Η με αριθμό 20239/2017 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθηνών[1]
«… 6. Επειδή, στο άρθρο 10 του
Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζεται ότι: «1.
Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να
αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν
σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον,
που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με τον νόμο.
2. 3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και
χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και
βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος
ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης,
πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική
χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει». Όπως έχει κριθεί
(βλ. ΣτΕ 3938/2013, 1214/2010, 1673/2009), η έννοια των
προαναφερθεισών διατάξεων δεν είναι ότι σε κάθε περίπτωση, χωρίς δηλαδή ειδική
περί τούτου διάταξη νόμου, η Διοίκηση υποχρεούται να απαντά στις αναφορές των
πολιτών, εκδίδοντας εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ή ότι, ελλείψει ειδικής
περί τούτου προβλέψεως νόμου, οι σχετικές παραλείψεις της Διοικήσεως υπόκεινται
στον ακυρωτικό έλεγχο, ανεξαρτήτως άλλων συνεπειών, όπως πειθαρχικής ευθύνης
κλπ, τις οποίες θα συνεπήγοντο οι παραλείψεις αυτές για το αρμόδιο
διοικητικό όργανο. Επομένως, εφόσον δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας, οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δεν μπορούν να
αποτελέσουν, αυτοτελώς, το νόμιμο έρεισμα για υποχρέωση της Διοικήσεως να
αποφανθεί επί αιτήματος του διοικούμενου και δεν στοιχειοθετείται, ως εκ
τούτου, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας
ούτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
7.
Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 4 του
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με τον ν.2690/1999 (ΦΕΚ Α΄ 45),
όπως οι παρ. 1 και 2 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3242/2004
(ΦΕΚ Α΄ 102), η παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 3 του ν.3230/2004
(ΦΕΚ Α΄ 44), οι δε παρ. 5 και 6 προστέθηκαν με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν.
3242/2004, ορίζονται τα εξής: «Διεκπεραίωση υποθέσεων 1. α. Οι δημόσιες
υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις
των ενδιαφερομένωνκαι να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία
πενήντα (50) ημερών,εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται
μικρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης στην
αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή συγκέντρωση του συνόλου των απαιτούμενων
δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια
υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες, να τη διαβιβάσει
στην αρμόδια και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή
η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία …
β. … 2. Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, ειδικά
αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει … να
γνωστοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα: (α) τους λόγους της καθυστέρησης, (β) τον
υπάλληλο που έχει αναλάβει την
υπόθεση … και (γ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
3. Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από τις κατά την παράγραφο 1 υποχρεώσεις αν το αίτημα
είναι εμφανώς παράλογο, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο
καταχρηστικό.
4.
Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, ύστερα
από αίτηση του ενδιαφερομένου, να χορηγούν αμέσως πιστοποιητικά και βεβαιώσεις.
Αν η άμεση χορήγηση τούτων δεν είναι δυνατή, αυτά αποστέλλονται
ταχυδρομικώς …
5.
Η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί στον ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής …
6. Οι προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν …». Από τις ανωτέρω διατάξεις
συνάγεται ότι ο νομοθέτης έχει θεσπίσει κανόνες διαδικασίας
που αποβλέπουν προεχόντως στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της Διοικήσεως
και στην ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών,
ειδικότερα δε στη δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και
αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών (ΣτΕ 3004/2010 Ολομ). Εξάλλου,
οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10
παρ. 3 του Συντάγματος, που καθιερώνει υποχρέωση της Διοικήσεως να απαντά στα
αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, έχουν την έννοια ότι ως
ενδιαφερόμενος νοείται όχι μόνον αυτός που θεμελιώνει συγκεκριμένο έννομο
συμφέρον, αλλά και οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί
το ενδιαφέρον του για την υποβολή αιτήματος κατά το άρθρο 4 του ν.2690/1999 ή
για γνώση του περιεχομένου συγκεκριμένων διοικητικών εγγράφων κατά το άρθρο 5 του
ιδίου Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 94/2013 Ολομ). Ως εύλογο, όμως,
ενδιαφέρον δεν νοείται το ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των
γενικών καθηκόντων των διοικητικών υπηρεσιών και για την τήρηση των νόμων, αλλά
εκείνο το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας
συγκεκριμένης, προσωπικής έννομης σχέσεως, συνδεομένης με το
υποβαλλόμενο αίτημα ή με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία
ζητείται η πρόσβαση (πρβλ. ΣτΕ 3938/2013, 1214/2010).
8.
Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού
Νόμου του Αστικού Κώδικα διαλαμβάνεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που
τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η
παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος…..».
Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα
από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να
επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της
τιμής ….». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι
σε περίπτωση παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας οργάνων του
Δημοσίου κατά την ενάσκηση της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δικαστήριο,
ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, μπορεί να επιδικάσει στον
ζημιωθέντα, ύστερα από αίτησή του, εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. ΣτΕ 1756/2014, 122/2011, 1249,
1229/2010, 2536/2008, 2559/2007 7μ.), αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά
που θέτουν υπόψη του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, είδος
προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.), και με βάση
τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΣτΕ 1771/2012, 3586/2011,
473/2011)…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου