Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

American Bar Association’s "Report on the Future of Legal Services in the United States"


EXECUTIVE SUMMARY

In August, the Commission on the Future of Legal Services set out to improve the delivery of, and access to, legal services in the United States. The Findings and Recommendations of the two-year undertaking are contained in this Report on the Future of Legal Services in the United States and are a product of the Commission’s full membership including Commissioners, special advisors, liaisons, reporters, and ABA staff. 
This is a consensus document that was not authored by a single individual. Rather, the Report represents the expertise and input of the entire Commission, as informed by written comments supplied by the public and the profession, testimony at public hearings and meetings, grassroots events across the country, a national summit on innovation in legal services, webinars, and dozens of presentations on the Commission’s work at which the public’s input was sought. 
The Commission recognizes that portions of this Report may be viewed as controversial by some or not sufficiently bold by others, but the Commission believes that significant change is needed to serve the public’s legal needs in the 21st Century.



Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΑρΠάγος 532/16 : "Σύμβαση έργου - Προθεσμία αναίρεσης - Δικαστική ομολογία - Επιστροφή παραβόλου ενδίκων μέσων - Λόγοι αναίρεσης. Το εμπρόθεσμο της αναίρεσης, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως"


Το εμπρόθεσμο της αναίρεσης, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Ο αναιρετικός λόγος της περ. 11 άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία, που είχε επικαλεσθεί νομίμως ο διάδικος για ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο δέχθηκε διαφορετικό πόρισμα από το αναφερόμενο στη δικαστική ομολογία. Δικαστική ομολογία είναι μόνο εκείνη που αποσκοπεί στην αποδοχή του αμφισβητουμένου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος και πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος, που το άσκησε, θεωρείται νικήσας, δικαιούμενος εντεύθεν της επιστροφής του, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως είναι ή όχι ευνοϊκότερη γι’ αυτόν. Η διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, αν και συστηματικώς εντάσσεται στο δικονομικό δίκαιο, ελέγχεται αναιρετικώς με το λόγο της περ. 1 άρθρου ΚΠολΔ, αφού το θεσπιζόμενο δι’ αυτής, επί ποινή απαραδέκτου για την άσκηση των ενδίκων μέσων, παράβολο συνιστά προϋπόθεση για την ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως, της οποίας η έκβαση καθορίζει και την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου. Εν προκειμένω εσφαλμένως η προσβαλλομένη απόφαση, αν και έκανε δεκτή την έφεση, διέταξε την εισαγωγή του παραβόλου άσκησής της στο δημόσιο ταμείο. Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 6503/14 απόφαση του ΕφΑθηνών, κρατεί και δικάζει.

Αριθμός 532/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Γεώργιο Κοντό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΒΣ.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας "...", η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΜΧ, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-8-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3190/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 6503/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 9-3-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Κοντός ανέγνωσε την από 11-11-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του πρώτου και την παραδοχή του δεύτερου λόγου της από 9-3-2015 αιτήσεως της Α. Γ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6503/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 1 ΚΠολΔ, "αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης", κατά δε αυτή του άρθρου 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ "το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης. Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, το εμπρόθεσμο της ασκηθείσας αναίρεσης αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής, τη συνδρομή της οποίας εξετάζει ο Άρειος Πάγος και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα υποβληθέντα αποδεικτικά (έγγραφα) στοιχεία της δικογραφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται, συνομολογεί δε άλλωστε και η αναιρεσίβλητη, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτήν στις 6-2-2015 και συνεπώς η ασκηθείσα παραδεκτά, με κατάθεση στην γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, στις 9-3-2015, ένδικη αίτηση αναιρέσεως, ενόψει του ότι η 8-3-2015, τελευταία ημέρα της προθεσμίας των τριάντα ημερών ήταν Κυριακή (άρθρο 1 παρ. 12 εδ. α’ του ν. 1157/1981), είναι εμπρόθεσμη. Ως εκ τούτου, η ένσταση της αναιρεσίβλητης, προβαλλόμενη παραδεκτά με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρο 570 παρ. 1ΚΠολΔ), περί απαραδέκτου της αναιρέσεως λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, για τη θεμελίωση της οποίας αυτή ισχυρίζεται ότι ως εναρκτήρια ημέρα της τριακονθήμερης προθεσμίας, πρέπει να θεωρηθεί η 20-12-2014, δηλαδή η επομένη της είσπραξης από την αναιρεσείουσα των επιδικασθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση ποσών, κατόπιν κοινής συμφωνίας τους, είναι μη νόμιμη. Ούτε άλλωστε μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση της αναιρέσεως εκ μέρους της, παρά την είσπραξη των επιδικασθέντων ποσών, εφόσον όπως και η αναιρεσίβλητη συνομολογεί, ρητώς επιφυλάχθηκαν οι διάδικοι με έγγραφη δήλωσή τους στην απόδειξη είσπραξης "για ένδικα μέσα κατά της παραπάνω αποφάσεως από αμφότερες τις πλευρές αν κριθεί αναγκαίο".
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ίδρυση του ως άνω λόγου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη των προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 Κ.Πολ.Δ. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μόνο αν από την γενική αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα όχι όμως και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα τοιαύτα. Επίσης ο αυτός ως άνω λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία, την οποία είχε επικαλεσθεί νομίμως ο διάδικος, για ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο δέχθηκε διαφορετικό πόρισμα από το αναφερόμενο στη δικαστική ομολογία. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 339, 352 παρ. 1 και 353 του Κ.Πολ.Δ., δεν αποτελεί δικαστική ομολογία οποιαδήποτε τοιαύτη, αλλά εκείνη που αποσκοπεί στην αποδοχή του αμφισβητουμένου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος. Η δικαστική ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο το οποίο δικάζει την υπόθεση, ενός κρισίμου γεγονότος από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεώς του, πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη (Α.Π 2047/2014). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ.: "Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στου οποίου το πραγματικό πρέπει να ανταποκρίνονται οι παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.Α.Π. 861/1984).

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

"Η ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ - ΟΙ ΝΟΜΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ" [Κυριακή Παππά - Ιωάννης Ψαράκης]


Οι επιλογές του οικογενειακού νομοθέτη στρέφονται γύρω από τον άξονα του συμφέροντος του τέκνου. Δικαίως, το σύγχρονο οικογενειακό δίκαιο έχει χαρακτηριστεί ως «εξόχως παιδοκεντρικό». Το συμφέρον του τέκνου εξυπηρετείται από την επαφή και την επικοινωνία με - εκτός πολύ εξαιρετικών περιπτώσεων αποκλεισμού της επικοινωνίας - αμφότερους τους γονείς αλλά και με τους ανιόντες του (παππούς και γιαγιά). Ώστε ακόμα και αν η επιμέλεια έχει αναληφθεί από τον ένα γονέα, ο άλλος παρά ταύτα διατηρεί ένα δικαίωμα επικοινωνίας. 
Τι συμβαίνει όμως όταν ο ασκών την επιμέλεια γονέας θέτει εμπόδια σε αυτή την επικοινωνία; Προφανώς πρόκειται για συμπεριφορά παράνομη, ποιες όμως ακριβώς είναι οι νομικές δυνατότητες του παρεμποδιζόμενου γονέα; 
Σε αυτά τα πρακτικά ερωτήματα θα επιχειρηθεί να δοθούν απλές και κατανοητές απαντήσεις, πλην όμως απολύτως εντοπισμένες και παράλληλα ενημερωμένες με τις τελευταίες τάσεις της θεωρίας και της νομολογίας της Χώρας.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016 
I. Εισαγωγή 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας. Δικαιούχος επικοινωνίας είναι εκείνος ο γονέας ο οποίος δεν διαμένει με το τέκνο του: άρα αφορά τόσο το γονέα ο οποίος δεν ασκεί καμία έκφανση της επιμέλειας, όσο και εκείνον ο οποίος ασκεί μόνο κάποιες εκφάνσεις της επιμέλειας, πλην όμως όχι αυτή με τη μεγαλύτερη πρακτική σημασία, εκείνη του προσδιορισμού του τόπου διαμονής του τέκνου (για την έννοια και το περιεχόμενο της επιμέλειας βλ. σημείωμα με τίτλο «Τα κριτήρια ανάθεσης επιμέλειας τέκνου όπως τίθενται από τη νεότερη νομολογία του Αρείου Πάγου»). 

Τα σχετικά με την επικοινωνία ειδικότερα στοιχεία ορίζονται από το Δικαστήριο, το οποίο και καθορίζει το χρόνο και τον τρόπο επικοινωνίας λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον του τέκνου, αφού ο τρόπος με τον οποίο ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας συνιστά κρίσιμο στοιχείο για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Σκοπός του δικαιώματος είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσμού μεταξύ γονέα και τέκνου και η ευχέρεια παρακολουθήσεως της όλης καταστάσεως του τέκνου. Το άκρως αυτό προσωπικό δικαίωμα του γονέα απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς το τέκνο του, συντελεί δε (εκτός εντελώς εξαιρετικών περιπτώσεων που θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στη συνέχεια) στην ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου του τελευταίου και της εν γένει προσωπικότητάς του. 

II. Περιεχόμενο της επικοινωνίας 

Το Δικαστήριο, προς εκπλήρωση του αιτήματος καθορισμού των όρων επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, έχει, όπως άλλωστε σε όλα τα ζητήματα οικογενειακού δικαίου τα οποία μπορούν να ασκήσουν την οποιαδήποτε επιρροή στο συμφέρον του παιδιού, ευρεία δυνατότητα επιλογών: η επικοινωνία μπορεί να επιτραπεί να ασκείται με συνεχόμενες διανυκτερεύσεις στο σπίτι του δικαιούχου γονέα, μπορεί όμως να παρέχεται και μόνο για μία ώρα την εβδομάδα, όχι σε ιδιωτικό χώρο και μάλιστα υπό την παρουσία τρίτου (π.χ. ειδικού κοινωνικού λειτουργού ή ψυχολόγου)! Επίσης, μπορεί να ασκείται και με μετάβαση του τέκνου αεροπορικώς στην πολυκατοικία του γονέα, είτε μέσω ταχυδρομείου ή τηλεφώνου, τη σημερινή δε εποχή έχουν ήδη εκδοθεί αποφάσεις που διατάζουν την επικοινωνία μέσω διαδικτύου (π.χ. Skype), ιδίως όταν γονέας και τέκνο κατοικούν σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας (χρόνος, συχνότητα, διάρκεια επικοινωνίας, ακόμα και ο τρόπος παραλαβής και παράδοσης του τέκνου) θα ποικίλει ανά περίπτωση και θα καθοριστεί από το Δικαστήριο με γνώμονα στοιχεία όπως: 

• η βούληση του τέκνου (ιδιαιτέρως αν το Δικαστήριο σχηματίσει κρίση περί επαρκούς ωριμότητας του τέκνου) 
• η ηλικία, η ωριμότητα ή τυχόν ιδιαιτερότητες του τέκνου 
• οι σχέσεις μεταξύ γονέα και τέκνου 
• η ηθική και η υγεία του γονέα 
• οι υποχρεώσεις τέκνου και γονέα 
• οι οικονομικές δυνατότητες του γονέα 
• η γεωγραφική απόσταση 
• οι σχέσεις μεταξύ των γονέων 

Στο σημείο αυτό πολύ χρήσιμη είναι η παρουσίαση της κλιμάκωσης έντασης της επικοινωνίας, βάσει πραγματικών περιστατικών τα οποία ήδη κρίθηκαν από τα Δικαστήριά μας: 

Στην υπ’ αριθμ. 2814/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ανήλικο τέκνο κατοικούσε με τον πατέρα του, τον οποίο δεν ήθελε να αποχωρίζεται, ενώ παράλληλα αρνούταν να επικοινωνεί με τη μητέρα του. Αυτή η αρνητική στάση προερχόταν από τον τρόπο με τον οποίο ασκούσε η μητέρα το δικαίωμα επικοινωνίας, με επεισόδια για τα οποία καλούταν συχνά η αστυνομία, ενώ το παιδί επηρεαζόταν από τον γονέα με τον οποίο βρισκόταν σε μεγαλύτερη επαφή εκφράζοντας επιθυμία να διαμείνει μαζί του. Δεδομένων των συνθηκών και της ρητής άρνησης του ανηλίκου, κρίθηκε ότι θα ήταν ιδιαίτερα βλαπτική για το συμφέρον του ρύθμιση επικοινωνίας με διανυκτέρευση όπως ζητούσε η αιτούσα μητέρα του. Η επικοινωνία www.yiannatsis.gr σελίδα 2 έπρεπε να περιοριστεί και να τεθεί υπό όρους που θα διασφαλίζουν την ψυχική ηρεμία και ισορροπία του ως άνω ανηλίκου. Το Δικαστήριο τελικά έκρινε ως εξής: «Ενόψει δε της κρισιμότητας του ζητήματος να εξασφαλισθεί η υγιής ψυχοσωματική ανάπτυξη του παραπάνω τέκνου των διαδίκων, η επικοινωνία της αιτούσας μαζί του πρέπει να γίνεται προσωρινά κάθε 2η και 4η Τρίτη κάθε μήνα από ώρα 17.00 έως 20.30 και κάθε 1° και 3° Σάββατο και Κυριακή κάθε μήνα, από ώρα 18.00 έως 21.00, καθ' όλο το διάστημα του έτους, σε δημόσιο χώρο εντός της περιοχής της Αττικής, με την παρουσία κοινωνικής λειτουργού, η οποία θα οριστεί με αίτηση της αιτούσας από την κατά τόπον αρμόδια Εταιρία Προστασίας Ανηλίκων, χωρίς την παρουσία άλλων τρίτων προσώπων, προκειμένου να αποκτήσει το ως άνω ανήλικο ουσιαστικό δεσμό με την μητέρα του, τούτο δε είναι εφικτό χωρίς να διαταράσσεται κατά τρόπο επιβλαβή η καθημερινότητα του. Η αιτούσα μητέρα για την άσκηση της επικοινωνίας θα παραλαμβάνει το ως άνω ανήλικο τέκνο της από την οικία του καθ' ου πατέρα και θα το επιστρέφει στο ίδιο μέρος κατά τη λήξη του χρόνου επικοινωνίας. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας κρίνεται ως ο πλέον ενδεδειγμένος για το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου και μπορεί, εφόσον αξιοποιηθεί, να βελτιώσει και την κλονισμένη εικόνα που έχει σχηματίσει το εν λόγω ανήλικο για το πρόσωπο της αιτούσας μητέρας του». 

Στην υπ’ αριθμ. 8668/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η πραγμάτωση του δικαιώματος επικοινωνίας ρυθμίστηκε όχι μόνο μέσω Skype, αλλά και μέσω μετάβασης του παιδιού αεροπορικώς - και μόνου του - από το Ηράκλειο Κρήτης στη Θεσσαλονίκη, όπου θα το παραλάμβανε ο γονέας. Συγκεκριμένα η απόφαση έχει ως εξής: «Ρυθμίζει προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτούντος με το ανωτέρω ανήλικό τέκνο του ως ακολούθως: Α) η επικοινωνία θα γίνεται με την έλευση του τέκνου στη Θεσσαλονίκη από το Ηράκλειο της Κρήτης και θα ταξιδεύει αεροπορικώς, με συνοδεία αεροσυνοδού και με δαπάνες του αιτούντος, κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα […] και Β) κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ο αιτών δικαιούται να επικοινωνεί τηλεφωνικά ή/και με τη χρήση κάμερας SKYPE μέσω ΙΝΤΕΡΝΕΤ, κατά τις ημέρες της Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής καθώς και της Κυριακής, όταν αυτή δεν θα εμπίπτει στο ανωτέρω Σ., από ώρα 19.30 μμ έως 20.00 μμ, υποχρεουμένης της καθ' ης να επιτρέπει την ακώλυτη επικοινωνία του ανηλίκου με τον αιτούντα». 

Στην υπ’ αριθμ. 137/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η υιοθετημένη μητέρα ανακάλυψε τους βιολογικούς της γονείς και εγκατέλειψε με το ανήλικο τέκνο της τη συζυγική οικία για να εγκατασταθεί εκεί όπου διέμενε η φυσική της οικογένεια. Στη συνέχεια επέστρεψε στη συζυγική στέγη, την οποία ωστόσο μετά από λίγο καιρό εγκατέλειψε εκ νέου, για την οικία των θετών της γονέων αυτή τη φορά, και χωρίς να πάρει μαζί της το ανήλικο τέκνο. Μετά την ανάθεση της επιμέλειας στον πατέρα, η μητέρα αιτήθηκε ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας με αυτό. Βρισκόμαστε ενώπιον μίας περίπτωσης στην οποία φαίνεται η μητέρα να μην είναι καθόλου ώριμη και άξια εμπιστοσύνης, εντούτοις η πολύ μικρή ηλικία του τέκνου απαιτεί σχεδόν «πάσει θυσία» την επικοινωνία με αυτή. Η διατήρηση του δικαιώματος επικοινωνίας, πλην όμως περιορισμένου και διεξαγόμενου εντός του ασφαλούς χώρου της κατοικίας των γονέων του πατέρα του τέκνου, όπου και διέμενε, διασφάλιζε και εξυπηρετούσε απολύτως τα παραπάνω ζητούμενα. Παρατίθεται στη συνέχεια η σκέψη και ρύθμιση του Δικαστηρίου: «Από όλα τα παραπάνω πιθανολογείται πλήρως ότι η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας της αιτούσας, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, πρέπει να καταλαμβάνει, προς το παρόν, τουλάχιστον, όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο, κυρίως ενόψει της ανωριμότητας και της τάσης φυγής, που φαίνεται να διακατέχουν την αιτούσα και πρέπει, συνεπώς, να ρυθμιστεί η επικοινωνία όχι με πλήρη αποκλεισμό της άσκησης του δικαιώματος αυτού, αλλά με περιορισμό του και με ρύθμιση της άσκησής του υπό όρους που θα διασφαλίζουν την ψυχική ηρεμία, ισορροπία και, κυρίως, ασφάλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων. Ενόψει δε της κρισιμότητας της ψυχικής κατάστασης αυτού, λόγω της πολύ μικρής ηλικίας του και με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του, η επικοινωνία της αιτούσας με αυτό πρέπει να γίνεται κάθε Σάββατο και Κυριακή, από ώρα 10:00 πρωϊνή έως ώρα 15:00 μεσημβρινή, καθ΄ όλο το διάστημα του έτους, στην οικία των γονέων του καθ΄ ου. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας κρίνεται ως ο πλέον ενδεδειγμένος για το αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου των διαδίκων». 

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της προσπάθειας του Δικαστηρίου για επιβίωση του δικαιώματος επικοινωνίας, έστω και με τους πλέον περιοριστικούς όρους, αποτελεί η υπ’ αριθμ. 12629/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. 

Στην κριθείσα περίπτωση, δικάστηκε αίτηση μεταρρύθμισης του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο τέκνο του. 
Στο Δικαστήριο έγιναν δεκτά τα κάτωθι: 
Ο πατέρας του ανηλίκου κάθε φορά που ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας, εξύβριζε και απειλούσε τη μητέρα του ανηλίκου και τη μητέρα της, με αισχρές φράσεις, πάντοτε παρουσία του παιδιού, με αποτέλεσμα να προκαλείται τρόμος στο νήπιο, να ξεσπά σε κλάματα και κραυγές και να διαταράσσεται η ηρεμία του. Επίσης, ο αιτών εμφανιζόταν αιφνιδιαστικά στο σχολείο του ανηλίκου ή έξω από την κατοικία του, κατά την επιστροφή του από το σχολείο, απαιτώντας να επικοινωνήσει μαζί του και δημιουργώντας επεισόδια παρουσία των συμμαθητών του, όταν ο ανήλικος εκδήλωνε την αρνητική του στάση απέναντι του, το τελευταίο δε διάστημα εμφανίσθηκε στο σχολείο κατ' επανάληψη τον ίδιο μήνα, μεταφέροντας μαζί του τούρτες γενεθλίων και απαιτώντας από αυτόν, παρουσία των συμμαθητών του, χωρίς να έχει γενέθλια, να εορτάσει κάθε φορά τα γενέθλια του, προκαλώντας του αισθήματα ταπείνωσης και ντροπής, που έκαναν εντονότερη την αρνητική διάθεση απέναντι του. 
Κρίθηκε ότι η όλη παραπάνω συμπεριφορά του αιτούντος είχε ολέθριες συνέπειες στον ψυχικό κόσμο του ανηλίκου, ο οποίος μάλιστα, όπως και από την προσωπική του επικοινωνία με τη δικαστή του Δικαστηρίου διαπιστώθηκε, ήταν ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος και συναισθηματικός έφηβος, με συγκροτημένη σκέψη και ωριμότητα, που όμως διακατεχόταν από ανάμικτα αισθήματα φόβου, ντροπής και αγωνίας. Οι επαφές του με τον πατέρα είχαν φτάσει να του προκαλούν πανικό και αναμένει απ' αυτόν ανά πάσα στιγμή να βλάψει τη μητέρα του και να τον αποσπάσει από αυτήν, πιθανότατα η οποία του προκαλούσε τρομακτική ανασφάλεια και αισθήματα απελπισίας και διαρκούς αγωνίας και τον οδηγούσε στο να μη δημιουργεί φιλίες με παιδιά της ηλικίας του και να μη συμμετέχει σε άλλες συνήθεις γι' αυτήν την ηλικία δραστηριότητες, προκειμένου να μην απομακρύνεται από την οικία του, φοβούμενος ότι κατά την απουσία του ο πατέρας του θα προκαλέσει κακό στη μητέρα του. 
Η αγωνία του δε αυτή κορυφώθηκε μόλις πληροφορήθηκε ότι ο αιτών άσκησε την υπό κρίση αίτηση επιδιώκοντας την αύξηση του χρόνου επικοινωνίας του και καταλαμβανόμενος από απόγνωση επιχείρησε να θέσει τέλος στη ζωή του. Συγκεκριμένα πιθανολογήθηκε ότι ο ανήλικος, στις 25.2.2005, τις νυκτερινές ώρες, επιχείρησε να αυτοκτονήσει, λαμβάνοντας άγνωστη ποσότητα από τα φάρμακα της κατάκοιτης γιαγιάς του. Μάλιστα ο ανήλικος, πριν από την παραπάνω απόπειρα του, έγραψε ένα σημείωμα προς τη μητέρα του, το οποίο προσκομίσθηκε από αυτήν κατά τη συζήτηση και το περιεχόμενο του οποίου είναι κατά λέξη το εξής: «Συγγνώμη μανούλα που αναγκάζομαι να αυτοκτονήσω αλλά δεν μπορώ να αντέξω τους εξευτελισμούς που θα μας κάνει αυτός ο αλήτης. Σε παρακαλώ μη στενοχωρηθείς αλλά ίσως έτσι απαλλαγείς και εσύ από αυτόν μια για πάντα. Σ' αφήνω με αγάπη». Από όλα τα παραπάνω προέκυψε ότι η συνέχιση της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, είναι ιδιαίτερα βλαπτική για το συμφέρον του ανηλίκου. 
Και το Δικαστήριο καταλήγει: «Ενόψει δε της κρισιμότητας της ψυχικής κατάστασης αυτού και του ότι διανύει την ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περίοδο της εφηβείας, η επικοινωνία του αιτούντος με αυτόν πρέπει να γίνεται μία φορά κάθε μήνα, επί μια ώρα και συγκεκριμένα την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα, από ώρα 18.00 μέχρι ώρα 19.00, καθ' όλο το διάστημα του έτους, σε δημόσιο χώρο, με την παρουσία κοινωνικής λειτουργού, η οποία θα οριστεί με αίτηση του αιτούντος από την Εταιρία Προστασίας Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας κρίνεται ως ο πλέον ενδεδειγμένος για το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου». 

III. Η παρεμπόδιση άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, η περιφρούρησή του και οι δυνατότητες καταστολής της προσβολής του 

Έστω ότι έχει εκδοθεί απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία του τέκνου με το γονέα ο οποίος δεν ορίζει τον τόπο κατοικίας του παιδιού του. Ο δικαιούχος επικοινωνίας καθησυχάζεται, αφού επιτέλους έχει επέλθει μία κάποια ρύθμιση και θα μπορεί προγραμματισμένα πλέον να βλέπει ελεύθερα το παιδί του. Δυστυχώς όμως, δεν είναι λίγες οι φορές που ο έτερος γονέας θέτει εμπόδια στην άσκηση αυτού του δικαιώματος: είτε αμέσως, είτε δια μέσου του επηρεασμού της βούλησης και της συμπεριφοράς του ανηλίκου. 
Για αυτό το λόγο, ο συνήγορος του επιδιώκοντος την επικοινωνία γονέα, θα είναι σωστό να αιτηθεί (υποδείξει προς το Δικαστήριο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 950 παρ.2 του ΚΠολΔ, να απειληθεί κατά του άλλου γονέα, για την περίπτωση που ήθελε παρεμποδίσει την τοιαύτη επικοινωνία ή παραβιάσει τους περί αυτήν τεθέντες υπό του δικαστηρίου όρους, προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή. 
Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις στις οποίες το ίδιο το τέκνο (φαίνεται να) αποφεύγει την επικοινωνία. Ακόμα όμως και αυτές οι περιπτώσεις, μπορεί να είναι θολές: είναι πολύ πιθανό αυτή του η στάση να εκφράζει τη γνήσια και ανόθευτη επιθυμία του, δεν είναι όμως και καθόλου απίθανο να πρόκειται για αποτέλεσμα διδαχών, επιρροών ή και ακόμα έμμεσων απειλών και ψυχολογικής πίεσης του άλλου γονέα που έχει υποχρέωση (βάσει δικαστικής απόφασης ή επικυρωμένης συμφωνίας των γονέων) να ανεχθεί αυτήν ακριβώς την επικοινωνία. Βέβαια, ούτε να φτάσουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή να αξιωθεί από τον άλλο γονέα να ασκήσει θετική επιρροή, ώστε να δεχθεί το τέκνο να επικοινωνήσει με τον έτερο γονέα, είναι εφικτό. Διότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν θεσπίζεται με οποιοδήποτε κανόνα υποχρέωση του να κάμψει την ανωτέρω άρνηση, πειθαναγκάζοντας με το οποιοδήποτε μέσο, προς το σκοπό αυτό, το τέκνο του. 

Για παράδειγμα, στην υπ’ αριθμ. 429/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, ευλόγως κρίθηκε ότι ο γονέας δεν εμπόδιζε την επικοινωνία του ανήλικου τέκνου με τη μητέρα του, αφού το ίδιο το τέκνο εξέφρασε αυτή την επιθυμία: για αιτίες μάλιστα λογικές, οι οποίες δεν μπορούν ούτε έμμεσα να καταλογιστούν στον πατέρα, παρά μόνο σε αποκλειστική υπαιτιότητα και ανεύθυνη στάση της μητέρας. 

Ας δούμε χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα της απόφασης: «Η επικοινωνία όμως της αναιρεσείουσας με την ανήλικη θυγατέρα της δεν κατέστη δυνατή παρά μόνο μία ή δύο φορές και μάλιστα μετ' εμποδίων, όχι όμως από υπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου αλλά διότι η ανήλικη αρνήθηκε πεισματικά, έστω και να δει τη μητέρα της, αντιδράσασα με φωνές και επικλήσεις για βοήθεια, σε σημείο τέτοιο, ώστε να επέμβει πολλές φορές η αστυνομία, όταν γίνονταν προσπάθειες να επικοινωνήσει με τη μητέρα της. Η εντονότατη αυτή αντίδραση της ανήλικης οφείλεται στο σοβαρό ψυχολογικό "σοκ" που υπέστη όταν η αναιρεσείουσα μητέρα της εγκατέλειψε τη συζυγική οικία στις 19.11. 1996. Όταν ο αναιρεσίβλητος πληροφορήθηκε ότι η αναιρεσείουσα διέμενε στο BRISTOL της Μεγάλης Βρετανίας, ύστερα από απαίτηση και της ανήλικης που ήθελε να ιδεί τη μητέρα της, επισκέφτηκαν την αναιρεσείουσα, η οποία, φιλοξένησε την κόρη της, για ένα βράδυ, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Όμως την επόμενη ημέρα και δη τις πρωϊνές ώρες, η αναιρεσείουσα αναχώρησε από το ξενοδοχείο, χωρίς να ενημερώσει τον εκεί διαμένοντα αναιρεσίβλητο, αλλά και την ανήλικη θυγατέρα της, η οποία κοιμόταν, με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή (ανήλικη) σοβαρό κλονισμό, όταν ξύπνησε και δεν είδε τη μητέρα της να ευρίσκεται κοντά της. Το γεγονός αυτό, που καταγγέλθηκε από τον αναιρεσίβλητο στην τοπική αστυνομία του BRISTOL, συνδυαζόμενο με την αδόκητη για την ανήλικη ανωτέρω εγκατάλειψη, στις 19.11.1996, από την αναιρεσείουσα, δημιούργησαν στην ανήλικη αρνητική για τη μητέρα της στάση, με επακόλουθο την απόλυτη άρνησή της να επικοινωνεί μ' αυτήν και να δημιουργεί σε κάθε απόπειρα επικοινωνίας, επεισόδια». 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

ΜονΠρΘεσ 7088/16 : Ασφαλιστικά μέτρα - Δικαστική μεσεγγύηση. Σύμβαση έργου


Σύμβαση έργου, που συνήφθη μεταξύ της αιτούσας επε, που έχει έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία αγροτικών προϊόντων και κυρίως την εξαγωγή ρυζιού και της καθ' ης αε που δραστηριοποιείται στον τομέα της ξήρανσης, επεξεργασίας και αποθήκευσης ρυζιού, με την οποία (σύμβαση) η αιτούσα ανέθεσε στην καθής την ξήρανση ποσοτήτων αναποφλοίωτου ρυζιού που θα της παρέδιδε εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος - Διαφορά ως προς τον υπολογισμό του βάρους της παραδοθείσας ποσότητας ρυζιού - Παρακράτηση ποσότητας ρυζιού από την καθής. Πιθανολογήθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος χειροτερεύσεως ή και απώλειας του ανωτέρω προϊόντος και δη πωλήσεως του από την καθης σε τρίτους, ενώ συντρέχει επείγουσα περίπτωση για την λήψη του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγύησης της ανωτέρω ποσότητας ρυζιού και ακολούθως, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 7088/2016
  
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κωνσταντίνα Βλάχου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, που ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το Νόμο,
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Δεν ορίσθηκε.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ: Της 5ης Αυγούστου 2016.
ΑΙΤΟΥΣΑ: Εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….ΕΠΕ» με το διακριτικό τίτλο «……..» που εδρεύει στη …… Δήμου …… (οδός ………), ΑΦΜ ……….., εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου ΙΜ (ΑΜΔΣΧ …….), ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………. ΑΒΕΕ» και το διακριτικό τίτλο «……..ΑΒΕΕ», που εδρεύει στη ………….Θεσσαλονίκης (…….…….), ΑΦΜ …….., εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δα του πληρεξουσίου της δικηγόρου ΕΑ (AM …….), ο οποίος κατέθεσε σημείωμα,
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ: 28 Ιουνίου 2016.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: ……….
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΗΣ: Δικαστική μεσεγγύηση.
Η συζήτηση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινομένη αίτηση της, η αιτούσα ζητά, ως συντρεχούσης επειγούσης περιπτώσεως να τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση ποσότητα 627,965 κιλών μεσόσπερμου ρυζιού, για το λόγο ότι μεταξύ των μερών υφίσταται διένεξη περί την κατοχή της. Μ’ αυτο το περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, αρμοδίας φερομένη, ως εκ της επικαλούμενης επειγούσης περιπτώσεως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστέων μέτρων (άρθρα 682, 683, 886 επ. του ΚΠολΔ), είναι νόμω, στηριζομένη στη διάταξη του άρθρου 725 παρ 1 του ΚΠολΔ και πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.-
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της καθ' ης εταιρίας, Ε., και την χωρίς όρκο εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της αιτούσας εταιρίας, Δ., στo ακροατήριο του Δικαστηρίου, τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τις προσκομιζόμενες υπό της αιτούσας υπ' αριθμ. …… και …….2016, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης των ………. που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της αντιδικού της (βλ. την υπ’ αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Π.) τις προσκομιζόμενες υπό της καθης, υπ' αριθμ. ……. και ………, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης των ………. και ……….., που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της αντιδίκου της (βλ. την υπ' αρ. ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ………, τα εκατέρωθεν παρά των διαδίκων συναποδεχθέντα και την όλη συζήτηση της υποθέσεως, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Μεταξύ των διαδίκων εταιριών, εκ των οποίων η αιτούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία αγροτικών προϊόντων και κυρίως την εξαγωγή ρυζιού και η καθ' ης ανώνυμος εταιρία δραστηριοποιείται στον τομέα της ξήρανσης, επεξεργασίας και αποθήκευσης ρυζιού, καταρτίστηκε σύμβαση έργου δυνάμει του από 24-7-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού με την οποία η αιτούσα ανέθεσε στην καθής την ξήρανση ποσοτήτων αναποφλοίωτου ρυζιού που θα της παρέδιδε κατά το διάστημα από 15-9-2015 έως 15-9-2016, καθώς και την επεξεργασία (αποφλοίωση και λεύκανση) στον ορυζόμυλό της ποσότητας ρυζιού που η ίδια επίσης θα της παρέδιδε κατά το ίδιο διάστημα, υπό τους ειδικότερους όρους και με την αμοιβή για κάθε επί μέρους εργασία που διαλαμβάνονταν στο παραπάνω συμφωνητικό. Καθόσον αφορά ειδικότερα την εργασία της ξήρανσης, συμφωνήθηκε αμοιβή της καθής 14 ευρώ/ΜΤ εισερχόμενου υγρού προϊόντος και ως ελάχιστη αμοιβή της η αξία που αναλογούσε σε ποσότητα ξήρανσης 9.000 μητρικών τόνων, ήτοι 126.000 ευρώ (9.000 Χ 14), καθώς και αμοιβή της για την μεταφορά του προϊόντος στις εγκαταστάσεις της αιτούσας μετά την εκτέλεση της εργασίας, ύψους 5 ευρώ/ΜΤ εξερχόμενου ξηρού προϊόντος. Επίσης συμφωνήθηκε ότι η ποσότητα του ρυζιού που θα αποδιδόταν στην αιτούσα μετά την εκτέλεση της εργασίας αυτής, θα ήταν μειωμένη κατά την διαφορά της υγρασίας που θα είχε κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή του προϊόντος από τις εγκαταστάσεις της καθ ης μετά την εκτέλεση της εργασίας, πολλαπλασιαζόμενη με 1,4% για κάθε μονάδα υγρασίας, με μέγιστη υγρασία εξαγωγής από το ξηραντήριο της καθ ης ποσοστού 14%+-0,5% (βλ. ιδιωτικό συμφωνητικό). Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής η αιτούσα παρέδωσε διαδοχικά στην καθ' ης προς ξήρανση, κατά το συμφωνηθέν διάστημα, συνολική ποσότητα, κατά τις δικές της μετρήσεις, 9.548,134» και κατά τις μετρήσεις της καθ' ης, 9.534,15 μερικών τόνων αναποφλοίωτου ρυζιού, τύπου μεσόσπερμο, η δε καθ' ης της απέδιδε σταδιακά και κατά το ίδιο διάστημα το τελικό μετά την αποξήρανση, προϊόν. Σημειώνεται ότι η παραπάνω διαφορά στο βάρος της παραδοθείσας ποσότητας οφείλεται στην χρήση διαφορετικών ζυγών που δικαιολογεί ως δέχεται η αιτούσα, αποκλίσεις περί του 1%. Συγκεκριμένα, n διαδικασία που ακολουθούνταν ήταν η εξής: η αιτούσα ζύγιζε το ρύζι στις εγκαταστάσεις της προ της μεταφοράς και παράδοσης του στην καθης, η οποία επίσης το ζύγιζε κατά την παραλαβή του και μετρούσε και την υγρασία του, μετά δε την ξήρανση του και προ της εξαγωγής του από τις εγκαταστάσεις της για επιστροφή του στην αιτούσα μετρούσε και κατέγραψε εκ νέου την υγρασία του. Όλες οι ανωτέρω μετρήσεις γίνονταν με τα όργανα της καθ' ης και πάντοτε υπό την παρουσία εκπροσώπου της αιτούσας που επέβλεπε την διαδικασία, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει και να ενεργεί μετρήσεις ο ίδιος. Η μέση υγρασία της παραδοθείσας συνολικής ποσότητας ρυζιού εξάλλου ανερχόταν σε 18,85% ως ισχυρίζεται η καθ' ης, που διενήργησε τις σχετικές μετρήσεις, και δεν αρνείται η αιτούσα η οποία ουδόλως αναφέρεται στο μέγεθος αυτό. Συνεπώς, η κατά τους όρους της συμβάσεως παραδοτέα στην αιτούσα ποσότητα ρυζιού μετά την ξήρανση της άνω παραδοθείσας ποσότητας και υπό την προϋπόθεση ότι είχε την συμφωνηθείσα υγρασία ποσοστού 14%, το οποίο αμφότερες οι διάδικες πλευρές αποδέχονται για την προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης, αφού λαμβάνουν τούτο ως βάση των υπολογισμών τους χωρίς να προσθέτουν το 0,5% της δυνατής, κατά την σύμβαση, προς τα άνω απόκλισης, ήταν 8.913,48 μετρικοί τόνοι (18,65% αρχική υγρασία - 14% τελική υγρασία - 4,65 Χ 1,4% για κάθε μονάδα υγρασίας = 6,51% Χ 9,534,15 μ.τ. παραδοθείσα ποσότητα προς ξήρανση κατά τις μετρήσεις της καθής, που αποδέχεται η αιτούσα εφόσον δέχεται την κατά τα άνω απόκλιση μεταξύ των δύο ζυγών = 620,67 ΜΤ απομείωση βάρους, 9,534,15 - 620,67 = 8,913,48 μ.τ.)· Η καθ' ης ωστόσο παρέδωσε στην αιτούσα 8.552,86 μτ αποξηραμένου ρυζιού, ως αμφότερες οι διάδικες πλευρές αποδέχονται, και συνεπώς εξακολουθεί να παρακρατά 360,62 μετρικούς τόνους αποξηραμένου ρυζιού, ποσότητα που αρνείται να της αποδώσει, παρά την, εκατέρωθεν συνομολογούμενη, εξόφληση από την αιτούσα της συμφωνηθείσας αμοιβής της για την εν λόγω εργασία, ως λόγο δε της αρνήσεως της αυτής επικαλείται την μη εκπλήρωση από μέρους της αιτούσας της υποχρέωσης της εκ του ετέρου μέρους της ενδίκου συμβάσεως έργου που αφορά την παράδοση ρυζιού για επεξεργασία (αποφλοίωση και λεύκανση), εργασία στην οποία κυρίως η ίδια απέβλεπε ενόψει της υψηλότερης συμφωνηθείσας γι αυτήν αμοιβής της (20 ευρώ/ΜΤ).

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Συνταγματικότητα νομοθετικών ρυθμίσεων που καταλαμβάνουν εκκρεμείς δίκες (ΣτΕ Ολ 167/2016) [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


Με την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 167/2016 έκλεισε μια μακρά σειρά δικαστικών διενέξεων τις οποίες προκάλεσε ο Ν. 1386/1983 –με τον οποίο ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) και καταστρώθηκε ειδική διοικητική διαδικασία για την εξυγίανση προβληματικών επιχειρήσεων– και στο πλαίσιο των οποίων ανέκυψαν πλείονα νομικά ζητήματα διακλαδικού χαρακτήρα, ενώ των σχετικών διαφορών επελήφθησαν τόσον εθνικά δικαστήρια και των δύο δικαιοδοτικών κλάδων (ενδεικτικά αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1093/1987, ΑΠ Ολ 13/2001), ακόμη δε και το ΑΕΔ, όσο και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα ζητήματα αυτά αφορούσαν, αφενός, τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο της επιβαλλόμενης με διοικητική πράξη αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου προβληματικών ΑΕ και, αφετέρου, την παρέμβαση του νομοθέτη στά έργα της δικαστικής εξουσίας με την αναδρομική ρύθμιση, δια του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, εννόμων σχέσεων (εν προκειμένω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ που πραγματοποιήθηκαν με διοικητικές πράξεις) οι οποίες είχαν ήδη κριθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις [“Θεωρούνται έγκυρες και δεν θίγονται τα πάσης φύσεως δικαιώματα των κυρίων τους, μετοχές οι οποίες προήλθαν από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ, οι οποίες είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ν.1386/1983, δυνάμει υπουργικών αποφάσεων, κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του ν. 1386/1983, όπωςίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 47 και 49 του ν.1882/1990 και οι οποίες αποφάσεις κηρύχθηκαν ή αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση άκυρες”]. 
Το πρώτο θέμα, της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο, επιλύθηκε με αποφάσεις του ΔΕΚ που εκδόθηκαν κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων των εθνικών (διοικητικών και πολιτικών) δικαστηρίων [ΔΕΚ της 30ης Μαΐου 1991, C–19/90 και C-19/91, Καρέλλας και Καρέλλα, ECLI:EU:C:1991:229˙ ΔΕΚ της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-134/91 και C-135/91, Κεραφίνα κ.λπ., ECLI:EU:C:1992:434 ΔΕΚ της 12ης Μαρτίου 1996, C-441/93, Παφίτης κ.λπ., ECLI:EU:C:1996:92 ΔΕΚ της 23ης Μαρτίου 2000, C–373/97, Διαμαντής, ECLI:EU:C:2000:150], ενώ το δεύτερο ζήτημα, αυτό της συνταγματικότητας του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, επιλύθηκε από το ΑΕΔ, λόγω αντιφατικών αποφάσεων του Αρείου Πάγου (ΑΠ Ολ 13/2001, στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων ενώπιον των οποίων είχε ασκηθεί αγωγή με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ η οποία αποφασίσθηκε από το ΔΣ του ΟΑΕ και εγκρίθηκε με απόφαση του καθ’ύλην αρμοδίου Υφυπουργού) και του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ 161/2010, στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης ΔΕφ με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή κατά της υπουργικής απόφασης που επέβαλε αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή μετοχοποίηση των οφειλών). Μετά την έκδοση της απόφασης του ΑΕΔ 14/2013 που κατέληξε στη συνταγματικότητα της σχετικής διάταξης, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναίρεσης με την απόφαση ΣτΕ Ολ 167/2016.
Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ Ολ 167/2016
Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
2… με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως ΔΕφΑθ 3533/2000. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η από 16.6.1987 προσφυγή μετόχων της ανώνυμης εταιρείας «Αθηναϊκή Χαρτοποιία Α.Ε.» κατά της αποφάσεως 360/9.6.1987 του Υφυπουργού Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας (Β ́ 294), με την οποία αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής αφ’ ενός μεν με κεφαλαιοποίηση μέρους των οφειλών της προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και της συνολικής οφειλής της προς την Εμπορική Τράπεζα Α.Ε., την Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε., το Ελληνικό Δημόσιο, τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.), οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως και ιδιώτες πιστωτές, αφ’ ετέρου δε με εισφορά χρημάτων από τον Ο.Α.Ε.
Νόμος 1386/1983
3. … με τον ν. 1386/1983 (Α ́ 107) ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) με σκοπό, μεταξύ άλλων, την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων (βλ. άρθρα 1 και 2 παρ. 2 περ. α ́). Ο νόμος αυτός προέβλεψε ότι στις διατάξεις του ήταν δυνατόν να υπαχθούν με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας επιχειρήσεις, οι οποίες: «α. Έχουν αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία τους για οικονομικούς λόγους. β. Είναι σε κατάσταση παύσης των πληρωμών. γ. Έχουν πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε μορφής. δ. Το σύνολο των οφειλών τους είναι πενταπλάσιο από το άθροισμα του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών τους και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους… ε. Ενδιαφέρουν την εθνική άμυνα ή έχουν ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους. στ. Ζητούν την υπαγωγή τους» (βλ. άρθρο 5 παρ. 1). ε την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ήταν δυνατόν να προβλεφθεί: «1. Η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από το Ο.Α.Ε. … 2. Η ρύθμιση των υποχρεώσεων της επιχείρησης κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την βιωσιμότητά της, δηλαδή α. Αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου με νέες εισφορές ή και με μετοχοποίηση υφιστάμενων υποχρεώσεων… β. Αναδιάρθρωση υφιστάμενων υποχρεώσεων… 3. Η εκκαθάριση…» (βλ. άρθρο 7). Περαιτέρω, ο ίδιος ν. 1386 / 1983 όρισε στο άρθρο 8 τα εξής: «Ανάληψη διοίκησης. 1. Σε περίπτωση που αποφασίζεται η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από τον Οργανισμό για ορισμένο χρόνο, η διοίκηση γίνεται κατά περίπτωση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που διορίζονται από αυτόν… ε τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης παύει η εξουσία των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης. Η γενική συνέλευση των μετόχων ή η συνέλευση των εταίρων διατηρείται, αλλά δεν μπορεί να αποφασίζει την ανάκληση της διοίκησης που γίνεται από τα πρόσωπα που διορίζει ο Ο.Α.Ε. … 2. … 3. … 4. Η διοίκηση, που ορίζεται από τον Οργανισμό, ενεργεί όλες τις διαχειριστικές πράξεις, συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης … προβαίνει σε απογραφή, σύνταξη ισολογισμού και διαπιστώνει την καθαρή θέση της επιχείρησης. ατά το χρονικό διάστημα της παραπάνω διοίκησης και διαχείρισης μπορεί, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, να ορίζεται ότι αναστέλλονται η πληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών της επιχείρησης έναντι οποιουδήποτε τρίτου και του Δημοσίου, τα μέτρα ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης και το τοκοφόρο των κάθε είδους απαιτήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης. 5. ατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο Ο.Α.Ε. καταρτίζει μελέτη βιωσιμότητας για την επιχείρηση και διαπραγματεύεται με τους μετόχους και τους πιστωτές για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την επιβίωση της επιχείρησης. Για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας απαιτείται η έγγραφος σύμφωνη γνώμη α) των πιστωτών… β) των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης … και γ) του Ο.Α.Ε. Η συμφωνία έχει ισχύ από την έγκρισή της με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της υβερνήσεως. 6. ε τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης που εγκρίνει τη σχετική συμφωνία παύει η προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε. και αίρεται η τυχόν διαταχθείσα αναστολή ατομικών διώξεων ή τα επιβληθέντα μέτρα κατά την παρ. 4 του άρθρου αυτού… Η παραπάνω συμφωνία δεσμεύει όλους τους πιστωτές της επιχείρησης… 7. Εάν εντός ορισμένης προθεσμίας, κατά την κρίση του Ο.Α.Ε., δεν επιτευχθεί συμφωνία, ακολουθεί η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου διαδικασία εκκαθάρισης. 8. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο Ο.Α.Ε. μπορεί με απόφασή του, που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και δημοσιεύεται στην ΕτΚ, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες για την ανώνυμη εταιρεία διατάξεις, να αυξάνει το κεφάλαιο της εταιρείας. Η αύξηση του κεφαλαίου μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς είτε με εισφορές σε είδος. Η καταβολή της εισφοράς επιτρέπεται να γίνει και με συμψηφισμό. άθε σχετική λεπτομέρεια με την αύξηση του κεφαλαίου καθορίζεται με την παραπάνω υπουργική απόφαση. Οι παλαιοί μέτοχοι διατηρούν το δικαίωμα προτιμήσεως που ασκείται μέσα σε προθεσμία και καθορίζεται με την υπουργική απόφαση…». 
Το άρθρο 9 του ν. 1386/1983 ρύθμισε τα σχετικά με την ειδική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων, ορίζοντας στην παρ. 1 ότι «εφόσον δεν επιτευχθεί η κατά το άρθρο 8 συμφωνία ή δεν εκπληρωθούν οι όροι της, με αίτηση του Ο.Α.Ε. ή καθενός που έχει έννομο συμφέρον ζητείται από το Εφετείο … ο διορισμός εκκαθαριστή που προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης…». Τέλος, στο άρθρο 10 του ν. 1386/1983 ορίσθηκαν τα εξής: «1. Η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή η κεφαλαιοποίηση των οφειλών της επιχείρησης προς τράπεζες ή πιστωτικούς οργανισμούς, ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και των κάθε μορφής οφειλών της προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Οργανισμού στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παρ. 5 και γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής στις περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ. 2 και δημοσιεύεται στην ΕτΚ. 2. Με την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζεται ο αριθμός και η τιμή των νέων μετοχών που πρέπει να εκδοθούν για την αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή την κεφαλαιοποίηση των οφειλών, με βάση την καθαρή θέση της επιχείρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται στην πρόταση του Οργανισμού. ε την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα διάθεσης των νέων μετοχών στους παλαιούς μετόχους, στους πιστωτές, στον Οργανισμό, στους εργαζόμενους στην επιχείρηση και σε συνεταιριστικούς φορείς, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η αναλογία και η μορφή της συμμετοχής των παραπάνω προσώπων, οργανισμών και φορέων στη διοίκηση των επιχειρήσεων. 3. Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης των απαιτήσεων των παραπάνω πιστωτών, με την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζεται αν το σύνολο ή μέρος των μετοχών θα περιέλθει στους πιστωτές αυτούς ή στον Οργανισμό. Στην πρώτη περίπτωση οι απαιτήσεις αποσβέννυνται. Στη δεύτερη περίπτωση ο Οργανισμός εκδίδει και παραδίδει στους πιστωτές ομόλογο έναντι μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεών τους… 4. κατά της υπουργικής απόφασης που επιβάλλει αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή μετοχοποίηση των οφειλών οι παλαιοί μέτοχοι … και τα μέλη του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου έχουν δικαίωμα αίτησης ακυρώσεως για λόγους ακυρότητας της απόφασης και δικαίωμα προσφυγής για λόγους ουσίας, αναφερόμενους στον καθορισμό του αριθμού και της τιμής των νέων μετοχών και γενικά στην κεφαλαιοποίηση των οφειλών της εταιρίας. Η αίτηση ακυρώσεως και η προσφυγή ασκούνται με το ίδιο δικόγραφο … ενώπιον του Πενταμελούς Διοικητικού Εφετείου, το οποίο οφείλει να συζητήσει την υπόθεση κατά προτεραιότητα και να εκδώσει την απόφασή του σε ένα μήνα από την κατάθεσή της… Η απόφαση του δικαστηρίου είναι ανέκκλητη και υπόκειται μόνο στο ένδικο μέσο της αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας…».

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

"Το Πρόσωπο και ο Nόμος. H απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο" [Γιώργος Καραβοκύρης, Δικηγόρος, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμονας στο Τμήμα Νομικής Δ.Π.Θ]


«Κανείς δεν μπορεί να εξαιρεθεί, με ειδικές συμβάσεις, από τους νόμους που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη»[2]

Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στις σύγχρονες δημοκρατίες, ο κάτοχος της τελευταίας, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, λέξης, ο συνταγματικός δηλαδή δικαστής, έκλεισε πρόσφατα στην Γαλλία τον μακρύ νομικoπολιτικό[3] διάλογο περί της απαγόρευσης του «καθολικού πέπλου» (voile intégral), αυτού δηλαδή που στην καθημερινή – και πιο φορτισμένη πολιτισμικά γλώσσα – αποκαλούμε «μπούρκα». Πρόκειται για το τελευταίο επεισόδιο μιας επί σειράν ετών δημοφιλούς στο εξειδικευμένο αλλά και το ευρύ κοινό νομικής αφήγησης, με αφετηρία το λύκειο του Creil το 1989 και με σημαντικότερους, μεταξύ άλλων, σταθμούς την απαγόρευση της μαντίλας στη δημόσια εκπαίδευση[4], τη νομολογία του ΕΔΔΑ[5], την εμβληματική απόρριψη από το Conseil d’État της χορήγησης ιθαγένειας λόγω (και) της μπούρκα[6] και την ύστερη γνωμοδότησή του κατά της γενικής απαγόρευσής της[7]. Η απόφαση, ωστόσο, του Conseil Constitutionnel, με την οποία τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2010-1192 (11.10.2010, loi interdisant la dissimulation du visage dans l’espace public) για την απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο, αναδιαμορφώνει τη σχετική προβληματική, αφού τα καθοριστικά σημεία του δεσμευτικού του λόγου διαφοροποιούνται σημαντικά από το νομικό προηγούμενο. Επιλέγοντας, λοιπόν, άλλα ονόματα σε σχέση με το παρελθόν, ο συνταγματικός δικαστής διαπλάθει νέα νομικά πράγματα, με αποτέλεσμα να προσφέρει, θέλοντας και μη, στoν επίδοξο σχολιαστή την ευχέρεια να υπερβεί τα όρια της κλασικής προβληματικής για τη θρησκευτική ελευθερία, τη laïcité και το έλλειμμα (πολυ)πολιτισμικότητας της γαλλικής έννομης τάξης[8]και να επιχειρήσει την αναγωγή του μέτρου στις βασικές ερμηνευτικές προκατανοήσεις του γαλλικού φιλελευθερισμού.
Αρκεί μια διαγώνια ανάγνωση τόσο του νόμου όσο και της απόφασης για να διαπιστώσει κανείς ότι το έρεισμα της όψιμης απαγόρευσης του καθολικού πέπλου και κάθε ενδύματος που «αποσκοπεί στην απόκρυψη του προσώπου» (άρθρο 1 του νόμου) εντός του δημόσιου χώρου, δηλαδή σε «δημόσιες οδούς, καθώς και σε ανοικτούς στο κοινό χώρους ή σε χώρους που προορίζονται για τη χρήση δημοσίων υπηρεσιών» (άρθρο 2), δεν έγκειται, πρωτίστως, στην υπεράσπιση της (αφηρημένης) αξίας του ανθρώπου ή έστω στην προφανή για πολλούς διαφύλαξη της (συγκεκριμένης) ισότητας των φύλων,αλλά εντοπίζεται κυρίως στη δημόσια τάξη, η οποία δεν περιορίζεται στην προστασία «της ηρεμίας, της υγιεινής ή της ασφάλειας», αλλά συνιστά λόγο απαγόρευσης των «συμπεριφορών που στρέφονται ευθέως ενάντια σε ουσιώδεις κανόνες του ρεπουμπλικανικού κοινωνικού συμβολαίου» και παραβιάζουν τις «θεμελιώδεις απαιτήσεις της ζωής με τους άλλους στη γαλλική κοινωνία»[9]. Αποκρύπτοντας δημόσια το πρόσωπό του, είναι σαφές ότι το άτομο ζημιώνει την κοινωνία, με την έννοια του άρθρου 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789[10]. Επιπλέον, το Conseil Constitutionnel υπογραμμίζει ότι ο νομοθέτης σωστά «έκρινε ότι τέτοιες πρακτικές θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια και παραγνωρίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις της ζωής σε μια κοινωνία»[11]. Έτσι, η εναντίωση στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που συνέχει τον γαλλικό κοινωνικοπολιτικό ιστό τιμωρείται πια με την ποινή του προστίμου των 150 ευρώ, η οποία, όμως, δύναται να αναπληρωθεί ή να συμπληρωθεί από την υποχρεωτική παρακολούθηση μιας πρωτότυπης εκπαίδευσης στην ιδιότητα του πολίτη με τη μορφή σεμιναρίων «υπηκοότητας» ή «ιθαγένειας» (stages de citoyenneté, άρθρο 3 του νόμου). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου, όποιος εξαναγκάζει ένα ή περισσότερα άτομα να αποκρύπτουν το πρόσωπό τους εξαιτίας του φύλου τους τιμωρείται με ένα χρόνο φυλάκιση και 30.000 ευρώ πρόστιμο. Από τη γενική απαγόρευση εξαιρούνται συγκεκριμένες πρακτικές απόκρυψης του προσώπου που έχουν να κάνουν με επαγγελματικούς ή λόγους υγείας ή συνδέονται με αθλητικές δραστηριότητες, καλλιτεχνικές και παραδοσιακές εορτές (άρθρο 2 του νόμου). Σε αυτές, πρέπει, ωστόσο, να προστεθεί, ύστερα από τη διατύπωση της σχετικής επιφύλαξης του Conseil Constitutionnel, και η συναφής με την άσκηση του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία απόκρυψη του προσώπου, όταν τελείται σε χώρους λατρείας προσβάσιμους στο κοινό[12].

Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, ότι το αντικείμενο της απαγόρευσης (κάθε απόκρυψη του προσώπου) αλλά και η δικαιολογητική της βάση (η δημόσια τάξη) ξεπερνούν την αξιολόγηση της συμβατότητας ενός πολυσήμαντου συμβόλου με τη γαλλική κοσμικότητα ή με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του τρίτου. Η σπάνια για τα νομολογιακά δεδομένα επίκληση του άρθρου 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη υπονοεί ότι ο συνταγματικός δικαστής κλήθηκε να σταθμίσει τη συγκεκριμένη έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης/επικοινωνίας (άρθρο 11 της Διακήρυξης του 1789) με την προστασία της (γαλλικής) κοινωνίας στο σύνολό της. Η γενικότητα της απαγόρευσης υποδηλώνει την καθολικότητα μιας σύμφωνης με το νόμο αντίληψηςτου προσώπου, η οποία μάλλον αποκλίνει από τις μοντέρνες και φιλελεύθερες προκείμενές της. Κι αυτό γιατί, ενώ στη νεωτερικότητα το πρόσωπο θεωρείται -κατά συνθήκη- μια μάσκα ή ένα προσωπείο, ο αμφιλεγόμενος νόμος, ο οποίος συνιστά την κορύφωση μιας σειράς παρεμφερών νομοθετικών και διοικητικών μέτρων[13], υπηρετεί τη ρεαλιστική παρουσία στη δημόσια σφαίρα ενός a priori ορατού και διάφανου προσώπου (§1). Η επιστροφή, όμως, σε αυτή την αρχαία ή αντιμοντέρνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πρόσληψη του προσώπου συνοδεύεται από την ερμηνευτική προσαρμογή του κανονιστικού περιεχομένου της δημόσιας τάξης. Η έμμεση αναγνώριση μιας «άυλης» δημόσιας τάξης (ordre public immatériel) αποκρυσταλλώνει στην ουσία την εγγενή στο δίκαιο ηθική ή καλύτερα ηθικότητα των κυρίαρχων παικτών του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιφύλαξη τόσο του συντάκτη του νόμου όσο και του αναγνώστη του να καταφύγει σε αντικειμενικές νόρμες, όπως π.χ. στην αρχή της αξίας του ανθρώπου, καταδεικνύει την κοινή τους βούληση να αποτρέψουν την (μελλοντική) απαξίωση των ιδιαίτερων κοινωνικών ηθών του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού (§2). Τέλος, ο νόμος της απαγόρευσης της απόκρυψης του προσώπου μάλλον νοηματοδοτεί και επιστημολογικά τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς φέρει ανάγλυφα στο σώμα του τα βασικά σημάδια της παραδοσιακής γαλλικής θεωρίας περί κυριαρχίας (§3).

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

ΜονΠρΘεσ 10456/16: Προσύμφωνο πώλησης ακινήτου - Ποινική ρήτρα. Εκτελεστό απόγραφο - Άρνηση συμβολαιογράφου - Αναλογικά τέλη. Μετά την άπρακτη λήξη της διάρκειας του προσυμφώνου, η αιτούσα ζήτησε από το συντάξαντα αυτό συμβολαιογράφο να προβεί στην έκδοση πρώτου εκτελεστού απογράφου προκειμένου αυτή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά της αντισυμβαλλομένης της


ΜονΠρΘεσ 10456/16 : Προσύμφωνο πώλησης ακινήτου - Ποινική ρήτρα. Εκτελεστό απόγραφο - Άρνηση συμβολαιογράφου - Αναλογικά τέλη. Μετά την άπρακτη λήξη της διάρκειας του προσυμφώνου, η αιτούσα ζήτησε από το συντάξαντα αυτό συμβολαιογράφο να προβεί στην έκδοση πρώτου εκτελεστού απογράφου προκειμένου αυτή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά της αντισυμβαλλομένης της. Άρνηση του συμβολαιογράφου, ο οποίος πέραν των αντιρρήσεών του περί μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων, επικαλείται πως η αιτούσα έχει υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους χαρτοσήμου. Κρίθηκε ότι καθόσον, η καταβολή αναλογικού τέλους χαρτοσήμου δεν προβλέπεται για την κυρία σύμβαση, αλλά είναι υποκείμενη μόνο σε Φ.Μ.Α, και η ένδικη παρεπόμενη αυτής σύμβαση συνομολόγησης ποινικής ρήτρας δεν υπόκειται σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, όπως βάσιμα υποστηρίζεται από την αιτούσα. Επίσης, δεν συνάγεται ότι η μη υποβολή της παρεπόμενης σύμβασης στο ως άνω τέλος εξαρτάται από την κατάρτιση ή μη, τελικά, της κύριας σύμβασης. Η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει δεκτή και να διαταχθεί ο συμβολαιογράφος να εκδώσει και χορηγήσει στην αιτούσα εκτελεστό απόγραφο.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 10456/2016

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Σοφία Τσιβούλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με το νόμο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Νοεμβρίου 2016, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό κατάθεσης ………, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «…….…………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στο Δήμο …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΚΚ (AM………. ),
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 14 Κώδικα των Νόμων περί Τελών Χαρτοσήμου (Κ,Ν.Τ.Χ.) (π.δ. 28/28 Ιουλίου 1931-ΦΕΚ Α' 239) ορίζεται ότι: «1. Επί των εμπορικών και λοιπών εγγράφων και πράξεων, των κατονομαζομένων εν τω επομένω αρθρ. 15, το τέλος ορίζεται εις 2% της εν αυτοίς διαλαμβανομένης αξίας εις δραχμές (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 20 του ν. 12/1975-ΦΕΚ Α' 34). Και στο άρθρο 15, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2246/1952-ΦΕΚ Α' 282, ότι: «Εις το κατά την παραγρ. 1 του προηγουμένου άρθρ. 14 τέλος υπόκεινται: Ια. Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτόμενη είτε απ' ευθείας, είτε δια δημοσίου συναγωνισμού μεταξύ εμπόρων, μεταξύ εμπόρου και εμπορικής εταιρίας πάσης φύσεως, μεταξύ εμπορικών εταιριών πάσης φύσεως, αφορώσα αποκλειστικώς εις την ασκουμένην υπ' αυτών εμπορίαν και μεταξύ τρίτου εν γένει και ανωνύμου εταιρίας ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφ' όσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε δια δημοσίου είτε δι’ ιδιωτικού καθ' οιονδήποτε τύπον συντεταγμένου εγγράφου....y) Εφόσον σχετικώς προς οιονδήποτε κυρίαν σύμβασιν, υποκειμένην εις τα αναλογικά τέλη του παρόντος άρθρου συνάπτονται παρεπόμενα σύμφωνα, αναφερόμενα: εις την παροχήν ενεχύρου, εγγυήσεως πάσης φύσεως, ως και πάσης άλλης ασφαλείας ή ποινικών ρητρών, εάν μεν υπεβλήθη, εις το προσήκον αναλογικόν τέλος, η κυρία σύμβασις, το δε παρεπόμενον σύμφωνον συμφωνείται δια του αυτού εγγράφου, εις ουδέν υπόκειται τούτο τέλος, εάν το παρεπόμενον σύμφωνον συμφωνήται δια χωριστού εγγράφου, εφόσον μεν η κυρία σύμβασις υπεβλήθη εις το προσήκον αναλογικόν τέλος, το παρεπόμενον σύμφωνον υπόκειται εις πάγιον τέλος... εν εναντία δε περιπτώσει εις το κατά την φύσιν της κυρίας συμβάσεως προσήκον αναλογικόν τέλος του παρόντος άρθρου υπρλογιζόμενον επί του ποσού αντιστοιχούντος ας την αξίαν της μη υποβληθείσης εις το προσήκον αναλογικόν τέλος της κυρίας συμβάσεως, αδιάφορους αν το εν τω παρεπομένω συμφωνώ ποσόν είναι έλασσον ή μείζον της αξίας της μη φορολογηθείσης κυρίας συμβάσεως. Παν όμως ποσόν καταβαλλόμενον συνεπεία προσθέτου συμφώνου πέρα του υποβληθέντος εις το προσήκον αναλογικόν τέλος ποσού της κυρίας, συμβάσεως υπόκειται κατά την καταβολήν του εις το κατά το παρόν άρθρον αναλογικόν τέλος...». Στην παραπάνω διάταξη προβλέπεται η υπαγωγή στα αναλογικά τέλη χαρτοσήμου των αναφερομένων σ’ αυτή παρεπομένων της κύριας σύμβασης συμφώνων ( περί παροχής εγγύησης, ποινικής ρήτρας κλπ. ) μόνο στην περίπτωση που η κύρια σύμβαση υπόκειται, σύμφωνα, με το νόμο, σε αναλογικά τέλη χαρτοσήμου και κατά την κατάρτιση της δεν καταβλήθηκαν τα οφειλόμενα γι' αυτή τέλη. Επομένως, από τη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη εν­όψει και του χαρακτήρα των ως άνω παρεπομένων συμφώνων, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η κυρία σύμβαση δεν υπόκειται σύμφωνα με το νόμο σε αναλογικά τέλη χαρτοσήμου, αυτά δεν οφείλονται ούτε για την κατάρτιση του Παρεπόμενου της κύριας σύμβασης συμφώνου, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση των αξιώσεων που απορρέουν από την κύρια σύμβαση και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η γενική διάταξη του εδαφίου του άρθρου 15 του ανωτέρω Κώδικα (ΣτΕ 4312/1997, ΔΕφΠειρ ΔΠρΡοδ 394/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του α.ν. 1521/1950 «περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» (ΦΕΚ Α" 245), ο οποίος κυρώθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1587/1950 (ΦΕΚ Α 294), ορίζεται ότι: «Εφ εκάστης εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτου ή πραγματικού επί ακινήτου δικαιώματος...επιβάλλεται φόρος επί αξίας αυτών...» και στο άρθρο 19 ότι: «1. Επί των από 1 Ιαν. 1951 και εφεξής μεταβιβάσεων ακινήτων, πραγματικών δικαιωμάτων επί ακινήτων...ή μεριδίου αυτών δεν επιβάλλονται α) αναλογικόν τέλος χαρτοσήμου...2. Εκτός α) του φόρου μεταβιβάσεως...ουδείς έτερος φόρος, τέλος, δικαιώματα, εισφορά υπέρ του δημοσίου ή υπέρ τρίτου επιβάλλεται επί της μεταβιβάσεως των ακινήτων ή των πραγματικών επ' αυτών δικαιωμάτων και επί της μεταγραφής αυτών ως και επί μεταβιβάσεως...μεριδίου αυτών...». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων απορροφάται και το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, το οποίο άλλως θα βάρυνε πρόσθετα το μεταβιβαστικό συμβόλαιο και, συνεπώς, τέτοιο αναλογικό τέλος δεν οφείλεται (ΔΠρΡοδ384/2010 ό.π.). Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι η περιεχόμενη σε προσύμφωνο πώλησης ακινήτου σύμβαση ποινικής ρήτρας, ως παρεπόμενη της κύριας σύμβασης, δεν υπόκειται σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, καθόσον και για την κύρια σύμβαση, που είναι αυτή της μεταβίβασης ακινήτου, δεν προβλέπεται το ως άνω αναλογικό τέλος, χωρίς η απαλλαγή από το αναλογικό αυτό τέλος να αναιρείται στην περίπτωση μη κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Τέλος, κατά την έκδοση απογράφου, οφείλεται αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, μόνο εφόσον η απαίτηση, στην οποία αφορά, υπόκειται στο αναλογικό αυτό τέλος, και αυτό δεν καταβλήθηκε κατά την κατάρτιση της σχετικής έννομης σχέσης {βλ, ΕφΠατρ 894/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}.