου Γ. Πατρών, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΝΠ.

Καθ' ης η ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή-αναγωγή: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας, με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Σπυρίδωνα Παπαναστασίου.

Ο ενάγων και αιτών-καλών (Αʼ ΑΓΩΓΗ) και (Βʼ ΑΙΤΗΣΗ-ΚΛΗΣΗ) με την από 29-6-2012 αγωγή του (αριθ. έκθκατάθ. 2539/11-7-2012) και την από 9-9-2014 αίτηση - κλήση του (αριθμ. έκθκατάθ. 2505/11-9-2014), και η ανακοινούσα τη δίκη - προσεπικαλούσα (Γʼ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ - ΑΝΑΓΩΓΗ) με την από 2012-2014 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση (αριθμ. έκθκατάθ. 730/3-32015) που απευθύνονται στο Δικαστήριο αυτό και συνεκδικάζονται λόγω συνάφειας, ζήτησαν όσα αναφέρονται σʼ αυτές.

Στις 29-6-2012 λόγω θανάτου του β' εναγόμενου διακόπηκε βιαίως η συζήτηση της υπόθεσης και τώρα ο αιτών-καλών ζητά την επανάληψη της συζήτησης ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου σύμφωνα με την από 9-9-2014 αίτηση-κλήση του (αριθμ. έκθκατάθ. 2505/11-9-2014).

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κατωτέρω: 1) από 29.06.2012 με αριθμό κατάθεσης 2539/11.07.2012 αγωγή, 2) από 09.09.2014 με αριθμό κατάθεσης 2505/11.09.2014 αίτηση - κλήση και 3) από 20.12.2014 με αριθ. κατάθ. 730/03.03.2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή, που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, αλλά και γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ παράλληλα επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθ. 246, 285 ΚΠολΔ).


Από το συνδυασμό των άρθρων 235, 236 του ΚΙΝΔ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι, επί συγκρούσεως πλοίων, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση κανονίζεται ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία, ή αν υπάρχουν αμφιβολίες για τα αίτια της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Αν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει. Όταν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός πλοίου, τότε το πλοίο αυτό, δηλαδή ο πλοιοκτήτης του, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει όλες τις ζημίες που προκλήθηκαν σε βάρος του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων (ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝΔ 31. 187, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29.57, ΕφΠειρ 274/1999 ΕΝΔ 27. 18, ΕφΠειρ 1373/84 ΕΝΔ 13. 285). Ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως του μέσου ανθρώπου (ΟλΑΠ 15/1987, ΑΠ 623/2000 ΕλλΔνη 42. 84, ΑΠ 1264/2000 ΕλΜνη 41. 1468, ΑΠ 742/1998 ΕλλΔνη 39. 1440). Περίπτωση ανώτερης βίας συνιστά και η ορμητικότητα του ανέμου, η σφοδρότητα της θαλασσοταραχής και οι εν γένει εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες, συνεπεία των οποίων το πλοίο αδυνατεί να κυβερνηθεί ή να παραμείνει προσδεδεμένο στο αγκυροβόλιο του, εφόσον τα καιρικά αυτά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν ούτε να αποτραπούν οι δυσμενείς συνέπειες τους με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο (ΕφΠειρ 274/1999ό.π.). Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή πρόκειται για επίταση ήδη υφισταμένων δυσμενών καιρικών συνθηκών ή τα έντονα καιρικά φαινόμενα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από ορισμένες ατμοσφαιρικές ενδείξεις ή είχαν ήδη προαναγγελθεί με τα εκδιδόμενα σχετικώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες (ΕΜΥ) δελτία καιρού, και ο πλοίαρχος δεν λαμβάνει εγκαίρως τις προφυλάξεις που υπαγορεύουν οι κανόνες της ναυτικής τέχνης και η ναυτική πείρα προς εξουδετέρωση του κινδύνου, δεν συνιστά περίπτωση ανώτερης βίας η πρόσκρουση ή σύγκρουση του πλοίου συνεπεία των έντονων αυτών καιρικών φαινομένων (ΕφΠειρ 1003/2003 ΕπΕμπΔ 2004.128, ΕφΠειρ 274/1999 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 926 ΑΚ, καθορίζονται στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις α) κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας. Στην πρώτη περίπτωση, η ζημία προέρχεται από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ο όρος κοινή πράξη λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής - με οποιαδήποτε μορφή - στην αδικοπραξία και ειδικότερα, είτε στην τέλεση της πράξεως, είτε στην επαγωγή της ζημίας. Έτσι εμπίπτει στην έννοια αυτή μεταξύ άλλων, και η μορφή συμμετοχής της παραυτουργίας, δηλαδή, η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει και όταν από τη σύγκρουση δύο αυτοκινήτων, η οποία οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών, τραυματίζεται τρίτο πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από το νόμο αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Στην τρίτη περίπτωση η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες πράξεις ή παραλείψεις περισσότερων προσώπων, οι οποίες αποτελούν όλες δυνατούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποια συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε πράγματι τη ζημία ή ποιο το ποσοστό συμβολής της κάθε μιας στην πρόκληση της ζημιάς (ΑΠ 1229/2013 ΧρΙΔ 2014.198. ΑΠ 1958/2009 ΝοΒ 2011.80, ΑΠ 901/2004 ηλ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, I. Δεληγιάννη - Π. Κορνηλάκη τ. IΙΙ, έκδ. 1992, σελ. 217, 225, ιδίως 222, 225). Όταν συντρέχει μια από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική ειςολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ. Προϋπόθεση όμως της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά. Εξάλλου, στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Στη δίκη αποζημίωσης αν εναχθούν περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δεν μπορούν αυτοί να ζητήσουν από το δικαστήριο να τους προσδιορίσει με την απόφαση του, το βαθμό συμμετοχής τους στο ατύχημα. Αυτό θα κριθεί στα πλαίσια της δίκης αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνόμενων (ΑΠ 1229/2013 ο.π.).


Με την πρώτη κύρια αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι στον αναφερόμενο σ' αυτήν τόπο και χρόνο, από ατύχημα που προκλήθηκε εντός της θάλασσας, στη μαρίνα της Πάτρας, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων ιδιοκτητών των εκεί ελλιμενισμένων σκαφών, προκλήθηκαν υλικές ζημιές στο επίσης στην ίδια μαρίνα ελλιμενισμένο σκάφος ιδιοκτησίας του, κατά την πρόσκρουση των σκαφών τους η οποία έγινε υπό τις συνθήκες που αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή. Για την αιτία αυτή, ζητεί μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος (άρθ.223 ΚΠολΔ), με διάταξη προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να του καταβάλουν, για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το συνολικό ποσό των 68.589,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επέλευση του ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η αγωγή αρμόδια καθ' ύλην και κατά τόπο (άρθ. 14παρ.2, 22 ΚΠολΔ) και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθ. 208επ. ΚΠολΔ). Είναι ορισμένη (άρθ. 216 παρ.1 ΚΠολΔ), πλην του κατωτέρω αναφερόμενου κονδυλίου αποζημίωσης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330εδ.β', 346, 481 επ., 914, 932, 926 ΑΚ, 1, 236 ΚΙ ΝΔ, 907, 908 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί τοκοδοσίας από την επέλευση του ατυχήματος το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο διότι ο ενάγων δεν επικαλείται προηγούμενη όχληση (άρθ.341 ΑΚ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της, καθώς καταβλήθηκε το ανάλογο για το αντικείμενο της δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ' αριθ. 12877885/2015 διπλότυπα είσπραξης της ΔΟΥ Π Πατρών).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1 στοιχ. α', 291 και 292 ΚΠολΔ, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 1846, 1847 και 1858 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι ο αντίδικος του διαδίκου, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης λόγω θανάτου και ο ομόδικος του μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της, προσκαλώντας τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, για το σκοπό αυτό, με κοινοποίηση δικογράφου. Αυτοί μπορούν να κοινοποιήσουν την πρόσκληση και πριν τη γνωστοποίηση του θανάτου μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 1847 ΑΚ για την αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομιάς. Η επανάληψη της δίκης χωρεί αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Η πρόσκληση αυτή γίνεται με κοινοποίηση δικογράφου που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διακοπείσα δίκη {ΑΠ 812/1994 ΕλΔνη 1997, 579, ΕφΑΘ 2732/1987 ΕλΔνη 29, 326, ΕφΘεσ 37/1990 Αρμ 1990, 108, ΕφΛαρ 179/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2007.489). Την παραπάνω πρόσκληση, αναπληρώνει η κλήση προς συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου (ΑΠ 866/1977 ΝοΒ 26, 297, ΕφΑθ 2732/1987 ό.π). Στην προκείμενη περίπτωση, με την παραπάνω αίτηση-κλήση του ενάγοντος, νόμιμα επαναλαμβάνεται η δίκη στο πρόσωπο της κληρονόμου του δεύτερου εναγομένου της ανωτέρω κύριας αγωγής (τρίτης εναγομένης της ίδιας αγωγής), για τον οποίο επήλθε κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο συζήτησης της αγωγής στις 18.03.2014, βίαιη διακοπής της δίκης λόγω του επελθόντος θανάτου αυτού στις 06.12.2012 (βλ. το υπ' αριθ. 18790/27.06.2013 πιστοποιητικό της υπ' αριθ. 1261/06.12.2012 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του δήμου Πατρέων) και η οποία κληρονόμος σιωπηρώς αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτήν κληρονομιά (βλ. τα 68/01.04.2013 πρακτικά δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης και το 805/27.03.2014 πιστοποιητικό μη αποποίησης κληρονομιάς του Ειρηνοδικείου Πατρών) (άρθ. 286, 291, 292 ΚΠολΔ).

Με την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, η τρίτη εναγομένη της κύριας αγωγής, αφού παραθέτει αυτολεξεί το περιεχόμενο της αγωγής, επικαλούμενη έγκυρη και ισχυρή σύμβαση ασφάλισης, ζητεί να παρέμβει υπέρ της η καθής η ανακοίνωση δίκης -προσεπίκληση και παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία στην ανοιγείσα με την κύρια αγωγή δίκη και να υποχρεωθεί, με διάταξη προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, άλλως, κάθε ποσό που αυτή θα υποχρεωθεί εκ της ανωτέρω κύριας αγωγής σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή, να καταβάλει στον ενάγοντα της αγωγής, αποτελούμενο από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή στην κυρίως ενάγουσα. Η ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 31 ΚΠολΔ) κατά την ίδια τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των. άρθρων 340, 345, 361 ΑΚ, 1, 26 ν. 2496/1997. 1,8 ν. 2743/1999, 282, 283, 88, 91, 69 παρ.1 περ. ε', 907, 908 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν καθόσον για το αντικείμενο της καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ'αριθ. 12877851/2015 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Γ Πατρών).