1. «Όταν … διάταξις νόμου αντίκειται εις το Σύνταγμα, ως μεταβάλλουσα δι’ απλού νομοθετήματος θεμελιώδη διάταξιν αυτού … δικαιούται το δικαστήριον να μη εφαρμόζη αυτήν εν τω θέματι περί ου δικάζει». Αυτή η κρίσιμη σκέψη της ΑΠ 23/1897 αποτελεί τη γενέθλια σκέψη του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη πατρίδα μας, τουλάχιστον σε επίπεδο ανωτάτου δικαστηρίου. Είναι σημαντικό ότι η αρμοδιότητα του ελέγχου της αντισυνταγματικότητας αναγνωρίστηκε από την ίδια τη νομολογία, την αναγνώρισε ο ίδιος ο δικαστής υπέρ του εαυτού του και δεν προηγήθηκε ο συντακτικός ή ο αναθεωρητικός νομοθέτης.
Από την περίοδο εκείνη το σύστημα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας παίρνει τα βασικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή τον διάχυτο (και όχι συγκεντρωτικό), τον παρεμπίπτοντα (και όχι ευθύ) και τον συγκεκριμένο (και όχι αφηρημένο) χαρακτήρα του. Κυρίως δε, η διάταξη που κρίνεται αντισυνταγματική δεν ακυρώνεται. Απλώς δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ακολούθησε το Σύνταγμα του 1927, με την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 5, κατά την οποία: «Η αληθής έννοια της διατάξεως είναι ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μη εφαρμόζουν νόμον, ούτινος το περιεχόμενον αντίκειται προς το Σύνταγμα» (το άρθρο 5 αναφερόταν στην απονομή της δικαιοσύνης από ανεξάρτητα δικαστήρια που υπόκεινται μόνο στους νόμους). Στην ερμηνευτική αυτή δήλωση στηρίχθηκε η πρώτη απόφαση του Σ.τ.Ε., η 1/1929, με την οποία κρίθηκε αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική διάταξη περί ιδρύσεως υπηρεσιακού συμβουλίου που δεν πληρούσε τους όρους που έθετε το άρθρο 114 του τότε ισχύοντος Συντάγματος.
Το Σύνταγμα του 1975 είναι διεξοδικότερο ως προς το ζήτημα που μας απασχολεί, αφού όχι μόνο στο άρθρο 93 παρ. 4 επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος του 1927, αλλά περιέχει και τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές κατά την άσκηση του έργου τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος (διάταξη που συμπληρώνει την προηγούμενη). Επίσης, μέσω της αναθέσεως στο Α.Ε.Δ. της άρσης της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου, όταν υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, ο έλεγχος συνταγματικότητας οργανώνεται πληρέστερα και από δικονομικής πλευράς. Οπότε, από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975 είναι δυνατή η κήρυξη ως ανίσχυρης erga omnes διατάξεως νόμου που κρίνεται αντίθετη προς το Σύνταγμα με απόφαση του Α.Ε.Δ. και για τούτο η σχετική απόφαση δημοσιεύεται στην ΕτΚ. Στην καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, οργάνωση του ελέγχου συνετέλεσε η αναθεώρηση του 2001: Με τη νέα διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100, όταν ένα τμήμα ανωτάτου δικαστηρίου κρίνει ότι διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στην οικεία Ολομέλεια προς οριστική κρίση. Τέλος, σε επίπεδο νόμου (άρθρο 1 του ν. 2479/1997, Α’ 67), προβλέπεται η δυνατότητα παρεμβάσεως τρίτων προσώπων στις ενώπιον του Α.Ε.Δ. και των Ολομελειών των ανωτάτων δικαστηρίων δίκες στις οποίες τίθεται ζήτημα συμφωνίας διατάξεως νόμου προς το Σύνταγμα.
Εν τω μεταξύ, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στα τέλη του ΧΙΧ αι. και τα πρώτα χρόνια του ΧΧ αι. η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα όπου ασκείται δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Στη δεκαετία του 1920 ιδρύεται το πρώτο Συνταγματικό Δικαστήριο, το Αυστριακό, υπό την επίδραση, όπως ξέρουμε, των ιδεών του Κέλσεν, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν πλέον επικρατεί η αντίληψη ότι ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας αποτελεί στοιχείο του κράτους δικαίου, Συνταγματικά Δικαστήρια ιδρύονται σιγά – σιγά σε πολλές χώρες. Το ίδιο κύμα ιδρύσεως Συνταγματικών Δικαστηρίων, ως στοιχείο εμπέδωσης του κράτους δικαίου, παρατηρείται, υπό την ώθηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη.
Έτσι, η Ελλάδα ενώ στα τέλη του ΧΙΧ αι. ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου ασκείτο διάχυτος, συγκεκριμένος και παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας των νόμων, αποτελώντας, κατά τη διατύπωση του Α. Καϊδατζή, «παρέκκλιση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα», έναν αιώνα μετά, στα τέλη του ΧΧ αι., έχει χάσει τη μοναδικότητά της αυτή, παραμένοντας πλέον από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες όπου ο έλεγχος αυτός δεν ασκείται από Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά διατηρεί τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
2. Σε προτάσεις αναθεωρήσεως του Συντάγματος, από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, αλλά και σε κείμενα και παρεμβάσεις πολιτικών και ακαδημαϊκών, υποστηρίζεται η ιδέα δημιουργίας και στην Ελλάδα Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Βασικό επιχείρημα που προβάλλεται υπέρ της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται από το ισχύον σύστημα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων, οφειλόμενη στο ότι μπορεί να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις των δικαστηρίων, στο ότι ο νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός πολλά χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής του και στο ότι, από τη στιγμή που τεθεί το ζήτημα της ασυμφωνίας μιας νομοθετικής διάταξης προς το Σύνταγμα, απαιτείται πολύς χρόνος μέχρι την οριστική επίλυση του θέματος. Υποστηρίζεται ότι το ισχύον σύστημα λειτουργούσε ικανοποιητικά στο παρελθόν όταν η νομοθετική δραστηριότητα δεν ήταν ούτε τόσο λεπτομερής, ούτε τόσο συχνή όσο σήμερα. Με την ταχύτητα που εξελίσσεται η σύγχρονη ζωή, δεν μπορούμε να αναμένουμε να λυθεί οριστικά το όποιο ζήτημα συνταγματικότητας μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος και αφού εκδοθούν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις, που θα επιτείνουν τη σύγχυση και την ανασφάλεια. Επιβάλλεται άμεση εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων σχετικά με τη συνταγματικότητα των νόμων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στη σύντομη επίλυση θα συντελέσει το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Υπάρχει, όμως, και διαφορετική προσέγγιση, που δεν εστιάζει τόσο στο ζήτημα της (αν)ασφάλειας δικαίου και της ταχύτητας. Σύμφωνα με αυτή, το σύστημά μας είναι μόνο κατ’ όνομα διάχυτου ελέγχου. Στην πράξη και στη δικονομία έχουν αναπτυχθεί ισχυροί μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου, ιδίως στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης, όπου η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως, το τεκμήριο του ακυρωτικού ελέγχου υπέρ του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και η συνταγματική κατοχύρωση της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κάμπτουν ως ένα σημείο τον διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας και του προσδίδουν στοιχεία συγκεντρωτικού. Με την αντίληψη αυτή, περισσότερο από κάθε άλλη, συνδυάζεται κριτική στη νομολογία. Οπότε, σύμφωνα με τον Ε. Βενιζέλο, «το συνταγματικά κρίσιμο ζήτημα [είναι] … ο τρόπος συγκρότησης του αρμοδίου δικαστηρίου και η σχέση του με τα πολιτικά όργανα του κράτους. Δηλαδή, η θεσμική ισορροπία πολιτικής εξουσίας και δικαστικής εξουσίας». Εδώ αναδεικνύεται ανάγλυφα μια μορφή δυσπιστίας απέναντι στον τακτικό δικαστή, τον επαγγελματία δικαστή, ο οποίος, όπως υπονοείται, δεν έχει την αναγκαία πολιτική ευαισθησία στην προσέγγιση και κατανόηση του κειμένου του νόμου. Για τούτο αναζητείται ένα άλλο όργανο, το Συνταγματικό Δικαστήριο, που θα αναλάβει την ιδιαίτερη αυτή αρμοδιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας, που εξ ορισμού έχει και πολιτικές διαστάσεις, εφ’ όσον ο νόμος αποκρυσταλλώνει την πολιτική ισορροπία που έχει επιτευχθεί στο Κοινοβούλιο. Συμπληρωματικά προβάλλεται, ως επιπλέον επιχείρημα υπέρ του Συνταγματικού Δικαστηρίου, πως όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν πλέον τέτοιου τύπου δικαιοδοσίες.
Σε πρόσφατες προσεγγίσεις, πέραν των όσων αναφέρθηκαν, επισημαίνεται ιδιαιτέρως το ζήτημα του ελέγχου ζητημάτων λειτουργίας των θεσμών, που με τα κρατούντα δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, αλλά και το ζήτημα του πληρέστερου ελέγχου της εφαρμογής των συνταγματικών κανόνων σε τομείς όπου αυτός είναι ασθενικός (π.χ. interna corporis). Για την επίλυση των εν λόγω αμφισβητήσεων προτείνεται η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Είναι αμφίβολο, βέβαια, αν μπορεί να ιδρυθεί ένα δικαστήριο αρμόδιο αποκλειστικά για τις διαφορές αυτές, χωρίς, δηλαδή, να έχει αρμοδιότητα και για την εξέταση της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας του νόμου.
3. Φαίνεται ότι οι προτάσεις για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν επιδιώκουν την πλήρη ανατροπή του ισχύοντος συστήματος, αλλά αποβλέπουν στον συγκερασμό του συγκεντρωτικού με τον υπάρχοντα τρόπο ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Έτσι, υπερισχύει η πρόταση σύμφωνα με την οποία, όταν ένα δικαστήριο άγεται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας οφείλει να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης και να παραπέμψει στην Ολομέλεια του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου, η οποία, αν οδηγηθεί και αυτή σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας, οφείλει με τη σειρά της να παραπέμψει στο Συνταγματικό Δικαστήριο προς οριστική κρίση του ζητήματος. Σύστημα που θυμίζει το γαλλικό μετά την αναθεώρηση του 2008. Ίσως εισαχθούν, έχει προταθεί και αυτό, στοιχεία προληπτικού ελέγχου της συμφωνίας του ψηφισθέντος, αλλά μη εισέτι δημοσιευθέντος νόμου, προς τις συνταγματικές επιταγές. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί, ότι ο a priori, συγκεντρωτικός, έλεγχος δεν είναι τόσο δραστικός όσο ο a posteriori και συγκεκριμένος. Παρουσιάζει το μεγάλο μειονέκτημα ότι δεν μπορεί να συλλάβει επακριβώς τις συνέπειες της εφαρμογής του νόμου στην πράξη και για τον λόγο αυτό είναι, κατ’ αρχήν, περισσότερο επιφανειακός.
Το πλέον δυσεπίλυτο ζήτημα είναι το σχετικό με τη στελέχωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να έχει διαμορφωθεί κάποια πιο συγκεκριμένη πρόταση. Μάλλον, όμως, η τάση είναι, εκτός από επαγγελματίες δικαστές, να μετέχουν ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και εν γένει νομικοί εγνωσμένου κύρους, όλοι επιλεγόμενοι για σχετικώς μακρά θητεία από τη Βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία.
4. Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν τέλεια συστήματα. Καθένα έχει πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα, τα οποία, μάλιστα, συνήθως αποτελούν την άλλη όψη των πλεονεκτημάτων. Για παράδειγμα, το ισχύον σύστημα έχει ως πλεονέκτημα το ότι το επίδικο ζήτημα αποτελεί αντικείμενο ευρύτερης συζήτησης μεταξύ των δικαστηρίων της ουσίας και του ανωτάτου, αλλά και μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών δικαιοδοσιών. Έχει έναν πιο δημοκρατικό χαρακτήρα. Αυτό, όμως, μπορεί να είναι και το μειονέκτημά του διότι έτσι καθυστερεί η οριστική επίλυση του ζητήματος.
Δεν θεωρώ, επίσης, ότι το ισχύον σύστημα αποτελεί μέρος των μη αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, όπως έχει υποστηριχθεί. Ασφαλώς και ο αναθεωρητικός νομοθέτης μπορεί να οργανώσει όπως θεωρεί ορθότερο τον τρόπο ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων.
Ωστόσο, οποιαδήποτε πρόταση αλλαγής πρέπει να στηρίζεται σε ακριβή αποτύπωση του προβλήματος και, πάντως, πρέπει να προηγηθεί η αναζήτηση άλλων, ηπιότερων λύσεων, πιο κοντά στην μακροχρόνια παράδοση που έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας. Για τούτο δεν μπορεί παρά να είναι κανείς επιφυλακτικός στο ζήτημα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, που εν πάση περιπτώσει συνεπάγεται μείζονα μεταβολή της συνταγματικής τάξης, με άδηλα αποτελέσματα.
5. Το επιχείρημα ότι η ανάγκη ασφάλειας δικαίου επιβάλλει την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι πολύ σοβαρό. Μόνο που είναι παρωχημένο τόσο σε σχέση με τον γενικό προβληματισμό περί ελέγχου αντισυνταγματικότητας, όσο και ειδικότερα σε σχέση με τη διοικητική δικαιοσύνη.
Είναι παρωχημένο, διότι προϋποθέτει μια έννομη τάξη ενιαία και ιεραρχικά δομημένη, όπου οι κάθε λογής κανόνες δικαίου δεν πρέπει να αντίκεινται στους αμέσως ανωτέρους τους, και όπου, επομένως, ο νόμος δεν πρέπει να είναι αντίθετος με το υπεράνω αυτού ευρισκόμενο Σύνταγμα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι πλέον τόσο απλά. Η ένταξη της Χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς έχει υποβαθμίσει, μας αρέσει δεν μας αρέσει, την εσωτερική έννομη τάξη, ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα. Η συνολική έννομη τάξη είναι πολυεπίπεδη, οι δε εσωτερικοί κανόνες πρέπει να συνυπάρξουν, να συναρθρωθούν και να μην έρχονται σε αντίθεση με αυτούς που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο και ειδικά από την ΕΣΔΑ, αλλά και με αυτούς του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, η ανάγκη της ασφάλειας δικαίου, η οποία προβάλλεται με το επιχείρημα αυτό, θα επέβαλε το Συνταγματικό Δικαστήριο να είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της μη αντίθεσης του νόμου όχι μόνο με το Σύνταγμα, αλλά και με το δίκαιο της ΕΣΔΑ και το Ενωσιακό, στο οποίο βέβαια περιλαμβάνεται και ο Χάρτης των δικαιωμάτων˙ και μένει πάντα ανοιχτό το ζήτημα της μη αντίθεσης του ίδιου του Συντάγματος με τις δύο αυτές δικαιοταξίες. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν προτείνεται, ούτε θα ήταν δυνατόν να προταθεί, για πολύ πρακτικούς λόγους: Διότι τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο ιδρύσεως ενός διογκωμένου δικαστηρίου, με πολλούς δικαστές και ακόμα περισσότερους δικαστικούς υπαλλήλους, όπου ο κίνδυνος της ακόμα μεγαλύτερης καθυστέρησης και ανασφάλειας θα ήταν σχεδόν βέβαιος. Ειδικά ως προς το Ενωσιακό δίκαιο, αυτό θα ήταν και αντίθετο με τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Άρα ποιος ο λόγος ίδρυσης μίας ακόμα δικαιοδοσίας, της συνταγματικής, για τον μερικό, κατ’ ουσίαν, έλεγχο του νόμου;
Ως προς τη διοικητική δικαιοσύνη ειδικότερα, το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου, σε όποιο βαθμό υφίσταται, αντιμετωπίζεται επαρκώς με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) περί πρότυπης/πιλοτικής δίκης. Είναι γνωστές και δεν χρειάζεται ειδικότερη αναφορά σ’ αυτές. Πρόκειται για θεσμό ο οποίος έχει λειτουργήσει ικανοποιητικά στην πράξη, εξασφαλίζοντας την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και την επίκαιρη επίλυση των ζητημάτων συνταγματικότητας. Με βάση τη διαδικασία αυτή εκδόθηκαν αρκετές σημαντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σε ζητήματα που απασχόλησαν τα δικαστήρια της ουσίας και την κοινή γνώμη, όπως είναι οι αποφάσεις για τις περικοπές στις συντάξεις (Σ.τ.Ε. 2287-2290/2015 Ολομ.), η συνταγματικότητα διατάξεων του ν. 4014/2011 σχετικά με τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών (Σ.τ.Ε. 1118/2014 Ολομ.), ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός μη ληξιπρόθεσμων χρεών προς το δημόσιο (Σ.τ.Ε. 2164/2012 επταμ.), η συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 3843/2010 σχετικά με τη νομιμοποίηση ημιυπαιθρίων χώρων (Σ.τ.Ε. 1971/2012 Ολομ.), η υποχρέωση κατάθεσης του 50% της φορολογικής ή τελωνειακής οφειλής ως όρος παραδεκτού της εφέσεως (Σ.τ.Ε. 1619/2012 Ολομ.) κ.ά.
Εξ άλλου, όπως έχει δείξει με πλούσια επιχειρηματολογία ο καθηγητής Γιαννακόπουλος, η στενή διαπλοκή του ελέγχου συνταγματικότητας με τον έλεγχο συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο, μάλλον υπέρ της διατήρησης του διάχυτου συστήματος ελέγχου συνηγορεί, έστω και εξορθολογισμένου με τις προβλέψεις του ν. 3900/2010.
6. Πολλοί σχολιαστές της πρότασης για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, επεσήμαναν ότι αυτή ελαυνόταν από δυσπιστία απέναντι στη νομολογία, ειδικότερα σε ζητήματα σχετικά με τη χωροταξία, το περιβάλλον, τις επενδύσεις, νομολογία που, όπως λέγεται, λόγω της ακαμψίας της, δυσχεραίνει την πραγματοποίηση επενδύσεων, αλλά και απέναντι στη νομολογία τη σχετική με μισθολογική και επιδοματική πολιτική των κυβερνώντων. Επομένως, ο έλεγχος των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων από ένα συνετότερο, λόγω της συγκροτήσεώς του Συνταγματικό Δικαστήριο, θα παρεμβάλλει λιγότερα προσκόμματα στον νομοθέτη και θα διευκολύνει την ανάπτυξη της Χώρας. Η αντίληψη αυτή αναδεικνύει μια σύγχρονη εξέλιξη: Την όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του δικαστή στην πολιτική αντιπαράθεση, η οποία, όμως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αλιβιζάτος, «… θεωρείται σήμερα φυσιολογική και εκφράζει μια βαθύτερη τάση της σύγχρονης δημοκρατίας: την όλο και ευρύτερη αποδοχή του Συντάγματος και την εφαρμογή του στην πράξη ως συνόλου κανόνων και αρχών, που διέπουν υποχρεωτικά όχι μόνο τη συγκρότηση και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας αλλά και την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας των σύγχρονων κρατών».
Η επιχειρηματολογία αυτή, ανεξάρτητα από τον βαθμό ορθότητας της κριτικής που ασκείται στη νομολογία (που είναι διάφορο ζήτημα), μάλλον υπονομεύει την ιδέα ίδρυσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τούτο διότι με αυτή φαίνεται ότι επιδιώκεται η δημιουργία θεσμού που θα είναι πιο «προσεκτικός» απέναντι στον νομοθέτη, δηλαδή απέναντι στην κυβερνητική πλειοψηφία. Από την άλλη, πώς προεξοφλείται η πιο «ορθή» και «συνετή» αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών; Λησμονείται, επίσης, ότι συχνά, αν όχι πάντα, οι θεσμοί, σε μια δημοκρατική πολιτεία, αποκτούν με το χρόνο δική τους δυναμική που οδηγεί στην απομάκρυνσή τους από τους αρχικούς ευσεβείς πόθους που οδήγησαν στην ίδρυσή τους. Δεν είναι απολύτως κατανοητό, επίσης, το επιχείρημα, ότι απαιτείται εξειδικευμένος δικαστής για τον έλεγχο της αντισυνταγματικότητας. Πάσχει άραγε ο ισχύων τρόπος άσκησης ελέγχου από την έλλειψη κάποιας εξειδίκευσης των ανωτάτων ιδίως δικαστών; Και σε τι άραγε θα συνίσταται αυτή;
Αλλά οι αιτιάσεις περί προσκομμάτων στην οικονομική ανάπτυξη εκ μέρους της νομολογίας, προερχόμενες από εκπροσώπους της πολιτικής, πέραν του ότι φαίνεται να αγνοούν τις νομολογιακές εξελίξεις, διακρίνονται για υψηλό βαθμό υποκρισίας, στο μέτρο που παραβλέπουν, προφανώς εσκεμμένα, ότι η κακή νομοθέτηση, η συχνή και αποσπασματική μεταβολή της φορολογικής νομοθεσίας, η έλλειψη δασολογίου, η διαιώνιση της σύνταξης κτηματολογίου, η ανεπαρκής χωροταξική πολιτική, η αναποτελεσματική διοίκηση, συντελούν πολύ περισσότερο από τη νομολογία στην επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος.
Είναι, επίσης, πολύ πιθανό η ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να επιφέρει υποχώρηση της νομολογιακής ενασχόλησης με τις συνταγματικές διατάξεις, για τον απλούστατο λόγο ότι το εφαρμοστέο δίκαιο σε πολλά από τα παραπάνω ζητήματα είναι ενωσιακής προελεύσεως και, επομένως, η επίλυσή τους μπορεί να γίνει χωρίς την επίκληση συνταγματικών ρυθμίσεων. Το ίδιο ισχύει και για ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, που ρυθμίζονται τόσο σε επίπεδο ΕΣΔΑ όσο και σε επίπεδο του Χάρτη.
7. Η αντιμετώπιση των οργανωτικών συνταγματικών διαφορών δεν δικαιολογεί, από μόνη της, την δημιουργία νέας δικαιοδοσίας. Ορισμένες από αυτές, και ιδιαίτερα όσες αναφέρονται σε τυπικούς όρους ψήφισης του νόμου (τα περίφημα interna corporis), αλλά και όσες κρίνει σκόπιμο ο συντακτικός νομοθέτης, μπορεί να αντιμετωπισθούν με τη ρητή αναγνώριση σχετικής αρμοδιότητας είτε των δικαστηρίων είτε του Α.Ε.Δ.
Εγείρονται, όμως, εντονότατες αμφιβολίες για το εάν ο δικαστής πρέπει να είναι αρμόδιος για οποιοδήποτε ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος ανακύπτει. Ορισμένα ζητήματα, μπορεί να συζητήσουμε για το ποια είναι αυτά, πρέπει να επιλύονται σε πολιτικό επίπεδο. Δεν μπορεί να δικαστικοποιηθούν τα πάντα. Αντιθέτως, οφείλουμε να ενισχύσουμε τις διαδικασίες λογοδοσίας των πολιτικών και πραγματικού ελέγχου της δραστηριότητάς τους εκ μέρους των πολιτών, έτσι ώστε να αναβαθμιστεί πραγματικά το πολιτικό σύστημά μας, χωρίς να προστεθεί ένας ακόμα παίκτης στο πολιτικό παιχνίδι.
8. Τέλος, η εμπειρία από την εκ μέρους της Βουλής αδυναμία επιλογής των Προέδρων των Ανεξάρτητων Αρχών, δεν μπορεί παρά να προκαλεί σκεπτικισμό για τη δυνατότητα επιλογής των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αν βέβαια επιλεγεί αυτός ο τρόπος υπόδειξης των μελών του, και όχι κάποιος άλλος που να εγείρει ακόμα περισσότερες αμφισβητήσεις.
9. Από όσα ήδη αναφέρθηκαν δεν συνάγεται πως όλα λειτουργούν με ιδανικό τρόπο και ότι δεν μπορεί ή δεν πρέπει να μεταβληθεί τίποτα στο ζήτημα του ελέγχου της αντισυνταγματικότητας του νόμου. Παραδείγματος χάριν:
Δύο από τα κατ’ εξοχήν αρμόδια πρόσωπα για να εκφέρουν γνώμη στο ζήτημα, ο πρόεδρος Σ. Ματθίας και ο πρόεδρος Χ. Γεραρής, οι οποίοι είχαν διατελέσει μέλη και πρόεδροι του ΑΕΔ, έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για τον τρόπο οργάνωσής του. Μάλιστα ο κος Γεραρής έχει διατυπώσει προτάσεις ανασυγκρότησης και αναβάθμισής του, κυρίως με την πρόβλεψη μακρύτερης θητείας των τακτικών και επικούρων μελών του, όσο και με την ανάδειξη των πρώτων από τις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων (και όχι με κλήρωση), με στόχο τη βελτίωση στην απονομή συνταγματικής δικαιοσύνης. Θα ήταν σκόπιμο να εμβαθύνει κανείς στις προτάσεις αυτές.
Στην πρόληψη ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας, αλλά και αντίθεσης του νόμου με τους υπερκείμενους εν γένει κανόνες δικαίου, θα βοηθούσε η πρόβλεψη προληπτικού ελέγχου του σχεδίου νόμου, ο οποίος θα μπορούσε να ανατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που έχει μακρά εμπειρία στη συναφή επεξεργασία των σχεδίων προεδρικών διαταγμάτων. Μη ξεχνάμε ότι παρόμοια αρμοδιότητα έχουν και άλλα Συμβούλια της Επικρατείας διεθνώς, όπως και ότι η αρμοδιότητα αυτή προβλεπόταν κατά την ίδρυσή του. Δεν πρόκειται δηλαδή για αρμοδιότητα ξένη προς τον θεσμό. Εν πάση δε περιπτώσει, αν θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν πρέπει να αναλάβει το έργο αυτό, τούτο θα μπορούσε να ανατεθεί σε ένα «αναβαθμισμένο», σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω, ΑΕΔ.
10. Εν κατακλείδι: η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αποτελεί αναγκαιότητα, δεν φαίνεται να έχει να προσφέρει πολλά πράγματα για την εμπέδωση, τη διάχυση ή την ενίσχυση του κράτους δικαίου στη πατρίδα μας. Η πρόταση μεταφύτευσης ενός τέτοιου θεσμού, αναγκαίου σε ομοσπονδιακά Κράτη, ώστε να εξασφαλιστεί η σύμφωνη με το Σύνταγμα άσκηση των αρμοδιοτήτων του ομοσπονδιακού Κράτους έναντι των ομοσπόνδων, και ο οποίος ιστορικά, και αυτή η διαπίστωση έχει την αξία της, αναπτύχθηκε συνήθως μετά από τη λαίλαπα αυταρχικών και τυραννικών καθεστώτων, δείχνει, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο καθηγητής Γιαννακόπουλος, ένα είδος «χαμηλής θεσμικής αυτοεκτίμησης» με την αναζήτηση λύσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπου, πάντως, ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα ανατροπής ενός ισχύοντος συστήματος˙ σ’ αυτές επελέγη για συγκεκριμένους λόγους, εξ υπαρχής, σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας, συνήθως με την εγκατάσταση ενός νέου, δημοκρατικού, πολιτεύματος. Εν όψει, μάλιστα, της νεοελληνικής πραγματικότητας, δυστυχώς, οφείλουμε να σκεφτούμε ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος η λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τον τρόπο υποδείξεως των μελών του, που δεν μπορεί παρά να έχει έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, να εκληφθεί ότι αποβλέπει να το καταστήσει «πολιτικό[ς] κηδεμόνα[ς] της δικαστικής εξουσίας», κατά την έκφραση του καθηγητή Μανιτάκη. Έτσι, σε μια εποχή εντονότατου κλονισμού της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα στερηθεί εκ προοιμίου από κάθε νομιμοποίηση απέναντι στους πολίτες.
Παραπομπές
* Το παρόν κείμενο αποτελεί γραπτή απόδοση προφορικής εισηγήσεως, σε εκδήλωση που διοργανώθηκε από το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου με τίτλο «Συνταγματικό Δικαστήριο: υπέρ ή κατά;», που διοργανώθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, στις 16 Νοεμβρίου 2015. Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Το Σύνταγμα 1/2016.
1 Αξίζει να επισημανθεί η πρωτοποριακή διάταξη του άρθρου 96 του Κρητικού Συντάγματος του 1907, σύμφωνα με την οποία: «Τα δικαστήρια οφείλουν να μη εφαρμόζουν νόμον αντισυνταγματικόν».
2 A. Καϊδατζή: Ιστορία του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα 1844-1935, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015, σελ. 615.
3 Ε. Βενιζέλος: Το Συνταγματικό Δικαστήριο, εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 29-1-2006.
4 Αρκεί να θυμηθούμε την περιπέτεια δύο σημαντικών μεταρρυθμίσεων που επιχείρησε να επιφέρει η αναθεώρηση του 2001: Αυτή του βασικού μετόχου και αυτή του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών.
5 Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι για να υποστηρίξουν την επιχειρηματολογία τους, άλλοι θεωρούν ότι ο δικαστής επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας και άλλοι ότι είναι διστακτικός.
6 Ν. Αλιβιζάτος: Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 33.
7 Σ. Ματθίας: Το γαλλικό «Συνταγματικό Συμβούλιο» και κάποιες σκέψεις για τη συνταγματική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, in Tόμος Τιμητικός για τα 75 χρόνια του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 329.
8 Χ. Γεραρής: Αναβάθμιση ή μετεξέλιξη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, in To Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, επιμ. Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 121.
9 Βλ. άρθρο 82 του Συντάγματος του 1911, καθώς και το άρθρο 3 παρ. 1 του από 4-5-1935 α.ν. (Α’ 173).
10 Κ. Γιαννακόπουλος: Η πρόταση ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου υπό το πρίσμα της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου, in Η πρόκληση αναθεώρησης του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 163 επ.
11 Α. Μανιτάκης: Το Συνταγματικό Δικαστήριο: ο πολιτικός κηδεμόνας της δικαστικής εξουσίας, περιοδικό Ενώπιον του ΔΣΘ, 2006, σελ. 9 επ.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Ι. Βαρβιτσιώτης: Συνταγματικοί στοχασμοί, σελ. 87 επ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014.
Σ. Βλαχόπουλος: Συνταγματικό Δικαστήριο και έλεγχος των συνταγματικών οργανωτικών διαφορών, in Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, σελ. 23 επ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015.
Ε. Βενιζέλος: Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ 2006, σελ. 35 επ.
Ε. Βενιζέλος: Το Συνταγματικό Δικαστήριο, εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 29-1-2006.
Χ. Γεραρής: Αναβάθμιση ή μετεξέλιξη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, in To Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 121 επ., επιμ. Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008.
Φ. Γεωργακόπουλος: Σκέψεις για τα συστήματα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων, in Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, σελ. 29 επ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015.
Κ. Γιαννακόπουλος: Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013.
Κ. Γιαννακόπουλος: Η πρόταση ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου υπό το πρίσμα της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου, in Η πρόκληση αναθεώρησης του Συντάγματος, σελ. 163 επ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013.
Α. Καϊδατζής: Ιστορία του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα 1844-1935, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015.
Σ. – Ι. Κουτνατζής: Η ανάγκη για Συνταγματικό Δικαστήριο, εφ. Καθημερινή, 3-11-2015.
Κ. Μενουδάκος: Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, in To Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 1 επ., επιμ. Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008.
Α. Μανιτάκης: Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008.
Α. Μανιτάκης: Το Συνταγματικό Δικαστήριο: ο πολιτικός κηδεμόνας της δικαστικής εξουσίας, περιοδικό Ενώπιον του ΔΣΘ, 2006, σελ. 9 επ.
Σ. Ματθίας: Το γαλλικό «Συνταγματικό Συμβούλιο» και κάποιες σκέψεις για τη συνταγματική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, in Tόμος Τιμητικός για τα 75 χρόνια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 329 επ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004
Π. Παυλόπουλος: Η αναθεώρηση του Συντάγματος, υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, σελ. 314 επ., εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2010.
Μ. Πικραμένος: Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων υπό το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος και το πρόβλημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, in Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, τ. β’, σελ. 775 επ., εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006.
Μ. Πικραμένος: Το Συμβούλιο της Επικρατείας μετά τον ν. 3900/2010, in Συμβούλιο της Επικρατείας. Εφαρμογές Διοικητικού, Ουσιαστικού και Δικονομικού Δικαίου, σελ. 1097 επ., επιμ. Χ. Χρυσανθάκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012.
Α. Ράντος: Η αναθεωρητική πρόταση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα, in To Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 13 επ., επιμ. Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008.
Β. Σκουρής – Ε. Βενιζέλος: Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1985.
Κ.Χ. Χρυσόγονος: Η νέα συνταγματική αναθεώρηση και το ζήτημα της συνταγματικής δικαιοσύνης, in To Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 47 επ., επιμ. Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008.
πηγή : http://www.constitutionalism.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου