Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

The European Court of Human Rights : "Migrants who were subjected to forced labour and human trafficking did not receive effective protection from the Greek State"


In today’s Chamber judgment1 in the case of Chowdury and Others v. Greece (application no. 21884/15) the European Court of Human Rights held, unanimously, that there had been:

a violation of Article 4 § 2 (prohibition of forced labour) of the European Convention on Human Rights.

The case concerned 42 Bangladeshi nationals who did not have work permits and were subjected to forced labour. Their employers had recruited them to pick strawberries on a farm in Manolada (Greece) but failed to pay the applicants’ wages and obliged them to work in difficult physical conditions under the supervision of armed guards.

The Court found, firstly, that the applicants’ situation was one of human trafficking and forced labour, and specified that exploitation through labour was one aspect of trafficking in human beings2 .

The Court then held that the State had failed in its obligations to prevent the situation of human trafficking, to protect the victims, to conduct an effective investigation into the offences committed and to punish those responsible for the trafficking.

This document is available only in PDF format. Click here to reead it or download it:  AFFAIRE CHOWDURY ET AUTRES c. GRÈCE

Read here too : Chowdury and Others v. Greece

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Εγκύκλιος αριθ. 13 Θέμα: "Εφαρμογή των διατάξεων της αριθ. 58114/22.12.2016 απόφασης του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής «Ανακαθορισμός αρμόδιων αρχών έκδοσης αδειών διαμονής που χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 4251/2014, όπως ισχύει"


Με την αριθ. 58114/22.12.2016 (4471 B΄) απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, η οποία εκδόθηκε βάσει της παρ.20 του άρθρου 136 του ν.4251/2014, η οποία προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 120 του ν.4446/2016 (240 Α΄), από τη Δευτέρα 3 Απριλίου 2017, μεταφέρεται η αρμοδιότητα έκδοσης των αδειών διαμονής, που χορηγούνται για εξαιρετικούς λόγους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 4251/2014, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 23 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015 από τη Δ/νση Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, στις Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. 

Η μεταφορά της αρμοδιότητας διενεργείται με σκοπό αφενός να μην είναι υποχρεωμένοι οι πολίτες τρίτων χωρών, που επιθυμούν να υπαχθούν στις εν λόγω διατάξεις, να μεταβούν στην Αθήνα προκειμένου να ζητήσουν να υπαχθούν στη ρύθμιση, αφετέρου να υπάρξει καταμερισμός των αιτήσεων σε πολλά σημεία υποδοχής και κατά συνέπεια να καταστεί δυνατή η ταχύτερη εξέταση των φακέλων. 

Επί της ουσίας, μεταφέρεται εξ’ ολοκλήρου στις αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας, η αρμοδιότητα εξέτασης και έκδοσης των αδειών διαμονής όλων των πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν μη νόμιμα στη χώρα, ανεξαρτήτως εάν αυτή αφορά σε πολίτες τρίτων χωρών που κατείχαν εντός της τελευταίας δεκαετίας μία ή περισσότερες άδειες διαμονής ή δεν κατείχαν ουδέποτε ένα τίτλο διαμονής εντούτοις αποδεικνύουν μακρόχρονη διαμονή και ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με τη χώρα που καθιστούν αναγκαία την παραμονή τους εντός της Ελληνικής Επικράτειας. 
Προκειμένου να υπάρξει πληρέστερη κατά το δυνατόν αποσαφήνιση, προς διευκόλυνσή σας, παραθέτουμε κωδικοποιημένο το κείμενο των διατάξεων, του άρθρου 19, του ν. 4251/2014, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την προαναφερόμενη τροποποίηση. 

«1. Ο Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ή ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά περίπτωση, μπορεί κατ’ εξαίρεση να χορηγεί 1 άδεια διαμονής διάρκειας δύο ετών, σε πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ελλάδα και αποδεικνύουν ότι έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα. Η άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους μπορεί να ανανεώνεται μόνο για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος Κώδικα.
Αίτημα χορήγησης άδειας για εξαιρετικούς λόγους εξετάζεται μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος πολίτης τρίτης χώρας προσκομίζει: (α) θεώρηση εισόδου η οποία έχει χορηγηθεί από ελληνική προξενική αρχή τουλάχιστον τρία έτη πριν την υποβολή αίτησης ή (β) οριστικό τίτλο διαμονής, ανεξάρτητα από την αρχή εκδόσεώς του, του οποίου η ισχύς έχει λήξει κατά την τελευταία δεκαετία προ της υποβολής της αίτησης και (γ) έγγραφα που στοιχειοθετούν ότι έχει αναπτύξει ιδιαίτερους δεσμούς με τη χώρα οι οποίοι καθιστούν αναγκαία την παραμονή του εντός της ελληνικής επικράτειας. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται η προσκόμιση των υπό στοιχείου α΄ ή β΄ εγγράφων, εφόσον ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας το πραγματικό γεγονός της διαμονής του στη χώρα για επτά τουλάχιστον συνεχή έτη. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, εφόσον ο πολίτης τρίτης χώρας κατείχε άδεια διαμονής στην Ελλάδα για πέντε τουλάχιστον έτη κατά την τελευταία δεκαετία πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης, δεν απαιτείται η προσκόμιση των υπό στοιχείο γ΄ εγγράφων. 

Με απόφασή του ο Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, μπορεί να καθορίζει τα έγγραφα βέβαιης χρονολογίας που αποδεικνύουν την επταετή συνεχή παραμονή του αιτούντος στη χώρα, καθώς και να ορίζει περιοριστικά τους λόγους παραπομπής στις Επιτροπές του άρθρου 134 του παρόντος. 

2. Η άδεια διαμονής στην περίπτωση που ο αιτών δεν κατείχε οριστικό τίτλο διαμονής, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του τρίτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Αρμόδια υπηρεσία για την υποβολή των αιτήσεων της παρούσας παραγράφου είναι η υπηρεσία μιας στάσης της Διεύθυνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Στην περίπτωση υποβολής αιτήσεων αυτής της παραγράφου, η αρμόδια υπηρεσία ελέγχει κατά την υποβολή των δικαιολογητικών τη συμπλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων εξέτασης των αιτήσεων. Σε περίπτωση συμπλήρωσης των τυπικών προϋποθέσεων, η υποβολή της αίτησης κωλύει την έκδοση απόφασης επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 3907/2011 (Α΄ 7). Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις εξέτασης της αίτησης, μόνη η κατάθεση αίτησης για χορήγηση άδειας διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν συνεπάγεται τη νόμιμη διαμονή των αιτούντων για το χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι την εξέταση του φακέλου και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 21 επ. του Ν. 3907/2011 (Α΄ 7). 

3. Η άδεια διαμονής στην περίπτωση που ο αιτών κατείχε οριστικό τίτλο διαμονής, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του τρίτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται με απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Αρμόδια υπηρεσία για την υποβολή των αιτήσεων της παρούσας παραγράφου είναι η υπηρεσία μιας στάσης της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης της χώρας. Οι αρμόδιες υπηρεσίες για την παραλαβή των αιτήσεων της κατηγορίας αυτής, εφόσον τα 2 δικαιολογητικά είναι πλήρη, χορηγούν βεβαίωση κατάθεσης αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 έως και 7 του άρθρου 8 του παρόντος. 

4. Προϋπόθεση για την υποβολή αιτήσεων του παρόντος άρθρου είναι: i) η κατοχή διαβατηρίου, έστω και εάν αυτό έχει λήξει. Άδεια διαμονής χορηγείται και στις περιπτώσεις διαπιστωμένης αντικειμενικής αδυναμίας εφοδιασμού του ενδιαφερόμενου με διαβατήριο, εφόσον αυτό διαπιστώνεται, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του ενδιαφερομένου και γνώμης της αρμοδίας Επιτροπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του Ν. 4251/2014, ii) η καταβολή παραβόλου ύψους τριακοσίων (300) ευρώ. Ειδικά για την υποβολή των αιτήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου απαιτείται επιπλέον η κάλυψη πλήρους ασφάλισης ασθενείας, σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ του άρθρου 6 του παρόντος κώδικα, είτε από ασφάλιση του ιδίου είτε από ασφάλιση του συζύγου. Για την εκπλήρωση της άνω προϋπόθεσης, οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε εξαγορά των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης, προκειμένου να έχουν πλήρη ασφάλιση ασθενείας. 5. Οι άδειες διαμονής του παρόντος άρθρου παρέχουν στον πολίτη τρίτης χώρας δικαίωμα πρόσβασης στην εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου. Δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας παρέχεται μόνο στην περίπτωση που ο κάτοχος της ανωτέρω άδειας διαμονής κατείχε προηγουμένως άδεια διαμονής η οποία του επέτρεπε την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας και η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να υφίσταται. Για την ανανέωση των αδειών διαμονής του προηγουμένου εδαφίου θα εξετάζεται η συνδρομή των προϋποθέσεων ανανέωσης αδειών διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 7 του Ν. 4251/2014 (Α΄ 80).» 

Σκοπός των διατάξεων 
Ο σκοπός των διατάξεων του άρθρου 19 του ν.4251/2014, είναι η παροχή δυνατότητας κτήσης νόμιμου τίτλου διαμονής στη χώρα σε πολίτες τρίτων χωρών, που διαμένουν στη χώρα το απαιτούμενο προβλεπόμενο ελάχιστο διάστημα (τρία ή επτά έτη αναλόγως εάν είχαν εισέλθει νομίμως ή μη), έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα και έχουν τη βούληση να συνεχίσουν τη διαμονή τους 

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2337/2016) [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


1. Νέα εφαρμογή της δικονομικής δυνατότητας του δικαστή να περιορίσει το αναδρομικό αποτέλεσμα της ακύρωσης (κανονιστικής) διοικητικής πράξης περιέχει η πρόσφατη απόφαση του Β΄ Τμήματος ΣτΕ 2337/2016, η οποία εντάσσεται σε μια μακρά σειρά πρόσφατων αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αιτήσεων ακύρωσης κανονιστικών πράξεων με αντικείμενο την αναπροσαρμογή των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων [(ΣτΕ 1898, 2067-2069, 2333/2016. Βλ. www.prevedourou.gr, Ευελιξία στην ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων – Διαταγή του ακυρωτικού δικαστή προς τη Διοίκηση ενόψει συμμόρφωσής της στην απόφασή του (ΣτΕ 2333/2016)]. Πρόκειται για τη δεύτερη περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 3β του άρθρου 50 του πδ 18/1989 περί περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακύρωσης [Η παράγραφος 2β προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 4274/2014 (Α΄ 147) και ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης»]. Η πρώτη εφαρμογή της εν λόγω διάταξης έγινε με τη δημοσιευθείσα στις 15 Δεκεμβρίου 2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ Ολ 4446/2015 [4446_2015], η οποία εκδόθηκε κατόπιν της αναβλητικής ΣτΕ Ολ 4003/2014, με την οποία το Δικαστήριο, αντί να ακυρώσει την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, εφάρμοσε τη διάταξη της παραγράφου 3α του άρθρου 50 του ΠΔ 18/1989 και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στη Διοίκηση να προβεί στην ως άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, εντός της εξάμηνης προθεσμίας που της έταξε. Η απόφαση ΣτΕ Ολ 4003/2014 αποτελεί την πρώτη εφαρμογή της νομοθετικής διάταξης της παραγράφου 3α του άρθρου 50 πδ 18/1989, περί διόρθωσης των πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης. Επισημαίνεται ότι τη δικονομική αυτή δυνατότητα, στην οποία, πέρα της νομοθετικής βάσης, η Ολομέλεια προσδίδει και συνταγματικό έρεισμα [σκέψη 14 της ΣτΕ Ολ 4003/2014 και σκέψη 12 της ΣτΕ Ολ 4446/2015: «Οι ρυθμίσεις αυτές αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τη μνημονευθείσα συνταγματική διάταξη], είχε «διαπλάσει» και αξιοποιήσει πριν από τη νομοθετική της καθιέρωση το Ε΄ Τμήμα στις αποφάσεις ΣτΕ 1422/2013 και 1941/2013.
2. Η απόφαση ΣτΕ Ολ 4446/2015, η οποία εκδόθηκε μετά την ΣτΕ Ολ 4003/2014, είναι η πρώτη απόφαση με την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει τη διάταξη της παραγράφου 3β του άρθρου 50 του ΠΔ 18/1989 σε ακυρωτική διαφορά, η οποία αποτελεί, άλλωστε, το ρυθμιστικό αντικείμενο της εν λόγω διάταξης. Πράγματι, στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 4741/2014 (περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων που αφορούν τις περικοπές των αποδοχών των πανεπιστημιακών) και ΣτΕ Ολ 2287, 2288/2015 (περί αντισυνταγματικότητας των νόμων 4051 και 4093/2012, οι οποίοι είχαν θεσπίσει περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις), η Ολομέλεια εφήρμοσε αναλογικά τις διατάξεις του Ν. 4274/2014 –καθόσον επιτρέπουν στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίζει την αναδρομικότητα της ακύρωσης των παρανόμων διοικητικών πράξεων– στις αγωγές αποζημίωσης και στις διαφορές ουσίας, μέσω άκρως διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010 περί πιλοτικής δίκης. Δέχθηκε, δηλαδή, ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Αντίθετα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του ΔEΠ των Α.Ε.Ι., που αφορούν περικοπείσες, βάσει των οικείων διατάξεων, αποδοχές τους, ή άλλων συνταξιούχων που αφορούν περικοπείσες, βάσει των οικείων διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της αντίστοιχης απόφασης. Επομένως, μολονότι λειτουργεί στο πλαίσιο ενός συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, το Συμβούλιο της Επικρατείας μετέθεσε χρονικά τις συνέπειες της διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων στις εξεταζόμενες υποθέσεις νομοθετικών ρυθμίσεων, ασκώντας κατ’ ουσία αρμοδιότητες συνταγματικού δικαστηρίου, οι οποίες στην ελληνική έννομη τάξη ανήκουν στο ΑΕΔ. [βλ.συναφώς www.prevedourou.gr, Αντισυνταγματικότητα των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Περιορισμός της χρονικής έκτασης των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας (ΣτΕ Ολ 4741/2014) και Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014, περί περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης, στη διάγνωση της αντισυνταγματικότητας διάταξης στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης (ΣτΕ Ολ 2287, 2288, 2289 και 2290/2015), με τις σχετικές βιβλιογραφικές παραπομπές].
3. Κατά την απόφαση ΣτΕ Ολ 4446/2015, η δυνατότητα περιορισμού των αναδρομικών αποφάσεων ακυρωτικής δικαστικής απόφασης καλύπτει και την ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία μάλιστα έγκειται στην παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας πρέπει, κατ’ εφαρμογή της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, να μην αναδράμει στο χρόνο συντέλεσής της, αλλά στις 21.5.2015, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε, [σύμφωνα με την αναβλητική απόφαση ΣτΕ Ολ 4003/2014], να εκδώσει την απόφαση αυτή. Συνεπώς, η ουσιαστική ισχύς της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση πρέπει να αναδράμει στις 21.5.2015».

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

"ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ - ΜΕΙΩΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ" (ΗΜΕΡΙΔΑ Δ.Σ. ΠΑΤΡΩΝ , Πάτρα 10.3.2017). [ΑΝΤΩΝΙΟΥ Κ. ΑΛΑΠΑΝΤΑ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ, ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ, Δ.Ν]


          Α.- Ειδικά θέματα αναπροσαρμογής μισθώματος

1.- Το πρώτο ειδικό ζήτημα που θα αναπτυχθεί είναι αν η οικονομική κρίση που επικρατεί στη χώρα μας επίσημα από τον Απρίλιο του έτους 2010 (ουσιαστικά από τα τέλη του 2008) αποτελεί,  αφ΄ εαυτής ή με πρόσθετους όρους, γεγονός απρόβλεπτο και έκτακτο ως προϋπόθεση του άρθρου 288 (αντικειμενική καλή πίστη στην εκπλήρωση των παροχών, αφού ληφθούν συμπληρωματικά υπόψη τα συναλλακτικά ήθη) ή του άρθρου 388 ΑΚ (δικαιοπρακτικό θεμέλιο), που μπορεί να οδηγήσει σε δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος. Η πρόσφατη απόφαση 763/16.12.2016 (αδημ.) δέχεται ότι η πρωτοφανής οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα από το 2009 και εφεξής (με λεπτομερή παράθεση μάλιστα οικονομικών στοιχείων πριν και μετά την κρίση), επηρέασε την εμπορική κίνηση και την αξία των ακινήτων με αποτέλεσμα να δεχθεί ως εύλογη, με βάση το άρθρο 288 ΑΚ (και όχι το άρθρο 388 ΑΚ, αφού θεωρεί ότι η οικονομική κρίση αυτή δεν αποτελεί έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός, ομοίως και η ΑΠ 320/2016, δημ.NOMOS και Εφ.Αθ 159/2015, Εφ.ΑΔ 2015,225) και με επιχείρημα και από την αυτόματη μείωση των μισθωμάτων που καταβάλλει το Δημόσιο κατά τα άρθρα 21 Ν. 4002/2011 και 2 Ν. 4081/2012, τη μείωση του μισθώματος σε πολυεθνική εταιρεία ηλεκτρονικών ειδών, με έδρα στη Γερμανία κατά ποσοστό 20% (αφορά μεγάλο οικόπεδο και κτίριο, στη Θεσ/νίκη, με χρόνο σύναψης της μίσθωσης στις 18.5.2004). Εξ άλλου, η απόφαση του ΑΠ 998/2014 (Χρ.ΙΔ 2014,742) δέχεται γενικά, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, ότι η πρωτοφανής οικονομική κρίση και η επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας (δημοσιονομικών και φορολογικών) με τις  αλυσιδωτές συνέπειες σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ (στην ίδια απόφαση γίνεται επίκληση και του αρ. 288 ΑΚ), εφόσον δεν ήταν δυνατόν να διαγνωστούν υπό ομαλές συνθήκες. 

Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τονιστεί ότι επρόκειτο για κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στην Καρδίτσα , με χρόνο σύναψης της μίσθωσης πριν από την οικονομική κρίση, στις 1.12.2008. Αντίθετα, η ΑΠ 1592/2014 (δημ. ΝΟΜΟS), δεν αρκείται στην αναφορά μόνο της οικονομικής κρίσης και των αυστηρών μέτρων λιτότητας για τη θεμελίωση δικαιώματος αναπροσαρμογής του μισθώματος, κατά το άρθρο 388 ΑΚ, αλλά απαιτεί πρόσθετα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην απόφαση αυτή ότι η οικονομική κρίση θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως το αναμενόμενο κέρδος από την σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβληθέντων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης που πρόκειται να εκτελεσθεί στο μέλλον (στο ιστορικό της υπόθεσης πρόκειται για επαγγελματική μίσθωση ζαχαροπλαστείου στη Μύκονο, από 1.11.2007). Η ίδια άποψη (με αναφορά και του αρ. 288 ΑΚ) υποστηρίζεται και από την Εφ.Θεσ. 341/2014, (ΕλλΔνη 2014, 1469), κατά την οποία δεν αρκεί η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και συνακόλουθα της εμπορικής κινήσεως των καταστημάτων, η μείωση της τιμής των ακινήτων γενικότερα και των καταστημάτων ειδικότερα δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας , αλλά πρέπει προς τούτο να συντρέχουν και οι λοιπές πιο πάνω προϋποθέσεις (όμοιες και οι Εφ.Πειρ. 87/2014, 448/2015 και Εφ.Θεσ. 401/2016 ,αδημ). 

Η άποψη αυτή, ότι δεν αρκεί μόνο η επίκληση της γενικής οικονομικής κρίσης και η λήψη αυστηρών μέτρων λιτότητας, αλλά απαιτείται και η εκτίμηση των οικονομικών και λοιπών συνθηκών, είναι ορθή, διότι ενδέχεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά την οικονομική κρίση, λόγω των γενικότερων συνθηκών να μην έχει διαταραχθεί η ισορροπία παροχής –αντιπαροχής (σε περιοχές  που δεν έχουν πληγεί σημαντικά από την κρίση και επιχειρήσεις που παρά την κρίση  αυτή εξακολουθούν να έχουν μεγάλους τζίρους). Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι στις περιπτώσεις που η οικονομική κρίση δεν ήταν απρόβλεπτο και έκτακτο γεγονός (αφορά κυρίως μισθώσεις που συνάφθηκαν μετά τον Απρίλιο του 2010)  και επομένως δεν μπορεί η αγωγή αναπροσαρμογής μισθώματος να στηριχθεί στο άρθρο 388 ΑΚ, μπορεί να στηριχθεί στη γενικότερη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ (και επί προβλεφθείσας από τα μέρη μεταβολής των συνθηκών)  που δεν έχει την προϋπόθεση αυτή και ερευνάται με βάση τη διάταξη αυτή, αν επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ιδίου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αναπροσαρμογή αυτού (ΑΠ 293/1992, ΕλλΔνη 34,1293, Εφ.Θεσ. 341/2014, ο.π).

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΜΠρ Θεσσ 18633/2012 – Προσβολή προσωπικότητας λόγω εγκατάστασης κεραιών κινητής τηλεφωνίας κα εκπομπής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοοβλίας


Περίληψη: Προστασία προσωπικότητας – Παράνομη προσβολή προσωπικότητας – Προστασία περιβάλλοντος – Εγκατάσταση κεραιών κινητής τηλεφωνίας – Εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας – Αποδεικτικά στοιχεία -. Συμπεριφορά με την οποία προσβάλλεται η κοινή χρήση ή η κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος, συνιστά παράνομη προσβολή, κατ’ άρθρο 57 του ΑΚ, διότι προσκρούει στο άρθ. 970 ΑΚ, και ταυτόχρονα αντιβαίνει στην αρχή που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ενδεχόμενη επίκληση και άλλης προστατευτικής του περιβάλλοντος διάταξης ενισχύει με την ιδρυτική της ευθύνης διάταξη της ΑΚ 57, δεν είναι όμως αναγκαία για την κατάφαση του παρανόμου. Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 του Α,Κ. δεν αρκεί μόνον η προσβολή της προσωπικότητας κάποιου με τη διατάραξη των ζωτικών περιβαλλοντικών του στοιχείων, αλλά απαιτείται επιπλέον η προσβολή να είναι παράνομη, κι αυτό συμβαίνει, κατά μία άποψη, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμο), ενώ κατ’ άλλη άποψη, την οποία ακολουθεί και το παρόν δικαστήριο, και όταν υπάρχει οποιαδήποτε κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στη σφαίρα του συγκεκριμένου κάθε φορά αγαθού, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς προς τούτο δικαίωμα ή με την άσκηση μεν δικαιώματος, που όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας από το προσβαλλόμενο είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική κατ’ άρθρα 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος. 
Απόρριψη αίτησης απομάκρυνσης κεραίας κινητής τηλεφωνίας για περιβαλλοντικούς λόγους εφόσον οι αιτούντες δεν επικαλούνται κάποια ερευνά και έκθεση της αρμόδιας Ε.Ε.Α.Ε. ή άλλων αρμοδίων φορέων, όπως το ΥΠΕΧΩΔΕ και το Υπουργείο Υγείας, που να διαπιστώνει ότι εκπέμπονται από τον ανωτέρω σταθμό επικίνδυνες για τους κατοίκους και περιοίκους ακτινοβολίες και ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε επίπεδα υψηλότερα τόσο από τα διεθνώς ανεκτά όρια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, όσο και από αυτά που ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία της χώρας μας, αν και υπήρχε η προς τούτο ευχέρεια, με την υποβολή αιτήματος διενέργειας μετρήσεων σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, και τα οποία όρια και μέτρα λήφθηκαν στο πλαίσιο της αρχής της προφύλαξης.
ΑΠΟΦΑΣΗ 18633/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, που ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 13-3-2012, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό καταθέσεως 14127/7-4-2011 και αντικείμενο προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ΙΜ.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.......... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ», με το διακριτικό τίτλο «........», με έδρα το ......... (............), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων ΓΣ και ΠΚ
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της αίτησης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο σεβασμός και η προστασία των αξιών που συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας (άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος), ενώ οι συνταγματικές διατάξεις καθιερώνουν επίσης το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1), το οποίο θεωρείται ως «κύριο θεμελιώδες δικαίωμα» (Μάνεση, Ατομικές ελευθερίες, ο. 105 επ., Παπαντωνίου, ΓενΑρχ, παρ. 27, Ράικο, Παραδόσεις συνταγματικού δικαίου, τ. Β’, τεύχος β σ. 23). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α’ του Α.Κ. «όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί της προσβολής της προσωπικότητας, η οποία αποτελεί το σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, και στο επ’ αυτής δικαίωμα περικλείονται τα έννομα αγαθά της τιμής, της ζωής, της υπόληψης, της υγείας, της ελευθερίας, της σωματικής ακεραιότητας, του απόρρητου της ιδιωτικής ζωής, της εικόνας του προσώπου, κ.λ.π., τα οποία δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης αυτής να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 195/2007 ΝΟΜΟΣ), ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβαλλόντος ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον (ΑΠ 1143/2003, ΕΛΔ 46, 394, ΕφΑθ 1688/1998, ΕλΔ 39, 667, ΕφΑθ 12154/1990, ΕλΔ 32, 1673). 
Συνεπώς, το άρθρο 57 Α Κ συνιστά μία γενική ρήτρα και αποτελεί συγκερασμό των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1, με συνέπεια στο δικαίωμα της προσωπικότητας να περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ένα από τα αγαθά που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου είναι και το περιβάλλον, φυσικό και πολιτιστικό, το οποίο είναι ο ζωτικός χώρος μέσα στον οποίο αναπτύσσεται, κινείται και δημιουργεί ο άνθρωπος, εφόσον δε συνιστά βασικό στοιχείο της ζωής του και συνεπώς είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητάς του, η προσβολή του παρέχει αγώγιμη αξίωση θεμελιούμενη στο ανωτέρω άρθρο 57 του ΑΚ εναντίον εκείνου, από τη δράση του οποίου προέρχεται η βλαπτική ενέργεια, που αποτελεί την αιτία επιβάρυνσης του περιβάλλοντος (ΜονΠρΗρακ 802/2003 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η προστασία των περιβαλλοντικών στοιχείων σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου, ως περιβάλλοντος οριοθετουμένου κατά το δίκαιο αυτό, του συνόλου των αγαθών που συνθέτουν το ζωτικό χώρο του ανθρώπου και περιλαμβάνει όλα τα φυσικά και τεχνητά αγαθά χάρη στα οποία δημιουργείται και αναπτύσσεται η προσωπικότητα του ατόμου και τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση, την υγιεινή διαβίωση και την εξασφάλιση ποιότητας ζωής, μπορεί να επιτευχθεί με την ενεργοποίηση των διατάξεων του ΑΚ για τα κοινά σε όλους και για τα κοινής χρήσεως πράγματα (άρθρα 966 και 967 του Α.Κ., βλ. ΜΠρΒολ 1503/2004, Αρμ 2005, 12, I. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, 2006, σελ. 354 επ.), όπως είναι ο ατμοσφαιρικός αέρας, η θάλασσα, τα γλυκά νερά, που εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος (γήινου, υδάτινου, αέρινου) και συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα σημαντικότερα αγαθά. Το δικαίωμα χρήσης των εν λόγω πραγμάτων αποτελεί ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον (άρθρο 24 του Συντάγματος), όπως αυτό έμμεσα τριτενεργεί μέσω των ως άνω διατάξεων των άρθρων 57 και 967 επ. του Α.Κ. (Καρακατσάνη, «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, 45 επ., ΜονΠρΚορ 2145/2002, ΕλΔ 44, 1426). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το Σύνταγμα αναγνωρίζει και προστατεύει με διαφορετικές διατάξεις την αξία και την προσωπικότητα του ανθρώπου αφενός, και το δικαίωμα στο περιβάλλον αφετέρου, ωστόσο, τα πιο πάνω έννομα αγαθά είναι αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρούμενα, με την έννοια ότι κάθε υποβάθμιση του δεύτερου συνεπάγεται και προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, και αντίστροφα, η προσβολή της αξίας του ανθρώπου όταν στρέφεται εναντίον αγαθών που αποτελούν το απαραίτητο για την ανάπτυξη και εκδήλωση της προσωπικότητας φυσικό και πολιτιστικό πλαίσιο, δηλαδή το περιβάλλον, αποτελεί, συγχρόνως και προσβολή του περιβάλλοντος (I. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, 2006, σελ. 351 επ.). 
Εξάλλου, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 του Α,Κ. δεν αρκεί μόνον η προσβολή της προσωπικότητας κάποιου με τη διατάραξη των ζωτικών περιβαλλοντικών του στοιχείων, αλλά απαιτείται επιπλέον η προσβολή να είναι παράνομη, τούτο δε συμβαίνει, κατά μία άποψη, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμου (ΑΠ 718/2001 ΕλΔ 42, 942), ενώ κατ’ άλλη άποψη, την οποία ακολουθεί και το παρόν δικαστήριο, και όταν υπάρχει οποιαδήποτε κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στη σφαίρα του συγκεκριμένου κάθε φορά αγαθού, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς προς τούτο δικαίωμα ή με την άσκηση μεν δικαιώματος, που όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας από το προσβαλλόμενο είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική κατ’ άρθρα 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 195/2007 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή δεν απαιτείται να είναι η προσβάλλουσα το αγαθό συμπεριφορά απαγορευμένη από ειδική διάταξη νόμου, αλλά αρκεί το ότι είναι βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη και μόνο. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει ν’ αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (ΑΠ 195/2007, ό.π.). Η προστασία του ίδιου δικαιώματος, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, επιτυγχάνεται και με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον υπάρχει κατεπείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος, στοιχεία που θεωρούνται ότι υφίστανται διαρκώς στην περίπτωση παρεμπόδισης της χρήσης κοινοχρήστου πράγματος, γιατί η αντίστοιχη ανάγκη χρήσης του είναι διαρκής, απρόβλεπτη και πολυπρόσωπη (ΜΠρΛαρ 3867/2005, Δικογραφία 2005, 557, ΜΠρΘεσ 9069/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 16242/2003, Αρμ 2005, 1202). Συνεπώς, συμπεριφορά με την οποία προσβάλλεται η κοινή χρήση ή η κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος, συνιστά παράνομη προσβολή, κατ’ άρθρο 57 του ΑΚ, διότι προσκρούει στην ΑΚ 970, και ταυτόχρονα αντιβαίνει στην αρχή που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος. 

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

"The Death of Antitrust Safe Harbors: Causes and Consequences" [Lindsey M. Edwards (1) and Joshua D. Wright (2), George Mason Law Review (Vol. 23), 2016]



Abstract:
The rise of so-called “safe harbors” – conditions that, when satisfied, trigger a presumption of legality – is among the most prominent features of the evolution of antitrust law in the modern era. The emergence of antitrust safe harbors occurred quickly and is attributable to significant contributions from the Supreme Court, lower courts, and the federal antitrust agencies. The recent and ongoing weakening and disappearance of safe harbors from the antitrust landscape has been less well recognized. 
We explain the causes and consequences of the rise and fall of antitrust safe harbors. We argue that the disappearance of safe harbors is not explained by reversals in any of the factors – a shift in economic analysis of legal rules, economic theory, empirical evidence, or the influence of particular judicial appointments – that led to the original rise in safe harbors. Preliminary evidence suggests that other forces are at work, including but not limited to, changes over time in both partisanship and preferences for standards over rules at the FTC. If we are correct that the current and ongoing shift away from safe harbors at the agencies and in the courts is the result of systematic changes, understanding its causes will be critical to identifying its implications for agencies, courts, and practitioners moving forward.



(1) Lindsey M. Edwards : 

George Mason University - Antonin Scalia Law School, Students
(2) Joshua D. Wright : George Mason University - Antonin Scalia Law School, Faculty

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

"Ο νομοθέτης και οι αποφάσεις των δικαστηρίων περί αντισυνταγματικότητας – Ανακρίβειες και άλλα συνταγματικά παραλειπόμενα" [Γεράσιμος Θεοδόσης, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαιδελβέργης]


Α) Πρόσφατα, πολλάκις ελέχθη και εγράφη ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το «Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο». Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ανώτατο (ακυρωτικό) δικαστήριο (του διοικητικού δικαστικού κλάδου), αλλά δεν είναι το «Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο». Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ένα από τα τρία δικαστήρια της χώρας μας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο),  οι αποφάσεις των οποίων αφενός δεν υπόκεινται στον έλεγχο ενός ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου, αφετέρου δύνανται να ενεργοποιήσουν την ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος.
Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 100 (παράγραφοι 1 και 4) του Συντάγματος, η δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου αποτελεί τη μοναδική περίπτωση, σε όλο το σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας στην Ελλάδα, που κύριο αντικείμενο της δίκης είναι ο έλεγχος της (ουσιαστικής) συνταγματικότητας διάταξης (τυπικού) νόμου× και ως εκ τούτου αυτή σε περίπτωση αντισυνταγματικότητας μπορεί να παραμεριστεί οριστικά, δηλαδή μπορεί να ακυρωθεί. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο  93 παράγραφος 4 του Συντάγματος, παρεμπιπτόντως (και όχι κυρίως).
Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα κάθε διάταξης (ουσιαστικού και τυπικού) νόμου που καλούνται να εφαρμόσουν. Όμως ο έλεγχος αυτός περιορίζεται μόνο στους σημαντικούς για την επίλυση μιας συγκεκριμένης διαφοράς (ουσιαστικούς και τυπικούς) νόμους. Έτσι, εφόσον ο Έλληνας δικαστής θεωρήσει ότι το περιεχόμενο ενός νόμου είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, δεν εφαρμόζει το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με άλλα λόγια, ο Έλληνας δικαστής επηρεάζεται στην απόφασή του από τον έλεγχο συνταγματικότητας που επιχειρεί, αλλά δεν δικαιούται να εκδώσει μια δεσμευτική για τα υπόλοιπα δικαστήρια ή όργανα του κράτους απόφαση ως προς τον ελεγχόμενο νόμο× πολύ, δε, περισσότερο δεν δικαιούται να ακυρώσει τον αντισυνταγματικό νόμο, να τον θέσει δηλαδή εκτός ισχύος. Ένας νόμος, που ως αντισυνταγματικός δεν εφαρμόστηκε από ένα ελληνικό δικαστήριο, εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται από τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Επομένως, η σχετική με το Σύνταγμα και τους κανόνες του απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα διενεργείται στο στενό πλαίσιο μιας δίκης και μόνο για τις ανάγκες της.
Βέβαια, κατά κανόνα τα κατώτερα δικαστήρια συμμορφώνονται στην κρίση του ανώτατου δικαστηρίου του κλάδου τους (Άρειου Πάγου, Συμβουλίου Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου). Η σχετική όμως απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου είναι τυπικά δεσμευτική μόνο σε περίπτωση που τα κατώτερα δικαστήρια επιληφθούν ξανά της ίδιας υπόθεσης. Έτσι προέκυψε δικαστήρια να αρνούνται να εφαρμόσουν διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική, αν και η ίδια διάταξη προηγουμένως είχε εφαρμοσθεί (ως συνταγματική) από το ανώτατο δικαστήριο του κλάδου. Εκτός αυτού, μόνο ο συγκεκριμένος πολίτης που είναι διάδικος της σχετικής δίκης απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να συμμορφωθεί σε έναν αντισυνταγματικό νόμο× για τους υπόλοιπους παραμένει δεσμευτικός ο αντισυνταγματικός νόμος, αφού η δικαστική απόφαση ουδεμία ισχύ αναπτύσσει για αυτούς.
Β) Ας ληφθεί υπόψη ότι η σχετική με το σύνταγμα και τους κανόνες του απονομή δικαιοσύνης ανήκει στα θεμελιώδη ζητήματα που καθορίζουν το πολίτευμα μιας χώρας. «Εκ των δικαστηρίων, εις α ανατίθεται και εκ της εν γένει οργανώσεως του τρόπου, καθ’ ον ασκείται ο τοιούτος έλεγχος, επίσης δε εκ της εκτάσεως αυτού και εκ των εννόμων αποτελεσμάτων του (απλή άρνησις εφαρμογής ή ακύρωσις erga ommes), προσδιορίζεται κατά πολύ η αποτελεσματικότης της τοιαύτης κατασταλτικής εγγύησης τηρήσεως του Συντάγματος». Ο δικαστικός έλεγχος (της συνταγματικότητας) των νόμων λειτουργεί ως κατασταλτική εγγύηση τήρησης του συντάγματος και υπαγορεύεται τόσο από την αρχή του κράτους δικαίου όσο και από την αρχή της  δημοκρατίας.
Σε ένα συνταγματικό κράτος κάθε κυβερνητική (κοινοβουλευτική) πλειοψηφία περιορίζεται από το σύνταγμα. Συνεπώς, οποιαδήποτε εγγύηση τήρησης του συντάγματος λειτουργεί και ως εγγύηση προστασίας της (κοινοβουλευτικής) μειοψηφίας από κυβερνητικές αυθαιρεσίες. «Όπου το 51% πιστεύει ότι εξ αιτίας αυτού του 51% επιτρέπεται να κάνει τα πάντα, η Δημοκρατία παρακμάζει». Ελέγχοντας, επομένως, τα δικαστήρια την τήρηση του συντάγματος, μέσω του ελέγχου της (ουσιαστικής) συνταγματικότητας των νόμων, συμβάλλουν αποτελεσματικά στην πραγμάτωση της δημοκρατίας σε μια χώρα. Επιπλέον, μετά τη θέσπιση και καθιέρωση, στα σύγχρονα συντάγματα, των «ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων», ιδίως του «δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθενός», πρέπει ο (ακυρωτικός) έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια να επεκτείνεται και  στην εσωτερική (τυπική) αντισυνταγματικότητά τους, δηλαδή στον έλεγχο τήρησης του συντάγματος κατά τη διαδικασία ψήφισης των νόμων, έτσι ώστε κάθε νόμος, που ψηφίζεται κατά παράβαση των οργανωτικών διατάξεων του συντάγματος, να μπορεί να ακυρώνεται δικαστικά, επειδή περιορίζει αντισυνταγματικά την ελεύθερη δράση των πολιτών. Άλλως προσβάλλεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο «δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθενός», προσβάλλεται το σύνταγμα, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα δικαϊκής επαναφοράς στη συνταγματική νομιμότητα.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

ΣτΕ (Ε') 1869/16 : Πολεοδομία - Ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Αυθαίρετη δόμηση - Επιβολή προστίμου. Λόγοι έφεσης. Αυθαίρετες κατασκευές σε ξενοδοχειακό συγκρότημα - Επιβολή προστίμου. Έλεγχος νομιμότητας και επάρκειας της αιτιολογίας της έκθεσης αυτοψίας και της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων


ΣτΕ  (Ε') 1869/16 : Πολεοδομία - Ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Αυθαίρετη δόμηση - Επιβολή προστίμου. Λόγοι έφεσης. Αυθαίρετες κατασκευές σε ξενοδοχειακό συγκρότημα - Επιβολή προστίμου. Έλεγχος νομιμότητας και επάρκειας της αιτιολογίας της έκθεσης αυτοψίας και της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 267/1998 θεσπίστηκαν κανόνες για την εκτίμηση της συμβατικής αξίας των αυθαιρέτων κτισμάτων και κατασκευών και τον υπολογισμό των προστίμων ανά κατηγορία αυτών, οι διατάξεις, όμως, αυτές καταργήθηκαν με το άρθρο 6 της 9732/27.2.2004 κοινής υπουργικής απόφασης. Η εκκαλούσα αναφορικά με τη νομιμότητα της επιβολής του ένδικου προστίμου υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, διότι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, διατάξεις ήταν εκείνες του π.δ. 267/1998 και όχι της Κ.Υ.Α. 9732/2004, ενώ έχει εκδοθεί βάσει ανεπαρκούς αιτιολογίας και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση της τιμής ζώνης του ακινήτου. Παράθεση λόγων εφέσεως που δεν έρχονται σε αντίθεση - κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 -, προς τη μνημονευόμενη στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου. Απορρίπτει την έφεση.

Αριθμός 1869/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Γκορτζολίδου, Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μπιρμπίλη.
Για να δικάσει την από 2 Ιουνίου 2014 έφεση:
της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……………. Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «……… ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (…………), η οποία παρέστη με την δικηγόρο ΓΣ (Α.Μ.........), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου ……………….Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΑΠ (Α.Μ. ......), που τον διόρισε με απόφαση η Οικονομική του Επιτροπή, και κατά της υπ' αριθμ. 1148/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Παπανικολάου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της εκκαλούσας εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο του εφεσιβλήτου Δήμου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (…… και …….. ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄). 
2. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 1148/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας εταιρείας κατά της …….. απόφασης της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Χωροταξίας - Πολεοδομίας Νότιου Τομέα (Τμήμα Πολεοδομίας …………) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε η από 12.11.2010 (αρ. πρωτ. ……..) ένσταση της εκκαλούσας κατά της από ……. έκθεσης αυτοψίας υπαλλήλων του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της ως πάνω Διεύθυνσης. Με την τελευταία αυτή έκθεση είχαν χαρακτηριστεί ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες οι αναφερόμενες σ’ αυτήν κατασκευές στο ξενοδοχειακό συγκρότημα «…….» στο …….. χλμ της Παραλιακής Λεωφόρου …….., με φερόμενο ιδιοκτήτη την «Εταιρία ……….Α.Ε.» (Α.Ε...) και ανάδοχο την εκκαλούσα, και είχαν επιβληθεί σε βάρος αυτής πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης τα οποία υπολογίστηκαν σε 601.658 και 300.829 ευρώ αντίστοιχα.
3. Επειδή, μετά την τροποποίηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 283 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87/7.6.2010) με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4071/2012 (Α΄ 85/11.4.2012), οι εκκρεμείς δίκες των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων οργάνων τους, οι οποίες είχαν εκδοθεί ή συντελεστεί πριν από την ισχύ του ν. 3852/2010, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών, τον προέλεγχο αυτών, τον έλεγχο των σχετικών μελετών, καθώς και τον έλεγχο και την επιβολή προστίμων για τις αυθαίρετες κατασκευές σύμφωνα με το π.δ. 267/1998, συνεχίζονται μετά την 11.4.2012 αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τους δήμους, οι οποίοι ασκούν τις εν λόγω αρμοδιότητες (πρβλ. ΣτΕ 3757/2014, 865/2014, 4936/2013, 1164/2013).
4. Επειδή, η παρούσα δίκη, η οποία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων που εκδόθηκαν από όργανα της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής πριν από το ν. 3852/2010, κατ’ εφαρμογή του π.δ. 267/1998 περί ελέγχου των αυθαιρέτων κατασκευών, συνεχίζεται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τον Δήμο ……….., μέσα στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται οι φερόμενες ως αυθαίρετες κατασκευές της εκκαλούσας. Κατόπιν τούτων, νομίμως παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο Δήμος ……...
5. Επειδή, στο άρθρο 58 παρ. 1 (εδάφιο δεύτερο) του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίζεται ότι «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
6. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 22 (παρ. 1 και 3) του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210) (ΓΟΚ/1985), το περιεχόμενο των οποίων αποδίδεται στα άρθρα 329 παρ. 1 και 381 παρ.1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), που κυρώθηκε με το από 14.7/27.7.1999 π.δ. (Δ΄ 580), και όπως, περαιτέρω, τα τέσσερα τελευταία εδάφια της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 22 του ΓΟΚ/1985 αντικαταστάθηκαν από την παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 2831/2000 (Α 140), ορίζονται τα εξής: «1. Για την εκτέλεση οποιοσδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. 2...3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ.1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν. Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά τον χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής άδειας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 17 του ν.1337/1983, όπως ισχύει. Το πρόστιμο διατήρησης επιβάλλεται για το διάστημα από τότε που κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας άρχισε η ανέγερση της κατασκευής έως την έκδοση της οικοδομικής αδείας. Δεν επιβάλλονται τα παραπάνω πρόστιμα σε περίπτωση αναθεώρησης οικοδομικής αδείας, που βρίσκεται σε ισχύ, εφόσον τηρείται το περίγραμμα της, ο συντελεστής δόμησης και ο συντελεστής όγκου. Στην περίπτωση αυτή, η αναθεώρηση πρέπει να εκδοθεί εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη σχετική έγγραφη ειδοποίηση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ή από την υποβολή σχετικών δικαιολογητικών από τον υπόχρεο. 4. Κάθε αλλαγή της χρήσης κτιρίου ή τμήματός του κατά παράβαση του άρθρ. 5 είναι αυθαίρετη. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει, μόνο ως προς την επιβολή του προστίμου. Αν για την αλλαγή της χρήσης έχουν εκτελεστεί δομικές κατασκευές, εκτός από την επιβολή προστίμου διατάσσεται και η κατεδάφισή τους». Με τις διατάξεις, εξάλλου, των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» (Α΄ 33) (όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεως της πρώτης εξ αυτών με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3212/2003, Α΄ 308/31.12.2003), παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, των όρων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας διαπιστώσεως και χαρακτηρισμού αυθαιρέτων, της μεθόδου και της διαδικασία εκτίμησης και αναπροσαρμογής της αξίας του αυθαιρέτου, του ύψος του επιβληθέντος προστίμου, του τρόπου βεβαιώσεώς του και της διαδικασίας εισπράξεώς του. Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών εκδόθηκε το π.δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών» (Α΄ 195), με τις διατάξεις του άρθρου 1 του οποίου ορίζεται ότι «1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του … . 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν.