Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Νομοθετικές ρυθμίσεις για την έκδοση ατόμων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσικής Ομοσπονδίας [του Γεώργιου Παπαγεωργίου, Εφέτη]


1.      Ο θεσμός της έκδοσης


Η χαρακτηριστικότερη μορφή διεθνούς συνεργασίας στο χώρο του ποινικού δικαίου είναι ο θεσμός της εκδόσεως. Η διαδικασία εκδόσεως καλείται να διεθνοποιήσει τον εσωτερικό χαρακτήρα των αξιόποινων πράξεων του εκζητούμενου , αφού θεσμοθετεί τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών του εκζητουμένου κράτους ως συμπλήρωμα του μηχανισμού ποινικής καταστολής του εκζητούντος κράτους, δηλαδή ως μέσο επανεργοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών του τελευταίου που κατατείνουν στην αποκατάσταση των προσβληθέντων εννόμων αγαθών εντός των κυριαρχικών ορίων δικαιοδοσίας του . Η έκδοση αποτελεί πράξη διακρατική και για το λόγο αυτό τις περισσότερες φορές η συμβατική σχέση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών συνιστά προαπαιτούμενο για την επίτευξη της. Προϋπόθεση για την πραγμάτωση της εκδόσεως είναι η υποβολή της αίτησης εκδόσεως που υποβάλλει το εκζητούν κράτος κράτος στο κράτος που έχει καταφύγει ο εκζητούμενος . Η εν λόγω αίτηση είναι έγγραφη, υποβάλλεται κατά κανόνα μέσω της διπλωματικής οδού, και με αυτήν επιδιώκεται η επίτευξη τριών στόχων . Πρώτον η γνωστοποίηση εκ μέρους του αιτούντος κράτους της υπάρξεως στο έδαφος του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ενός ατόμου που κατηγορείται ή καταδικάσθηκε για μία ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις. Δεύτερον, η εκδήλωση της βουλήσεως του εκζητούντος κράτους να παραδοθεί το άτομο αυτό στις αρμόδιες αρχές του και να υπαχθεί με τον τρόπο αυτό στην ποινική του δικαιοδοσία. Τρίτον , η σαφής και ρητή έκθεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες εκκρεμεί ποινική δίωξη ή αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση στο εκζητούν κράτος , όπως αυτές προκύπτουν από τα συνοδευτικά της αιτήσεως έγγραφα, αφού βάσει των εν λόγω πράξεων ενεργοποιείται η διαδικασία που προβλέπεται στην εσωτερική έννομη τάξη του εκζητούμενου κράτους για να αποφασισθεί η αποδοχή ή η απόρριψη του σχετικού αιτήματος.

2.Νομοθετικό πλαίσιο
Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωση τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Κατά το άρθρο 436 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), οι όροι και η διαδικασία έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών, αν δεν υπάρχει σύμβαση, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Τόσο η Ελλάδα όσο και η άλλοτε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) είναι συμβαλλόμενα μέρη στην από 13.12.1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως (ΕΣΕ) .Στην Ελλάδα η ανωτέρω σύμβαση κυρώθηκε με το νόμο 4165/1961 και ισχύει από την 27.8.1961 για δε την ΕΣΣΔ υπογράφηκε στις 7.11.1006, κυρώθηκε στις 10.12.1999 και τέθηκε σε ισχύ από 9.3.2000. Στο άρθρο 2 παρ. 1 της ΕΣΕ ορίζεται ότι η έκδοση διενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται, από τους νόμους τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση όσον και του κράτους από το οποίο αυτή ζητείται, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή με αυστηρότερη ποινή. Σε περίπτωση που έλαβε χώρα καταδίκη σε ποινή ή έχει επιβληθεί μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους, η απαγγελθείσα κύρωση πρέπει να είναι διαρκείας τεσσάρων μηνών κατ' ελάχιστον όριο. Περαιτέρω, στο άρθρο 12 της ΕΣΕ ορίζεται ότι η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση πρέπει, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών άλλο μέσο, να διατυπωθεί εγγράφως και να υποβληθεί δια της διπλωματικής οδού και για την υποστήριξή της να προσαχθούν: α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής απόφασης είτε εντάλματος σύλληψης ή άλλης πράξης, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και χρόνου διάπραξής τους, του κατά νόμο χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων που προβλέπουν την πράξη ή, εφ' όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτό, δήλωση περί του εφαρμοστέου δικαίου. Τέλος, στην αίτηση πρέπει να γίνεται όσο το δυνατό ακριβέστερος προσδιορισμός του προσώπου που καταζητείται και να περιλαμβάνεται κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και εθνικότητα αυτού.Μεταξύ της Ελλάδας και της άλλοτε Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ισχύει και η από 21/5/1981 Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1242/1982 και εξακολουθεί να ισχύει τις επόμενες πενταετείς περιόδους από την ημερομηνία θέσεως της σε ισχύ και έχει εφαρμογή και ως προς τη Ρωσική Ομοσπονδία (ΡΟ), αφού δεν καταγγέλθηκε, ούτε από αυτή μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ ( ΑΠ 827/1998, ΑΠ 1418/1998, ΑΠ 155/2000, ΑΠ 2015/2001, ΑΠ 293/2004, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 255/2009). Στα άρθρα 37 και 42 αυτής ορίζονται τα τα εξής: 1) Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται μετά από αίτηση και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως να εκδίδουν αμοιβαίως πρόσωπα που ευρίσκονται στο έδαφος τους, για άσκηση ποινικής διώξεως ή εκτέλεση ποινής. Η έκδοση πραγματοποιείται για πράξεις που, σύμφωνα με τη νομοθεσία και των συμβαλλομένων μερών, αποτελούν εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας άνω του ενός έτους ή άλλη βαρύτερη ποινή (άρθρο 37 παρ. 1, και 2 εδ. α), 2) Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να περιλαμβάνει α) την ονομασία του οργάνου από το οποίο προέρχεται η αίτηση, β) το κείμενο του νόμου του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, που χαρακτηρίζει την πράξη ως έγκλημα, γ) το ονοματεπώνυμο του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση, πληροφορίες για την υπηκοότητα του, τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του και άλλες πληροφορίες για το πρόσωπο του, όπως και, αν είναι δυνατό, περιγραφή της εξωτερικής του εμφανίσεως, φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, δ) εκτίμηση του μεγέθους της ζημίας, εφόσον το έγκλημα προκάλεσε υλική ζημία (άρθρο 42 παρ. 1), 3) Στην αίτηση εκδόσεως για άσκηση ποινικής διώξεως επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως που διατάσσει προσωρινή κράτηση και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την εγκληματική πράξη (άρθρο 42 παρ. 2), 4) Το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση, δεν υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση εκδόσεως τις αποδείξεις ενοχής του εκζητουμένου (42 παρ. 3). Κατά το άρθρο 38 της παραπάνω Διμερούς Σύμβασης (Ν. 1242/1982), έκδοση δεν λαμβάνει χώρα αν: 1) το πρόσωπο για το οποίο έγινε η αίτηση εκδόσεως είναι υπήκοος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το ποίο απευθύνεται η αίτηση ή πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί από το κράτος αυτό το δικαίωμα του ασύλου, 2) η έκδοση δεν επιτρέπεται από την νομοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, 3) το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση διώκεται, κατά την νομοθεσία και των δύο Συμβαλλομένων Μερών, μόνο κατ' έγκληση, 4) κατά τη στιγμή της αιτήσεως η ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση ή η απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω παραγραφής ή για άλλη νόμιμη αιτία . Τέλος κατά το άρθρο 438 του ΚΠΔ το οποίο, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο 38 παρ. 2 της ως άνω Διμερούς Συμβάσεως, έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, "η έκδοση απαγορεύεται: α) αν εκείνος για τον οποίο ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέστηκε η πράξη, β) ..., γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό ... ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει την δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο, και ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση". 

Στην περίπτωση κατά την οποία ζητείται η έκδοση αλλοδαπού εκζητουμένου για αξιόποινη πράξη, το Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται της σχετικής αιτήσεως, δεν συγχωρείται να προβεί στην έρευνα αν υπάρχουν ή όχι στοιχεία ενοχής του εκζητουμένου ως προς την αποδιδομένη σ' αυτόν κατηγορία, αφού όχι μόνο οι παραπάνω Συμβάσεις δεν διαλαμβάνουν, μεταξύ των δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση εκδόσεως και τα αποδεικτικά στοιχεία ενοχής του εκζητουμένου, αλλά ρητώς ορίζει το αντίθετο το προαναφερόμενο άρθρο 42 παρ. 3 της διμερούς Σύμβασης (Ν. 1242/1982). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση για την ευδοκίμηση του αιτήματος για την έκδοση αλλοδαπού είναι να πληρούνται στην πράξη που του αποδίδεται ο όρος της διπλής εγκληματικότητας ή του διττού αξιοποίνου, σύμφωνα με τον οποίο (όρο) η έκδοση με σκοπό τη δίωξη ή την επιβολή ποινής μπορεί να λάβει χώρα μόνο εφόσον η πράξη αυτή είναι αξιόποινη με βάση τη νομοθεσία όχι μόνο του εκζητούντος αλλά και του εκζητουμένου κράτους. Κατά συνέπεια, η κρίση για το αν η συγκεκριμένη πράξη που αποδίδεται στο πρόσωπο, του οποίου ζητείται η έκδοση, είναι αξιόποινη με βάση το δίκαιο τόσο του εκζητούντος, όσο και του εκζητουμένου κράτους, προϋποθέτει την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών αφενός στον κανόνα δικαίου που επικαλείται το εκζητούν κράτος, αφετέρου σε κάποιον από τους κανόνες δικαίου που τυποποιούν εγκληματική συμπεριφορά στο δίκαιο του εκζητουμένου κράτους.

3.Νομολογιακή αντιμετώπιση της έκδοσης μεταξύ Ελλάδας και Ρωσικής ομοσπονδίας
Με την υπ΄αρ. 416/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθεί το αίτημα έκδοσης στις Ρωσικές Αρχές του Α.Β. Ρώσου υπηκόου, κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχε το διττό αξιόποινο όπως αυτό απαιτείται από το άρθρο 37 της διμερούς συμβάσεως και το άρθρο 2 παρ. 1 της ΕΣΕ που θα παρείχε έδαφος για την έκδοση του εκκαλούντος. Με την υπ΄αρ. 1906 του 2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στις Αρχές του Κράτους της Ρωσικής Ομοσπονδίας Γεωργιανού υπηκόου και απέρριψε τους ισχυρισμούς του εκζητούμενου ότι οι πράξεις για τις οποίες εκζητείται έχουν υποπέσει σε παραγραφή, ότι έχει καταδικασθεί στην Ρωσία για τις ίδιες πράξεις, ότι ο εκζητούμενος θα αντιμετωπίσει στο Ρωσικό κράτους που ζητεί την έκδοσή του δίωξη και για άλλες πράξεις, εκτός εκείνων που αφορά η έκδοση, και ότι η τελευταία αυτή αποβλέπει στη δίωξη του εκζητουμένου για πολιτικές, θρησκευτικές, φυλετικές, εθνικές πεποιθήσεις, και ότι η θέση του διατρέχει κίνδυνο επιδεινώσεως και θα υποστεί βασανισμούς εξ’ αιτίας ακριβώς αυτών των πεποιθήσεών του. Με την υπ΄ αρ. 255/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο Θράκης ορθά απέρριψε τις αντιρρήσεις του Ρώσου Υπηκόου Χ.Ψ. εκζητούμενου στη Ρωσική Ομοσπονδία και γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως, αναφέροντας ότι το Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται της σχετικής αιτήσεως, δεν συγχωρείται να προβεί στην έρευνα αν υπάρχουν ή όχι στοιχεία ενοχής του εκζητουμένου ως προς την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία, αφού οι σχετικές Συμβάσεις δεν διαλαμβάνουν, μεταξύ των δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύον την αίτηση εκδόσεως και τα αποδεικτικά στοιχεία ενοχής του εκζητουμένου, αλλά ρητώς ορίζει το αντίθετο το προαναφερόμενο άρθρο 42 παρ. 3 της διμερούς σύμβασης, ότι οι πράξεις για τις οποίες εζητείτο η έκδοση προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 162 παρ. 3α (ληστεία από οργανωμένη εγκληματική ομάδα) 158 παρ. 4α (κλοπή και απόπειρα κλοπής από οργανωμένη εγκληματική ομάδα) 119 (απειλή για δολοφονία και πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας με ποινή φυλάκισης από 8 μέχρι 15 έτη η πρώτη, με ποινή φυλάκισης από 5 μέχρι 10 έτη η δεύτερη και με ποινή φυλάκισης έως δύο χρόνια η τρίτη, ότι οι πράξεις αυτές, για τις οποίες ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος, είναι επίσης αξιόποινες και κατά την Ελληνική νομοθεσία (εγκληματική οργάνωση). Ειδικότερα, οι πράξεις αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 187 παρ. 1 και 3 περ. β' του Π.Κ. με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών η συγκρότηση ή συμμετοχή σε οργάνωση για τη διάπραξη ληστείας και διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών η ένωση για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται η προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας. Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν προέκυψε ότι στην αίτηση εκδόσεως του εκζητούμένου υποκρύπτεται πρόθεση του αιτούντος Κράτους διώξεώς του, εξαιτίας εθνοτικών και φυλετικών διακρίσεων σε βάρος του λόγω της καταγωγής του και της πολιτικής δράσης του και ότι εφόσον δεν έχει χορηγηθεί στον εκκαλούντα άσυλο δεν απαγορεύεται η έκδοσή του. Ομοίως απορρίφθηκαν από τον Άρειο Πάγο με την υπ΄ αρ. 489/2013 απόφαση του εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 1/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θράκης το οποίο είχε γνωμοδοτήσεις υπέρ της έκδοσης στην Ρωσική Ομοσπονδία ατόμου που κατηγορείτο για το αδίκημα της ίδρυσης (τρομοκρατικής) ένοπλης οργάνωσης και το αδίκημα της παράνομης απόκτησης, φύλαξης και κατοχής των όπλων και των πυρομαχικών, αξιόποινες πράξεις, οι οποίες προβλέπονται στο μέρος 1 του άρθρου 208 και στο μέρος 3 του άρθρου 222 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Για τις πράξεις δε αυτές προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις ποινές στερητικές της ελευθερίας για μεν την πρώτη δύο έως επτά ετών, για δε τη δεύτερη πέντε έως οκτώ ετών. Οι πράξεις αυτές, για τις οποίες εζητείτο η έκδοση του εκζητουμένου, είναι επίσης αξιόποινες και κατά την Ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα συνιστούν τα αδικήματα της τρομοκρατικής πράξης και της διακεκριμένης περίπτωσης οπλοχρησίας, που προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τις διατάξεις των άρθρων 187Α του ΠΚ, όπως ισχύει και των άρθρων 1 παρ. 1,15 παρ. 1 α του Ν. 2168/1993 (ποινές κάθειρξης μέχρι δέκα ετών και κάθειρξης, αντίστοιχα). Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι ο εκζητούμενος αν και του είχε αναγνωριστεί στο Βέλγιο η ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα, ήτοι προσώπου που υπάρχει φόβος να διωχθεί στη χώρα του (Δημοκρατία της Ρωσίας) για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, γνωμοδότησε ότι δεν συντρέχει περίπτωση απαγορεύσεως της εκδόσεως του από την Σύμβαση της Γενεύης και συγκεκριμένα από το άρθρο 33 παρ. 1 αυτής καθόσον δεν προέκυψε ότι η έκδοση του αποβλέπει στη δίωξη του για τις πολιτικές πεποιθήσεις του (πολιτικά του φρονήματα) ή την καταγωγή του (Τσετσένος) ή ότι απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του ένεκα των πολιτικών πεποιθήσεων του ή της καταγωγής του, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με τον σχετικό λόγο της εφέσεως του, διατεινόμενος ότι η δίωξη του είναι προσχηματική και στην πραγματικότητα διώκεται για τα πολιτικά του φρονήματα και κυρίως λόγω της καταγωγής του (Τσετσένος), ή ότι θα υποστεί βασανισμούς εξ αιτίας ακριβώς αυτών των πεποιθήσεων του, ή ότι θα διωχθεί από τις Ρωσικές Αρχές για πράξη διαφορετική από εκείνες για τις οποίες ζητείται η έκδοση του. Αντιθέτως, προέκυψε ότι η έκδοση του ζητείται για να δικαστεί για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου και δεν είναι προσχηματική, δηλαδή δεν υποβλήθηκε με σκοπό να διωχθεί για τα πολιτικά του φρονήματα ή την καταγωγή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου