1. Νέα εφαρμογή της δικονομικής δυνατότητας του δικαστή να περιορίσει το αναδρομικό αποτέλεσμα της ακύρωσης (κανονιστικής) διοικητικής πράξης περιέχει η πρόσφατη απόφαση του Β΄ Τμήματος ΣτΕ 2337/2016, η οποία εντάσσεται σε μια μακρά σειρά πρόσφατων αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αιτήσεων ακύρωσης κανονιστικών πράξεων με αντικείμενο την αναπροσαρμογή των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων [(ΣτΕ 1898, 2067-2069, 2333/2016. Βλ. www.prevedourou.gr, Ευελιξία στην ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων – Διαταγή του ακυρωτικού δικαστή προς τη Διοίκηση ενόψει συμμόρφωσής της στην απόφασή του (ΣτΕ 2333/2016)]. Πρόκειται για τη δεύτερη περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 3β του άρθρου 50 του πδ 18/1989 περί περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακύρωσης [Η παράγραφος 2β προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 4274/2014 (Α΄ 147) και ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης»]. Η πρώτη εφαρμογή της εν λόγω διάταξης έγινε με τη δημοσιευθείσα στις 15 Δεκεμβρίου 2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ Ολ 4446/2015 [4446_2015], η οποία εκδόθηκε κατόπιν της αναβλητικής ΣτΕ Ολ 4003/2014, με την οποία το Δικαστήριο, αντί να ακυρώσει την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, εφάρμοσε τη διάταξη της παραγράφου 3α του άρθρου 50 του ΠΔ 18/1989 και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στη Διοίκηση να προβεί στην ως άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, εντός της εξάμηνης προθεσμίας που της έταξε. Η απόφαση ΣτΕ Ολ 4003/2014 αποτελεί την πρώτη εφαρμογή της νομοθετικής διάταξης της παραγράφου 3α του άρθρου 50 πδ 18/1989, περί διόρθωσης των πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης. Επισημαίνεται ότι τη δικονομική αυτή δυνατότητα, στην οποία, πέρα της νομοθετικής βάσης, η Ολομέλεια προσδίδει και συνταγματικό έρεισμα [σκέψη 14 της ΣτΕ Ολ 4003/2014 και σκέψη 12 της ΣτΕ Ολ 4446/2015: «Οι ρυθμίσεις αυτές αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τη μνημονευθείσα συνταγματική διάταξη], είχε «διαπλάσει» και αξιοποιήσει πριν από τη νομοθετική της καθιέρωση το Ε΄ Τμήμα στις αποφάσεις ΣτΕ 1422/2013 και 1941/2013.
2. Η απόφαση ΣτΕ Ολ 4446/2015, η οποία εκδόθηκε μετά την ΣτΕ Ολ 4003/2014, είναι η πρώτη απόφαση με την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει τη διάταξη της παραγράφου 3β του άρθρου 50 του ΠΔ 18/1989 σε ακυρωτική διαφορά, η οποία αποτελεί, άλλωστε, το ρυθμιστικό αντικείμενο της εν λόγω διάταξης. Πράγματι, στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 4741/2014 (περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων που αφορούν τις περικοπές των αποδοχών των πανεπιστημιακών) και ΣτΕ Ολ 2287, 2288/2015 (περί αντισυνταγματικότητας των νόμων 4051 και 4093/2012, οι οποίοι είχαν θεσπίσει περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις), η Ολομέλεια εφήρμοσε αναλογικά τις διατάξεις του Ν. 4274/2014 –καθόσον επιτρέπουν στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίζει την αναδρομικότητα της ακύρωσης των παρανόμων διοικητικών πράξεων– στις αγωγές αποζημίωσης και στις διαφορές ουσίας, μέσω άκρως διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010 περί πιλοτικής δίκης. Δέχθηκε, δηλαδή, ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Αντίθετα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του ΔEΠ των Α.Ε.Ι., που αφορούν περικοπείσες, βάσει των οικείων διατάξεων, αποδοχές τους, ή άλλων συνταξιούχων που αφορούν περικοπείσες, βάσει των οικείων διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της αντίστοιχης απόφασης. Επομένως, μολονότι λειτουργεί στο πλαίσιο ενός συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, το Συμβούλιο της Επικρατείας μετέθεσε χρονικά τις συνέπειες της διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων στις εξεταζόμενες υποθέσεις νομοθετικών ρυθμίσεων, ασκώντας κατ’ ουσία αρμοδιότητες συνταγματικού δικαστηρίου, οι οποίες στην ελληνική έννομη τάξη ανήκουν στο ΑΕΔ. [βλ.συναφώς www.prevedourou.gr, Αντισυνταγματικότητα των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Περιορισμός της χρονικής έκτασης των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας (ΣτΕ Ολ 4741/2014) και Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014, περί περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης, στη διάγνωση της αντισυνταγματικότητας διάταξης στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης (ΣτΕ Ολ 2287, 2288, 2289 και 2290/2015), με τις σχετικές βιβλιογραφικές παραπομπές].
3. Κατά την απόφαση ΣτΕ Ολ 4446/2015, η δυνατότητα περιορισμού των αναδρομικών αποφάσεων ακυρωτικής δικαστικής απόφασης καλύπτει και την ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία μάλιστα έγκειται στην παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας πρέπει, κατ’ εφαρμογή της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, να μην αναδράμει στο χρόνο συντέλεσής της, αλλά στις 21.5.2015, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε, [σύμφωνα με την αναβλητική απόφαση ΣτΕ Ολ 4003/2014], να εκδώσει την απόφαση αυτή. Συνεπώς, η ουσιαστική ισχύς της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση πρέπει να αναδράμει στις 21.5.2015».
4. Mε την απόφαση ΣτΕ 2337/2016, το Β΄Τμήμα ΣτΕ έκρινε ότι ο καθορισμός της τιμής εκκίνησης για την Α΄ ζώνη (της δημοτικής κοινότητας) Φιλοθέης του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού που έγινε με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, η οποία, σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 4446/2015, ανατρέχει στις 21 Μαΐου 2015, συνιστά παράβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 41 (παρ. 1 και 2) του Ν. 1249/1982, συνεπώς, της θεμελιώδους αρχής της νομιμότητας της κανονιστικής δράσης της Διοίκησης, διότι δεν προκύπτει ότι εχώρησε βάσει ειδικών κριτηρίων και κατ’ εκτίμηση συγκεκριμένων στοιχείων περί της αγοραίας αξίας των ακινήτων στην επίμαχη ζώνη, που να δικαιολογούν την επίδικη κανονιστική ρύθμιση. Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο αξιοποιεί τη δυνατότητα περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της ακύρωσης κατ’ εφαρμογή του προπαρατεθέντος άρθρου 50 παρ 3β του πδ 18/1989, επισημαίνοντας ότι η διάταξη αυτή αποδίδει, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητα που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχείο α΄ του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολ 4003/2014, 4446/2015 και μειοψηφία στη ΣτΕ Ολ 2192/2014).
5. Ενδιαφέρον παρουσιάζει συναφώς η στάθμιση μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του συμφέροντος των αιτούντων στην οποία προβαίνει ο δικαστής για να καταλήξει στον περιορισμό αυτό. Επισημαίνει (σκέψη 18 της ΣτΕ 2337/2016) ότι η αναδρομική ακύρωση της προσβαλλόμενης κανονιστικής ρύθμισης, της οποίας η ισχύς άρχισε την 21.5.2015 θα είχε ως συνέπεια τη μη εφαρμογή της για τον υπολογισμό των φόρων (Τ.Α.Π. και ΕΝ.Φ.Ι.Α.) που οφείλονται για το 2016 ως προς τα ακίνητα της επίδικης Α ζώνης Φιλοθέης και, περαιτέρω, την εφαρμογή, για το ίδιο φορολογικό έτος, της νέας ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην επίμαχη περιοχή, που υποχρεούται η Διοίκηση να θεσπίσει, τηρώντας τους όρους των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Ωστόσο, η εκπλήρωση από τη Διοίκηση της υποχρέωσης αυτής, η οποία είναι άδηλο εάν θα καταλήξει στη θέσπιση τιμής ζώνης διαφορετικής από την ακυρωθείσα, απαιτεί ικανό χρόνο, κατά τον οποίο ανακύπτει ο κίνδυνος αδυναμίας νόμιμης επιβολής και είσπραξης των σχετικών φόρων, ιδίως, δε, του ΕΝ.Φ.Ι.Α., λόγω του κενού που δημιουργείται στο οικείο κανονιστικό πλαίσιο. Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη της φύσης της διαπιστωθείσας πλημμέλειας της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης, της προσβολής με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφόρων άλλων ρυθμίσεων της παραγράφου 2α της επίδικης υπουργικής απόφασης, κατ’ επίκληση λόγου ακύρωσης παρόμοιου με εκείνου που έγινε δεκτός στη σκέψη 16 της απόφασης ΣτΕ 2337/2016, και της δυνατότητας παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των κανονιστικών ρυθμίσεων περί τιμών ζώνης της ίδιας απόφασης, επ’ ευκαιρία ένδικων προσφυγών κατά ατομικών πράξεων καταλογισμού φόρου, παρόμοιος κίνδυνος ανακύπτει γενικότερα, όσον αφορά τους φόρους επί της ακίνητης περιουσίας. Η επέλευση του ανωτέρω κινδύνου μπορεί να παραβλάψει ουσιωδώς την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού και να προκαλέσει νέες, σοβαρές δημοσιονομικές αβεβαιότητες, η δε αποτελεσματική αποτροπή του εν λόγω κινδύνου, χάριν των απαιτήσεων της αξιόπιστου προγραμματισμού των οικονομικών της χώρας και της δημοσιονομικής τάξης της, συνδέεται με την εφαρμογή της παραγράφου 2 της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης για τον υπολογισμό του Τ.Α.Π. και του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του έτους 2016, η οποία προϋποθέτει την ισχύ της κατά την 1.1.2016. Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω, το Δικαστήριο, κατά τη στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποδίδει μείζονα βαρύτητα στο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, που καθίσταται ακόμα εντονότερο υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες, αποτροπής του κινδύνου ουσιώδους διαταραχής των φορολογικών εσόδων του Κράτους για το έτος (φορολογίας) 2016, και, συνακόλουθα, κρίνει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, ότι η ακύρωση της επίδικης ρύθμισης της παραγράφου 2α της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της (21.5.2015), αλλά στις 8.6.2016, χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο.
6. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση παραθέτει σειρά αποφάσεων ανώτατων γερμανικών και γαλλικών δικαστηρίων, πράγμα που, αφενός, αναδεικνύει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και την εξωστρέφεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και, αφετέρου, καθιστά εμφανή τη σημασία τόσο του συγκριτικού δικαίου όσο και του άτυπου διαλόγου των δικαστών για τη διαμόρφωση της δικανικής κρίσης (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4446/2015, Ολομ. 4741/2014, Bundesverfassungsgericht Γερμανίας 23.6.2015 1 BvL 13, 14/11, σκέψεις 89-91, 17.12.2014 BvL 21/12, σκέψεις 286-292, 07.11.2006 BvL 10/02, σκέψη 203, 22.06.1995 2BvL 37/91, σκέψη 80, 25.09.1992 BvL 5, 8, 14/91, σκέψεις 101-110 και Conseil Constitutionnel Γαλλίας 20.6.2014 2014-404 QPC, σκέψη 13, 14.6.2013 2013-323 QPC, σκέψεις 10-12) [Βλ. συναφώς www.prevedourou.gr, Η αυξανόμενη επιρροή του συγκριτικού δικαίου στο Conseil d’Etat: προς μια καινοτόμο δικαιοδοτική διαδικασία; (L’influence grandissante du droit comparé au Conseil d’État : vers une procédure juridictionnelle innovante ?) – A. Bretonneau/S. Dahan/D. Fairgrieve, RFDA 4/2015, σ. 855, με ενδεικτική αναφορά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις οποίες περιλαμβάνονται παραπομπές σε νομολογία αλλοδαπών δικαστηρίων].
7. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο της απόφασης ΣτΕ 2337/2016, που τη διαφοροποιεί από προγενέστερες αποφάσεις του Β΄Τμήματος για το ίδιο θέμα, αφορά την απόδειξη συνδρομής εννόμου συμφέροντος. Κατ’αρχάς και στην απόφαση υιοθετείται η ίδια ευέλικτη προσέγγιση όσον αφορά την τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος, η οποία παρατηρείται και στις προηγούμενες αποφάσεις που αφορούν την ακύρωση κανονιστικών πράξεων περί καθορισμού της τιμής ακινήτων. Ενώ όμως στις αποφάσεις ΣτΕ 2067-2069/2016 το Δικαστήριο απέχει από τη διατύπωση οριστικής κρίσης επί της αίτησης, ως προς ορισμένους αιτούντες, οι οποίοι προσκόμισαν παρωχημένα και απρόσφορα στοιεία για την απόδειξη της ιδιότητάς τους ως ιδιοκτητών ακινήτου και κατοίκων στη Β ζώνη Ψυχικού, προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να τεκμηριώσουν νομίμως και επαρκώς το έννομο συμφέρον τους, στην απόφαση ΣτΕ 2337/2016 δέχεται ότι η έκδοση αναβλητικής απόφασης για έναν αιτούντα, ως προς τον οποίο υποβλήθηκε μόνο αντίγραφο συμβολαίου γονικής παροχής του έτους 2014, στοιχείο ανεπαρκές για την τεκμηρίωση της ιδιότητάς του ως βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. και ΕΝ.Φ.Ι.Α. κατά τον κρίσιμο χρόνο (2016), στον οποίο εφαρμόζεται η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση για τον υπολογισμό των φόρων αυτών, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από αυτόν.
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει βεβαίως (όπως ακριβώς με τις αποφάσεις ΣτΕ 1898, 2067, 2333/2016) ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος του εν λόγω αιτούντος για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντός του, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 18/1989 (άρθρα 33, 40), όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει δεχθεί, σε παρόμοιες περιπτώσεις προσβολής κανονιστικής πράξης προσδιορισμού των τιμών ζώνης, ότι προκύπτει η ιδιότητα του κυρίου ή επικαρπωτή – βαρυνόμενου και, συνακόλουθα, το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος– από τίτλους ιδιοκτησίας, όπως συμβόλαια αγοράς ή γονικής παροχής (βλ. ΣτΕ 2017-2020/2012 7μ). Διαπιστώνει όμως ότι το στοιχείο αυτό δεν δικαιολογεί, εν προκειμένω, την παροχή στον ανωτέρω αιτούντα της δυνατότητας θεραπείας της προαναφερόμενης έλλειψης (με έκδοση, γι’ αυτόν, μη οριστικής απόφασης, που να χορηγεί τέτοια δυνατότητα και να διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου), διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αλυσιτελές για τον εν λόγω αιτούντα και ασύμβατο με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ενόψει της ακύρωσης με την παρούσα απόφαση της προσβαλλόμενης κανονιστικής ρύθμισης και δεδομένου ότι η ακύρωση αυτή (όπως, άλλωστε και ο ορισμός του χρονικού σημείου έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος), ισχύει και ενεργεί υπέρ (και έναντι) όλων, συμπεριλαμβανομένου του συγκεκριμένου αιτούντος. Αντίθετα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ΣτΕ 2067/2016, με την οποία το Δικαστήριο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης για 4 αιτούντες ενώ απέρριψε την αίτηση κατά το μέρος που ασκήθηκε από 2 αιτούντες καθόσον στερούνταν εννόμου συμφέροντος, εάν δεν παρεχόταν η δυνατότητα στους 4 αιτούντες να τεκμηριώσουν νομίμως και επαρκώς το έννομο συμφέρον τους η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που ασκήθηκε από αυτούς. Ενόψει, λοιπόν, του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματός τους για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντός τους, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, η απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, χωρίς να τους χορηγηθεί η δυνατότητα θεραπείας της παραπάνω έλλειψης, δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3705/2015, 2131/2015, Ολομ. 1619/2012, 2436/2012 7μ., ΕΑ 737/2012 7μ.). Για τον λόγο αυτό, με την απόφαση ΣτΕ 2067/2016, το Δικαστήριο απέσχε από τη διατύπωση οριστικής κρίσης επί της αίτησης ακύρωσης.
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει βεβαίως (όπως ακριβώς με τις αποφάσεις ΣτΕ 1898, 2067, 2333/2016) ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος του εν λόγω αιτούντος για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντός του, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 18/1989 (άρθρα 33, 40), όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει δεχθεί, σε παρόμοιες περιπτώσεις προσβολής κανονιστικής πράξης προσδιορισμού των τιμών ζώνης, ότι προκύπτει η ιδιότητα του κυρίου ή επικαρπωτή – βαρυνόμενου και, συνακόλουθα, το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος– από τίτλους ιδιοκτησίας, όπως συμβόλαια αγοράς ή γονικής παροχής (βλ. ΣτΕ 2017-2020/2012 7μ). Διαπιστώνει όμως ότι το στοιχείο αυτό δεν δικαιολογεί, εν προκειμένω, την παροχή στον ανωτέρω αιτούντα της δυνατότητας θεραπείας της προαναφερόμενης έλλειψης (με έκδοση, γι’ αυτόν, μη οριστικής απόφασης, που να χορηγεί τέτοια δυνατότητα και να διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου), διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αλυσιτελές για τον εν λόγω αιτούντα και ασύμβατο με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ενόψει της ακύρωσης με την παρούσα απόφαση της προσβαλλόμενης κανονιστικής ρύθμισης και δεδομένου ότι η ακύρωση αυτή (όπως, άλλωστε και ο ορισμός του χρονικού σημείου έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος), ισχύει και ενεργεί υπέρ (και έναντι) όλων, συμπεριλαμβανομένου του συγκεκριμένου αιτούντος. Αντίθετα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ΣτΕ 2067/2016, με την οποία το Δικαστήριο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης για 4 αιτούντες ενώ απέρριψε την αίτηση κατά το μέρος που ασκήθηκε από 2 αιτούντες καθόσον στερούνταν εννόμου συμφέροντος, εάν δεν παρεχόταν η δυνατότητα στους 4 αιτούντες να τεκμηριώσουν νομίμως και επαρκώς το έννομο συμφέρον τους η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που ασκήθηκε από αυτούς. Ενόψει, λοιπόν, του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματός τους για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντός τους, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, η απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, χωρίς να τους χορηγηθεί η δυνατότητα θεραπείας της παραπάνω έλλειψης, δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3705/2015, 2131/2015, Ολομ. 1619/2012, 2436/2012 7μ., ΕΑ 737/2012 7μ.). Για τον λόγο αυτό, με την απόφαση ΣτΕ 2067/2016, το Δικαστήριο απέσχε από τη διατύπωση οριστικής κρίσης επί της αίτησης ακύρωσης.
Ενδεικτική βιβλιογραφία: Κ. Μενουδάκου, Ο ακυρωτικός δικαστής, φύλακας της νομιμότητας και της αποτελεσματικής δράσης της Διοίκησης (εισήγηση στο επιμορφωτικό Σεμινάριο της Σχολής Δικαστών, Κομοτηνή, 7.11.2012, με θέμα «Διοικητική Δικαιοσύνη: Φυσιογνωμία και Προοπτικές. Ο διοικητικός δικαστής και οι σύγχρονες προκλήσεις», υπό δημοσίευση)· του ιδίου, Η άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος: Προβλήματα και προοπτικές (σκέψεις κατά τη σχετική ημερίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, Θεσσαλονίκη, 25.11.2013)· K. Γώγου, Η παράλειψη της διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων ως πεδίο εφαρμογής των “διευρυμένων εξουσιών” του διοικητικού δικαστή – Σκέψεις για την ΣτΕ Ολ 4003/2014, ΤοΣ 2014, σ. 677· του ιδίου, Ο κατά χρόνο περιορισμός των ακυρωτικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης στην πρόσφατη νομολογία ΣτΕ, ΘΠΔΔ 8-9/2015, σ. 726· του ιδίου, Προς μια ενωσιακή δικονομία των περιβαλλοντικών διαφορών: όψεις της δικαστικής προστασίας κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων υπό το φως της νεότερης νομολογίας του ΔΕΕ, ΕφημΔΔ 4/2015, σ. 514· Ηλ. Κουβαρά, Ν. 4274/2014. Οι νέες διατάξεις για την ακυρωτική δίκη: Η θετικοποίηση σε δικονομικό επίπεδο της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ΘΠΔΔ 8-9/2014, σ. 718-741· του ιδίου, Η δικαστική απόφαση ως πεδίο συμβιβασμού δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος (Σχόλιο στη ΣτΕ Ολ 4003/2014), ΕφημΔΔ 6/2014, σ. 718· Ε. Πρεβεδούρου, Νομοθετικές πρωτοβουλίες και νομολογιακές εξελίξεις στον περιορισμό των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, ΘΠΔΔ 6/2014, σ. 570˙ της ίδιας, Οι συνέπειες του ακυρωτικού ελέγχου-περιορισμός του ακυρωτικού αποτελέσματος, εις Ο Δικαστής, Ο Νόμος και το Περιβάλλον, τιμ.τομ. για τον επ. Πρόεδρο του ΣτΕ Κωνσταντίνο Μενουδάκο, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σ. 307.
πηγή : https://www.prevedourou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου