Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

ΑΠ 101/2018 - ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΖΗΜΙΑ ΑΝΩ ΤΩΝ 120.000 ΕΥΡΩ. Αναιρείται για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σε αρνητιικούς ισχυρισμούς αναφορικά με την δόλια προαίρεση του κατηγορουμένου



Με την τελευταία αυτή απόφασή του ο Άρειος Πάγος διευρύνει το πεδίο της υποχρέωσης του δικαστηρίου να απαντήσει σε κάθε επιχείρημα και ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Στο πλαίσιο αυτό αναίρεσε απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σε ισχυρισμούς του κατηγορουμένου με τους οποίους αυτός αρνήθηκε την δόλια προαίρεσή του για την τέλεση της πράξης της απάτης, διαλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το ΝΔ 53/19/20-9-1974, κατά την οποία «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Κατ’ αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως». Ειδικότερα με την παραπάνω απόφαση αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο εκεί αναιρεσείων καταδικάστηκε για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, καθώς κρίθηκε ότι : «… δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του Δικαστηρίου επί του αρνητικού ισχυρισμού που προτάθηκε στο ακροατήριο ότι δεν έχει εκδώσει αυτός (αναιρεσείων) την κρινόμενη επιταγή, αλλά ο αδελφός του, ούτε επίσης απάντησε επί του ισχυρισμού περί διενέργειας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού του, για τον οποίο κατέθεσε στο ακροατήριο η σύζυγος του ανωτέρω αδελφού του κατηγορουμένου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠοινΔ προσβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και ο περιλαμβανόμενος σ’ αυτόν λόγος περί απόλυτης ακυρότητας (αρ. 510 § 1Α’ και 171 ΚΠοινΔ), διότι εκ της ως άνω μη απαντήσεως επί των ισχυρισμών του, στέρησε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρ. 28 §1 της ΕΣΔΑ)…».

πηγή : http://kosmatos-lampakis.gr


Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

ΕφΘεσ 1516/17 : Πώληση ακινήτου - Βάρη - Ευθύνη πωλητή - Αποζημίωση. Περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου, που από παραδρομή παραλείφθηκε από την πωλήτρια η μνεία στο συμβόλαιο της ήδη υπάρχουσας κατά το χρόνο της πώλησης, πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης οικοπέδων της Πολεοδομίας


ΕφΘεσ 1516/17 Πώληση ακινήτου - Βάρη -  Ευθύνη πωλητή - Αποζημίωση. Περίπτωση μεταβίβασης  ακινήτου, που από παραδρομή παραλείφθηκε από την πωλήτρια  η μνεία στο συμβόλαιο της ήδη υπάρχουσας κατά το χρόνο της πώλησης, πράξης  τακτοποίησης  και αναλογισμού αποζημίωσης οικοπέδων της  Πολεοδομίας. Η εναγομένη που παρέβη την αναληφθείσα υποχρέωση της να παραδώσει στους ενάγοντες το πωλούμενο ακίνητο της, ελεύθερο από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης παρόδιων ιδιοκτητών, υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε ποσό που αυτοί κατέβαλαν ως αποζημίωση στους δικαιούχους. Δεκτή η έφεση. Δεκτή εν μέρει η αγωγή.


ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
ΑΡΙΘΜΟΣ 1516/2017

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Σταματία Αναστασιάδου Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο - Κλεόβουλο Κοκκορό και Αικατερίνη Πατσιαρά Εισηγήτρια, Εφέτες και την Γραμματέα Ιωάννα Χατζοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Νοεμβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Του ...και 2) Της ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ΚΚ-Αποστολίδου (A.M. … του Δ.Σ.Θ).
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΧΓ (A.M. … του Δ.Σ.Θ).
Οι ενάγοντες με αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (αρ. εκθ. κατάθεσης ….), ζητούσαν ότι αναφέρεται σ' αυτήν. Το άνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 19372/2009 οριστική απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκαν οι εκκαλούντες με έφεση τους προς το Εφετείο Θεσσαλονίκης (αριθ. εκθ. κατάθεσης....). Το άνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 559/2011 οριστική απόφαση του με την οποία απέρριψε την έφεση. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1095/2013 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία αναίρεσε την 559/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση φέρεται για να συζητηθεί με κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. εκθ. κατάθεσης….).
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας) τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναί­ρεσης καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτής της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης στο οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δευτέρου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 602/2011, ΑΠ 845/2010, ΑΠ 479/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτη­σης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετέσχον στην αναιρετική δίκη, επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 43/2005 Δνη 46. 1402, ΑΠ 129/2005 ΕΕργΔ 2005.150, ΑΠ 1717/2002 ΝοΒ 2003. 1223). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπο­μπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1504/2008, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1343/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-10-2008 αγωγή (αρ. έκθ. κατάθ. …), που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης οι ήδη καλούντες εναντίον της καθ' ης η κλήση, με την οποία ζήτησαν, κατά την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις περί συμφωνίας ανάληψης υποχρέωσης σε συνδυασμό με τις διατάξεις της σύμβασης πώλησης και κατά την επικουρική στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει εις έκαστο εξ αυτών, κατ' ισομοιριαν, το συνολικό ποσό των 42.870,62 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της καταβολής κάθε επιμέρους κονδυλίου άλλως από της επίδοσης της αγωγής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ՝ αριθμ. 19372/2009 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις της. Επί της από 2-9-2009 (αρ. έκθ. κατάθ. ….) έφεσης, που άσκησαν ακολούθως οι ενάγοντες, εκδόθηκε η υπ՝ αριθμ. 559/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που, έκρινε ομοίως και απέρριψε την έφεση ως κατ ουσίαν αβάσιμη. Κατ’ αυτής της απόφασης οι εκκαλούντες-ενάγοντες και ήδη καλούντες άσκησαν την από 29-8-2011 αίτηση αναίρεσης. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1095/2013 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, αναίρεσε την προαναφερθείσα υπ՝ αριθμ. 559/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου μόνον όμως καθ՝ ο μέρος, με αυτήν απορρίφθηκε η έφεση των εναγόντων αναφορικά με την απορριφθείσα πρωτοδίκως ως μη νόμιμη κύρια βάση της αγωγής, ανεξαρτήτως της γενικής διατύπωσης του διατακτικού της περί (ολικής) αναίρεσης της 559/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΣτΕ 325/2018 Δικηγόροι - Πειθαρχικά συμβούλια - Ανάρμοστη συμπεριφορά σε συνάδελφο και σε γραμματέα


Παραπομπή δικηγόρου σε πειθαρχικό συμβούλιο με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς προς συνάδελφο και αντίδικό της καθώς και για ανάρμοστη συμπεριφορά σε γραμματέα. Σύσταση πειθαρχικού συμβουλίου. Τα πειθαρχικά συμβούλια των δικηγόρων αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Οιαδήποτε πλημμέλεια της συνθέσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου καλύπτεται με την έκδοση της αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Τα ζητήματα τα σχετικά με τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων δικηγορικών συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων καθώς και τη δημοσίευση των πειθαρχικών αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται από αυτά, διέπονται αποκλειστικώς από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και δεν είναι στις περιπτώσεις αυτές εφαρμοστέες οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Ελευθερία της έκφρασης. Οι δικηγόροι εκτός της αίθουσας συνεδριάσεων του δικαστηρίου - εντός της οποίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν μεγαλύτερης ελευθερίας - δεν μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις τόσο σοβαρές που υπερβαίνουν την επιτρεπτή έκφραση σχολίων χωρίς στέρεη πραγματική βάση ούτε μπορούν να διατυπώνουν προσβολές.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Ποταμιάς, Δ. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Αντ. Γεωργακόπουλος.
Για να δικάσει την από 1η Μαΐου 2011 αίτηση:
της ..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΚΠ (Α.Μ. ,,,,,), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των: 1) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τον ΣΜ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ' αριθμ. .../2010 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, β) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, γ) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του ίδιου ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου, δ) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Εμμανουηλίδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηkε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1157630, 2931383/2011 έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 3.3.2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση: α) της .../24.2.2010 αποφάσεως του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία, κατόπιν μερικής αποδοχής εφέσεως της αιτούσας, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, κατά της .../5.12.2007 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Δ.Σ.Θ.), επιβλήθηκε σε αυτήν η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως για ένα πειθαρχικό παράπτωμα, β) της .../5.12.2007 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ., με την οποία είχαν επιβληθεί στην αιτούσα σε πρώτο βαθμό πειθαρχικής δικαιοδοσίας, οι πειθαρχικές ποινές της επιπλήξεως και του προστίμου ύψους πεντακοσίων ευρώ για δύο πειθαρχικά παραπτώματα αντιστοίχως και γ) των .../30.5.2007 και .../11.7.2007 αναβλητικών αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ

3. Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η ../24.2.2010 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, διότι οι επίσης προσβαλλόμενες ../30.5.2007, ../11.7.2007 αναβλητικές αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ. ενσωματώθηκαν στην ../5.12.2007 απόφαση του ίδιου οργάνου, η δε τελευταία απόφαση απώλεσε την εκτελεστότητά της μετά την έκδοση της 13/24.2.2010 δευτεροβάθμιας αποφάσεως (ΣτΕ364/2017, 1912/2016 κ.ά.).
4. Επειδή, διάδικοι στην παρούσα δίκη είναι τόσο ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων είναι όργανο της κρατικής διοικήσεως, όσο και ο Δ.Σ.Θ., διότι με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλονται ρητά, έστω και απαραδέκτως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, πράξεις οργάνου του – οι .../30.5.2007, .../11.7.2007 και .../5.12.2007 αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του (ΣτΕ 364/2017, 1912/2016 κ.ά.).

5. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων επιδόθηκε στην αιτούσα στις 2.3.2011, η οποία κατέθεσε εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση στις 2.5.2011, ήτοι την 61η ημέρα, δεδομένου ότι η 60ή ημέρα ήταν 1η Μαΐου και ημέρα Κυριακή

6. Επειδή, στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, Α΄ 235), πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 166 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, ... υπαγόμενος εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκούμενην κατά τας διατάξεις του παρόντος. ...» (άρθρο 1), «Ο Δικηγόρος ... οφείλει ν' ασκή το λειτούργημα αυτού ευόρκως, να διάγη και να φαίνηται διάγων αξιοπρεπώς, να συμπεριφέρηται συμφώνως προς τας παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος και ν' απονέμη τον προσήκοντα σεβασμόν προς τας δικαστικάς Αρχάς, ...» (άρθρο 45 παρ. 1), «Η παράβασις των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγόρω εκ τε των διατάξεων του Κώδικος, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ως και εξ αποφάσεως τινος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διάταξεις διά πειθαρχικής ποινής, ...» (άρθρο 64 παρ. 1), «Αρμόδιονπρος εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου, εις όν ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος καθ΄ ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι΄ ο εγκαλείται παράπτωμα, ...» (άρθρο 66 παρ. 1), «1. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται υπό του οικείου Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως ή επί εγγράφω ή προφορική αναφορά ... 2. Εντός εξ το βραδύτερον μηνών από της αυτεπαγγέλτου ενάρξεως της πειθαρχικής διώξεως ή της αναφοράς, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον οφείλει να περατώση την ανάκρισιν και να εκδώση την οριστικήν αυτού απόφασιν, ...» (άρθρο 68 παρ. 1 και 2), «1. Άμα τη υποβολή προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον αναφοράς κατά Δικηγόρου ή άμα τη ανακαλύψει οιουδήποτε παραπτώματος, ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής, υποχρεούται δίδων τον προσήκοντα χαρακτηρισμόν του παραπτώματος να ορίση εν εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως Εισηγητήν διά πράξεως καταχωριζομένης εις ειδικόν βιβλίον. 2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου προβαίνει εις την συγκρότησιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά το άρθρον 239. 3. Ο Εισηγητής ενεργεί πάσαν αναγκαίαν εξέτασιν, δικαιούται να καλή και εξετάζη μάρτυρας ενόρκως ή ανωμοτί, να ζητή έγγραφα παρά πάσης αρχής και Δικαστηρίου, ...» (άρθρο 72 παρ. 1, 2 και 3), «1. ... 2. Ο Εισηγητής υποχρεούται να συντάσσηκατηγορητήριον και να καλή τον διωκόμενον Δικηγόρον διά κλήσεως επιδιδομένης προς αυτόν διά δικαστικού κλητήρος ίνα λάβη γνώσιν του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και απολογηθή εγγράφως. ... 3. Μετά την υποβολήν της απολογίας ή την πάροδον της τεταγμένης προθεσμίας εφ' όσον επερατώθη η ανάκρισις ο Εισηγητής ανακοινοί τούτο εις τον Πρόεδρον του Πειθαρχικού Συμβουλίου όστις ορίζει ημέραν και ώραν συνεδριάσεως αυτού. Ο διωκόμενος καλείται διά πράξεως του Προέδρου κοινοποιουμένης αυτώ πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της εκδικάσεως, δικαιούται δε να παραστή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου. 4. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κατά την προσδιορισθείσαν ημέραν δύναται να εξετάζη μάρτυρας κατά την κρίσιν του, μετά την απολογίαν του διωκομένου ή, εν περιπτώσει μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωσιν της νομίμου κλητεύσεως αυτού, εκδίδει την απόφασίν του, ...» (άρθρο 73 παρ. 2, 3 και 4), «Η απόφασις συντάσσεται εγγράφως εντός οκτώ ημερών από της εκδικάσεως και δέον να είναι ητιολογημένη. Επίσης εγγράφως συντάσσονται τα πρακτικά εντός της αυτής προθεσμίας. ...» (άρθρο 74), «Αι υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβαλλόμεναι πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) επίπληξις, β) πρόστιμον, γ) προσωρινή παύσις από του Δικηγορικού Λειτουργήματος 8 ημερών μέχρις 6 μηνών και δ) οριστική παύσις» (άρθρο 76 παρ. 1), «Ο τιμωρηθείς Δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως να εκκαλέση ταύτην ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου» (άρθρο 77 παρ. 1), «1. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, δικάζον κατά δεύτερον βαθμόν δικαιούται να διατάξη νέαν ανάκρισιν, ενεργουμένην κατά τα εν άρθρ. 67 επόμ., να καλή τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, αν ζητηθή παρά τούτου, πάντοτε δε αν δεν έχη απολογηθή πρωτοβαθμίως, να μεταρρυθμίζη ή και να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν. 2. ... 3. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποφασίζει αμετακλήτως εκδίδον την απόφασίν του εντός τριμήνου το βραδύτερον από της εις αυτό εισαγωγής της σχετικής δικογραφίας, ...» (άρθρο 78 παρ. 1 και 3), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποτελείται υπό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συλλόγου και τεσσάρων μελών. 2. ... 3. Παρ' οις Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον αποτελείται εξ εξ και πλέον μελών, μέλη του Πειθαρχικού συμβουλίου είναι τέσσαρες εκ των Συμβούλων οριζόμενοι δι' εκάστην υπόθεσιν υπό του Διοικητικού Συμβουλίου. 4. Προκειμένου περί δεκαπενταμελών Διοικητικών Συμβουλίων δύνανται δι’ αποφάσεων αυτών να ιδρύωνται πλείονα του ενός Πειθαρχικά Συμβούλια, οπότε του μεν εξ αυτού πρώτου προεδρεύει ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, του δευτέρου ο Αντιπρόεδρος και του τυχόν τρίτου ο αρχαιότερος των μετεχόντων αυτού μελών. 5. ...» (άρθρο 239 παρ. 1, 3 και 4), «Τον Πρόεδρον του Δικηγορικού Συλλόγου κωλυόμενον αναπληροί ο Αντιπρόεδρος και τούτον ο εν τη Δικηγορική υπηρεσία εκ των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχαιότερος» (άρθρο 240 παρ. 1), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου, η συμπλήρωσις δε των μελών αυτού γίνεται επιμελεία αυτού. 2. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία αποφασίζει δε δι' απολύτου πλειοψηφίας. 3. Η παρουσία του Εισηγητού εκάστης υποθέσεως είναι απαραίτητος προς λήψιν αποφάσεων, ... 4. Περί της συνεδριάσεως τηρούνται πρακτικά, συντασσόμενα και υπογραφόμενα υπό του Προέδρου και του Γραμματέως Συμβούλου ή του υπαλλήλου Γραμματέως, εφ' όσον υπάρχει τοιούτος, άτινα παραμένουσι μυστικά ...» (άρθρο 241 παρ. 1, 2, 3 και 4), «1. Η θητεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ενιαύσιος από της 1ης Ιανουαρίου μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου. ... 2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στην Αθήνα, στον Άρειο Πάγο. Το αποτελούν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρος, ένας Αρεοπαγίτης ως μέλος και τρεις δικηγόροι με συνολική υπηρεσία το λιγότερο 15 χρόνων ως τακτικά μέλη. Αναπληρωματικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, δύο Αρεοπαγίτες και έξι δικηγόροι. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. 3. Τα εκ των μελών του Αρείου Πάγου μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται εντός του μηνός Δεκεμβρίου διά το επόμενον έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. 4. ... 5. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιονσυνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία των συγκροτούντων αυτό μελών, ... Τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κωλυόμενον, αναπληροί ο ως αναπληρωματικόν μέλος διωρισμένος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, και τούτον ο έτερος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ...» (άρθρο 242 παρ. 1, 2 [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 1366/1983, Α΄ 81], 3 και 5).

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την .../12.10.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ., κατόπιν των .../15.3.2006 και .../19.5.2006 αναφορών του δικηγόρου Θεσσσαλονίκης ... και του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Εφέτη ..., αντιστοίχως, σε βάρος της αιτούσας καθώς και της .../20.7.2006 αντικρούσεώς τους από την ίδια, αποφασίσθηκε η παραπομπή της στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου. Σύμφωνα με το .../24.11.2006 κατηγορητήριο που συνέταξε ο ορισθείς με την .../17.10.2006 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ.Θ. εισηγητής σύμβουλος και μέλος του Δ΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου ..., η αιτούσα παραπέμφθηκε στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45, 46, 64, 68, 72, 73 και 239 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον αναφέροντα συνάδελφο και αντίδικό της ... καθώς και για τη συμπεριφορά που επέδειξε στις 11.5.2006 στο γραφείο της Γραμματείας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου είχε προσέλθει για να καταθέσει προτάσεις. Ειδικότερα, όπως εκτίθεται στο κατηγορητήριο σχετικά με τη δεύτερη υπόθεση, «κατά την εμφάνισή της στις 11.5.2006 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης, προκειμένου να καταθέσει προτάσεις για αγωγή, η οποία είχε συζητηθεί στις 8.5.2006, φέρθηκε ανάρμοστα στη Γραμματέα ..., η οποία της είπε ότι οι προτάσεις της είναι εκπρόθεσμες και θα τις σφραγίσει ως τέτοιες, φωνάζοντας εξοργισμένη «αλίμονο στη δικαστή αν δεν τις δεχθεί, θα δει τι έχει να πάθει, την έχ[ω] στη λίστα με τους εξαιρετέους δικαστές» και [ότι] έχει πάρει σειρά σε τηλεοπτική εκπομπή γνωστού δημοσιογράφου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρή παρενόχληση και αναστάτωση στη Γραμματεία». Η αιτούσα εκλήθη και απολογήθηκε με το .../7.2.2007 «υπόμνημα - διαμαρτυρία». Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Θ. εξέδωσε τις .../28.3.2007, .../30.5.2007 και .../11.7.2007 αναβλητικές αποφάσεις του και, κατόπιν του .../5.12.2007 απολογητικού υπομνήματος της αιτούσης, την .../5.12.2007 απόφαση, με την οποία η αιτούσα κηρύχθηκε ένοχη κατά το κατηγορητήριο και της επιβλήθηκε για την πρώτη πράξη (ανάρμοστη συμπεριφορά προς το συνάδελφό της) η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως και για τη δεύτερη πράξη (ανάρμοστη συμπεριφορά προς τη Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) η πειθαρχική ποινή του προστίμου ύψους πεντακοσίων ευρώ. Κατά της τελευταίας αποφάσεως η αιτούσα άσκησε την 3104/11.3.2008 έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, το οποίο, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσεως αυτής, εξέδωσε, αρχικώς, την 1/8.2.2010 αναβλητική απόφαση και ακολούθως την 13/24.2.2010 οριστική απόφαση, κατά την τελευταία συνεδρίαση του οποίου η αιτούσα παρέστη μετά πληρεξουσίου δικηγόρου και απολογήθηκε, κατέθεσε δε και το από 24.2.2010 υπόμνημα. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, «από την εξέταση όλων των στοιχείων της δικογραφίας αποδείχθηκε ότι η αναφερόμενη δικηγόρος δεν τέλεσε την πρώτη πράξη, δι' ο και πρέπει να αρθεί η ποινή της επίπληξης που της επιβλήθηκε ... [και] περαιτέρω ... τέλεσε τη δεύτερη πράξη για την οποία της έχει επιβληθεί ποινή προστίμου, πλην υπέρ [αυτής] συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, κυρίως εκ του ότι πρόκειται περί λεκτικών υπερβολών, οφειλομένων στην ένταση και την ψυχολογική αναταραχή της στιγμής, δι' ο και πρέπει να της επιβληθεί ποινή επίπληξης, ήτοι ποινή ηπιωτέρα του προστίμου που της επιβλήθηκε πρωτοδίκως», επακολούθησε δε και το σχετικό διατακτικό. Η απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων συνοδεύεται από έκθεση πρακτικών της 24ης Φεβρουαρίου 2010, σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας “... αναγνώσθηκε η έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ' αριθμ. 109/2007 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης καθώς και τα σχετικά έγγραφα που περιέχονται στιο φάκελο και έχουν σχέση με την υπόθεση αυτή. ...”

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Νομολογιακές εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΣτΕ Ολ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις, ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας, 19-03-2018) - [Ευγενία Πρεβεδούρου]


1. Στην κατηγορία των «arrêts de principe» έχει αναμφίβολα την προοπτική να ενταχθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 ΣτΕ Ολ 1501.2014, που συμπληρώνει το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Η απόφαση θυμίζει την εμβληματική πλέον νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης(κυρίως του ΔΕΚ και τώρα πλέον του ΔΕΕ) για την καθιέρωση της ευθύνης των κρατών μελών, λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου. Το ως άνω νομικό καθεστώς αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα νομολογιακής διάπλασης και εναρμόνισης κανόνων των εθνικών δικαίων, με την αναγνώριση της αρχής της ευθύνης στην απόφαση Francovich, την ανάπτυξή της στις αποφάσεις Brasserie du Pêcheur, Hedley Lomas και Dillenkofer και τη διεύρυνσή της με την απόφαση Köbler που έθεσε τις προϋποθέσεις της ευθύνης από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, τις οποίες διευκρίνισε περαιτέρω και παγίωσε η απόφαση Traghetti. Επιβάλλεται, βεβαίως, η επισήμανση ότι τα δικαιοπλαστικά περιθώρια του Έλληνα δικαστή είναι περιορισμένα, δεδομένου ότι στην εθνική έννομη τάξη υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η οποία έχει ήδη ερμηνευθεί από πλούσια σχετική νομολογία.
2. Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, η Ολομέλεια επιλύει τρία ζητήματα, διευκρινίζοντας αλλά και εμπλουτίζοντας το νομικό καθεστώς της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Πρόκειται για το συνταγματικό έρεισμα της ευθύνης (Ι), την ευθύνη από νόμιμες πράξεις (ΙΙ) και την ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας (ΙΙΙ).

Ι. Το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου
3. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών που αποτυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αποτελεί και το συνταγματικό ερεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του. Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως στην παραπεμπτική ΣτΕ 2852/2012, η Ολομέλεια επιλέγει ως έρεισμα της ευθύνης την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 και όχι τη γενικότερη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, η οποία δεν παρατίθεται ούτε επικουρικά, σε αντιδιαστολή προς προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου [ΣτΕ 1139/2013, 980/2002]. Η θεωρία, πάντως, αναφέρεται στο διττό συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως επανορθωτικού μηχανισμού για την αποκατάσταση, αφενός, της αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου και, αφετέρου, των παραβιάσεων της ισότητας [Ενδεικτικά, Διοικητικό Δίκαιο/Π. Παυλόπουλος, Εκδ. Σάκκουλα, 2010, σ. 314. Κατά τον καθηγητή Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, αρ. περ. 212, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελεί συμπληρωματικό έρεισμα της εξωσυμβατικής ευθύνης]. Ο περιορισμός του ερείσματος στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος οφείλεται προφανώς στο ότι η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 ανάγει σε κανόνα την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου και σε περιπτώσεις νόμιμης κρατικής δράσης, η οποία πλήττει υπέρμετρα ορισμένους πολίτες έναντι άλλων, επαγόμενη ιδιαίτερη θυσία των ελαχίστων, κατά παράβαση ακριβώς της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Κατά τρόπο λιγότερο ίσως πειστικό, η Ολομέλεια στηρίζει και την άλλη καινοτομία της απόφασης, που έγκειται στην αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου για παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, αποκλειστικά στις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αν και η ύπαρξη ένδικου βοηθήματος  που παρέχει τη δυνατότητα αποκατάστασης των επιζήμιων συνεπειών εσφαλμένης δικαστικής απόφασης ενισχύει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης, και επομένως θα μπορούσε να βρει έρεισμα και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
4. Είναι ενδιαφέρων εν προκειμένω ο παραλληλισμός με την κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας η συναγωγή της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών για παραβάσεις των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου συνδέεται συστηματικά, πέραν των συγκεκριμένων βάσεων θεμελίωσής της που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 288 ΕΚ (νυν 340 ΣΛΕΕ) και 10 ΕΚ (νυν 4 ΣΕΕ, καθήκον καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών με την Ένωση), με θεμελιώδεις αρχές, τις οποίες είχε παλαιότερα διατυπώσει το Δικαστήριο και υιοθετεί έκτοτε κατά πάγια νομολογία, αποτελούν δε τις «ειδικότερες δογματικές καταβολές» [Αντ. Μεταξά, Ευθύνη του δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 24] της αρχής της ευθύνης. Πρόκειται για τις αρχές του κράτους δικαίου, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο, της ισοδυναμίας και της απαγόρευσης διακρίσεων, της πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει, τέλος, των αρχών της άμεσης εφαρμογής και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, κατ’επίκληση των οποίων το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος λειτουργεί και ως ενωσιακός δικαστής εντός του οικείου κράτους μέλους, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσμα­τικότητα (effetutile) των κοινοτικών κανόνων και να αφήνει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση ή αναθεώρησή της δια της νομο­θετικής οδού ή με άλλη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία. Βάσει των αρχών αυτών, η ευθύνη του κράτους μέλους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διαπράττουν κρατικά όργανα παρουσιάζεται σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης και απορρέουσα από την ιδιο­μορφία της κοινοτικής έννομης τάξης. Οι ιδρυτικές Συνθήκες των Κοινοτήτων δημιούρ­γησαν ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτής της έννομης τάξης θεσπίζονται υποχρεώσεις που βαρύνουν τους ιδιώτες, αλλά και δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, τα οποία μάλιστα γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, αλλά και λόγω σαφών υποχρεώσεων που αυτή επιβάλλει τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα. Ως απόρροια της ως άνω συλλογιστικής, το ΔΕΚ έκρινε, με την απόφαση Francovich, ότι η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων θα διακυβευόταν και η δραστικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων θα μειωνόταν, εάν οι ιδιώτες-φορείς των δικαιωμάτων δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν στις περιπτώσεις που τα εν λόγω δικαιώματα θίγονται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου που καταλο­γίζεται σε κράτος μέλος. Η θέσπιση της υποχρέωσης του κράτους μέλους να αποκαθιστά τη ζημία, την οποία προκάλεσαν σε ιδιώτες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους κρατικών οργάνων επιτελεί διττό σκοπό: εκτός από τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από την κοινοτική έννομη τάξη, συμβάλλει και στη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων μέσω και της κινητοποίησης των ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Η ανωτέρω θεμελίωση της ευθύνης προφανώς οφείλεται στην ιδιομορφία της κοινοτικής έννομης τάξης. Πάντως, το πολλαπλό συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου ενισχύει σε κάθε περίπτωση τη σημασία της και αναβαθμίζει τη λειτουργία της σε κάθε έννομη τάξη.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

"Ερμηνεύοντας την ουσιοεξάρτηση" [της Ζαχαρούλας (Χαρά) Βλαμάκη, δικηγόρου Αθηνών, μεταπτυχιακής φοιτήτριας «Εγκληματολογίας & Αντεγκληματικής Πολιτικής»]


* αναδημοσίευση απο το τεύχος #5 Φεβρουάριος 2018 της ηλεκτρονικής περιοδικής επιθεώρησης εγκληματολογίας και ποινικής δικαιοσύνης “CrimeTimes” http://www.crimetimes.gr


Πώς πραγματικά ορίζεται η εξάρτηση και πότε η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών θεωρείται διαταραχή; Η αλήθεια είναι πως ένας ορισμός της εξάρτησης που θα στηριζόταν αποκλειστικά στις αλλοιώσεις της φυσιολογίας του οργανισμού εξαιτίας της έκθεσης του ατόμου σε μία ουσία, δεν θα ήταν ορθός, δεδομένου ότι θα παρέλειπε δύο πολύ σημαντικές συνιστώσες: τους ψυχολογικούς και τους κοινωνικούς παράγοντες.


Η ψυχοκοινωνική προσέγγιση λαμβάνει υπόψιν τις δύο αυτές κατηγορίες παραγόντων και σύμφωνα με αυτήν η εξάρτηση γίνεται αντιληπτή ως σύμπτωμα κοινωνικών και ψυχολογικών δυσλειτουργιών. Σύμφωνα με τον Matza, «η εγκατάστασή της […] προϋποθέτει τη συνάντηση μιας προσωπικής ψυχολογικής κρίσης με την κοινωνική […] αν αποσπαστεί από την κοινωνικοπολιτισμική μεταβλητή της δεν είναι παρά ένα πρόβλημα φαρμακοεξάρτησης, μια σχέση ατόμου-ουσίας, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος του νοήματός της»[1].

Ο διευθυντής του νοσοκομείου Marmottan στο Παρίσι, είχε επίσης τονίσει πως μέσα στη διαδικασία της παραγωγής της τοξικοεξάρτησης είναι παρούσες η ουσία, η προσωπικότητα του χρήστη, καθώς και το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο[2]. Η ψυχοκοινωνική προσέγγιση πρεσβεύει ότι το άτομο είναι δυνατόν να απεξαρτηθεί μετά από μία μακρόχρονη προσπάθεια και στάδια της δυναμικής αυτής διαδικασίας αποτελούν: η σωματική αποτοξίνωση, η ψυχική απεξάρτηση και η κοινωνική επανένταξη. Υπογραμμίζεται πως η υποτροπή θεωρείται εν προκειμένω αναπόσπαστο μέρος των προηγούμενων διαδικασιών.

Στον αντίποδα της ψυχοκοινωνικής βρίσκεται η ιατροκεντρική προσέγγιση, όπου η εξάρτηση θεωρείται «χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος» ή αλλιώς η «ασθένεια του εγκεφάλου» (brain disease)[3]. Απηχεί τη φαρμακολογική διάσταση και ο εξαρτημένος θεωρείται ασθενής, ο οποίος χρήζει μακρόχρονης - αν όχι ισόβιας -  φαρμακευτικής αγωγής. Εν προκειμένω, εκτιμάται ότι δεν μπορεί να υπάρξει οριστική ίαση για την εξάρτηση και η παρεχόμενη θεραπεία απλώς αναβάλλει την υποτροπή.
Στο πλαίσιο της ιατροκεντρικής προσέγγισης, τα δύο κοινώς αποδεκτά ταξινομικά συστήματα, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM) αφενός και το σύστημα της Διεθνούς Ταξινόμησης των Νόσων της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ICD) αφετέρου, καταγράφουν τη διαδικασία διάγνωσης της εξάρτησης. Ειδικότερα, η τρίτη έκδοση του DSM το 1983 (DSM III) για πρώτη φορά αναγνωρίζει τη διάκριση μεταξύ κατάχρησης ουσιών και εξάρτησης ως δυο διαφορετικών διαγνωστικών αντικειμένων, περιλαμβάνοντας τόσο κοινωνικούς όσο και πολιτισμικούς παράγοντες[4].

Στην εν λόγω έκδοση του DSM, ο ορισμός της εξάρτησης δίνει έμφαση στην ανοχή στις ουσίες και στο στερητικό σύνδρομο σαν δύο κεντρικές συνιστώσες της διάγνωσης ενώ η κατάχρηση ορίζεται ως προβληματική σχέση με κοινωνικές και επαγγελματικές βλαπτικές δυσλειτουργίες, η οποία, όμως, δεν συνοδεύεται από ανοχή του οργανισμού και συμπτώματα στέρησης. Το DSM-IV (APA, 1994, 2000) ορίζει την εξάρτηση ως σύνδρομο που συνδυάζει την καταναγκαστική χρήση με ή χωρίς ανοχή και στερητικά συμπτώματα, ενώ την κατάχρηση ουσιών ως προβληματική χρήση χωρίς καταναγκασμό, σημαντική ανοχή ή στερητικά συμπτώματα. Χωρίς ιδιαίτερες διαφορές, στο ICD-10 γίνεται διάκριση μεταξύ επιβλαβούς χρήσης και συνδρόμου εξάρτησης.

Η επιβλαβής χρήση ορίζεται ως η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών που προκαλεί βλάβη (σωματική ή ψυχική), ενώ αντίθετα το σύνδρομο εξάρτησης περιγράφεται ως «μια δέσμη φυσιολογικών και νοητικών εκδηλώσεων ή εκδηλώσεων της συμπεριφοράς στις οποίες η χρήση κάποιας ουσίας ή ομάδας ουσιών για ένα συγκεκριμένο άτομο αποκτά πολύ άμεση προτεραιότητα σε σχέση με άλλες συμπεριφορές οι οποίες κάποτε είχαν μεγαλύτερη αξία για το άτομο αυτό». Κεντρικό χαρακτηριστικό είναι η έντονη και μερικές φορές ακατανίκητη επιθυμία για χρήση.

Όπως παρατήρησαν οι Grant και Dawson, εντοπίζεται μια διαφορά προσέγγισης στην οριοθέτηση της επιβλαβούς χρήσης ανάμεσα στο DSM-IV και την ICD-10. Η επιβλαβής χρήση στην ICD-10 χαρακτηρίζεται από ενεργά προβλήματα φυσιολογίας ή ψυχολογικής κατάστασης ενώ στο DSM-IV η κατάχρηση ουσιών περιλαμβάνει κοινωνικές, νομικές και επαγγελματικές συνέπειες. Ένα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι Grant και Dawson, ήταν ότι καμία από τις δύο κατηγοριοποιήσεις δεν λαμβάνει υπόψη της εναλλακτικές θεωρήσεις, όπως αυτή της κοινωνικής μάθησης.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

ΜονΠρωτΑθ. 5689/2017 : Ευθύνη ιατρού σε επιπλοκές αισθητικής επέμβασης (mini facelift και βλεφαροπλαστική)


"Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξάρτητα αν αυτές είναι απλές διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, που πρέπει να δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα ενημερωθεί, ως προς τον σκοπό και την φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους, που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται..."

(...) «… Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του α.ν. 2619/1998 σχετικά με τη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο εφ' όσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσης του ως προς τον σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους, που αυτή συνεπάγεται, μπορεί δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξάρτητα αν αυτές είναι απλές διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, που πρέπει να δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα ενημερωθεί, ως προς τον σκοπό και την φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους, που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται. Η ύπαρξη δηλαδή έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς προϋποθέτει την προηγούμενη πλήρη ενημέρωσή του, κατά την παραπάνω έννοια, από τον ιατρό, που πρόκειται να ενεργήσει την ιατρική πράξη, αλλά και από αυτόν, που διέγνωσε προηγουμένως την ανάγκη διενέργειας της ιατρικής πράξης και τη συνέστησε στον ασθενή, αφού και στις δύο περιπτώσεις είναι όμοιοι οι κίνδυνοι, που δημιουργούνται για τον ασθενή και οι οποίοι πρέπει να καλυφθούν με τη συναίνεσή του [ΑΠ 424/2012 ΧρΙδΔ 2012. 587, ΕφΑθ 5512/2003 ΕλλΔνη 45 (2004). 197, Ισμ. Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, έκδ. 1993, σ. 150 επ., Σημαντήρα, ΓενΑρχ, § 44, αριθ. 805, σ. 598]. (). Ακόμη εκ του συνόλου του προσκομιζομένων με επίκληση ιατρικών εγγράφων στοιχείων (βλ. ενδεικτικά ιατρική βιβλιογραφία, χωρίς εν προκειμένω να κρίνεται αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος του εναγομένων της υπό στοιχείο Α αγωγής) διαπιστώνεται αντικειμενικώς ότι τόσο η πάρεση, όσο και η αδυναμία σύγκλεισης του βλεφάρου είναι γνωστές παρενέργειες και συνήθεις επιπλοκές μιας τέτοιας επέμβασης (όπως αυτή, που υπέστη με τη θέλησή της η ενάγουσα της υπό στοιχείο Α αγωγής «mini facelift», σε συνδυασμό με βλεφαροπλαστική, οι οποίες έχουν καλά ποσοστά αποκατάστασης, όπως εν προκειμένω από ουδέν στοιχείο δύναται να αποκλεισθεί, παρά τους περί αντιθέτου αόριστους ισχυρισμούς της ίδιας ενάγουσας (πρβλ. και ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ιατρών …. και …., προσαγόμενες με επίκληση). Καταλήγοντας από ουδένα στοιχείο, ως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκαν και διεξοδικά επισημάνθηκαν, δύναται να προκύψει οποιοσδήποτε αμελής χειρισμός του πρώτου εναγομένου, ως προς τη διενεργηθείσα επέμβαση (για τον οποίο άλλωστε δεν παραπονείται ειδικώς η ενάγουσα, παρά μόνο, και κυρίως, για το αισθητικό μη επιθυμητό αποτέλεσμα), ο οποίος οδήγησε αιτιωδώς στο ατυχές αποτέλεσμα της πάρεσης του δεξιού προσωπικού νεύρου· αλλά και του προβλήματος στο δεξιό οφθαλμό της. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι οι προκείμενες επιπλοκές (οι οποίες σε κάθε περίπτωση ήταν εμφανείς και διαπιστώθηκαν έγκαιρα από τον πρώτο εναγόμενο της υπό στοιχείο Α αγωγής), όπως ανωτέρω εκτέθηκε, αποτελούν συνήθεις επιπλοκές μιας τέτοιας επέμβασης ή σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να αποκλεισθούν (βλ. και ως άνω ένορκη εξέταση του επίσης πλαστικού ιατρού …, προσαγόμενη με επίκληση), η δε ενάγουσα ασφαλώς και γνώριζε αυτές, όπως επίσης ανωτέρω εκτέθηκε. 
Ειδικότερα, τόσο εν όψει του γεγονότος ότι η ενάγουσα της κυρίας αγωγής γνώριζε και εμπιστευόταν τον εναγόμενο ιατρό, έχοντας υποστεί και άλλες ηπιότερες θεραπείες στο παρελθόν, αισθητικής αποκατάστασης (συνεπώς ήταν ενήμερη για τα θέματα των πλαστικών επεμβάσεων), όσο και ως εκ της ιδιότητάς της (ιατρός …. από ετών) αλλά και της συναναστροφής της με την (επίσης ιατρό και ήδη έχοντας υποστεί αντίστοιχη επέμβαση από τον πρώτο εναγόμενο) κρίνεται ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει τους κινδύνους, που ενέχει μια τέτοια επέμβαση, τους οποίους και συνεκτίμησε, πριν καταλήξει στην τελική απόφασή της. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο έντυπο συναίνεσης (που σε κάθε περίπτωση υπέγραψε, βλ. προσαγόμενο με επίκληση), δεν αναφέρονται ρητώς οι κίνδυνοι ή οι ειδικότερες επιπλοκές, οι οποίες όμως ασφαλώς και της εξηγήθηκαν, αφ’ ενός σε επίπεδο συναδελφικότητας (αλλά και γνωριμίας επαγγελματικής και κοινωνικής), αφ’ ετέρου ήταν ευχερώς γνωστοί σε αυτήν, ως εκ της ειδικότητάς της (ιατρός και όχι ανίδεη περί τους κινδύνους μιας οποιασδήποτε επέμβασης και δη και της συγκεκριμένης), για τον λόγο αυτό άλλωστε ήξερε ακριβώς, πότε να ανησυχήσει και να ερευνήσει περαιτέρω τα συμπτώματά της και πότε να τα αντιμετωπίσει μόνη της (όπως η ίδια στο δικόγραφο της αγωγής της αναλυτικά εκθέτει). 

Σαφέστατα και το μη επιθυμητό αποτέλεσμα δύναται να δημιουργήσει σε αυτήν άγχος και ανασφάλεια, ίσως και πρόσκαιρη δυσχέρεια στην καθημερινότητά της, ωστόσο αυτό δεν δύναται αιτιωδώς να αποδοθεί σε αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, η οποία να γεννά δικαίωμα αποζημίωσης της ενάγουσας της υπό στοιχείο Α αγωγής, τόσο σε πλαίσιο θετικής ζημίας, όσο και ηθικής βλάβης. Αντίστοιχα δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς της και δη βαριά προσβολή, ως εκ του άρθρου 57 ΑΚ απαιτείται, για να δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης, ενώ όπως επίσης προαναφέρθηκε ο πρώτος εναγόμενος δεν ενήργησε παράνομα με στόχο να πλήξει την εικόνα της ή το σώμα της, αλλά η ίδια, οικεία βουλήσει, αποφάσισε να προχωρήσει σε μια αισθητική επέμβαση, προς βελτίωση της εικόνας και του προσώπου της, αλλά και της ζωής της εν γένει, εμπιστευόμενη τον πρώτο εναγόμενο ιατρό της, εκ της δε επέμβασης αυτής, προκλήθηκε το ως άνω αποτέλεσμα (ατυχές για την ίδια) ως επιπλοκή (έστω και όχι τόσο συνήθης)". ()

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

ΔΠρ(Πρ) Αθ 343/2018 : "Αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας - Τούρκος αξιωματικός - Παράνομη είσοδος στη χώρα - Πρόσφυγες - Κράτηση - Λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας - Προβολή αντιρρήσεων"


Παράνομη είσοδος στη χώρα αξιωματικού του τουρκικού στρατού. Επιβολή κράτησης για την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια της χώρας ως το μόνο ενδεδειγμένο κατά τις περιστάσεις μέτρο, λόγω του ως άνω αδικήματος που αυτός διέπραξε. Αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας. Προϋποθέσεις κράτησης. Επιτρεπτό εφόσον ο υποβάλλων αίτηση διεθνούς προστασίας συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας αρχής. Ερμηνεία των εννοιών «δημόσια τάξη» και «εθνική ασφάλεια». Υπολογισμός της διάρκειας της κράτησης. Απόρριψη αντιρρήσεων που προβλήθηκαν από τον Τούρκο αξιωματικό. Κρίθηκε ότι, δεομένης της ερμηνείας των εννοιών «δημόσια τάξη» και «εθνική ασφάλεια» και της ατομικής συμπεριφοράς του αντιλέγοντος (παράνομη είσοδος στη Χώρα όντας εν ενεργεία στρατιωτικός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με τη χρήση στρατιωτικού ελικοπτέρου), συντρέχει νόμιμος λόγος κράτησης του αντιλέγοντος, που άπτεται της εθνικής ασφάλειας.

Αριθμός Aπόφασης-Πρακτικού ΑΡ343/21-2-2018
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΑΣ
Κυριακή Καϊσίδου
Συνήλθε στις 23 Ιανουαρίου 2018, για να κρίνει τις κατ’ άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 3907/2011 αντιρρήσεις (ΓΑΚ ΑΝΡ121/19.1.2018),
του ..., υπηκόου Τουρκίας, 
κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Εσωτερικών.
Με τις αντιρρήσεις αυτές ο αντιλέγων ζητεί να αρθεί η κράτησή του που διατάχθηκε με την 625207/1-ζ/8.1.2018 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής.
Κατά τη εκδίκαση των αντιρρήσεων εμφανίστηκε ο αντιλέγων μαζί με τους πληρεξουσίους του δικηγόρους ΑΚ, ΕΚ και ΒΠ, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, ενώ για το Ελληνικό Δημόσιο εμφανίστηκε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ΠΠ και ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, το κρινόμενο δικόγραφο ασκήθηκε παραδεκτώς.
2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής:
Ο αντιλέγων, ο οποίος ήταν εν ενεργεία στρατιωτικός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, στις 16.7.2016, μαζί με άλλους επτά (7) ομοεθνείς του, επίσης, εν ενεργεία στρατιωτικούς των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα με ελικόπτερο του τουρκικού στρατού μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Αλεξανδρούπολης «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ».
Στις 19.7.2016 υπέβαλε αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ακολούθως, αφού με την 1706/21.7.2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών για το αδίκημα της παράνομης εισόδου του στη χώρα, με αναστολή, με την 5401/7-213-β’ /21.7.2016 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αλεξανδρούπολης αποφασίστηκεη κράτησή του για χρονικό διάστημα σαράντα πέντε (45) ημερών, εξαιτίας της ως άνω συμπεριφοράς του, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 46 του ν. 4375/2016. 

Η ως άνω κράτηση παρατάθηκεμε την ίδια αιτιολογίαγια σαράντα πέντε (45) ημέρες με την 5401/7-213-ε/4.9.2016 απόφαση του ίδιου ΔιευθυντήΣτις 2.11.2016, με την 5401/7-213-ια/2.11.2016 απόφαση του παραπάνω Διευθυντή αποφασίστηκε η άρση της κράτησής του με την αιτιολογία ότι συμπληρώθηκε το ανώτατο όριο κράτησής τουκατ άρθρο 46 παρ. 4 περ. γ του ν. 4375/2016, ενώ περαιτέρω ο αντιλέγων συνελήφθη και φυλακίσθηκε στο Β Α.Τ ΑχαρνώνΟλυμπιακού Χωριούδυνάμει της από 2.11.2016 εντολής προσωρινής σύλληψης της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνώνενόψει αιτήματος έκδοσής του που είχαν υποβάλει οι τουρκικές αρχές. 
Ακολούθως, στις 26.1.2017 το ως άνω αίτημα των τουρκικών αρχών απορρίφθηκε αμετάκλητα με την 139/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου και ο αντιλέγων αποφυλακίσθηκε, κατ’ άρθρο 452 παρ. 2 α του Κ.Ποιν.Δικ., με εντολή της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, ενώ περαιτέρω αποφασίσθηκε με την 625207/1-α/26.1.2017 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικήςη παράταση της κράτησής του για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνώνμε την ίδια με τις προγενέστερες διοικητικές αποφάσεις αιτιολογίαΗ κατά τα ανωτέρω κράτησή του, διακόπηκε στις 22.3.2017, ενόψει σύλληψής του κατόπιν υποβολής νέου αιτήματος έκδοσής του από τις τουρκικές αρχές (σχ. η 625207/1-β/22.3.2017 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής). Στη συνέχειαμετά την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος έκδοσης του αντιλέγοντος και την συνακόλουθη αποφυλάκισή του στις 26.4.2017, σε εκτέλεση της 41/2017 τελεσίδικης απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με τις - ταυτοσήμου περιεχομένου - αποφάσεις 625207/1-γ/26.4.2017, 625207/1-δ/26.7.2017 και 625207/1-ε/26.10.2017 του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής αποφασίστηκε η παράτασηκατ άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 4375/2016 της κράτησης του αντιλέγοντος για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών
Ωστόσοστις 28.12.2017, με την 22622/2017 απόφαση της 3ης Επιτροπής Προσφυγών της Ανεξάρτητης Αρχής Ασύλου, ο αντιλέγων αναγνωρίσθηκε ως πρόσφυγας. Ενόψει τούτου, εκδόθηκε η 625207/1-στ/29.12.2017 απόφαση του παραπάνω Διευθυντήμε την οποία αποφασίστηκε η άρση της κράτησής του και αφέθηκε ελεύθερος. Στη συνέχεια, όμως, κατά της παραπάνω 22622/2017 απόφασης της Ανεξάρτητης Αρχής Ασύλου ασκήθηκε από τον Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής αίτηση ακυρώσεως, καθώς και σχετική αίτηση αναστολής με αίτημα προσωρινής διαταγής, εκδόθηκε δε η από 8.1.2018 προσωρινή διαταγή της Προέδρου του Θ Τμήματος Συνεδριάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνώνμε την οποία ανεστάλη προσωρινάμέχρι την έκδοση απόφασης επί της εκκρεμούς αίτησης αναστολήςη ανωτέρω απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Ασύλουυπό τον όρο η Διοίκηση να απέχει από κάθε ενέργεια σκοπούσα στην εξαναγκασμένη αναχώρηση του αντιλέγοντος. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 625207/1-ζ/8.1.2018 απόφαση του ως άνω αστυνομικού Διευθυντήμε την οποία αποφασίστηκε εκ νέου η κράτηση του αντιλέγοντοςμε διάρκεια τρεις (3) μήνες  εκτός της περίπτωσης που απορριφθεί νωρίτερα με δικαστική απόφαση η αίτηση αναστολήςΕιδικότερασύμφωνα με την ως άνω απόφασηη κράτηση επιβλήθηκε για την αντιμετώπιση της προκύπτουσας σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια της χώρας, ως το μόνο ενδεδειγμένο κατά τις περιστάσεις μέτρο, αποκλειομένης της δυνατότητας εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων κράτησης, ενόψει του ανωτέρω αδικήματος που διέπραξε ο αντιλέγων στις 16.7.2016. Αναφέρεται δε στην ως άνω απόφαση ότι το εν λόγω μέτρο ουδόλως αποσκοπεί στην εξαναγκαστική αναχώρηση του αλλοδαπού και προστατεύει σε κάθε περίπτωση όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το καλώς εννοούμενο συμφέρον του προσώπου του αλλοδαπού.